Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

The Age of Alexander The Great

 Europe's history in  early centuries is best described as under a spotlight, roving this way and that along the shores of the Mediterranean as the continent's drama unfolds. Following the decline of Athens, Greece's cities saw constant strife, sometimes against, sometimes in alliance with, the ever-menacing Persians. In 359 the kingdom of Macedon came under an ambitious king, Philip, assertively Greek and claiming descent from the Homeric Achilles.



His army of pikemen, able to engage an enemy at more than arm's length, swiftly subjugated the city states of Greece. In 336 Philip was assassinated by hands unknown, and was succeeded by his twenty-year-old son, Alexander.


The youth was clearly extraordinary. He had been taught military leadership by his father, who hired Aristotle among others to tutor him in philosophy and politics. Small but charismatic, he reputedly had one blue eye and one brown, and a mesmeric hold on those he commanded. Undaunted by his youth, perhaps emboldened by it, Alexander set out to fulfil Philip's ambition to advance his empire beyond Greece into the lands held by Persia.


It was to be the most remarkable venture in the history of European conquest. Crossing Asia Minor, Alexander in 333 defeated a much larger Persian force under Darius III at the Battle of Issus.


He took Darius's daughters captive and was later to marry two of them, though in the meantime he was entranced by a Bactrian princess, Roxana. Rather than simply return home with honour satisfied, Alexander now marched south to Egypt. Here his general, Ptolemy, went on to found a dynasty that was to end with Cleopatra.


Ptolemy built the library at Alexandria, inventing papyrus scrolls and banning their export to the rival library of Pergamum, where costly animal parchment was still in use.


Alexander again defeated Darius and marched through Mesopotamia and across a defenceless Persia to the banks of the Indus in India. Here his generals mutinied and demanded they return home.


Alexander thus had to travel back across the sands of Persia to Babylon, where in 323 he died of disease, aged just thirty-two. Every where he went, Alexander founded cities and colonies, many named after himself. He had crushed the greatest empire in south-west Asia.


He married his troops to local women and left his commanders as local governors. But the influence of these Hellenistic colonies on the lands traversed by Alexander was not political. He left no empire. Like most such ventures, Alexander's journey was ultimately fruitless, the expression of a gigantic vanity and greed for booty. 


His imperial creation was vacuous and never established a secure frontier for the Greeks in Asia Minor or Mesopotamia. It was to prove Europe's most porous boundary throughout history. But the short-lived Macedonian empire did have one lasting outcome. It entrenched Hellenistic civilization, that of Greek language and literature, across the Mediterranean. As mainland Greece fell victim to civil war, Greek traders and scholars spread out across the sea, a diaspora that historians estimate eventually numbered ten million people. 


The library at Alexandria became the repository and disseminator of Greece's cultural heritage.


Greece's political glory died with Alexander. But his reputation lived on, appealing to the vanity of later rulers. With his death, the window on the human spirit opened by classical Athens was to close. 


Source ~ A Short History Of Europe ~ by Simon Jenkins

Ο άγνωστος πόλεμος των Αρχαίων Ελλήνων εναντίον των Κινέζων η αλλιώς ο πόλεμος των Ουρανίων αλόγων(απόγονοι του Βουκεφάλα)

Η κινεζική αυτοκρατορία των Χαν εναντίον των Μεγάλων Ιώνων Ελλήνων (Dayuan) της Σογδιανής 

Ο πόλεμος που οδήγησε εν μέρει στο άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού...



Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μεταφέρει τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Ασίας. Στην κοιλάδα της Φεργκάνα, στο Τατζικιστάν, είχε ιδρύσει την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, στον ποταμό Ιαξάρτη (Σιρ Νταριά) την οποία αποίκησε με Έλληνες. Οι εκεί Έλληνες και ντόπιοι τελούσαν υπό το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτρίας μέχρι το 140 π.Χ. περίπου, όταν βαρβαρικά φυλές κατέκτησαν τη γύρω περιοχή και τους απομόνωσαν. Το 125 π.Χ., οι νομάδες Τόχαροι επεκτάθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα νότια και τη Βακτριανή, αργότερα και στην Ινδία όπου και τον 1ο αιώνα μ.Χ. ίδρυσαν την αυτοκρατορία των Κουσάν, η οποία είχε πολλά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες τον 3ο αι. π.Χ. είχαν εκστρατεύσει μέχρι το κινεζικό Τουρκμενιστάν.

 Το βασίλειο των Ελλήνων και των απογόνων τους στη Φεργκάνα ήταν γνωστό στους Κινέζους ως Νταγιουάν που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «μεγάλοι Ίωνες», δηλαδή Έλληνες. Φαίνεται πως η ονομασία Γιουάν, ήταν απλώς μεταγραφή της ινδικής λέξης Γιόνα ή Γιαβάνα, η οποία χρησιμοποιούνταν σε όλη την Ασία για να περιγράψει τους Έλληνες (Ίωνες), έτσι το Τα-γιουάν αποδίδεται ως Μεγάλοι Ίωνες. 

Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας Εσχάτης (Χουζάντ) διατηρούσαν σχέσεις με την Κίνα και στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Χαν. Σύμφωνα με Κινέζο περιηγητή που είχε μεταβεί στο βασίλειο περί το 130 π.Χ. η χώρα των Νταγιουάν είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, υψηλό πολιτισμό και στρατό 60.000 ανδρών.

Η ανατολικότερη κτήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν στο Τατζικιστάν η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη. Γύρω στο 140 π.χ. ένας σπουδαίος Κινέζος διπλωμάτης (της δυναστείας των Haz) ο Ζhang Qian, βρέθηκε κατά λάθος στην Εσχάτη Αλεξάνδρεια. Βέβαια οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν και στα καλύτερά τους, 200 χρόνια μετά από την εγκαθίδρυσή τους στα βάθη της Ασίας, διότι ήταν υπόδουλοι σε μια νομαδική φυλή της περιοχής, τους Yuezhi (Τόχαρους) και όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τους πλήρωναν και το πατροπαράδοτο φόρο υποτέλειας, χαράτσι. Τέλος πάντων, ο Zhang Qian, διπλωμάτης ήταν ο άνθρωπος, εστίασε σε κάτι που του άρεσε περισσότερο και πίστευε ότι θα ενδιέφερε και τον αυτοκράτορα του: ήταν τα άλογά των εκεί Ελλήνων. Γύρισε λοιπόν πίσω ο Zhang στο αφεντικό του τον αυτοκράτορα και τον ενημέρωσε για τους Έλληνες που γνώρισε στα δυτικά σύνορα της Κίνας αλλά και για τα θεϊκά τους άλογα. Οι Κινέζοι ήταν εντυπωσιασμένοι από τα ψηλά και δυνατά άλογα (ουράνια άλογα) που είχαν στην κατοχή τους οι Νταγιουάν, η χρήση των οποίων από τους Κινέζους θα ήταν κρίσιμης σημασίας στη διαμάχη τους με τα τουρκο-μογγολικά φύλα των Ούννων Χιονγκ-νου.

Τα έθιμα των Νταγιουάν (Έλληνες Σογδιανης) αναφέρονται πως είναι πανομοιότυπα με αυτά των Ελληνο-βακτριανών στο νότο, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. “Τα έθιμα τους [των Βακτρίων] είναι τα ίδια με αυτά των Νταγιουάν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερές κατοικίες και ζουν μέσα σε οχυρωμένες πόλεις και κανονικά σπίτια όπως οι Νταγιουάν. Δεν έχουν μεγάλους βασιλείς ή αυτοκράτορες, αλλά παντού μέσα στις οχυρωμένες πόλεις τους έχει η κάθε μια τον δικό της μικρό βασιλιά.” Περιγράφονται ως αστικοί πληθυσμοί, σε αντίθεση με τους πληθυσμούς των Τόχαρων, Γουσούν (Σκύθες) ή τους Χιονγκ-νου (Ούννοι) οι οποίοι ήταν όλοι νομάδες. “Έχουν οχυρωμένες πόλεις και σπίτια, οι μεγάλες και οι μικρές πόλεις τους ανήκουν, εβδομήντα στον αριθμό, περιέχουν συνολικό πληθυσμό μερικών εκατοντάδων χιλιάδων…Υπάρχουν πάνω από εβδομήντα άλλες πόλεις στη χώρα.”

