Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

 Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. 



Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.

Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.

Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.

Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.

Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. 

Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.

Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.

Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!

Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι....

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ

Αντών Τσέχωφ, Τα Χριστούγεννα.

 Μετάφραση : Χρυσούλα Γούναρη.

I

“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.



Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ’ ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με  φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον  άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα.  Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”

“Εντάξει, παρακάτω!”

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι  ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους  είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι  70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο  καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο  πορτιέρης εκεί.”

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.

“Η  μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι’ αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο  του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα  σκέφτηκε  πόσο θα ήθελε να  γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους  δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν  να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας  διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι  ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”

Το μολύβι  έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα  μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει  σ’ ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ’ αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:

“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι  κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας  σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με  ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:

“Α, την πανούκλα!”

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα  έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις  και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.

 

II

 

Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά,  ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο  Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με  καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.

Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός  που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι  περιεργάστηκε τα γράμματα  και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί  κοιμόταν στο κρεβάτι.  Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές  γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και  αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του  μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών!  Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια  είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους  έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί…  Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει  κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.

“Και τα  κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και  αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και  πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.

Ο Αντρέι άναψε  τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε  στον επάνω  όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει  στην είσοδο.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.

Ο Αντρέι  πήρε στάση  προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”

 

Το διήγημα ανήκει στην συλλογή “From Russian Silhouettes: More Stories of Russian Life, by Anton Chekhov” που μετέφρασε από τα Ρωσικά η Μαριάν Φελλ (Charles Scribner’s Sons, October, 1915).   Μετάφραση στα ελληνικά: Χρυσούλα Γούναρη

Το όραμα του Αγίου Παϊσίου σχετικά με τις αμβλώσεις

Μιὰ νύχτα ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ ὅραμα, ποὺ μὲ πληροφόρησε γι' αὐτὸ τὸ θέμα! Ἦταν βράδυ, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τὸ 1984. Εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια μέσα σὲ δύο τενεκεδάκια, ὅπως συνηθίζω νὰ κάνω, ἀκόμη καὶ ὅταν κοιμᾶμαι, γιὰ ὅλους ὅσους πάσχουν ψυχικὰ καὶ σωματικά. 



Σ' αὐτοὺς συμπεριλαμβάνω ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, ἐκεῖ ποὺ ἔλεγα τὴν Εὐχή, βλέπω ἕνα μεγάλο χωράφι περιφραγμένο μὲ μιὰ μάνδρα, σπαρμένο μὲ σιτάρι ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ ψηλώνει. Ἐγὼ στεκόμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χωράφι, ἄναβα κεριὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ στερέωνα πάνω στὸν τοῖχο τῆς μάνδρας. Ἀριστερὰ ἦταν ἕνας ξερότοπος, γεμᾶτος βράχους καὶ κρημνούς, ποὺ σειόταν συνέχεια ἀπὸ μία δυνατὴ βοὴ ἀπὸ χιλιάδες σπαραχτικὲς φωνές, ποὺ σοῦ σπάραζαν τὴν καρδιά.

 Καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος, ἂν τὶς ἄκουγε, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ συγκλονιστεῖ. Ἐνῶ ὑπέφερα ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς φωνὲς καὶ ἀναρωτιόμουν ἀπὸ ποὺ προέρχονται καὶ τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα, ἄκουσα μιὰ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Τὸ χωράφι μὲ τὸ σπαρμένο σιτάρι, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ξεσταχυάσει, εἶναι τὸ Κοιμητήρι μὲ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν. Ἐνῶ στὸν τόπο ποὺ σείεται ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς φωνές, βρίσκονται οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν ποὺ ἔχουν σκοτωθεῖ μὲ τὶς ἐκτρώσεις»! 

Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅραμα μου ἦταν ἀδύνατο νὰ συνέλθω ἀπὸ τὸν μεγάλο πόνο ποὺ δοκίμασα γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκείνων τῶν παιδιῶν. Οὔτε νὰ ξαπλώσω μποροῦσα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ, παρόλο ποὺ ἤμουν κατάκοπος ἐκείνη τὴν ἥμερα.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Οι Πρωτοχρονιές της παλιάς Αθήνας. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, η Πολιτισμική Διαδρομή, απόψε, λίγες ώρες πριν τον ερχομό του καινούριου έτους θα σας ταξιδεύσει στο χρόνο, και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας σας πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν της Αθήνας εκείνης της εποχής. ΠρΙν φτάσουμε σε εκείνη τη ρομαντική εποχή θα κάνουμε μια σύντομη στάση στο 1960...




Το πολύτιμο ηχητικό ντοκουμέντο που θα σας παρουσιάσουμε, θα σας μεταφέρει στο σαλόνι του Σουρή, θα ξαναζωντανέψει ακόμη την ιστορία του Μιμίκου και της Μαίρης, καθώς και το Μπαϊρακτάρη...

Πρωτοχρονιές ανεξίτηλες που άφησαν πίσω τους την αίσθηση της αναπόλησης των παλιών καιρών, τότε που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτές τις καρδιές τους να δεχτούν την αγάπη των οικείων τους και τη ζεστασιά των γιορτών.


Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται, πρόκειται για μία πλειάδα μεγάλων ηθοποιών του προηγούμενου αιώνα: Λουκιανός Ροζάν, Νάσος Κεδράκας, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Αλέκος Ουδινότης, Γιώργος Κρίνος, Χρήστος Τσαγανέας, Πόπη Κόντου, Λευτέρης Σφακιανάκης, Ταϋγέτη Μπασούρη, Νέλλη Ρούμπου, Άση Μιχαηλίδου, Γιάννης Φέρμης, Γιώργος Πλούτης, Ευγενία Περιορή, Δημήτρης Νικολαΐδης, Κατερίνα Γιουλάκη, Μπέμπη Μωραϊτοπούλου, Δήμος Σταρένιος, Νάντια Χωραφά, ΣούληΣαμπάχ, Βύρων Πάλλης, Ρένος Βρεττάκος και ο Μίμης Φωτόπουλος.


Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Theatre:




Πηγές: www.sophia-ntrekou.gr, Δεύτερο Πρόγραμμα


ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Χριστούγεννα...

 Μια φτωχή και πολύτεκνη μητέρα πήγε στο παντοπωλείο ν’ αγοράσει, με πίστωση, τρόφιμα για τα Χριστούγεννα.



Ο παντοπώλης τη ρώτησε πόσα χρήματα είχε μαζί της, κι εκείνη του απήντησε ότι ο σύζυγός της και ο γιος της σκοτώθηκαν στον πόλεμο, ότι έχει πέντε παιδάκια και χωρίς κανένα πόρο ζωής.


 «Ειλικρινά, το μόνο που έχω τυχαίως αυτή τη στιγμή μαζί μου, είναι ένα χαρτάκι στο οποίο έγραψε η άρρωστη κόρη μου μια προσευχή…». 


Ό παντοπώλης, ψυχρός και αδιάφορος, της είπε ότι εδώ είναι παντοπωλείο και όχι φιλανθρωπικό κατάστημα. 

