Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ανάδειξη του Φιλίππου στο μακεδονικό θρόνο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 

Την άνοιξη του 359 π.Χ. ο βασιλιάς Περδίκκας, αδελφός του Φιλίππου, θανατώνεται σε μια μάχη με τους Ιλλυριούς στα βορειοδυτικά της Μακεδονίας. Επικεφαλής των Ιλλυριών ήταν ο ικανότατος Βαρδύλλης. Οι Ιλλυριοί έχουν εισβάλει στη δυτική Μακεδονία και ο Περδίκκας έχει μαζέψει ότι βρει για να τους ανασχέσει. Ο Μακεδόνας μονάρχης χάνεται τελικά μαζί με 4000 στρατιώτες.



  Οι Μακεδόνες μετά το θάνατο του Περδίκκα πανικόβλητοι καταλαμβάνονται από φοβία προς τους Ιλλιριούς και ανησυχούν μήπως το βαρβαρικό φύλλο εκστρατεύσει στα ενδότερα της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος ήταν επίτροπος εκείνη την εποχή του γιου του αδερφού του Περδίκκα, Αμύντα του Τέταρτου. Ο θάνατος του Περδίκκα του Τρίτου θα αλλάξει την ιστορία, τίποτα από τα μετέπειτα δε θα συνέβαινε εάν ενδεχομένως ο λαοφιλής Περδίκκας εξακολουθούσε να ζει. Η Μακεδονία θα παρέμενε κλειστή στον εαυτό της και ο Φίλιππος διοικητής μιας μικρής επαρχίας του βασιλείου.

 

Το game of throne ξεκινά

  Ο Περδίκκας Γ, που ήταν ο δεύτερος αδελφός του Φιλίππου, χάθηκε, όπως είπαμε, στον αγώνα εναντίων των Ιλιρριών. Είχε προηγηθεί η ανάδειξη του Αλεξάνδρου του Δεύτερου, του μεγαλύτερου αδελφού του Φιλίππου στο θρόνο το 370 π.Χ., μετά το θάνατο του πατέρα τους Αμύντα Γ΄. Τον Αλέξανδρο προωθούσαν ως βασιλιά οι Χαλκιδείς, και επιβλήθηκε τελικά στο θρόνο με τη βοήθεια του Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη. Δύο χρόνια αργότερα όμως (το 368 π.Χ.), ο Αλέξανδρος Β΄ δολοφονήθηκε από τον κουνιάδο του τον Πτολεμαίο του Άλορου (τον συναντήσαμε στο άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς αυτός ήταν εκείνος που ενήργεισε ώστε να παραδοθεί ο Φίλιππος όμηρος στους Ιλλυριούς.) Λίγο μετά ο μεγαλύτερος γιος (από τους τρεις του Αμύντα), ο Περδίκκας, δολοφόνησε τον Πτολεμαίο παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το φόνο του Αλέξανδρου.

 


Η ανάδειξη στο θρόνο.

  Ο Φίλιππος είχε την επιτροπεία του ανήλικου γιού του Περδίκκα, γεγονός το οποίο γέμιζε με συγκίνηση τις ψυχές των Μακεδόνων. Εκμεταλλευόμενος αυτό το γεγονός καθώς και τη νομιμότητα του πρόσωπο του ως προς τη διαδοχή ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τη συνέλευση των στρατιωτών. Διάφορες ισχυρές ομάδες διεκδικούσαν το θρόνο της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές στοιχίζονταν πίσω από τρεις υποψήφιους:

1)     Τον Άργειο, τον οποίο ήθελαν οι Αθηναίοι να υποκαταστήσουν στο θρόνο. Ο αθηναϊκός στόλος κατέπλευσε στη Μεθώνη με 3.000 στρατιώτες και με αξιόλογη ναυτική δύναμη. Μάλιστα ο Άργειος αποβιβάστηκε στην ακτή με ένα μικρό αθηναϊκό απόσπασμα. Οι Αθηναίοι σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να αναλάβει την εξουσία ο Φίλιππος. Είχαν διαβλέψει το τάλαντο του νεαρού τότε Φιλίππου και ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να επέμβουν στρατιωτικά ώστε να αποτρέψουν την άνοδό του στο θρόνο

2)     Τον Παυσανία, τον οποίον στήριζαν οι Θράκες.

3)     Τον ετεροθαλή αδελφό του Αρχέλαο.

 


Ας δούμε όμως ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση που παρέλαβε:

1)     Στα βόρεια σύνορα οι Παίονες περιφρονούσαν τελείως τους Μακεδόνες, καθώς κάθε λίγο συγκεντρώνονταν για λεηλασίες σε μακεδονικούς οικισμούς.

2)     Στα ανατολικά  η Μακεδονία συνόρευε με το Κοινό των πόλεων της Χαλκιδικής που εχθρεύονταν τους Μακεδόνες. Ανατολικά επίσης υφίστατο και η Αμφίπολη, η γνωστή αποικία των Αθηναίων που είχε ιδρυθεί το 437-6 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι αναζητούσαν πηγές μετάλλων και πρώτων υλών. Στην κοιλάδα του Στρυμόνα (πέρα από την ανατολική όχθη), τέλος, κατοικούσαν βαρβαρικά θρακικά φύλα που εποφθαλμιούσαν τα μακεδονικά εδάφη, προωθούσαν μάλιστα τον Παυσανία για βασιλιά.



3)     Νότια καιροφυλακτούσε το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο μπορούσε να επέμβει ανά πάσα στιγμή και να αναδείξει τον Άργειο βασιλιά.

4)     Δυτικά, τέλος, απειλούσαν οι Ιλλυριοί που είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους την Λυγκιστίδα και είχαν εισέλθει στην Πελαγονία, αποτελώντας έτσι τον αμεσότερο και σοβαρότερο κίνδυνο για τους Μακεδόνες. Γενικά οι Μακεδόνες στα δυτικά έδιναν τον υπέρτατο αγώνα εναντίων των Ιλλιριών.

 

 Το μέλλον του Φιλίππου φάνταζε εφιαλτικό. Από βορρά λεηλατούσαν οι Παίονες (λαός που κατοικούσε βόρεια της Μακεδονίας, λίγο πιο πάνω από τα όρια της σημερινής συνοριακής Ελλάδας-Σκοπίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας συνέπιπτε σχεδόν με τα σημερινά όρια της ελληνικής Μακεδονίας, καθώς βορειότερα κατοικούσαν μη Μακεδόνες), από δυτικά απειλούσαν οι Ιλυριοί, από νότο οι Αθηναίοι και από ανατολικά οι Θράκες οι Χαλκιδείς και επίσης οι Αθηναίοι. Μπορούσε δηλαδή να γίνει εισβολή και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ το διαθέσιμο στράτευμα ήταν ελάχιστο.

 

Η επικράτηση.

  Ο Φίλιππος αντιμετώπισε αποφασιστικά την κρίσιμη κατάσταση. Συγκέντρωσε άμεσα στρατό και επικεντρώθηκε αρχικά στο σοβαρότερο κίνδυνο: Τους Ιλιριούς. Κέρδισε χρόνο καθώς νυμφεύτηκε την Ιλλυρίδα Αυδάτα, κόρη του Βαρδύλλη, προσεταιρίστηκε γρήγορα τους Ιλιρριούς με χρηματικές υποσχέσεις (είχε μάθει από μικρός να κερδίζει πολλά με το χρήμα).  Εκμεταλλεύτηκε και το γεγονός ότι ο Βαρδύλης αποσύρθηκε από τα περισσότερα εδάφη στα οποία είχε εισβάλει και κατάλαβε ότι ο γνώμονας με τον οποίο λειτουργούσαν οι βάρβαροι ήταν η επίτευξη λεηλασιών. Για το λόγο αυτό στράφηκε στην προσπάθεια εξαγοράς τους, αναγνωρίζοντας και κάποιου είδους επικυριαρχίας του Βαρδύλη σε εδάφη στα δυτικά.

  Άμεσα ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα και σύναψε συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους διαβεβαιώνοντας τους ότι δε διεκδικεί την Αμφίπολη. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετέρωσε τον Άργειο. Έστειλε δώρα στους Παίονες και τους κατεύνασε δωροδοκώντας πολλούς. Εξαγόρασε επίσης και το θράκα βασιλιά Κότυ που υποστήριζε τον Παυσανία και έτσι εμπόδισε την επάνοδο του στο θρόνο. Τέλος δολοφόνησε τον Αρχέλαο.



  Ένα χρόνο αργότερα συνέτριψε και σκότωσε το Βαρδύλη, παίρνοντας εκδίκηση για τα όσα είχαν κάνει οι Ιλλιριοί στη δυτική Μακεδονία αλλά και για το θάνατο του Περδίκκα. Δεν άργησε επίσης να επιβάλλει την κυριαρχία του και στην ανατολική Μακεδονία. Το θέρος του επόμενου έτους ο βασιλιάς, αφού είχε κάνει πολλές ενέργειες για τη βελτίωση του στρατού επεδίωξε σύγκρουση με το Βαρδύλη. Τον συνέτριψε στην πεδιάδα της Πελαγονίας. Ο Βαρδύλης σκοτώθηκε στη μάχη, οι Ιλλιριοί έπαθαν πανωλεθρία και έτσι ο Φίλιππος πήρε εκδίκηση για το θάνατο του Περδίκκα του Τρίτου.

  Η επικράτηση επί των Ιλιριών σήμανε την απόλυτη κυριαρχία στις απείθαρχες και φυγόκεντρες ηγεμονίες  της Άνω Μακεδονίας, οι ευγενείς των περιοχών αυτών, που αποτελούσαν πηγή άντλησης πόρων, ταυτίστηκαν απόλυτα με το Φίλιππο και αφομοιώθηκαν πλήρως. Λίγο αργότερα νυμφεύθηκε την Ολυμπιάδα και επισφράγισε το καλό κλίμα με τους Μολοσσούς. Ο γάμος σύσφιξε τους δεσμούς μεταξύ Ηπειρωτών και Μακεδόνων εναντίων των Ιλλιριών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εξαναγκασμό. Εκτός από γενναίος πολεμιστής ο Φίλιππος ήταν και εκπληκτικός διπλωμάτης και δεν ήταν λίγες οι φορές που πέτυχε περισσότερα με τη διπλωματία παρά με τη μάχη. Τότε ήταν που άρχισε να χρησιμοποιεί διπλωματία όπως οι υπόλοιποι Έλληνες την Αττική διάλεκτο στη διπλωματία, αφού προηγουμένως την επέβαλλε στα έγγραφα της διοίκησης».

 

Η αποτίμηση

  Ο Φίλιππος εκτίμησε ψύχραιμα την κατάσταση και την αντιμετώπισε αποτελεσματικά αλλά και με απίστευτη ταχύτητα. Ταυτόχρονα καλούσε συνέχεια τους Μακεδόνες σε συνελεύσεις και τους παρότρυνε με τη ρητορική του δύναμη να φανούν γενναίοι και να επιδείξουν θάρρος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έκλεισε όλα τα μέτωπα, αναπτύσσοντας γρήγορη σκέψη και υψηλή στρατηγική και καλοκάθισε έτσι στο θρόνο. Προχώρησε τέλος και στην αναδιοργάνωση του στρατού.



