Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το λαϊκό παραμύθι. Κούρτογλου Αργυρώ

Το παραμύθι είναι έργο συλλογικό, μακραίωνο διαχρονικό και επέζησε μέσω του

προφορικού αρχικά λόγου (Αναγνωστόπουλος Βασίλης, 1997: 113-114). Ο κόσμος

του παραμυθιού κινείται στην σφαίρα του φαντασιακού, ονειρικού και τερατώδους,

εκεί όλα είναι πιθανά, και όπως αναφέρει η Marthe Robert στην εισαγωγή του

βιβλίου Τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994: 13), δημιουργεί

εξωπραγματικούς χαρακτήρες με νεράιδες νονές και ομιλούντα ζώα. Η λέξη

παραμύθι προέρχεται εννοιολογικά από την λέξη «παραμυθία» που σημαίνει

παρηγοριά, όρος που μας παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που έχουν τα

λαϊκά παραμύθια, να μαγεύουν και να κατευνάζουν (Δελώνης Αντώνης, 1990:101).

Τα παραμύθια μπορούν να ειδωθούν ως παρηγορητικές, λαϊκότροπες μικρές ιστορίες

οι οποίες όχι μόνο καθησυχάζουν και τέρπουν το ασυνείδητο των παιδιών αλλά και

διαμορφώνουν και προβάλλουν, μέσω των ηρώων τους, πρότυπα συμπεριφοράς

(Αναγνωστόπουλος, 1997:63).

                           


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα λαϊκά παραμύθια ακολουθούν μια συγκεκριμένη

αφηγηματική πλαισίωση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής παντογνώστης

και έχει γραμμική ροή. Οι ήρωες είναι ανώνυμοι, πάντα αδικημένοι και συνήθως τους

συνοδεύει ένα αντιθετικό δίπτυχο του καλού και του κακού. Ουσιαστικά οι ήρωες

είναι υπερβολικοί στην σκιαγράφηση τους διογκώνοντας κάποια χαρακτηριστικά του

προκειμένου οι συγγραφείς να δημιουργούν διάφορα δίπολα όπως καλός-κακός ή

όμορφος-άσχημος κ.ά. (Κανατσούλη Μένη, 2014: 125). Ακόμη, «το παραμύθι

συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με

το ακατανόητο», όπως σωστά αναφέρει η Μαρία Αγγελίδου, στο προλογικό

σημείωμα των Παραμυθιών των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994:8). Τέλος,

τονίζεται η έντονη παρουσία των εξορθολογικών μοτίβων, όπως για παράδειγμα ζώα

ή αντικείμενα που μιλούν. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φυσικά έχουν ένα βαθύτερο

συμβολισμό, όπου τα βαθιά και πυκνά δάση συμβολίζουν το ασυνείδητο, ή ο κυνηγός

αντικαθιστά το πατρικό πρότυπο. Επίσης ο τόπος δεν προσδιορίζεται ονομαστικά,

ενώ η δράση λαμβάνει χώρα συνήθως σε ένα κλειστό χώρο, κάποια οικία ή κάποιο

σκοτεινό δάσος. Ακόμη, ο χρόνος στον οποίο τοποθετείται ένα παραμύθι είναι

«άχρονος», με διακριτές μόνο τις χρονικές ακολουθίες, όπως το πριν ή το μετά.




(Κανατσούλη, 2007:82). Τα λαϊκά παραμύθια αποτέλεσαν φορέα πολιτισμού, αφού

μέσα από αυτά εκφράστηκαν συλλογικές νοοτροπίες, ήθη, έθιμα και συμπεριφορικά

μοντέλα άλλων εποχών (Κανατσούλη, 2014: 120). Επιπλέον, ο ήρωας ταλανίζεται

από εξωγενείς παράγοντες, προσπαθεί να διαφύγει και στο τέλος απελευθερώνεται,

μέσω της κάθαρσης που επέρχεται με όχι εύκολο ή υπάκουο τρόπο. Έτσι, η τελική

κατάστασή του επιτυγχάνει και την δικαίωση του αναγνώστη, ο οποίος στο μεταξύ

έχει ταυτιστεί ψυχικά και συναισθηματικά με τον πρωταγωνιστή.