Πειράζοντας τη γυναίκα και αστειευόμενος πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στο ένα μάτι της ζυγαριάς, λέγοντας ειρωνικά και αλαζονικά: – Να δούμε πόσα τρόφιμα ζυγίζει η προσευχή της κορούλας σου…


Τοποθέτησε στο άλλο «μάτι» της ζυγαριάς μια φέτα ψωμί, αλλά δεν υποχωρούσε και δεν κατέβαινε.

 Εν συνεχεία μισό ψωμί, ένα ψωμί, δύο, τρία, πέντε και άλλα τρόφιμα πιο βαριά, και υπερνικούσε πάντοτε το βάρος του χαρτιού…


Ανησύχησε ο παντοπώλης, για την ιδιαίτερη βαρύτητα του χαρτιού, κατελήφθη από κάποιο Ιερό δέος, και γεμάτος με παράξενα συναισθήματα μετανοίας και αμηχανίας, είπε στη γυναίκα: 


Πάρε αυτό το σακί, γέμισέ το δωρεάν με τρόφιμα και πήγαινε στην οικογένειά σου και Καλά Χριστούγεννα…


Η γυναίκα συγκινημένη από την γενναία και φιλάνθρωπη χειρονομία του παντοπώλη, τον ευχαρίστησε με δάκρυα και έφυγε χαρούμενη.


 Όταν έφυγε, ο παντοπώλης πήρε το χαρτάκι και διάβασε τι έγραφε: 

  «Κύριε, τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον…»..... Αυτό ήτο το βάρος της προσευχής….

Θεολογικός λόγος!÷÷÷÷÷÷÷÷

Ένα αγοράκι στα επείγοντα...

Κάποιο αγοράκι μπήκε επειγόντως στις Πρώτες Βοήθειες ενός νοσοκομείου.
Ύστερα από επείγουσες εξετάσεις, ο γιατρός αποφάνθηκε τα εξής:
«Θα ανοίξω την καρδιά σου…»
Το αγοράκι τον διέκοψε απότομα:
«Μέσα στην καρδιά μου θα βρείτε το Χριστό»
Ο χειρουργός τον κοίταξε περίεργα και καθώς δεν πίστευε, σούφρωσε τα φρύδια του και του είπε:
«Θα ανοίξω την καρδούλα σου για να διαπιστώσω τις βλάβες που σου προκάλεσε η αρρώστια σου…»
«Ναι, αλλά όταν ανοίξετε την καρδιά μου, θα βρείτε το Χριστό.»
Ο γιατρός έριξε ένα βλέμμα περίεργο προς τους γονείς του που κάθονταν ήρεμοι πλάι του και συνέχισε:
«Όταν διαπιστώσω τις βλάβες, θα κλείσω την καρδιά και το στήθος σου και θα αποφασίσω τι θα κάνω.»
«Σύμφωνοι, αλλά θα βρείτε το Χριστό μέσα στην καρδιά μου. Η Αγία Γραφή λέει, πως ο Χριστός κατοικεί εκεί μέσα. Όλοι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι λένε, πως ο Χριστός κατοικεί εκεί, μέσα στην καρδιά μας. Εσείς θα τον βρείτε μέσα στη δική μου καρδιά.»



Ο καρδιοχειρουργός απηύδησε:
«Θα σου πω τι ακριβώς θα βρω μέσα στην καρδιά σου. Θα βρω ένα φθαρμένο καρδιακό μυ, μια μειωμένη κυκλοφορία αίματος και εξασθενημένα αιμοφόρα αγγεία. Και τότε θα μπορώ, αν ξέρω, αν έχω τη δυνατότητα να σε κάνω καλά.»
«Και θα βρείτε επίσης και το Χριστό, που βρίσκεται εκεί…»
Ο γιατρός βγήκε από την αίθουσα εξετάσεως ενοχλημένος.
Καημένο παιδί…!
Όπως είχε προβλέψει, προέβη στη χειρουργική επέμβαση…
Οι βλάβες ήταν σημαντικές, καθώς είχε προβλέψει, σύμφωνα με την εικόνα των εξετάσεων.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα…Όταν τελείωσε το χειρουργείο, κάθισε στο γραφείο του για να καταγράψει στο τετράδιο χειρουργείου τις σημειώσεις του σχετικά με την επέμβαση: κατεστραμμένη αορτή, κατεστραμμένη πνευμονική φλέβα, εκτεταμένη μυϊκή εκφύλιση.
Καμιά ελπίδα μεταμόσχευσης.
Καμιά ελπίδα ίασης.
Θεραπεία: παυσίπονα και απόλυτη ανάπαυση. Πρόγνωση (σταμάτησε): ο θάνατος θα επέλθει μέσα στο χρόνο…
Άφησε τον Η/Υ και σηκώθηκε…
Απευθύνθηκε στο Χριστό του μικρού:
"Γιατί, αναφώνησε, γιατί το έκανες αυτό; Το έστειλες εδώ. Το έστειλες μ’ αυτό το κακό. Το καταδίκασες να πεθάνει μικρό απ’ αυτό το κακό. Γιατί; Γιατί;"
Τότε στο βάθος του είναι του, άκουσε μια φωνή να του απαντά:
«Αυτό το παιδί δεν είναι προορισμένο να ζήσει μακροπρόθεσμα στο δικό σας ποίμνιο. Αυτό το παιδί ανήκει στο δικό μου ποίμνιο και έτσι θα είναι για πάντα. Εδώ, στο δικό μου ποίμνιο, δεν υπάρχει κανένας πόνος. Θα ανακουφιστεί τόσο, όσο δε φαντάζεσαι. Κάποια μέρα, οι γονείς του θα το συναντήσουν εδώ και θα γνωρίσουν την ειρήνη. Το ποίμνιό μου θα συνεχίσει να αυξάνεται.»
Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του καρδιοχειρουργού. Όμως τα αισθήματά του ενάντια στο Θεό, γεμάτα εγωισμό, αντιδρούσαν μέσα του:
«Έπλασες αυτό το πλάσμα, έπλασες αυτή την καρδιά. Είναι καταδικασμένο να πεθάνει μέσα σε λίγους μήνες… γιατί;»
Η φωνή μέσα του απάντησε:
«Το παιδί πρέπει να επιστρέψει στο δικό μου ποίμνιο γιατί έχει εκτελέσει το καθήκον του. Δεν έπλασα το παιδί μου στη γη για να το χάσω, αλλά για να ξαναβρεθεί ένα άλλο χαμένο πρόβατο.»
Ο γιατρός κατάλαβε πως αυτό το παιδί δεν ήρθε εκεί τυχαία… ήρθε γι’ αυτόν…
Ο ίδιος είχε λάβει μια χριστιανική μόρφωση…
Οι αναμνήσεις χόρευαν μέσα στο νου του.
Εξ αιτίας των πολλών επαγγελματικών του επιτυχιών, η ψυχή του είχε γίνει η τελευταία του φροντίδα.
Μπήκε στο θάλαμο του παιδιού, κάθισε πάνω στο κρεβάτι του, έχοντας απέναντί του τους γονείς του.
Το αγοράκι ξύπνησε και ψέλλισε:
«Ανοίξατε την καρδιά μου;»
«Ναι!», απάντησε συγκινημένος ο γιατρός.
«Και τι βρήκατε;», ρώτησε ο μικρός.
« Βρήκα το Χριστό», απάντησε ο χειρουργός, κλαίγοντας σαν το μικρό παιδί που ήταν ο ίδιος, πριν από πενήντα χρόνια…
Το παιδί και ο γιατρός έγιναν οι καλύτεροι φίλοι…

Καλά Χριστούγεννα!!!