«Συνεχώς οι (Έλληνες) Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από τα σταφύλια. Οι πλούσιοι ανάμεσα τους αποθηκεύουν ως και 10.000 πέτρες [63.5 τόνους] και παραπάνω στα κελάρια τους, και το κρατάνε για αρκετές δεκάδες χρόνια χωρίς να χαλάει. Στους άνθρωπους αυτούς αρέσει το κρασί.» Τα σταφύλια και το τριφύλλι εισήχθησαν στη Κίνα από τους Έλληνες Νταγιουάν μετά το ταξίδι του Ζανγκ Κιουάν: "Οι περιοχές γύρω από το Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από σταφύλια, και οι πιο οικονομικά επιφανείς κρατάν ως και 10.000 ή περισσότερα πίκουλ αποθηκευμένο. Μπορεί να κρατηθεί για ως είκοσι με τριάντα χρόνια χωρίς να χαλάσει. Οι άνθρωποι αγαπούν το κρασί και τα άλογα το τριφύλλι. Οι αντιπρόσωποι του Χαν επέστρεψαν φέρνοντας σταφύλια και τριφύλλι σπόρους στην Κίνα και ο αυτοκράτορας για πρώτη φορά δοκίμασε να φυτέψει τα φυτά αυτά σε γόνιμο έδαφος. 

Αργότερα, όταν ο Χαν απέκτησε μεγάλο αριθμό των "ουράνιων αλόγων" και οι αντιπρόσωποι από άλλες χώρες άρχισαν να καταφθάνουν με τις συνοδείες τους, η γη σε όλες τις πλευρές των καλοκαιρινών παλατιών και πύργων αναψυχής του αυτοκράτορα ήταν φυτεμένη με σταφύλια και αλφάλφα τόσο μακριά όσο μπορεί να δεί το μάτι."


Μετά τις αναφορές του Ζανγκ Κιουάν ο οποίος αρχικά είχε σταλθεί για να συνάψει συμμαχία με τους λευκούς νομάδες Τόχαρους εναντίον των Ούννων Χιονγκ-νου -χωρίς αποτέλεσμα-, ο Κινέζος αυτοκράτορας Χαν Γουντί ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους ανεπτυγμένους αστικούς πολιτισμούς της Φεργκάνα (Σογδιανης), Βακτριανής και Παρθίας. “Ο Γιός του Ουρανού στο άκουσμα όλων αυτών αποφάσισε έτσι λοιπόν: Η Φεργκάνα [Νταγιουάν] και οι κατοχές της Βακτριανής και της Παρθίας είναι μεγάλες χώρες, γεμάτες με σπάνια αγαθά, και με πληθυσμούς που ζουν σε μόνιμες κατοικίες και με επαγγέλματα τα οποία μοιάζουν αρκετά με αυτά των Κινέζων, αλλά με αδύναμους στρατούς, και με μεγάλη εκτίμηση στην πλούσια παραγωγή της Κίνας”. 

Οι κινέζοι στη συνέχεια έστειλαν πολυάριθμες αποστολές, γύρω στις δέκα ανά έτος, σε αυτές τις χώρες και τόσο μακριά όσο η ελληνιστική Συρία των Σελευκιδών. “Έτσι περισσότερες αποστολές απεστάλησαν στο Αν-σι [Παρθία], Αν-τσάι [Αλανοί? Σαρματες ρωσικού Καυκάσου], Λι-καν [Συρία των Σελευκιδών], Τιαου-τσι [Χαλδαία Μεσοποταμία], και Σον-του [Ινδία]... Ως γενική εκτίμηση, μάλλον πάνω από δέκα τέτοιες αποστολές στάλθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους, και το λιγότερο πέντε ή έξι.”


Η σύγκρουση μεταξύ της Κίνας των Χαν (202 π.Χ. – 9 μ.Χ. & 25 μ.Χ. – 220 μ.Χ.) και του ελληνιστικού βασιλείου, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, προκλήθηκε από τη άρνηση των Ελλήνων να πουλήσουν στους Κινέζους πολεμικούς ίππους που διέθεταν για τις ανάγκες του στρατού του Κινέζου αυτοκράτορα. Αυτόθεωρήθηκε μεγάλη προσβολή και ο αυτοκράτορας Γου διέταξε τον στρατηγό του Λι Γκουάνγκ Λι να εκστρατεύσει κατά των αλαζόνων Νταγιουάν, διαθέτοντάς του 6.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Το 104 π.Χ. η κινεζική στρατιά ξεκίνησε. Οι Κινέζοι ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο Τακλαμακάν υπολογίζοντας ότι θα προμηθεύονταν τα αναγκαία από τους τοπικούς φυλάρχους στις εκεί οάσεις. Ωστόσο οι τελευταίοι αποδείχθηκαν απρόθυμοι και οι Κινέζοι χρειάστηκε αρκετές φορές να πολεμήσουν. Συνεχίζοντας την επίπονη πορεία τους οι Κινέζοι έφτασαν στα σύνορα των Νταγιουάν αλλά μέχρι τότε ο στρατός τους είχε υποστεί τρομακτική φθορά. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Κινέζοι ηττήθηκαν κατά κράτος στη μάχη του Γιουκτσένγκ και κακήν – κακώς υποχώρησαν. Η κινεζική στρατιά καταστράφηκε ολοσχερώς.

Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Το 102 π.Χ. συγκρότησε μια τεράστια στρατιά 60.000 πεζών και 30.000 ιππέων την οποία ακολουθούσαν 100.000 βοοειδή και 20.000 υποζύγια. Οι Κινέζοι, υπό τον στρατηγό Λι και πάλι, ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο, αλλά αυτή τη φορά η ισχύς των δυνάμεών τους δεν άφηνε περιθώρια στους φυλάρχους. Έτσι πέρασαν χωρίς σοβαρά προβλήματα από το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο. Η τεράστια κινεζική στρατιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια Εσχάτη που οι Κινέζοι αποκαλούσαν Ερσί και την πολιόρκησαν. Οι αμυνόμενοι επιχείρησαν έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Η πολιορκία δεν εξελισσόταν ευχάριστα για τους Κινέζους, μέχρι που κατάφεραν να κόψουν την τροφοδοσία της πόλης με νερό. Παρόλα αυτά μόνο ύστερα από 40 ημέρες άγριων τειχομαχιών οι Κινέζοι κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στο εξωτερικό τείχος και να εισέλθουν σε τμήμα της πόλης. Υποχωρώντας στο εσωτερικό τείχος μερίδα ευγενών ζήτησε συνθηκολόγηση υπό όρους.

Οι Κινέζοι, εξαντλημένοι και οι ίδιοι δέχτηκαν ζητώντας όμως το κεφάλι του βασιλιά της πόλης που στα κινεζικά κείμενα αναφέρεται ως Γουγκουά το οποίο οι προδότες ευγενείς του το παρέδωσαν. Επίσης ζήτησε την παράδοση 3.000 πολεμικών ίππων. Αποχωρώντας, χωρίς να έχει εκπορθήσει την πόλη, ο Κινέζος στρατηγός Λι Γκουάνγκ Λι ενθρόνισε έναν εκ των ευγενών τους βασιλείου, τον αποκαλούμενο στα κινεζικά κείμενα Μικάι και αποχώρησε. Από τους 90.000 άνδρες τους όμως μόνο 11.000 επέστρεψαν λόγω της φθοράς κατά την πολιορκία κυρίως, αφού στη δεύτερη εκστρατεία τους οι Κινέζοι είχαν μαζί τους τρόφιμα, τρόφιμα τους δόθηκαν και από τους Νταγιουάν, μετά την συνθήκη και δεν παρενοχλήθηκαν από τοπικούς φυλάρχους παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ωστόσο η κινεζική εκστρατεία απέτυχε ουσιαστικά. Το 101 π.Χ. οι ευγενείς Νταγιουάν σκότωσαν τον βασιλιά Μικάι που θεωρήθηκε μαριονέτα των Κινέζων και ανέβασαν στο θρόνο τον αδερφό του νεκρού βασιλιά Γουγκουά. Οι Κινέζοι δεν αντέδρασαν και περιοριστήκαν να αποκαταστήσουν τις εμπορικές και διπλωματικές τους σχέσεις με το βασίλειο του Νταγιουάν. 

