Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα άρχιζε από το καλοκαίρι.
Για κάθε φαμίλια του χωριού αρχές Αυγούστου γινόταν πράξη η «παροιμία»: «Αγόρασε γουρούνι στο σακί» αφού δεν ήξερε αν θα βγει καλό, αν θα βάλει βάρος, μην πάνε τζάμπα τα λεφτά, τα κολοκύθια και το τυρόγαλο. 15 του Νοέμβρη άρχιζε η σαρακοστή για τα Χριστούγεννα και οι φαντασιώσεις της ζεστής τσιγαρίδας μας βοηθούσανε ν’ αντέξουμε την τυραννία της φασολάδας και της γιαχνί πατάτας. -Βολευτείτε με τα «μπόλια» της Παναγίας και κάν’ τε όρεξη για τις τσιγαρίδες μας έλεγαν.
Σφάξιμο γουρουνιού στην Ήπειρο |
Καλομπόκι, στάρι, φασόλια, ρεβύθια βρασμένα με ζάχαρη ήταν το ιερό και απαραβίαστο «μενού» της μέρας για να εξασφαλίσει η χάρη Της την αφθονία των καρπών και την επόμενη χρονιά.
Γύρω στις 4 Δεκέμβρη, της Αγίας Βαρβάρας άρχιζαν οι «έγκυρες» μετεωρολογικές προβλέψεις:
Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη :
- Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,
γιατί Αη Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
-Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά, που ‘χει πολλά σπαρμένα.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα βγαίναμε να κόψουμε «σκόπια» (ραβδιά) κρανίσια, όπλο πολύτιμο για τα σκυλιά στο γύρο του χωριού για τα κάλαντα.
Παραμονή Χριστουγέννων από το χάραμα στους δρόμους να λέμε τα κάλαντα για κανένα ξερό λουκουμάκι και λίγα κέρματα.
Το «θησαυροφυλάκιο» ήταν συνήθως ένα κουτί από λουκούμια με μια τρύπα στο πάνω μέρος και με μια χριστουγεννιάτικη κάρτα κολλημένη μπροστά. Στο δρόμο συχνά κουνούσαμε το κουτί για να υπολογίσουμε το μερτικό μας. Όλα έπρεπε να τελειώσουν ως τις 11 γιατί μετά σειρά είχε το σφάξιμο του γουρουνιού που ήταν ιεροτελεστία, ανδραγάθημα για τον σφάχτη και μαρτύριο για τις νοικοκυρές.
Παλιότερα το χτυπούσανε στο κεφάλι με τη βαριά και όταν έπεφτε κάτω το σφάζανε και το ξαπλώνανε για να το γδάρουν Το λιανίζανε σε μεγάλα κομμάτια και το κρεμούσανε για να στραγγίξει. Η επεξεργασία συνεχιζόταν μέχρι να μπουν όλα σε τάξη: Να πλυθούν και να γυριστούν τα άντερα για να γίνουν τα παραδοσιακά χειροποίητα λουκάνικα που τα γεμίζανε με ρύζι, συκωτάκια και λαχανικά, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια για να γίνουν πατσάς. Τα πιο παλιά χρόνια και ιδίως όταν το γουρούνι ήταν μεγάλο, από το τομάρι του έκαναν τα γουρουνοτσάρουχα. Όλα έπρεπε να τελειώσουν πριν το απόγευμα μην μας προλάβουν τα παγανά που καταφτάνανε την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως διηγούνταν οι γεροντότεροι και παραμένανε για όλο το δωδεκαήμερο, ως τα Φώτα.
Τις μέρες αυτές οι γυναίκες δεν πλένανε ούτε αφήνανε ρούχα έξω το βράδυ για να μην τα πάρουν τα παγανά. Βάζανε δώδεκα αδράχτια στη γωνιά, στο τζάκι, ένα για κάθε μέρα του δωδεκαήμερου για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι και μαγαρίσουν το λάδι ή το ψωμί. Η στάχτη από όλες αυτές τις μέρες μαζευόταν στην άκρη του τζακιού και την ημέρα των "Φώτων" τη ρίχνανε στις ρίζες των δένδρων του κήπου, ή τη σκορπίζανε στα χωράφια για να καρποφορήσουν.
Μαζεύανε τα αυγά από τις φωλιές γιατί οι καλικάντζαροι τα καταπίνανε ακέραια, με τα τσόφλια. Σκεπάζανε τον μπουχαρή (καπνοδόχο) με ένα κόσκινο ή το κρεμούσανε έξω από την πόρτα. Οι καλικάντζαροι, κουτοί και περίεργοι, μετρούσαν τις τρύπες του κόσκινου και χωρίς να το καταλάβουν ξημέρωνε, οπότε τρέχαν να κρυφτούν σε δάση και σπηλιές. Το βράδυ γινόταν το πάντρεμα της φωτιάς.
Ο μεγαλύτερος συνήθως της οικογένειας έφερνε μια κλάρα από πουρνάρι και την έκαιγε στη φλόγα της φωτιάς και καθώς καιγότανε τα φύλλα έλεγε την ευχή: «αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπροί» συμπυκνώνοντας με τη λακωνική αυτή ευχή τους καημούς και τις επιθυμίες κάθε σπιτικού. Το βράδυ των Χριστουγέννων περνούσε με ιστορίες γύρω από το τζάκι, κανένα ψητό κυδώνι ή καμιά ψητή πατάτα στη θράκα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις τσιγαρίδες για την επόμενη μέρα, τηγανίτες με μέλι ή καμιά καρυδόπιτα.