  Ο Φίλιππος εκείνη την εποχή ήταν 22 ή 23 ετών και είχε ξεκινήσει ήδη να συνομιλεί με την ιστορία…

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


The Age of Alexander The Great

 Europe's history in  early centuries is best described as under a spotlight, roving this way and that along the shores of the Mediterranean as the continent's drama unfolds. Following the decline of Athens, Greece's cities saw constant strife, sometimes against, sometimes in alliance with, the ever-menacing Persians. In 359 the kingdom of Macedon came under an ambitious king, Philip, assertively Greek and claiming descent from the Homeric Achilles.



His army of pikemen, able to engage an enemy at more than arm's length, swiftly subjugated the city states of Greece. In 336 Philip was assassinated by hands unknown, and was succeeded by his twenty-year-old son, Alexander.


The youth was clearly extraordinary. He had been taught military leadership by his father, who hired Aristotle among others to tutor him in philosophy and politics. Small but charismatic, he reputedly had one blue eye and one brown, and a mesmeric hold on those he commanded. Undaunted by his youth, perhaps emboldened by it, Alexander set out to fulfil Philip's ambition to advance his empire beyond Greece into the lands held by Persia.


It was to be the most remarkable venture in the history of European conquest. Crossing Asia Minor, Alexander in 333 defeated a much larger Persian force under Darius III at the Battle of Issus.


He took Darius's daughters captive and was later to marry two of them, though in the meantime he was entranced by a Bactrian princess, Roxana. Rather than simply return home with honour satisfied, Alexander now marched south to Egypt. Here his general, Ptolemy, went on to found a dynasty that was to end with Cleopatra.


Ptolemy built the library at Alexandria, inventing papyrus scrolls and banning their export to the rival library of Pergamum, where costly animal parchment was still in use.


Alexander again defeated Darius and marched through Mesopotamia and across a defenceless Persia to the banks of the Indus in India. Here his generals mutinied and demanded they return home.


Alexander thus had to travel back across the sands of Persia to Babylon, where in 323 he died of disease, aged just thirty-two. Every where he went, Alexander founded cities and colonies, many named after himself. He had crushed the greatest empire in south-west Asia.


He married his troops to local women and left his commanders as local governors. But the influence of these Hellenistic colonies on the lands traversed by Alexander was not political. He left no empire. Like most such ventures, Alexander's journey was ultimately fruitless, the expression of a gigantic vanity and greed for booty. 


His imperial creation was vacuous and never established a secure frontier for the Greeks in Asia Minor or Mesopotamia. It was to prove Europe's most porous boundary throughout history. But the short-lived Macedonian empire did have one lasting outcome. It entrenched Hellenistic civilization, that of Greek language and literature, across the Mediterranean. As mainland Greece fell victim to civil war, Greek traders and scholars spread out across the sea, a diaspora that historians estimate eventually numbered ten million people. 


The library at Alexandria became the repository and disseminator of Greece's cultural heritage.


Greece's political glory died with Alexander. But his reputation lived on, appealing to the vanity of later rulers. With his death, the window on the human spirit opened by classical Athens was to close. 


Source ~ A Short History Of Europe ~ by Simon Jenkins

Η κατάληψη της Αμφίπολης από το Φίλιππο και η οικονομική άνοδος που ακολούθησε η Μακεδονία. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Το 357 π.Χ., ενώ ο Φίλιππος είχε εδραιωθεί στην εξουσία και είχαν περάσει  εννέα μήνες από το τέλος της επιτυχημένης Ιλλιρικής εκστρατείας, ο Φίλιππος, έστρεψε το βλέμμα του στο λιμάνι της Αμφίπολης.

Το λιμάνι της Αμφίπολης

  Η πόλη αποτελούσε θέση-κλειδί στο βόρειο Αιγαίο. Η Αμφίπολη ήταν παλιά αποικία των Αθηναίων, ενώ από το 423 π.Χ. ήταν ανεξάρτητη, καθώς ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας την αποδέσμευσε, εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου,  από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Η Αθήνα αν και δεν κατείχε την πόλη, τη θεωρούσε δική της.

  Η Αμφίπολη, την εποχή εκείνη, ήταν μια αυτόνομη πόλη, με δικό της νόμισμα και μια μοναδική οχύρωση. Το όρος Παγγαίο βρισκόταν σε απόσταση μιας μέρας πορείας από την πόλη. Στο βουνό υπήρχε άφθονη ξυλεία και το σπουδαιότερο: τα γνωστά μεταλλεία αργύρου και χρυσού. Μέχρι την κατάκτηση της Αμφίπολης από το Φίλιππο, τα μεταλλεία εκμεταλλεύονταν με επιπόλαιο τρόπο οι  ντόπιοι,  αλλά και παλιότερα οι Αθηναίοι. Τα ορυχεία τους έδιναν περίπου χίλια τάλαντα το χρόνο.

  Το Παγγαίο ήταν το μεταλλευτικό κέντρο που μνημονεύτηκε στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα το βουνό είχε ορφικό και διονυσιακό χαρακτήρα. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά με τα μεταλλεία, ότι τα εκμεταλλεύονταν και οι Τούρκοι μέχρι το 17ο αιώνα, τέλος ανακαλύφθηκαν πάλι στις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα αρκετοί χρυσοθήρες χτενίζουν την περιοχή προς αναζήτηση χρυσού. Ο Φίλιππος σίγουρα είχε καταλάβει τι μυθώδης πλούτος κρύβονταν εκεί.

Το Παγγαίο όρος


Η κατάληψη της πόλης.

  Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν απασχολημένη σε εσωτερικά ζητήματα. Εσωτερικές έριδες ταλάνιζαν επίσης και την ίδια την Αμφίπολη, η οποία είχε χωριστεί σε δύο παρατάξεις: τη Φιλομακεδονική και την Αντιμακεδονική. Έτσι λοιπόν ο Φίλιππος βρήκε την κατάλληλη στιγμή. 

Αναπαράσταση της πόλης

                      

  Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που είχε κάνει, ο Μακεδόνας ηγεμόνας, συνέβαλαν τα μέγιστα στην κατάληψη της άλλοτε αθηναϊκής αποικίας. Η πολιορκία ήταν σπουδαία. Πραγματοποιήθηκαν συνεχόμενες επιθέσεις με τη χρήση πολιορκητικών μηχανών. Τα τείχη γκρεμίστηκαν και η Αμφίπολη καταλήφθηκε με έφοδο. Ταυτόχρονα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας χρησιμοποίησε και την πονηριά του: Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, έστειλε πρέσβεις στους Αθηναίους, μηνύοντας τους ότι θα τους δώσει την πόλη. Τους έδωσε, δηλαδή την εντύπωση ότι θα καταλάβει την πόλη για λογαριασμό τους. Στην Αθήνα έφτασαν και δύο Αμφιπολίτες (ο Ιέραξ και ο Στρατοκλής), και ζήτησαν εμφανιζόμενοι στην Εκκλησία του Δήμου, στρατιωτική παρέμβαση της Αθήνας ώστε να σωθεί η Αμφίπολη. Οι Αθηναίοι συνεκτιμώντας τα όλα, έπεσαν στην παγίδα του Φιλίππου και παρέμειναν ουδέτεροι.

  Ο Φίλιππος κατάφερε να βρει και δύο προδότες μέσα από την πόλη. Τους πλήρωσε με χρυσά νομίσματα ώστε να του ανοίξουν, κατά την έφοδο, τις πύλες. Αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης ο βασιλιάς θανάτωσε τους προδότες λέγοντας σε όλους τα εξής: «Αν αυτοί συμπεριφέρθηκαν με τέτοιο τρόπο στους συμπολίτες τους, τότε πως θα συμπεριφερθούν σε μένα;»

Πανοραμική άποψη του ταφικού περίβολου του λόφου του Καστά

 

Η μετέπειτα οικονομική άνοδος της Αυτοκρατορίας.

  Η πόλη ήταν, έκτοτε, σημαντική για τον έλεγχο της κοιλάδας του Στρυμόνα και των μεταλλείων του Παγγαίου από τους Μακεδόνες. Το λιμάνι της Αμφίπολης συνδέονταν με τη Μαύρη Θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο.  Επιπλέον η Αμφίπολη αποτέλεσε ιδανική στρατηγική βάση για την κατάκτηση της Θράκης, αλλά και ναυτική βάση για την εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ασία.

  Η ανάπτυξη της οικονομίας της Μακεδονίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη, στο μυαλό του Φιλίππου, με τη στρατιωτική ισχύ και την κατάκτηση.

   Η Αμφίπολη αύξησε τον πλούτο της Μακεδονίας. Ιδρύθηκε νομισματοκοπείο στην περιοχή του Παγγαίου, και επιπρόσθετα παρήχθησαν χρυσά νομίσματα, που ανταγωνίστηκαν τα αθηναϊκά. Πριν το Φίλιππο, οι Μακεδόνες έκοβαν νομίσματα με βάση το θρακομακεδονικό αντισταθμιστικό κανόνα. Τα νομίσματα αυτά είχαν περιορισμένη κίνηση και τοπικό χαρακτήρα. Μετά την Αμφίπολη ο Φίλιππος ακολουθώντας τον αθηναϊκό κανόνα επέβαλε τον ίδιο τύπο νομισμάτων από πολλά νομισματοκοπεία. Η μεγάλης κλίμακας κυκλοφορία νομισμάτων θα ήταν το μέσο που θα προπαγάνδιζε την ενότητα της αυτοκρατορίας και θα εξασφάλιζε την οικονομική ανάπτυξη. Το ίδιο πρότυπο θα ακολουθούσαν και αργότερα οι Ρωμαίοι αλλά και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες.

Το λιοντάρι της Αμφίπολης

  Στα νομίσματα απεικονίζονταν πολλές φορές ο Ηρακλής για να τονιστεί η καταγωγή της μακεδονικής δυναστείας από το μυθικό ήρωα. Έτσι λοιπόν οι εικόνες θα έχουν έντονη πολιτική διάσταση. Εξυπηρετούσαν την προπαγάνδα του Φιλίππου αλλά και μετέπειτα του Αλεξάνδρου ώστε να εκφράζουν το ρόλο τους ως πανελλήνιοι ηγέτες. Σε όλα αυτά το έναυσμα έδωσε η κατάληψη των μεταλλείων χρυσού του Παγγαίου.

  Η κατάκτηση σήμανε άνεση για τη διενέργεια έργων, σχετικών με την αποξήρανση ελών και τον έλεγχο των πλημυρών. Ο Φίλιππος είχε σχετικές γνώσεις από την παραμονή του στη Βοιωτία, καθώς είχε παρακολουθήσει την αποξήρανση της Κωπαΐδας. Το έκανε στην παράκτια πεδιάδα του Θερμαϊκού. Έλεγξε ακόμη τα ύδατα του Αλιάκμονα και του Αξιού. Όλα αυτά έδωσαν ώθηση στη γεωργία και άλλαξαν την οικονομία από ποιμενική-νομαδική σε αγροτική.

