Η μέθοδος (πρωτοχρονιάτικο διήγημα της Βίκης Κοσμοπούλου)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη
Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖός του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽ ἔβλεπες πρωὶ καὶ βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἥτις δὲν εἶχε προλήψεις, κ᾽ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρα-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κηρία, καὶ ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε, μετ᾽ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.
Ἤρχετο κ᾽ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον· κ᾽ ἐξωνομάτιζε* τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιὼ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπ᾽ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσον ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες ― τὰς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ᾽ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώσῃ, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν στὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν* της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον… Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ᾽ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
*
* *
Εἰσῆλθε ριγῶν ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν·
―Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
― Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχῃ πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ᾽ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ᾽ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλύτερον ἀπ᾽ ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε* τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾽ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποῖος λέγει ὅτι αἱ ἑορταὶ εἶναι παραπολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ᾽ ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κ᾽ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα ἰδὼν τὸν Παῦλον:
― Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.
Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον τοῦ Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
― Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ᾽ Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχουνται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ πὼς θὰ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
― Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουν διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
― Εἶναι κ᾽ ἡ τεμπελιὰ στὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ.
― Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα κ᾽ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια κι ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας, ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα. Καὶ μ᾽ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
―Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε…
― Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε 〈διὰ〉 νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
*
* *
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι. Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλέψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἑορτάς. «Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά. Κόπιασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα.»
Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ εἶναι «βρεμένο τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ᾽ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιόν τι εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλον δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;
Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναῖκά του.
Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν παιδίον τῆς ἀγορᾶς μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾽ ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον κ᾽ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, ποῦ εἶναι δῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπε…
Ἀστραπὴ ὡς ἰδέα ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
― Μοῦ ᾽πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸν ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο… τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στὸ Γεράνι.
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! ηὐτοσχεδίασεν ὁ μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο… αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του… πῶς νὰ πῶ; εἶναι γενιά* του… τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ᾽ ὅλα τὰ πάντα… οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του… εἶναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του… ἐφώναξέ την καὶ δῶσέ της τὰ ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ ἐδῶ νὰ πάρῃς τὰ ψώνια ποὺ σοῦ στέλνει ὁ κύριος… ὁ ἀφέντης σου.
Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ᾐσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴν γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἓν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὁποὺ ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτὸν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ᾽ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην, ἀπὸ τὰς πολλὰς σπονδὰς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ᾽ ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ᾽ ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνὴ οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἡσύχασε.
Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τ᾽ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένον μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὰ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νά ᾽χουμε καὶ καλὸ ρώτημα… Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ᾽ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι… Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά.. κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμερα, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ… Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου… καλὸ κελεπούρι ἦτον κι αὐτό, μαθές… καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβο μὴ ξαναέλθῃ κεῖνος πού ᾽χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία… ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ᾽ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἐμένα! Τ᾽ ἄκουσες;
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά:
― Τώρα… εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
― Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ᾽ ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενὰ κεῖνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Εἶναι μέσα;
―Ἢ μέσα εἶναι ἢ ὅπου εἶναι ἔφτασε… νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη τῷ ὄντι μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
―Ἔ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦτον ὁ γάλος;
Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης, ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
― Καὶ νὰ μὴν πάρω κ᾽ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὣς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
― Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα, ἄφ᾽σε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρῃς 〈κ᾽〉 ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾽ ἀκοῦς;
― Τ᾽ ἀκούω.
― Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ᾽ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μιὰ γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδίου εἶπε:
― ᾽Τὴν ὑγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νά πάλε καὶ σὺ πέντε, κ᾽ ἄλλα πέντε, δέκα.
Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.
― Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα· τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…
― Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!
(1896)
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Μελετήματα καὶ ἄρθρα”
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 157-164
Το ταξίδι, του Λουίτζι Πιραντέλλο
Η Αντριάνα Μπράτζι είχε δεκατρία χρόνια να βγει από το παλιό σπίτι, που ήταν σιωπηλό σαν μοναστήρι, όπου είχε μπει νύφη σε πολύ νεαρή ηλικία. Δεν την έβλεπαν πια ούτε πίσω από τα τζάμια των παραθύρων οι λιγοστοί διαβάτες οι οποίοι ανέβαιναν που και που τον απότομο, γλιστερό και σχεδόν απόκρημνο δρόμο, τον τόσο ερημικό όπου οι τούφες του χορταριού φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες.
Στα είκοσι δύο της χρόνια, μόλις τέσσερα χρόνια μετά το γάμο, πέθανε ο άντρας της και μαζί του είχε σχεδόν πεθάνει κι εκείνη για τον κόσμο. Τώρα ήταν τριανταπέντε και φορούσε ακόμη τα μαύρα, όπως την πρώτη μέρα της συμφοράς· ένα μαύρο μεταξωτό μαντίλι έκρυβε τα ωραία καστανά μαλλιά της, απεριποίητα πια με μια χωρίστρα που τα χώριζε στις δυο πλευρές και τα έδενε πίσω στο σβέρκο. Παρόλα αυτά στο χλωμό και ντελικάτο πρόσωπό της διαγραφόταν μια θλιμμένης και γλυκιά ηρεμίας.
Αυτή η απομόνωση δεν έκανε εντύπωση σε κανέναν από τους κατοίκους εκείνης της άθλιας κωμόπολης στην ενδοχώρα της Σικελίας, όπου τα αυστηρά ήθη μόνο που δεν απαιτούσαν από τις συζύγους ν’ ακολουθούν στον τάφο τους συζύγους τους.. Οι χήρες όφειλαν να μένουν κλεισμένες στο σπίτι, πενθώντας συνεχώς, μέχρι το θάνατό τους.
Οι γυναίκες, εξάλλου, των λιγοστών αρχοντικών οικογενειών, τόσο όταν ήταν νεαρές, όσο και παντρεμένες, δεν εμφανίζονταν σχεδόν ποτέ στο δρόμο. Έβγαιναν μόνο τις Κυριακές για να πάνε στην εκκλησία και σπάνια σε καμιά επίσκεψη που αντάλλασσαν πότε πότε μεταξύ τους. Και τότε συναγωνίζονταν στην επίδειξη των πλούσιων φορεμάτων τους της τελευταίας μόδας, που τα έφερναν από τα καλύτερα ραφτάδικα του Παλέρμου ή της Κατάνιας, και των πολύτιμων λίθων και των χρυσαφικών, και όλα αυτά όχι από κοκεταρία. Περπατούσαν σοβαρές και κοκκίνιζαν, με τα μάτια χαμηλά, αμήχανες, γαντζωμένες στο πλευρό των συζύγων τους, του πατέρα τους ή του μεγαλύτερου αδελφού τους. Εκείνη η επίδειξη ήταν σχεδόν υποχρεωτική· οι επισκέψεις ή τα λίγα βήματα μέχρι την εκκλησία ήταν γι’ αυτές πραγματικές εκστρατείες, που απαιτούσαν προετοιμασία από την προηγούμενη κιόλας μέρα. Το καλό όνομα της οικογένειας θα μπορούσε να ζημιωθεί· και οι άντρες ανακατεύονταν κι εκείνοι σ’ αυτά τα θέματα και μάλιστα ήταν οι πιο πεισματάρηδες, επειδή επιθυμούσαν ν’ αποδείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι ήθελαν και μπορούσαν να ξοδεύουν για τις γυναίκες τους.
Πάντα υποταγμένες και υπάκουες, εμφανίζονταν όπως εκείνοι τις ήθελαν, για να μην σχηματισθεί κακή εντύπωση για τους άντρες τους. Μετά τις σύντομες εμφανίσεις τους επέστρεφαν ήσυχες στις σπιτικές φροντίδες και, εάν ήταν παντρεμένες, γεννοβολούσαν τόσα παιδιά όσα ο Θεός έστελνε (αυτός ήταν ο σταυρός τους). Εάν ήταν νεαρές κοπέλες, περίμεναν ν’ ακούσουν κάποια μέρα από τους συγγενείς τους να τους λένε: παντρέψου τον τάδε και τον παντρεύονταν. Και οι άντρες ήταν ήσυχοι και ικανοποιημένοι από εκείνη τη δουλική συζυγική πίστη χωρίς αγάπη.