“VIEW OF YHE DAKOTA FROM CENTRAL PARK” ca. 1890

Medium: Photograph - Photography

Click on photo

Photograph by J.S. Johnston. (Photo by The New York Historical Society/Getty Images)


“A colored flag would signal that the ice was thick enough.”



“Dutch and English New Yorkers glided on the frozen ponds and streams of Lower Manhattan in the 17th and 18th centuries, but the history of organized ice skating in New York City (and the nation) begins in Central Park in 1858. That year, before the Park itself was entirely finished, The Lake welcomed skaters. In fact, ice skating was integral to Olmstead and Vaux’s vision for Central Park: On their Greensward Plan, the design that won them the commission to design Central Park, they labeled The Lake “The Skating Pond.” To make sure The Lake was the perfect site to skate, it was specially drained to the optimal level for freezing every year.”

6sqft

Καλά Χριστούγεννα!!

 


Καλά Χριστούγεννα σε όλους...

Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...

 Ο γάιδαρος είπε στην τίγρη: "Το γρασίδι είναι γαλάζιο."

Η τίγρης απάντησε: "Όχι, το γρασίδι είναι πράσινο."

Η συζήτηση άναψε και οι δύο αποφάσισαν να  λύσουν τις διαφορές τους και να πάνε στο λιοντάρι, τον βασιλιά της ζούγκλας.

Πριν ακόμη φτάσουν στο δάσος, όπου το λιοντάρι καθόταν στον θρόνο του, ο γάιδαρος άρχισε να φωνάζει:

- "Υψηλότατε, είναι αλήθεια ότι το γρασίδι είναι γαλάζιο;"

Το λιοντάρι απάντησε: "Σωστά, το το γρασίδι είναι γαλάζιο."

Ο γάιδαρος έσπευσε και συνέχισε: -"Η τίγρης δεν συμφωνεί μαζί μου και με ενοχλεί, παρακαλώ τιμωρήστε την."

Ο βασιλιάς δήλωσε τότε: "Η τίγρης θα τιμωρηθεί με 5 χρόνια σιωπής." 

Ο γάιδαρος πήδηξε χαρούμενος και συνέχισε το διασκελισμό του, χαρούμενος και επαναλαμβάνοντας: 

-"Το γρασίδι είναι γαλάζιο"...

Η τίγρης δέχτηκε την τιμωρία της, αλλά πρώτα ρώτησε το λιοντάρι:

-"Η Αυτού Μεγαλειότητά σου, γιατί να με τιμωρήσει; Τελικά το γρασίδι είναι πράσινο."

Το λιοντάρι απάντησε: "Στην πραγματικότητα, το γρασίδι έχει πράσινο χρώμα."

Η τίγρης ρώτησε: -"Γιατί λοιπόν με τιμωρείς;"

Το λιοντάρι απάντησε: "Αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το ερώτημα αν το γρασίδι είναι μπλε ή πράσινο. Η τιμωρία είναι επειδή δεν είναι δυνατόν ένα γενναίο και έξυπνο πλάσμα σαν εσένα να σπαταλάει χρόνο με έναν γάιδαρο, και μετά να έρχεται να με ενοχλεί με αυτή την ερώτηση."



Το χειρότερο χάσιμο χρόνου είναι να μαλώνεις με τον ανόητο και φανατικό που δεν νοιάζεται για την αλήθεια, αλλά μόνο για τη νίκη των πεποιθήσεων και των ψευδαισθήσεων του. 

Ποτέ μην ξοδεύεις τον χρόνο σου σε συζητήσεις που δεν έχουν νόημα...

Υπάρχουν άνθρωποι που ανεξάρτητα από το πόσα στοιχεία παρουσιάζουν, αδυνατούν να κατανοήσουν, και άλλοι τυφλώνονται από τον εγωισμό, το μίσος και την αγανάκτηση, και το μόνο πράγμα που θέλουν είναι να είναι σωστοί ακόμα κι αν δεν είναι. 

Όταν η άγνοια ουρλιάζει, η νοημοσύνη σιωπά. Η γαλήνη και η ηρεμία σου αξίζουν περισσότερο...

Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας και χρόνια πολλά! Απόψε θα σας παρουσιάσω μία χριστουγεννιάτικη παράσταση, εμπνευσμένη από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο: Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη. Το έργο μας μεταφέρει, πολύ πίσω, στα Χριστούγεννα των αρχών του προηγούμενου αιώνα.



  Ο Παπαδιαμάντης έχει δώσει τα καλύτερα και γεμάτα τρυφερότητα χριστουγεννιάτικα διηγήματα.

  Από τα σαράντα αθηναϊκά διηγήματα το πιο επίκαιρο είναι Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολιν το 1896. Ο Παπαδιαμάντης ασκούσε τη λογοτεχνία για βιοπορισμό, έγραφε δικά του διηγήματα, ενώ ακόμη μετέφραζε ξένα διηγήματα και μυθιστορήματα σε εφημερίδες. Ήταν ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας.




Η υπόθεση:

  Παραμονές Χριστουγέννων ήτανε. Κι ο μάστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος απ’ τη γυναίκα του, δαρμένος απ’ τον κουνιάδο του, μαλωμένος με την σπιτονοικοκυρά του, φασκελωμένος απ’ το μικρό του το γιο, κάλλιο τό’ χε να ξεχριστουγεννιάσει στο καπηλειό παρά να γυρίσει πίσω παιδιά και ύστερα, γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά! στο σπιτικό του. Δίχως γαλόπουλο και δίχως πεσκέσια γιορτάρικα.

  Δεν ήταν, μονάχα πως, δεν είχε παράδες. Τεμπέλης ήτανε…! Σαν τον Παλούκα τον Γιάννη.  Που, καθώς δεν είχε πώς να μεθύσει και να γιορτάσει εκείνες τις χρονιάρες μέρες, τρύπωσε στης Κοκκώνας το σπίτι. Εκεί που, μήτε παπάς θυμιάτιζε, μήτε και άνθρωπος κανείς, κόταγε να περάσει. Κι ως, άλλος καλικάντζαρος, άρπαζε τους παράδες απ’ τα παιδιά και ύστερα, γελούσε! Όμως, στο τέλος… Στο τέλος, η αχλάδα, πάντα την έχει πίσω την ουρά!




ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

 Ψάλτης της χαμοζωής ο Παπαδιαμάντης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στους ηθογράφους, καθώς καλλιέργησε το ηθογραφικό διήγημα περίπου 25 χρόνια. Το έργο του είχε βαθιά κοινωνική διάσταση. Σύμφωνα με το Σαράντο Καργάκο (εφ. Εστία, 2010), παραμένει ο μεγαλύτερος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε φυσικά «απολίτευτος» όχι όμως και «απολίτικος».