Μια παραδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αράχωβα

 Από  την  Αράχωβα  πάλι  προέρχεται  ένα  παραμύθι  για  τον  Αλέξανδρο,  το  οποίο ουσιαστικά  συνδυάζει  τρία  διαφορετικά  επεισόδια  από  τη  Φυλλάδα. 

 Σύμφωνα  με  αυτό, ο  Αλέξανδρος  πηγαίνει  στο  νησί  των  Μακάρων,  το  οποίο  από  μακριά  του  φαινόταν σαν  μια  οχυρή  πόλη  με  δυνατά  τείχη.  





Εκεί,  ένα  κορίτσι  του  λέει  από  μέσα  πως βρίσκεται  ενώπιον  του  παραδείσου,  στον  οποίο  κανείς  ζωντανός  δεν  μπορεί  να εισέλθει,  αλλά  μόνο  ένας  νεκρός,  που  θα  κριθεί  άξιος  από  το  Θεό. 

 Στη  συνέχεια  του προμηθεύει  ένα  μέσο  για  να  δει  τουλάχιστον  κάποιους  νεκρούς  και  ο  Αλέξανδρος καταφέρνει  να  δει  τον  αλυσοδεμένο  βασιλιά  των  Περσών,  αυτόν  που  είχε  εν  ζωή νικήσει,  μέσα  σε  μια  σπηλιά,  που  ήταν  ο  τόπος  των  καταδικασμένων  (Dieterich  1904). 

Ουσιαστικά  εδώ  έχουμε  τρία  επεισόδια  από  το  Μυθιστόρημα  σε  μία  διήγηση,  το  νησί των  Μακάρων,  την  πόλη  του    Ήλιου  και  την  επίσκεψη  στο  σπήλαιο  των  νεκρών  (εις Άδου  κάθοδος).   

Φονισσα μανα. Παράδοση της Μυτιλήνης.

 Ητανε  μια  γυναίκα  και  ήταν  πολύ ανάποδη.  Είχε  ένα  μοναχοπαίδι  και ήταν  στον  πόλεμο.  Αλλά  ήτανε τόσο  ανάποδη  αυτή  η  γυναίκα,  που δεν  ήθελε  να  βοηθήσει  κανέναν  στη  ζωή  της. 




Κάθε  βδομάδα  γύριζε  όλο  το  χωριό  ένας κύριος  επαίτης,  τότε  περνάγανε  οι  άνθρωποι, και  δίνανε  λάδια,  φαγητά,  ό,τι  είχε  ο  καθένας. Στεκότανε  στην  πόρτα  της  πάντα  και περίμενε  να  ανοίξει  να  του  δώσει  κάτι.  Και της  έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.  Αυτή  ούτε  άνοιγε,  ούτε  απαντούσε,  τίποτα. Μια  μέρα  εκνευρίστηκε  μαζί  του,  τον κερατά,  λέει,  άμα  θα  ρθει  την  άλλη  φορά  θα σ’  τον  φτιάξω  εγώ.  Πράγματι,  πήρε  αλεύρι και  έπλασε  μια  πίτα,  την  έψησε,  και  περίμενε να  ρθει  ο  γέροντας.  


Αυτός  ήρθε  πράγματι, έκατσε  στα  σκαλιά  και  λέει:  –Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό  κάνεις, κακό  βρίσκεις.  Ανοίγει  την  πόρτα  αυτή,  νά,  λέει,  σού  ’κανα μια  πίτα  σήμερα,  πάρε  να  φας.  


–Ευχαριστώ,  λέει.  Ο  Θεός  να  σ’  το ανταποδώσει  αυτό  το  καλό  που  μ’  έκανες τώρα.