Μόνο η τυφλή πίστη σε μια ανταμοιβή πέρα από τη ζωή μπορούσε να κάνει υποφερτή, χωρίς απόγνωση, την κακομοιριά που απλωνόταν βαριά και μονότονη κάθε μέρα, τη μια ίδια με την άλλη, πάνω σ’ εκείνη την άθλια ορεινή κωμόπολη, την τόσο σιωπηλή, που έμοιαζε σχεδόν ερημική, κάτω από το έντονο και καυτό γαλάζιο του ουρανού, με τα στενόχωρα, κακοστρωμένα δρομάκια της, που ελίσσονταν ανάμεσα σε άχαρα, πέτρινα και ασβεστωμένα σπιτάκια, με τις πήλινες υδρορροές και τα τσίγκινα ανοιχτά λούκια.
Από το σημείο όπου τερμάτιζαν τα δρομάκια η θέα της κυματιστής έκτασης της καμένης γης από τα ορυχεία του θειαφιού γέμιζε με θλίψη τον παρατηρητή. Άνυδρος ο ουρανός, άνυδρη και η γη, από την οποία, μες στην ακίνητη σιωπή, την αποκοιμισμένη από το βούισμα των εντόμων, από το τραγούδι κάποιου γρύλου, από το μακρινό λάλημα κάποιου κόκορα ή από το γαύγισμα κάποιου σκύλου, αναδυόταν έντονη, μες στο θάμπωμα του μεσημεριού, η μυρωδιά του μαραμένου χόρτου και της σκορπισμένης κοπριάς των στάβλων.
Όλα τα σπίτια, ακόμη και τα λιγοστά αρχοντικά, δεν είχαν νερό. Στις ευρύχωρες αυλές, όπως κι εκεί όπου τερμάτιζαν οι δρόμοι, υπήρχαν παλιές στέρνες στο έλεος του ουρανού· αλλά και το χειμώνα έβρεχε λίγο. Όταν έβρεχε ήταν γιορτή· όλες οι γυναίκες έβγαζαν έξω λεκάνες και κουβάδες, σκαφίδια και βαρελάκια και στέκονταν έπειτα στα κατώφλια, με τα σκουτιά τους ανασηκωμένα ανάμεσα στα πόδια τους, να βλέπουν το βρόχινο νερό να τρέχει σα ρυάκι στα απότομα δρομάκια, να το ακούν να κελαρύζει στις υδρορροές και μέσα από τους σωλήνες να καταλήγει στις στέρνες. Πλένονταν τα λιθόστρωτα, πλένονταν οι τοίχοι των σπιτιών και όλα έμοιαζε να αναπνέουν ελαφρότερα μες στην αρωματισμένη φρεσκάδα της βρεγμένης γης.
Οι άντρες λίγο πολύ τα βράδια εύρισκαν, στα διάφορα συμβάντα της δουλειάς τους, στη μάχη των τοπικών κομμάτων, στο Καφέ ή στο Καζίνο, παρέα για να ξεδίνουν κατά κάποιο τρόπο. Οι γυναίκες όμως, που από την τρυφερή ακόμη ηλικία τους ήταν αναγκασμένες να καταπνίγουν κάθε αίσθημα ματαιοδοξίας, παντρεύονταν χωρίς έρωτα, έκαναν, σαν να ήταν υπηρέτριες, όλες τις δουλειές του σπιτιού, πάντα τις ίδιες, μαράζωναν μίζερα μ’ ένα μωρό στην κοιλιά και το κομποσκοίνι στο χέρι, περιμένοντας να γυρίσει στο σπίτι ο άντρας τους, ο αφέντης.
Η Αντριάνα Μπράτζι δεν είχε αγαπήσει καθόλου τον σύζυγό της. Με ασθενική κράση και σε συνεχή διέγερση εξαιτίας της επισφαλούς υγείας του, ο σύζυγός της την καταπίεζε και τη βασάνιζε επί τέσσερα χρόνια, ενώ ζήλευε ακόμη και τον μεγαλύτερο αδελφό του, στον οποίο ήξερε ότι είχε κάνει, όταν παντρεύτηκε, μία μεγάλη αδικία, και μάλιστα κάτι παραπάνω, μια προδοσία. Σ’ εκείνα τα μέρη, από όλα τα αρσενικά παιδιά μιας πλούσιας οικογένειας, ο μεγαλύτερος έπρεπε να παντρευτεί, για να μη διασκορπισθεί η περιουσία της οικογένειας σε πολλούς κληρονόμους.
Ο Τσέζαρε Μπράτζι, ο μεγαλύτερος αδελφός, δεν έδωσε ποτέ δείγματα ότι τον είχε πειράξει εκείνη η προδοσία, ίσως επειδή ο πατέρας, πεθαίνοντας λίγο πριν από εκείνο το γάμο, είχε ορίσει να παραμείνει αρχηγός της οικογένειας εκείνος και ο δευτερότοκος, ο παντρεμένος, να του είναι πλήρως υπάκουος.
Μπαίνοντας στο παλιό σπίτι των Μπράτζι η Αντριάνα ένιωσε κάπως ταπεινωμένη, όταν έμαθε ότι θα είναι υποταγμένη στον κουνιάδο της. Η κατάστασή της έγινε διπλά οδυνηρή και εκνευριστική, όταν ο ίδιος ο σύζυγός της, στη μανία της ζήλιας του, την άφησε να εννοήσει ότι ο Τσέζαρε είχε από παλιά την επιθυμία να την παντρευτεί. Δεν ήξερε πια τι στάση να κρατήσει απέναντι στον κουνιάδο της και η αμηχανία της είχε τόσο περισσότερο μεγαλώσει όσο λιγότερο ο κουνιάδος της έδειχνε να ασκεί εξουσία επάνω της. Από την πρώτη κιόλας μέρα την είχε υποδεχτεί με ειλικρινή εγκαρδιότητα και της συμπεριφερόταν σαν να του ήταν πραγματική αδελφή.
Είχε ευγενικούς τρόπους στην ομιλία, στο ντύσιμο και σ’ όλα του τα χαρακτηριστικά, μια εξαίρετη φυσική ευγένεια, που ούτε η επαφή με τον άξεστο κόσμο της περιοχής, ούτε οι ασχολίες με τις οποίες καταγινόταν, ούτε οι συνήθειες της αποχαυνωτικής νωθρότητας στην οποία οδηγούσαν η κενή και μίζερη ζωή της επαρχίας τόσους μήνες το χρόνο, είχαν κατορθώσει να εκχυδαΐσουν, ούτε καν να αλλάξουν στο ελάχιστο.
Κάθε χρόνο, εξάλλου, για αρκετέ μέρες, συχνά για ένα μήνα και περισσότερο, απομακρυνόταν από την άθλια κωμόπολη και από τις δουλειές του. Πήγαινε στο Παλέρμο, στη Νάπολη, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, στο Μιλάνο να βουτήξει μες στη ζωή, να κάνει – όπως έλεγε – ένα μπάνιο πολιτισμού. Επέστρεφε από εκείνα τα ταξίδια ανανεωμένος στην ψυχή και στο σώμα.
Η Αντριάνα,
που δεν είχε κάνει ποτέ βήμα έξω από τον τόπο που γεννήθηκε, βλέποντάς τον να
επιστρέφει έτσι στο μεγάλο, παλιό σπίτι, όπου ο χρόνος έμοιαζε να έχει βαλτώσει
μέσα στη σιωπή του θανάτου, ένιωθε κάθε φορά μία μυστική, ανεξιχνίαστη
αναστάτωση.