Φωτογραφία από την Ακρόπολη της Αμφίπολης.


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Ο άγνωστος πόλεμος των Αρχαίων Ελλήνων εναντίον των Κινέζων η αλλιώς ο πόλεμος των Ουρανίων αλόγων(απόγονοι του Βουκεφάλα)

Η κινεζική αυτοκρατορία των Χαν εναντίον των Μεγάλων Ιώνων Ελλήνων (Dayuan) της Σογδιανής 

Ο πόλεμος που οδήγησε εν μέρει στο άνοιγμα του δρόμου του μεταξιού...



Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μεταφέρει τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Ασίας. Στην κοιλάδα της Φεργκάνα, στο Τατζικιστάν, είχε ιδρύσει την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, στον ποταμό Ιαξάρτη (Σιρ Νταριά) την οποία αποίκησε με Έλληνες. Οι εκεί Έλληνες και ντόπιοι τελούσαν υπό το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτρίας μέχρι το 140 π.Χ. περίπου, όταν βαρβαρικά φυλές κατέκτησαν τη γύρω περιοχή και τους απομόνωσαν. Το 125 π.Χ., οι νομάδες Τόχαροι επεκτάθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα νότια και τη Βακτριανή, αργότερα και στην Ινδία όπου και τον 1ο αιώνα μ.Χ. ίδρυσαν την αυτοκρατορία των Κουσάν, η οποία είχε πολλά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες τον 3ο αι. π.Χ. είχαν εκστρατεύσει μέχρι το κινεζικό Τουρκμενιστάν.

 Το βασίλειο των Ελλήνων και των απογόνων τους στη Φεργκάνα ήταν γνωστό στους Κινέζους ως Νταγιουάν που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «μεγάλοι Ίωνες», δηλαδή Έλληνες. Φαίνεται πως η ονομασία Γιουάν, ήταν απλώς μεταγραφή της ινδικής λέξης Γιόνα ή Γιαβάνα, η οποία χρησιμοποιούνταν σε όλη την Ασία για να περιγράψει τους Έλληνες (Ίωνες), έτσι το Τα-γιουάν αποδίδεται ως Μεγάλοι Ίωνες. 

Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας Εσχάτης (Χουζάντ) διατηρούσαν σχέσεις με την Κίνα και στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Χαν. Σύμφωνα με Κινέζο περιηγητή που είχε μεταβεί στο βασίλειο περί το 130 π.Χ. η χώρα των Νταγιουάν είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, υψηλό πολιτισμό και στρατό 60.000 ανδρών.

Η ανατολικότερη κτήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν στο Τατζικιστάν η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη. Γύρω στο 140 π.χ. ένας σπουδαίος Κινέζος διπλωμάτης (της δυναστείας των Haz) ο Ζhang Qian, βρέθηκε κατά λάθος στην Εσχάτη Αλεξάνδρεια. Βέβαια οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν και στα καλύτερά τους, 200 χρόνια μετά από την εγκαθίδρυσή τους στα βάθη της Ασίας, διότι ήταν υπόδουλοι σε μια νομαδική φυλή της περιοχής, τους Yuezhi (Τόχαρους) και όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τους πλήρωναν και το πατροπαράδοτο φόρο υποτέλειας, χαράτσι. Τέλος πάντων, ο Zhang Qian, διπλωμάτης ήταν ο άνθρωπος, εστίασε σε κάτι που του άρεσε περισσότερο και πίστευε ότι θα ενδιέφερε και τον αυτοκράτορα του: ήταν τα άλογά των εκεί Ελλήνων. Γύρισε λοιπόν πίσω ο Zhang στο αφεντικό του τον αυτοκράτορα και τον ενημέρωσε για τους Έλληνες που γνώρισε στα δυτικά σύνορα της Κίνας αλλά και για τα θεϊκά τους άλογα. Οι Κινέζοι ήταν εντυπωσιασμένοι από τα ψηλά και δυνατά άλογα (ουράνια άλογα) που είχαν στην κατοχή τους οι Νταγιουάν, η χρήση των οποίων από τους Κινέζους θα ήταν κρίσιμης σημασίας στη διαμάχη τους με τα τουρκο-μογγολικά φύλα των Ούννων Χιονγκ-νου.

Τα έθιμα των Νταγιουάν (Έλληνες Σογδιανης) αναφέρονται πως είναι πανομοιότυπα με αυτά των Ελληνο-βακτριανών στο νότο, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. “Τα έθιμα τους [των Βακτρίων] είναι τα ίδια με αυτά των Νταγιουάν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερές κατοικίες και ζουν μέσα σε οχυρωμένες πόλεις και κανονικά σπίτια όπως οι Νταγιουάν. Δεν έχουν μεγάλους βασιλείς ή αυτοκράτορες, αλλά παντού μέσα στις οχυρωμένες πόλεις τους έχει η κάθε μια τον δικό της μικρό βασιλιά.” Περιγράφονται ως αστικοί πληθυσμοί, σε αντίθεση με τους πληθυσμούς των Τόχαρων, Γουσούν (Σκύθες) ή τους Χιονγκ-νου (Ούννοι) οι οποίοι ήταν όλοι νομάδες. “Έχουν οχυρωμένες πόλεις και σπίτια, οι μεγάλες και οι μικρές πόλεις τους ανήκουν, εβδομήντα στον αριθμό, περιέχουν συνολικό πληθυσμό μερικών εκατοντάδων χιλιάδων…Υπάρχουν πάνω από εβδομήντα άλλες πόλεις στη χώρα.”

«Συνεχώς οι (Έλληνες) Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από τα σταφύλια. Οι πλούσιοι ανάμεσα τους αποθηκεύουν ως και 10.000 πέτρες [63.5 τόνους] και παραπάνω στα κελάρια τους, και το κρατάνε για αρκετές δεκάδες χρόνια χωρίς να χαλάει. Στους άνθρωπους αυτούς αρέσει το κρασί.» Τα σταφύλια και το τριφύλλι εισήχθησαν στη Κίνα από τους Έλληνες Νταγιουάν μετά το ταξίδι του Ζανγκ Κιουάν: "Οι περιοχές γύρω από το Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από σταφύλια, και οι πιο οικονομικά επιφανείς κρατάν ως και 10.000 ή περισσότερα πίκουλ αποθηκευμένο. Μπορεί να κρατηθεί για ως είκοσι με τριάντα χρόνια χωρίς να χαλάσει. Οι άνθρωποι αγαπούν το κρασί και τα άλογα το τριφύλλι. Οι αντιπρόσωποι του Χαν επέστρεψαν φέρνοντας σταφύλια και τριφύλλι σπόρους στην Κίνα και ο αυτοκράτορας για πρώτη φορά δοκίμασε να φυτέψει τα φυτά αυτά σε γόνιμο έδαφος. 

Αργότερα, όταν ο Χαν απέκτησε μεγάλο αριθμό των "ουράνιων αλόγων" και οι αντιπρόσωποι από άλλες χώρες άρχισαν να καταφθάνουν με τις συνοδείες τους, η γη σε όλες τις πλευρές των καλοκαιρινών παλατιών και πύργων αναψυχής του αυτοκράτορα ήταν φυτεμένη με σταφύλια και αλφάλφα τόσο μακριά όσο μπορεί να δεί το μάτι."


Μετά τις αναφορές του Ζανγκ Κιουάν ο οποίος αρχικά είχε σταλθεί για να συνάψει συμμαχία με τους λευκούς νομάδες Τόχαρους εναντίον των Ούννων Χιονγκ-νου -χωρίς αποτέλεσμα-, ο Κινέζος αυτοκράτορας Χαν Γουντί ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους ανεπτυγμένους αστικούς πολιτισμούς της Φεργκάνα (Σογδιανης), Βακτριανής και Παρθίας. “Ο Γιός του Ουρανού στο άκουσμα όλων αυτών αποφάσισε έτσι λοιπόν: Η Φεργκάνα [Νταγιουάν] και οι κατοχές της Βακτριανής και της Παρθίας είναι μεγάλες χώρες, γεμάτες με σπάνια αγαθά, και με πληθυσμούς που ζουν σε μόνιμες κατοικίες και με επαγγέλματα τα οποία μοιάζουν αρκετά με αυτά των Κινέζων, αλλά με αδύναμους στρατούς, και με μεγάλη εκτίμηση στην πλούσια παραγωγή της Κίνας”. 

Οι κινέζοι στη συνέχεια έστειλαν πολυάριθμες αποστολές, γύρω στις δέκα ανά έτος, σε αυτές τις χώρες και τόσο μακριά όσο η ελληνιστική Συρία των Σελευκιδών. “Έτσι περισσότερες αποστολές απεστάλησαν στο Αν-σι [Παρθία], Αν-τσάι [Αλανοί? Σαρματες ρωσικού Καυκάσου], Λι-καν [Συρία των Σελευκιδών], Τιαου-τσι [Χαλδαία Μεσοποταμία], και Σον-του [Ινδία]... Ως γενική εκτίμηση, μάλλον πάνω από δέκα τέτοιες αποστολές στάλθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους, και το λιγότερο πέντε ή έξι.”


Η σύγκρουση μεταξύ της Κίνας των Χαν (202 π.Χ. – 9 μ.Χ. & 25 μ.Χ. – 220 μ.Χ.) και του ελληνιστικού βασιλείου, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, προκλήθηκε από τη άρνηση των Ελλήνων να πουλήσουν στους Κινέζους πολεμικούς ίππους που διέθεταν για τις ανάγκες του στρατού του Κινέζου αυτοκράτορα. Αυτόθεωρήθηκε μεγάλη προσβολή και ο αυτοκράτορας Γου διέταξε τον στρατηγό του Λι Γκουάνγκ Λι να εκστρατεύσει κατά των αλαζόνων Νταγιουάν, διαθέτοντάς του 6.000 ιππείς και 20.000 πεζούς. Το 104 π.Χ. η κινεζική στρατιά ξεκίνησε. Οι Κινέζοι ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο Τακλαμακάν υπολογίζοντας ότι θα προμηθεύονταν τα αναγκαία από τους τοπικούς φυλάρχους στις εκεί οάσεις. Ωστόσο οι τελευταίοι αποδείχθηκαν απρόθυμοι και οι Κινέζοι χρειάστηκε αρκετές φορές να πολεμήσουν. Συνεχίζοντας την επίπονη πορεία τους οι Κινέζοι έφτασαν στα σύνορα των Νταγιουάν αλλά μέχρι τότε ο στρατός τους είχε υποστεί τρομακτική φθορά. Σαν να μην έφτανε αυτό οι Κινέζοι ηττήθηκαν κατά κράτος στη μάχη του Γιουκτσένγκ και κακήν – κακώς υποχώρησαν. Η κινεζική στρατιά καταστράφηκε ολοσχερώς.

Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Το 102 π.Χ. συγκρότησε μια τεράστια στρατιά 60.000 πεζών και 30.000 ιππέων την οποία ακολουθούσαν 100.000 βοοειδή και 20.000 υποζύγια. Οι Κινέζοι, υπό τον στρατηγό Λι και πάλι, ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο, αλλά αυτή τη φορά η ισχύς των δυνάμεών τους δεν άφηνε περιθώρια στους φυλάρχους. Έτσι πέρασαν χωρίς σοβαρά προβλήματα από το Σινγιάνγκ (δυτική Κίνα) και την έρημο. Η τεράστια κινεζική στρατιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια Εσχάτη που οι Κινέζοι αποκαλούσαν Ερσί και την πολιόρκησαν. Οι αμυνόμενοι επιχείρησαν έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Η πολιορκία δεν εξελισσόταν ευχάριστα για τους Κινέζους, μέχρι που κατάφεραν να κόψουν την τροφοδοσία της πόλης με νερό. Παρόλα αυτά μόνο ύστερα από 40 ημέρες άγριων τειχομαχιών οι Κινέζοι κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στο εξωτερικό τείχος και να εισέλθουν σε τμήμα της πόλης. Υποχωρώντας στο εσωτερικό τείχος μερίδα ευγενών ζήτησε συνθηκολόγηση υπό όρους.

Οι Κινέζοι, εξαντλημένοι και οι ίδιοι δέχτηκαν ζητώντας όμως το κεφάλι του βασιλιά της πόλης που στα κινεζικά κείμενα αναφέρεται ως Γουγκουά το οποίο οι προδότες ευγενείς του το παρέδωσαν. Επίσης ζήτησε την παράδοση 3.000 πολεμικών ίππων. Αποχωρώντας, χωρίς να έχει εκπορθήσει την πόλη, ο Κινέζος στρατηγός Λι Γκουάνγκ Λι ενθρόνισε έναν εκ των ευγενών τους βασιλείου, τον αποκαλούμενο στα κινεζικά κείμενα Μικάι και αποχώρησε. Από τους 90.000 άνδρες τους όμως μόνο 11.000 επέστρεψαν λόγω της φθοράς κατά την πολιορκία κυρίως, αφού στη δεύτερη εκστρατεία τους οι Κινέζοι είχαν μαζί τους τρόφιμα, τρόφιμα τους δόθηκαν και από τους Νταγιουάν, μετά την συνθήκη και δεν παρενοχλήθηκαν από τοπικούς φυλάρχους παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ωστόσο η κινεζική εκστρατεία απέτυχε ουσιαστικά. Το 101 π.Χ. οι ευγενείς Νταγιουάν σκότωσαν τον βασιλιά Μικάι που θεωρήθηκε μαριονέτα των Κινέζων και ανέβασαν στο θρόνο τον αδερφό του νεκρού βασιλιά Γουγκουά. Οι Κινέζοι δεν αντέδρασαν και περιοριστήκαν να αποκαταστήσουν τις εμπορικές και διπλωματικές τους σχέσεις με το βασίλειο του Νταγιουάν. 

Κατά την επιστροφή του Λι Γκουανγκλί, όλα τα μικρά βασίλεια και φυλές αποδέχτηκαν την κινεζική κυριαρχία και την υποτέλεια σε αυτήν. Έφτασε στην πύλη του Νεφρίτη -πέρασμα Γιουέν προς την κύρια Κίνα- το 100 π.Χ. με 10.000 άντρες και 1.000 άλογα. Η επικοινωνία με τη Δύση αποκαταστάθηκε μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Νταγιουάν και οι απεσταλμένοι αναχώρησαν ακόμα μια φορά από την Κίνα για τη Δύση, με τα καραβάνια να ταξιδεύουν προς τις αγορές της Βακτριανής. 

Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. θεωρείται πως υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών βασιλείων στην κεντρική Ασία και την Κίνα, και είναι πιθανό πως τα αγάλματα των πολεμιστών του πήλινου στρατού εμπνεύστηκαν από την ελληνική τεχνοτροπία, ή πως σχεδιάστηκαν από Έλληνες γλύπτες, με τους οποίους οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή στα δυτικά της χώρας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί κοντά στα 300 νομίσματα σε διάφορες επαρχίες της Κίνας τα οποία φέρουν ελληνικούς χαρακτήρες και χρονολογούνται στην περίοδο 1ου με 2ου αιώνα μ.Χ., τα οποία πιθανώς είναι ινδοσκυθικής ή Τοχαρικης κοσσανικής προέλευσης.

Ο δρόμος του Μεταξιού ουσιαστικά ξεκίνησε από τον 1ο αιώνα π.Χ., μετά τις προσπάθειες της Κίνας να σταθεροποιήσει μια διαδρομή προς τον δυτικό κόσμο, μέσω απευθείας διακανονισμών στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ (δυτική Κίνα) καθώς και με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες των Ελλήνων Νταγιουάν, Παρθών και Βακτριανών Ελλήνων προς τα δυτικά. Σύντομα ακολούθησε έντονη εμπορική δραστηριότητα, η οποία επιβεβαιώνεται και απο τον ρωμαϊκό παροξυσμό για κινεζικό μετάξι που επικράτησε από τον 1ο αιώνα π.Χ. -το οποίο προμηθεύονταν μέσω των Παρθών Αρσακιδών-, στο σημείο όπου η ρωμαϊκή γερουσία εξέδωσε -χωρίς αποτέλεσμα- αρκετά διατάγματα για να απαγορεύσει το φόρεμα του μεταξιού, βάσει οικονομικών και ηθικών λόγων -αντιπαλότητα και εμπόλεμη δραστηριότητα με Πάρθους. 

Την ίδια περίοδο η βουδιστική θρησκεία και ο ελληνοβουδισμός ξεκίνησαν τη διαδρομή τους ακολουθώντας το δρόμο του Μεταξιού, και εισχωρώντας στην Κίνα από τον 1ο αιώνα π.Χ..

Πηγή Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία 

Αυτό είναι ένα τετράδραχμο που κόπηκε στο όνομα του Αντίμαχου Α' της Βακτριανής περίπου το 185-170 π.Χ.

Λίγα είναι γνωστά για τον Βακτριανό βασιλιά Αντίμαχο Α'.Το υπέροχο πορτρέτο σε αυτό το νόμισμα απεικονίζει τον Αντίμαχο να φορά το χαρακτηριστικό σκούφο γνωστό ως καυσία.



Η καυσία είναι το όνομα του τυπικού μπερέ που φορούσαν οι Αρχαίοι Μακεδόνες και θεωρούνταν ως εθνική κεφαλίδα.Φορέθηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο, αλλά ίσως και πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως προστασία από τον ήλιο από τις φτωχότερες τάξεις στη Ρώμη.

Έχει βρεθεί σε όλους τους τομείς που κυριαρχούν τα μακεδονικά βασίλεια και αν έχει εξαφανιστεί στη Δύση, έχει παραμείνει σε χρήση στο Αφγανιστάν, όπου, αποκαλούμενος πακώλ, θεωρείται η παραδοσιακή και εθνική κεφαλίδα.

 Εδώ προοριζόταν να συνδεθεί ο ηγεμόνας με τους διαδόχους του Αλεξάνδρου.


Η χαρακτηριστική απεικόνιση του Αντίμαχου με ημι-είρωνικο μειδίαμα αυτοσαρκασμού, αποτελεί μία έκφραση που αναιρεί την συνηθισμένη αυστηρή σοβαροφάνεια των ηγεμόνων και πρόκειται να αποτελέσει ένα ιδιόμορφο σήμα κατατεθέν στις απεικονίσεις των μεταγενέστερων Ελλήνων ηγεμόνων της περιοχής, για να επαναληφθεί και στο πρόσωπο του Βούδα.

Νέα Φιλαδέλφεια: οικιστικά κατάλοιπα και νεκροταφείο της εποχής σιδήρου. Δημήτριος Β. Γραμμένος

 Σχεδόν σύγχρονο με τη γεωμετρική εγκατάσταση, είναι και το νεκροταφείο της εποχής σιδήρου, το οποίο βρέθηκε στην πεδιάδα ανάμεσα σ' αυτήν και στη μεγάλη «τράπεζα Ναρές». Θα πρέπει κατ' αρχήν να επισημανθεί ότι, όπως συνάγεται από τη χωροταξική διάταξη του νεκροταφείου, τουλάχιστον από τον 9ο αι. π.Χ. και εξής, ο ταφικός χώρος είναι απόλυτα διαχωρισμένος από τον σύγχρονό του οικιστικό[104], ο οποίος υποθέτουμε ότι βρίσκεται στην «τράπεζα Ναρές». Δεν αποκλείεται ωστόσο ο ίδιος χώρος να χρησιμοποιούνταν για ταφές και από τους κατοίκους της γύρω αγροτικής περιοχής και ίσως και από αυτούς που κατοικούσαν στη μικρή γεωμετρική εγκατάσταση που ανασκάψαμε.

Τα κοσμήματα της νεκρής του τάφου (αριθμός 948) στη θέση που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή (φωτ. της Β. Μ-Δ)


Με τον όρο «νεκροταφείο εποχής σιδήρου» ορίσαμε ένα αυστηρά οριοθετημένο νεκροταφείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για ταφές την περίοδο από τον 9ο μέχρι τον 7ο αι. η το πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και μόνο περιπτωσιακά στους επόμενους αιώνες[105]. Η χρονολόγηση των τάφων της εποχής σιδήρου δεν είναι απόλυτα ακριβής, επειδή στηρίζεται κυρίως στην εγχώρια άβαφη κεραμική, που επικρατεί σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα και που είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς, καθώς και στα κοσμήματα, που επίσης δεν αποτελούν ακριβή χρονολογικά τεκμήρια.

Από το νεκροταφείο αυτό έχουν ερευνηθεί 2.228 τάφοι σε έκταση 12 στρεμμάτων (Εικ. 9). Τα όρια του, από τα οποία έχουν αποκαλυφθεί τμήματα του βόρειου, του ανατολικού και του δυτικού, φαίνεται ότι ήταν με σαφήνεια καθορισμένα. Στη βορειοανατολική περιοχή διαπιστώθηκε τοποθέτηση των ακριανών τάφων σε σειρά, μια τοποθέτηση που θα μπορούσε να δηλώνει και την ύπαρξη δυο δρόμων, ενός με κατεύθυνση Β-Ν και ενός άλλου Α-Δ. Το δυτικό όριο, από το οποίο έχει αποκαλυφθεί ένα τμήμα, παραβιάζεται ορισμένες φορές με την τοποθέτηση, έξω από το όριο, τάφων, ίσως μεταγενέστερων της οριοθέτησης (Εικ. 10). Εντύπωση προκαλεί το μέγεθος του νεκροταφείου σε συνάρτηση με την πυκνότητα των τάφων. Αν αναλογισθούμε ότι ένα μεγάλο τμήμα του επεκτείνεται και στα διπλανά χωράφια, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η συνολική έκτασή του θα ήταν σχεδόν διπλάσια.

