Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευριπίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευριπίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Θοδωρής Βοριάς επιλέγει χωρία από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη

[Πηλεύς: Πολλῶν νέων γὰρ κἄν εὔψυχος ᾖ
κρείσσων· τί γὰρ δεῖ δειλὸν ὄντ᾿ εὐσωματεῖν;]






Ὁ ἀντρειωμένος κι ἂς εἶναι γέρος
πολλοὺς νεότερους θὰ ξεφτιλίσει,
γιατί τί νὰ τὸ κάνει ὁ δειλὸς τὸ δυνατὸ κορμί;

Ο Θοδωρής Βοριάς, επιλέγει χωρία από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη.

Ο γνωστός ποιητής και ερευνητής μας παραπεμπει στον Ευριπίδη, με αφορμή τους αδίκως δοξαζόμενους... 

στιχ. 319 – 323
[Ἀνδρομάχη: …ὦ δόξα δόξα, μυρίοισι δὴ βροτῶν
οὐδὲν γεγῶσι βίοτον ὤγκωσας μέγαν.
Εὔκλεια δ᾿ οἷς μὲν ἔστ᾿ ἀληθείας ὕπο,
εὐδαιμονίζω· τοὺς δ᾿ ὑπὸ ψευδῶν, ἔχειν
οὐκ ἀξιώσω, πλὴν τύχῃ φρονεῖν δοκεῖν…]






Ἂχ δόξα, δόξα
ἀμέτρητους ἀσήμαντους ἀνθρώπους
ἔχεις ἀναδείξει.
Καλότυχοι εἰν᾿ ἐκεῖνοι
ποὺ ἡ ἔνδοξή τους φήμη
γεννιέται ἀπ᾿ τὴν ἀλήθεια.
Ὅσους δοξάστηκαν μὲ φῆμες ψεύτικες
δὲν τοὺς τιμῶ,
γιατί χρωστᾶνε τὴ δόξα τους
στὴν τύχη.

Ευριπίδη, Φοίνισσες. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ.

  Φίλοι και φίλες απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Ευριπίδη ¨Φοίνισσες¨, στο πλαίσιο των παραθέσεων έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος. Καθώς λοιπόν το θέρος προχωρά, θα επιχειρήσω να σας μεταφέρω στην Αθήνα του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ. Λίγο πριν, δηλαδή, τη λήξη του αιματηρού Πελοποννησιακού πολέμου.

                   
                                              


  Σε ένα σχόλιο του ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους, τοποθετεί χρονικά το έργο ανάμεσα στην Ανδρομέδα -που διδάχθηκε το 412 (στο στίχο 53 αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το έργο μαζί με την Αντιόπη και την Υψίπυλη αποτελούν παραδείγματα δράματος μετά την Ανδρομέδα)- και στο θάνατο του Ευριπίδη που ήρθε το 405. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι μελετητές οι οποίοι πιστεύουν ότι διδάχθηκε το 408, ενώ πιθανότερο θεωρείτε να διδάχθηκε το 409 (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου). Το έργο σίγουρα εντάσσεται στη τελευταία αθηναϊκή περίοδο του ποιητή. Υπενθυμίζεται ότι ο Ευριπίδης έφυγε για πάντα από την Αθήνα για τη Μακεδονία το 408.

Το έργο παρουσιάστηκε σίγουρα μαζί με τις τραγωδίες Οινόμαος και Χρύσιππος συνθέτοντας έτσι μία πλήρη τριλογία.

  Ο τίτλος προέρχεται από το Χορό του έργου που αποτελείτο από δεκαπέντε κορίτσια, καταγόμενα από την Τύρο της Φοινίκης, τα οποία στάλθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αναμφίβολα θα αποτέλεσαν μία εντυπωσιακή, παράξενη και συνάμα εξωτική εικόνα στο έργο. Τα κορίτσια που απάρτίζουν το Χορό εγκλωβίστηκαν στη Θήβα εξαιτίας του πολέμου που εξελίσσονταν μεταξύ Άργους και Θήβας. Η Θήβα σημειωτέων ότι ήταν προσφιλής σ’ αυτές επειδή  ιδρυτές της πόλης ήταν ο Κάδμος και ο πατέρας του Αγήνορας, βασιλιάς της Τύρου. Το πανόραμα του βασιλικού οίκου της πόλης της Θήβας θα παρατεθεί πλήρως από το Χορό του έργου.


                               


  Πρόκειται, χωρίς αμφισβήτηση, για ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα κατά την αρχαιότητα έργα του Ευριπίδη, μαζί με τον Ορέστη και την Εκάβη. Η πληθώρα αρχαίων σχολίων καταδεικνύει τη δημοτικότητα του κατά την αρχαιότητα. Η αρχαία τεχνοκριτική επικεντρώνεται στον ευρύ θεματικό πλούτο στον οποίο στηρίζεται η θεατρική αποτελεσματικότητα, αλλά και στα πολλά παρεμβλητά μέρη χωρίς οργανική μεταξύ τους σύνδεση. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι Φοίνισσες κατείχαν ιδιαίτερη θέση και στα βυζαντινά σχολικά βιβλία

   Μεταγενέστερα υπήρξαν αναρίθμητες μεταφράσεις του έργου με σημαντικότερες αυτές του Grotius και του Schiller. Ο Ολλανδός ουμανιστής Grotius (θεωρείται και ιδρυτής της επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου) τύπωσε το έργο στο Παρίσι το 1630, ενώ ο Schiller το μετέφρασε έμμετρα στη γερμανική γλώσσα και στο δράμα του ¨Η νύφη της Μεσσήνης¨ μιμήθηκε ¨ την προσπάθεια της Ιοκάστης να συμφιλιώσει τα παιδιά της. 

   Η Αθήνα εκείνη την εποχή ταλανίζεται από σοβαρές πολιτικές αναταραχές, καθώς έχει προηγηθεί κατά πάσα πιθανότητα το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411. Η πόλη είναι βαθύτατα συγκλονισμένη από την εξέλιξη του Πελοπονησιακού πολέμου (βρισκόμαστε μόλις λίγα χρόνια πριν την οριστική ήττα των Αθηναίων το 404 π.Χ.) ο οποίος έχει ήδη διαρκέσει είκοσι χρόνια με μεγάλες επιπτώσεις στο στρατιωτικό και στον οικονομικό τομέα, καθώς και στη λειτουργία του πολιτεύματος

  Η συντριβή που έχει υποστεί ο αθηναϊκός στρατός στην καταστροφική εκστρατεία της Σικελίας, και οι επιδρομές των Λακεδαιμονίων από το ορμητήριο της Δεκέλειας επηρεάζουν, φυσικά, άμεσα την προαναφερθείσα ακανθώδη εσωτερική κατάσταση της Αθήνας. Ταυτόχρονα εξελίσσεται και η προδοσία του Αλκιβιάδη (σίγουρα ο Πολυνίκης ταυτίζεται στο έργο με τον Αλκιβιάδη), που για να αποφύγει τη δίκη για την καταστροφή των Ερμαϊκών στηλών κατέφυγε αρχικά στη Σπάρτη (επιστρέφοντας από τη Σικελία) και ύστερα στην αυλή του Πέρση βασιλιά.

   Ο θεατής είτε ως αναγνώστης μελετώντας το κείμενο είτε παρακολουθώντας την παράσταση, αδυνατεί να αποσυνδέσει το κείμενο από την πραγματικότητα την οποία τότε αντιμετώπιζε η Αθήνα. Στο έργο υπάρχει διάχυτη η ατμόσφαιρα πολεμικής απειλής (έντονη αγωνία προκαλούν οι κινητοποιήσεις για την άμυνα της πόλης) και έντονη πολιτική παρακμή (την προκαλεί η σύγκρουση των δύο γιων του Οιδίποδα  για την διεκδίκηση της εξουσίας της πολιορκημένης Θήβας).

   Τέλος ο μύθος από τον οποίο αντλήθηκε το έργο ήταν η τραγική μοίρα του οίκου των Λαβδακιδών. Ο Ετεοκλής (όπως θα διαπιστώσουμε στην πορεία) έδωσε καινούριες διαστάσεις στην έννοια ¨κυνικός αδελφοκτόνος σπαραγμός¨). Ο Ευριπίδης έτσι επιστρέφει στο γνωστό μύθο της εμφύλιας σύγκρουσης των γιων του Οιδίποδα. Το έργο είναι ομόθεμο με τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου πλην όμως η εκδοχή του Αισχύλου αποτελεί μόνο την αφετηρία του εν προκειμένω έργου.




Η εξέλιξη του έργου.

   Η βασίλισσα Ιοκάστη εμφανίζεται πρώτη επί σκηνής και προλογίζει το έργο, μας συστήνεται και μας εισάγει με εύστοχο τροπο στο μύθο.

  Αρχικά η βασίλισσα προτάσσει μία διανθισμένη επίκληση στον Ήλιο, ύστερα εξιστορεί πως ο Λάιος δε σεβάστηκε την απαγόρευση του Απόλλωνα προς αυτόν να τεκνοποιήσει, και πως εκτέθηκε καθώς και πως σώθηκε αλλά και πως ανατράφηκε κοντά στον Πολύβιο ο Οιδίποδας. Στην αφήγηση της περιγράφεται με έξοχο τρόπο η συνάντηση του Οιδίποδα και του Λάιου στη Σχιστή οδό και τα όσα καθοριστικά συνέβησαν, καθώς κατευθύνονταν αμφότεροι στο Μαντείο των Δελφών,

  Η Ιοκάστη είναι σίγουρα η μάνα του πιο δυστυχισμένου ανθρώπου του κόσμου, του Οιδίποδα, που η σκληρή μοίρα του επιφύλαξε να γίνει φονιάς του πατέρα του, να δοξαστεί σκοτώνοντας τη Σφίγγα, και να πέσει σε μεγάλη ντροπή επειδή ο δύστυχος παντρεύτηκε τη μάνα του χωρίς να το ξέρει. Ο Οιδίπους (με απόφαση των παιδιών του) είναι τώρα έγκλειστος στο παλάτι, καθώς τα παιδιά του προσπαθούν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο, και για το λόγο αυτό ο Οιδίποδας τους έχει καταραστεί να έρθουν σε ρήξη μεταξύ τους για τη διαδοχή.


                               



  Τα δύο αδέρφια (Ετεοκλής και Πολυνίκης) αρχικά συμφωνούν να κυβερνούν εκ περιτροπής για ένα χρόνο μετά το τέλος της βασιλείας του Οιδίποδα, αυτή η συμφωνία όμως δεν τηρείται από τον Ετεοκλή που διώχνει τον αδερφό του για το Άργος. Ο Πολυνίκης επιστρέφει τώρα επικεφαλής έξι συμμαχικών βασιλέων για να πάρει πίσω το δίκιο του. Αυτά περίπου αφηγείται η Ιοκάστη στον πρόλογο.