 Η παράθεση της υπόθεσης είναι αφηγηματική. Η χρήση των τεχνικών της ρεαλιστικής αφήγησης (με ταυτόχρονη αμφισβήτηση των συμβάσεων της) τον εξυπηρέτησε ώστε να ερμηνεύεται η πραγματικότητα ως οικτρά ατελή, ως κόσμος «εκπεπτώκοτα», όπου νοσταλγία και στέρηση, βάσανα και πίστη, σηματοδοτούν μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, η οποία δε θα μπορούσε να αναπαρασταθεί ποτέ ρεαλιστικά. Καθώς μέσα από τη γραφή του Παπαδιαμάντη προσγειώνονται οι ρομαντισμοί, παρουσιάζεται η ζωή της μικρής παραδοσιακής κοινωνίας (σκιαθίτικης). Παρουσιάζεται η φτώχεια, η απομόνωση και η σκληρότητα του σκιαθίτικου χειμώνα. Στο έργο ζωγραφίζονται με ακρίβεια περιστατικά και ανθρώπινοι τύποι της Σκιάθου.

 Η γλώσσα που χρησιμοποίησε στο έργο ξεπέρασε κατά πολύ την πόλωση της διγλωσσίας, καθώς ακολούθησε τη Νέα Γραφή. Ο συγγραφέας δεν έκανε το βήμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά χρησιμοποίησε μια καθαρεύουσα προσωπική, ιδιότυπη και ανόμοια, και όχι επηρεασμένη, όπως πιστεύεται από τη γλώσσα της εκκλησίας.  Στο παρόν έργο εκτίθεται η αυθεντική γλώσσα του Παπαδιαμάντη.

 Ας αφήσουμε όμως τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου και ας δούμε τον πρωταγωνιστή. Αναμφίβολα είναι ένας «εκ πεποιθήσεως τεμπέλης», αρνιέται να δουλέψει, μπεκροπίνει στο καπηλειό με δανεικές και αγύριστες δεκάρες, κολλάει σαν «τσιμπούρι»σε διάφορες παρέες. Έχει όμως οικογένεια και πρέπει να δουλέψει. Η φιλοσοφία του ήταν απλή: «Καλά και τα λεπτά, καλή κι η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ’ όλα η ραστώνη, το δόλτσεφάρ νιέντε των αδελφών Ιταλών». Καταφέρνει να κοροϊδέψει έναν βαστάζο, που πήγαινε μια γαλοπούλα στο σπίτι ενός νοικοκύρη να την πάει στο δικό του. Όταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης επιζητά τη γαλοπούλα του όλοι οι δικοί του κλείνονται έντρομοι στο σπίτι τους. Το βράδυ που γυρνά να απολαύσει το πλούσιο δείπνο, δεν του ανοίγουν από φόβο.


Ένας σπουδαίος Έλληνας ηθοποιό, ο Γιάννης Αργύρης υποδύεται τον ¨τεμπέλη¨.



 Είναι σκληρό και κοινωνικό διήγημα, διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Είναι και προφητικό: Λίγους μήνες μετά τα Χριστούγεννα του 1896 η χώρα παρασύρθηκε στον τυχοδιωκτικό πόλεμο του 1897. Χωρίς στρατό. Χωρίς προμήθειες. Μέσα σε παχιά λόγια, μεγάλα και ψεύτικα. Χωρίς δουλειά. Η πρώτη πολεμική εξόρμηση της χώρας μετά την ένδοξη Επανάσταση της Ανεξαρτησίας και Απελευθέρωσης. Ο κατά τ’ άλλα συμπαθής «τεμπέλης» διώχνεται από παντού, από τη γειτονιά, την οικογένεια, τη σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι του ζητούν να δουλέψει. Εκείνος όμως χάνεται μέσα στη νύχτα… 

  Επιτρέψτε μου μια γνώμη εντελώς προσωπική, η εικόνα του «τεμπέλη», και χωρίς να θέλω να επεκταθώ, είναι η εικόνα της χώρας πριν την οικονομική κρίση. Ο Παπαδιαμάντης είναι επίκαιρος. Με μία διαφορά, η χώρα δε χάθηκε μέσα στη νύχτα, όπως ο «τεμπέλης», και παρά τους τυχοδιωκτισμούς, παρέμεινε με πολύ δουλειά και θυσίες, στη φυσική της θέση: στο Δυτικό Κόσμο. Καλές γιορτές…

 

Ραδιοφωνική θεατρική απόδοση διηγήματος του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη από τον Δημήτρη Μπαρούνη στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ.

1966 (25 Δεκεμβρίου). "Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη", του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Αθήνα: ΕΡΑ, Γ΄ Πρόγραμμα.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

ραδιοφωνική θεατρική απόδοση: Δημήτρης Μπουρούνης

σκηνοθεσία: Λάμπρος Κωστόπουλος

μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου

Ηθοποιοί της ακρόασης: Νότης Περγιάλης, Γιάννης Αργύρης, Τάκης Βουλαλάς, Τζόλυ Γαρμπή, Δημήτρης Τσούτσης, Θάνος Δαδινόπουλος, Θόδωρος Μορίδης Κοσμόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Κώστας Καφάσης, Νέλη Μαρσέλλου, Αγλαΐα Παγκάλου.

 

Πηγές:

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Ε. Ζούγρου-Α. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

https://enlogois.gr/recitations/aleksandros-papadiamantis-christougenna-tempeli

https://www.thessalonikiguide.gr/event/ta-xristougenna-tou-tempeli-theatro/

https://www.culturenow.gr/ta-xristoygenna-toy-tempeli-afigimatiki-theatriki-parastasi-ston-xoro-texnis-idiomelo/

https://www.dogma.gr/dialogos/t-christougenna-to-tempeli--diachroniks-papadiamantis/14021/

www.tokarfi.gr/ta-christougenna-tou-tempeli/


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: DEATON NIKOLAOS - ENTERTAINMENT CHANNEL!





Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://eranistis.net/wordpress/2014/12/21/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CE%BB%CE%B7/

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους και Χρόνια Πολλά!!!

Η μηχανή Enigma

 Η μηχανή Enigma, χρησιμοποιήθηκε στον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο για την αναμετάδοση μυστικών πληροφοριών και σχεδίων μάχης.


Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 οι Βρετανοί είχαν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσουν τον κώδικα και αυτό το γεγονός τους επέτρεψε να διαβάζουν τις πληροφορίες που μετέδιδαν οι Γερμανοί μέσω των μηχανών ENIGMA. Αξίζει να αναφερθεί ότι μια τέτοια μηχανή αποκρυπτογράφησε ο Alan Turing. Σύμφωνα με τους ιστορικούς υπολογίζεται ότι η δουλειά του Turing και της ομάδας του, μείωσε τον Β'.Π.Π. κατά δύο έτη και εμμέσως «έσωσαν» εκατομμύρια ανθρώπους από τον θάνατο.