Κατά την επιστροφή του Λι Γκουανγκλί, όλα τα μικρά βασίλεια και φυλές αποδέχτηκαν την κινεζική κυριαρχία και την υποτέλεια σε αυτήν. Έφτασε στην πύλη του Νεφρίτη -πέρασμα Γιουέν προς την κύρια Κίνα- το 100 π.Χ. με 10.000 άντρες και 1.000 άλογα. Η επικοινωνία με τη Δύση αποκαταστάθηκε μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Νταγιουάν και οι απεσταλμένοι αναχώρησαν ακόμα μια φορά από την Κίνα για τη Δύση, με τα καραβάνια να ταξιδεύουν προς τις αγορές της Βακτριανής. 

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. θεωρείται πως υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών βασιλείων στην κεντρική Ασία και την Κίνα, και είναι πιθανό πως τα αγάλματα των πολεμιστών του πήλινου στρατού εμπνεύστηκαν από την ελληνική τεχνοτροπία, ή πως σχεδιάστηκαν από Έλληνες γλύπτες, με τους οποίους οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή στα δυτικά της χώρας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί κοντά στα 300 νομίσματα σε διάφορες επαρχίες της Κίνας τα οποία φέρουν ελληνικούς χαρακτήρες και χρονολογούνται στην περίοδο 1ου με 2ου αιώνα μ.Χ., τα οποία πιθανώς είναι ινδοσκυθικής ή Τοχαρικης κοσσανικής προέλευσης.

Ο δρόμος του Μεταξιού ουσιαστικά ξεκίνησε από τον 1ο αιώνα π.Χ., μετά τις προσπάθειες της Κίνας να σταθεροποιήσει μια διαδρομή προς τον δυτικό κόσμο, μέσω απευθείας διακανονισμών στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ (δυτική Κίνα) καθώς και με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες των Ελλήνων Νταγιουάν, Παρθών και Βακτριανών Ελλήνων προς τα δυτικά. Σύντομα ακολούθησε έντονη εμπορική δραστηριότητα, η οποία επιβεβαιώνεται και απο τον ρωμαϊκό παροξυσμό για κινεζικό μετάξι που επικράτησε από τον 1ο αιώνα π.Χ. -το οποίο προμηθεύονταν μέσω των Παρθών Αρσακιδών-, στο σημείο όπου η ρωμαϊκή γερουσία εξέδωσε -χωρίς αποτέλεσμα- αρκετά διατάγματα για να απαγορεύσει το φόρεμα του μεταξιού, βάσει οικονομικών και ηθικών λόγων -αντιπαλότητα και εμπόλεμη δραστηριότητα με Πάρθους. 

Την ίδια περίοδο η βουδιστική θρησκεία και ο ελληνοβουδισμός ξεκίνησαν τη διαδρομή τους ακολουθώντας το δρόμο του Μεταξιού, και εισχωρώντας στην Κίνα από τον 1ο αιώνα π.Χ..

Πηγή Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία 

“Dying Alexander”~Florence, Uffizi Gallery Parian marble(head), bust (modern work) — Luna marble. Late 2nd cent. BCE. Greco-roman copy of a Hellenic portrait.

 The identification of this head as a portrait of Alexander the Great is derived from Plutarch, who wrote that only Lysippos was permitted to make a likeness of him, and portrayed him “with leonine hair and melting upturned eyes”.



The interpretation that Alexander is shown in his death throes demonstrates the Renaissance desire to find in ancient sculpture illustrations of ancient history; the expression and pose are more dramatic than we would expect to find in a portrait. 

Other art historians have called it a dying giant, with comparisons to similar figures in the Great Altar of Zeus at Pergamon

ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942 Γράφει ο Χρίστος Παπαδόπουλος*

 Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ , ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΦΑΡΟΥΚ Α’, ΜΑΖΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942


Πολλοί βλέποντας την παραπάνω εικόνα θεωρούν ότι πρόκειται για παλιό νόμισμα της Αιγύπτου. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Μια συνήθης πρακτική του 20ου αιώνα ήταν η έκδοση αναμνηστικών μεταλλίων με αφορμή μια μεγάλη επέτειο, επίσημη επίσκεψη, εγκαίνια, αγώνες ή διεθνείς διοργανώσεις, όπως γίνεται στις μέρες μας με την έκδοση ειδικών αναμνηστικών σειρών νομισμάτων.



Ένα τέτοιο αναμνηστικό μετάλλιο εκδόθηκε για τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Farouk I ,(σημερινό Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας) στις 2 Αυγούστου 1942, σε τρεις εκδόσεις, από μπρούτζο, επαργυρωμένο μπρούτζο, αλλά και ολόχρυσο, το οποίο δόθηκε στον Βασιλιά Φαρουκ και φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Αλεξάνδρειας.


Στην πρώτη του όψη, όπως βλέπεται στην εικόνα, βρίσκονται οι βασιλικές κεφαλές, του Μεγάλου Αλέξανδρου , του Έλληνα ιδρυτή της πόλης και του βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ , ενω στο κάτω μέρος ένα φοινικικό πλοίο που πλησιάζει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, πιθανόν ως σύμβολο ναυτικής δύναμης. Με αυτά τα σύμβολα προσπάθησε ο καλλιτέχνης που το σχεδίασε να δείξει την Αλεξάνδρεια μέσα από τους αιώνες της ιστορίας και να συνδέσει το τότε παρόν της με το ένδοξο παρελθόν της. 


Η συγκεκριμένη απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από Αργυρά τετράδραχμα των Πτολεμαίων με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου του 3ου π.Χ. αιώνα.


Στο μετάλλιο αναφερονται στα ελληνικά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ και στα Αραβικά Φαρουκ Α’ Βασιλευς της Αιγύπτου Ο παλαιότερος και ο σύγχρονος βασιλιάς, δίπλα δίπλα.


Στην πίσω όψη αναφέρονται περίπλοκοι αραβικοί θρύλοι και ημερομηνίες που είναι αδύνατον να διαβαστούν γιατί λείπουν , όπως λένε οι πηγές, βασικά σημεία στίξης της Αραβικής γλώσσας.


Το Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας είναι ένα δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο της Αιγυπτιακής συμπρωτεύουσας, που ιδρύθηκε το 1938 ως δορυφόρος του Πανεπιστημίου Fuad (το όνομα του οποίου αργότερα άλλαξε σε Πανεπιστήμιο του Καΐρου). Έγινε ανεξάρτητο το 1942. Ήταν γνωστό ως Πανεπιστήμιο Farouk μέχρι την Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952, όταν το όνομά του άλλαξε σε Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας. Ο μεγάλος φιλέλληνας φιλόλογος και συγγραφέας, Taha Hussein ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας. Είναι πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο και έχει πολλές συνεργασίες με διάφορα πανεπιστήμια σε διάφορα ερευνητικά πεδία.


*Διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου

Ο Μέγας Αλέξανδρος δαμάζει τον Βουκεφάλα. (Χάλκινο άγαλμα στο Εδιμβούργο)

"Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός είχε φέρει στον Φίλιππο τον Βουκεφάλα για να τον αγοράσει για τριάντα τάλαντα, κατέβηκαν στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο , που φαινόταν ατίθασο και γενικά δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς, αφού ούτε δεχόταν αναβάτη ούτε ανεχόταν τη φωνή κανενός από τους ανθρώπους του Φιλίππου, αλλά αγρίευε με όλους.

Και ενώ ο Φίλιππος άρχισε να δυσανασχετεί και έδωσε εντολή να απομακρύνουν το άλογο, επειδή κατά τη γνώμη του ήταν πάρα πολύ άγριο και ατίθασο, ο Αλέξανδρος που ήταν παρών είπε: «τι άλογο χάνουν, επειδή δεν μπορούν να το χειριστούν από απειρία και μαλθακότητα».

Στην αρχή ο Φίλιππος σιώπησε·  επειδή όμως ο Αλέξανδρος έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια πολλές φορές και είχε ταραχθεί, ο Φίλιππος είπε: «τολμάς και κατακρίνεις εσύ τους μεγαλύτερους, επειδή πιστεύεις ότι ξέρεις κάτι περισσότερο ο ίδιος ή επειδή μπορείς να κουμαντάρεις το άλογο καλύτερα;»

«Αυτό τουλάχιστον» είπε «θα μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα από άλλον»

«Αν δεν το χειριστείς, ποιά τιμωρία πρέπει να υποστείς για την αυθάδειά σου;»

«Θα πληρώσω εγώ, μα τον Δία» είπε «την αξία του αλόγου».