  Μπορεί κανείς εύκολα να παρατηρήσει μελετώντας το έργο ότι σε αντίθεση με τον Οιδίποδα του Σοφοκλή η Ιοκάστη τελικά εδώ επιζεί, πληροφορώντας μας ακόμη ότι οι γιοι του Οιδίποδα φυλάκισαν τον πατέρα τους και αυτός τους καταράστηκε. Επιπλέον η Ιοκάστη μας πληροφορεί και για το σύστημα της εναλλαγής εξουσίας μεταξύ των δύο αδερφών.

  Η Αντιγόνη (αδερφή των δύο αντιμαχόμενων) βγαίνει επάνω στο δώμα του παλατιού για να αναγνωρίσει τον εχθρικό στρατό και τον Πολυνίκη. Στο σημείο αυτό λαμβάνει χώρα η ¨τειχοσκοπία¨, η παράθεση δηλαδή από την Αντιγόνη των σχηματισμών του αργίτικου στρατού, (κάτι που θυμίζει Ιλιάδα). Εδώ ο Ευριπίδης επιδεικνύει μία μεγάλη περιγραφική ικανότητα. 


  Στο πρώτο επεισόδιο πραγματοποιείται η είσοδος του Πολυνίκη στη σκηνή, ο γιος του Οιδίποδα εισέρχεται μονολογώντας (κάτι που προαναγγέλλει και την τεχνική της Νέας κωμωδίας). Η θέση του είναι αφύσικη, έχει μπει στην πόλη προσκεκλημένος από τη μητέρα του για τις τελευταίες απέλπιδες προσπάθειες διαπραγματεύσεων όσον αφορά τη διανομή (μοιρασιά) της εξουσίας και την αποτροπή της μάχης, δε λησμονεί ότι βρίσκεται σε εχθρικό έδαφος και έτσι κινείται προσεκτικά δείχνοντας εμπιστοσύνη μόνο στο ξίφος του και στο άσυλο των βωμών. Είναι ψυχολογικά έτοιμος να συμβιβαστεί…

  Πρώτη η Ιοκάστη συναντά τον Πολυνίκη και δεν αμφισβητεί το δίκιο του, ενώ διερωτάται τη ευθύνη μπορεί να έχουν, το σίδερο, η διαμάχη και ο πατέρας μπροστά στη θέληση των θεών που ρήμαξε το σπίτι της. Εντύπωση στους θεατές και ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι η Ιοκάστη προσκυνά τον Πολυνίκη (έθιμο της Ανατολής). Συγκίνηση επίσης προκαλεί ο εναγκαλισμός μάνας και γιου. Οι δυο τους ξεκινούν να συζητούν μεταξύ τους.

  Στο τέλος των δύο ρήσεων ο Πολυνίκης αιτιολογεί την όλη στάση του και την απόφαση του να αγωνιστεί για το δίκιο του. Φέρει τη σφραγίδα του εξόριστου και υποφέρει σκληρά, είναι πρόθυμος να συμβιβαστεί καθώς του λείπει η πατρίδα. Η αιτιολογία του όμως είναι πέρα για πέρα υλιστική, επειδή σε γενικές γραμμές επικαλείται τις πιεστικές ανάγκες που αντιμετωπίζει ως εξόριστος (;). Ενώ πρωτύτερα είχε φορτίσει την ατμόσφαιρα με τα λόγια του περί θρήνου για την απώλεια της πατρίδας, συμπληρώνει τώρα τα λόγια αυτά με ένα στοιχείο ουσιαστικό. Παρόλαυτά ο Πολυνίκης έχει κερδίσει τη συμπάθεια του θεατή…

  Οι αδιάλλακτοι της Σοφιστικής  θα ζωγραφίσουν εδώ τον Πολυνίκη ως γιο της φύσης... 

  Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο Ετεοκλής, ρωτά με οργή τη μάνα του γιατί έφερε εδώ τον αδερφό του. Η Ιοκάστη δίνει πρώτα το λόγο στον Πολυνίκη, (ο οποίος στους ¨Επτά επί Θήβας¨ του Αισχύλου αναφέρεται ως επιδρομέας, ενώ ο Ετεοκλής είναι ο αφοσιωμένος υπερασπιστής της Θήβας). Εδώ ο Ευριπίδης μοιράζει αντίθετα τις φωτοσκιάσεις, φυσικά σε καμία περίπτωση δε μπορεί να απαλλάξει τον Πολυνίκη από την απόφαση επιδρομής εναντίον της πατρίδας του, του αναγνωρίζει όμως το δικαίωμα να διεκδικήσει το θρόνο, την αγάπη για την πατρίδα του και τη μητέρα του και τέλος την επιθυμία του για συμφιλίωση. Ο Πολυνίκης παρουσιάζεται σε γενικές γραμμές ως ο καλός αδερφός.

  Το λόγο τώρα παίρνει η Ιοκάστη, απευθυνόμενη στον Ετεοκλή, τον μέμφει ότι τον κινεί η Φιλοδοξία, η χειρότερη θεότητα (την προσδιορίζει λεκτικά ως Φιλοτιμία), σ΄ αυτόν αντιπαραθέτει την ισότητα, εκείνη δηλαδή τη δύναμη που φέρνει τάξη σε όλους τους ανθρώπους και το σύμπαν (;;;). Λέει στον Ετεοκλή να διαλέξει ξεκάθαρα ανάμεσα στην τυραννίδα και στο καλό της πόλης καθώς η ενδεχόμενη ήττα θα σημάνει καταστροφή.

  Η λογομαχία μεταξύ των αδερφών  συνεχίζεται, ενώ η μετέπειτα αλληλοκτονία προετοιμάζεται όταν ο Πολυνίκης δηλώνει ότι όποιος χτυπήσει με το ξίφος θα έχει την ίδια τύχη. Ζητά ξεκάθαρα να μάθει για τη θέση του αδερφού του στην παράταξη επιζητώντας να αναμετρηθεί μαζί του. Έτσι λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο κλείνει τελεσίδικα η φάση της συμφιλίωσης.

  Στο σημείο αυτό θα συμπεράνουμε ότι ο Ετεοκλής είναι ο άνθρωπος της άμετρης δύναμης, εμφανίζεται ως άρπαγας, κυνικότατα συμφεροντολόγος και αρχομανής. Δηλώνει χωρίς ενδοιασμούς ότι πρέπει να αδικεί κανείς για ένα θρόνο και ότι είναι ωραία η αδικία αλλά πρέπει να είναι όχι χωρίς σκοπό (εμφανείς οι σοφιστικές επιδράσεις στο λόγο του) Αντίθετα όπως προαναφέρθηκε συμπαθής εμφανίζεται με τη στάση του ο Πολυνίκης.

  Ο αγώνας λόγων μεταξύ των δύο είναι αριστοτεχνικός, η Ιοκάστη συμμετέχει όχι με την ιδιότητα του κριτή αλλά του ενδιαφερόμενου. 


                               


  Μετά την πλήρη αποτυχία των διαπραγματεύσεων ο Πολυνίκης επιστρέφει στο στρατό των Αργείων ώστε να τον οδηγήσει εναντίον της πατρίδας του. Τη λύση, εδώ που οδηγήθηκαν τα πράγματα, θα δώσει πια το σπαθί…



  Στο πρώτο χορικό στάσιμο οι Φοίνισσες μιλούν με ζωηρό τόνο για το ταξίδι και τις εντυπώσεις που αποκόμισαν από αυτό. Ταυτόχρονα τινάζεται και ο πόθος τους να λούσουν τα μαλλιά τους στα νερά της Κασταλίας, λαχταρούν να παν εκεί, καθότι είναι αφοσιωμένες στο δελφικό θεό. Ο Χορός αφού χώρισαν ο Ετεοκλής και ο Πολυνίκης εξιστορεί παλιούς θρύλους για το χτίσιμο της Θήβας και εκφράζει το παράπονο του στον Άρη, που προσβεβλημένος και μανιασμένος φέρνει τους Θηβαίους στον πόλεμο.



  Στο δεύτερο επεισόδιο εξελίσσεται μία στιχομυθία μεταξύ Κρέοντα και Πολυνίκη με αντικείμενο, φυσικά, την άμυνα της πόλης. Από τα λόγια τους γίνεται φανερή η δίψα τους για εξουσία και πόλεμο. Ο Ετεοκλής είναι αδιάλλακτος και γεμάτος αβυσσαλέο μίσος για τον αδερφό του, εύχεται μόνο ένα πράγμα να βρει απέναντι του τον Πολυνίκη και να τον σκοτώσει.

  Στο τραπέζι πέφτουν από το νεαρό στρατηγό με όλο τον ενθουσιασμό που τον διακατέχει ως απόρροια και της νεότητας του, προτάσεις επιθετικής τακτικής. Πιο συγκεκριμένα μάχη σε ανοικτή πεδιάδα, νυχτερινός αιφνιδιασμός του εχθρού και επίθεση την ώρα του γεύματος.. Ο Κρέων αρνείται κατηγορηματικά να συνηγορήσει. Τότε ο Ετεοκλής αγανακτεί και ρωτά: πως τελικά πρέπει  να ενεργήσει; Μήπως να παραδώσει την πόλη; Ο Κρέων τελικά αποφαίνεται προτείνοντας του την επάνδρωση των επτά πυλών…

  Στο σημείο αυτό ο Ετεοκλής αναγκαστικά αναλαμβάνει το ρόλο του υπερασπιστή της πόλης και με τις ευλογίες του θείου του Κρέοντα. Στο έργο δεν πραγματοποιείται αλλαγή προσωπικότητας ή γνήσια τραγικότητα όπως στους ¨Επτά¨ του Αισχύλου

  Ο Ετεοκλής αποφασίζει να μην ταφεί ο Πολυνίκης στην πατρίδα σε περίπτωση θανάτου του. Η συμμαχία του Πολυνίκη με το Άργος θυμίζει σε όλους την προδοσία του Αλκιβιάδη και οι έριδες μεταξύ των φατριών της Θήβας τις πολιτικές διαμάχες που ταλάνιζαν εκείνη την εποχή την Αθήνα. Ο Κρέων τώρα στέλνει το γιο του Μενοικέα στον Τειρεσία…


  Ακολουθεί το ΄Β στάσιμο του Χορού, στο οποίο θρηνούνται τα δεινά του πολέμου και η μοίρα του Οιδίποδα.