Στις 15.07.1928 η μηχανή Enigma, κωδικοποίησε το πρώτο της μήνυμα, ήταν μια φορητή γραφομηχανή γερμανικής κατασκευής. Η μηχανή αυτή επέτρεπε να υπάρχει ασφάλεια στις επικοινωνίες, μέσα από μια διαδικασία κατά την οποία τα πληκτρολογημένα γράμματα είχαν αντικατασταθεί από ένα κείμενο κρυπτογράφησης που εμφανιζόταν σε φωτιζόμενους λαμπτήρες. 


Η κρυπτογράφηση ενός μηνύματος γινόταν συμμετρικά ως προς ένα άλλο σύστημα Enigma το οποίο αναπαρήγαγε το αρχικό μήνυμα. Η ασφάλεια των επικοινωνιών παρεχόταν από τους ρότορες (στροφείς), ένα σύνολο δηλαδή τροχών και μια σειρά καλωδίων, των οποίων η ρύθμιση είχε συμφωνηθεί προηγουμένως. 


Πηγή: #recall_memory #hellenicITmuseum #elmp #museum #technologymuseum #todayintechhistory #alanturing #turing #enigma

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΑ (1919-1922)

 ΑΡΙΣΤΕΡΑ φωτογραφία η οποία εμφανίζει εύζωνες του ‘’5\42 Συντάγματος Ευζώνων’’ διακρίνονται κατά την διάρκεια επίθεσης κατά των Τούρκων κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922),

ΔΕΞΙΑ φωτογραφία του 1921 όπου διακρίνονται αξ\κοι από το Ελληνικό Επιτελείο μετά την νικηφόρα μάχη στο Αφιόν-Καραχισάρ (Νικόπολις) στην Μικρά Ασία, να επιθεωρούν, και να εξετάζουν Τούρκους αιχμαλώτους.


Πηγή ιστορικός συλλέκτης Βέροιας 

Ηπειρώτικα Χριστουγεννιάτικα έθιμα. Γράφει ο φιλόλογος Πέτρος Μυλωνάς

Παραμονές Χριστουγέννων και η σκέψη όλων μας ασυναίσθητα γυρίζει στην παράδοση και στη λαογραφία. Αν όπως έχει λεχθεί: «μόνη μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια» τότε σίγουρα οι αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα στο χωριό συνηγορούν στην ορθότητα της παραπάνω φράσης και εξηγούν τον αέναο νόστο.
Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα άρχιζε από το καλοκαίρι.
Για κάθε φαμίλια του χωριού αρχές Αυγούστου γινόταν πράξη η «παροιμία»: «Αγόρασε γουρούνι στο σακί» αφού δεν ήξερε αν θα βγει καλό, αν θα βάλει βάρος, μην πάνε τζάμπα τα λεφτά, τα κολοκύθια και το τυρόγαλο. 15 του Νοέμβρη άρχιζε η σαρακοστή για τα Χριστούγεννα και οι φαντασιώσεις της ζεστής τσιγαρίδας μας βοηθούσανε ν’ αντέξουμε την τυραννία της φασολάδας και της γιαχνί πατάτας. -Βολευτείτε με τα «μπόλια» της Παναγίας και κάν’ τε όρεξη για τις τσιγαρίδες μας έλεγαν.
                 
Σφάξιμο γουρουνιού στην Ήπειρο
                                             

Καλομπόκι, στάρι, φασόλια, ρεβύθια βρασμένα με ζάχαρη ήταν το ιερό και απαραβίαστο «μενού» της μέρας για να εξασφαλίσει η χάρη Της την αφθονία των καρπών και την επόμενη χρονιά.
Γύρω στις 4 Δεκέμβρη, της Αγίας Βαρβάρας άρχιζαν οι «έγκυρες» μετεωρολογικές προβλέψεις:
Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη :
- Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,
γιατί Αη Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
-Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά, που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα βγαίναμε να κόψουμε «σκόπια» (ραβδιά) κρανίσια, όπλο πολύτιμο για τα σκυλιά στο γύρο του χωριού για τα κάλαντα.


Παραμονή Χριστουγέννων από το χάραμα στους δρόμους να λέμε τα κάλαντα για κανένα ξερό λουκουμάκι και λίγα κέρματα.
Το «θησαυροφυλάκιο» ήταν συνήθως ένα κουτί από λουκούμια με μια τρύπα στο πάνω μέρος και με μια χριστουγεννιάτικη κάρτα κολλημένη μπροστά. Στο δρόμο συχνά κουνούσαμε το κουτί για να υπολογίσουμε το μερτικό μας. Όλα έπρεπε να τελειώσουν ως τις 11 γιατί μετά σειρά είχε το σφάξιμο του γουρουνιού που ήταν ιεροτελεστία, ανδραγάθημα για τον σφάχτη και μαρτύριο για τις νοικοκυρές.


Παλιότερα το χτυπούσανε στο κεφάλι με τη βαριά και όταν έπεφτε κάτω το σφάζανε και το ξαπλώνανε για να το γδάρουν Το λιανίζανε σε μεγάλα κομμάτια και το κρεμούσανε για να στραγγίξει. Η επεξεργασία συνεχιζόταν μέχρι να μπουν όλα σε τάξη: Να πλυθούν και να γυριστούν τα άντερα για να γίνουν τα παραδοσιακά χειροποίητα λουκάνικα που τα γεμίζανε με ρύζι, συκωτάκια και λαχανικά, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια για να γίνουν πατσάς. Τα πιο παλιά χρόνια και ιδίως όταν το γουρούνι ήταν μεγάλο, από το τομάρι του έκαναν τα γουρουνοτσάρουχα. Όλα έπρεπε να τελειώσουν πριν το απόγευμα μην μας προλάβουν τα παγανά που καταφτάνανε την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως διηγούνταν οι γεροντότεροι και παραμένανε για όλο το δωδεκαήμερο, ως τα Φώτα.


Τις μέρες αυτές οι γυναίκες δεν πλένανε ούτε αφήνανε ρούχα έξω το βράδυ για να μην τα πάρουν τα παγανά. Βάζανε δώδεκα αδράχτια στη γωνιά, στο τζάκι, ένα για κάθε μέρα του δωδεκαήμερου για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι και μαγαρίσουν το λάδι ή το ψωμί. Η στάχτη από όλες αυτές τις μέρες μαζευόταν στην άκρη του τζακιού και την ημέρα των "Φώτων" τη ρίχνανε στις ρίζες των δένδρων του κήπου, ή τη σκορπίζανε στα χωράφια για να καρποφορήσουν.

Μαζεύανε τα αυγά από τις φωλιές γιατί οι καλικάντζαροι τα καταπίνανε ακέραια, με τα τσόφλια. Σκεπάζανε τον μπουχαρή (καπνοδόχο) με ένα κόσκινο ή το κρεμούσανε έξω από την πόρτα. Οι καλικάντζαροι, κουτοί και περίεργοι, μετρούσαν τις τρύπες του κόσκινου και χωρίς να το καταλάβουν ξημέρωνε, οπότε τρέχαν να κρυφτούν σε δάση και σπηλιές. Το βράδυ γινόταν το πάντρεμα της φωτιάς.