  –Εντάξει,  λέει.  Πήρε  αυτός  το  δρόμο,  βγήκε  έξω  απ’  το χωριό,  είχε  μια  βρυσούλα,  έκατσε  να ξεκουραστεί.  Ήπιε  το  νεράκι  του  κι  έκατσε. Πάνω  που  έκανε  να  βγάλει  την  πίτα,  να  τη φάει,  βλέπει  κι  έρχεται  ένας  σίφουνας  από μακριά.  Ποδοβολητό  αλόγου.  Γύριζε  ο  γιος της  γυναίκας. 

 Στάθκε  στη  βρύση,  ωχ,  λέει, γέροντα,  να  πιω  λίγο  νερό  να  σταθώ.  Γύριζε από  τον  πόλεμο  αυτό.  

–Πιες,  λέει,  πιες.  

–Είμαι,  λέει,  και  ψόφιος  από  πείνα  και κουρασμένος  και  νηστικός.

  –Α,  λέει,  κάτσε,  μια  καλή  κυριούλα  μού έδωσε  αυτή  την  πιτούλα,  φά’  την.

  Του  δίνει  την  πίτα  τώρα  ο  γέροντας  χωρίς  να ξέρει,  έφαγε  το  μωρό  την  πίτα,  ήπιε  και  το νερό,  κάνει  καβάλα  στ’  άλογο,  λέει, ευχαριστώ,  γέροντα,  ώσπου  να  πάει  αυτός άρχισε  να  ζαλίζεται.  Χτυπά  την  πόρτα, βγαίνει  η  μάνα,  πέφτει  αυτός  μες  στην αγκαλιά  της  μάνας,  τι  έπαθες,  λέει,γιε  μ’;  τι είναι  αυτό;  Πήγες  στον  πόλεμο,  γύρισες καλά,  τι  έπαθες;  

–Τι  να  σε  πω  λέει,  μάνα,  έξω  απ’  το  χωριό ήταν  ένας  γέροντας  και  μ’  έδωσε  κι  έφαγα μια  πίτα  και  ήπια  και  νερέλι.

  –Άχ,  λέει,  γιε  μ’,  εγώ  γίνομαι  η  φόνισσα.  Και  θυμήθηκε  τα  λόγια  του  γέροντα,  που έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.   

Ο βασιλιάς ύπνος. Παραμύθι.

Από το σπουδαστήριο του νέου Ελληνισμού...