  Το τρίτο επεισόδιο είναι αφιερωμένο στην πιο φωτεινή (και μάλλον μοναδική στο δράμα) φυσιογνωμία του έργου: Τον Μενοικέα.  Σταδιακά συνυφαίνονται η μοίρα της πόλης και των Λαβδακιδών, ενώ στο πρόσωπο του γιου του Κρέοντα η μοίρα των Σπαρτών. (Μετά την αρπαγή της αδελφής του, Ευρώπης, από τον Δία, ο Κάδμος μαζί με τα αδέλφια του και τη μητέρα τους άφησαν κατ’ εντολήν του Αγήνορα την πατρίδα τους και περιπλανήθηκαν στο Αιγαίο με σκοπό να βρουν την Ευρώπη. Ο Κάδμος κατέληξε στη Βοιωτία, όπου ίδρυσε την πόλη της Θήβας, αφού πρώτα ακολούθησε μία ξεχωριστή αγελάδα με μια ημισέληνο στα πλευρά της (έπειτα από χρησμό του μαντείου των Δελφών) και στη συνέχεια σκότωσε ένα δράκοντα κι έσπειρε τα δόντια του, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώσουν οι πρώτοι κάτοικοι (Σπαρτοί). Η ακρόπολη της Θήβας ονομάστηκε προς τιμήν του Καδμεία) (Βίκιπαίδεια)

  Στη σκηνή εμφανίζεται ο Τειρεσίας οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την κόρη του Αντιγόνη και το Μενοικέα. Ο τυφλός μάντης έρχεται από την Αθήνα, είχε πάει εκεί για να δώσει συμβουλές στους Αθηναίους για τον πόλεμο με τον Εύμολπο.

  Οι σχέσεις του Μάντη με τους γιους του Οιδίποδα ήταν εχθρικές, ο λόγος ήταν γιατί τους είχε ψέξει για τη συμπεριφορά τους απέναντι στον πατέρα τους. Ο Τειρεσίας ξέρει καλά το τέλος και των δύο: Η κατάρα του Οιδίποδα θα τους φέρει το θάνατο από τα ίδια τους τα χέρια…

  Ο Κρέοντας εναγωνίως ρωτά το Μάντη ποια μέτρα πρέπει να λάβει ώστε να σωθεί η πόλη. Ο Τειρεσίας απαντά πως δύο είναι οι ενέργειες που πρέπει να κάνουν για να σωθούν, την πρώτη την ανακοινώνει εύκολα στον Κρέοντα: Να μην αφήσουν δηλαδή, τη φύτρα του Οιδίποδα είτε ως πολίτης είτε άρχων να παραμείνει στην πόλη. Προετοιμάζοντας εδώ έτσι την απέλαση του Οιδίποδα. 

  Το δεύτερο μέτρο ο Μάντης προτιμά να μην το πει και να φύγει… Ο Κρέων όμως αποσπά το δεύτερο μέτρο σωτηρίας με την πειθώ και πέφτει σαν κεραυνός στο κεφάλι του… Πρέπει να θυσιαστεί ο γιος του Μενοικέας για  να σωθεί η πόλη!!!

   Ο Τειρεσίας που λίγο πριν ήταν έτοιμος να φύγει και να κρατήσει μυστικό το χρησμό, τώρα λέει πως όλη η πόλη πρέπει να μάθει για το χρησμό(!). Ο Κρέων τώρα τον εκλιπαρεί να κρατήσει μυστικό το χρησμό κατηγορώντας τον ότι θα σκοτώσει το γιο του.

  Εύλογα λοιπόν δημιουργούνται εδώ υποψίες ότι οι ανωτέρω στίχοι αποτελούν είτε μεταγενέστερες προσθήκες, οι οποίες εκτόπισαν το γνήσιο χωρίο (σύμφωνα με τον Schnell), είτε σε παράλειψη από τον ποιητή ενός εκτενέστερου για λόγους οικονομίας το οποίο γεφύρωσε με το συγκεκριμένο χωρίο. Ο Schnell κατέληξε στη δεύτερη θεώρηση μετά από σχολαστική έρευνα

  Ο Τειρεσίας με τα μάτια της ψυχής του αποκαλύπτει το νόημα της θυσίας: Ο θεός Άρης είναι θυμωμένος με την πόλη επειδή ο Κάδμος σκότωσε τον αγαπημένο του Δράκοντα. Τώρα επιμένει να πεθάνει ένας από τους Σπάρτους που γεννήθηκαν από τα δόντια του

  Προειπώθηκε ότι ο Μενοικέας αποτελεί τη μοναδική ολότελα φωτεινή μορφή του δράματος, ο πατέρας του, του ανακοινώνει ότι πρέπει να φύγει άμεσα από την πόλη γιατί κινδυνεύει, προτείνοντας του ως προορισμό τους Δελφούς. Ο Μενοικέας προσποιείται ότι συμφωνεί και έπειτα αυτοκτονεί για τη σωτηρία της πόλης … Καθώς ο νέος γκρεμίζεται από τα τείχη της Θήβας ο Χορός εξυμνεί την αυτοθυσία του...


                                  



  Στο τρίτο χορικό στάσιμο αναφέρεται η δυστυχία που έφερε στην πόλη η Σφίγγα και ο θρίαμβος του Οιδίποδα επί αυτής.



  Ένας αγγελιοφόρος ορμά στη σκηνή στο ξεκίνημα του τετάρτου επεισοδίου και καλεί την Ιοκάστη να βγει από το παλάτι! Πρόκειται να παρατεθεί μία αγγελική ρήση, η πρώτη, που θα αφηγηθεί πως απέτυχε η έφοδος των ¨Επτά¨ την ώρα που εχθροί και αδελφοί θα οπλίζονται για μονομαχία…

  Σε αντίθεση με τον Αισχύλο που παρουσιάζει με σχετική συντομία τα εξωσκηνικά γεγονότα, δηλαδή τη μάχη της Θήβας, ο Ευριπίδης προχωρεί σε εκτενή ανάλυση της με αφηγηματική δεινότητα μέσω του Αγγελιοφόρου. Ο Αγγελιοφόρος αναγγέλλει τη νίκη της Θήβας , αναφέρεται στη θυσία του Μενοικέα και στην οργάνωση της άμυνας υπό την επιμελητεία του Ετεοκλή.

  Στην αφήγηση ακολουθούν οι αποτυχημένες προσπάθειες του Παρθενόπαιου, του Τυδέα και του Καπανέα να εισέλθουν στην πόλη, καθώς επίσης και η αναδίπλωση που επιχείρησε ο Άδαστος μετά την αποτυχία τους. (μοναδικής αφηγηματικής τέχνης λεπτομέρειες περιέχει η επίθεση του Καπανέα).

  Ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Ευρυπίδης στο έργο έχει γίνει αντικείμενο πρόσφατης διδακτορικής έρευνας από την κα Άννα Λάμαρη (http://ikee.lib.auth.gr/record/106817/files/GRI-2008-1592.pdf)

 Η αφήγηση αρχικά είναι έντονα ενθουσιώδης και πολεμική αλλά σταδιακά αποφορτίζεται, γεγονός που ερμηνεύεται ως έκφραση αντιπολεμικού πνεύματος από τον Ευριπίδη (η καταστροφή της Αθήνας, όπως είπαμε, εξαιτίας του Πελοπονησιακού Πολέμου ήταν στο αποκορύφωμα της).
  

  Ο αγγελιοφόρος ενημερώνει ότι ο Ετεοκλής πρότεινε να γίνει μονομαχία μεταξύ αυτού και του Πολυνίκη.


                               



  Στο τέταρτο στάσιμο ο Χορός συνεχίζει την ιστορία της Θήβας μιλώντας με συμπόνια για τους κακότυχους Λαβδακίδες καθώς και την Ιοκάστη.



  Στο πέμπτο επεισόδιο την ώρα που ο Κρέων είναι βυθισμένος στον πόνο εξαιτίας του χαμού του γιου του προσέρχεται εκ νέου αγγελιοφόρος, ο οποίος ανακοινώνει το θάνατο των δύο αδελφών και της Ιοκάστης (δεύτερη αγγελική ρήση).

Στην περιγραφή της μονομαχίας κυριαρχεί η δίψα που έχει ο καθένας για το θάνατο του άλλου, ενώ ακόμη σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζονται αμφότεροι αξιοκατάκριτοι και ένοχοι στον ίδιο βαθμό. Ο ποιητής με αφηγηματική μαεστρία περιγράφει το θάνατο και των δύο.

  Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης περιγράφεται το τέλος της Ιοκάστης. Η θλιβερή μητέρα έρχεται μόλις την τελευταία στιγμή ώστε να δεχτεί μία τελευταία χειρονομία αγάπης από τον Ετεοκλή και να ακούσει τα στερνά λόγια του Πολυνίκη…
(Εδώ πάλι ο ποιητής ξεχωρίζει τον Πολυνίκη).

  Η Ιοκάστη αρπάζει ένα ξίφος, το μπήγει στο λαιμό της, σωριάζεται δίπλα τους και τους αγκαλιάζει πριν ξεψυχήσει…

  Μετά το θάνατο τους η μάχη συνεχίζεται και τελικά οι Θηβαίοι τρέπουν σε φυγή τους Αργειους οριστικά, έχοντας όμως υποστεί πολλές απώλειες. Ότι έγινε έγινε εξαιτίας του Οιδίποδα… Δε θα διστάσει να το πει σε λίγο η Αντιγόνη.

  Ακολουθεί μία πομπή με τους τρεις νεκρούς και την Αντιγόνη, που καλεί τον πατέρα της να βγει από το βάθος του ανακτόρου που είναι φυλακισμένος

  Ύστερα από μακρά σιωπή παίρνει το λόγο ο Κρέων -είναι ο καινούριος Κύριος των Θηβών- καθώς ο Ετεοκλής του έχει εμπιστευθεί από πριν την εξουσία όπως επίσης και και τη φροντίδα του γάμου της Αντιγόνης και του δεύτερου γιου του Αίμου. Διατάσσει άμεσα την απέλαση του Οιδίποδα.

  Ο Οιδίπους αποκρίνεται με ένα μακρύ θρηνητικό λόγο για την άθλια εναπομείνουσα ζωή του αναφερόμενος στην κατάρα που τον διατρέχει από την κοιλιά της μάνας του. Ο δύστυχος Οιδίποδας είναι πεπεισμένος πως τον κυνηγούν οι θεοί και ότι η κατάρα που έριξε στους γιους του είναι αποτέλεσμα δαιμονικής επενέργειας 

  Εδώ όπως διαπιστώνουμε ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης βρίσκονται σε τεράστια διάσταση. Στην περίπτωση του Σοφοκλή ο Οιδίπους βρίσκεται αντιμέτωπος με την τερατική βούληση των θεών, διατηρώντας όμως ένα μεγαλείο που δεν το εγκαταλείπει ούτε την ώρα της απόλυτης αθλιότητας του, ίσα ίσα που εκεί το επιβεβαιώνει απόλυτα.