Ο μεγαλύτερος συνήθως της οικογένειας έφερνε μια κλάρα από πουρνάρι και την έκαιγε στη φλόγα της φωτιάς και καθώς καιγότανε τα φύλλα έλεγε την ευχή: «αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί» συμπυκνώνοντας με τη λακωνική αυτή ευχή τους καημούς και τις επιθυμίες κάθε σπιτικού. Το βράδυ των Χριστουγέννων περνούσε με ιστορίες γύρω από το τζάκι, κανένα ψητό κυδώνι ή καμιά ψητή πατάτα στη θράκα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις τσιγαρίδες για την επόμενη μέρα, τηγανίτες με μέλι ή καμιά καρυδόπιτα.


Το πρωί όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία, αν είχε καλό καιρό και μετά στο βακούφικο καφενείο για κεράσματα από τους Χρηστάδες και για αγορά πρωτοχρονιάτικου λαχείου από τους λαχειοπώλες του χωριού. Στο μεσημεριανό τραπέζι που μοσχοβόλαγε από τις τσιγαρίδες και από το χοιρινό στα κάρβουνα του τζακιού συνήθως υπήρχανε πατάτες, τουρσί, τυρί και εκείνη τη μέρα κρασί ή τσίπουρο. Οι ενδιάμεσες μέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ήταν για μας τα παιδιά, μέρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Αγαπημένη ασχολία οι παγίδες με πλάκα για τα πουλιά (τσιόπνες) και τα βρόχια θηλιές από τρίχες αλογοουράς τοποθετημένες σε ξύλινη βέργα που τη στερεώναμε σε δέντρο με κισσό και πλούσιους καρπούς (λιλίτσια). Πηγαίναμε το πρωί να ταΐσουμε με ψωμάκι τις τσιόπνες, να τις στήσουμε καλά, μόνο που αντί για πουλί καμιά φορά βρίσκαμε κανένα ποντίκι (αρουραίο) κάτω από την πλάκα. Μετά σειρά είχαν τα βρόχια να δούμε μήπως κάποιο κοτσύφι είχε πιαστεί στη θηλιά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εμείς τα παιδιά ξανά στο ρόλο του αγγελιαφόρου για τη μεγάλη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Το μόνο που άλλαζε ήταν η κάρτα στο κουτί με τα λουκούμια και τη θέση της εικόνας με τη φάτνη και της γέννηση έπαιρνε ο Αη Βασίλης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς γινότανε το «τάισμα» της βρύσης.


Κάποια γυναίκα του χωριού από την παραμονή το βράδυ ή χαράματα Πρωτοχρονιάς, άλειφε τη βρύση του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στα σπίτια του χωριού τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι η ζωή τους. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση για νερό, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Πολλές νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς φτιάχνανε για τα παιδιά την παραδοσιακή μπουκουβάλα. Το όνομά της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες με ζάχαρη στο τηγάνι με ζεστό λάδι ή βούτυρο.

Με την αλλαγή του χρόνου τρέχαμε να ξυπνήσουμε τον πάππο και τη βάβω μας για να τους πούμε καλή χρονιά μήπως φιλοτιμηθούν κι ανοίξουν το σφιχτοδεμένο μαντίλι με το κομπόδεμα και μας πληρώσουν τα συχαρίκια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι περισσότεροι άντρες ήταν στο καφενείο ή μαζεύονταν σε σπίτια για το παραδοσιακό "τριανταένα" ή το "στούκι" (εικοσιένα). Συνήθως ξεκινούσαν με μικροποσά και τις μεταμεσονύχτιες ώρες τα πονταρίσματα αγρίευαν. Λίγοι απ’ αυτούς ήταν την άλλη μέρα στην εκκλησία και την αγορά του Καζαμία αναλάμβανε η κυρά τους.


Μετά τα κεράσματα στο καφενείο από τους Βασίληδες αυτή τη φορά, επιστροφή στο σπίτι. Κάποιοι σπάζανε στις πλάκες της αυλής ένα ρόδι για το καλό.


Μεγάλη σημασία δίνανε οι παλιότεροι στο ποιος θα σου κάνει ποδαρικό την Πρωτοχρονιά. Δεν έπρεπε να είναι κανένας μαγκούφης ή γρουσούζης γιατί θα πήγαινε στραβά όλη η χρονιά. Για Βασιλόπιτα συνήθως οι νοικοκυρές φτιάχνανε μια παραδοσιακή πίτα: μακαρονόπιτα ή κοτόπιτα και βάζανε μέσα ένα φλουρί. Κάπως έτσι χαρούμενα και ξένοιαστα φτάναμε ως του Σταυρού, παραμονή των Φώτων που περιμέναμε τον παπά με το κατσαρολάκι, τον σταυρό και το βασιλικό να αγιάσει το σπίτι, τα ζωντανά, τα υποστατικά και τα χωράφια για να έχουν ευλογία και τύχη όλη τη χρονιά. Στη θέα του, πιστεύανε οι παλιότεροι, οι καλικάντζαροι γινότανε «μπουχός» λέγοντας το τραγουδάκι: «φεύγετε να φύγουμε κι έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».


Την άλλη μέρα των Φώτων όλες οι γυναίκες του χωριού πηγαίνανε στην εκκλησία για να πάρουν τον αγιασμό σε γυάλινο μπουκαλάκι που τον φυλάγανε στο εικονοστάσι σαν γιατρικό για όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Κάπως έτσι τέλειωνε η περίοδος των γιορτών για όσους δεν είχαν Γιάννη στο σπίτι τους και η ζωή ξανάμπαινε στη ρουτίνα της καθημερινής βιοπάλης.


Πηγή: Μικρό Φιλολογικό Ιστολόγιο.


Θείος Βάνιας, του Αντών Τσέχωφ. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θείο Βάνια, του ρώσου θεατρικού συγγραφέα Αντών Τσέχοφ. Ταυτόχρονα η παρουσίαση αυτού του έργου, θα αποτελέσει και την πρώτη μου αναμέτρηση με την τσεχωφική δημιουργία.





  Καταρχήν έχουμε να κάνουμε με έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς όχι μόνο του ρωσικού, αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Γεννημένος στο Τάγκαρογκ της νότιας Ρωσίας, πέθανε σε ηλικία 44 ετών, θα χαρακτηριστεί ως ¨άνθρωπος-εξαίρεση στον κανόνα¨. Ο Τσέχωφ κατατάσσεται ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας, πλάι στους Γκογκόλ, Τουργκάνιεφ και Τολστόι. Συνδιαμορφωτής μαζί με τον Ερρίκο Ίψεν και τον Αύγουστο Στρίμπεργκ της πρώιμης περιόδου του μοντερνισμού στο θέατρο. Ο Τσέχωφ ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα, έγραψε πολλά διηγήματα, καθώς και έργα σταθμούς όπως Ο Βυσσινόκηπος (1904), Ο Γλάρος (1895), Τρεις Αδερφές (1901) και Θείος Βάνιας (1899). Οι πόρτες των μεγαλύτερων θεάτρων της αυτοκρατορίας είχαν ανοίξει διάπλατα γι’ αυτόν.