Οι ταφές ανήκουν και σε ενήλικες και σε παιδιά, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό από το μέγεθος των τάφων. Ορισμένοι ιδιαίτερα μικροί τάφοι, σε μερικούς από τους οποίους διατηρούνταν και λίγα σκελετικά κατάλοιπα, δείχνουν ότι στο νεκροταφείο θάβονταν ακόμη νήπια και βρέφη. Μολονότι επικρατεί ο ενταφιασμός, χρησιμοποιείται σε μικρή κλίμακα και η καύση. Αρκετά τεφροδόχα αγγεία βρέθηκαν διάσπαρτα σ' όλη την έκταση του νεκροταφείου.

Το μεγαλύτερο τμήμα του νεκροταφείου αναπτύσσεται οριζόντια, οι τάφοι είναι τοποθετημένοι πυκνά ο ένας κοντά στον άλλον, αλλά δεν έχουν ένα σταθερό προσανατολισμό. Ωστόσο, σε πολύ λίγες περιπτώσεις νεότερες ταφές καταστρέφουν παλιότερες. Οι τάφοι είναι λακκοειδείς η κιβωτιόσχημοι. Στους τελευταίους το υποτυπώδες κιβώτιο είναι κατασκευασμένο με κάθετα τοποθετημένες πλακαρές πέτρες. Τέλος τα τεφροδόχα αγγεία με τα καμένα οστά των νεκρών βρίσκονται ανάμεσα στους τάφους ή πάνω σε καλυπτήριες (Εικ. 11).

Στο νοτιότερο τμήμα του νεκροταφείου οι τάφοι είναι επίσης είτε λακκοειδείς είτε κιβωτιόσχημοι, οι περισσότεροι όμως από τους τελευταίους παρουσιάζουν μια πιο εξελιγμένη μορφή, όπου το κιβώτιο είναι πιο καλοσχηματισμένο. Ακόμη, παρατηρούνται λίγοι κτιστοί με αργούς λίθους τάφοι, ελεύθερες ταφές, ταφές σε πιθάρια και επίσης τεφροδόχα αγγεία. Αξίζει να επισημανθεί ότι στο τμήμα αυτό έχουν εντοπισθεί και μικροί ταφικοί περίβολοι, που ίσως στήριζαν τυμβίσκους, οι οποίοι δεν βρέθηκαν, επειδή, αν υπήρχαν, θα είχαν ισοπεδωθεί από την καλλιέργεια.

Συνήθως κάθε τάφος χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό ενός νεκρού. Σπάνια απαντούν λάκκοι με δυο ή τρεις νεκρούς. Οι νεκροί τοποθετούνται ανάσκελα με τα χέρια ανάμεσα στους μηρούς και συχνά τους αστραγάλους δεμένους.

Οι τάφοι είναι μερικές φορές πλούσια κτερισμένοι, αλλά συχνότερα είναι φτωχοί. Στις περιπτώσεις αυτές μόνο ένα ή δυο κτερίσματα προσφέρονταν στους νεκρούς, ή το ένδυμα του νεκρού έφερε κάποιο διακοσμητικό κόσμημα (π.χ. επιχρυσωμένο ομφάλιο). Συνολικά πάντως το 40% έως 50% αυτών περιέχουν εκτός από τον σκελετό του νεκρού και κάποια αντικείμενα. Πρόκειται για αγγεία, κοσμήματα και εργαλεία. Τα πήλινα αγγεία έχουν περιορισμένο σχηματολόγιο. Επικρατούν οι πρόχοι, τα κανθαρόσχημα και φιαλόσχημα μόνωτα κύπελα, οι αμφορίσκοι. Στους νηπιακούς τάφους βρέθηκαν και θήλαστρα. Τα κοσμήματα είναι κυρίως χάλκινα και σιδερένια. Έχουμε, ως επί το πλείστον, ψέλια πολύσπειρα και απλά, συχνά διακοσμημένα με χαρακτά σχέδια, δακτυλίδια, είτε με οκτώσχημη ή ρομβοειδή σφενδόνη, είτε ταινιωτά, πόρπες, περόνες, περιλαίμια στριφτά, σπειροειδείς σωληνίσκους, ενώτια. Βρέθηκαν επιπλέον και λιγοστά χρυσά κοσμήματα, όπως ένα ζεύγος ενωτίων και μερικά χρυσά επιστόμια. Δεν λείπουν ακόμη και γυάλινες ψήφοι. Τα ρούχα διακοσμούνται επίσης με χάλκινα κομβία και επιχρυσωμένα χάλκινα ομφάλια που θα έδιναν την εντύπωση των χρυσοποίκιλτων ενδυμάτων. Ραμμένα πάνω στο ύφασμα διακοσμούσαν, το στήθος, τη μέση, το κεφάλι των νεκρών.

Τα εργαλεία είναι κυρίως σιδερένια μαχαιρίδια. Ένα από αυτά, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση, διασώζει την οστέινη λαβή του που είναι διακοσμημένη με χαρακτούς κύκλους. Χαρακτηριστική είναι και η ανεύρεση σε πολλούς γυναικείους τάφους ενός πήλινου σφονδυλιού. Αποτελούσε εξάρτημα για το αδράχτι, το οποίο δεν έχει διασωθεί λόγω του φθαρτού υλικού του, και έδειχνε την κύρια απασχόληση της νεκρής, όταν βρισκόταν στη ζωή. Κυρίως έγνεθε το μαλλί. Θα πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι βρισκόταν συνήθως σε φτωχικούς τάφους, πολλές φορές ήταν το μοναδικό κτέρισμα, ένδειξη ότι η ειδίκευση αυτή αφορούσε τις φτωχότερες τάξεις. O διαχωρισμός των φύλων από τα κτερίσματα των νεκρών δεν είναι συνήθως εφικτός. Μερικές μόνο ταφές ορίζονται με σχετική βεβαιότητα ως γυναικείες από την ποικιλία και πολυμορφία των κοσμημάτων που εμπεριείχαν ή σε άλλες περιπτώσεις από την παρουσία του σφονδυλιού. Τα μαχαιρίδια, όπως και τα υπόλοιπα κτερίσματα, βρέθηκαν σε τάφους και των δυο φύλων και επομένως δεν βοηθούν στη διάκριση των τάφων σε γυναικείους και ανδρικούς[106]. Αξίζει επίσης να τονισθεί η σχεδόν παντελής απουσία όπλων από τους ανδρικούς τάφους της εποχής σιδήρου, ένα έθιμο που έχει διαπιστωθεί ότι επικρατεί στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο παρακείμενο νεκροταφείο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, από τον προχωρημένο 6ο π.Χ. και εξής και είναι γνωστό και από άλλες περιοχές της Μακεδονίας στην ίδια εποχή.

Οι πλουσιότεροι τάφοι είναι οι γυναικείοι. Στον τάφο αριθ. 514 το ένδυμα της νεκρής από τον ώμο μέχρι την κοιλιά διακοσμούνταν με 40 επιχρυσωμένα ομφάλια. Στα χέρια φορούσε χάλκινα βραχιόλια και δακτυλίδια, ενώ πάνω στον αριστερό ώμο της βρέθηκαν δυο χάλκινοι διπλοί πελέκεις. Στον τάφο αριθ. 948 (Εικ. 12) βρέθηκαν 32 αντικείμενα. Πρόκειται για έναν απέριττο κιβωτιόσχημο τάφο μιας νεαρής γυναίκας του 7ου αι. π.Χ., στον οποίο τα περισσότερα κτερίσματα της νεκρής βρέθηκαν στοιβαγμένα στη μια γωνία του. Ανάμεσα στα κοσμήματα που της προσφέρθηκαν, ξεχωρίζουν δυο βαριά πολύσπειρα βραχιόλια, τα οποία φορεμένα θα κάλυπταν το κάθε χέρι της γυναίκας από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα. Για τη διακόσμηση της κεφαλής της χρησιμοποιήθηκαν οι σπειροειδείς σωληνίσκοι, γνωστοί με τον όρο σύριγγες, οι οποίοι κρέμονταν ανάμεσα στα μαλλιά στερεωμένοι πιθανόν σε μια δερμάτινη στεφάνη[107], ενώ τέσσερα περιλαίμια και ένα περιδέραιο με αμφικωνικές χάντρες προορίζονταν για την κόσμηση του λαιμού και του στήθους της. Τέλος τη στερέωση και διακόσμηση των ενδυμάτων εξυπηρετούσαν μια-δυο λεπτές περόνες, δυο διαφορετικού τύπου πόρπες, καθώς και μερικά ακόμη δισκοειδή κοσμήματα.

Τα κοσμήματα αυτά έχουν ιδιαίτερες ομοιότητες με αυτά που βρέθηκαν π.χ. στη Βεργίνα ή στην Τσαουσίτσα[108] και δείχνουν ότι οι λαοί που κατοικούσαν στη Μακεδονία είχαν όμοιο πολιτιστικό υπόβαθρο.

Στο νότιο τμήμα του νεκροταφείου εμφανίζονται νέα κοσμήματα, ενώ μειώνονται τα παλιά. Εμφανίζονται οι μεγάλες χάλκινες αμφικωνικές χάντρες και τα περίαπτα σε σχήμα πουλιού[109]. Τώρα πλέον στη μεταλλοτεχνία χρησιμοποιείται περισσότερο το χύσιμο σε καλούπι αντί της σφυρηλάτησης του μετάλλου, ενώ η ευαισθησία των τεχνιτών τούς οδηγεί σε κατασκευή πλαστικότερων μορφών. Η τεχνική βρίσκεται σε πιο εξελιγμένο στάδιο. Τα νέα αυτά στοιχεία χρονολογούνται στο τέλος του 8ου και στον 7ο αι. π.Χ. Στον 7ο αι. π.Χ. ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. ανήκουν και τα χρυσά επιστόμια που χρησιμοποιούνται για το κλείσιμο του στόματος του νεκρού. Τα χρυσά επιστόμια είναι πολύ συχνό εύρημα σε τάφους μεταγενέστερους, των μέσων και ύστερων αρχαϊκών χρόνων που έχουν βρεθεί στη Νέα Φιλαδέλφεια αλλά και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας στα ίδια χρόνια, εντούτοις η αρχή τους ανάγεται στην εποχή σιδήρου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σιδερένιο ξίφος του τάφου αριθ. 1543, το οποίο διασώζει και τα χάλκινα δεσίματα της δερμάτινης πιθανόν θήκης του. Το ξίφος αυτό μαζί με ένα ακόμα που βρέθηκε στον γειτονικό τάφο αριθ. 1544 είναι τα μοναδικά τέτοιου είδους αντικείμενα που αποκαλύφθηκαν στο νεκροταφείο της εποχής σιδήρου. Η κεραμική που συνοδεύει τα ευρήματα αυτά είναι η γνωστή άβαφη εγχώρια της εποχής σιδήρου. Η παρουσία των ξιφών εδώ προαναγγέλλει την επικράτηση του εθίμου της ταφής των ανδρών με τον οπλισμό τους, έθιμο που παγιώνεται στη Νέα Φιλαδέλφεια την περίοδο μετά τα μέσα του 6ου αι.