Και η
αναστάτωσή της μεγάλωνε, όταν άκουγε τα τσιριχτά γέλια του συζύγου της, που στο
διπλανό δωμάτιο άκουγε τις ιστορίες των πιπεράτων περιπετειών που τύχαιναν στον
αδελφό του. Η αναστάτωσή της μετατρεπόταν κατόπιν σε αγανάκτηση και αηδία, το
βράδυ, όταν ο σύζυγος, αφού είχε ακούσει τις ιστορίες του αδελφού του, πήγαινε
να την βρει στην κρεβατοκάμαρα, ξαναμμένος, σε κατάσταση υπερδιέγερσης,
ανυπόμονος. Η αγανάκτηση και η αηδία που ένιωθε για το σύζυγό της μεγάλωναν
περισσότερο όσο εκείνη έβλεπε τον κουνιάδο της να της δείχνει μεγάλο σεβασμό
και υπόληψη.
Όταν πέθανε
ο σύζυγος, η Αντριάνα ένιωσε άγχος και αμηχανία με τη σκέψη ότι θα έμενε μόνη
μαζί με τον κουνιάδο της σ’ εκείνο το σπίτι. Είχε, βέβαια, τα δύο μικρά, που
είχαν γεννηθεί μέσα στα τέσσερα χρόνια, αλλά, παρόλο που ήταν μητέρα, δεν είχε
κατορθώσει να ξεπεράσει, απέναντι στον κουνιάδο της, τη φυσική, κοριτσίστικη
δειλία της. Η δειλία αυτή στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ για εκείνη
δισταχτικότητα. Τώρα όμως, ναι, και γι’ αυτό μέμφονταν τον ζηλιάρη σύζυγό της,
που την είχε καταπιέσει με την πιο καχύποπτη και ύπουλη παρακολούθηση.
Ο Τσέζαρε
Μπράτζι, με διακριτική βιασύνη, κάλεσε τότε τη μητέρα της να έρθει να μείνει με
τη χήρα κόρη της. Και σιγά σιγά η Αντριάνα, απελευθερωμένη από τη μισητή
τυραννία του συζύγου της, με τη συντροφιά της μητέρας της, μπόρεσε, αν όχι να
ανακτήσει παντελώς την γαλήνη της, να ηρεμήσει τουλάχιστον το πνεύμα της.
Αφιερώθηκε με πλήρη αυταπάρνηση στη φροντίδα των παιδιών, δίνοντάς τους
απλόχερα εκείνη την αγάπη και τρυφερότητα που δεν μπόρεσαν να βρουν διέξοδο σ’
έναν ατυχή γάμο.
Ο Τσέζαρε
συνέχιζε να κάνει κάθε χρόνο το μηνιαίο ταξίδι του στην ηπειρωτική χώρα,
φέρνοντας στην επιστροφή δώρα σ’ εκείνη, στη γιαγιά και στα ανιψάκια του, στα
οποία έδειχνε πάντα το πιο λεπτό πατρικό ενδιαφέρον.
Το σπίτι, χωρίς την προστασία ενός άντρα, τρόμαζε τις γυναίκες, κυρίως τη νύχτα. Τις μέρες που εκείνος έλειπε, φαινόταν στην Αντριάνα πως η σιωπή, που γινόταν πιο βαθιά, πιο σκυθρωπή, κρεμούσε πάνω από το σπίτι μία μεγάλη άγνωστη συμφορά και με μεγάλο δέος άκουγε το τρίξιμο της τροχαλίας της παλιάς στέρνας στην κορυφή του μοναχικού ανηφορικού δρόμου, όσες φορές το φύσημα του ανέμου κουνούσε το συρματόσχοινο. Μπορούσε όμως εκείνος, για χάρη των δύο γυναικών και των δύο μικρών παιδιών, που στο κάτω κάτω δεν του ανήκαν, να στερηθεί εκείνη τη μοναδική διασκέδαση, ύστερα από ένα χρόνο δουλειάς και πλήξης; Θα μπορούσε να μην τους φροντίζει σχεδόν, να ζει για τον εαυτό του και μόνο, ελεύθερος, αφού ο αδελφός του του είχε απαγορεύσει να κάνει τη δική του οικογένεια, και παρόλα αυτά – πώς να μην το αναγνωρίσει κανείς; - εάν βγάλουμε από τη μέση εκείνες τις σύντομες διακοπές, ήταν όλος αφοσιωμένος στο σπίτι και στα ορφανά ανιψάκια του.
Με τον
καιρό, είχε αποκοιμηθεί μες στην καρδιά της Αντριάνας κάθε λύπη. Τα παιδιά της
μεγάλωναν κι εκείνη ήταν ικανοποιημένη που μεγάλωναν κάτω από την επίβλεψη του
θείου τους. Η αφοσίωσή της ήταν πλέον πλήρης, έτσι που απορούσε όταν ο κουνιάδος
ή τα παιδιά της ήταν αντίθετοι σε κάποια επιπλέον φροντίδα που εκείνη ήθελε να
τους προσφέρει. Της φαινόταν ότι δεν έκανε ποτέ αρκετά. Και τι θα έπρεπε να
σκέφτεται, εάν όχι αυτά;
Πόνεσε πολύ
με το θάνατο της μητέρας της, γιατί της έλειψε η μοναδική της συντροφιά. Εδώ
και καιρό μιλούσε μαζί της σαν να ήταν αδελφή της· με τη μητέρα πλάι της,
μπορούσε να θεωρεί ακόμη νέο τον εαυτό της, όπως πράγματι ήταν. Όταν έφυγε η
μητέρα, με τα δυο παιδιά της, που ήταν κιόλας στην πρώτη τους νεότητα, το ένα
δεκαεφτά χρονών και το άλλο δεκατεσσάρων, ψηλά, όσο και ο θείος τους σχεδόν,
άρχισε να νιώθει και να θεωρεί τον εαυτό της ηλικιωμένο.
Βρισκόταν σ’
αυτή την ψυχολογική κατάσταση όταν για πρώτη φορά αισθάνθηκε μια αόριστη
αδιαθεσία, μια κούραση, ένα πλάκωμα στη μία ωμοπλάτη και λίγο στο στήθος. Ήταν
ένας κρυφός πόνος, που της έπιανε καμιά φορά και όλο τον αριστερό βραχίονα και
που στιγμές στιγμές γινόταν οξύς και της έκοβε την αναπνοή.
Δεν
παραπονέθηκε και ίσως να μην το μάθαινε κανείς, εάν μία μέρα στο τραπέζι δεν
είχε μια από εκείνες τις κρίσεις που της προκαλούσαν οι ξαφνικοί δυνατοί πόνοι.
Κάλεσαν
αμέσως τον παλιό γιατρό της οικογένειας, ο οποίος με το πρώτο έδειξε την
ανησυχία του μελετώντας τα συμπτώματα. Η ανησυχία μεγάλωσε μετά από μία μακρά
και προσεκτική εξέταση της άρρωστης.
Η αρρώστια
εντοπιζόταν στο πλευρό. Ποια ήταν όμως η φύση της; Ο ηλικιωμένος γιατρός, με τη
βοήθεια ενός συναδέλφου του προχώρησε σε μια παρακέντηση χωρίς αποτέλεσμα.
Κατόπιν, παρατηρώντας κάποια σκλήρυνση στους άνω και κάτω ωμοπλατιαίους αδένες,
συμβούλεψε τον Μπράτζι να πάει αμέσως την κουνιάδα του στο Παλέρμο, αφήνοντας
να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι φοβόταν την ύπαρξη κάποιου εσωτερικού όγκου, ίσως
αθεράπευτου.
Δεν ήταν
δυνατόν ν’ αναχωρήσουν αμέσως. Η Αντριάνα, μετά από δεκατρία χρόνια εγκλεισμού
στο σπίτι, δεν είχε ρούχα να φορέσει, να εμφανισθεί στον κόσμο και να
ταξιδέψει. Έπρεπε να γράψουν στο Παλέρμο για να φροντίσουν σχετικά όσο γινόταν
γρηγορότερα.
Προσπάθησε
ν’ αντισταθεί με κάθε τρόπο, διαβεβαιώνοντας τον κουνιάδο και τα παιδιά της ότι
δεν αισθανόταν και πολύ άσχημα. Ένα ταξίδι; Μόνο που το σκεφτόταν την έπιανε
σύγκρυο. Έπειτα ήταν η εποχή ακριβώς που ο Τσέζαρε συνήθιζε να παίρνει τις
μηνιαίες του διακοπές. Εάν έφευγε μαζί του, θα του στερούσε την ελευθερία του
και κάθε ευχαρίστηση. Όχι, όχι, δεν ήθελε με κανένα τρόπο! Κι έπειτα, πώς και
σε ποιον θα άφηνε τα παιδιά της; Σε ποιον θα εμπιστευόταν το σπίτι; Προέβαλε
όλες εκείνες τις δυσκολίες, αλλά ο κουνιάδος και τα παιδιά της τις κατέρριπταν
γελώντας. Επέμενε ότι το ταξίδι θα την έκανε σίγουρα χειρότερα. Θεέ μου, αφού
δεν ήξερε καν πώς ήταν φτιαγμένοι οι δρόμοι! Δε θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα
βήμα! Για το Θεό, για το Θεό, ας την αφήσουν ήσυχη! 56
Όταν από το Παλέρμο έφτασαν τα ρούχα και τα καπέλα ήταν ένα
πανηγύρι για τα παιδιά.
Μπήκαν στο
δωμάτιο της μητέρας όλο χαρά με τα μεγάλα κουτιά τυλιγμένα σε κερωμένο ύφασμα,
φώναζαν, έκαναν φασαρία και της έλεγαν ότι έπρεπε αμέσως να τα δοκιμάσει.
Ήθελαν να τη δούνε όμορφη τη μητέρα τους, όπως δεν την είχαν δει ποτέ. Και
είπαν τόσα και έκαναν τόσα που εκείνη υποχώρησε για να τα ικανοποιήσει.
Ήταν μαύρα
ρούχα, ρούχα πένθους κι εκείνα, αλλά πλουσιότατα και δουλεμένα με εξαιρετική
μαεστρία. Επειδή δεν είχε πλέον ιδέα από μόδα και ήταν άπειρη, δεν ήξερε από
πού να τα πιάσει για να τα φορέσει. Πού και πώς να κουμπώσει όλες εκείνες τις
κόπιτσες που έβρισκε εδώ κι εκεί; Εκείνο το κολάρο, Θεέ μου, τόσο ψηλό; Κι
εκείνα τα μανίκια τόσο φουσκωτά.... Τέτοια συνήθιζαν τώρα;
Πίσω από την
πόρτα, στο μεταξύ, χαλούσαν τον κόσμο τα παιδιά, ανυπόμονα:
-Μαμά,
εντάξει; Ακόμη;
Λες και η
μαμά, πίσω από την πόρτα, ντυνόταν για να πάει σε γιορτή! Δεν σκέφτονταν πια το
λόγο για τον οποίο εκείνα τα ρούχα είχαν έρθει από το Παλέρμο· εκείνη τη στιγμή
όμως δεν το σκεφτόταν ούτε η ίδια.
Όταν εντελώς
σαστισμένη και ξαναμμένη σήκωσε τα μάτια και είδε τον εαυτό της μέσα στον
καθρέφτη της ντουλάπας, δοκίμασε μία εντύπωση πολύ βίαιη, σχεδόν ντροπή. Εκείνο
το ρούχο τής τόνιζε με προκλητική κομψότητα τους γοφούς και το στήθος, της
έδινε τη λυγεράδα και τον αέρα μιας κοπελίτσας. Θεωρούσε κιόλας τον εαυτό της
ηλικιωμένο και ξαφνικά μέσα σ’ εκείνο τον καθρέφτη βρέθηκε να είναι νέα και
όμορφη· μια άλλη!
-Μα δεν
είναι δυνατόν! φώναξε αποστρέφοντας το βλέμμα και σηκώνοντας το χέρι για ν’
αποφύγει εκείνο το θέαμα.
Τα παιδιά, ακούγοντάς
την ν’ αναφωνεί, άρχισαν να χτυπούν δυνατά την πόρτα με τα χέρια, με τα πόδια
τους, να την σπρώχνουν, ενώ της φώναζαν ν’ ανοίξει, να την δουν.
Μα τι! Όχι!
Ντρεπόταν. Ήταν μια καρικατούρα! Όχι, όχι.
Εκείνα όμως
απειλούσαν να ρίξουν κάτω την πόρτα. Έπρεπε ν’ ανοίξει.
Στην αρχή
έμειναν κι εκείνα με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν εκείνη την ξαφνική
μεταμόρφωση. Η μητέρα τους προσπαθούσε να αστειευτεί και επαναλάμβανε: - Όχι,
όχι, αφήστε με! Μα δεν είναι δυνατόν! Τρελαθήκατε; - όταν έκανε την εμφάνισή του
ο κουνιάδος της. Για όνομα του Θεού! Προσπάθησε να το βάλει στα πόδια, να
κρυφτεί, λες κι εκείνος την αντίκρισε ξαφνική γυμνή. Τα παιδιά όμως την
κρατούσαν και την έδειξαν στο θείο που γελούσε βλέποντάς την να ντρέπεται.
-Αφού σου
πάει πολύ! είπε εκείνος τελικά, σοβαρεύοντας. Έλα, άσε να σε δούμε.
Προσπάθησε
να σηκώσει το κεφάλι.
- Μου
φαίνεται σαν να είμαι μασκαρεμένη...
- Όχι, γιατί
το λες αυτό; Αντίθετα, σου πάει πάρα πολύ. Γύρισε λίγο έτσι, στο πλάι...
Υπάκουσε,
βάζοντας τα δυνατά της να φαίνεται ήρεμη, αλλά το στήθος, που το αναδείκνυε
καθαρά το ίδιο το ρούχο, φούσκωνε με την παραμικρή αναπνοή, που πρόδιδε μια
εσωτερική αναστάτωση εξαιτίας της προσεκτικής και ήρεμης εξέτασης από τη μεριά
του, που φανέρωνε πολύ πεπειραμένο γνώστη.
- Σου πάει
πράγματι. Και τα μαλλιά;
- Έχει εδώ
κάτι καπέλα σαν κάνιστρα! αναφώνησε η Αντριάνα σχεδόν με αγανάκτηση. 57
- Ε, ναι. Είναι στη μόδα τα πολύ μεγάλα.
- Πώς να τα
βάλω στο κεφάλι μου; Θα πρέπει να χτενιστώ με διαφορετικό τρόπο.
Ο Τσέζαρε
την ξανακοίταξε, ήρεμος και χαμογελαστός· της είπε:
- Φυσικά.
Έχεις τόσα μαλλιά...
-Ναι, ναι,
μπράβο μαμά! Χτενίσου αμέσως! επιδοκίμασαν τα παιδιά.
Η Αντριάνα
χαμογέλασε λυπημένα.
- Βλέπετε τι
με βάζετε να κάνω; είπε απευθυνόμενη και στον κουνιάδο.
Η αναχώρηση
κανονίστηκε για την επόμενη μέρα.
Μόνη μαζί
του!
Τον
ακολουθούσε σ’ ένα από εκείνα τα ταξίδια που κάποτε τα σκεφτόταν ταραγμένη.
Τώρα ένας μόνο ήταν ο φόβος της: μήπως και φανεί ταραγμένη σ’ εκείνον που
βρισκόταν απέναντί της, αφοσιωμένος ολοκληρωτικά σ’ αυτήν, αλλά ήρεμος, όπως
πάντα.
Αυτή η
ηρεμία του, φυσικότατη, θα την έκανε να θεωρεί αξιοκαταφρόνητη την ταραχή της,
σε σημείο που να κοκκινίζει, αφού η ίδια, με μία προσποίηση σχεδόν συνειδητή,
ακριβώς για μην ντρέπεται και για να δώσει θάρρος στον εαυτό της, δεν του είχε
δώσει άλλη αφορμή ούτε για το ταξίδι το ίδιο, ούτε για την έφοδο τόσων
περίεργων εντυπώσεων που κατέκλυζαν την κλειστή και συνεσταλμένη της ψυχή. Την
προσπάθεια που έκανε πιέζοντας τον εαυτό της για να κυριαρχήσει επάνω στην
ταραχή της (η οποία, ωστόσο, ερμηνευμένη μ’ αυτόν τρόπο, δεν είχε τίποτε το
αξιοκατάκριτο) την απέδιδε στο γεγονός ότι δεν ήθελε να δείχνει ότι τα πάντα
τής ήταν τόσο καινούρια και θαυμαστά, εμπρός σ’ έναν άντρα, που εδώ και χρόνια
ήταν έμπειρος σε όλα και κύριος του εαυτού του και που θα μπορούσε να νιώσει
ενόχληση και δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά της. Θα μπορούσε, πράγματι, να
φαντάζει γελοία στην ηλικία της, εξαιτίας του σχεδόν παιδικού ξαφνιάσματός της
που έλαμπε μες στα μάτια της.
Αναγκαζόταν,
κατά συνέπεια, να βάζει φρένο στην εύθυμη, πυρετώδη αγωνία του βλέμματός της
και να μη στρέφει συνέχεια το κεφάλι από το ένα παράθυρο του τρένου στο άλλο,
όπως την κέντριζε ο πειρασμός, για να μη χάσει τίποτα από όλα εκείνα τα
πράγματα πάνω στα οποία η ματιά της, τόσο φευγαλέα, καθόταν για μια στιγμή για πρώτη
φορά. Αναγκαζόταν να κρύβει το θαυμασμό της, να κυριαρχεί επάνω στην περιέργειά
της, που σίγουρα θα της έκανε καλό να την κρατάει σε εγρήγορση και σε διέγερση,
για να υπερνικήσει έτσι την παραζάλη και τον ίλιγγο που της προκαλούσαν ο
ρυθμικός θόρυβος των τροχών και η ψεύτικη φυγή των φρακτών και των δέντρων και
των λόφων.
Ταξίδευε
πρώτη φορά με τρένο. Κάθε φορά, σε κάθε γύρισμα των τροχών, είχε την εντύπωση
ότι εισχωρούσε, ότι προχωρούσε μέσα σ’ έναν άγνωστο κόσμο που ξαφνικά γεννιόταν
μες στο νου της με όψεις οι οποίες, παρόλο που της ήταν κοντινές, της
φαίνονταν, ωστόσο, μακρινές και της έδιναν, μαζί με την ευχαρίστηση της θέασής
τους, και την αίσθηση μιας λεπτότατης και απροσδιόριστης λύπης. Και η λύπη αυτή
είχε να κάνει με το γεγονός ότι όλα αυτά υπήρχαν πάντοτε πέρα και έξω από τη
δική της ύπαρξη και φαντασία, ήταν η λύπη που την έκανε να νιώθει ότι ήταν ξένη
προς όλα αυτά και περαστική και ότι όλα θα συνέχιζαν να ζουν και χωρίς αυτή,
για τον εαυτό τους και με τα δικά τους συμβάντα.
Να, εκεί
πέρα τα ταπεινά σπιτάκια ενός χωριού: σκεπές και παράθυρα και πόρτες και σκάλες
και δρόμοι και ο κόσμος που κατοικούσε εκεί ήταν, όπως εκείνη που τόσα χρόνια
έμενε στην άθλια κωμόπολή της, κλεισμένος σ’ εκείνο το σημείο της 58
γης, με τις συνήθειές του και τις ασχολίες του. Πέρα από όσα
έβλεπε το μάτι τους δεν υπήρχε τίποτε γι’ αυτούς· ο κόσμος ήταν ένα όνειρο:
τόσοι και τόσοι γεννιόνταν και μεγάλωναν εκεί και πέθαιναν, χωρίς να έχουν δει
τίποτα από όσα πήγαινε να δει εκείνη μ’ αυτό της το ταξίδι, που ήταν, ωστόσο,
τόσο λίγο σε σχέση με το μέγεθος του κόσμου και που, παρόλα αυτά, εκείνης της
φαινόταν ήδη τόσο πολύ.
Στρέφοντας
το βλέμμα της, συναντούσε πότε πότε τη ματιά και το χαμόγελο του κουνιάδου, που
τη ρωτούσε:
-Πώς
αισθάνεσαι;
Του
απαντούσε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού:
-Καλά.
Αρκετές
φορές ο κουνιάδος ήρθε να καθίσει πλάι της, για να της δείξει και να της πει το
όνομα ενός μακρινού χωριού, όπου είχε πάει, κι εκείνο εκεί το βουνό με το
απειλητικό προφίλ και γενικά όλα τα σημαντικά αξιοθέατα, που είχε τη γνώμη ότι
θα μπορούσαν να της προσελκύσουν έντονα την προσοχή. Δεν σκεφτόταν ότι όλα τα
πράγματα, και τα παραμικρότερα ακόμη, εκείνα που για τον ίδιο ήταν συνηθισμένα,
ξυπνούσαν σ’ εκείνη μια αναστάτωση από νέα αισθήματα και ότι οι υποδείξεις και
οι πληροφορίες που της έδινε, αντί ν’ αυξάνουν, ελάττωναν και πάγωναν τη
διάπυρη και ταλαντευόμενη εικόνα μεγαλείου, που εκείνη, σαστισμένη και με μία
αδιόρατη αίσθηση λύπης, δημιουργούσε για τον εαυτό της στη θέα ενός κόσμου τόσο
άγνωστου.
Επιπλέον,
στην εσωτερική αναστάτωση των αισθημάτων της, η φωνή του, αντί να διαφωτίζει,
της προκαλούσε σχεδόν μία σκοτεινή και βίαιη αναστολή, γεμάτη από οδυνηρές
ανατριχίλες και τότε εκείνη η αίσθηση λύπης γινόταν πιο έντονη, πιο ευδιάκριτη.
Έβλεπε τον εαυτό της άθλιο μέσα στην άγνοιά της και ένιωθε μία σκοτεινή και
σχεδόν εχθρική λύπηση λόγω της θέασης όλων εκείνων των πραγμάτων που τώρα, πολύ
αργά πια για εκείνη, της γέμιζε τα μάτια και έμπαινε μες στην ψυχή της.
Την επόμενη
μέρα στο Παλέρμο, βγαίνοντας από το σπίτι του διευθυντή της κλινικής, ύστερα
από μία επίσκεψη που κράτησε πολλή ώρα, κατάλαβε καλά, από την προσπάθεια που
έκανε ο κουνιάδος της να κρύψει τη βαθιά του λύπη, από τον προσποιητό ζήλο με
τον οποίο για άλλη μια φορά ήθελε να του εξηγήσουν τον τρόπο που θα έπαιρνε η
άρρωστη το προτεινόμενο φάρμακο και το ύφος με το οποίο ο γιατρός του είχε
απαντήσει, κατάλαβε καλά ότι αυτός είχε βγάλει απόφαση που αφορούσε το θάνατό
της και ότι εκείνο το μίγμα των γιατρικών που έπρεπε να παίρνει σε σταγόνες με
μεγάλη προσοχή, δύο φορές τη μέρα πριν από τα γεύματα, δεν ήταν τίποτε άλλο
παρά μία πονετική εξαπάτηση ή μετάληψη ενός αργού θανάτου.