Το πρωί όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία, αν είχε καλό καιρό και μετά στο βακούφικο καφενείο για κεράσματα από τους Χρηστάδες και για αγορά πρωτοχρονιάτικου λαχείου από τους λαχειοπώλες του χωριού. Στο μεσημεριανό τραπέζι που μοσχοβόλαγε από τις τσιγαρίδες και από το χοιρινό στα κάρβουνα του τζακιού συνήθως υπήρχανε πατάτες, τουρσί, τυρί και εκείνη τη μέρα κρασί ή τσίπουρο. Οι ενδιάμεσες μέρες μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ήταν για μας τα παιδιά, μέρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Αγαπημένη ασχολία οι παγίδες με πλάκα για τα πουλιά (τσιόπνες) και τα βρόχια θηλιές από τρίχες αλογοουράς τοποθετημένες σε ξύλινη βέργα που τη στερεώναμε σε δέντρο με κισσό και πλούσιους καρπούς (λιλίτσια). Πηγαίναμε το πρωί να ταΐσουμε με ψωμάκι τις τσιόπνες, να τις στήσουμε καλά, μόνο που αντί για πουλί καμιά φορά βρίσκαμε κανένα ποντίκι (αρουραίο) κάτω από την πλάκα. Μετά σειρά είχαν τα βρόχια να δούμε μήπως κάποιο κοτσύφι είχε πιαστεί στη θηλιά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εμείς τα παιδιά ξανά στο ρόλο του αγγελιαφόρου για τη μεγάλη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Το μόνο που άλλαζε ήταν η κάρτα στο κουτί με τα λουκούμια και τη θέση της εικόνας με τη φάτνη και της γέννηση έπαιρνε ο Αη Βασίλης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς γινότανε το «τάισμα» της βρύσης.
Κάποια γυναίκα του χωριού από την παραμονή το βράδυ ή χαράματα Πρωτοχρονιάς, άλειφε τη βρύση του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στα σπίτια του χωριού τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι η ζωή τους. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση για νερό, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Πολλές νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς φτιάχνανε για τα παιδιά την παραδοσιακή μπουκουβάλα. Το όνομά της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες με ζάχαρη στο τηγάνι με ζεστό λάδι ή βούτυρο.
Με την αλλαγή του χρόνου τρέχαμε να ξυπνήσουμε τον πάππο και τη βάβω μας για να τους πούμε καλή χρονιά μήπως φιλοτιμηθούν κι ανοίξουν το σφιχτοδεμένο μαντίλι με το κομπόδεμα και μας πληρώσουν τα συχαρίκια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι περισσότεροι άντρες ήταν στο καφενείο ή μαζεύονταν σε σπίτια για το παραδοσιακό "τριανταένα" ή το "στούκι" (εικοσιένα). Συνήθως ξεκινούσαν με μικροποσά και τις μεταμεσονύχτιες ώρες τα πονταρίσματα αγρίευαν. Λίγοι απ’ αυτούς ήταν την άλλη μέρα στην εκκλησία και την αγορά του Καζαμία αναλάμβανε η κυρά τους.
Μετά τα κεράσματα στο καφενείο από τους Βασίληδες αυτή τη φορά, επιστροφή στο σπίτι. Κάποιοι σπάζανε στις πλάκες της αυλής ένα ρόδι για το καλό.
Μεγάλη σημασία δίνανε οι παλιότεροι στο ποιος θα σου κάνει ποδαρικό την Πρωτοχρονιά. Δεν έπρεπε να είναι κανένας μαγκούφης ή γρουσούζης γιατί θα πήγαινε στραβά όλη η χρονιά. Για Βασιλόπιτα συνήθως οι νοικοκυρές φτιάχνανε μια παραδοσιακή πίτα: μακαρονόπιτα ή κοτόπιτα και βάζανε μέσα ένα φλουρί. Κάπως έτσι χαρούμενα και ξένοιαστα φτάναμε ως του Σταυρού, παραμονή των Φώτων που περιμέναμε τον παπά με το κατσαρολάκι, τον σταυρό και το βασιλικό να αγιάσει το σπίτι, τα ζωντανά, τα υποστατικά και τα χωράφια για να έχουν ευλογία και τύχη όλη τη χρονιά. Στη θέα του, πιστεύανε οι παλιότεροι, οι καλικάντζαροι γινότανε «μπουχός» λέγοντας το τραγουδάκι: «φεύγετε να φύγουμε κι έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του».
Την άλλη μέρα των Φώτων όλες οι γυναίκες του χωριού πηγαίνανε στην εκκλησία για να πάρουν τον αγιασμό σε γυάλινο μπουκαλάκι που τον φυλάγανε στο εικονοστάσι σαν γιατρικό για όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Κάπως έτσι τέλειωνε η περίοδος των γιορτών για όσους δεν είχαν Γιάννη στο σπίτι τους και η ζωή ξανάμπαινε στη ρουτίνα της καθημερινής βιοπάλης.
Πηγή: Μικρό Φιλολογικό Ιστολόγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου