Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αναζητώντας τη Ρωμιοσύνη. Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

 Τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια, την εποχή της εκρηκτικής τεχνολογικής ανάπτυξης, που οδήγησε σε συγκεκριμένους τρόπους ζωής και που σήμερα έχει περάσει θριαμβευτικά στην επόμενη φάση της εξέλιξής της, έχουν εμφανιστεί πολλές φωνές, διαφορετικών προϋποθέσεων, που υποστηρίζουν ότι ο κυρίαρχος πλέον δυτικός πολιτισμός ακολουθεί εντελώς στραβό δρόμο – έναν δρόμο, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τους ανθρώπους (τα «άτομα») στην αποξένωση μεταξύ τους και από το φυσικό περιβάλλον, στην απομόνωσή τους, την κατάθλιψη και τη δυστυχία, την κοινωνία στην αποσύνθεση και τον πλανήτη στον όλεθρο.



Τέτοιες φωνές έχουν προέλθει στο παρελθόν από τους χίππις, διάφορες εκφάνσεις του ειρηνιστικού κινήματος, διάφορες νεανικές «υποκουλτούρες», οικολογικά κινήματα, αλλά και θρησκευτικές κινήσεις, μεταξύ των οποίων και ορθόδοξοι χριστιανοί, κυρίως άνθρωποι δυτικών κοινωνιών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία βρίσκοντας σ’ αυτήν εκείνο που αναζητούσαν και οι οποίοι εξέφρασαν τον προβληματισμό τους μέσω της σοφίας των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. ο π. Σεραφείμ Ρόουζ στην Καλιφόρνια).

Άλλοι βεβαίως έχουν εντρυφήσει στη σοφία άλλων πολιτισμών, που κατά κανόνα συνδέεται και με τις θρησκευτικές παραδόσεις τους, όπως των ιθαγενών της Αμερικής, των Ινδών, των Κινέζων ή των αρχαίων Ελλήνων. Όλοι αυτοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην εξέλιξη του δυτικού κόσμου παρατηρείται πλεόνασμα επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, αλλά θλιβερό έλλειμμα σοφίας.

Ακόμη και το αίτημα ακαδημαϊκών κύκλων για μια θέση των φιλοσοφικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια, που επιμένουν παρότι οι σπουδές αυτές δεν δίνουν ώθηση στην επιστημονική, τεχνολογική και κατ’ επέκτασιν οικονομική ανάπτυξη, ουσιαστικά εντάσσεται στον ίδιο προβληματισμό.

Ξεκινώντας από τον Ψυχρό Πόλεμο, που σε αρκετές περιπτώσεις έγινε θερμός (με αποκορύφωμα το Βιετνάμ), προχωρώντας στην απειλή του πυρηνικού ολέθρου, η οποία μετασχηματίστηκε στη βεβαιότητα για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, για να περάσουμε σήμερα στο συναγερμό για την κλιματική αλλαγή, η ανθρωπότητα ζει έναν φόβο, εν πολλοίς δικαιολογημένο, που ωστόσο χρησιμοποιείται και από τους ισχυρούς για την εδραίωση και ενίσχυση της εξουσίας τους, ώστε να μιλάμε επίσης για ιμπεριαλισμό, νέα αποικιοκρατία και «δημοκρατία των πολυεθνικών» (σαρκαστικά). Πάντως, εκείνο που ενδιαφέρει αυτό το άρθρο είναι το αίτημα που εκφράζεται από πολλές κατευθύνσεις για αλλαγή «πολιτισμικού παραδείγματος», δηλ. μια διαφορετική πορεία στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και κάθε μορφή έκφρασης αυτού του αιτήματος αντιστοιχεί σε μια ουτοπία – αλλά όταν ένα ουτοπικό αίτημα προκαλεί ένα κίνημα, ενίοτε προκαλεί κραδασμούς στις παγιωμένες καταστάσεις. Κραδασμούς, που ωστόσο – ας το επισημάνουμε και αυτό – οι «έχοντες και κατέχοντες» συνήθως φροντίζουν να τους απορροφήσουν και, πριν προλάβουν να γίνουν ανατρεπτικοί, να τους αξιοποιήσουν προς όφελός τους.

Ένα παρόμοιο αίτημα έχει εκφραστεί και στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ως «επιστροφή στις ρίζες», με την ενασχόληση χιλιάδων νέων ανθρώπων με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση (συμπεριλαμβάνοντας και τη μικρασιατική μουσική και το ρεμπέτικο και ακολουθώντας ενίοτε και έντεχνους δρόμους), αλλά και τη βυζαντινή μουσική, την αγιογραφία, την παραδοσιακή μαγειρική κ.λ.π.

Αυτό νομίζω ότι μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως και το αίτημα που εκφράζεται στην Ελλάδα σήμερα για μια «επιστροφή» στις πολιτισμικές ρίζες μας, λαμβάνοντας και πολιτική χροιά (όπως έχει σαφή πολιτική χροιά το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη, αφοπλισμό των υπερδυνάμεων του παρελθόντος, αναστροφή της καταστροφής του περιβάλλοντος ή πλέον της κλιματικής αλλαγής κ.λ.π.), σωστό είναι να αντιμετωπιστεί με κατανόηση και όχι με περιφρόνηση και να διερωτηθούμε μήπως έχει κάτι να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας, αλλά και στην αναγέννηση της πολιτικής ζωής και δεν προέρχεται από ανόητους και αιθεροβάμονες ουτοπιστές, ούτε από βίαιους ακροτασικούς («εξτρεμιστές») ή ψυχασθενείς «ψεκασμένους».

Φυσικά, όπως κάθε κίνημα, έτσι κι αυτό συγκεντρώνει ρεύματα διαφόρων τάσεων. Όμως η σύνεση επιτάσσει, κατά τη γνώμη μου, να αναγνωρίσουμε τη σοβαρότητα αρκετών διανοητών του συγκεκριμένου κινήματος και ν’ αντλήσουμε από τη σκέψη τους ωφέλιμους καρπούς.

Οι πολιτισμικές ρίζες, που εννοώ, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται «Ρωμιοσύνη» και εκ πρώτης όψεως εννοεί τη βυζαντινή ιστορία και τον βυζαντινό πολιτισμό, τόσο κατά την περίοδο της ιστορικής ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα.

Ότι η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης γίνεται πλέον κίνημα με πολιτικό ενδιαφέρον θα το διαπιστώσουμε αμέσως με μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο, όπου θα εντοπίσουμε πλήθος ιστοσελίδων, ιστολογίων, ομάδων επικοινωνίας κ.λ.π. που επικαλούνται τη ρωμαίικη ταυτότητα των μελών τους ή αναφέρονται σε εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτισμού μας, που διαθέτουν και πολιτικές προεκτάσεις, όπως ο άγιος αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ρήγας Φεραίος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παραδείγματα, για να περιοριστώ σε λίγα στοιχεία, οι ιστοσελίδες ή ιστολόγια «Ενωμένη Ρωμιοσύνη» (του ομώνυμου δραστήριου συλλόγου), «Ρωμιοί της Πόλης», «Ρωμιοί της Ανατολής», «Ρωμηός», «Ρωμαίικο Οδοιπορικό», «Το Ρωμαίικο», «Άγιος Ιωάννης Βατάτζης», «Φίλοι του αγίου Ιωάννη Βατάτζη» (στο Viber) κ.π.ά. Αναζητήστε στο Διαδίκτυο φωτογραφίες από εικόνες του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του οσίου Χριστοφόρου του Παππουλάκου, αλλά ακόμη και προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια κ.λ.π. και το πλήθος των φωτογραφιών που θα βρείτε νομίζω πως θα καταδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τη δίψα και τον πόθο των συμπατριωτών μας, που αισθάνονται υποτελείς και ταπεινωμένοι, για ελευθερία και αξιοπρέπεια!

Εξίσου ενδεικτικό είναι και το πλήθος των αναρτήσεων (και των εκδηλώσεων) που θα εντοπίσουμε κάθε χρόνο περί τις 29 Μαΐου για την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο κινητήριος μοχλός αυτής της αναζήτησης είναι η επίγνωση ότι κάποτε ο ελληνισμός βρισκόταν στο τιμόνι μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, που, παρά τα προβλήματά της, έχει να παρουσιάσει πολύ υψηλό δείκτη πολιτισμού (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, αξιοζήλευτα αρχιτεκτονήματα…), ισχυρή κρατική, στρατιωτική και οικονομική οργάνωση, υπερχιλιετή ζωή, τεράστιο πλήθος πνευματικών ανθρώπων (αγίων, ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους ήταν συνάμα και φιλόσοφοι, επιστήμονες της εποχής τους, αναλυτές της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς, εμβριθείς μελετητές της κοινωνίας, ασυμβίβαστοι κοινωνικοί αγωνιστές, λογοτέχνες και καλλιτέχνες) και – κάτι αναπάντεχο – συνέχισε να ζει μέσω του πολιτισμού της ακόμη και πεντακόσια χρόνια μετά την ολοκληρωτική άλωσή της από βαρβάρους επιδρομείς!