Το νοτιοδυτικό τμήμα του νεκροταφείου της εποχής σιδήρου επαναχρησιμοποιήθηκε σε πολύ περιορισμένη κλίμακα τον προχωρημένο 6ο αι. π.Χ., τον 4ο αι. και τον 3ο αι. π.Χ. Άλλοτε κατασκευάσθηκαν νέοι τάφοι, άλλοτε επαναχρησιμοποιήθηκαν οι παλιότεροι. Χαρακτηριστικό ιδιαίτερα των τάφων του 6ου έως 4ου αι. π.Χ. το οποίο διαπιστώθηκε κυρίως στις ταφές του νεκροταφείου των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων που βρέθηκε σε μεγάλη έκταση ανατολικά αυτού της εποχής σιδήρου, είναι ότι υπάρχει σταθερός προσανατολισμός της κεφαλής του νεκρού ανάλογα με το φύλο, κάτι που επίσης δεν φαίνεται να ακολουθείται με συνέπεια στους προγενέστερους τάφους. Οι άνδρες έχουν το κεφάλι στα βόρεια ή στα δυτικά, οι γυναίκες στα νότια ή στα ανατολικά. Επιπλέον κυρίως στον 6ο αι. και στον 5ο αι. παρατηρείται, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η συνήθεια οι άνδρες να θάβονται με τον οπλισμό τους και οι γυναίκες, όπως και στην εποχή σιδήρου, με τα κοσμήματά τους. Τον οπλισμό των νεκρών ανδρών απαρτίζουν το χάλκινο κράνος, το σιδερένιο ξίφος και τα δυο σιδερένια δόρατα. Οι τάφοι επίσης από τη μέση αρχαϊκή περίοδο και εξής, διακρίνονται για την αφθονία αγγείων εισαγμένων από την Αττική, Κόρινθο, Ιωνία. Οι ταφές του 4ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν από τα γνωστά κτερίσματα της εποχής αυτής (αγγεία, κοσμήματα, χάλκινα νομίσματα).

Η τελευταία φάση της χρήσης του νεκροταφείου της εποχής σιδήρου τοποθετείται στα ρωμαϊκά χρόνια. Λίγοι τάφοι αυτής της εποχής εντοπίσθηκαν στο κεντρικό τμήμα του χώρου που ερευνήθηκε. Διακρίνονται κυρίως από την κατασκευή τους με κεραμίδες στέγης και από τα κτερίσματά τους, ανάμεσα στα οποία επικρατούν τα βολβόσχημα μυροδοχεία και τα χάλκινα νομίσματα των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Οι τελευταίοι φαίνεται ότι σχετίζονται με μια παρακείμενη εγκατάσταση ρωμαϊκών χρόνων, τμήμα της οποίας είχαμε ανασκάψει το 1995[110].

 

Η περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας ανήκει στην αρχαία Μυγδονία, η οποία είχε τα όρια που καταλαμβάνει περίπου ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, που συχνά είναι ασαφείς ή ακόμα παρουσιάζουν αντικρουόμενες απόψεις, στη Μυγδονία, πριν από την ενσωμάτωσή της στο Μακεδονικό κράτος, ζούσαν οι Μύγδονες, στους οποίους αποδίδονταν δέκα πόλεις[111]. Κατά τον Θουκυδίδη οι Μακεδόνες κατέλαβαν την περιοχή αυτή διώχνοντας από εκεί τους Ηδωνούς[112]. Όπως είχε διαπιστωθεί με την επιφανειακή αλλά και ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα σε άλλες περιοχές, οι πληθυσμοί αυτοί κατοικούσαν κυρίως σε μεγάλους οικισμούς που τους εγκαθίδρυαν πάνω σε χαμηλά φυσικά υψώματα (τράπεζες). Στον κάτω ρου του Γαλλικού δεσπόζουν σήμερα πέντε τέτοιοι παρόμοιοι με της Νέας Φιλαδέλφειας οικισμοί πάνω σε «τράπεζες».

Η ανασκαφή στη Νέα Φιλαδέλφεια μας έδωσε και νέα στοιχεία για την οργάνωση των οικιστικών εγκαταστάσεων στην περιοχή αυτή.

Η εγκατάσταση πάνω στο τραπεζιόσχημο ύψωμα, που αναφέραμε προηγουμένως, αποτελεί ένα νεοαποκαλυπτόμενο εύρημα στον μακεδονικό χώρο, το οποίο προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με τον χαρακτήρα του. Το γεγονός ότι είναι μια ολιγομελής κοινότητα γίνεται αμέσως αντιληπτό από τον μικρό αριθμό των κτηρίων που περιλαμβάνει. Το τετράχωρο κτήριο του άνω πλατώματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρησιμοποιήθηκε για κατοικία, όπως άλλωστε και το συγκρότημα των δωματίων στο νότιο φρύδι του λόφου. Εντούτοις το εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος του πρώτου για τα μέτρα της εποχής σιδήρου -εμβαδόν σχεδόν 200 τ.μ.- η θέση του σε κεντρικό σημείο του λόφου και το περιβάλλον του, που είναι ανοιχτός χώρος χωρίς άλλες οικοδομές σε αρκετή απόσταση, δείχνουν ότι δεν πρόκειται για κατοικία μιας απλής αγροτικής οικογένειας. Η οικονομική ισχύς και η χρησιμοποίηση άφθονου εργατικού δυναμικού, προϋποθέσεις αναγκαίες για έργα μεγάλου μεγέθους, όπως π.χ. μεταφορά χωμάτων για δημιουργία ταρατσών, η πλήρης αυτάρκεια των αγροτικών προϊόντων και η αρμοδιότητα ανακατανομής της παραγωγής, που φαίνεται από τα πολυάριθμα αποθηκευτικά αγγεία, δείχνουν ότι πρόκειται ίσως για έδρα ή για έργο κάποιου τοπάρχη της περιοχής[113]. Εξάλλου η θέση της εγκατάστασης στον λόφο δίπλα στο ποτάμι υποδηλώνει ότι ίσως σχετίζεται με την εκμετάλλευση των πόρων του ποταμού. Δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί και η περίπτωση να εξυπηρετούνταν και αμυντικοί στόχοι, καθόσον από τη θέση αυτή μπορούσε να ελεγχθεί και η πρόσβαση προς την παραλιακή Μακεδονία και συγχρόνως υπήρχε και άμεση οπτική επαφή προς τον κυρίως οικισμό, που βρισκόταν στην «τράπεζα», η οποία ήταν σε αρκετή απόσταση από το ποτάμι. Τι σημαίνει ο διαχωρισμός της εγκατάστασης αυτής από τον κεντρικό οικισμό της «τράπεζας», στον οποίο εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι βρίσκεται το κέντρο της διοίκησης, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Θα μπορούσε ίσως να σκεφτεί κανείς ότι η εξουσία δεν ήταν απόλυτα συγκεντρωτική σε ένα άτομο (βασιλιά) αλλά διαμοιραζόταν ανάμεσα σε περισσότερα μέλη μιας αγροτικής αριστοκρατίας.

Συνεπώς, η εγκατάσταση στον λόφο δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατανόηση της οργάνωσης, των κοινωνικών δομών και των θεσμών των λαών του μακεδονικού χώρου κατά τη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Άλλωστε, ο εντοπισμός των πρόχειρων εγκαταστάσεων στην πεδιάδα δείχνει ότι οι οικιστικές περιοχές δεν περιορίζονταν μόνο στους λόφους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατά την εποχή σιδήρου ήταν διαδεδομένη στην πεδιάδα εποχική κατοίκηση ή μια μονιμότερη εγκατάσταση φτωχών ανθρώπων άμεσα συνδεδεμένων με την αγροτική εργασία.

Τα στοιχεία που προαναφέραμε μπορούν να συσχετισθούν με αυτά που μας δίνει η ανασκαφή του νεκροταφείου, στο οποίο αποτυπώνεται και μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα της κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα πολυπληθής κοινότητα που παρουσιάζει μεν κοινωνική διαστρωμάτωση, αν ερμηνεύεται σωστά η διαφορά στην ποσότητα των ευρημάτων ανάμεσα στους τάφους, αλλά στηρίζεται στις αρχές της ισότητας τουλάχιστον απέναντι στο θάνατο. Πλούσιοι και φτωχοί καταλαμβάνουν ίδιο χώρο ταφικής γης και κατανέμονται τυχαία σ' όλη την έκταση του νεκροταφείου. Ακόμη, η αυστηρή οριοθέτηση του νεκροταφείου προϋποθέτει μια μορφή πρωτοαστικής οργάνωσης του οικισμού, ο οποίος μεριμνά για την προγραμματισμένη χρήση της διαθέσιμης αγροτικής γης, όπως τουλάχιστον φαίνεται από το μεγαλύτερο τμήμα του νεκροταφείου.

Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι κατά το τέλος του 9ου αι. π.Χ. οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας, εγκατεστημένοι στην «τράπεζα Ναρές», έχουν αποκτήσει μια ακμαία οικονομία που επιτρέπει την κατανομή της εργασίας και απολαμβάνουν τουλάχιστον μέσα στα όρια του κεντρικού οικισμού ένα είδος πρωτοαστικής οργάνωσης. Στον οικισμό αυτό υπάγονται πιθανότατα και άλλες μικρές εγκαταστάσεις, σε λόφους ή στην πεδιάδα, που είναι πολύ πιθανόν να μοιράζονται την ίδια ταφική γη. Η κοινότητα αυτή βρίσκεται σε επικοινωνία με την υπόλοιπη Μακεδονία αλλά και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Αξίζει να επισημάνουμε τη μεγάλη ομοιότητα των χάλκινων κοσμημάτων της Νέας Φιλαδέλφειας με αυτά του νεκροταφείου των τύμβων της Βεργίνας, ένδειξη του κοινού πολιτιστικού υπόβαθρου όλων αυτών των συγγενών κατά μια έννοια φύλων της εποχής σιδήρου.

Οι έρευνες στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου, όπως στην Αγχίαλο, στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, στο Καραμπουρνάκι, στη Σταυρούπολη, καθώς και στην υπόλοιπη Μακεδονία έδειξαν ομοιότητες στην κεραμική, άβαφη και γραπτή, όλων αυτών των οικισμών. Οι στενές εμπορικές επαφές με τον νοτιότερο χώρο διαπιστώθηκαν από την ανεύρεση γεωμετρικών αγγείων εισαγμένων κατευθείαν από την Εύβοια. Μάλιστα η γεωμετρική διακόσμηση υπάρχει όχι μόνο στα αγγεία που εισήχθηκαν από τη νότια Ελλάδα, αλλά και σ' αυτά που κατασκευάζονταν στη Μακεδονία. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι Ευβοείς πήραν μέρος στον αποικισμό του βορειοελλαδικού χώρου. Πιθανόν οι αποικίες τους απετέλεσαν και τα κύτταρα για την ανάπτυξη της γνήσιας γεωμετρικής τέχνης στη Μακεδονία.