   Ο ρώσος λογοτέχνης, σε γενικές γραμμές, στηλιτεύει το σύγχρονο τρόπο ζωής στη Ρωσία των τελών του 19ου αιώνα, καθρεφτίζει το απελπιστικό βάλτωμα της Ρωσίας, που συνθλίβονταν από την αυταρχικότητα του Αλέξαδρου ΄Γ. Το φυσικό στοιχείο των ηρώων του έργου του ήταν η σκιερή ατμόσφαιρα, η αντίθεση του ιδεώδους και της πραγματικότητας που οδηγούσε τους ήρωες στην απάθεια ή τις στείρες ελπίδες. Στόχος της κριτικής του και πηγή έμπνευσης των θεατρικών του έργων, ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Τα πρόσωπα όμως των έργων του, προέρχονται από όλο το επαρχιώτικο φάσμα της ρωσικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει με στοργή την άσχημη καθημερινή τους ύπαρξη, καθώς επίσης και τη θλιβερή πλήξη τους.

  Το έργο γράφτηκε το 1896-97, την ίδια περίπου εποχή με το Γλάρο, και έκανε πρεμιέρα το 1899 στο ¨Θέατρο  Τέχνης Μόσχας¨, ένα χρόνο, δηλαδή, μετά την ίδρυση του θεάτρου. Ναός του ¨Νατουραλιστικού Θεάτρου¨, το ¨Θέατρο Τέχνης Μόσχας¨ υπήρξε μεγάλος σταθμός στη θεατρική σταδιοδρομία του Τσέχωφ. Ήταν η εποχή που ιδρύθηκε το ¨Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα¨ και φυλακίσθηκε ο Εμίλ Ζολά, για το πύρινο άρθρο του Κατηγορώ, που δημοσιεύθηκε σε ημερήσια εφημερίδα, και αφορούσε τη γνωστή ¨Υπόθεση Ντρέυφους¨.

  Πρωταγωνιστής του έργου, ήταν ο Κωνσταντίν Στανισλόφσκι, στο θέατρο επικράτησε ατμόσφαιρα θλίψης, το έργο δεν κατανοήθηκε από τον πρωταγωνιστή και παρουσιάστηκε κάτι μισητό, αντί για τη δακρύβρεχτη, μελαγχολική, συναισθηματική και ελεγειακή ατμόσφαιρα που ασφαλώς επεδίωκε ο Τσέχωφ. Η πλήξη που αναπαριστούσε ο Τσέχωφ είχε επίγνωση του κενού, μια γνώση που οδηγεί στην οκνηρία, που μπορεί να είναι ορατή σε κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Στο ίδιο θέατρο γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Όλγα Κίπνερ, μέλος της ¨Ακαδημίας Επιστημών¨ και μετέπειτα σύζυγος του. Η Όλγα στην πρεμιέρα του έργου θα υποδυθεί την Έλενα.

  Ο Θείος Βάνιας αποτλλεί μία αναθεωρημένη εκδοχή ενός έργου που είχε γράψει ο Τσέχωφ οχτώ χρόνια πριν, και είχε ανεβάσει στη Μόσχα. Σε εκείνη την εκδοχή ο πρωταγωνιστής αυτοκτονεί στο τέλος, και η Σόνια η ανεψιά του ετοιμάζεται να παντρευτεί το δημοκρατικό ήρωα του έργου. Στην αναθεωρημένη εκδοχή ο ήρωας καταλαμβάνει το κέντρο των δραματικών εξελίξεων. Ο Τσέχωφ το χαρακτήρισε ¨σκηνές από τη ζωή στο χωριό σε τέσσερις πράξεις¨, καθώς είναι δομημένο σε τέσσερις πράξεις.

  Ο Βάνιας είχε περιληφθεί δύο φορές στο ρεπερτόριο του ¨Εθνικού Θεάτρου¨, το 1958 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και το 2009 σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

 



 

Η υπόθεση: 

  Ο Ιβαν Βοϊνίτσκι, γνωστός και ως θείος Βάνια, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί σωστά το οικογενειακό του κτήμα, μαζί με την πολύτιμη βοηθό του, την ανύπαντρη ανιψιά του Σόνια. Και οι δυο ζουν φτωχικά, στερούνται τα πάντα, χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους, μόνο και μόνο, για να αυξήσουν τα έσοδα και να τα στείλουν στον πατέρα της Σόνιας, τον καθηγητή Σερεμπριάκοφ, που τον εκτιμούν και τον σέβονται για την πνευματική καλλιέργεια και το ελιτίστικο ανάστημά του…

  Όταν όμως, ο καθηγητής, που έχει ξαναπαντρευτεί, έρχεται με την πανέμορφη νεαρή γυναίκα του, την Ελένα, για να περάσουν λίγες καλοκαιρινές μέρες στο κτήμα, ξαφνικά οι εντυπώσεις αλλάζουν, οι απόψεις μεταβάλλονται και οι συνειδήσεις αφυπνίζονται. Ο Βάνια νιώθει απελπισμένος, διότι καταλαβαίνει, εντελώς ξαφνικά, τούτο το καλοκαίρι ότι θυσίασε όλη του τη ζωή, ότι στερήθηκε τα πάντα, ότι δούλεψε ασταμάτητα σαν σκλάβος, για να συντηρεί έναν μωροφιλόδοξο. Έναν κενό και ανόητο τύπο, που δεν αγαπά παρά μονάχα τον εαυτό του.

   Την ίδια στιγμή η Ελένα πλήττει θανάσιμα και χωρίς να το θέλει – αυτό δεν είναι και απόλυτα σίγουρο – ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της επαρχίας, αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Κινητοποιεί με την ομορφιά, τη φρεσκάδα και την αδιαφορία της όλο τον ανδρικό πληθυσμό του αγροκτήματος και ιδιαίτερα γοητεύει τον γιατρό Αστρόφ, με τον οποίο η Σόνια είναι κρυφά ερωτευμένη.

   Οι χαρακτήρες αρχίζουν να διαγράφονται καθαρά, σιγά σιγά όμως, έτσι καθώς βγαίνουν νωθρές, νωχελικές ,αργοκίνητες και κουρασμένες από το τέλμα της ρωσικής επαρχίας.

 


Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

  Καταρχήν έχουμε να κάνουμε με το πιο «τσεχωφικό» δράμα του κορυφαίου ρώσου συγγραφέα. Το έργο συμπυκνώνει εκρηκτικά το υπαρξιακό αδιέξοδο του φαινομένου που λέγεται ¨άνθρωποι μέσα στο χώρο και στο χρόνο¨. Το έργο ισορροπεί ανάμεσα στην αστάθμητη μελαγχολία και την υπονομευτικά ειρωνική θεώρηση.

  Στην αδιασάλευτη επαρχιακή ζωή της Ρωσίας του 19ου αιώνα τίποτα δε συνέβαινε, όλα κυλούσαν αργά, όλα ήταν πνιγηρά. Μια καθημερινότητα μόχθου δεν άφηνε περιθώρια χώρου. Όλα υποταγμένα στην ανθρώπινη μοίρα. Αποδεκτή χωρίς αντίδραση. Οι φτωχοί δικαιούνταν μόνο να πνίγουν στη βότκα τη μιζέρια τους. Η εισβολή του διαφορετικού είναι εφήμερη, στρέφει όλα τα βλέμματα πάνω του, η ζωή αρχίζει να αποκτά νόημα. Το παρελθόν είναι ακόμη πιο αδιάφορο και ειδεχθές.