Είναι φυσικό να συγκρίνουμε αυτό το ιστορικό παρελθόν μας με το παρόν, στο οποίο η χώρα μας διοικείται από πολιτικούς, τους οποίους θεωρούμε διεφθαρμένους, ο λαός μας είναι εξουθενωμένος και εξαθλιωμένος («φτωχοποιημένος»), είμαστε ουραγοί της Ευρώπης, υπερχρεωμένοι, απολύτως εξαρτημένοι οικονομικά και αναγκασμένοι να υπακούμε τυφλά σε εντολές ξένων κέντρων εξουσίας, των διαδόχων των αποικιοκρατών που κάποτε αιματοκύλησαν τον πλανήτη και ακόμη και σήμερα τον εξουσιάζουν. Η σύγκριση αυτή δεν μπορεί παρά να ανεβάζει το αίμα πολλών στο κεφάλι  και να προκαλεί σκέψεις ανατροπής του πολιτικού κατεστημένου της εποχής μας και αναγέννησης του ισχυρού παρελθόντος μας από την τέφρα του. Ενός παρελθόντος που δεν είναι τόσο μακρινό όσο η κλασική Ελλάδα και, το κυριότερο, είναι ακόμη ζωντανό – ζει, τόσο στις βυζαντινές εκκλησίες μας, όπου τελούνται οι βυζαντινές ακολουθίες της Ορθοδοξίας, όσο και στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, καθώς και στις μνήμες των αγώνων που έδωσαν με αυτοθυσία οι πρόγονοί μας για την ελευθερία μας, ήρωες που προτίμησαν να πεθάνουν αντί να παραδοθούν ή να προσκυνήσουν, προσφέροντας σε ολόκληρο το λαό τους (το λαό μας) συναισθήματα αξιοπρέπειας, αυτοπεποίθησης και ελπίδας για το αύριο. Ένας τέτοιος ήρωας – όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, που ακολούθησε το δρόμο του Λεωνίδα – αρκούσε για να τροφοδοτήσει το ηθικό ενός ολόκληρου λαού επί αιώνες.

Ζητούμε λοιπόν έναν νέο άγιο Ιωάννη Βατάτζη, έναν νέο Παλαιολόγο, έναν νέο Ρήγα Φεραίο, έναν νέο Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη, μια νέα Μαντώ Μαυρογένους και Μπουμπουλίνα, έναν νέο Καποδίστρια. Έχει ατονήσει η ιδέα ότι ζητούμε «έναν νέο Βενιζέλο». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εντάσσεται στη σύγχρονη, δυτική πολιτική σκέψη, σε ένα πλαίσιο που δεν μας βγήκε σε καλό, ούτε νιώθουμε να ύψωσε τα δικά μας αναχώματα απέναντι στην εξάρτηση από τους ισχυρούς. Οι ηγέτες που αναζητούμε είναι εκείνοι που διέθεταν και ευφυΐα και φιλοπατρία, αλλά και πίστη στον Θεό των πατέρων μας, εκτίμηση για τον πολιτισμό μας, δυναμισμό και διάθεση να θυσιάσουν τα πάντα για το λαό και την πατρίδα. Και, όταν αποτύγχαναν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι. Δεν αναζητούμε τεχνοκράτες, αλλά ήρωες.

Φυσικά μια άλλη τάση στον ελληνικό λαό αναζητά τεχνοκράτες και απορρίπτει με έμφαση τα παραπάνω. Για μια ακόμη φορά «ενωτικοί» και «ανθενωτικοί» συγκρούονται, «διαφωτιστές» και «κολλυβάδες» ανταγωνίζονται ποιοι επιτελούν την πραγματική υπηρεσία στην πατρίδα – στη χώρα ή «στο γένος». Είναι γνωστό ότι από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού σημειώθηκε έντονη διαμάχη στον πνευματικό κόσμο της σχετικά νεαρής ακόμη Ελλάδας για το αν είναι σωστό να αυτοαποκαλούμαστε «Ρωμιοί» ή μόνον «Έλληνες». Η διαμάχη αυτή έχει επανέλθει και η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης αναδύεται ως μια άλλη απελευθερωτική πρόταση, διαφορετική και εν πολλοίς αντίθετη από τον εθνικισμό, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε τα πρωτεία στον αντισυστημικό πατριωτικό λόγο και ακόμη και σήμερα δεν εξέλειπε.

Μέσα σε όλα αυτά, η νέα γενιά φαίνεται εντελώς παραδομένη σε μια σύγχρονη αποικιοκρατική αλλοτρίωση, όπου οι αγωνίες και τα όνειρά της δεν έχουν απάντηση πέρα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στο πολιτισμικό μοντέλο των εξουσιαστών μας – αυτό, που τόσο αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να αποτινάξουν όλοι εκείνοι που προσπαθούν για την αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που προαναφέραμε. Η πολιτική της θέση είναι η άρνηση της πολιτικής. Με πλήρη άγνοια πλέον (την οποία επιδεινώνει το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα) της ιστορίας και του πολιτισμού μας, χάνονται οι δυνάμεις μιας πραγματικά δικής μας αναγέννησης – και βαθαίνει το πικρό συναίσθημα της προδοσίας από την ίδια την ηγεσία της χώρας μας, που, αντί να φροντίζει για την αναγέννηση αυτή, προωθεί την πολιτική και κοινωνική «ατζέντα» των ξένων ισχυρών.

Από τα βιβλία στο Κοινοβούλιο

Aν και ίσως πρέπει να μνημονεύσουμε, ως προδρόμους αυτού του κινήματος, τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου (1954) και τις σχετικές αναφορές του Φώτη Κόντογλου, καθοριστική στην ανάκληση της Ρωμιοσύνης στη συλλογική μνήμη των συμπατριωτών μας ήταν η συμβολή πανεπιστημιακών του πρόσφατου παρελθόντος, κάποιοι από τους οποίους ήταν και κληρικοί, όπως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν. Τη σκυτάλη παρέλαβαν νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Αναστάσιος Φιλιππίδης (Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα), ο Ηλίας Καλλιώρας (Ρωμιοσύνη: Το οδοιπορικό της Ρωμανίας-Βυζαντίου), ο Ιωάννης Νεονάκης (Οικουμενική Ρωμανία) κ.ά.

Εσχάτως ο λόγος περί Ρωμιοσύνης εισήλθε για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή, με το πολιτικό κίνημα της Νίκης, ο πρόεδρος και τα στελέχη του οποίου, όχι μόνο μιλούν για Ρωμιοσύνη και «πονεμένη Ρωμιοσύνη» (η φράση από το ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου) και προβάλλουν ως πρότυπα πολιτικού ήθους τον Βατάτζη, τον Καποδίστρια κ.τ.λ., αλλά και – στις δημοσιευμένες θέσεις του κινήματος – απλώνουν γέφυρες προς τις άλλες βαλκανικές χώρες (ακόμη και προς εκείνες, από τις οποίες μας χωρίζουν ιστορικές διαφορές, όπως η Βουλγαρία και τα Σκόπια), βασισμένες στην Ορθοδοξία, την κοινή πολιτισμική κληρονομιά των περισσότερων βαλκανικών λαών (αν όχι όλων, στο απώτερο παρελθόν, ακόμη και εκείνων που σήμερα είναι κατά πλειοψηφία ρωμαιοκαθολικοί ή μουσουλμάνοι). Αυτή είναι πολιτική αντίληψη, θα λέγαμε, «καθαρά βυζαντινή» (ρωμαίικη), γι’ αυτό και ακατανόητη από τους πολλούς, που σοκάρονται και μιλούν για νοοτροπία που προέρχεται από το Μεσαίωνα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο εθνικισμός είναι άμεσα κατανοητός και εύκολα διαχειρίσιμος και ταξινομημένος στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ρωμαίικη πολιτική ιδέα προκάλεσε σύγχυση ως προς την κατάταξή της στο πολιτικό φάσμα και επιχειρήθηκε να αποδομηθεί με τον χαρακτηρισμό του φορέα της ως δούρειου ίππου της κυβέρνησης, δούρειου ίππου της Ρωσίας (εκ διαμέτρου αντίθετα), δάκτυλου αγιορείτικων μονών (που δήθεν επιχειρούσαν να παρέμβουν στην πολιτική ζωή της χώρας), υποκινούμενου από Έλληνες επιχειρηματίες, παραθρησκευτικής ομάδας, οργάνωσης που… «ξεπλένει χρήματα», και των μελών της ως επικίνδυνων κρυπτοφασιστών, υποκριτών, γραφικών, «ψεκασμένων» κ.π.ά.