Έπεσε τότε γέλιο· στη συνέχεια όμως, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους την τιμή σε χρήμα, έτρεξε αμέσως προς το άλογο, έπιασε τα χαλινάρια και το έστρεψε προς τον ήλιο, επειδή κατάλαβε, καθώς φαίνεται, ότι, βλέποντας το άλογο τη σκιά του να πέφτει μπροστά του και να κινείται, τρόμαζε.

Και, αφού έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο κρατώντας τα χαλινάρια, ενώ αυτό κάλπαζε, και το χάιδεψε, καθώς το έβλεπε γεμάτο θυμό και αγριάδα, πέταξε ήσυχα τη χλαμύδα και με ένα πήδημα κάθισε σταθερά επάνω του. Τράβηξε ελαφριά με τα λουριά το χαλινάρι και έσφιξε το λουρί χωρίς μαστίγωμα και σπιρούνιασμα.

Και καθώς έβλεπε ότι το άλογο έπαψε να είναι απειλητικό και ήταν έτοιμο να τρέξει, χαλάρωσε τα χαλινάρια και το άφησε να τρέξει, φωνάζοντας πια πιο δυνατά και χτυπώντας το με τα πόδια.

Στην αρχή ο Φίλιππος και η ακολουθία του ήταν αγχωμένοι και σιωπηλοί· μόλις όμως έστριψε και γύρισε πίσω σοβαρός και χαρούμενος, όλοι γενικά ζητωκραύγασαν· ο πατέρας του όμως λένε πως δάκρυσε κάπως από χαρά και, αφού κατέβηκε ο Αλέξανδρος από το άλογο, τον φίλησε και του είπε: «παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».


"Αλέξανδρος", Πλούταρχος

Ο Διογένης ο Κυνικός

Ο Διογένης ο Κυνικός ήταν πολλά πράγματα. Αν κάτι δεν ήταν, είναι ένα συνηθισμένος άνθρωπος. Στην πραγματικότητα ο Διογένης ήταν αναρχικός ακόμα κι αν τότε που έζησε, το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό ρεύμα δεν είχε ιδρυθεί.



Ο τρόπος σκέψης του και ο τρόπος ζωής του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Οι ατάκες του και οι φαρμακερές απαντήσεις του σε όσους προσπαθούσαν να τον μειώσουν ή να τον εκθέσουν έχουν δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή για το πώς πρέπει κάποιος να αντιδρά απέναντι σε όσους θέλουν να τον μειώσουν.

Ο Διογένης δεν ήταν ένας εύκολος ή απλός άνθρωπος. Θεωρείται ο εμβληματικός πρωτοπόρος των Κυνικών που είχαν σαν έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και οι οποίοι διατείνονταν ότι διέφεραν από τους άλλους σκύλους διότι εκείνοι δεν δάγκωναν τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουν!

Είναι ο πρώτος που δήλωσε «πολίτης του κόσμου» και το εννοούσε, σε μια εποχή που το βασικό γνώρισμα των ανθρώπων ήταν η πατρίδα και οι πρόγονοι. Σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν φρόντιζε να ισοπεδώνει όλους τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνίας. Αυνανιζόταν δημόσια (είχε… ιδιαίτερη αδυναμία στην Αθηναϊκή αγορά), ουρούσε και αφόδευε σε περίτεχνες κολόνες και ιερούς ναούς.

Αρνητής του πολιτισμού και των Νόμων, πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Είναι ενδεικτικό πως όταν μια μέρα είδε ένα μικρό παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, πήρε στα χέρια του το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε μακριά με δύναμη, αναφωνώντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).

Η γέννηση, η εξορία, η περιπλάνηση και η φιλοσοφία

Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.). Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης έμαθε την τέχνη δίπλα του. Το 370 π.Χ., ωστόσο, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν.

Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα όπου διέμενε όλες τις εποχές του χρόνου εκτός από το καλοκαίρι όπου έφευγε για την Κόρινθο. Υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Κυνικής φιλοσοφίας, Αντισθένη, διαπρεπούς μαθητή του Σωκράτη. Ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του σε φήμη και προσκόλληση στον Κυνικό τρόπο ζωής.

Συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό και όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «αναζητώ τον Άνθρωπο». O Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο «κατεργάρηδες και αχρείους».

Με τη διδασκαλία του, η οποία ουσιαστικά ήταν επαναστατική και άκρως ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε, έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Βλέποντας, για παράδειγμα, μία ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».

Ο μύθος του Διογένη γιγαντώθηκε με τον χρόνο τόσο που η γέννησή του όσο και ο θάνατός του συνδέθηκαν (με βάση τη σημειολογία και όχι φυσικά τις πραγματικές ημερομηνίες) με σπουδαία γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος είχε γράψει πως ο σπουδαίος αυτός κυνικός φιλόσοφος είχε γεννηθεί την ημέρα που ο Μέγας Αλέξανδρος πέθαινε στη Βαβυλώνα.

Οι ιστορίες που έχουν διασωθεί και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο Διογένης αντιμετώπιζε διάφορες καταστάσεις είναι γνωστές και δείχνουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή.

Ποιος άλλωστε δεν γνωρίζει την ιστορία της συνάντησης με τον Μέγα Αλέξανδρο όπου ο Διογένης του είχε πει το θρυλικό «σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», όταν εκείνος στάθηκε μπροστά του αγέρωχος μέσα στην αστραφτερή του πανοπλία και τον βασιλιά των Μακεδόνων, εκστασιασμένο να λέει το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».

«Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς» 

Μια ιστορία, ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία. Έχει πρωταγωνιστές τον ίδιο τον Διογένη και μια εντυπωσιακή, πανέμορφη και διάσημη πόρνη, την Λαΐδα από την Κόρινθο.

Ακόμα και γνωστοί ιστορικοί έχουν γράψει για εκείνη την πόρνη. Ο Ρωμαίος ποιητής, Προπέρτιος είχε γράψει πως «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της». Είχε όμορφες ξανθές μπούκλες, λεπτό και καλλίγραμμο σώμα, με δύο στήθη «σαν κυδώνια».

Η Λαΐδα έζησε την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, από το 431 π.Χ. μέχρι το 404 π.Χ. Η φήμη της ήταν τέτοια που την πλησίαζαν άνδρες από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Εκείνη το εκμεταλλεύτηκε ζητώντας υπέρογκα ποσά για να κοιμηθεί μαζί τους. Λέγεται, μάλιστα, πως τα ποσά αυτά σε σημερινά χρήματα ξεπερνούσαν κατά πολύ τις 2.000 ευρώ για μια νύχτα!

Στα πόδια της είχε όποιον άνδρα ήθελε, ωστόσο, η διάσημη εταίρα ενοχλήθηκε από την… πρωτοφανή αδιαφορία που έδειχνε για εκείνη ο Διογένης όταν τα καλοκαίρια πήγαινε στην Κόρινθο. Έτσι σκέφτηκε να κάνει κάτι που θα τον εξέθετε.

Μία ημέρα τον πλησίασε και του είπε πως τον θαυμάζει και πως θα του επιτρέψει να κοιμηθεί μαζί της για ένα βράδυ αρκεί στο δωμάτιο που θα συνευρεθούν να μην υπάρχει το παραμικρό φως.

Ο Διογένης δέχθηκε και έτσι το ραντεβού κλείστηκε. Ο σπουδαίος φιλόσοφος βρέθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο και πέρασε τη νύχτα του στο πλάι μιας άσχημης και ηλικιωμένης υπηρέτριας της φημισμένης εταίρας.

Την επόμενη μέρα, και αφού θεωρούσε πως πέτυχε τον σκοπό της, η Λαΐδα άρχισε να διαδίδει την παγίδα που έστησε στον Διογένη, μέσα στην οποία έπεσε ο φιλόσοφος, με σκοπό να τον εξευτελίσει.

Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε για το αν είναι πραγματικότητα όλα αυτά που διαδίδονται σε βάρος του, απάντησε: «Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς», δηλαδή «στο σκοτάδι, όλες οι γυναίκες σαν τη Λαΐδα είναι»!

Η απάντηση αυτή έκανε την διάσημη πόρνη να καταλάβει πως ο Διογένης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος και τότε του έκανε δώρο μια πραγματική νύχτα μαζί της. Κάτι που φυσικά ο κυνικός φιλόσοφος δέχθηκε με χαρά!

Στα «πικάντικα» παραλειπόμενα εκείνης της ιστορίας, υπάρχει και αυτό που έγινε με τον  φιλόσοφο Αρίστιππο, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής, που εκείνη την περίοδο θεωρούταν ο πιο «τακτικός» πελάτης της Λαΐδας! Τόσο τακτικός που είχε γίνει ο περίγελος της περιοχής καθώς όλοι τον  κορόιδευαν για τα τεράστια ποσά που ξόδευε για να αγοράζει τη συντροφιά της.

Όταν μαθεύτηκε ότι η διάσημη εταίρα προσέφερε δωρεάν το κορμί της στο Διογένη, όλοι περίμεναν την έντονη αντίδραση του Αρίστιππου στον οποίο ουδέποτε είχε κάνει ένα τέτοιο δώρο. Όταν, ωστόσο, εκείνος το έμαθε απάντησε με εξίσου φιλοσοφική διάθεση, που πιθανότατα θα ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Διογένης. «Την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί άλλους», είπε απόλυτα ήρεμος!

Σε ότι αφορά την ίδια την Λαΐδα λέγεται πως έζησε αρκετά χρόνια και συνέχισε να εξασκεί το επάγγελμά της έως ότου πέθανε (σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια) είτε από πνιγμό, όταν ένα κουκούτσι ελιάς κόλλησε στον λαιμό της, είτε από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης!

https://www.newsbeast.gr/

Πως ο Άρπαλος κατάκλεψε τον Μέγα Αλέξανδρο. Τα "Αρπάλεια χρήματα" εξαγοράζουν τους πάντες στην Αθήνα. Πως o περίφημος αρχαίος ρήτορας Δημοσθένης πιάστηκε με την κατσίκα στον ώμο.

Έχετε μήπως ακουστά για τα «Αρπάλεια χρήματα»; Ήταν αυτά που εξευτέλισαν τον περίφημο ρήτορα της αρχαιότητας Δημοσθένη, ηγέτη της αντι-Μακεδονικής πτέρυγας στην Αθήνα. Οι συμπατριώτες τον κατηγόρησαν ότι έβαλε το χεράκι του στο πουγκί και τσίμπησε μερικά απ’ αυτά. Τον Άρπαλο έστω, τον θυμάστε απ’ το σχολείο; Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους καταχραστές της αρχαιότητας, ο οποίος κατάκλεψε τον Αλέξανδρο τον Μέγα. Ο Άρπαλος ήταν παιδικός φίλος του Αλέξανδρου από την Μακεδονία, τον ακολούθησε στην εκστρατεία κατά των Περσών, αλλά επειδή είχε κάποια αναπηρία και δεν μπορούσε να πολεμήσει, ο βασιλιάς τον έκανε υπουργό οικονομικών. Στα συστήματα εξουσίας, πάντα υπάρχουν θέσεις για έναν έμπιστο άνθρωπο, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο ηρωικές όσο άλλες.




Κατακτώντας την Περσία ο Αλέξανδρος βρήκε στο Περσικό θησαυροφυλάκιο θησαυρούς που ήταν πέραν πάσης φαντασίας. Έφυγε λοιπόν για την Ινδία, αφήνοντας στην Περσέπολη τον φίλο του τον Άρπαλο να διαχειρίζεται το χρήμα. Αυτός άρχισε να το ξοδεύει ασύστολα, πιστεύοντας ότι ο βασιλιάς δεν θα ξαναγύριζε από τις ερημιές της Ασίας, όμως την πάτησε. Μετά από δυο χρόνια έμαθε ότι ο Αλέξανδρος επιστρέφει. Είτε διότι οι καταχρήσεις και σπατάλες του ήταν εξόφθαλμες, είτε διότι ο βασιλιάς είχε ενημερωθεί από ρουφιάνους που πάντα υπάρχουν στις βασιλικές αυλές, ο Άρπαλος κατάλαβε ότι δεν θα την γλύτωνε. Πήρε λοιπόν ένα μικρό μέρος του βασιλικού θησαυρού και μ’ ένα μισθοφορικό σώμα που πλήρωνε από τα ξένα λεφτά έφθασε στην Αθήνα. Είχε μαζί του 7.000 τάλαντα.

Το νούμερο δεν ακούγεται τόσο τρομερό. Για να δούμε όμως: Ο Αλέξανδρος βρήκε στην Περσέπολη 120.000 τάλαντα κατά τον Διόδωρο και 180.000 τάλαντα κατά τον Στράβωνα. Ο Πλούταρχος λέει ότι για να μεταφέρει αυτό το χρυσάφι και το ασήμι, χρησιμοποίησε 20.000 μουλάρια και 5.000 καμήλες. Αν βάλουμε το ποσό στη μέση, δηλαδή 150.000 τάλαντα, τότε κάθε μουλάρι κουβαλούσε 6 τάλαντα. Άρα, φεύγοντας ο Άρπαλος με τα 7.000 τάλαντα, πήρε μαζί του 1.200 μουλάρια φορτωμένα ως επάνω με χρυσό και ασήμι. Πως σας φαίνεται το ποσό; Μικρό; Για βάλτε 1.200 μουλάρια βαρυφορτωμένα με σημερινές χρυσές λίρες Αγγλίας και υπολογίστε το νούμερο. Αν και ήταν μια υποδιαίρεση του ποσού που είχε αρπάξει απ’ τους Πέρσες ο Αλέξανδρος, επρόκειτο πάλι για μυθικό ποσό. Φθάνοντας στην Αθήνα, ο Άρπαλος είχε μαζί του μόλις 700 τάλαντα από τα 7.000. Τι είχε κάνει τα υπόλοιπα είναι άγνωστο. Του τα έκλεψαν, τα είχε φάει, τα είχε κρύψει, κανείς δεν ξέρει.

Για να τον δεχτούν οι Αθηναίοι που φοβούνταν την εκδίκηση του Αλέξανδρου, ο Άρπαλος άρχισε τις δωροδοκίες. Μοίραζε χρυσάφι. Με τη μέθοδο αυτή και μετά από εισήγηση του Δημοσθένη, οι Αθηναίοι τον δέχτηκαν σαν προσωπικό ικέτη, υπό την προϋπόθεση να καταθέσει τα χρήματα του στην Ακρόπολη ως εγγύηση. Ο Άρπαλος το έκανε, αλλά λίγο αργότερα τον έκλεισαν φυλακή. Φοβούμενος για την ζωή του το έσκασε για την Κρήτη, όπου και δολοφονήθηκε. Όταν όμως οι Αθηναίοι μέτρησαν το ποσό που είχε αφήσει πίσω του, είδαν έκπληκτοι ότι υπήρχαν μόνο 350 τάλαντα. Τα υπόλοιπα, δηλαδή 350 τάλαντα, είχαν μοιραστεί σε δωροδοκίες.

Ο Άρειος Πάγος έκανε έρευνα κι έφτιαξε έναν κατάλογο από επιφανείς πολίτες που τα ‘χαν αρπάξει από τον Άρπαλο. Πρώτο στην λίστα ήταν το όνομα του Δημοσθένη, ο οποίος τσίμπησε 20 τάλαντα, δηλαδή τρία με τέσσερα μουλάρια φορτωμένα χρυσάφι. Διόλου κακό μεροκάματο για να βγάλει έναν λόγο στην εκκλησία του Δήμου υπέρ του να δοθεί άσυλο στον Άρπαλο. Ο μεγάλος ρήτορας τα επέστρεψε βέβαια στο δημόσιο ταμείο, αλλά οι Αθηναίοι τον εξευτέλισαν και τον εξόρισαν στην Αίγινα κι ας τον δέχτηκαν τον επόμενο χρόνο πίσω με τιμές μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος. Τα 350 αυτά τάλαντα της δωροδοκίας που έψαχναν οι Αθηναίοι, ονόμασαν τότε «Αρπάλεια χρήματα».