Αρχή  του  παραμυθιού,  
καλησπέρα  της  αφεντιάς  σας


Ήτανε  μια  φορά  κι  έναν  καιρό  ένας  βασιλέας  και  μια  βασίλισσα  και  είχανε  ένα  γιο  πολύ  ωραίο,  και  τον  λέγανε Ύπνο.  Ο  γιος  τους  λοιπόν  αυτός  δεν  ήθελε  να  παντρευτεί.  Πόσα  του  ’λεγε  ο  βασιλέας,  η  βασίλισσα  «να παντρευτείς  να  κάμεις  παιδιά»,  κείνος  του  κάκου.  Η  βασίλισσα  έβαλε  υποψία  μήπως  αγαπούσε  καμιά παρακατινή  ο  γιος  της  και  δε  θέλει  ναν  της  το  πει.  Έβαλε  δυο,  τρεις  να  τον  παραφυλάνε,  να  ιδούνε  πού  πάει, τι  κάνει,  να  της  το  πούνε,  μα  δε  κατάφεραν  τίποτις.  Εκεί  κοντά,  παρά  κάτω  απ’  το  παλάτι,  ήτανε  ένα  κορίτσι πολύ  όμορφο,  αλλά  φτωχό  και  μόνο.  Το  βράδυ  που  νυχτέρευε,  ενύσταζε·  και  για  ναν  της  φύγει  ο  ύπνος  έλεγε:
 Ήρθες,  ύπνε!
 καλώς  ήρθες·
 πάρε  το  σκαμνί  και  κάτσε, 
ώς να νέσω* να ξενέσω 
και  τ’  αδράχτι  να  γεμίσω, 
κι  ύστερα  να  κοιμηθούμε 
και  να  σφιχταγκαλιαστούμε. 
Αυτό  το  ’λεγε  κάθε  βράδυ,  που  νύσταζε,  για  ναν  της  περάσει  ο  ύπνος  της.  Ένα  βράδυ  πέρασαν  από  κει  οι άνθρωποι,  που  είχε  βαλμένους  η  βασίλισσα,  και  ακούσανε  που  είπε  το  κορίτσι  «ήρθες  ύπνε  καλώς  ήρθες»· πάνε  λοιπόν  και  λεν  της  βασίλισσας·  ―  «Πολυχρονεμένη  μου  βασίλισσα,  εδώ  παρακάτω  κάθεται  μια  κόρη πολύ  όμορφη  και  πολύ  τίμια.  Δεν  είδαμε  το  βασιλόπουλο  να  μπει  μέσ’  στο  σπίτι  της.  Μονάχα  κάθε  βράδυ ακούμε  και  λέει: Ήρθες,  ύπνε!  καλώς  ήρθες· πάρε  το  σκαμνί  και  κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και  τ’  αδράχτι  να  γεμίσω, κι  ύστερα  να  κοιμηθούμε και  να  σφιχταγκαλιαστούμε». Λέει  η  βασίλισσα:  
―  «Τι  ώρα  τ’  ακούτε  αυτά;  να  με  πάρτε  ναν  τ’  ακούσω  κι  εγώ».  Το  βράδυ  τη  συνηθισμένη  την ώρα  πήραν  τη  βασίλισσα  οι  άνθρωποί  της  και  πήγαν  απ’  όξω  απ’  της  φτωχούλας  το  παραθύρι.  Ζυγώνει  κοντά η  βασίλισσα,  κλειστό  το  παραθύρι·  άκουσε  όμως  από  μέσα  «ήρθες  ύπνε  καλώς  ήρθες».  Είπε  τότες  η βασίλισσα:  ―  «Βέβαια  ο  γιος  μου  θα  είναι·  βέβαια·  βέβαια·  γιατί  εδώ  στο  βασίλειο  δεν  έχομε  κανέναν  άλλον ναν  τον  λένε  Ύπνο».  Την  άλλη  μέρα  σηκώθηκε.  ―  «Μπα!  να  πηγαίνει  ο  γιος  μου  να  κάθεται  στο  σκαμνί  το ξυλένιο!  θα  της  στείλω  καναπέ·  θα  της  στείλω  καρέκλες».  Είπε  λοιπόν  και  της  έστειλαν  καναπέ,  καρέκλες, χρήματα,  και  της  είπανε,  σε  χαιρετάει  η  βασίλισσα· 