Ας επισημάνουμε εδώ ότι ο λόγος περί Ρωμιοσύνης δεν είναι «δεξιός» πολιτικός λόγος. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίκης Θεοδωράκης (που μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη) προφανώς ήταν αριστεροί. Για τον Φώτη Κόντογλου διαβάζουμε:  «Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, “στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ’ όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων”. Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου. Τέλος, ο Κόντογλου δεν υπέγραψε τη “Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών” που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946 καθώς είχε διχαστικές και εμφυλιοπολεμικές προεκτάσεις» (Βικιπαίδεια, λήμμα «Φώτης Κόντογλου»). Εξάλλου, στις 22.9.23, στη συζήτηση της ολομέλειας της Βουλής για το εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, κυβερνητικό στέλεχος χαρακτήρισε τις θέσεις της Νίκης για τα εργασιακά «ακραίες αριστερές, πέρα ακόμη και από την αριστερά» [1].

Ρωμανία εναντίον Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ρωμανία («Βυζάντιο»), για τους θιασώτες της Ρωμιοσύνης, συνιστά το αντίπαλο δέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ένα οικουμενικό κράτος με πολλές εθνότητες, που συνυπάρχουν ισότιμα και, ενώ διατηρούν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ιδιοπροσωπία, συνδέονται με δεσμούς πρωτίστως πολιτισμικούς και πνευματικούς – μια «οικουμένη των λαών», αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ένωση των πολυεθνικών (και όχι «των λαών», όπως ήταν το αρχικό πανευρωπαϊκό όραμα), που έχει συνδετικό κρίκο την επιθυμία για διαρκή οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη και καταναλωτική ευμάρεια.

Αυτός ο συνδυασμός πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας και κοινού υπόβαθρου φαίνεται στον πολιτισμό (λόγιο και λαϊκό) των διαφόρων ρωμαίικων πληθυσμών, που πέρασαν στην επόμενη φάση της Ιστορίας, μετά την κατάκτησή τους είτε από τους Άραβες, είτε από τους δυτικούς, είτε από τους Τούρκους. Σημειώνω ότι «Ρωμιοί» υπάρχουν ακόμη και σήμερα στις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Άραβες αιώνες πριν, τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στο Λίβανο, τη Συρία ή την Αίγυπτο. Είναι κυρίως οι λεγόμενοι «Ελληνορθόδοξοι», όπου το συνθετικό «ελληνο-» κατ’ ουσίαν δεν έχει εθνολογικό χαρακτήρα (αφού μπορεί να είναι Σύροι, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι), αλλά εννοεί «Ρωμαίοι» (Βυζαντινοί, Ρωμιοί)· οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται «Ρουμ Ορτοντόξ» (Ορθόδοξοι Ρωμιοί) [2].  Το ελληνικό κράτος δεν τους δίνει σημασία, οι εθνικιστές δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά οι θιασώτες της Ρωμιοσύνης, χωρίς να θέλουν να τους αφομοιώσουν, τους θεωρούν αδέρφια τους.

Επίσης η Ρωμανία (παρότι η Ιστορία της περιέχει πολλές αιματηρές σελίδες, πολλούς άδικους άρχοντες, αρκετή σκληρότητα και εμφύλιους σπαραγμούς) δεν βαρύνεται ιστορικά και ηθικά με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατία ή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι· ούτε φυσικά ο Ψυχρός Πόλεμος, η πυρηνική απειλή, η σύγχρονη αποικιοκρατία των πολυεθνικών ή η αλλοτρίωση των λαών, που βαραίνουν τους απογόνους των χθεσινών σταυροφόρων, κονκισταδόρων και αποικιοκρατών. Έτσι, μοιραία, σ’ έναν κόσμο που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, η Ρωμιοσύνη ως πολιτική πρόταση παρέχει ελπίδα για ένα διαφορετικό πρότυπο εξέλιξης, που θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο.

Σημειώσεις

[1] Βλ. την απάντηση του βουλευτή Αχαΐας Σπύρου Τσιρώνη, που απάντησε ότι οι θέσεις αυτές βασίζονται «στις αξίες της Ρωμιοσύνης», που είναι παλαιότερες από τους όρους «δεξιά» και «αριστερά» και τους υπερβαίνουν: https://www.youtube.com/watch?v=g_iLn9dDWpg.

[2] Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Σαββίδης, «Το Ισλαμικό Κράτος και οι Ρουμ Ορτοντόξ της Ανατολής», Πρώτο Θέμα 27.9.2014, https://www.protothema.gr/blogs/panagiwtis-sabbidis/article/413626/to-islamiko-kratos-kai-oi-roum-ortodox-tis-anatolis


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/43308

Θεοδώρα (500 μ.Χ - 28 Ιουνίου 548)

 Σύζυγος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού. Γεννήθηκε περίπου το 500 μ.Χ. από ταπεινή οικογένεια. Ο πατέρας της, Ακάκιος, με καταγωγή από την Κύπρο, ήταν αρκουδιάρης σε τσίρκο και η μητέρα της πιθανότατα ηθοποιός.

Η Θεοδώρα ξεκίνησε ως κωμική ηθοποιός διασκεδάζοντας τα πλήθη στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε ως πόρνη πολυτελείας, εκμεταλλευόμενη την ομορφιά της.

Ζώντας μία μάλλον φτωχική ζωή, θα γνωρίσει τον κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της Ιουστινιανό, συγκλητικό και ανιψιό του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά της θα την παντρευτεί το 523, παρά τις αντιδράσεις της κοινωνικής του τάξης και της θείας του αυτοκράτειρας Ευφημίας.

Γυναίκα με ισχυρή θέληση και ηγετικές ικανότητες, «υπερίσχυε σε ευφυΐα από οποιονδήποτε άνδρα στην Αυλή», σύμφωνα με τον αυλικό Ιωάννη Λυδό. Θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη Στάση του Νίκα, όταν θα πείσει τον άβουλο Ιουστινιανό να χρησιμοποιήσει τον στρατό για την καταστολή της λαϊκής εξέγερσης.

Πέθανε στις 28 Ιουνίου 548, σε ηλικία 48 ετών, από καρκίνο του μαστού και τάφηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.

H φωτογραφία είναι πίνακας ζωγραφικής, του σύγχρονου Γάλλου ζωγράφου Antoine Helbert



●Σαν σήμερα, στις 29 Αυγούστου του 886, πέθανε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Α’, ο Μακεδών.

 Πέθανε σε κυνηγετικό ατύχημα, όταν η ζώνη του μπλέχτηκε στα κέρατα ενός ελαφιού που τον έσυρε για 16 μίλια. Άλλες πληροφορίες λένε ότι είναι πιθανό να δολοφονήθηκε από τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' το Σοφό, σε συνωμοσία του με τον στενό σύμβουλο του Βασιλείου Στυλιανό Ζαούτζη, τον πατέρα της ερωμένης του Λέοντα, Ζωής.

Προς το τέλος της ζωής του είχε κακές σχέσεις με το γιο του Λέοντα τον οποίο υποπτευόταν ότι μάλλον ήταν γιος του Μιχαήλ Γ'. Τον φυλάκισε για 3 χρόνια και ήθελε να τον τυφλώσει.

Ο Βασίλειος ήταν ταπεινής καταγωγής ο οποίος έφτασε να γίνει ακόλουθος του Μιχαήλ Γ' και Καίσαρ, αλλά και ηθικός αυτουργός του φόνου του Μιχαήλ. Κατά τα άλλα όμως ήταν εξαιρετικός ηγέτης.

Ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και ρωμαλέος, εξαιρετικά φιλόδοξος, αλλά εντελώς αγράμματος. Συνωμότησε στη δολοφονία του θείου και σύμβουλου του Μιχαήλ Βάρδα, αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα, τον οποίο δυστύχησε η μητέρα του Θεοδώρα να δει να πεθαίνει με αυτόν τον τρόπο, έχοντας επαληθευθεί η πρόβλεψή της ότι ο Βασίλειος θα ήταν το τέλος της δυναστείας της οικογένειάς της. Υπό την απαίτηση δε του ίδιου του Μιχαήλ, παντρεύτηκε την ερωμένη του αυτοκράτορα Ευδοκία Ιγγερίνα, από την οποία απέκτησε τρεις γιους (είχε ήδη άλλον ένα, τον Κωνσταντίνο, από τον πρώτο του γάμο με την συντοπίτισσα του Μαρία). Αγαπούσε υπερβολικά τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο ο οποίος όμως πέθανε νωρίς, βυθίζοντας τον Αυτοκράτορα στη θλίψη. Χωρίς προφανή λόγο, δε συμπαθούσε διόλου τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' το Σοφό, τον οποίο μάλιστα είχε συστηματικά διώξει, μέχρι του σημείου της φυλακίσεώς του.

Έδειξε εξαιρετική ικανότητα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, και οδήγησε στην αναγέννηση της δύναμης του Βυζαντίου Οι Βυζαντινοί τον θεωρούσαν έναν από τους μεγάλους αυτοκράτορες. Η δυναστεία που ίδρυσε οδήγησε το Βυζάντιο σε μια περίοδο δόξας και ευημερίας.

Ο Βασίλειος ήταν ακραιφνής ορθόδοξος. Το Σχίσμα έγινε επί των ημερών του (867), με επακόλουθο τον αφορισμό του Πάπα σε Σύνοδο και απόρριψη των πρωτείων του. Προσπάθησε όμως να έχει καλές σχέσεις με τη Ρώμη και εξόρισε τον Πατριάρχη Φώτιο και εγκατέστησε τον Ιγνάτιο, αλλά με το θάνατο του τελευταίου, επανέφερε το Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο.

Ο Βασίλειος ξεκίνησε ένα μεγάλο νομοθετικό έργο, “τα Βασιλικά”, θέτοντας έτσι τη βάση για να συγκροτηθεί στα χρόνια του γιου του Λέοντα ΣΤ΄, ενώ ο ίδιος εξέδωσε τις σημαντικές συλλογές νόμων: Πρόχειρος Νόμος (870-879) και ανάμεσα στα έτη 879-886 εξέδωσε την «Επαναγωγή», μια αναθεωρημένη συλλογή νόμων.

Υπήρξε ικανός αυτοκράτορας. Με τα μέτρα που έλαβε για τη δικαιοσύνη και τα δικαστήρια έθεσε τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους, ενώ φρόντισε για την προστασία των μικροκαλλιεργητών από την απληστία των «δυνατών» και από τη διαφθορά των δημόσιων υπαλλήλων. Το νομοθετικό του έργο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έκανε λαμπρές στρατιωτικές εκστρατείες, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στη Δαλματία και την Αδριατική, και έθεσε τις βάσεις για την επάνοδο του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Στην Ανατολή πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Σαρακηνών, και εξουδετέρωσε τους παυλικιανούς αιρετικούς που με την υποστήριξη των Αράβων είχαν γίνει ιδιαίτερα ισχυροί, καταλαμβάνοντας τη βάση τους στην Τεφρική. Έτσι το κράτος τους στον άνω Ευφράτη καταλύθηκε. Επίσης σε συμμαχία με τους Φράγκους, έστειλε 139 πλοία στην Αδριατική. Το Μπάρι, ο Τάραντας και η Καλαβρία ανακτήθηκαν, αλλά η Μάλτα και το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας χάθηκαν και η Βενετία σταδιακά ανεξαρτητοποιήθηκε.

Τέλος ακολούθησε σημαντικότατο πρόγραμμα επισκευών, αποκαταστάσεων και ανεγέρσεων μνημείων, με αποκορύφωμα τη Νέα Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.

Η Εκκλησία μας το ανακήρυξε άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 29 Αυγούστου εκάστου έτους ως Άγιος Βασίλειος ο Μακεδών ο αυτοκράτορας.

Η μνήμη του Αγίου Βασιλείου δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές παρά μόνο στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών (σελ. 161).

Σαν κτήτορας και ανακαινιστής πολλών ναών και μονών, ο Βασίλειος βρήκε θέση σε κάποια Μηνολόγια μεταξύ των Αγίων για την ευσέβεια του και για τον εμπλουτισμό της πρωτεύουσας με ιερά κτίσματα, προς δόξαν Θεού.



Στη φωτογραφία: 

Επάνω: Η στέψη του Βασιλείου Α’ ως συν-αυτοκράτορας, από χειρόγραφο στο Χρονικό του Σκυλίτζη.

Κάτω: Ο Βασίλειος και ο δεύτερος γιος του Λέων ΣΤ' επίσης από το Χρονικό του Σκυλίτζη

Ένθετα: Σόλιδος του Βασιλείου Α’. Αριστερά η μορφή του και δεξιά ο πρώτος του γιος Κωνσταντίνος και η δεύτερη γυναίκα του αυτοκράτειρα Ευδοκία Ιγγερίνα.

534μ.Χ Θρίαμβος

Το Καλοκαίρι του 534,μετά την διάλυση του κράτους των Βανδάλων,ο Βελισσάριος, απέπλευσε από την Καρχηδόνα για την Κωνσταντινούπολη με πολλά λάφυρα και αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης του έκανε μεγάλη υποδοχή και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός του επέτρεψε να τελέσει θρίαμβο.





Την ημέρα του θριάμβου η πομπή ξεκίνησε από την κατοικία του Βελισαρίου. Μπροστά πήγαινε πεζός ο νικητής στρατηγός και πίσω του ακολουθούσαν ο αιχμάλωτος βασιλιάς Γελίμερος, οι άλλοι αιχμάλωτοι και όλοι οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από την Ρώμη. Όταν η πομπή έφθασε στον Ιππόδρομο, ο Βελισάριος προσκύνησε μπροστά στον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Το ίδιο έκανε χωρίς προθυμία και ο Γελίμερος, ο οποίος καθώς γονάτιζε ψιθύρισε: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Επιστρέψαμε πλέοντας από την Τρίπολη και την Κρήτη, ένα ταξίδι χωρίς προβλήματα και μπήκαμε πάλι στο Βόσπορο, ανήμερα μεσοκαλόκαιρου το σωτήριου έτους 534. Μας περίμενε μια θορυβώδης υποδοχή στην αποβάθρα και μια βασιλική στο παλάτι. Ο Ιουστινιανός είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί με την τεράστια αξία των θησαυρών που ξεφόρτωναν τα πλοία μας και τόσο πολύ εντυπωσιαστεί με τη θέα των 15.000 ρωμαλέων αιχμαλώτων (Βάνδαλοι), που λησμόνησε τις υποψίες του για στάση του Βελισάριου, τον αποκάλεσε <<αφοσιωμένο ευεργέτη μας>> και τον πήρε από το χέρι.

Ωστόσο ως Γενικός Αρχηγός όλων των στρατιών της αυτοκρατορίας που ήταν, θεώρησε ότι δικαιωματικά του ανήκε όλη η δόξα για τη νίκη επί των Βανδάλων. Στο εισαγωγικό μέρος του Νέου Πανδέκτη των νόμων (είχε εκδοθεί την ίδια μέρα πού έγινε η μάχη στο Τρικάμαρο) είχε αυτοαναγορευτεί <<Κατακτητής Βανδάλων και Αφρικανών-Ευσεβής,Τροπαιοφόρος, Ευδαίμων και Ένδοξος, και, χωρίς διόλου να αναφέρει αν συμμετείχε και κάποιος άλλος στη νίκη, έκαμε λόγο για τις αγωνίες του πολέμου, τις νηστείες, που είχε υποστεί μέχρι να επιτευχθεί η νίκη.
Ο θρίαμβος λοιπόν που θα οργάνωνε θα ήταν δικός του και όχι του Βελισάριου: γιατί σε κανέναν υπήκοο δεν είχε δοθεί ποτέ το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο από καταβολής αυτοκρατορίας, ώστε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα και φιλοδοξήσει το θρόνο. Ακόμη λοιπόν και όταν οι πολεμικές επιδόσεις του αυτοκράτορα περιορίζονται στην αποβάθρα, από όπου εύχεται το κατευόδιο στον στρατό και τον καλωσορίζει, όταν αυτός επιστρέφει, ακόμη και τότε ο αυτοκράωρ υποδύεται το ρόλο του τροπαιούχου στρατηγού.

Η Θεοδώρα, όμως, του συνέστησε πιεστικά να διαδραματίσει στο θρίαμβο τον ίδιο αμέτοχό ρόλο που είχε και στη μάχη και ν΄ αφήσει να οδηγηθεί η πομπή από τον Βελισάριο. Εκείνος δέχτηκε...

Ο Βελισάριος εξήλθε από την κατοικία του που ήταν στη χρυσή πύλη, στο τείχος του Θεοδοσίου και διέσχισε με τη πομπή ολόκληρη τη Μεγάλη Οδό που είχε μήκος δυο μίλια. Ήταν πεζός και ακολουθούσε τους ιερείς και τους επισκόπους που προπορεύονταν αναπέμποντας ψαλμωδίες και λικνίζοντας θυμιατά. Δεν ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, πάνω σε άρμα. Ο δρόμος ήταν καταστόλιστος με άνθη, με χρωματιστά μετάξια, με στεφάνια και με χαιρετιστήριες επιγραφές, ασφυκτικά γεμάτος από παραληρούντα πλήθη. Σε κάθε μεγάλη πλατεία της διαδρομής – στην πλατεία του Αρκαδίου, στην Αγορά των Βοίων, στην πλατεία της Αδερφικής Αγάπης, στην πλατεία των Ταύρων (όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Δάσκαλοι και οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου) και τελικά στην πλατεία του Κων/νου όπου ήταν παρατεταγμένη όλη η πολιτοφυλακή- o κόσμος παραληρούσε και οι αρχηγοί των συνοικιών ξεχώριζαν από το πλήθος προσφέροντας δώρα και προσφωνώντας τον με καλωσορίσματα υπό τους ήχους σαλπισμάτων.

Πίσω από τον Βελισάριο που τον συνόδευαν ο Ιωάννης Καππαδόκης και άλλοι φημισμένοι στρατηγοί, ακολουθούσαν οι θωρακοφόροι του, οι πεζοναύτες και οι Μασσαγέτες Ούννοι, που την επομένη μέρα θα γύριζαν στην πατρίδα τους, ενώ την πομπή συνέχιζαν οι Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, με επικεφαλής τον Γελίμερο που φορούσε πορφυρό μανδύα και συνοδευόταν από όλη την οικογένειά του.

Τα λάφυρα, φορτωμένα σε άμαξες, ήταν εκτυφλωτικά, τα σπουδαιότερα που εμφανίστηκαν ποτέ σε θρίαμβο. Ήταν όλα όσα είχαν συγκεντρώσει οι Βάνδαλοι από το υπερπόντιο και τα έσοδά τους στην Αφρική, συσσωρευμένα πλεονάσματα εκατό ετών, καθώς και η λεία των πειρατικών επιδρομών του Γιζέριχου. Οι Βάνδαλοι αποτελούσαν μια ολιγάριθμη και καταδυναστευτική ολιγαρχία σε μια εύφορη και καρποφόρα γη και όσα δεν είχαν ξοδέψει, από την οκνηρία τους σε δημόσια έργα, τα είχαν στοιβαγμένα και αποταμιευμένα.

Πάνω στα κάρα λοιπόν, περνούσαν σωριασμένα εκατομμύρια λίβρες από ασημένιες ράβδους, σακιά γεμάτα αργυρά και χρυσά νομίσματα, ποσότητες ατόφιου χρυσού, μαλαματένια κύπελλα και σκεύη και αλατιέρες με ένθετα πετράδια, ολόχρυσοι θρόνοι και άμαξες και αγάλματα. Ευαγγέλια με μαλαματένια δεσίματα, και διακόσμηση πολύτιμών λίθων, βουνά ολόκληρα από χρυσά περιδέραια, ζώνες και δαχτυλίδια, καθώς κι από αρματωσιές με χρυσά στολίδια, κοντολογίς κάθε είδους βαρύτιμο και ωραίο αντικείμενο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, μαζί με ανεκτίμητες αρχαιότητες που προέρχονταν από τη λεηλασία του αυτοκρατορικού παλατιού της Ρώμης και του ναού του Δία από τον Γιζέριχο. Υπήρχαν επίσης και πάμπολλα ιερά κειμήλια: οστά μαρτύρων, θαυματουργές εικόνες, αυθεντικά ρούχα των Αποστόλων και τα καρφιά από το σταυρό του Αγίου Πέτρου, πάνω στον οποίο τον είχαν σταυρώσει ανάποδα.

Αλλά τα λάφυρα που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θαυμασμό και το περισσότερο δέος ήταν τα ιερά σκεύη των Ιουδαίων, τα φτιαγμένα από το Μωυσή στην έρημο κατά τη ρητή εντολή του ίδιου του Θεού, που αργότερα φυλάγονταν στο ναό της Κιβωτού της Διαθήκης στην Ιερούσαλήμ. Αυτά ήταν : η ιερή τράπεζα των άρτων της προθέσεως, η κατασκευασμένη από ξύλο άσηπτο και καλυμμένη από χρυσό, μαζί με τους δίσκους, τα σπονδεία, και τις λεκάνες που τη συνόδευαν, η επτάκλωνη από σφυρήλατο χρυσό λυχνία με όλους της τους κόμβους και τις λεκάνες, και το χρυσό Ιλαστήριο με τα δυο του χερουβείμ με τα φτερά τους ανοιχτά. Αυτά τα άρπαξε ο Γιζέριχος από την Ρώμη, όπου τα είχε φέρει ο αυτοκράτορας Τίτος, όταν κατέλαβε τη Ρώμη.
Όταν η Ρώμη ήταν δημοκρατία, ο νικητής στρατηγός παρέλαυνε με τους αιχμαλώτους του περνώντας από όλους τους δρόμους της πόλης και την μέρα εκείνη θεωρούνταν ότι είχε την υπέρτατη εξουσία. Ο βασιλιάς ή αρχηγός του εχθρού, αν ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, προσφερόταν θυσία στο τέλος του εορτασμού. Πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα έθιμα από τότε.. Κοιτάξτε τον Γελίμερο που περπατά δίχως αλυσίδες: όταν η πομπή καταλήγει στον Ιππόδρομο, όπου την περιμένει ο Ιουστινιανός, καθισμένος στο βασιλικό θεωρείο, μπαίνει κι εκείνος μαζί με τους άλλους. Βγάζει τον πορφυρό μανδύα του, ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο θρόνο και προσκυνά τον Αυτοκράτορα, ο οποίος τον σηκώνει με ευμένεια και του δίνει χάρη. Με βασιλικό έγγραφο εκχωρούνται εκτάσεις στην Γαλατία γι΄ αυτόν και την οικογένειά του, του απονέμεται ο τίτλος του Πατρικίου, εάν συναινέσει να απαρνηθεί την αίρεση του Αρείου.
Κοιτάξτε τώρα και τον Βελισάριο, τον νικητή, που πλησιάζει στο θρόνο, βγάζει κι αυτό τον πορφυρό μανδύα του και πέφτει προσκυνώντας στα πόδια του Αυτοκράτορα: καμιά έκταση δεν του εκχωρείται και καμιά λέξη δεν ακούει, παρά μόνον του δηλώνουν ότι εξετέλεσε καλά τα καθήκοντά του.

Τι στάση κράτησε άραγε ο Γελίμερος; Μήτε γέλασε, μήτε έκλαψε, παρά κουνούσε το κεφάλι του μελαγχολικά και σαστισμένα, κι επαναλάμβανε διαρκώς την ίδια φράση, σαν να έλεγε κάτι μαγικό, τα λόγια του Εκκλησιαστή : «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Ύστερα η Θεοδώρα είπε στον Ιουστινιανό ότι, αν θέλει να κερδίσει τον τίτλο του <<Μεγάλου>>, θα έπρεπε να είναι γενναιόφρων, δίνοντας στον νικητή κάποιο δείγμα αντάξιο της εύνοιας με την οποία τον περιέβαλλε. Τότε κι εκείνος τον αναγόρευσε Ύπατο, για τον επόμενο χρόνο, και εξέδωσε μάλιστα κι ένα μετάλλιο που στην μπροστινή όψη είχε ανάγλυφο το κεφάλι του, και στην οπισθιά της είχε τον Βελισάριο έφιππο, με πλήρη αρματωσιά, να επελαύνει, μια τιμή μοναδική για στρατηγό.

Η εγκατάσταση του Βελισάριου στην Υπατεία έγινε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Καθισμένος στη φιλντισένια έδρα του αξιώματός του, που τη σήκωναν στα χέρια Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, κρατώντας το φιλντισένιο του σκήπτρο, έκανε άλλη μια μικρή διαδρομή στην Πόλη από το ενδιαίτημά του στο Παλάτι ως το Μέγαρο της Συγκλήτου. Στο διάβα του μοίραζε πλήθος από τα προσωπικά του πολεμικά λάφυρα, νομίσματα, κούπες, πόρπες, ζώνες, που όλα μαζί υπολογίζονταν σε 100.000 χρυσά.

Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, της Πηνελόπης Δέλτα. Ραδιοφωνικό θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι του Ραδιοφωνικού Θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω σε ραδιοφωνική διασκευή το σπουδαίο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα: Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου.


                                   


  Πρόκειται αναμφίβολα για το γνωστότερο μυθιστόρημα της Δέλτα, το συνέγραψε το 1910 ενώ το πρώτοδημοσιεύσε στο Λονδίνο το 1911. Ήταν η εποχή που ο Βενιζέλος είχε τα ηνία της χώρας μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και την επανάσταση στο Γουδί, καθώς εκείνη την εποχή μεγάλες μεταβολές ετοιμάζονταν στους χάρτες.

  Το έργο, που απέσπασε πλούσια εγκωμιαστικά σχόλια από πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, εξιστορεί τις περιπέτειες δύο παιδιών από την ημέρα που αιχμαλωτίστηκαν από τους Βούλγαρους το 1004 στην Ανδριανούπολη έως το τέλος του πολέμου. Καλύπτει λοιπόν την περίοδο από το 1004 έως το 1018, βασική περίοδος δράσης του Βουλγαροκτόνου εναντίον των Βουλγάρων. Το γεωγραφικό πλαίσιο του έργου ήταν ορισμένες νευραλγικές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που σήμερα ανήκουν στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στα Σκόπια.

  Αντικειμενικός στόχος της Πηνελόπης Δέλτα ήταν, όπως προκύπτει και από την αλληλογραφία της με τον Παλαμά, να διδάξει μέσα από το μυθιστόρημα στα μικρά παιδιά ιστορία, ώστε να τα διαποτίσει με το ιδανικό της αγάπης για την πατρίδα και το έθνος, ενόψει και των επικείμενων βαλκανικών πολέμων. Τεράστια είναι και η ηθογραφική αξία του έργου, καθώς μέσα από τα μάτια των τριών παιδιών-πρωταγωνιστών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή στα χρόνια του Βυζαντίου. Κατασκοπεία, προδοσία, ίντριγκες και συνωμοσίες, περιπέτειες, ανατροπές, μοιραίοι και παράφοροι έρωτες, πίστη σε ιδανικά και αίσθηση του καθήκοντος, (δοσμένα με την ευαισθησία και τον λυρισμό της Δέλτα), δημιουργούν ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα που ανασυνθέτει με τρόπο γλαφυρό μια χρυσή εποχή του Βυζαντίου.


Η κατάληψη της Πρεσλάβας από τον Τζιμισκή και της Πλίσκας από τον Βασίλειο Β΄, σε μεταγενέστερο σλαβικό χειρόγραφο

 


Η εξέλιξη του έργου.

  Η ιστορία διαδραματίζεται στο ταραγμένο Βυζάντιο, στην αυγή της 2ης χιλιετίας μ.Χ., κατά τη διάρκεια των πολέμων ενάντια στους Βούλγαρους. Βασιλιάς των Βουλγάρων είναι ο Σαμουήλ, ενώ στο Βυζαντινό στρατόπεδο βρίσκεται ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Στον καιρό λοιπόν του Βουλγαροκτόνου, δύο αχώριστοι φίλοι απ’ το Βυζάντιο για χάρη της πατρίδας θα εισχωρήσουν στο Βουλγαρικό στρατόπεδο, για να κατασκοπεύσουν και να συλλέξουν πληροφορίες για τους αντιπάλους. Μέσα από διάφορες καταστάσεις η φιλία τους και η αγάπη τους για την πατρίδα θα δοκιμαστεί πολλές φορές.


  Ο γερο Παγράτης μαζί με ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, την Αλεξία Αργυρή φτάνουν στην Αδριανούπολη τη βραδιά της κατάληψής της από τους Βουλγάρους τον Δεκαπενταύγουστο του 1004. Εκεί συναντούν τον Νικήτα, έναν Έλληνα κατάσκοπο και αδελφικό φίλο του γιού του Παγράτη, και δυο μικρά αγόρια τον Κωνσταντίνο Κρηνίτη (γιό του Στρατηγού της Αδριανούπολης) και τον Μιχαήλ Ιγερινό. Ο Νικήτας στην προσπάθειά του να σώσει τα δύο παιδιά από την αιχμαλωσία κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, όμως τον προστατεύει ο Παγράτης, ο οποίος πιάνεται αιχμάλωτος από τον τσάρο Σαμουήλ. Τα δυο αγόρια, επίσης αιχμάλωτοι του τσάρου μεγαλώνουν ανάμεσα στους Βούλγαρους χωρίς όμως η ελληνική καρδιά τους να τους προδώσει ποτέ!

  Έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι από γεγονότα που ακολουθεί την πορεία σχεδόν 15 χρόνων με έντονο το ελληνικό στοιχείο και την αγάπη για την Πατρίδα…

 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται το έργο είναι η σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. Η Δέλτα αυτό το επαναλαμβάνει σε άλλα τρία έργα: Για την πατρίδα, Μάγκας και Στα μυστικά του βάλτου. Το εν λόγω έργο μαζί με το Για την πατρίδα, έχουν χαρακτηριστεί ως βυζαντινά μυθιστορήματα, ενώ τα άλλα δύο ως μακεδονικά.

  Το Βυζάντιο περιγράφεται ως μία αυτοκρατορία που το ελληνικό στοιχείο και ο ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούν και το ελληνικό έθνος γνωρίζει μια μεγάλη, ίσως την πιο μεγάλη εξάπλωση. Οι όροι βυζαντινός, Έλληνας, πατριώτης και χριστιανός ορθόδοξος δηλώνουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή τον Έλληνα. Ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία εξισώνεται με την ελληνική πατρίδα. Σημαντικότατη εξομοίωση για μια περίοδο αμφισβήτησης της αποκλειστικότητας των Ελλήνων ως ορθόδοξων (τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου, όπου οι επίσης ορθόδοξοι Βούλγαροι προσπαθούν να χειραφετηθούν πρώτα εκκλησιαστικά και έπειτα εθνικά από την επιρροή του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο φυλές είναι εχθρικές, η μία πρέπει να χαθεί.


Η Πηνελόπη Δέλτα


  Η Δέλτα συνέδεσε με τα μυθιστορήματα της το Μακεδονικό Aγώνα με τους επικείμενους βαλκανικούς πολέμους. Από τα βυζαντινά μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση πέρασε στα μακεδονικά οπού τα γεωγραφικά όρια στενεύουν σημαντικά, έτσι έχουμε μια μετάβαση από το ιδεατό στο πραγματικό. Η συγγραφέας συμμερίζεται ξεκάθαρα το ενδιαφέρον για την ενίσχυση του φρονήματος στο συνεχιζόμενο μακεδονικό αγώνα. Οι ελληνικές απελευθερωτικές βλέψεις στρέφονται ξεκάθαρα βόρεια, περιοχές της σημερινής Μακεδονίας, των Σκοπίων, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας βρίσκονται στο στόχαστρο των Ελλήνων. Η Μεγάλη Ιδέα έχει τεράστια απήχηση στο λαό και η υλοποίηση της βρίσκεται μπροστά. Η Πηνελόπη Δέλτα με τα έργα της εκφράζει αυτό ακριβώς το λαϊκό συναίσθημα.

 

Το ιστορικό πλαίσιο του έργου.

  Αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. εξελίσσονται σφοδρές μάχες μεταξύ του βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου και του Τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ. Στο έργο αναφέρονται πολλά ιστορικά στοιχεία: μάχες και ιστορικά πρόσωπα.

  Πρόκειται για αγώνες του Βυζαντίου σε περιόδους μεγάλης δόξας, ανασταίνεται με τον τρόπο αυτό η περίοδος των θριάμβων του Βασιλείου ΄Β Βουλγαροκτόνου (957-1025 μ.Χ.). Η Δέλτα ξετυλίγει την προσωπικότητα του Βασιλείου ΄Β (που έζησε περίπου 1000 χρόνια πριν) και την φέρνει ολοζώντανη στο σήμερα. Ήταν ένας από τους μακροβιότερους αυτοκράτορες, που κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ονομάζονταν βουλγαροκτόνος επειδή καθυπόταξε τους Βούλγαρους μετά από μάχες που διήρκησαν τέσσερις δεκαετίες, ενσωματώνοντας τους έτσι στο αυτοκρατορικό κράτος για τα επόμενα 167 χρόνια.

  Το βουλγάρικο κράτος με πρωτεύουσα την Πρεσλάβα γνώρισε, στο πρώτο τέταρτο του δεκάτου αιώνα, με τσάρο το Συμεών φτάνοντας από το Δούναβη στις παρυφέςς της Ανδριανούπολης και της Θεσσαλονίκης απειλώντας ακόμη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν διπλωματικών ενεργειών των βυζαντινών (πριγκηπικοί γάμοι κλπ), καθώς και μια εισβολή των «Ρως» (Ρώσσων) στη Βουλγαρία περιόρισε κάπως τη δυναμική των Βουλγάρων. Ακολούθησαν οι ενέργειες του Τσιμισκή προκειμένου με διάφορους τρόπους να τους υποτάξει, ενέργειες τις οποίες διέκοψε απότομα η δολοφονία του.