  Ο Οιδίπους όμως των Φοινισσών είναι ο κατασυντετριμμένος από τις υποχθόνιες δυνάμεις άνθρωπος, δεν δέχεται όμως να απαρνηθεί την ευγενική του φύση και να γονατίσει ικετευτικά μπροστά στον άνθρωπο Κρέοντα.

  Η Αντιγόνη αρνείται κατηγορηματικά να αφήσει άταφο τον αδερφό της Πολυνίκη. Με σκληρά λόγια ο Κρέοντας επαναλαμβάνει την απόφαση του για τον Οιδίποδα και διατάσσει ρητά να μην ταφεί ο Πολυνίκης. Έχει συσσωρεύθει τώρα στο τέλος αρκετό εύφλεκτο υλικό, ο χώρος είναι γεμάτος ένταση. Η αποφόρτιση όμως πραγματοποιείται σταδιακά με το θρήνο της Αντιγόνης και το ερώτημα που απευθύνει στο θείο της και κυρίαρχο πια της κατάστασης σχετικά με το γιατί διώχνει τον Οιδίποδα και γιατί δεν επιτρέπει ο αδερφός της να ταφεί στην πατρίδα. Ο Κρέων απαντά επικαλούμενος την εντολή του Ετεοκλή και διατάσσει να ρίξουν το πτώμα του Πολυνίκη έξω από τα τείχη, όποιος το βρει θα έχει την υποχρέωση να το θάψει σύμφωνα, όπως λέει με την ελληνική ηθική(!). Φυσικά και εδώ ο Κρέων ουδεμία σχέση έχει με τον Κρέοντα της Αντιγόνης.

  Όταν ο Κρέων σταματά να επιχειρηματολογεί, η Αντιγόνη δηλώνει ρητά ότι θα θάψει τον Πολυνίκη και ας το απαγορεύει η πόλη. Η συζήτηση οδηγείται σε αδιέξοδο πλην όμως η ατμόσφαιρα χαλαρώνει. Η Αντιγόνη επιζητεί τουλάχιστον να του επιδέσει τις πληγές, ο Κρέων όμως της το αρνείται και αυτό υπενθυμίζοντας της ταυτόχρονα και τον επικείμενο γάμο της με το γιο του Αίμονα. Η Αντιγόνη όπως είναι αναμενόμενο αρνείται. Τότε ο Κρέοντας απαντά λέγοντας της: είσαι ευγενική αλλά και ανόητη. Δε θα σκοτώσεις εσύ το γιο μου(!)¨

  Ύστερα από όλα αυτά Αντιγόνη και Οιδίποδας ξεκινούν την περιπλάνηση τους στο δρόμο της αθλιότητας. Περνούν δίπλα από τα τρία πτώματα ώστε να τα παράξουν ένα ύστατο άγγιγμα αγάπης.

  Η Αντιγόνη επαναλαμβάνει ότι θα θάψει τον αδερφό της…


                                                 



  Τώρα στο τέλος προβληματίζουν οι συμβουλές του Οιδίποδα προς την Αντιγόνη (τις οποίες και φυσικά αυτή απορρίπτει) ¨αναζήτησε τις φίλες σου, ικέτευε προσφέροντας στους βωμούς, πήγαινε στις μαινάδες του Βερμίου¨(!)

  Το έργο κλείνουν τα λόγια του Οιδίποδα που αφηγούνται τον ¨πόνο εκείνου (δηλαδή του ιδίου) που έλυσε το πρόβλημα της Σφίγγας¨ καταλήγοντας στην υποταγή του ανθρώπου στην αναγκαιότητα που καθορίζουν οι θεοί…




Περεταίρω στοιχεία για το έργο

  Το έργο δεν έχει σφιχτοδεμένη ενότητα, είναι παραγεμισμένο από πολλές σκηνές, πρόκειται για έργο πολυπρόσωπο (11 πρόσωπα)  και πολυπρισματικό. Η αφήγηση είναι πολυεστιακή και η πληθώρα προσώπων που το απαρτίζει απολαμβάνει το καθένα την προσοχή που του αναλογεί. 

  Ο ποιητής προσπάθησε να συμπιέσει  μέσα στα πλαίσια της δράσης ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος θεμάτων και έπλασε όσο το δυνατόν ζωηρή την κίνηση τους. Παραφόρτωσε δηλαδή το έργο με πολλά θέματα.. Επρόκειτο για τάση της μετακλασικής τραγωδίας.

  Η θεατρικότητα του Ευριπίδη απέχει πολύ από την αυστηρότητα της αρχαιότερης τραγωδίας. Το χαρακτηρολογικό ενδιαφέρον δεν περιορίστηκε σε δύο πρόσωπα όπως γίνονταν ως συνήθως στην αρχαία τραγωδία, στο έργο οι θεατές διαπιστώνουν ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί χαρακτήρες των οποίων η τραγική μοίρα είναι αλληλένδετη.

  Ο Ευριπίδης ενσωμάτωσε επίσης τους σοφιστικούς τρόπους στο δράμα κατά τρόπο οργανικό ο οποίος συνέτεινε στην προαγωγή της δράσης και στην εμβάθυνση της διάνοιας του μύθου.

  Ο αριβισμός, η στρεψοδικία, η υστεροβουλία και ο αμοραλιστικός ρητορισμός που αποδόθηκαν στους σοφιστές συνιστούσαν χαρακτηριστικά της μυθοποιΐας που εντάσσονταν οργανικά στο όλο σχήμα της παράστασης. Σύμφωνα με τον Gregory η ηθική πολυπλοκότητα και ο επίμονος φιλοσοφικός προβληματισμός που χαρακτήριζε τα έργα του Ευριπίδη όχι μόνο δεν αντιφάσκουν με το τραγικό εγχείρημα αλλά αποτελούν και θεμελιώδη χαρακτηριστικά του.

  Η δομή του δράματος προκάλεσε αυστηρή κριτική ακόμη από την αρχαιότητα. Ένα έργο καταρχήν  με τέτοια τάση για θεματική πληρότητα (παρατηρημένη ήδη από την αρχαία κριτική) πως είναι δυνατόν να απέκοψε ένα θέμα που εξασφαλίζει την απόλυτη θεματική πληρότητα, δηλαδή την ταφή του Πολυνίκη. Ίσως να το έπραξε αυτό ο Ευριπίδης επειδή το θέμα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την Αντιγόνη του Σοφοκλή.

  Η τειχοσκοπία, η προσπάθεια συμφιλίωσης των δύο αδερφών χαρακτηρίστηκαν ως περιττά παραγεμίσματα από την αρχαία κριτική.

  Στο τέλος των Φοινισσών επιπλέον παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα. Η αναγγελία της αναχώρησης του Οιδίποδα με την Αντιγόνη δε συμβιβάζεται εύκολα με την απαγόρευση ταφής του Πολυνίκη, Υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι οι στίχοι 1737 κ.ε. καθώς και 1742 κ.ε. είναι νόθοι (δε συμπεριλαμβάνονται στο διασωθέντα πάπυρο του Στρασβούργου). Το θέμα της ταφής είναι άγνωστο στον πάπυρο.

   Μιλήσαμε για την αρχαία κριτική, η νεώτερη ποικίλει. Ο Howald επί παραδείγματι, μίλησε για πλήρη αποσύνθεση σχετικά με τη δομή του έργου χαρακτηρίζοντας το ως το ¨τέλειο συμπίλημα¨ Μία καλή επισκόπηση του έργου πραγματοποίησε ο Riemschneider,  ο οποίος με γνώμονα την προσπάθεια της απόδειξης της ενότητας του έργου, έθεσε ως κριτήριο της δράσης τη συγκέντρωση γύρω από τη μοίρα και τη σωτηρία της πόλης. Ο Λέσκυ τέλος υποστήριξε επίσης την ενότητα της πόλης με το σκεπτικό ότι αυτή εξασφαλίζεται με το συσχετισμό της πλοκής με την πόλη, καθώς και με τη συμπλοκή της τύχης με τη μοίρα των Λαβδακιδών.

  Ο Ευριπίδης τροποποίησε τους χαρακτήρες των αδερφών ώστε να διασωθεί ηθικά ο Πολυνίκης, εντελώς αντίθετα από τον τρόπο που τους είχε αποτυπώσει η αρχαία παράδοση

  Ετεοκλής όμως και Πολυνίκης είναι αφοσιωμένοι στα δικά τους συμφέροντα μην έχοντας πατριωτικές προτεραιότητες (όπως στον Αισχύλο όπου καταστρέφοντας τον οίκο τους σώζουν την πόλη τους εξασφαλίζοντας της ένα υγειές μέλλον), για τον Ετεοκλή ειδικότερα δεν υπάρχει καν πόλις. Στη Θήβα η πολιτική εξουσία ταυτίζεται με την υλική περιουσία. Μόνο ο Μενοικέας ενσαρκώνει την αγάπη για την πατρίδα, συγκεντρώνοντας έτσι το φως σε ένα κόσμο που καταρρέει…


                                


  Οι Φοίνισσες περιελάμβαναν έναν μεγάλο αγώνα που συνοδεύονταν από εξαιρετικά ρωμαλέους τόνους.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο προσδιορισμός της φιλοδοξίας ως φιλοτιμίας…

  Οι τύχες των ανθρώπων μεταβάλλονται και ανατρέπονται μέσα στο έργο νομοτελειακά. Το μεγάλο δίπολο άνθρωποι-θεοί και η αβεβαιότητα της ανθρώπινης μοίρας στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας), δεν ακυρώνει την ανθρώπινη βούληση, αλλά πάνω από τον άνθρωπο δεσπόζει το θεϊκό στοιχείο που επενεργεί καθοριστικά επάνω στον Ετεοκλή και στη συμπεριφορά του (στην αρχή φαίνεται να τελεί υπό την της πατρικής Ερινύας). Ο Ευριπίδης αυτό το αντιστρέφει, οι εξελίξεις στις Φοίνισσες δεν είναι όμως άνευ θεών, αλλά καθορίζονται αποφασιστικότερα από τα ανθρώπινα πάθη, παρά από την όποια μεταφυσική επήρεια, η οποία υπάρχει αλλά ακούγεται σχεδόν σαν απόηχος. Ο Ευριπίδης στα έργα του σε αντίθεση με τους άλλους δύο μεγάλους τραγικούς αφαιρεί από τους θεούς τον καθορισμό των εξελίξεων και αφήνει τον τραγικό άνθρωπο μόνο επί σκηνής να παλεύει με τα πάθη του.



Πηγές: Ιστορία της αρχαίας ελληνική λογοτεχνίας (Λέσκυ), Οι Τραγικοί (Κρεβατάς), Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων τ.2 (Λέσκυ), Στάθης Παπακωνσταντίνου, politeianet, Wikipedia, Αντώνης Πετρίδης, Αρχαία Ελληνικά Γράμματα, Λωτοφάγοι, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Άννα Λάμαρη.

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι "Ορέστης Πυλαρινός"


Φοίνισσες (1978) 
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
Ηχητικὸ τῆς Παράστασης μὲ φωτογραφίες τῆς ἐποχῆς.
Ευριπίδης  -- 411 
Απόδοση: Γεράσιμος Σπαταλάς
Σκηνοθεσία: Αλέξης Μινωτής

Σκηνογραφία: Διονύσης Φωτόπουλος
Ενδυματολόγος: Διονύσης Φωτόπουλος
Χορογράφος: Μαρία Μ. Χορς
Συνθέτης: Μίκης Θεοδωράκης
Μουσική διδασκαλία: Έλλη Νικολαΐδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Μεσσάλας

Ιοκάστη   Ελένη Χατζηαργύρη
Παιδαγωγός   Θόδωρος Μορίδης
Αντιγόνη   Μαρία Σκούντζου
Αντιγόνη   Λυδία Κονιόρδου
Πολυνείκης   Χρήστος Πάρλας
Ετεοκλής   Τάκης Βουλαλάς
Κρέων   Βασίλης Κανάκης
Τειρεσίας   Ζώρας Τσάπελης
Μενοικέας   Αλέξανδρος Αντωνόπουλος
Α΄ Αγγελιαφόρος   Κώστας Κοσμόπουλος
Β΄ Αγγελιαφόρος   Νικήτας Τσακίρογλου
Οιδίπους   Αλέξης Μινωτής
Α΄ Κορυφαία   Πίτσα Καπιτσινέα
Κορυφαία-Χορός   Άννυ Πασπάτη
Κορυφαία-Χορός   Νόρα Κατσέλη
Κορυφαία-Χορός   Ελένη Ρήγα
Κορυφαία-Χορός   Αντιγόνη Γλυκοφρύδη
Κορυφαία-Χορός   Ράνια Οικονομίδου
Κορυφαία-Χορός   Βεατρίκη Δεληγιάννη
Κορυφαία-Χορός   Φλώρα Κωστοπούλου
Κορυφαία-Χορός   Νεφέλη Ορφανού
Κορυφαία-Χορός   Τζένη Μιχαηλίδου
Κορυφαία-Χορός   Μίκα Φλωρά
Κορυφαία-Χορός   Τζέση Παπουτσή
Κορυφαία-Χορός   Βάνα Μπλαζουδάκη
Κορυφαία-Χορός   Μαρία Διακουμάκου
Κορυφαία-Χορός   Λία Πάρλα
Κορυφαία-Χορός   Κάρμεν Ρουγγέρη
Κορυφαία-Χορός   Λυδία Κονιόρδου
Κορυφαία-Χορός   Μαριαλένα Κάρμπουρη
Κορυφαία-Χορός   Σοφία Κακαρελίδου
Κορυφαία-Χορός   Έλλη Κωνσταντίνου
Κορυφαία-Χορός   Μαίρη Βιδάλη

Τόπος & Χρόνος
Πρώτη παραγωγή
Θεατρική περίοδος: Θερινή 1978
 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


                             

Πρόκειται για ένα σπάνιο ηχητικό Ντοκουμέντο...



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Τρωάδες, Ευριπίδη. Αρχαίο Θέατρο. Του Ελευθερίου Κεχρινόπουλου.

Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας. Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας  το έργο του Ευριπίδη Τρωάδες. Καθώς πλησιάζουμε στην καρδιά του θέρους το αφιέρωμα μας στην αρχαία ελληνική δραματουργία συνεχίζεται...


Γράφει ο ιστορικός-αρχαιολόγος Ελευθέριος Κεχρινόπουλος.

Η αττική τραγωδία διανθίζεται παράλληλα με την φιλοσοφία και την δημοκρατία. Ο ανταγωνισμός των ποιητών στο θέατρο του Διονύσου, στην σκιά του βράχου της ακροπόλεως των Αθηνών, προσέδιδε παιδευτικό χαρακτήρα στο συμμετοχικό Αθηναϊκό κοινό. 



Στην συγγραφή τραγωδιών επιδόθηκαν τουλάχιστον τρεις μεγάλοι ποιητές, όλοι τους Αθηναίοι πολίτες, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.


«ΤΡΩΑΔΕΣ», ΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Στις «Τρωάδες» ο Ευριπίδης εκδηλώνει την συγγραφική και ποιητική του έχθρα προς
τον πόλεμο τον οποίο βιώνει, τον συγκινεί η θλίψη των γυναικών, των αιχμαλώτων,
των αδύναμων και ανυπεράσπιστων. Η θλίψη του πολέμου είναι ο πρωταγωνιστής της τραγωδίας, ένας διαδοχικός σπαραγμός, μια συνεχής και αυξανόμενη συμφορά.




Μια βραχύβια αναδρομή στο «κτήμα εις αεί» του Θουκυδίδη, βοηθά στην καλύτερη πρόσληψη του νοήματος και περιεχομένου του έργου του Ευριπίδη. Ο Αθηναίος στρατηγός Θουκυδίδης εξιστορεί τον μεγάλο πόλεμο που βίωσε και καθόρισε και τον Ευριπίδη, τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μνημείο πολιτικού στοχασμού αποτελεί διαχρονικά ο «διάλογος των Μηλίων» που παραθέτει ο Θουκυδίδης, όπου έλαβε χώρα στο νησί της Μήλου το 416 π.Χ..

Ο πολεμικές επιχειρήσεις με τους Λακεδαιμόνιους ξεκίνησαν το 431 π.Χ., οι
Αθηναίοι έχουν την ανάγκη να διαθέτουν τον θαλάσσιο έλεγχο και από αυτά τα δεσμά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το νησί των Μηλίων. Παρατάσσοντας οι Αθηναίοι πανίσχυρο στόλο περιμετρικά του νησιού προσπαθούν, αρχικά
συνδιαλεγόμενοι, να επιτύχουν την άρση της έως τότε ουδετερότητας της Μήλου και της ένταξης του νησιού στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία.

 Μπροστά στην επίκληση για συμφωνία διαποτισμένη με δικαιοσύνη και δημοκρατία που προτάσσουν οι κάτοικοι της Μήλου, προκειμένου να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους, οι Αθηναίοι σε μια αιώνια επίδειξη ισχύος, ανταπαντούν πως οι συμφωνίες γίνονται μόνο μεταξύ ίσων. Αμείλικτοι, στον βωμό του Αθηναϊκού συμφέροντος, σκοτώνουν όλους τους άρρενες πολίτες και πουλούν ως σκλάβους τα γυναικόπαιδα. 



Δεν είναι καθόλου τυχαίο συνεπώς, πως η τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη, εκτυλίχθηκε στην διδακτική σκηνή του θεάτρου του Διονύσου, μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 415 π.Χ. .

Χαρακτηριστικά ο θεός Ποσειδώνας αναφέρει με σαφή υπαινιγμό: «Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις, ναούς και τάφους και τα ιερά των πεθαμένων ρημάζει. Θα χαθεί κι αυτός κατόπι».


Η πλοκή εκτυλίσσεται όπως πάντα, εκτός της πόλης των Αθηναίων, συγκεκριμένα
στην Τροία, χρονικά, μετά την άλωση της πόλης από τους Έλληνες. Οι θεοί Ποσειδώνας και Αθηνά αποφασίζουν να καταστρέψουν τον στρατό των Αχαιών, τιμωρώντας τους για την άλωση της πόλης της Τροίας, η οποία ιδρύθηκε από τον θεό
της θάλασσας και η δε Αθηνά, ως αντίποινα λόγω της ασέβειας του Αία προς την Κασσάνδρα. 

Οι επιφανείς Τρωαδίτισσες έλαβαν την επιβαρυντική «τιμή» να διαμοιραστούν δίχως κλήρο στους αρχηγούς των Ελλήνων, ενώ οι λοιπές αιχμάλωτες μοιράστηκαν με κλήρο.

Τα πρόσωπα του δράματος που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο είναι η Εκάβη, βασίλισσα της Τροίας, χήρα του βασιλιά Πρίαμου, η οποία στην πορεία του δράματος πληροφορείται τον θάνατο της κόρης της και του εγγονού της, η κόρη της η Κασσάνδρα, μια ανύπαντρη πριγκίπισσα, μάντισσα του θεού Απόλλωνα, η
Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορα, η «ωραία» Ελένη, κόρη του Δία και της Λήδας, σύζυγος του Μενέλαου, ο Μενέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, αδελφός του Αγαμέμνονα, ο Ταλθύβιος, κήρυκας του ελληνικού στρατού, οι θεοί Ποσειδώνας και
Αθηνά και φυσικά ο χορός, αποτελούμενος από Τρωαδίτισσες που είχαν αιχμαλωτίσει οι Έλληνες, ο οποίος γεμάτος μελαγχολία εκπροσωπεί το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού που πουλήθηκαν ως σκλάβες, έπειτα απ’ τον αφανισμό των ανδρών τους.

Ο Αγαμέμνονας έλαβε ως γυναίκα του την αιχμάλωτη Κασσάνδρα, ο Νεοπτόλεμος
πήρε την Ανδρομάχη, ο Μενέλαος την Ελένη, η κατήγορος της τελευταίας η Εκάβη δόθηκε στον Οδυσσέα, η Πολυξένη σφαγιάστηκε επάνω στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ ο Αστυάνακτας, υιός της Ανδρομάχης, βρήκε τον θάνατο γκρεμίζοντάς τον οι Έλληνες απ’ τα τείχη της πόλης. 

Συλλογικά η πλοκή του έργου, αποτελούμενη από διαδοχικά επεισόδια, είναι άμεσα εξαρτημένη και σχετιζόμενη με τη μοίρα που επιφυλάσσουν οι νικητές στις σκλάβες, έπειτα από την τραγωδία της πτώσης της πόλης του Ιλίου.

Αναπόδραστα οι τραγωδίες περιέχουν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ευριπίδης
στοχάζεται φιλοσοφικά επάνω στις συνήθεις θρησκευτικές απόψεις, διατυπώνοντας
μέσω των πρωταγωνιστών του ανθρώπινες σκέψεις και προβληματισμούς, όπως της
Εκάβης, η οποία αναφερόμενη στον Δία λέει: «Ω εσύ που είσαι το στήριγμα της γης κι έχεις πάνω στην γη το θρόνο σου, όποιος κι αν είσαι, τόσο δύσκολο να σε νοήσουμε, Δία, είτε είσαι φυσική αναγκαιότητα είτε πλάσμα του ανθρώπινου νου, σε σένα απευθύνω την προσευχή μου». Οι θεοί στην Ευριπίδεια τραγωδία είναι ακριβώς σαν τους ομηρικούς θεούς και κατ’ επέκταση, σαν όλους εμάς, κυριευμένοι από πάθη, φθόνο, μνησικακία, περηφάνια, εκδικητικότητα. 