Δημήτρης Καμπουράκης, newsit

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ

 Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος παρέμενε άταφος για τριάντα μερες καθώς οι διάδοχοι του ήταν απασχολημένοι με τον διαμοιρασμο της αυτοκρατορίας. 



Ο Αρίστανδρος από την Τελμησσό, μη μπορώντας να ανεχτεί άλλο την κατάσταση, σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: Παρουσιάστηκε στους Μακεδόνες και τους είπε ότι οι θεοί του είπαν ότι αφού ο Αλέξανδρος ήταν ο πιο ευτυχισμένος από τους βασιλιάδες όλων των εποχών οσο ζούσε, έτσι και η γη που θα δεχόταν το σώμα στο οποίο κατοικούσε η ψυχη του θα ήταν τρισευτυχισμένη (πανευδαίμων) και απόρθητη στους αιώνες. Και ω του θαύματος· Αμέσως ξέσπασε σφοδρή φιλονικία μεταξύ των διαδόχων καθώς ο καθένας επιθυμούσε να μεταφέρει και να θάψει το σώμα του Αλεξανδρου στο δικό του βασίλειο για να αποκτήσει ασφαλή και ακλόνητη βασιλεία.


Ο Πτολεμαίος λοιπόν έκλεψε το σώμα του Μακεδόνα στρατηλάτη και έσπευσε να το μεταφέρει για ταφή στην Αλεξάνδρεια. Ο Περδικκας τον καταδίωξε, πειθόμενος και εξαπτόμενος από τα λεγόμενα του Αρίστανδρου, και οταν τον έφτασε έγινε μεγάλη και σφοδρή μάχη μεταξύ των στρατευμάτων των δυο στρατηγών: Μάχη που ήταν «Αδελφή τρόπον τινά της υπέρ του ειδώλου του εν Τροία, όπερ Όμηρος ήδει λέγων υπέρ Αινείου τον Απόλλωνα ες μέσους εμβαλείν τους ήρωας»


Ο Πτολεμαίος, κατάφερε να ξεγελάσει τον Περδίκκα καθώς έφτιαξε ένα είδωλο όμοιο με τον Αλέξανδρο το στόλισε με βασιλικό μανδύα και ζηλευτά σάβανα, και το τοποθέτησε σε μια από τις περσικές άμαξες μέσα σε ένα φέρετρο από αςήμι, χρυσό και ελεφαντόδοντο και το εγκατέλειψε φεύγοντας για την Αίγυπτο. Το αληθινό σώμα του Αλεξανδρου το έστειλε αστόλιστο στην Αλεξάνδρεια μέσα από κρυφούς, ερημικούς δρόμους. Όταν ο Περδικκας, που αρχικά νομισε ότι πήρε το σώμα του Αλεξανδρου, κατάλαβε το τέχνασμα ήταν πια αργά….



Και έτσι ο Αλέξανδρος τάφηκε στην Αλεξάνδρεια!!


Πηγή: Αιλιανός «ποικίλη ιστορία» βιβλίο ΙΒ

Κεφαλή αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από πεντελικό μάρμαρο (μετά το 338 π.Χ.)

Βρέθηκε το 1886 κοντά στο Ερέχθειο, στην Ακρόπολη. Ο Μέγας Αλέξανδρος εικονίζεται σε νεαρή ηλικία, όπως θα ήταν την εποχή της μοναδικής επίσκεψής του στην Αθήνα, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ.

Τα βαθιά τοποθετημένα στις κόγχες μάτια, το στραμμένο προς τα επάνω βλέμμα, τα μισάνοιχτα χείλη και τα μαλλιά που σχηματίζουν στο μέτωπο αναστολή, είναι τα κατεξοχήν γνωρίσματα του Αλεξάνδρου. Τα ίχνη κόκκινης βαφής που διατηρούνται στα μαλλιά προέρχονται πιθανότατα από το υπόστρωμα για την εφαρμογή της τελικής, χρυσής τους απόχρωσης ενώ η διαμόρφωσή τους στο πίσω μέρος δείχνει, ίσως, ότι κάποτε τα στόλιζε στεφάνι ή ταινία, φτιαγμένη από άλλο υλικό.
Το άγαλμα θεωρείται πρωτότυπο έργο του Λεωχάρη, που φιλοτέχνησε και άλλα πορτρέτα του Αλεξάνδρου στα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών.
Μουσείο Ακρόπολης.



Οι Μακεδόνες Καταδρομείς . Η πολιορκία και η κατάληψη του βράχου της Σογδιανής.

Η πρώτη επιχείρηση κατάληψης οχυρού με αλπινιστικές μεθόδους στην παγκόσμια ιστορία.




Η πολιορκία του βράχου της Σογδιανής πραγματοποιήθηκε το 327 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο και αποτελεί ένα μικρής σημασίας στρατιωτικό γεγονός, αλλά με τεράστια στρατηγική αξία. Επρόκειτο για ένα ορεινό φρούριο, από την κατάληψη του οποίου εξαρτιόταν η τύχη των έτοιμων για επανάσταση ξανά Σογδιανών. Στο «ανάλωτον» αυτό καταφύγιο την άμυνα είχε οργανώσει ο Οξυάρτης και είχαν συγκεντρωθεί πολλοί επαναστάτες Σογδιανοί με τις οικογένειές τους. Οι απόκρημνοι βράχοι και το πυκνό χιόνι που κάλυπτε τα πάντα, έκαναν το οχυρό απροσπέλαστο. Οι Σογδιανοί είχαν αρκετές προμήθειες για να αντέξουν την πολιορκία, ενώ από το χιόνι εξασφάλιζαν και άφθονο νερό. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος τους πρότεινε να παραδοθούν, εκείνοι του απάντησαν προκλητικά πως θα έπρεπε να βρει «φτερωτούς στρατιώτες» για να καταλάβει το οχυρό, κάτι που το εξόργισε αφάνταστα.


Μετά την άρνηση των Σογδιανών, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του φρουρίου. Τότε δημιούργησε την πρώτη ομάδα ορεινών καταδρομών, και για να είμαστε σαφέστεροι, την πρώτη ομάδα αλπινιστών. Διάλεξε 300 μαχητές, τους πλέον ικανούς κι εξασκημένους στην ανάβαση των βράχων και τους ζήτησε να αναλάβουν την επιχείρηση, δίνοντας σε όποιον ανέβαινε πρώτος 12 τάλαντα.

Κατά τον Κούρτιο, μιλώντας στους επίλεκτους στρατιώτες, είπε: «Η φύση δεν έχει τοποθετήσει τίποτα τόσο ψηλά, ώστε το θάρρος να μην μπορεί να το ξεπεράσει. Με το να προσπαθούμε να πετύχουμε αυτά που οι άλλοι δεν τόλμησαν, έχουμε την Ασία υπό την εξουσία μας».


Οι αλπινιστές του Μ.Αλεξάνδρου χρησιμοποίησαν σημερινούς τρόπους αναρρίχησης, έφτιαξαν μικρές σιδερένιες σφήνες-καρφιά, σαν και αυτές που χρησιμοποιούσαν για να σταθεροποιούν τις σκηνές τους. Κατόπιν έθεσαν σταθερά λινά σκοινιά πάνω τους και αναρριχήθηκαν στην πλέον απόκρημνη μεριά του βράχου μέσα στη νύχτα, για να μη γίνουν ορατοί από τους εχθρούς. Μπήγοντας τα καρφιά σε σχισμές βράχων ή στον πάγο, άρχισαν να ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα. Τριάντα περίπου χάθηκαν σε αυτή την προσπάθεια. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή κοντά στην αυγή και ανέμισαν τις σημαίες, όπως είχε προσυμφωνηθεί.


Δίχως να χάσει χρόνο ο Αλέξανδρος έστειλε στους Σόγδιους κήρυκα, να φωνάξει στην εμπροσθοφυλακή τους πως ο Αλέξανδρος είχε βρει τους στρατιώτες με τα φτερά, πως ήδη κατείχε την κορυφή του βουνού και πως έπρεπε τώρα να παραδοθούν, προτρέποντάς τους παράλληλα να κοιτάξουν ψηλά. Βλέποντας τις σημαίες να ανεμίζουν οι Σόγδιοι, αποθαρρύνθηκαν από το απροσδόκητο. Θεωρώντας δε πως πολλοί περισσότεροι Μακεδόνες βρίσκονταν στην κορυφή οπλισμένοι ως τα δόντια, αποφάσισαν να παραδοθούν, υποκύπτοντας στο ψυχολογικό και όχι φυσικό πλεονέκτημα του Αλέξανδρου.