Ο Ιωάννης Τσιμισκής


  Η άνοδος στο θρόνο του Βασιλείου, ως νόμιμος διάδοχος, προκάλεσε την εξέγερση του Σκληρού, την οποία ο Βασίλειος κατέστειλε, πλην όμως είχε ήδη εδραιωθεί η βουλγάρικη εξέγερση που βρήκε τον απαιτούμενο χρόνο. Η κυριαρχία του Σαμουήλ στη Βουλγαρία και το κατόρθωμα του να συσπειρώσει την εκεί ελίτ σε συνδυασμό με τις εμφύλιες διαμάχες στο Βυζάντιο του έδωσε τη δυνατότητα να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Συμεών εις βάρος της Αυτοκρατορίας. Από κει και πέρα ξεκινά ο μακροχρόνιος αγώνας του Βασιλείου να καθυποτάξει τους Βούλγαρους, αφού προηγουμένως έδωσε τέλος στις εμφύλιες διαμάχες.

  Το διασημότερο επεισόδιο αυτού του πολέμου έλαβε χώρα το 1014, όταν ο Βασίλειος κατάφερε να περικυκλώσει τον βουλγαρικό στρατό που φύλαγε το οχυρωμένο ορεινό πέρασμα Κλειδίον και να τον αιχμαλωτίσει στο σύνολό του. Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη, 15.000 Βούλγαροι στρατιώτες τυφλώθηκαν κατά διαταγή του αυτοκράτορα, με έναν ανά εκατό να διατηρεί το ένα του μάτι για να μπορεί να καθοδηγεί τους υπόλοιπους. Οι τυφλωμένοι αιχμάλωτοι αφέθηκαν να επιστρέψουν στη Βουλγαρία, με στόχο την επίδειξη της ισχύος του αυτοκράτορα, αλλά και της αποφασιστικότητάς του να δώσει τέλος στη βουλγάρικη επιβολή.

  Το αποκρουστικό θέαμα των τυφλωμένων αιχμαλώτων φέρεται να προκάλεσε τον θάνατο του Σαμουήλ από καρδιακή προσβολή. Πάντως το γεγονός της τύφλωσης τόσων (15.000) αιχμαλώτων έχει αμφισβητηθεί εξαιτίας των δυσκολιών μιας τέτοιας πρακτικής και του υπερβολικού αριθμού της χρήσης τους ως φρουράς, με βάση λογικές εκτιμήσεις για τη συνολική στρατιωτική δύναμη του βουλγάρικου βασιλείου.

 

Η υποταγή των Βουλγάρων

 

Οι πρωταγωνιστές

  Τρία ελληνόπουλα, ο Κωνσταντίνος. ο Μιχαήλ και η Αλεξία, που θυμίζουν ήρωες του Βίκτωρα Ουγκώ, εισχωρούν στο στρατόπεδο των Βουλγάρων ως κατάσκοποι, για να προειδοποιήσουν εγκαίρως τους Βυζαντινούς για τις κινήσεις του εχθρού με κίνδυνο της ζωής τους. Καλούνται να θυσιάσουν την προσωπική ευτυχία τους με κίνδυνο της ζωής τους, μπροστά στο χρέος έναντι στην πατρίδα.

 

  Τα δύο αγόρια που μεγαλώνουν σαν αδέρφια ενδιαφέρονται για το ίδιο κορίτσι (την Αλεξία), χωρίς όμως να θέλουν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την καρδιά της. Οι δύο φίλοι είναι κεντρικοί ήρωες, αχώριστοι έξυπνοί, αγαπημένοι, γενναίοι, παραμένουν ενωμένοι ως το τέλος και αγωνίζονται για την πατρίδα προσφέροντας υπηρεσίες στον αυτοκράτορα.


Από το χρονικό του Μάνασση

 


  Ο Κωνσταντίνος θεωρεί σπουδαία υπηρεσία την κατασκοπεία σε αντίθεση με τον Μιχαήλ που τη θεωρεί περισσότερο ανάγκη παρά επιλογή. Δύο είναι τα μεγάλα ιδανικά στα οποία οι δυο φίλοι παραμένουν πιστοί: η Πατρίδα, για την οποία αξίζει κάθε θυσία, και η φιλία, για την οποία αξίζει κάποιος να πνίξει τις προσωπικές του ανάγκες. Για την αγάπη στην πατρίδα ο Κωνσταντίνος θυσιάζει τη ζωή του.

  Για τη φιλία τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Μιχαήλ απαρνιούνται τον έρωτά τους για την Αλεξία, κεντρική ηρωίδα του έργου. Ελεύθερη, αντισυμβατική, ριψοκίνδυνη, δυναμική διεκπεραιώνει με επιτυχία και μυστικότητα την αποστολή της. Αρχικά παρουσιάζεται ως το πεντάχρονο ορφανό κορίτσι, στο οποίο τα γεγονότα της Αδριανούπολης και οι σφαγές των Ελλήνων από τους Βούλγαρους αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια στον ψυχισμό της και της προκαλούν βουβαμάρα. Στη συνέχεια, τη βρίσκουμε στα βουνά δεκαπεντάχρονη κατάσκοπο, που από επιλογή παρουσιάζεται ως βουβή για να περνάει απαρατήρητη και να μεταφέρει ακίνδυνα πληροφορίες στους Έλληνες. Σε αυτές τις αποστολές ερωτεύεται τον Κωνσταντίνο, στον οποίο τελικά μιλάει προκειμένου να εκφράσει τα συναισθήματά της.


Ο Βασίλειος στο πεδίο της μάχης



Οι Βούλγαροι.

  Οι θηριώδεις επίορκοι Βούλγαροι, Δραξάν, Ιβάντζης, Νικουλιτσάς, Σαμουήλ, Βλατισλάβ πρωταγωνιστούν σε έναν πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Ένα στρατηγό και πολιτικό που πέρασε τη ζωή του πάνω στο άλογο στις μάχες, από μικρός ως τα 60 του χρόνια θριαμβευτής στις μάχες, ευέλικτος και εύστροφος στο μυαλό και γρήγορος στις αποφάσεις του.

 

  Συχνά, σαν μάστερ των αιφνιδιασμών, αλλού τον περίμεναν και αλλού εμφανιζόταν. Υπήρξε γενναιόδωρος στρατιώτης που όμως, όταν πρόδιδαν τη συμφωνία τους οι Βούλγαροι, η εκδίκησή του έπεφτε σαν κεραυνός. Μετά τη μάχη στο Κλειδί, τύφλωσε 10.000 Βούλγαρους και τους άφησε ελεύθερους, να γυρίσουν στα χωριά τους για να θυμούνται οι υπόλοιποι να μην τα βάζουν με τον Αυτοκράτορα.

 

Τεχνικά και άλλα στοιχεία για το έργο.

  Το έργο είναι καλογραμμένο, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι γενικά ευκολοδιάβαστο βιβλίο, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα, χαρακτηρίζεται ως ιστορικό βιβλίο αλλά διαβάζεται και από ενήλικες πολύ ευχάριστα. Όσο μεγαλύτερος είναι κανείς τόσο περισσότερο μπορεί να εκτιμήσει τα ιστορικά γεγονότα, τους συμβολισμούς και τις αξίες που κρύβονται πίσω από την ιστορία. Η Πηνελόπη Δέλτα είναι story teller, αφηγήτρια. Σε κάνει να βλέπεις μπροστά σου εικόνες από στρατούς που απελαύνουν, από ερωτευμένες καρδιές, μάχες, κατασκοπείες, θριάμβους, ανθρώπινες απώλειες, θυσίες, αλληλεγγύη, στρατηγικούς ελιγμούς.