 ―  «η  βασίλισσα!  λάθος  θα  είναι.  Σε  μένανε,  φτωχό κορίτσι;!  λάθος  θα  είναι».  Βρέθηκε  μια  γραία  στην  αυλή  της  και  της  είπε:  
―  «Κράτησ’  τα  τώρα  που  στα  ’στειλε· δεν  κάνει  να  της  τα  στείλεις  πίσω».  Τι  να  κάμει  πια  κι  αυτή,  είπε  ευχαριστώ,  και  τα  κράτησε. Σα  φύγανε  οι  άνθρωποι  της  βασίλισσας  τότες  της  είπε  η  γραία·
  ―  «Άκουσε,  παιδί  μου,  ό,τι  σου  λέω  γω  να κάνεις,  γιατί  δεν  έχεις  κανέναν  μεγαλύτερο  να  σε  συμβουλεύσει».  (Η  γραία  ήτανε,  βλέπεις,  η  Μοίρα  της κόρης). 
Πέρασε  κάμποσος  καιρός,  της  έστειλε  πάλι  η  βασίλισσα  δώρα.  Μια  μέρα  τής  λέει  η  γραία·  
―  «αν  έρθει  η βασίλισσα  από  δω  να  σε  ιδεί,  να  της  πεις  πως  καταλαβαίνεις  ότι  θα  γίνεις  μητέρα.  ―  Αμ  πώς  θα  πω  τέτοιο πράμα,  κορίτσι  εγώ! 
 ―  Άκουσέ  με  μένα,  της  λέει  η  γραία,  που  σου  μιλώ,  δε  θα  μετανοήσεις».  Πάει  η  γραία  σ’ έναν  μαραγκό  και  παραγγέλνει  ένα  παιδάκι  σερνικό  από  ξύλο  με  τα  χεράκια  του,  με  τα  ποδαράκια  του,  με  όλα. Πέρασε  πάλι  η  βασίλισσα  και  μπήκε  μέσα  στο  κορίτσι.  
Της  λέει,  
―  «τι  κάνεις  παιδί  μου,  καλά  είσαι; 
 ―  Τι  να κάνω  λέει  εκείνη,  έχω  κάμποσους  μήνες  που  δεν  είμαι  καλά».  Το  κατάλαβε  πια  η  βασίλισσα  και  της  έστελνε κάθε  ημέρα  και  του  πουλιού  το  γάλα,  να  τρώει.  
Τότες  πάει  η  Μοίρα  και  είπε  της  κόρης  να  πέσει  στο  κρεβάτι πως  είναι  λεχώνα  και  στο  πλευρό  της  τής  έβανε  το  ξύλινο  παιδί  και  της  το  σκέπασε  μ’  ένα  μαντήλι.  Εκεί κοντά  ήτανε  μια  άλλη  γυναίκα  φτωχούλα  παντρεμένη  κι  ήρθε  ο  καιρός  της  και  γέννησε.  Επήγανε  οι  Μοίρες  να μοιράνουνε  το  παιδί  τής  γειτόνισσας  στις  τρεις  νύχτες.  Ήθελε  να  πάει  και  η  δική  της  Μοίρα  για  να  μοιράνει. Επαρακάλεσε  και  μια  Μοίρα  αγέλαστη,  που  δε  γέλαγε  ποτέ  της,  να  την  πάρει  μαζί  της.  
Της  είπε: 
 ―  «Έλα  να πάμε  να  διασκεδάσεις  και  συ».  Είχε  πολλά  χρόνια  να  γελάσει,  και  για  τούτο  τη  λέγανε  αγέλαστη  Μοίρα. Σηκωθήκανε  και  πήγανε  πρώτα  στην  άλλη  τη  γυναίκα  που  γέννησε,  του  είπανε  του  παιδιού  τής  φτωχούλας  να γινεί  καλός  άνθρωπος,  να  προκόψει.  Η  αγέλαστη  Μοίρα  δεν  του  είπε  τίποτα,  μήτε  καλό  μήτε  κακό.  Τότες, αφού  βγήκανε  απ’  την  πόρτα,
  ―  «Πάμε,  λέει  η  γριά,  να  μοιράνουμε  εδώ  που  γέννησε  άλλη  μια  φτωχούλα».  Είχε ειπωμένα  της  ψεύτικης  λεχώνας  ό,τι  δει  μήτε  να  γελάσει  μήτε  τίποτα.  Εμπήκανε  λοιπόν  οι  Μοίρες  μέσα, άκουσε  η  ψεύτικη  λεχώνα  τη  βουή,  δεν  είπε  τίποτα,  δε  μίλησε.  Λέει  η  γραία  τής  αγέλαστης  Μοίρας:  
―  «Εδώ θα  μοιράνεις  εσύ  πρώτη»·  και  σήκωσε  το  μαντήλι  και  είδε  η  αγέλαστη  Μοίρα  το  ξύλινο  παιδί  και ξεκαρδίστηκε  απ’  τα  γέλια.  «Ου!  μ’  έκαμες  και  γέλασα  από  τόσα  χρόνια  που  είχα  να  γελάσω.  
―  Επειδή  είχες τόσα  χρόνια  να  γελάσεις  και  γέλασες  πρέπει  να  του  ευχηθείς  να  γινεί  άνθρωπος».  Του  είπε  λοιπόν  η αγέλαστη  Μοίρα: 
 ―  «Σε  μοιραίνω  να  γίνεις  άνθρωπος,  με  αίμα,  με  κρέας,  με  μαλλιά  όπως  είναι  τα  παιδιά  τ’ αληθινά».  Λέει  η  δεύτερη  Μοίρα:  «Σε  μοιραίνω,  και  σου  δίνω  μιλιά  και  γνώση  και  μυαλό».  Λέει  η  τρίτη,  η γραία:  
―  «Κι  εγώ  σε  μοιραίνω  παιδί  μου,  να  γίνεις  βασιλιάς  απαράλλακτος  ο  βασιλέας  ο  Ύπνος,  ώς  και  μια ελιά  που  ’χει  στο  μάγουλο  να  την  κάνεις  κι  εκείνηνε  και  άμα  σε  ιδεί  το  βασιλόπουλο,  να  μπεις  μέσα  στην καρδιά  του  και  να  σ’  αγαπήσει».  Σηκωθήκανε  οι  Μοίρες  και  φύγανε.  Τότες  το  παιδί  ζωντάνεψε  και  άρχισε  καιέκλαιε,  ήθελε  γάλα.  Είπε  λοιπόν  το  κορίτσι·  
―  «Τι  να  κάμω;  ντρέπομαι,  τον  κόσμο».  Γυρίζει  η  Μοίρα  πίσω,  η δική  της,  και  το  πήρε  και  το  βυζάξανε  αλλού  και  το  πήγε  πίσω  της  μάνας  του.  Την  αυγή  πήγε  και  τό  πηρε  η Μοίρα  και  το  πάει  ίσα  στη  βασίλισσα  και  της  λέει·  
―  «Γέννησε  η  νύφη  σου  και  έκαμε  τούτο  το  παιδάκι,  ίδιος  ο γιος  σου  είναι  ο  Ύπνος,  νά!  ώς  και  μια  ελιά  που  ’χει  στο  μάγουλο,  την  έχει».  Τό  πηρε  η  βασίλισσα  στην  αγκαλιά της  και  το  πήγε  μέσα  στο  γιο  της.  Του  λέει:  
―  «Παιδί  μου,  σωθήκανε  πια  τα  ψέματα·  καλορίζικο  πια,  παιδί  μου, να  μας  ζήσει.  Να  φέρομε  και  τη  νύφη  μου·  ε,  τι  να  γίνει·  είναι  φτωχή,  μα  ήτανε  τίμια,  βασίλισσα  θα  γίνει». Κείνος  είπε:  
―  «Τι  λες,  μάνα,  δεν  καταλαβαίνω  τίποτα.  