Ηφαιστίωνας ο "Ισαλέξανδρος"

 Μετά την νίκη των Μακεδόνων στην Ισσό το 333 π.Χ. ο Δαρείος ηττημένος εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης αφήνοντας στα χέρια του νικητή την οικογένεια του. Λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος, συνοδευόμενος από τον Ηφαιστίωνα, πήγε να επισκεφθεί τις γυναίκες της βασιλικής οικογένειας στην σκηνή τους. Τότε η Σισύγαμβρη, η ηλικιωμένη μητέρα του Δαρείου, θεωρώντας ότι ο πιο ψηλός και επιβλητικός από τους δύο άνδρες ήταν ο Μακεδόνας βασιλιάς, έσκυψε να υποκλιθεί μπροστά του. Βλέποντας τον να υποχωρεί, κατάλαβε έντρομη ότι είχε κάνει λάθος. Ο ψηλός καλοντυμένος άντρας ήταν ο Ηφαιστίωνας. "Δεν έκανες λάθος μητέρα. Και αυτός Αλέξανδρος είναι" την καθησύχασε ο Μακεδόνας βασιλιάς.

"Η οικογένεια του Δαρείου μπροστά στον Αλέξανδρο"



Francesco Fontebasso 1750

Ο Αρριανός περιγράφει το Μέγα Αλέξανδρο...

Ο Μέγιστος των Ελλήνων μέσα από το κείμενο του Αρριανού:





 «…και ήταν στο σώμα πολύ όμορφος και φιλόπονος και οξύς στις αποφάσεις και πολύ ανδρείος και φιλότιμος, με αγάπη για τους κινδύνους και πολύ ευσεβής απέναντι στους θεούς. Ήταν ακόμη πολύεγκρατής στις ηδονές του σώματος, ενώ ήταν πολύ άπληστος για τους επαίνους του πνεύματος. Ήταν δεινός στο να διαβλέπει αυτό που πρέπει να γίνει, όταν αυτό δεν ήταν ακόμη ορατό στους άλλους και με απόλυτη επιτυχία μπορούσε από τα φαινόμενα να συμπεραίνει το σωστό. Επίσης ήταν πολύ έμπειρος στο να παρατάσσει και να εξοπλίζει και προετοιμάζει το στρατό. Ακόμη, στο να απογειώνει το θάρρος των στρατιωτών του, να τους γεμίζει με καλές ελπίδες, να τους καθιστά άφοβους στους κινδύνους με τη δική του άφοβη στάση, σε όλα αυτά ήταν ικανότατος….γνωρίζω πολύ καλά ότι από τους παλιούς βασιλιάδες μόνο ο Αλέξανδρος είχε τη γενναιότητα να μετανιώνει για αυτά, στα οποία έσφαλε…».

(Αρριανός: Z΄. 28. 1-2, 29.1).




Ο Μέγας Αλέξανδρος συνδέεται με τη Μεγάλη Ιδέα σε μια αναφορά στον Πόντο

Η  σύνδεση  του  Αλέξανδρου  με  τη  Μεγάλη  Ιδέα  τεκμηριώνεται  και  από  μια αναφορά  ενός  πνευματικού  ανθρώπου  της  περιοχής  του  Πόντου,  του  Περικλή Τριανταφυλλίδη,  ο  οποίος,  σε  λόγο  που  εκφώνησε  στην  Τραπεζούντα  στις  7  Απριλίου 1865  με  αφορμή  την  ανάρρηση  στο  θρόνο  της  Ελλάδας  του  Γεωργίου    Α΄, απευθυνόμενος στο  Γεώργιο,  ανάμεσα  στα  άλλα  σημειώνει:   





 «Ἐλθέ,  λοιπόν,  ἐκλεκτέ  τοῦ  ἔθνους,  χριστέ  Κυρίου,  λαοπόθητε  καί  ἐθνοσῶστα  βασιλεῦ,  ἐλθέ ἐκ  τῶν  ὑπερβορείων  τόπων  εἰς  τήν  γῆν  μεγάλων  ἀναμνήσεων  καί  συμβεβηκότων,  εἰς  τήν πατρίδα  τῆς  σοφίας  καί  δόξης,  εἰς  τήν  γενέτειραν  τῶν  θεῶν  καί  τῶν  ἡρώων….

Ἐλθέ,  ἄναξ,  οἱ λαοί  τῆς  Ἀνατολῆς  σέ  προσδοκῶσι.  Καί  καθώς  ὁ  μαθητής  τοῦ  Ἀριστοτέλους,  ὁ  Ἕλλην Ἀλέξανδρος,  διά  τῶν  δέκα  χιλιάδων  γάμων  συνεφιλίου  καί  συνήνωνε  τά  φύσει  ἐχθρά  καί πολέμια  ἔθνη,  καί  διά  τῶν  Ἑλληνικῶν  γραμμάτων  ἐνεφύτευε  τόν  πολιτισμόν  εἰς  τήν ἐκβαρβαρωμένην  Ἀσίαν,  ὥστε  διά  τῶν  διαδόχων  αὐτοῦ  ἡ  Ἑλληνική  παιδεία  κατέστη πανταχοῦ,  καί  ἀνεδείκνυε  κέντρον  πολιτισμοῦ  τάς  ἀγόνους  καί  χέρσους  τῆς  Ἀσίας  πεδιάδας, καί  τραγωδίαι  Ἑλληνικαί  παρίσταντο  καί  εἰς  αὐτάς  τάς  ἀγρίας  τῶν  Πάρθων  αὐλάς,  οὕτω  καί Σύ,  τόν  θρόνον  σου  παρά  τά  προπύλαια  τῆς  Ἀνατολῆς  στήσας,  φάρον  σελαγίζοντα  καί δαδουχοῦντα  ἀνάδειξον  τήν  πατρίδα,  ἀφ’  ἧς  νά  ἀρύωνται  φῶς  οἱ  ἐσκοτισμένοι  τῆς  Ἀσίας λαοί…»

  (από το  βιβλίο του Τριανταφυλλίδη  «Τα  Ποντικά»  σε:  Λαμψίδης  2015: 87).   

Μια παραδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αράχωβα

 Από  την  Αράχωβα  πάλι  προέρχεται  ένα  παραμύθι  για  τον  Αλέξανδρο,  το  οποίο ουσιαστικά  συνδυάζει  τρία  διαφορετικά  επεισόδια  από  τη  Φυλλάδα. 

 Σύμφωνα  με  αυτό, ο  Αλέξανδρος  πηγαίνει  στο  νησί  των  Μακάρων,  το  οποίο  από  μακριά  του  φαινόταν σαν  μια  οχυρή  πόλη  με  δυνατά  τείχη.  





Εκεί,  ένα  κορίτσι  του  λέει  από  μέσα  πως βρίσκεται  ενώπιον  του  παραδείσου,  στον  οποίο  κανείς  ζωντανός  δεν  μπορεί  να εισέλθει,  αλλά  μόνο  ένας  νεκρός,  που  θα  κριθεί  άξιος  από  το  Θεό. 

 Στη  συνέχεια  του προμηθεύει  ένα  μέσο  για  να  δει  τουλάχιστον  κάποιους  νεκρούς  και  ο  Αλέξανδρος καταφέρνει  να  δει  τον  αλυσοδεμένο  βασιλιά  των  Περσών,  αυτόν  που  είχε  εν  ζωή νικήσει,  μέσα  σε  μια  σπηλιά,  που  ήταν  ο  τόπος  των  καταδικασμένων  (Dieterich  1904). 

Ουσιαστικά  εδώ  έχουμε  τρία  επεισόδια  από  το  Μυθιστόρημα  σε  μία  διήγηση,  το  νησί των  Μακάρων,  την  πόλη  του    Ήλιου  και  την  επίσκεψη  στο  σπήλαιο  των  νεκρών  (εις Άδου  κάθοδος).   

Τοπικές παραδόσεις για το Μέγα Αλέξανδρο και το Βουκεφάλα στη Βόρεια Ελλάδα.

 Στο  χωριό  Καλλιθέα  Δράμας,  σύμφωνα  με  μαρτυρία  κατοίκου  το  1964,  υπήρχε  μια πέτρα,  πάνω  στην  οποία  έμεινε  το  αποτύπωμα  από  το  πέταλο  του  αλόγου  του Αλέξανδρου,  όταν  πέρασε  από  κει  (Αικατερινίδης  2013:  1552).  





Κοντά  στο  χωριό Μεσολούρι  Γρεβενών  δείχνουν  τον  πετρωμένο  Βουκεφάλα,  που  πέθανε  εκεί  και πέτρωσε  επί  τόπου.  Επίσης,  στο  Δοτσικό  Γρεβενών  δείχνουν  τα  ίχνη  από  τα  πέταλα  του Βουκεφάλα  πάνω  στο  βράχο  και  στον  ποταμό  Βενετικό,  κοντά  στο  Ελευθεροχώρι Γρεβενών,  δείχνουν  ένα  βαθούλωμα  στη  γη,  που  άνοιξε  όταν  εκεί  πήδησε  ο Βουκεφάλας. 

 Αντίστοιχα,  τα  ίχνη  από  τα  πέταλα  του  Βουκεφάλα  δείχνουν  και  στα χωριά  Μανδήλι  και  Σφελινό  του  νομού  Σερρών.

  Παρόμοια  παράδοση  υπάρχει  και  στο Δραγοβίτσι  της  Καλαμπάκας  στη  Θεσσαλία,  όπου  μάλιστα  τα  ίχνη  του  Βουκεφάλα σχετίζονται  και  με  το  όραμα  ενός  όμορφου  καβαλάρη  που  περνά  από  κει  τις  νύχτες, τον  οποίο  κάποιοι  τον  ταυτίζουν  με  τον  Άγιο  Γεώργιο,  άλλοι  όμως  με  τον  Αλέξανδρο. 

Σε  άλλες  τοπικές  παραδόσεις  η  πατημασιά  που  αποτυπώθηκε  στο  βράχο  είναι ανθρώπινη  και  είναι  του  ίδιου  του  Αλέξανδρου,  όπως  λένε  στην  Κορμίστα  Σερρών  και στην  Καλλιπεύκη  του  Ολύμπου.  

Μια  παλιά  βρύση  στο  Ροδολείβος  Σερρών,  στη  θέση «Γουρνίκια»,  είναι  κατά  παράδοση  το  σημείο  που  ξεκουραζόταν  ο  Αλέξανδρος καθ’οδόν  για  το  δάσκαλό  του  τον  Αριστοτέλη,  στα  Στάγειρα  (Σπυριδάκης  1953:  388-389, Spyridakis  1973:  191-192,  Αικατερινίδης  1996:  11,  13-14).  

Τέλος,  η  ελληνική  τηλεόραση  το 1978  κατέγραψε  σε  ντοκιμαντέρ  μαρτυρίες  κατοίκων  της  Μακεδονίας,  που  έκαναν λόγο  για  διάφορες  παλιότερες  ή  και  ζωντανές  ακόμη  παραδόσεις.  Έτσι,  σύμφωνα  με αυτές  τις  καταγραφές,  στη  Μίεζα,  στη  Σχολή  του  Αριστοτέλη,  οι  γέροντες  έλεγαν παλιότερα  πως  ήταν  «το  σπήλαιο  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου».  Στο  χωριό  Παλιά  Πέλλα ο  Αλέξανδρος  είχε  το  βασίλειό  του  και  η  βρύση  του  χωριού  κατονομάστηκε  ως  «η βρύση  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου». 

 Όσο  για  την  Έδεσσα  με  τους  καταρράχτες  της,  εκεί ήταν  τα  θερινά  λουτρά  του  Αλέξανδρου.   Στην  περιοχή  της  Αριδαίας,  εξω  από  το χωριό  Άλωρο,  σε  απόσταση  περίπου  1000  μέτρων,  διασώζονται  τα  ερείπια  μιας γέφυρας  που  η  τοπική  παράδοση,  ακόμη  και  σήμερα,  ονοματίζει  ως  «γέφυρα  του Μεγάλου Αλεξάνδρου». 

 Η  ονοματοδοσία  περιοχών και  τοπωνυμίων με τον  Αλέξανδρο, όσο  απλοϊκή  κι  αν  φαίνεται  σήμερα,  έχει  τη  σημασία  της  για  τους  αγράμματους χωρικούς,    τους  φορείς  της  νεοελληνικής  παράδοσης  των  παλιότερων  εποχών. 

 Όπως εύστοχα  παρατήρησε  ο  Βελουδής,  «δείχνει  την  προσπάθειά  τους  να  συνδεθούν  με  τον κόσμο  που  τους  περιβάλλει,  την  προσπάθειά  τους  δηλαδή  να  βεβαιώσουν  και  να ενδυναμώσουν  την  ιστορικοκοινωνική  τους  συνείδηση»  (Βελουδής  1989  (1977):  πδ΄).    

Και ποια  άραγε  πιο  αντιπροσωπευτική  μορφή  για    την  ιστορική  συνείδηση  του  Νεοέλληνα από το  Μακεδόνα  βασιλιά, που  εμπεριέχει  καί  τον  Αχιλλέα  καί  τον  Αριστοτέλη;   

Πηγή: Κουγιουμτζόγλου, Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού. 

Μία παράδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αργυρούπολη Πόντου

 Από  τον  Πόντο    μια  καταγεγραμμένη  παράδοση  από  την  Αργυρούπολη  αναφέρει  τα  εξής:


 Ο  Μέγας  Αλέξανδρος,  σαν  έφτασε  στα  βάθη  της  Ινδίας,  βρήκε  στο δρόμο  του  μια  μεγάλη  πέτρα  που  έφερε  σκαλιστή  επιγραφή:  

"Στάσου  –μην  προχωρής παραπέρα".  Ρώτησε  τους  γεροντότερους  του  τόπου  να  του  πουν  ποιος  έβαλε  την  πέτρα με  την  επιγραφή,  αλλά  αυτοί  δεν  ήξεραν,  παρά  μόνο  ότι  ήταν  στην  ίδια  θέση  από παλιά.  Ο  Μέγας  Αλέξανδρος  θέλησε  να  σεβαστεί  τον  οιωνό,  αλλά  συνάμα  και  να προχωρήσει.  Γι’  αυτό  διέταξε  να  κουβαλούν  την  πέτρα  σ’  ένα  άρμα  του  που  πήγαινε πάντα  μπροστά  απ  τον  στρατό.  Κι  έτσι  προχώρησε,  δίχως  να  προσπεράσει  την  πέτρα" 

(Σπυριδάκης  1953: 398-399).   




Ο Μέγας Αλέξανδρος κόβει το γόρδιο δεσμό

Πίνακας του Giovanni Paolo Panini. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1718 και βρίσκεται στο Walter Art museum.


Η αρχαία πόλη Γόρδιον (σημερνή Yassihüyük) κτίστηκε από τον Γόρδιο, βασιλιά της Φρυγίας ο οποίος της έδωσε και το όνομά του. Ο Γόρδιος ήταν ο πατέρας του γνωστού βασιλιά Μίδα, που ότι άγγιζε γινόταν χρυσάφι. Είναι επίσης γνωστός για το δεσμό (κόμπο) (Γόρδιος δεσμός) που είχε χρησιμοποιήσει για να δέσει, με λωρίδες φλοιού κρανιάς, τον ζυγό του άρματός του που ήταν τόσο περίπλοκος, που δεν διακρινόταν πουθενά η αρχή και το τέλος του.

Το άρμα είχε τοποθετηθεί στα ανάκτορα σαν ανάθημα (αφιέρωμα, τάμα) στον Δία. Σύμφωνα δε, με την κρατούσα τότε παράδοση, όποιος έλυνε τον Γόρδιο δεσμό, θα κυριαρχούσε στην Ασία.

Η οικογένεια του Δαρείου ενώπιον του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Πίνακας που φιλοτέχνησε ο Paolo Veroneseτο 1570.


Ο πίνακας βρίσκεται  στην εθνική πινακοθήκη του Λονδίνου και απεικονίζει τη φροντίδα που επέδειξε ο Αλέξανδρος στην οικογένεια του Δαρείου μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...