Και παρόλα
αυτά, ενώ ήταν ακόμη λίγο ζαλισμένη και αηδιασμένη από τη διάχυτη οσμή του
αιθέρα στο σπίτι του γιατρού, μόλις βγήκε από τη σκιά της σκάλας στο δρόμο, στο
εκτυφλωτικό φως του ήλιου που κάτω από έναν φλογισμένο ουρανό, ο οποίος από τη
μεριά της παραλίας χιμούσε σαν ένα τεράστιο αστραφτερό σύννεφο επάνω στη μακριά
λεωφόρο Κόρσο, είδε ανάμεσα στις άμαξες, μέσα σ’ εκείνη τη χρυσαφί λάμψη, το
συνωστισμό του θορυβώδους πλήθους, με πρόσωπα και ρούχα, που είχαν πάρει λες κι
εκείνα φωτιά από τις πορφυρές ανταύγειες, είδε τις αντανακλάσεις του φωτός, τις
χρωματιστές αναλαμπές, σαν να ήταν πολύτιμοι λίθοι, των βιτρινών, των
επιγραφών, των καθρεπτών των καταστημάτων και ένιωσε να εισβάλει με ορμή η ζωή
μόνο, η ζωή, η ζωή στην ψυχή της μέσα από όλες τις αισθήσεις της, που ήταν
αναστατωμένες και συνεπαρμένες, σαν από θεία μέθη. Δεν είχε την παραμικρή
αγωνία ούτε τη φευγαλέα σκέψη για τον κοντινό και αναπόφευκτο θάνατό της, για
το θάνατο που είχε ήδη φωλιάσει μέσα της, κρυμμένος 59
εκεί, κάτω από την αριστερή της ωμοπλάτη, όπου αισθανόταν
μερικές φορές πιο έντονους τους πόνους. Όχι, όχι, η ζωή, η ζωή! Και όλη εκείνη
η εσωτερική της αναστάτωση, που συγκλόνιζε το πνεύμα της, ήρθε να εγκατασταθεί
βίαια στο λαιμό της, και δεν ήξερε τι ήταν αυτό· έμοιαζε σχεδόν με παλιό κρυφό
πόνο από τα βάθη του είναι της που ξαφνικά την έπνιγε και την ανάγκαζε να
κλαίει, παρά την τόση χαρά της.
-Τίποτα...
τίποτα..., είπε στον κουνιάδο της μ’ ένα χαμόγελο που άστραψε ζωηρά στα μάτια
της μέσα από τα δάκρια. Μου φαίνεται πως είμαι... δεν ξέρω... Πάμε, πάμε...
-Στο
ξενοδοχείο;
-Όχι...
όχι...
-Πάμε τότε
να δειπνήσουμε στο «Σαλέ», στη θάλασσα, στο Φόρο Ιτάλικο. Σου αρέσει;
-Ναι, όπου
θέλεις.
-Πολύ καλά.
Πάμε! Έπειτα θα δούμε την παραλία του Φόρο Ιτάλικο· θ’ ακούσουμε μουσική...
Ανέβηκαν
στην άμαξα και πήγαν προς την κατεύθυνση εκείνου του αστραφτερού σύννεφου που
τύφλωνε.
Α, τι βραδιά
ήταν για εκείνη, στο «Σαλέ» στη θάλασσα, κάτω από το φεγγάρι, με θέα εκείνη τη
φωτισμένη παραλία που βούιζε από τον συνεχή θόρυβο των αστραφτερών αμαξιών,
ανάμεσα στη μυρωδιά των φυκιών που έφερνε η θάλασσα και το άρωμα των λεμονανθών
που ερχόταν από τους κήπους! Χαμένη σαν μέσα σε μια υπεράνθρωπη μαγεία, στην
οποία μια κάποια αγωνία τής απαγόρευε να αφεθεί ολοκληρωτικά, μια αγωνία που
την ξυπνούσε η αμφιβολία μήπως δεν ήταν αληθινό εκείνο που έβλεπε. Ένιωθε να
βρίσκεται μακριά, μακριά και από τον ίδιο της τον εαυτό ακόμη, δίχως μνήμη, δίχως
συνείδηση, δίχως σκέψη, σε μία άπειρη απόσταση ονείρου.
Την εντύπωση
της άπειρης απόστασης την ξαναδοκίμασε πιο έντονη την επόμενη το πρωί,
περιδιαβάζοντας με την άμαξα τα ατέλειωτα ερημικά δρομάκια του πάρκου Φαβορίτα,
επειδή, κάποια στιγμή, μ’ έναν μακρύ αναστεναγμό ξαναγύρισε σχεδόν στον εαυτό
της από εκείνη τη μακρινή απόσταση και μπόρεσε να την μετρήσει, χωρίς να
διακόψει τη μαγεία, ούτε να πειράξει τη μέθη εκείνου του ονείρου κάτω από τον
ήλιο, ανάμεσα σ’ εκείνα τα φυτά, που έμοιαζαν κι εκείνα να είναι απορροφημένα
από ένα όνειρο χωρίς τέλος.
Και χωρίς να
το θέλει γύρισε να δει τον κουνιάδο της και του χαμογέλασε από ευγνωμοσύνη.
Αμέσως,
όμως, εκείνο το χαμόγελο ξύπνησε μέσα της μια ζωηρή και βαθιά τρυφερότητα για
την ίδια που ήταν καταδικασμένη να πεθάνει τώρα, τώρα που άνοιγαν μπροστά στα
έκπληκτα μάτια της τόσες υπέροχες ομορφιές, μια ζωή που θα μπορούσε να ήταν και
για εκείνη τέτοια όπως ήταν για τόσους ανθρώπους που ζούσαν εκεί τριγύρω. Και
ένιωσε ότι ίσως ήταν απάνθρωπο να την βάλουν να ταξιδέψει.
Λίγο
αργότερα όμως, όταν η άμαξα σταμάτησε στο βάθος ενός απομακρυσμένου δρόμου κι
αυτή, υποβασταζόμενη από εκείνον, κατέβηκε για να δει από κοντά την κρήνη του
Ηρακλή, εκεί, μπροστά σ’ εκείνη την κρήνη κάτω από το σκούρο μπλε του ουρανού,
τόσο σκούρο που έμοιαζε σχεδόν μαύρο γύρω από το αστραφτερό μαρμάρινο άγαλμα
του ημίθεου, που στεκόταν επάνω στην ψηλή στήλη που ξεπρόβαλλε στο μέσο μιας
φαρδιάς λεκάνης, σκύβοντας να δει το διάφανο νερό, που πάνω του έπλεαν μερικά
φύλλα και υδροχαρή φυτά τα οποία καθρέφτιζαν τη 60
σκιά τους στον πυθμένα και βλέποντας έπειτα σε κάθε
ανεπαίσθητο κυματισμό του νερού, να αχνίζει σαν ένα συννεφάκι επάνω στο ατάραχο
πρόσωπο των σφιγγών που κοίταζαν τη λεκάνη με το νερό, ένιωσε κι εκείνη κάτι
σαν μια σκιά σκέψης να περνάει στο πρόσωπό της σαν δροσερή ανάσα που προερχόταν
από εκείνο το νερό. Και αμέσως, μ’ εκείνη την ανάσα, μια μεγάλη σιωπή έκπληξης
της διεύρυνε υπέρμετρα το πνεύμα και, σαν να άναψε ξαφνικά ένα φως από άλλους
ουρανούς μέσα σ’ εκείνο το τεράστιο κενό, ένιωσε ν’ αγγίζει εκείνη τη στιγμή
σχεδόν την αιωνιότητα, ν’ αποκτά μια φωτεινή και απέραντη συνείδηση των πάντων,
του απείρου που κρύβεται στα βάθη της μυστηριώδους ψυχής και να έχει ζήσει (και
αυτό της ήταν αρκετό) επειδή ήταν για μια στιγμή, εκείνη τη στιγμή, αιώνια.