―  Έλα,  άσ’  τα  τώρα  αυτά·  να  στείλομε  ναν  τη  φέρομε τώρα  εδώ να μην κάθεται  σ’  εκείνο  το  μικρό  σπιτάκι».  Τότες  της  είπε  κείνος·  
―  «ας  πάω  να  ιδώ  τι  τρέχει,  πού με  είδε  και  πού  την  είδα!»  Η  γραία  Μοίρα  περίμενε  απ’  όξω,  ζύγωσε  και  του  λέει·  ―  «Έλα  πάμε  μαζί,  εγώ  ξέρω το  σπίτι».  Στο  δρόμο  που  πηγαίνανε,  όλο  τον  εμοίραινε,  για  ναν  την  αγαπήσει.  Επήγε  μέσα  το  βασιλόπουλο·  το κορίτσι  καθότανε  κι  ένεθε.  Καθώς  τον  είδε  το  βασιλέα  επετάχτηκε  ορθή,  δεν  ήξερε  ποιος  ήτανε.  Του  λέει·  «Ποιος  είσαι  και  τι  θέλεις  που  ήρθες  εδώ;
  ―  Πώς  δε  με  ξέρεις;  εσύ  είπες  πως  έκαμες  παιδί  μ’  εμένα  και  δε με  ξέρεις;  Τότες  εκείνη  κάθησε  και  του  είπε  όλη  την  ιστορία,  πως  το  βράδυ  που  έπεφτε  να  κοιμηθεί  έλεγε:   Ήρθες,  ύπνε!  καλώς  ήρθες· πάρε  το  σκαμνί  και  κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και  τ’  αδράχτι  να  γεμίσω. και  όλα  τα  άλλα.
 ― Τώρα βασιλέα  μου  μπορείς  να  κάνεις  ό,τι  θέλεις·  αυτά  που  γινόντουσαν  εγώ  δεν  είχα  είδηση,  μου  ’στελνε πράματα  η  βασίλισσα,  εγώ  δεν  μπορούσα  να  τα  στείλω  πίσω».  Εκείνος  δε  μιλούσε,  μόνο  άκουε.  Τότες  είπε  η γραία·  
―  «Να  σου  πω,  παιδί  μου.  Εγώ  είμαι  η  Μοίρα  η  δική  σου  και  η  δική  της  και  εγώ  τα  ’καμα  όλα  τούτα  και έκαμα  παιδί  από  ξύλο  και  το  μοίρανε  η  αγέλαστη  Μοίρα  και  έγινε  άνθρωπος,  γιατί  είδα  πως  δεν  ήθελες  να παντρευτείς  και  θα  καταστρεφότανε  το  βασίλειό  σου  και  τώρα  εσώθηκε  το  βασίλειό  σου.  Μόνε  πάρ’  τηνε, παιδί  μου,  είναι  καλό  κορίτσι,  τίμιο,  και  θα  ζήσετε  καλά  κι  ευτυχισμένα».  Πήρε  ένα  αμάξι  για  να  μπει  η  Μοίρα και  κείνος  και  το  κορίτσι,  για  να  πάνε  στο  παλάτι.  Καθώς  στάθηκε  η  άμαξα,  εκατέβη  το  βασιλόπουλο  και έδωσε  το  χέρι  για  να  κατεβεί  πρώτα  η  γραία  και  ύστερα  το  κορίτσι·  μα  η  γραία  είχε  γίνει  άφαντη.  Τότες κατάλαβε  κι  αυτός  πως  ήτανε  αληθινά  η  Μοίρα  και  έτσι  πήρε  το  κορίτσι  απ’  το  χέρι  και  πήγε  απάνω  στη  μάνα του.  Όργανα,  τούμπανα,  χαρές  μεγάλες,  έγινε  ο  γάμος  και  πήρανε  νταντές  και  παραμάνες  και  δώσανε  το  παιδί και  ζήσανε  κείνοι  καλά  και  ευτυχισμένα  και  μεις  καλύτερα.
 *  να  νέσω:  να  γνέσω. 