  Κεντρική ιδέα και επιμέρους ιδεολογικός άξονας είναι η ιδέα της φιλοπατρίας και της διαφύλαξης των εθνικών ιδανικών. Ο υπέρτατος αγώνας προκειμένου να διαφυλαχτούν η αναγκαιότητα και η συνέχεια της πατρίδας, η υποταγή κάθε ατομικού δικαιώματος στη ιστορική αναγκαιότητα της προστασίας της πατρίδας από τους εξωτερικούς κινδύνους, επιπλέον  κάθε μέσο ή επιδίωξη που υπηρετεί αυτό το μεγάλο σκοπό καθαγιάζει ακόμη και την κατασκοπεία, ενώ η έννοια της φιλίας, που αναγνωρίζεται ως αξία και ιδανικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

                                             



  Η ίδια το 1910, κατά τη συγγραφή του βιβλίου, γράφει στον Αλέξανδρο Δελμούζο: «Η Πατρίδα είναι ζωντανή και παντοδύναμη αγάπη. Το ίδιο και για τα αισθήματα, που είναι όλα σημερινά και καθόλου βυζαντινά. Έτσι, ετοιμάζοντας τώρα βυζαντινό διήγημα της ίδιας εποχής, βάζω συνείδηση σημερινή, με σημερινές ιδέες τιμής και ψυχικές πάλες στην καρδιά του Δαφνομήλη, πράγματα που δε σκέφτηκε βέβαια ποτέ ο Δαφνομήλης του Ι´ αιώνα! Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια πιστή εικόνα μιας πεθαμένης εποχής, αλλά να κάμω σημερινά ελληνόπαιδα να σκεφθούν, και αν είναι δυνατόν, να ξυπνήσω μέσα τους όμορφα και μεγάλα ιδανικά».

  Και ως προς αυτό, της απαντά ο Δελμούζος : « Είμαι συμφωνότατος, και γι’ αυτό ακριβώς συγκινεί το έργο σας τη σημερινή ελληνική ψυχή. Κι έτσι πρέπει να μείνει».

 

  Πρότυπο-ήρωας που αναζητήθηκε στην πολιτική πραγματικότητα ήταν ο Βενιζέλος; Ωραίο ερώτημα. Ο πατέρας της Δέλτα, ο μεγιστάνας της εποχής Μπενάκης, είχε μεταστραφεί στο Βενιζελισμό, αυτή όμως παρέμενε σταθερά βασιλική. Προς το πρόσωπο του Βενιζέλου όμως τρέφει ένα συγκρατημένο θαυμασμό. Υπάρχει βέβαια και ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ποιος κατά τη Δέλτα, θα ενώσει επομένως τους Έλληνες; Ο ανερχόμενος Κωνσταντίνος ή ο Βενιζέλος; Ο προβληματισμός αυτός δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ.

 

  Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να γυριστεί σαν σήριαλ, θα γνώριζε μεγάλη επιτυχία και θα μας κρατούσε καθηλωμένους στην οθόνη. Είναι μια κινηματογραφική περιπέτεια τυπωμένη σε χαρτί. Σίγουρα θα συγκινούσε το Πανελλήνιο.

 

  Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε σχετικά με τη ραδιοφωνική παραγωγή της ελληνικής κρατικής ραδιοφωνίας που μεταφέρθηκε στο ραδιόφωνο στις 22-06-1968, σε θεατρική διασκευή και προσαρμογή της Ιουλίας Ιατρίδη, ότι πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά. Η παραγωγή είναι σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό, εντούτοις μεταφέρει τον ακροατή στην εποχή του Βουλγαροκτόνου με απόλυτη ακρίβεια. Η έλλειψη εικόνας μετατρέπεται σε πλεονέκτημα καθώς αφήνει τη φαντασία του ακροατή να οργιάσει και να μεταφερθεί στο Βυζάντιο. Εξαιρετική ήταν επίσης και η επιμέλεια της μουσικής της Ιφιγένειας Εφημιάτου-Σπύρου. Μία πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών, όπως ο Νίκος Τζόγιας, Ο Σταύρος Ξενίδης και η Ματίνα Καρά σε ραδιοσκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη συνθέτουν μια εξαιρετική παραγωγή, η οποία και μεταδόθηκε σε συνέχειες από το κρατικό ραδιόφωνο. Είναι πολύ κρίμα που αυτή η δουλεία είναι σήμερα παντελώς άγνωστη, υπάρχει όμως ελεύθερη στο διαδίκτυο.

 


Η Ματίνα Καρρά στο ρόλο της Αλεξίας


  Το σπουδαίο αυτό έργο της Πηνελόπης Δέλτα τέλος, αγγίζει όλους τους Έλληνες για ένα σημαντικό λόγο, καθώς αναφέρεται και σε χαμένες πατρίδες που τώρα βρίσκονται σε βουλγάρικο και σκοπιανό έδαφος. Πέρα από τη σύνδεση του με το Μακεδονικό Αγώνα και την προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας, η τελική απώλεια τόσων εδαφών βορειότερα για το ελληνικό έθνος, δημιουργεί μια μελαγχολία στον αναγνώστη και ένα συναίσθημα αδικίας.

 

  Το μυθιστόρημα έχει και τεράστια ηθογραφική αξία, μέσα από τα μάτια των τριών παιδιών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή στα χρόνια του Βυζαντίου.

 

  Η Δέλτα τέλος δήλωσε ότι δε θα έγραφε το συγκεκριμένο έργο αν υπήρχαν αξιόλογα μυθιστορήματα…


Ο Νίκος Τζόγιας στο ρόλο του Νικήτα



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ηχητικά Βιβλία για Όλους:





                                     



Θεατρική διασκευή και προσαρμογή για το ραδιόφωνο Ιουλίας Ιατρίδη

Αφηγητής: Μάκης Ρευματάς

Παίζουν οι ηθοποιοί: Σταύρος Ξενίδης –Παγράτης, Ματίνα Καρά –Αλεξία, Νίκος Τζόγιας–Νικήτας, Γιώργος Μετσόλης –Κατεπάνω, Μαρία Βούλγαρη –Αρχόντισσα, Νίκος Πιλάβιος –Κωνσταντίνος,Γιαννάκης Καλατζόπουλος –Μιχαήλ, Φοίβος Ταξιάρχης –Ιβάτζης, ΚώσταςΣαντοριναίος–Σαμουήλ, Δημήτρης Καλυβωκάς –Βασίλειος, Χρήστος Τσάγκας-Δαφνομήλης

Σε άλλους ρόλους οι ηθοποιοί: Γιώργος Χρηστόπουλος, Γιώργος Τζαβέλας, Λουκιανός Ροζάν, Γρηγόρης Τσουμάκης, Αλίκη Αλεξανδράκη, Πιπίτσα Σμολένσκη, Νίκος Γαροφάλου, Γιώργος Ζαχαριάδης, Θανάσης Παναγιωτόπουλος.


Ο Λουκιανός Ροζάν



Επιλογή Μουσικής: Ιφιγένεια Εφημιάτου – Σπύρου

Επιμέλεια Ηχών: Δανάη Ευαγγελίου

Ρύθμιση Ηχου: Στέφανου Ευαγγελίου

Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης


Η Ιουλία Ιατρίδη



Ο Σταύρος Ξενίδης στο ρόλο του Παγράτη


Ο Μάλης Ρευματάς στο ρόλο του αφηγητή


Στο ρόλο του Βασιλείου ο Δημήτρης Καλυβωκάς


Πηγές:

Πηνελόπη Δέλτα, Αλληλογραφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1990

P. Schreiner, «Die vermeintliche Blendung. Zu den Ereignissen von Kleidion im Jahr 1014», σε ЕвропейскиятЮгоизток през втората половина на X - началото на XI векИстория и култура (Σόφια 2015, εκδ. Военноиздателство), σ.170-190. Η νεότερη θεωρία για το ζήτημα της τύφλωσης των αιχμαλώτων.

Yannis Stouraitis, «Civil war in the Christian Empire», σε Y. Stouraitis (ed.), A Companion to the Byzantine Culture of War,c. 300-1204 (Λάιντεν 2018, εκδBrill), σ.92-123. Η νεότερη μελέτη για τον εμφύλιο πόλεμο στο Βυζάντιο, με αναφορά στην περίπτωση της εξέγερσης των Κομητόπουλων.

Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π. Σ. Δέλτα: Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, (Αθήνα2004, εκδ. Ερμής). Διακειμενική ανάλυση των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα.

Paul Stephenson, The Legend οf Basil the Bulgar-Slayer (Κέμπριτζ 2003, εκδCambridge University Press). Το βασικό επιστημονικό έργο για τη δημιουργία και εξέλιξη του μύθου

https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/177401_mystiko-toy-boylgaroktonoy

radio-theatre.blogspot.com/2013/01/blog-post.html

https://www.goodreads.com/book/show/6325310

https://www.public.gr/product/books/paidika/paidiki-efibiki-logotehnia-sta-ellinika/ton-kairo-toy-boylgaroktonoy/prod3313268pp/

https://vivlio.gr/katerina/mithistorima/ton-kero-tou-voulgaroktonou

https://www.metaixmio.gr/el/products/τον-καιρό-του-βουλγαροκτόνου

https://fliphtml5.com/mepx/wvbh/basic

https://www.openbook.gr/ton-kairo-toy-voylgaroktonoy/



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...