Η θεά Αθηνά στις «Τρωάδες» οργανώνει την καταστροφή του ελληνικού στόλου, διότι την πρόσβαλλε ένας Έλληνας ήρωας και διαπραγματεύεται τη μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων.

Οι «Τρωάδες» λογίζονται ως η πιο καταθλιπτική τραγωδία του Ευριπίδη, μα ακόμη και σ’ αυτή, υπάρχει η αίσθηση του κωμικού στοιχείου, όταν επρόκειτο ο Μενέλαος να πάρει στο καράβι μαζί του την Ελένη, τον οποίον προτρέπει η Εκάβη να μην τοκάνει και αυτός της απαντά: «Γιατί, έχει στο μεταξύ βαρύνει;».

Ο Ευριπίδης δραματοποιεί την ανθρώπινη δυστυχία, προκαλώντας ακραία αισθήματα
στο κοινό. Ο Αριστοτέλης κατονόμαζε τον Ευριπίδη ως «τον πιο τραγικό από τους ποιητές». Ο νεκρικός θρήνος της βασιλομήτωρ Εκάβης επάνω απ’ το κορμί του εγγονού της Αστυάνακτα, ωθεί αβάστακτα την αντοχή του κοινού στα έσχατα όριά της.




ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Ευριπίδης πραγματεύτηκε όχι καθ’ αυτό τον πόλεμο, αλλά τα δεινά επακόλουθα αυτού, και πώς αυτά τα δεινά εξωτερικεύουν τις διάφορες όψεις του ανθρώπινου ψυχισμού. 

Κάθε Τρωαδίτισσα, ως θύμα, αντιδρά διαφορετικά, αποκαλύπτοντας το βαθύτερο χαρακτήρα της. Διαμέσου των χαρακτήρων του, ο Ευριπίδης καθρεφτίζει τις αμφιβολίες και τα ερωτηματικά μιας περιόδου πολιτικής δυσφορίας.

Στα έργα των τριών μεγάλων τραγικών, ιδιαίτερα δε, σε αυτά του Ευριπίδη, είναι δυνατό να εντοπιστούν μια σειρά από υπαινιγμούς, μεταφορές, πολεμικές προθέσεις, δυσερμήνευτες δίχως την αποκρυπτογράφηση του νοήματος που τους προσδίδει ο ποιητής σε άμεσο συσχετισμό με τα πραγματιστικά και σύγχρονα με την παράσταση δρώμενα. 

Τα τραγικά θέματα αναπτύσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η πλοκή του έργου σε ορισμένα χωρία ή ακόμη και στο σύνολό της, να προτρέπει τον θεατή ώστε να προβεί σε συσχέτιση με το παρόν.

Η απήχηση των «Τρωάδων» του Ευριπίδη στη σύγχρονη εποχή, είναι ακριβώς αυτή η κραυγή διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας των νικητών του πολέμου έναντι των ηττημένων. 

Εύστοχα όμως δεν περιγράφει μονάχα την δυστυχία των νικημένων, αλλά κηρύττει με βαθιά συνοχή και σοφία, πως ο δαίμονας του πολέμου χτυπά με φοβερό μαστίγιο και τον νικητή.



Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι του you tube Ορέστης Πυλαρινός , και αποτελεί μαγνητοσκοπημένη παράσταση του Εθνικού θεάτρου στην Επίδαυρο του 1991, με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.



Ανδρομάχη του Ευριπίδη. Αρχαίο Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Απόψε το βράδυ θα συνεχίσουμε τα καλοκαιρινά ραντεβού με το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα και θα σας παρουσιάσω την τραγωδία του Ευριπίδη "Ανδρομάχη".




Πληροφορίες για το έργο.


  Το δράμα διδάχθηκε τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (δεκαετία 430-420 πΧ.), και πιο συγκεκριμένα πιθανότερα μεταξύ 430 και 425 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Αρχιδάμειου πολέμου (Ά φάση του Πελοποννησιακού πολέμου). Το έργο θα γειτνιάσει χρονικά με την "Εκάβη"

 

  Για τις ανάγκες του έργου θα συνενωθούν δύο μύθοι, ο μύθος του "Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης" και ο μύθος της "Ανδρομάχης".

Ο Ευριπίδης θα αντλήσει από διαφορετικά στοιχεία της παράδοσης το υλικό του, θα δημιουργήσει έτσι το εν προκειμένω ανταγωνιστικό πλέγμα μέσω τριών εκπροσώπων από τρεις διαφορετικές περιοχές (Τροία, Φθία και Σπάρτη). 

 

  Η διάρθρωση του έργου θα πραγματοποιηθεί μέσα από δύο άνισα μέρη (πράγμα που δε συνηθίζεται στα αρχαία δράματα). Η αναντιστοιχία αυτή θα τονιστεί αρκετές φορές (δικαιολογημένα) και θα προκαλέσει αρκετά ερωτηματικά, ως προς τη γνησιότητα του έργου. Επιπρόσθετα αρκετά ερωτηματικά θα προκαλέσει και η καλλιτεχνική αξία του έργου.

 

  Η ηρωίδα του έργου (η σύζυγος του Έκτορα, Ανδρομάχη), θα γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου και της αιχμαλωσίας μετά τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Την κατάργηση δηλαδή της αξιοπρέπειας (αξιοπρέπεια που μόνο η ελευθερία καθορίζει), μέσω της σκλαβιάς της. Και για το λόγο αυτό δε θα διστάσει να κατονομάσει και να καταραστεί τους υπαίτιους για την κατάντια της σε πολλά σημεία του έργου.

 

  Ολόκληρο το έργο θα έχει ένα εχθρικό τόνο για την πόλη της Σπάρτης, οι επιθέσεις εναντίον της Σπάρτης είχαν κορυφωθεί σε όλους τους τομείς, σε μία περίοδο που η Αθήνα αγωνίζονταν για τη σωτηρία της. Ο Αθηναίος ποιητής θα καυτηριάσει στο συγκεκριμένο έργο το δόλο, την ατιμία και την πανουργία των Λακεδαιμόνιων. Η θέαση όμως του έργου όμως από  αντισπαρτιατική πλευρά και μόνο το αδικεί, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχουν και άλλες προεκτάσεις.

 

  Ο Χορός αποτελείται από δεκαπέντε Φθιώτισσες γυναίκες και συμπαραστέκεται συνεχώς στην Ανδρομάχη.




Η Ανδρομάχη θρηνεί επάνω από το πτώμα του Έκτορα.

Η εξέλιξη του έργου.

 

  Η σύζυγος του πρίγκιπα Έκτορα, η Ανδρομάχη, έχει δοθεί ως λάφυρο στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο, μετά την Άλωση της Τροίας. Με το Νεοπτόλεμο η Ανδρομάχη γέννησε ένα αγόρι, ταυτόχρονα όμως ο Φθιώτης έχει παντρευτεί και την κόρη του Μενέλαου Ερμιόνη, η οποία είναι στείρα.

 

  Στον πρόλογο του έργου η Ανδρομάχη μιλά για την μοίρα της, που την έφερε μετά την πτώση της Τροίας στην εξουσία του Νεοπτόλεμου. Η Ανδρομάχη ζει στο Θετίδειο, παλάτι, στο οποίο κατοικούσε κάποτε η Θέτιδα (η μητέρα του Αχιλλέα) με τον Πηλέα. Από την αρχή του έργου, οι αναφορές του Ευριπίδη στη Θέτιδα έχουν σκοπό να προετοιμάσουν την παρουσία της ως από μηχανής Θεά.

 

  Ο Βασιλιάς Νεοπτόλεμος έχει αφήσει τον παππού του Πηλέα στην εξουσία της πόλης κατά τη μετάβαση του στους Δελφούς, προκειμένου, να ζητήσει συγχώρεση από τον Απόλλωνα, επειδή τόλμησε να απαιτήσει από το θεό μεταμέλεια για το θάνατο του Αχιλλέα.

 

  Η Ερμιόνη μαζί με τον πατέρα της Μενέλαο, σχεδιάζει να σκοτώσει την Ανδρομάχη (ο Μενέλαος έχει καταφτάσει στη Τροία για το σκοπό αυτό). Η νόμιμη γυναίκα του Νεοπτόλεμου πιστεύει ότι ήρθε η ώρα να παραγκωνίσει οριστικά την παλλακίδα με το παιδί της, γι’ αυτό και έχει καλέσει τον πατέρα της ώστε να τη βοηθήσει. Αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους που τη διατρέχουν, η Ανδρομάχη καταφεύγει στο ιερό της Θέτιδας στη Φάρη, κρύβει το παιδί της και ζητάει καταφύγιο (η καταφυγή του βασικού ήρωα στο ιερό αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο στον Ευριπίδη), την ώρα που ο Μενέλαος είναι κοντά στο να χρησιμοποιήσει τα σκοτεινά του σχέδια.

 Μόνη της η Ανδρομάχη στο βωμό, ξεσπά σε θρήνο για τα όσα της έχουν συμβεί.

 Σπάνια συναντούμε άλλο έργο του Ευριπίδη στο οποίο ο ποιητής εκθέτει τόσα πολλά στον πρόλογο του…




Ανδρομάχη και Έκτορας

  Ο Χορός των γυναικών από τη Φθία, εισέρχεται στη σκηνή στην πρώτη πάροδο, και εκφράζει τη συμπάθεια του για την ξένη, απαρτίζεται όπως προαναφέρθηκε από γυναίκες της περιοχής. Οι γυναίκες είναι φοβισμένες και προτείνουν στη Ανδρομάχη να αφήσει τον τόπο ικεσίας της, καθώς η κατάσταση της είναι απελπιστική. Έχει προηγηθεί η άφιξη μίας θεραπαινίδας, πιστής στην Ανδρομάχη ( καταγόμενη από την Τροία) που της φέρνει την κακή είδηση ότι ο Μενέλαος βγήκε από το σπίτι για να πάρει το παιδί της από την κρυψώνα του. Η Ανδρομάχη πείθει τη δούλα να φύγει και να πάει στον Πηλέα για να ζητήσει βοήθεια. Η δούλα θα το κάνει ξεπερνώντας τους φόβους της καθώς το κλίμα τρομοκρατίας που έχει απωθεί από την Ερμιόνη και το Μενέλαο έχει νεκρώσει τα πάντα.