(από  το  βιβλίο:  Μαριάννα  Γρ.  Καμπούρογλου,  Αθηναϊκά  παραμύθια,  Σύγχρονη  εποχή,  1997) 

Το βλογημένο μαντρί του Φώτη Κόντογλου

Η Πολιτισμική Διαδρομή σας παρουσιάζει το παραμύθι του Φώτη Κόντογλου "Το βλογημένο μαντρί"





Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της  Πρωτοχρονιάς  γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, για να δει ποιος θα τον δεχθεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. 
Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν κι ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε. Αφού βωλόδειρε από ‘δώ κι από ‘κεί κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ‘ναι φτωχός κόσμος. 
Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά και τράβηξε κατά ‘κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά [1]. Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογγούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε. Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ‘να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια [2]  και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να  τον σκίσουνε, μα σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε [3]  φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους. Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
– Ελεήστε με, Χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε, σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο! Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλληκάρι ως είκοσι πέντε χρονώ, με μαύρα γένεια και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στον γέροντα:
– Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά! Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και το ανασπάστηκε και το ‘βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Και κείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα κι είπε:
– Κόπιασε, παππού, να  ξεκουραστείς. Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
– Βλογημένοι να ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να  πληθαίνουνε ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας! Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε [4]  η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό [5]  του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ‘βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει. Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:– Βλογημένο να ‘ναι τούτο το καλύβι! Ο Γιάννης μπαινόβγαινε για να  φέρει το ‘να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και φάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν να ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα κι οι πυτιές, που ήτανε κρεμασμένες, σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζουνε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε τους αγγέλους που ‘ναι στον Παράδεισο!
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά. «Τη πτωχεία τα πλούσια!» Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, εύρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι άνθρωποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον γέροντα:
– Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησιά κοντά μας, μήτε καν ρημοκκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να  περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και την διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ‘λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από ‘δώ, κι από τις πολλές φορές που τα ‘λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: «Σ’κώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’: Τέκνου μου! Τέκνου μου!» Αυτά τα γράμματα ξέρω… Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνω και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε τον σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
–  Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων! Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της. Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοίωτον ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να  πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε τον σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον Όρθρο και τον Κανόνα της εορτής «Δεύτε, λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει τον δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση. Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα- Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε. Και σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα την βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε την βασιλόπιτα κι είπε: Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε «του νοικοκύρη, του Γιάννη του Βλογημένου». Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
– Γέροντα, ξέχασες τον Άη-Βασίλη! Του λέγει ο Άγιος:– Αλήθεια, τον ξέχασα! Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:– Του δούλου του Θεού Βασιλείου!
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο: Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου; Του λέγει ο Άγιος: Έκοψα, ευλογημένε! Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος! Έστρωσε η γυναίκα για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να  κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
–  Κύριος, ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος ουδέ ικανός ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου… Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης: Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Άη-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μάς κάνει να κολαζόμαστε. Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα:
–  Κύριε, ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών… Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Από το βιβλίο του Φ. Κ. «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», σελ. 135-139, Εκδ. Οίκος  Αστήρ, Αλ. – Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1995 (ζ’ έκδ.)
 [1]  Λεμπεσουριά: φτωχολογιά, άξεστοι άνθρωποι.
 [2]  Ρουπάκι: άγρια δρυς, είδος βαλανιδιάς. [3]  Γρούζω: γρυλίζω.
 [4]  Ξελόχισε: κόρωσε, φούντωσε.
 [5]  Ζωστικό: αντερί, το εσωτερικό φόρεμα των ιερέων, με ζώνη στη μέση.

Διάολος και διαολάκι. Ικαριώτικο παραμύθι




Και τώρα βουβές όλο αυτιά...






Ο πατέρας ο διάολος  καθότανε στο καφενείο με  το παιδί του  το διαολάκι. Απέναντι  ήτανε  η  θάλασσα, το πέλαγος. Εκεί πνιγόντανε ένα  καράβι.  Και λέει το  διαολάκι στον πατέρα  διάολο: 
  –Πατέρα, ό,τι  κακό γίνεται στον  κόσμο μού τα  φορτώνουν εμένα.  Για  κοίτα  αυτό  το καράβι που  πνίγεται στο πέλαγος, είμαι εγώ εκεί;
   Και λέει ο πατέρας ο διάολος:  
 –Δεν  είσαι,  παιδί μου,  εκεί, αλλά  είναι  τα έργα  σου  εκειπέρα. 
Κι αυτό είναι γι'  αυτούς που  δεν  φαίνονται ότι  κινούν  τα  νήματα.  

 Κωνσταντίνος Κόχυλας,   Ράχες 

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...