  Ο θίασος των ηθοποιών είναι ο μικρότερος αριθμητικά από οποιονδήποτε άλλο έργο του Τσέχωφ. Η δράση τους δε στηρίζεται σε συνταρακτικά γεγονότα, οι συγκινησιακές εξάρσεις απουσιάζουν, αλλά μέσα από τις χαμηλόφωνες κουβέντες των απλών αυτών προσώπων εκφράζονται εσωτερικές συγκρούσεις και αναδύονται απρόβλεπτες όψεις της ζωής που τους αποδεσμεύουν από παγιωμένα σχήματα και τους οδηγούν στη συνειδητοποίηση μιας κατάστασης.

  Οι ήρωες είναι εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα της επαρχιώτικης ζωής, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Η προοπτική και η πιθανότητα μιας καινούριας ζωής, σε αντίθεση με το Βυσσινόκηπο στο Θείο Βάνια διαφαίνεται ανέφικτη. Μικροί και γνήσιοι ήρωες φλερτάρουν με τα όρια τους και ο έρωτας γι’ αυτούς είναι ιδανικό παυσίπονο ευτυχίας. Αναζητούν την ελπίδα που θα νικήσει την καθημερινή φθορά τους. Είναι πρωταγωνιστές στο διαχρονικό τσίρκο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας.


Η Ρίτα Μουσούρη



  Ο Τσέχωφ περιγραφεί με λεπταίσθητη συμπόνια και διακριτική ειρωνεία τα δραματικά όσο και κωμικά αδιέξοδα που προκαλούν στην ανθρώπινη ζωή η προσκόλληση σε αναμνήσεις και χίμαιρες, η έλλειψη κατανόησης του άλλου, οι μικροανταγωνισμοί, η αυταρέσκεια ή ακόμα η μοιρολατρία και η αδράνεια. Οι ήρωες πιστεύουν ότι θα υπάρξει δικαιοσύνη για τους εξόριστους της ζωής (όσους δε χάρηκαν, δεν αγαπήθηκαν και όσους μόχθησαν). Ζουν υποταγμένοι στη μοίρα, χωρίς ελπίδα, πιστεύουν σε ένα καλύτερο αύριο πολύ απόμακρο και σε ένα θάνατο που θα τους απαλλάξει από τα προβλήματα.  Το μέλλον στο Θείο Βάνια δε φαντάζει καθόλου ελπιδοφόρο. Οι ήρωες του έργου μιλούν για το παρελθόν και τροφοδοτούν τα γεγονότα που τους ενδιαφέρουν σε παρελθόντα χρόνο.

  Στόχος της κριτικής και πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου έργου ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Ο θεατής βλέπει ένα λεπτό ποιητικό ρεαλισμό για την καθημερινή ζωή της συμβιβασμένης ανώτερης τάξης, που ήταν ρηξικέλευθος για την εποχή του. Όλοι στο έργο ζουν την τελευταία τους ευκαιρία και τη χάνουν, υπάρχει η αίσθηση του ¨τώρα¨ ή ¨ποτέ¨, έργο με τρομαχτικές αναλογίες στην εποχή μας.

  Η δραματική σύγκρουση στον Τσέχωφ δεν αφορά, θα λέγαμε, εξωτερικές διεργασίες ούτε σχετίζεται με ευρύτερες πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές, αλλά εδράζεται στις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στις αδυναμίες τους και στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους. Η λειτουργία της σύγκρουσης στο δράμα τεμαχίζεται στον κάθε χαρακτήρα, και αποδεικνύεται υποδόρια και εκφυλιστική. Δεν εξαντλείται στην ένταση της στιγμής ούτε και καταφέρνει να φέρει την ανατροπή όταν οδηγείται σε μια τύπις κορύφωση (την απόπειρα του Βάνια να σκοτώσει τον καθηγητή). Αντιθέτως το ξέσπασμα του ήρωα είναι αυτό που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στη συνήθεια και μαζί στη φθορά,

 

Ο Σπύρος Καλογήρου



  Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τραγικοκωμικό στο τσεχωφικό σύμπαν. Το έργο δεν έχει να κάνει με ευρήματα, αλλοκοτιές για την αλλοκοτιά, αλλά με εγγεγραμμένα στο σώμα μικροκουσούρια, με μια αυτοσαρκαστική διάθεση, και την αντίστιξη που δημιουργείται από διάφορες εμμονές του κάθε προσώπου, εμμονές που φτιάχνουν όλες μαζί μια μουσική συμφωνία, για την απεγνωσμένη αναζήτηση της αγάπης που μπορεί να σκοντάφτει σε κάτι πολύ γήινο… όπως μια βροχερή μέρα. Ο Θείος Βάνιας παρουσιάζει στοιχεία φαιδρότατα, ο σκηνοθέτης όμως πρέπει να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις του αστεϊσμού.

  Ο ¨Θείος Βάνιας¨ παραμένει ένας μεγάλος ρόλος του κλασικού ρεπερτορίου. Παρόλαυτα παραμένει ένας άνθρωπος που δεν ανέπτυξε τις ικανότητες του, το ταλέντο του, ήθελε να κάνει πολλά πράγματα αλλά εγκλωβίστηκε, κάπου τον κρατάει η ζωή, φτάνει κοντά στα πενήντα και ζει τη ζωή του χωρίς να τη ζήσει.

 

Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται Έλλη Ξανθάκη, Νίκος Χατζίσκος, Νίκος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νέζος, Σπύρος Καλογήρου, Πόπη Παπαδάκη, Τιτίκα Νικηφοράκη, Ρίτα Μουσούρη, Κώστας Παπαγεωργίου

Σκηνοθεσία Νίκος Πράπας

 

Ο Νίκος Χατζίσκος



Πηγές:

https://www.n-t.gr/el/news/?nid=33617 3/5

www.periou.gr/ανθούλα-δανιήλ-άντον-τσέχωφ-ο-θείος-β/

www.enet.gr/?i=news.el.article&id=108852

https://vasilakou.theater/project/θείος-βάνιας/

https://www.elculture.gr/blog/article/ο-θείος-βάνιας-της-μαρίας-μαγκανάρη-η-δ%/

https://www.theatermag.gr/2019/10/19/kostas-koutsolelos-o-theios-vanias-den-einai-kamia-endiaferousa-periptosi-anthropou/

https://www.lifo.gr/culture/theatro/o-theios-banias-toy-giorgoy-kimoyli-boytaei-sta-riha

https://www.mytheatro.gr/o-thios-vania-tou-anton-tsechof-fotografies-tis-parastasis/

https://thanpan.org/2015/02/15/σκέψεις-για-την-παράσταση-ο-θείος-βάνι/

animusanimus.blogspot.com/2008/02/blog-post.html

Αντιγόνη Βλαβιανού κ.α., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Τ.’Β, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008

 




Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ραδιοφωνικό Θέατρο:


 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...