Χαρακτηριστική είναι η άνθιση και της μεταλλοτεχνίας. Η αφθονία των χάλκινων και σιδερένιων αντικειμένων, οι συχνά επαναλαμβανόμενοι όμοιοι τύποι κοσμημάτων συνηγορούν για την ύπαρξη μεγάλων εργαστηριακών μονάδων που κάλυπταν τις ανάγκες μιας ιδιαίτερα αυξημένης ζήτησης. Τα εργαστήρια αυτά τροφοδοτούσαν και τον βορειότερο βαλκανικό χώρο, αφού η ανεύρεση αντίστοιχων τύπων και εκεί βεβαιώνουν την ύπαρξη αξιόλογων πολιτιστικών επαφών και ανταλλαγών.

Τον 6ο αι. παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στα ταφικά έθιμα. Επικρατεί η ταφή των ανδρών με τα όπλα τους και επιβάλλεται ο διαφορετικός προσανατολισμός των νεκρών ανάλογα με το φύλο τους. Οι γυναίκες, όπως και στην εποχή σιδήρου, θάβονται με τα κοσμήματά τους. Με την ανασκαφή του αρχαϊκού νεκροταφείου στη Νέα Φιλαδέλφεια διευρύνονται τα όρια των περιοχών, όπου απαντούν τα παραπάνω έθιμα. Η εκπληκτική ομοιότητα τους με αυτά από το νεκροταφείο της Θέρμης, της Αγ. Παρασκευής, του Αγ. Αθανασίου στον νομό Θεσσαλονίκης μέχρι αυτών του νεκροταφείου της Βεργίνας και της Αιανής στην Κοζάνη δείχνει και πάλι την πολιτιστική ομοιογένεια των θρακικών και μακεδονικών φύλων. Το φαινόμενο της επικράτησης αυτών των ταφικών εθίμων μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι όμοιο πολιτειακό καθεστώς, δηλαδή η βασιλεία, υπήρχε σε όλα τα επιμέρους φύλα, ένα συντηρητικό σύστημα διακυβέρνησης που ευνοεί την επίδειξη ισχύος των ατόμων της άρχουσας τάξης και την προβολή πολεμικών προτύπων. Υπαινίσσεται ακόμη την ύπαρξη μιας ισχυρής συντηρητικής αριστοκρατίας που επιβιώνει από την εποχή σιδήρου και που τον 6ο αι. π.Χ. αυτοπροσδιορίζεται υιοθετώντας το πρότυπο του πολεμιστή ως σημείο αναφοράς στην ηρωική εποχή. Η τάξη αυτή καθιερώνει έθιμα που απηχούν ομηρικές ταφικές πρακτικές και τα οποία υιοθετούνται τελικά από ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ανάλογα έθιμα επικρατούν στη νότια Ελλάδα στη γεωμετρική εποχή, όπου υπάρχουν αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες, ενώ η εξαφάνισή τους στην αρχαϊκή έχει συνδεθεί με την επικράτηση της δημοκρατίας[114].

Ο 4ος αι. π.Χ. είναι περίοδος πολιτικής αστάθειας και μεγαλύτερης φτώχειας. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων αντικατοπτρίζεται στα ταφικά έθιμα της Νέας Φιλαδέλφειας με τη μείωση των κτερισμάτων ή τη χρησιμοποίηση φθηνότερων αντικειμένων. Στα μέσα του αιώνα οι συνθήκες αρχίζουν να αλλάζουν. Ο Φίλιππος ο Β' ενοποιεί τη Μακεδονία και επιβάλλει ολοκληρωτικά την εξουσία των Μακεδόνων. Στη συνέχεια οργανώνεται η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, άφθονο χρήμα εισρέει στη Μακεδονία, δημιουργούνται τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι περιφερειακοί οικισμοί όπως αυτός της Νέας Φιλαδέλφειας συρρικνώνονται. Ας μην ξεχνάμε ότι το 315 π.Χ. ιδρύεται η Θεσσαλονίκη, η οποία αποκτά πληθυσμό από τις γειτονικές περιοχές.

 

104 Δ. Γραμμένος - Σ. Τριανταφύλλου, Ανθρωπολογικές Μελέτες από τη Βόρεια Ελλάδα (2004), 265 κ.ε. (Β. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου).

105 Βλ. Β. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, Χάλκινα κοσμήματα αρχαϊκών χρόνων από τη Μακεδονία (Αδημ. Διδακτ. Διατρ. 2003), 22, σημ. 20.

106 Μόνο με την έρευνα των σκελετικών καταλοίπων είναι δυνατός ο προσδιορισμός τους. Για τις ανθρωπολογικές μελέτες στη Νέα Φιλαδέλφεια βλ. Γραμμένος - Τριανταφύλλου, ό.π. σημ. 15, σ. 271 κ.ε. (Ε. Μίλκα - Χρ. Παπαγεωργοπούλου).

107 Για τον τρόπο που οι σωληνίσκοι τοποθετούνταν στο κεφάλι βλ. Κ. Phomiopoulou - I. Kilian-Dirlmeier, PZ 64, 1989, 101-107.

108 Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα I. Το νεκροταφείο των τύμβων (1969), S. Casson, BSA, 24, 1919-1921, 1 κ.ε.

109 Για ανάλογα παραδείγματα βλ. π.χ. Bouzek, ό.π. Εικ. 33 και 49.

110 ΑΔ 50, 1995, Χρ. 470-471, ΑΕΜΘ 1995, 313-314

111 Στράβ. VII απόσπ. 36, Πτολ. ΙΙΙ.13.36. Βλ. ακόμη N. Hammond, A History of Macedonia, vol. I, Oxford 1972, 182 κ.ε.

112 Θουκ. ΙΙ.99.4.

113 Για τέτοιου είδους εγκαταστάσεις βλ. A. Mazarakis-Ainian, From rulers dwellings to temples (1997).

114 I. Morris, Death-ritual and Social Structure in Classical Antiquity (1992), 26 κ.ε

Η Αρχαία Αμφίπολη και η μακρά διαδρομή των αρχαιοκάπηλων στην περιοχή. Ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ

 26.04.1956, Αμφίπολη: «Άρχισαν συστηματικές ανασκαφές στην Αμφίπολη σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο για να προστατευτεί η περιοχή από την αρχαιοκαπηλία. Πήρα την απόφαση να αρχίσω, παρά τις αδυναμίες, για να διασωθεί το καταπληκτικό πλήθος των κτερισμάτων. Ο τόπος ήταν γεμάτος σκάμματα και τομείς αρχαιοκαπήλων». Έτσι περιγράφει, στο ημερολόγιό του, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης την αναγκαιότητα της έναρξης ανασκαφών στην Αμφίπολη και την προστασία της περιοχής από την Αρχαιολογική Εταιρεία, προκειμένου να χαρακτηριστεί άμεσα τότε, αρχαιολογικός χώρος, έτσι ώστε να βάλει «φρένο» στους αρχαιοκάπηλους, που πρόλαβαν πριν από αυτόν να ξεκινήσουν τις «εκσκαφές» και να συλήσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.



 «…Στην Αμφίπολη ήρθαμε με την οικογένειά μου, όταν ήμουν επτά ετών», θα θυμηθεί ο 82χρονος, σήμερα, Κ.Ε. που εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς μπήκε ο ίδιος στο «βασίλειο» της (παράνομης) συλλογής αρχαίων αντικειμένων, που αφθονούσαν, όχι μόνο στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Η ζωή του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Ακόμα και σήμερα, στα βαθιά γηρατειά, η καρδιά του «χορεύει» κάτω από το στήθος, όταν μιλάει για το παρελθόν και τις (παράνομες) ανασκαφικές δραστηριότητές του.

Έφτασε για να σκάψει, από τις Σέρρες μέχρι και στις Μυκήνες, ενώ –όπως λέει, γελώντας– στη Βεργίνα έσκαψε πριν από τον Μανόλη Ανδρόνικο…

«Οι αρχαιοκάπηλοι, όπως τους λένε, πάνε πρώτοι, οι αρχαιολόγοι φτάνουν μετά», μας λέει και ξετυλίγει κάποιες πτυχές μιας διαδρομής, που παρόμοια διήνυσαν και διανύουν νύχτες, σε κάμπους και βουνά, χιλιάδες άλλοι «συνάδελφοί» του, κατακυριευμένοι, όπως κι αυτός, από το πάθος του σκαψίματος ή –αν θέλετε– τον «πυρετό του χρυσού».

Παιδί πάμφτωχης προσφυγικής οικογένειας, άφησε μαζί με τους δικούς του, το 1927, τη Δράμα, με τα πολλά κουνούπια και την ελονοσία και κατέφυγαν νοτιότερα, στην Αμφίπολη. «Τα πολλά κουνούπια της λίμνης και η ελονοσία ανάγκασαν τότε τους πρόσφυγες να φύγουν από εκεί. Άφησαν τότε τα ζώα τους ελεύθερα να τους οδηγήσουν – όπου εκείνα θα ησύχαζαν, εκεί θα εγκατασταίνονταν. Έτσι διάλεξαν και εγκαταστάθηκαν στον σημερινό οικισμό της Αμφίπολης που τότε τού δώσανε το όνομα Νεοχώρι (Γενίκιοη)», εξιστορεί ο 82χρονος.

«Η οικογένειά μου ήρθε από τη Δράμα το 1944. Ήμασταν κτηνοτρόφοι. Θυμάμαι που πήγαιναν τα γίδια να βοσκήσουν ψηλά εκεί, στον λόφο Καστά, είχε πολύ αέρα και μου άρεζε να ανεβαίνω στην κορυφή… Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και “τούντσια” και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε… ήταν τάφοι. Έτσι άρχισαν όλα», λέει ο Κ.Ε., «ξεδιπλώνοντας» τις μνήμες του στις πρώτες εκσκαφές των τυμβωρύχων και τις θεαματικές ανακαλύψεις τους.

«Εδώ έσκαβαν όλοι» θα μας πει, για να προσθέσει: «ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα “καλά μνήματα”, έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός, κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό του. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές».

Το 1955 –συνεχίζει– «ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια “αλεπές” και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή… Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη».

1964-1965: «Μετά την έρευνα του νεκροταφείου, προχώρησα στην έρευνα της πόλης. Επιχείρησα ένα πλήθος δοκιμαστικών τομών στην ομαλή έκταση της Αμφίπολης, όπου υπήρχαν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Οι έρευνες αυτές ήταν άκαρπες. Εντούτοις πίστευα ότι εδώ θα έπρεπε να βρισκόταν ο σημαντικότερος χώρος της πόλης και ίσως η Αγορά. Την πεποίθησή μου ενίσχυε το γεγονός ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού ονόμαζαν αυτό το χώρο Μπεζεστένι και ότι εδώ αποκαλύπτονταν, όταν όργωναν, αξιόλογα τυχαία ευρήματα, όπως επιγραφές και αγάλματα. Η πόλη αυτή, που έγινε αποικία των Αθηναίων στα χρόνια του Περικλή, δηλαδή την εποχή της μεγάλης ακμής της Αθήνας, είμαι βέβαιος πως ήταν ένα μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο. Από τα πιο μακρινά μέρη υπήρχαν παροικίες στην Αμφίπολη. Και, φυσικά, υπήρχαν ντόπια εργαστήρια κοσμημάτων, γλυπτών, αγγειοπλαστικής», γράφει στο ημερολόγιό του ο Δημήτρης Λαζαρίδης.