Πρότεινε
στον κουνιάδο της να επιστρέψουν την ίδια εκείνη μέρα. Ήθελε να γυρίσει σπίτι
για να τον αφήσει ελεύθερο, μετά από εκείνες τι τέσσερις μέρες που του είχε
στερήσει από τις διακοπές του. Θα έχανε άλλη μία ημέρα συνοδεύοντάς την πάλι·
κατόπιν θα μπορούσε να ξαναπάρει το δρόμο, την ετήσια φυγή του σε μέρη πιο
μακρινά. πέρα από εκείνη την απέραντη τιρκουάζ θάλασσα. Θα μπορούσε να φύγει
χωρίς φόβο, επειδή εκείνη σίγουρα δε θα πέθαινε τόσο σύντομα, στη διάρκεια του
μήνα των διακοπών του.
Δεν του τα είπα
όλα αυτά· τα σκέφτηκε μόνο και τον παρακάλεσε να της κάνει τη χάρη να την
οδηγήσει στον τόπο τους.
-Όχι, γιατί;
της απάντησε εκείνος. Τώρα πια κοντεύουμε· θα έρθεις μαζί μου στη Νάπολη. Για
μεγαλύτερη σιγουριά θα επισκεφτούμε εκεί κάποιον άλλο γιατρό.
- Όχι, όχι,
για το Θεό, Τσέζαρε! Άσε με να γυρίσω σπίτι. Δεν αξίζει τον κόπο!
-Γιατί;
Καθόλου. Θα είναι καλύτερα. Για μεγαλύτερη σιγουριά.
-Δεν αρκεί
αυτό που μας είπαν εδώ; Δεν έχω τίποτα· αισθάνομαι καλά, βλέπεις; Θα κάνω τη
θεραπεία και αυτό θα είναι αρκετό.
Την κοίταξε
σοβαρός και είπε:
-Αντριάνα,
αυτή είναι η επιθυμία μου.
Και τότε
εκείνη δεν μπόρεσε πια να του φέρει αντίρρηση: είδε στον εαυτό της τη γυναίκα
του χωριού της που δεν μπορεί ποτέ να προβάλει αντίρρηση σε ό,τι ο άντρας
εκτιμούσε πως ήταν το σωστό και το συμφέρον· σκέφτηκε ότι εκείνος ήθελε για τον
εαυτό του την ικανοποίηση του να μην αρκεστεί σε μία μόνο ιατρική γνωμάτευση,
την ικανοποίηση που θα ένιωθε όταν οι άλλοι, στον τόπο του, αύριο, μετά το
θάνατό της θα έλεγαν: - «Έκανε τα πάντα για να τη σώσει· την πήγε στο Παλέρμο,
ακόμη και στη Νάπολη...» - Ή μήπως είχε πραγματικά την ελπίδα ότι ένας άλλος
γιατρός, πιο μακρινός, πιο καλός θα εύρισκε ότι ήταν θεραπεύσιμη η αρρώστια, θα
εύρισκε ένα γιατρικό για να τη θεραπεύσει; Ή μήπως... μα βέβαια, μάλλον θα
έπρεπε να πιστεύει το εξής: γνωρίζοντας ότι ήταν οριστικά χαμένη ήθελε εκείνος,
μιας και βρισκόταν σε ταξίδι μαζί της, να της προσφέρει εκείνη την τελευταία
και εξαιρετική διασκέδαση, σαν ελάχιστο αντιστάθμισμα στη σκληρή της μοίρα.
Να όμως που
αυτή τρόμαζε με την ιδέα ότι θα διέσχιζε όλη εκείνη τη θάλασσα. Μόνο που την
κοίταζε, μ’ αυτή τη σκέψη, ένιωθε να της κόβεται η αναπνοή, λες και θα την
διέσχιζε κολυμπώντας.
- Μα όχι, θα
δεις, την διαβεβαίωσε εκείνος χαμογελώντας. Ούτε που θα το καταλάβεις ότι είσαι
στη θάλασσα αυτή την εποχή. Βλέπεις πόσο ήσυχη είναι; Κι έπειτα θα δεις το
πλοίο... Δε θα καταλάβεις τίποτα.
Θα μπορούσε
εκείνη άραγε να του εξομολογηθεί το σκοτεινό προαίσθημα που τη γέμιζε αγωνία
στη θέα εκείνης της θάλασσας, ότι, δηλαδή, δε θα ξαναγύριζε στο 61
σπίτι της, δεν θα τη διέσχιζε ξανά, παρά μόνο νεκρή, εάν
έφευγε, εάν απομακρυνόταν από τις ακτές του νησιού, που ήδη της φαίνονταν τόσο
ξένες και τόσο μακρινές από το χωριουδάκι της, όπου ήδη είχε δοκιμάσει μια τόσο
περίεργη αναστάτωση, εάν διακινδύνευε μαζί του ένα ταξίδι πιο μακρινό, χαμένη
μαζί του στην τρομερή και μυστηριώδη απεραντοσύνη εκείνης της θάλασσας; Όχι,
ούτε στον εαυτό της δεν μπορούσε να εξομολογηθεί αυτό το προαίσθημα και πίστευε
και η ίδια στον τρόμο που της προκαλούσε η θάλασσα, από το γεγονός και μόνο ότι
πριν δεν την είχε δει ούτε από μακριά και τώρα να πρέπει να γλιστρήσει επάνω
της...
Μπαρκάρισαν
το ίδιο βράδυ για τη Νάπολη.
Μόλις το
πλοίο ξεκίνησε από τη ράδα και βγήκε από το λιμάνι, της πέρασε η ζάλη που της
προκάλεσε από τη μία η ανακατωσούρα και η αναταραχή τόσων ανθρώπων που
ανεβοκατέβαιναν φωνασκώντας στη σκάλα του πλοίου και από την άλλη το τρίξιμο
των γερανών πάνω από τ’ αμπάρια. Είδε βαθμιαία να απομακρύνεται και να
μικραίνει καθετί: οι άνθρωποι στην αποβάθρα, που συνέχιζαν ν’ ανεμίζουν τα
μαντήλια του αποχαιρετισμού, η ράντα, τα σπίτια, μέχρι που η πόλη ολόκληρη
μετατράπηκε σε μια λευκή γραμμή ατμού, που τη διαπερνούσαν εδώ κι εκεί χλωμά
φώτα κάτω από τον πλατύ κύκλο των γκρίζων βουνών με κοκκινωπές ανταύγειες.
Ένιωσε ξανά να χάνεται μες στο όνειρο, σ’ ένα άλλο υπέροχο όνειρο, που την
έκανε, ωστόσο, να γουρλώνει τα μάτια από το σάστισμα, όταν εκείνο το πλοίο, αν
και μεγάλο, βέβαια, ίσως όμως εύθραυστο αφού έτρεμε ολόκληρο στα υπόκωφα
ρυθμικά χτυπήματα των ελίκων, έμπαινε μέσα στις δύο απεραντοσύνες: της θάλασσας
και του ουρανού.
Εκείνος
χαμογέλασε με το σάστισμά της και, λέγοντάς της να σηκωθεί την πήρε αγκαζέ για
να την υποβαστάξει με μία οικειότητα που ποτέ μέχρι τότε δεν του την είχε
επιτρέψει. Την πήγε να δει πιο πέρα, επάνω στο ίδιο το κατάστρωμα, τα ισχυρά,
αστραφτερά έμβολα από ατσάλι που έδιναν κίνηση στις έλικες. Εκείνη όμως, ήδη
αναστατωμένη από την ασυνήθιστη σωματική επαφή, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει σ’
εκείνη τη θέα κι επιπλέον στην αποπνικτική ζέστη και στη μπόχα που ανέδυαν οι
μηχανές και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει κι έγειρε ακουμπώντας σχεδόν το κεφάλι
της στον ώμο του. Συγκρατήθηκε αμέσως, τρομοκρατημένη σχεδόν από εκείνη την
ενστικτώδη επιθυμία εγκατάλειψης στην οποία ήταν έτοιμη να ενδώσει.