 

  Η Ερμιόνη εισέρχεται στη σκηνή χωρίς αγγελία, αμέσως ξεκινά ο αγώνας λόγου με την Ανδρομάχη. Στο μακροσκελή της λόγο η Ερμιόνη παρουσιάζεται ως ένα φιλάρεσκο γύναιο, που φουσκώνει από περηφάνια για τα σπαρτιατικά της κοσμήματα. Η Ερμιόνη κατηγορεί την Ανδρομάχη με ωμό τρόπο, ότι με τα μάγια της έκανε τον άντρα της να τη μισήσει (την κατηγορεί άδικα ότι με τα μάγια που της έκανε δεν μπορεί να κάνει παιδί). Στη συνέχεια με ελάχιστη λογική επιχειρηματολογία την απειλεί με θάνατο, λέγοντας την πως μόνο η ταπείνωση και η υποταγή θα μπορούσαν να τη σώσουν,. Την εξευτελίζει ακόμη περισσότερο κατηγορώντας την ότι κοιμάται με τον άνθρωπο που σκότωσε τον άντρα της (χαρακτηριστικό των βαρβάρων). 

 

  Στο λόγο της Ερμιόνης η γυναικεία αντιζηλία θα αναδυθεί σε πλήρη ανάπτυξη.

 

  Η Ανδρομάχη απορρίπτει τις κατηγορίες της Ερμιόνης, λέγοντας της πως δεν έχει να ελπίσει πλέον κάτι μία αιχμάλωτη ξένη γυναίκα που έχασε το σπίτι της και άρχισε να γερνά, (η Ανδρομάχη με τη βία αναγκάστηκε να πλαγιάσει με το Νεοπτόλεμο και να κάνει παιδί, το αναφέρει ρητά στο στίχο 35). Της επισημαίνει ακόμη ότι δεν ήταν τα μαγικά βότανα που έκαναν τον άντρα της να την αποστραφεί, αλλά ο αλαζονικός της χαρακτήρας και η έλλειψη υποταγής, η Ανδρομάχη επικαλείται ακόμη την πολυγαμία των Θρακών και προβάλλει τον εαυτό της ως καλό παράδειγμα καθώς είχε προσφέρει το στήθος της και αυτή στα νόθα παιδιά του Έκτορα. Στο σημείο αυτό η επιχειρηματολογία της Ανδρομάχης προκαλεί ορισμένα ερωτηματικά, θα μπορούσε να αρκεστεί μόνο στο επιχείρημα ότι σύρθηκε στο κρεβάτι από το Νεοπτόλεμο με τη βία, πλην όμως χρησιμοποιεί ορισμένα σοφιστικού τύπου επιχειρήματα, που προκαλούν περίεργες εντυπώσεις για το πρόσωπο της προκειμένου να αντικρούσει την Ερμιόνη. Ένα είναι βέβαιο, ότι εδώ πράγματι παρουσιάζεται ως μία βάρβαρη γυναίκα από την Τροία, δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι σε έναν αγώνα λόγων στο αρχαίο δράμα κάθε επιχείρημα-όπλο είναι νόμιμο.

 

  Η κορυφαία του Χορού σ' αυτό το σημείο κάνει μία ανόητη παρέμβαση ζητώντας συμβιβασμό μεταξύ των δύο γυναικών.

 

  Η Ανδρομάχη εύχεται να είχε σκοτώσει τον Πάρη η μητέρα του (όπως ζητούσε η Κασσάνδρα), καθώς εξαιτίας του καταστράφηκε η Τροία. 

 

  Στη συνέχεια παρουσιάζεται αξιοθρήνητος στη σκηνή ο Μενέλαος, και ένας νέος αγώνας λόγων μεταξύ αυτού και της Ανδρομάχης θα ξεκινήσει.  Ο βασιλιάς της Σπάρτης της προτείνει ή να πεθάνει η ίδια ή να δει νεκρό το παιδί της έτσι ώστε να σωθεί. Η Ανδρομάχη του τονίζει ότι ο Νεοπτόλεμος σίγουρα εξαναγκάστηκε από το παλάτι να νυμφευθεί την Ερμιόνη, γιατί κανείς δε θα την έπαιρνε για σύζυγο του, υπονοώντας έτσι στειρότητας της. Ο Μενέλαος χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα της Ανδρομάχης "σμικρά", προβάλλει πάλι τις εναλλακτικές λύσεις Εσύ ή το Παιδί...

 

  Ο δεύτερος μεγάλος λόγος της Ανδρομάχης είναι διαφορετικός από τον πρώτο, τώρα εκλιπαρεί για τη ζωή της, ταυτόχρονα θρηνεί πάλι για την τωρινή και την παλιά της μοίρα και διαπιστώνοντας πόσο άσκοπη είναι η ικεσία της, παραδίδεται στο θάνατο εγκαταλείποντας το άσυλο για χάρη του παιδιού της. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο Μενέλαος παρουσιάζει την τελευταία πτυχή της κακοήθειας του, δίνοντας εντολή στους δορυφόρους του να την αλυσοδέσουν, λέγοντας κυνικά ότι "θα δει τι θα κάνει με το παιδί", αθετώντας έτσι τη συμφωνία του με την Ανδρομάχη. Η Ανδρομάχη ξεσπά αχαλίνωτα, λοιδορώντας αρχικά τη Σπάρτη, μετά γεμάτη περηφάνια και περιφρόνηση για τον εχθρό της περιμένει το θάνατο.





  Ο Χορός στο δεύτερο στάσιμο διαπιστώνει ότι ένας διπλός γάμος, μία διπλή εξουσία ή μία διπλή διακυβέρνηση σε ένα πλοίο δεν ωφελεί ποτέ...

  Στο τρίτο επεισόδιο οι δορυφόροι φέρνουν αλυσοδεμένη την Ανδρομάχη με το παιδί, καμία διέξοδος δε φαίνεται δυνατή γι αυτήν ώσπου έρχεται ο Πηλέας με ένα υπηρέτη και ξεκινά αγώνα λόγων με το Μενέλαο. Ο Πηλέας έχει μάθει από την υπηρέτρια για τη μοίρα της αιχμάλωτης και απειλώντας διατάζει να της λύσουν τα δεσμά άμεσα. Ο Μενέλαος με ψευτοεπιχειρήματα προσπαθεί να αντιδράσει στην εντολή. Τότε ο Μενέλαος εξαπολύει ένα μακρύ υβρεολόγιο, για το γόητα και δειλό Μενέλαο, τον πρωταίτιο της ανυπολόγιστης συμφοράς του Τρωικού πολέμου. Ο πατέρας του Αχιλλέα θα καυτηριάσει την ανηθικότητα των κοριτσιών της Σπάρτης στην ανατροφή τους (αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών αποτελεί η Ελένη). Ο Μενέλαος στα λόγια αυτά απαντά με έκφραση δουλικότητας, ότι καλά έκανε και δε σκότωσε την Ελένη. 

  Ο παππούς του Νεοπτόλεμου λοιπόν ξεμπροστιάζει το Μενέλαο, στολίζει τη Σπάρτη και μετά από μία λογομαχία τον αναγκάζει να φύγει. 

 Ο Πηλέας τώρα αρχίζει μία (με δημοκρατικό πνεύμα) επίθεση εναντίων της κακιάς συνήθειας να δρέπει ο αρχηγός μετά τη νίκη στη μάχη, τα κέρδη των πολλών, όπως συνηθίζονταν (προβάλλοντας έτσι το δημοκρατικό ιδεώδες της Αθήνας). Συνδέοντας έτσι με τον τρόπο αυτόν, στη σκέψη ολονών, τη Σπάρτη με τους Ατρείδες.

  Κατόπιν ο Πηλέας, παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια του, διώχνει από το σπίτι του το Μενέλαο και τη στείρα θυγατέρα του Ερμιόνη, ταυτόχρονα λύνει τα δεσμά της Ανδρομάχης σηκώνοντας την όρθια καθώς είχε καταρρεύσει.

  Βλέποντας όλα αυτά η κορυφαία του Χορού κατά περίεργο τρόπο κρίνει τον "απότομο τρόπο των γέρων".

  Στο τρίτο στάσιμο του Χορού γίνεται η καταδίκη της άνομης βίας, σαν αυτή που ήθελε να ακολουθήσει ο Μενέλαος.

Κάπου εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος...

  Η οργανική σχέση του δευτέρου με το πρώτο μέρος δεν μπορεί να γίνει απόλυτα πιστευτή... Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους δίνει την εντύπωση μιας αυτοτελούς τραγωδίας.

  Στο ξεκίνημα του δευτέρου μέρους η Ερμιόνη τρέμει την ιδέα του γυρισμού του Νεοπτόλεμου, οι δούλες τις μετά βίας τη συγκρατούν να μην αυτοκτονήσει. Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Ορέστης που αν και εξάδελφος της την διεκδικούσε παλιότερα από το Νεοπτόλεμο.

  Ο Ορέστης δηλώνει στην κορυφαία του Χορού, αφού της αποκαλύπτει την ταυτότητα του, ότι στο δρόμο για την επίσκεψη του  στη Δωδώνη, την πρόθεση του να επισκεφτεί τη συγγενή του Ερμιόνη.

  Μόλις η Ερμιόνη συναντά τον Ορέστη τον ικετεύει για βοήθεια, ενώ αιτιολογεί την ανέντιμη συμπεριφορά της αποδίδοντας την στα "ψιθυρίσματα των κακών γυναικών". Ο Ορέστης της αποκαλύπτει ότι είχε πληροφορηθεί για τη διχόνοια που είχε πέσει στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, την οποία και αποκαλύπτει πως σκοπεύει να εκμεταλλευθεί για να υλοποιήσει την παλιά του διεκδίκηση προς αυτήν. 

  Η διεκδίκησή της Ερμιόνης από τον Ορέστη είναι παλιά ιστορία, καθώς ενώ ο Μενέλαος την είχε υποσχεθεί σ' αυτόν μπροστά στα τείχη της Τροίας, τελικά την έδωσε στο Νεοπτόλεμο χλευάζοντας τον. Τέλος ο Ορέστης αποκαλύπτει ότι έχει στήσει θανάσιμη παγίδα στο Νεοπτόλεμο κατά την επιστροφή του από τους Δελφούς!



Ο Νεοπτόλεμος πολεμά στην Τροία.


Στο τέταρτο στάσιμο οι γυναίκες της Φθίας θρηνούν για την κουρσεμένη πόλη των εχθρών τους (Τροία).

 

 Εν συνεχεία, εξιστορείται ο φόνος του Αγαμέμνονα και της Κλυτεμνήστρας, καθώς και η ερήμωση της Ελλάδας που προκλήθηκε από την αναχώρηση για την Τροία, ερήμωση που μεταδόθηκε και στη Φρυγία μετά το τέλος του πολέμου και την καταστροφή της Τροίας (προετοιμάζεται έτσι το επόμενο έργο του Ευριπίδη Τρωάδες, που έχει συμφιλιωτικό χαρακτήρα μεταξύ ηττημένων και νικητών).