«Εμείς δείξαμε στον Λαζαρίδη που ήταν η Νεκρόπολη», θα πει ο 82χρονος Κ.Ε.

«Αλλά, όμως, το πλέον αξιόλογο κτίριο ήτο ναός παλαιοχριστιανικών χρόνων αποκαλυφθείς εις τη θέσιν Μπεζεστένι και εντός αγρού του Ιωσήφ Ευθυμιάδη, ανατολικώς της αποκαλυφθείσης εν έτει 1961 κιονοστοιχίας… Εντός της Κοινότητας Αμφιπόλεως, όπισθεν της οικίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, κατά τη διάνοιξη των θεμελίων δια την οικοδομήν της εκκλησίας του χωριού, είχε διαπιστωθεί η ύπαρξις ορθογώνιου σκάμματος επί του μαλακού βράχου… Διαπιστώθη ούτως ότι πρόκειται περί λαξευτού τάφου εκ των λεγόμενων μακεδονικών Ταφή, δεν διαπιστώθει ούδ’ ανευρέθησαν οστά», αναφέρει ο Δημήτρης Λαζαρίδης στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας έτους 1964, διαπιστώνοντας ότι αρχαιολογικοί τάφοι υπήρχαν, αλλά ήταν άδειοι.

«Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ», σημειώνει ο Κ.Ε., η δράση του οποίου θα «φτάσει» μακριά και πέρα πλέον από την Αμφίπολη.

«Εγώ άρχισα από τους πρώτους», θα ομολογήσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θα συμπληρώσει: «πήγα παντού –μέχρι τις Μυκήνες– πηγαίναμε δύο-τρία άτομα, ξέραμε πού ήταν, ψάχνοντας τα έβρισκες. Πήγα στη Βεργίνα πριν από τον Ανδρόνικο. Ήμασταν τέσσερα άτομα και πήγαμε τρία μέτρα βάθος, βρήκαμε ένα φτυάρι σπασμένο, πήγαν άλλοι πριν από εμάς», θα πει απογοητευμένος και θα τονίσει: «πρώτα πάνε οι αρχαιοκάπηλοι σε έναν αρχαιολογικό χώρο και μετά οι αρχαιολόγοι… αυτοί διαβάζουν μόνο στα βιβλία…».

«Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής με συνέλαβαν. Αλλά δεν ήμουν εκεί, το κάνανε συνωμοσία ο διοικητής Ασφαλείας, ο Οικ., με άλλα “κοπρόσκυλα” της δουλειάς, τρώγανε μαζί φαίνεται, πλήρωσα 1.700.000 δραχμές για να μην μείνω φυλακή, για μένα και τον αδερφό μου, είπαν πως οδηγούσα μπουλντόζα: εγώ δίπλωμα δεν είχα… Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1977 ήμασταν στο Μελισσουργό της Ν. Απολλωνίας, κάτω στον δρόμο –Παζαρούδα λέγεται το χωριό– εκεί ψάχναμε, κάποιος μας πρόδωσε και ήρθε η αστυνομία, μας έπιασε και μας πήγε στα Λαγκαδίκια. Εγώ ήμουν τολμηρός, θαρραλέος. Εγώ θα την κοπανήσω, είπα στον αδερφό μου, βγαίνω από την πόρτα και τρέχω, δύο τη νύχτα, πάω στον ταξιτζή στον γιο του προέδρου. Ήταν μια γριά Πόντια, δικιά μας. “Πάντον, όπου θέλει, μπορεί να έχει άρρωστο”, λέει του γιου της. Τού λέω Θεσσαλονίκη πρέπει να πάω, έχω άρρωστο στο νοσοκομείο – ψέματα τού είπα. Το πρωί παίρνει ο διοικητής και μου λέει: Την κοπάνησες, έτσι; Τι να κάνω, τού είπα… Έτσι, ένα βράδυ έφυγα και από τη Ζίχνη. Δικαστήκαμε, έφαγα πενήντα μέρες φυλακή, πληρώσαμε… Τώρα είναι κακούργημα, τότε ήταν πλημμέλημα. Δεν πλήρωναν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε ούτε φύλακας, ούτε τίποτα, ούτε ήταν χαρακτηρισμένα αρχαιολογικά. Πολλή φτώχεια. Με αυτά ίσα ίσα που συντηρούνταν ο κόσμος… άλλοι έπαιρναν τα λεφτά», μας λέει ο Κ.Ε., χωρίς, ωστόσο, να μας αποκαλύπτει ποιοι τα έπαιρναν.

«Μετά το 1980, όλοι στην Αμφίπολη πήραν μηχανήματα ανιχνευτές. Τριάντα άτομα κάνανε όλη τη δουλειά – ήταν και Διοικητές μέσα και αυτοί μπερδεύονταν με τα αρχαία. Το 1994 παρέδωσα κάποια αντικείμενα στην αρχαιολογική υπηρεσία, τα εκτίμησαν με ένα ποσό, αλλά ακόμη δεν μου τα πλήρωσαν. Το 2006 τους παρέδωσα πέντε χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα ρωμαϊκών χρόνων, ένα χάλκινο νόμισμα βυζαντινών χρόνων, ένα σταθμίο και μία χάλκινη αιχμή βέλους. Τα κοστολόγησαν περίπου 900 ευρώ, αλλά δεν μου τα πληρώσανε ακόμη», συμπληρώνει και μας δείχνει και αποδεικτικά στοιχεία των όσων υποστηρίζει.

«Τώρα τα παράτησα, γέρασα… Στις τελευταίες ανασκαφές στον Τύμβο Καστά, εγώ έδειξα στον αρχιφύλακα της Περιστέρη την είσοδο του Τύμβου. Τού έδωσα και σχεδιάγραμμα, το έχουν», θα μας πει, με έκδηλη την υπερηφάνεια στο βλέμμα και τη φωνή, προτού μας αποχαιρετήσει.

«Οργιάζουν» στη Μεσολακιά οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία

Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αμφίπολη, στη γνωστή πλέον Μεσολακιά, οι φήμες για την αρχαιοκαπηλία δίνουν και παίρνουν. «Υπήρχαν άνθρωποι στην Αμφίπολη που δεν δούλεψαν ποτέ, μάζευαν μπίλιες και έβρισκαν και τα νομίσματα. Τα νομίσματα τα έβρισκες περπατώντας. Εμείς ήμασταν αγρότες, αυτοί όλη μέρα έψαχναν και όλη τη νύχτα έσκαβαν», θα μας πουν και θα συνεχίσουν: «Όταν ξεκίνησαν να ανοίγουν τους τάφους, ερχόταν κόσμος από όλες τις περιοχές, είχαν διασυνδέσεις παντού. Τους συνελάμβαναν, πήγαιναν στα δικαστήρια. Τους έβαζαν από τη μια πόρτα και από την άλλη τους έβγαζαν. Είχαν… μπάρμπα στην Κορώνη. Έτρωγαν πολλοί από αυτή τη δουλειά… Αν πούμε πολλά, θα γίνουμε κακοί», θα μας πουν κάτοικοι της Μεσολακιάς, διατηρώντας την ανωνυμία τους, αλλά χωρίς να μας αποκρύψουν πως και αυτοί έβρισκαν διάφορα νομίσματα στα χωράφια τους.

«Παλιά ψάχνανε με τσάπες, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν και έφευγαν, γι’ αυτό και βρήκαμε πολλά νομίσματα και αγαλματίδια στους τάφους. Σήμερα, είναι αλλιώς. Όσο για το “κύκλωμα”, αυτό μπορεί να είναι κλειστό, αλλά τα νέα μαθαίνονται γρήγορα – από τον έναν στον άλλο. Αν γίνει η αρχή, σε βρίσκουν εύκολα», θα δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ Σερραίος, ο οποίος φέρεται να έχει εμπλακεί στο παρελθόν σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, για να προσθέσει: «Πριν από δυο χρόνια, μετά από εξάμηνες παρακολουθήσεις, προσήγαγαν περισσότερα από 120 άτομα στη Β. Ελλάδα με την κατηγορία της αρχαιοκαπηλίας, έπιασαν και τον “εγκέφαλο” και αρκετοί είναι στη φυλακή… Με παρακολουθούσαν και μένα, κάνανε έρευνα και στο σπίτι. Δεν είχα τίποτα, παρά μόνο ένα “βρώμικο” τηλέφωνο μέσα σε έξι μήνες, που ήθελε κάποιος να μου πουλήσει νομίσματα. Σε ένα κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας δεν υπάρχει τρόπος για να μπεις ή να βγεις. Ερασιτέχνες δεν υπάρχουν. Όταν βγάζεις κέρδος από αυτή τη δουλειά, τότε είσαι επαγγελματίας».

Ο ίδιος υποστηρίζει πως οι πρώτοι αρχαιοκάπηλοι ήταν οι αρχαίοι Έλληνες: «Το πρωί τους έθαβαν και το βράδυ τους έκλεβαν. Όπου είχε χρυσό, άνοιγαν μια τρύπα και τα έπαιρναν. Κάποιοι λένε ότι οι Ρωμαίοι εκπαίδευαν και μαϊμούδες… μαϊμού την έκανε τη δουλειά, τα μάζευε και τα πήγαινε στην τρύπα. Ο τρύπες δεν γίνονταν τυχαία… Οι εννιά στους δέκα στην Αμφίπολη έκαναν αυτή τη δουλειά και πολλοί πέθαναν από τις αναθυμιάσεις».

Από την πλευρά του, ο επί 12 χρόνια συνεργάτης του Δημήτρη Λαζαρίδη, Κώστας Βαρύτας, θυμάται: «Όταν ανοίγαμε έναν τάφο με τον Δημήτρη τον Λαζαρίδη, ο αρχαιολόγος μας απομάκρυνε για να πάρει, όπως έλεγε, ο τάφος αέρα. Όταν βρέθηκε ο μεγάλος τάφος, κάτω από το μουσείο, ο Λαζαρίδης μας είπε να φύγουμε όλοι μακριά για να μην πάθει κάποιος κανένα κακό. Ήταν πολλοί αυτοί οι αρχαιοκάπηλοι που πέθαναν τότε από τις αναθυμιάσεις».

Την ίδια ώρα, στο μικρό καφενεδάκι της Μεσολακιάς, η συζήτηση γυρίζει από ένα «κοινό μυστικό», όπως το αποκαλούν οι περισσότεροι θαμώνες: όσοι είναι οι κάτοικοι της Αμφίπολης, σε διπλάσιο αριθμό θα έβρισκες στα σπίτια τους ανιχνευτές μετάλλων…


1. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Α. Ταπάσκου).

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα , του Σπύρ...