Κι εκείνος
την ξαναρώτησε με μεγαλύτερη ανησυχία:
-Δεν
αισθάνεσαι καλά;
Μη μπορώντας
ν’ αρθρώσει λέξη, του έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Και πιασμένοι έτσι αγκαζέ
κατευθύνθηκαν και οι δύο προς την πρύμνη για να δουν τη μακριά, αφρισμένη και
φωσφορίζουσα γραμμή που άφηνε πίσω του το πλοίο επάνω σε μια θάλασσα που είχε
ήδη γίνει σκούρα κάτω από τον έναστρο ουρανό προς τον οποίο το τεράστιο φουγάρο
εξέπεμπε συνεχώς έναν πυκνό και ατέλειωτο καπνό, σχεδόν πυρωμένο από τη
θερμότητα της μηχανής. Και για να συμπληρώσει τη μαγεία της βραδιάς βγήκε από
τη θάλασσα το φεγγάρι· στην αρχή μέσα από τους ατμούς τού ορίζοντα, σαν ένα
πένθιμο προσωπείο από φωτιά που ξεπρόβαλε απειλητικό για να κατασκοπεύσει μέσα
στην τρομαχτική σιγαλιά τα μέρη της θαλασσοκρατορίας του· κατόπιν,
ξεκαθαρίζοντας σιγά σιγά τη μορφή του, περιορίστηκε στη συνηθισμένη του
πάλλευκη λαμπρότητα που έκανε τη θάλασσα ν’ απλώνεται μ’ ένα ρίγος ασημένιο
χωρίς τέλος. Και τότε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η Αντριάνα ένιωσε να
μεγαλώνει μέσα της η αγωνία και το σάστισμα εκείνης της γλύκας που την άρπαζε
και την έσερνε ακαταμάχητα να κρύψει, εξαντλημένη, το πρόσωπό της στο στήθος
του. 62
Συνέβη στη Νάπολη κάποια στιγμή, βγαίνοντας από ένα
καφέ-κοντσέρτο, όπου είχαν δειπνήσει και περάσει το βράδυ. Συνηθισμένος, από τα
ετήσια ταξίδια, να βγαίνει τη νύχτα σε τέτοια μέρη με μία γυναίκα αγκαζέ,
προτείνοντας τώρα το μπράτσο του σ’εκείνη, πρόσεξε για μια στιγμή, κάτω από το
μεγάλο μαύρο καπέλο με τα φτερά, να γλιστρά ένα φλογερό βλέμμα και αμέσως, σχεδόν
χωρίς να το θέλει, έσφιξε στα γρήγορα με το μπράτσο του το δικό της επάνω στο
στήθος του. Αυτό ήταν όλο. Η πυρκαγιά είχε ανάψει.
Μες στο
σκοτάδι της άμαξας που τους πήγαινε στο ξενοδοχείο σφιχταγκαλιασμένους, να
φιλιούνται αχόρταγα, τα είπανε όλα μέσα σε λίγα λεπτά, όλα εκείνα που αυτός
πριν από λίγο είχε μαντέψει, για μια στιγμή, σε μια αναλαμπή, μέσα στο φλογερό
βλέμμα της: όλη της τη ζωή που πέρασε μες στη σιωπή και στο μαρτύριο. Του είπε
πως πάντα, πάντα, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει, τον αγαπούσε· κι
εκείνος πόσο την επιθυμούσε από τότε που ήταν κοριτσάκι κι ονειρευόταν να την
κάνει δική του, δική του! δική του!
Ήταν ένα
ντελίριο, μία φρενίτιδα, στις οποίες έδωσαν μία βίαιη, αδιάκοπη ορμή από τη μια
η λαχτάρα της αποζημίωσης μέσα σ’ εκείνες τις λίγες μέρες, κάτω από την απειλή
του θανάτου εκείνης, όλων εκείνων των χρόνων που πήγαν χαμένα μέσα σ’ ένα πάθος
πνιγμένο και σ’ έναν κρυμμένο πυρετό και από την άλλη η ανάγκη να χαθούν, να
μην αντικρίζουν πια ο ένας τον άλλο με τον τρόπο που γινόταν τόσα χρόνια, στις
κόσμιες και έντιμες εμφανίσεις τους εκεί πέρα, στην άθλια κωμόπολη των αυστηρών
ηθών, για τα οποία ο έρωτάς τους, ο γάμος τους αύριο, θα έμοιαζαν με μια
ανήκουστη ιεροσυλία.
Ποιος γάμος;
Όχι! Γιατί να τον αναγκάσει σε μια πράξη σχεδόν ιερόσυλη για όλους; Γιατί να
τον δέσει μαζί της, αφού τώρα πια τόση λίγη ζωή της απόμεινε; Όχι, όχι: ο
έρωτας, εκείνος ο φρενήρης και συναρπαστικός έρωτας, σ’ εκείνο το ταξίδι λίγων
ημερών· ταξίδι έρωτα, χωρίς επιστροφή· ταξίδι έρωτα προς το θάνατο.
Δεν μπορούσε
πλέον να επιστρέψει εκεί πέρα, μπροστά στα παιδιά της. Το είχε καλά
προαισθανθεί, όταν έφευγε· το ήξερε πως, περνώντας τη θάλασσα, θα είχαν όλα
τελειώσει για εκείνη. Και τώρα, να φύγει, να φύγει, ήθελε να φύγει, να πάει πιο
πέρα, πιο μακριά, γαντζωμένη στο μπράτσο του, τυφλή, μέχρι το θάνατο.
Κι έτσι
πέρασαν από τη Ρώμη, έπειτα από τη Φλωρεντία, έπειτα από το Μιλάνο, χωρίς να
δούνε σχεδόν τίποτα. Ο θάνατος, που φώλιαζε μέσα της, με τις σουβλιές του, τους
μαστίγωνε και κέντριζε το πάθος τους.
-Δεν είναι
τίποτα! έλεγε σε κάθε κρίση, σε κάθε πόνο. Τίποτα...
Και πρότεινε
το στόμα της, με τη χλομάδα του θανάτου στο πρόσωπο.
-Αντριάνα,
εσύ υποφέρεις...
-Όχι, δεν
είναι τίποτα! Τι με νοιάζει;
Την
τελευταία μέρα, στο Μιλάνο, λίγο πριν αναχωρήσουν για τη Βενετία, είδε τον
εαυτό της στον καθρέφτη αποκαμωμένο. Και όταν, μετά το νυχτερινό ταξίδι,
ξεδιπλώθηκε μπροστά της μες στη σιγαλιά της αυγής το ονειρικό θέαμα, υπέροχο
και μελαγχολικό, της αναδυόμενης από το νερό πόλης, κατάλαβε ότι είχε φτάσει
στο τέρμα · ότι εκεί θα έπρεπε να τελειώσει το ταξίδι της.
Ήθελε,
παρόλα αυτά, τη βενετσιάνικη μέρα της. Μέχρι το βράδυ, μέχρι τη νύχτα, στα
σιωπηλά κανάλια με τη γόνδολα. Και όλη τη νύχτα έμεινε ξύπνια με μία παράξενη
εντύπωση που της άφησε εκείνη η μέρα: μια βελούδινη μέρα.
Το βελούδο
της γόνδολας; το βελούδο της σκιάς κάποιων καναλιών; Ποιος ξέρει! Το βελούδο
του φέρετρου.
Καθώς
εκείνος την επόμενη μέρα κατέβηκε από το ξενοδοχείο για να πάει να ταχυδρομήσει
μερικά γράμματα για τη Σικελία, εκείνη μπήκε στο δωμάτιό του. 63
Διέκρινε
επάνω στο τραπεζάκι ένα φάκελο σκισμένο και αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του
μεγάλου της γιου. Έφερε το φάκελο στα χείλη και τον φίλησε με απόγνωση· κατόπιν
μπήκε στο δωμάτιό της· έβγαλε από τη δερμάτινη τσάντα το μπουκαλάκι με το μίγμα
των φαρμάκων, άθικτο· έπεσε επάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι και με μια ρουφηξιά ήπιε
όλο το περιεχόμενο.
(1910)
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Αγαπητοί θεατρόφιλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ . Πρόκειται για το διασημότερο...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...