 Στο τελευταίο μέρος του έργου  ο Πηλέας ενημερώνεται για τον κίνδυνο που διατρέχει ο Νεοπτόλεμος. Ο Πηλέας σκοπεύει να τον ειδοποιήσει ώστε να τον σώσει, αλλά έρχεται ο μαντατοφόρος και ανακοινώνει το θάνατο του Νεοπτόλεμου ύστερα από την οργανωμένη επίθεση του Ορέστη.

  Ο γέρος στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του εγγονού του καταρρέει, όλα έγιναν δυστυχώς όπως τα είχε αναγγείλει ο Ορέστης. Απεικονίζεται  ο θρασύδειλος όχλος ο οποίος (με μαεστρία) επιτέθηκε στο Νεοπτόλεμο, η μάχη που έδωσε ο Νεοπτόλεμος αφού πήρε τα όπλα από την παραστάδα του Ναού (κατάφερε αρχικά να τους τρέψει σε φυγή) και η τελική προτροπή του Απόλλωνα να επιτεθούν πάλι και να καταφέρουν να τον σκοτώσουν.

  Το πτώμα του Νεοπτόλεμου καταφθάνει με συνοδεία και ο γερό- Πηλέας θρηνεί γιαυτόν και για την ύβρη όμως του νεκρού εναντίον του Απόλλωνα. 

Η Θέτιδα τώρα θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεά!

 Η Νηρηίδα αποκαθιστά την τάξη λέγοντας ότι ο Νεοπτόλεμος θα ταφεί στους Δελφούς, και η παρουσία του τάφου του εκεί θα αποτελεί μόνιμη ντροπή για τους κατοίκους της περιοχής. Ο Νεοπτόλεμος θα λατρεύεται πια ως θεός στους Δελφούς. Η Ανδρομάχη, συνεχίζει η Θέτιδα, θα πάει στη χώρα των Μολοσσών και θα παντρευτεί τον Έλενο, ο γιος της θα γίνει ο πρόγονος των εκεί βασιλιάδων. Στον Πηλέα η Θέτιδα υπόσχεται την αθανασία, θα κατοικεί στο παλάτι του Νηρέα και από εκεί θα μπορεί να επισκέπτεται με στεγνά πόδια το γιο του Αχιλλέα στη νήσο Λεύκη όπου κατοικεί μετά το θάνατό του.

 Με ευχάριστες υποσχέσεις η Ανδρομάχη κλείνει το έργο  λέγοντας ότι ο γιος της Ανδρομάχης θα ιδρύσει τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών (από τον οποίο θα προκύψει και ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω της μητέρας του Ολυμπιάδας)...






ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

 

  Το έργο σίγουρα προπαγάνδισε αρνητικά τη Σπάρτη δεδομένης της χρονική συγκυρίας της δημιουργίας του. Η "Ανδρομάχη" ανήκε στην πατριωτική περίοδο της δημιουργίας του Ευριπίδη, στην οποία συμπεριλήφθηκαν και τα έργα Ηρακλείδες και Ικέτιδες. Θα ήταν όμως μέγα λάθος η προσέγγιση του έργου μόνο από αυτή τη σκοπιά.

 

 

 

 Ο Μενέλαος παρουσιάστηκε ως παλιάνθρωπος προκειμένου να διεξαχθεί με επιτυχία η αντισπαρτιατική προπαγάνδα. Η Ανδρομάχη προσέβαλε το Σπαρτιάτη βασιλιά ως πολεμιστή, καθώς τον κατηγόρησε ότι γύρισε στην Ελλάδα χωρίς λαβωματιές και ότι λύγισε μπροστά στη γυμνή Ελένη ( του έπεσε το σπαθί) και δε μπόρεσε να τη σκοτώσει.

 

 Η αντισπαρτιατική προπαγάνδα και τα υπονοούμενα για την εποχή του εντοπίζεται στα εξής σημεία με έντονο τρόπο (υποσυνείδητα ή φανερά):

1) Η ύπαρξη δύο γυναικών (Ερμιόνης και Ανδρομάχης) στο παλάτι παραπέμπει στη διπλή βασιλεία της Σπάρτης.

2)  Η Ανδρομάχη ήταν ξένη και παλλακίδα η επιλογή της αποτέλεσε έμμεση αναφορά-υπονοούμενο στην επίκαιρη τότε σχέση του Περικλή με την Ασπασία, υπάρχουν κοινά στοιχεία με το πολυσυζητημένο ζευγάρι της Αθήνας (ο Περικλής απέκτησε δυο γιους με την Ασπασία, άλλαξε τη νομοθεσία και έτσι απέκτησε συνέχεια ο οίκος του).

3) Ο Μενέλαος ήταν αναξιόπιστος, γεγονός που φάνηκε στο σημείο που είπε στην Ανδρομάχη ότι θα θανατώσει και τους δύο (αυτή και το παιδί)

4) Το ξέσπασμα κατά της Σπάρτης υπενθύμισε τις άνομες ενέργειες των Σπαρτιατών (Θάνατος των ειλώτων, σύλληψη και θανάτωση Αθηναίων εμπόρων, σφαγή Πλαταιών, φιλοχρήματη στάση τους, μη αξιόπιστοι στα λόγια κλπ)

5) Στον αγώνα λόγων Πηλέα-Μενέλαου ο Πηλέας ξεφτίλισε το Σπαρτιάτη βασιλιά σε θέματα ανθρώπινης ηθικής (ανέφερε την κατάρα την Ατρειδών, του θύμισε ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει  έναν άλλο άντρα, τον έψεξε τέλος για την ανηθικότητα των κοριτσιών στη Σπάρτη που κυκλοφορούν με ακάλυπτους μηρούς)

 

  Η Ανδρομάχη μαζί με τις τραγωδίες Εκάβη και Τρωάδες ασχολήθηκε με τη μοίρα των ηττημένων, στην περίπτωση της Ανδρομάχης τονίστηκε η πικρία της δουλείας.

 

  Η πρωταγωνίστρια του έργου αν και Ασιάτισσα λειτούργησε σαν Αθηναία, στέκεται δίπλα στον άνδρα της (ας το πούμε έτσι για την περίπτωση του Νεοπτόλεμου) καθώς του συγχωρεί κάθε συζυγικό παράπτωμα, του γεννά απογόνους και φροντίζει για το σπίτι της. Η Ανδρομάχη φέρθηκε γενικά απέναντι στο Νεοπτόλεμο όπως και στο νόμιμο σύζυγο της Έκτορα. Όλα αυτά βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη συμπεριφορά της Σπαρτιάτισσας Ερμιόνης. 

 

  Με έμμεσο και εύστοχο τρόπο παρουσιάστηκε, μέσω του εξαίρετου ήθους της Ανδρομάχης, η μοίρα των γυναικών της Αρχαίας Αθήνας  που ήταν προορισμένες να δεχτούν την απόφαση του πατέρα τους για τον ποιον θα παντρευτούν, αλλά και τις παραξενιές του συζύγου τους. Η Αθηναία κλεισμένη στο σπίτι της θα έπρεπε να φροντίζει τον εαυτό της και τον άντρα της. Στο νου μας για μία ακόμη φορά έρχεται ο μονόλογος της τρομερής Μήδειας, που με υπομονή αντιμετώπισε την απιστία του συζύγου της.

 

  Ο Ευριπίδης και στα δύο μέρη του έργου έπλεξε μία κατάσταση έσχατης απελπισίας, η οποία ανατράπηκε με μία κατοπινή σωτηρία με την εμφάνιση νέων προσώπων (Πηλέας και Θέτιδα)... Το γεγονός αυτό όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της ενότητας του έργου. Στο τέλος του πρώτου μέρους όλοι θα νομίσουν ότι το έργο τελειώνει...

 

  Με επιτυχία ακόμη προβλήθηκε το συναισθηματικό κλίμα σκηνών που δεν είχαν σχέση με την εξέλιξη του έργου  ( δολοφονία Αγαμέμνονα-Κλυταιμνήστρας κλπ)

 

  Η οργάνωση επίσης των γεγονότων πραγματοποιήθηκε προσεκτικά από τον Ευριπίδη, φάνηκε από την περίεργη αναφορά ότι ο Νεοπτόλεμος περιφέρονταν τρεις μέρες στους Δελφούς πριν ακόμη δοκιμάσει να εξευμενίσει το θεό (έτσι ο Ορέστης βρίσκει καιρό ώστε να υλοποιήσει τη σκευωρία του).

 

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες

  Το έργο είχε θαυμαστά μέρη που απεικονίστηκαν πολύ ζωηρά, ψυχικές καταστάσεις προσώπων όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος (της Ερμιόνης), άφησαν δυνατή εντύπωση. Η απελπισία της Ερμιόνης όταν συλλογιστικέ τι κακό πήγε να κάνει αποτυπώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου που δε διστάζει να εξαντλήσει την αυστηρότητα του σε μία γυναίκα και ένα παιδάκι (Μενέλαος), και που όταν παρουσιάστηκε ο γερό-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του έγινε ένας γελοίος. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης στο παιδί της. Ο Πηλέας (τύπος παρμένος από τη ζωή), είναι ο αιώνιος παππούς, πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Γνώριμος και ο τύπος της τροφού που όταν μεγαλώσει την κόρη της κυράς της την κάνει και αυτή κόρη της…


 
Η μεταφορά έγινε από το κανάλι ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΑΡΟΝΑΣ:




Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ «Ανδρομάχη» Συγγραφέας: Ευριπίδης Μετάφραση: Θεόφιλος Σταύρου Σκηνοθεσία: Νίκος Χαραλάμπους Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας Ηθοποιοί: Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Άλκηστις Παυλίδου, Μαρία Μίχα, Ευτύχιος Πουλλαίδης, Έλενα Παπαδοπούλου, Στέλιος Καυκαρίδης, Λένια Σορόκου, Βαρνάβας Κυριαζής, Γιώργος Μουαίμης, Αννίτα Σαντοριναίου, Ανδριανή Μαλένη, Σοφία Καλλή, Ανδρούλα Ηρακλέους. Μήδεια Χάννα, Μαρία Γουσίου, Μαρίνα Μαλένη, Χριστίνα Παυλίδου, Μαριάννα Καυκαρίδου και Λέα Μαλένη



                

Πηγές: Η Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Λέσκυ), Η Καθημερική, Κατσουρίνη Λένα, Τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων-Τόμος 2 (Λέσκυ),Τραγικοί (Κρεβατάς), 24 grammata, patras event, ancient-dromenablogspot.com

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...