Οι σφαγές των Αρμενίων μέσα από τα μάτια του Γερμανού Άρμιντ Βέγκνερ...

Για  τον  τόπο  τούτον  θα  μας  μιλήση  αργότερα  ένας  Γερμανός  μάρτυρας  της  τραγωδίας  μ' αυτά  τα  λόγια:  «Είναι  μια  έκταση  από  γκρίζα  πέτρα,  γυμνή  βραχώδης  γη,  κατεστραμμένες όχθες  ξερών  ποταμιών,  της  οποίας  οι  μόνοι  κάτοικοι  είναι  οι  Βεδουίνοι,  στεγνοί  από  κάθε ανθρώπινο  αίσθημα.  Όλη  αυτή  η  έκταση  είναι  εκτεθειμένη  σ'  έναν  ανελέητο  ήλιο,  σε ατέλειωτες  φθινοπωρινές  βροχές  και  σκληρές  χειμωνιάτικες  νύχτες,  που  δεν  αφήνουν τίποτε  άλλο  πίσω  τους  παρά  πυκνά  στρώματα  πάγου.  Εκτός  απ'  τα  δυο  μεγάλα  ποτάμια  της η  χώρα  αυτή  δεν  έχει  νερό.  Τα  ελάχιστα  μικρά  χωριά  της  μόλις  καταφέρνουν  να  ζήσουν τους  λιγοστούς  Βεδουίνους,  που  καταρρακωμένοι  απ'  τη  φτώχεια  τους,  βλέπουν  τον επισκέπτη  μόνο σαν  λεία  τους». 




Ο  τόπος  αυτός  ήταν  εκείνος  όπου  το  τούρκικο  κράτος  είχε  αποφασίσει  να  στείλη  την Αρμενικήν  Κοινότητα...  «να  κατοικήσει...  προσωρινώς».  

Ως  που  να  φτάσουν,  όμως,  εκεί  τα κοπάδια  των  δυστυχισμένων,  οι  Τουρκικές  αρχές,  έχοντας  μυστικές  διαταγές  του  Κομιτάτου των  Νεοτούρκων,  φρόντιζαν  να  τα εξοντώνουν  μ'  όλους  τους  τρόπους,  καθώς σερνόντουσαν  με την  ψυχή στα  δόντια στους ατέλειωτους δρόμους της  θανατερής  πορείας. Ο  μικρός  τόμος  με  τ'  απομνημονεύματα  και  τα  επίσημα  στοιχεία  του  Ναΐμ  μπέη συμπληρώνεται  με  μια  ανοικτή  επιστολή  του  Γερμανού  Αρμίντ  Βέγκνερ,  αυτόπτη  μάρτυρα της  σφαγής,  που  δημοσιεύτηκε  στις  19  Ιανουαρίου  1919  κι  απευθύνεται  προς  τον Αμερικανό  πρόεδρο  Ουίλσον.  

Η  επιστολή  αυτή  δίνει  την  τραγωδία  σ'  όλη  την  έκτασή  της και λέει  στα  κυριώτερα  σημεία της: «Ως  αυτόπτης  μάρτυς  της  φοβερής  καταστροφής  του  Αρμενικού  έθνους,  από  της  απαρχής της  στις  εύφορες  πεδιάδες  της  Ανατόλια,  μέχρι  της  τελικής  εξοντώσεως  των  θλιβερών επιζησάντων  στις  όχθες  του  Ευφράτη,  θεωρώ  χρέος  μου  να  εκθέσω  τις  απαίσιες  εκείνες σκηνές  που  είδα  με  τα  ίδια  μου  τα  μάτια  κατά  την  διάρκεια  δύο  περίπου  ετών  και  οι  οποίες δεν πρόκειται ποτέ ν'  απαλειφθούν από  την μνήμη  μου. ...  
Όταν η τουρκική κυβέρνηση  την άνοιξη του  1915  άρχισε  την εκτέλεση του διαβολικού της σχεδίου  για  την  εξάλειψη  ενός  εκατομμυρίου  Αρμενίων,  όλα  τα  έθνη  της  Ευρώπης αιμορροούσαν  ακόμη  από  το  πρόσφατο  πλήγμα  το  οφειλόμενο  στην  τραγική  και  κοινή παρεξήγηση  και  δεν  υπήρχε  κανείς  που  να  ήταν  σε  θέση  να  εμποδίση  τους  Τούρκους τυράννους  στην  εκτέλεση  μέχρις  εσχάτων  αυτού  του  σχεδίου  που  μπορεί  να  συγκριθή  μόνο με  τις  πράξεις  ενός  σχιζοφρενούς.  Και  έσυραν  όλους  αυτούς  τους  ανθρώπους  —  άνδρες, γυναίκες,  ανήμπορους  γέρους,  παιδιά,  εγκύους  μητέρες  και  άκακα  μωρά—  στην  Αραβική έρημο με  κανένα άλλον  σκοπόν παρά να τους αφήσουν να πεθάνουν από την  πείνα. ...Πήραν  τους  Αρμενίους  από  τις  κατοικίες  όπου  είχαν  ζήσει  για  περισσότερο  από  δύο αιώνες,  σε  όλα  τα  μήκη  και  τα  πλάτη  της  Αυτοκρατορίας,  από  τις  ορεινές  περιοχές  μέχρι  τις ακτές  της  θάλασσας  του  Μαρμαρά  και  την  εύφορη  γη  του  Νότου  και  τους  ανάγκασαν  να προχωρήσουν  μέχρι  αυτή  την  έρημο,  με  τον  απώτερον  σκοπό  να  τους  μεταφυτέψουν κυριολεκτικά  στην  παράξενη  αυτή  γη.  Ακόμη  και  αν  ήταν  ο  σκοπός  αυτός  ο  πραγματικός, είναι  αντίθετος  σε  κάθε  ανθρώπινο  αίσθημα.  Κτυπούσαν  τους  άνδρες  με  τα  ρόπαλα,  τους έδεναν  μεταξύ  τους  με  σχοινιά  και  αλυσίδες  και  τους  έρριχναν  στα  ποτάμια  ή  τους γκρέμιζαν  στις  χαράδρες  με  σπασμένα  μέλη.  Τα  γυναικόπαιδα  τα  πουλούσαν  στις  αγορές των  σκλάβων.  Έσερναν  τους  γέρους  και  τα  αγόρια  με  φοβερές  απειλές  στα  καταναγκαστικά έργα.  Ούτε  όμως  αυτά  ήταν  αρκετά.  Κάνοντας  το  έγκλημά  τους  ακόμη  πιο  ανεξίτηλον, έσερναν  τους  ανθρώπους  αυτούς,  αφού  τους είχαν  πάρει  τους  αρχηγούς  και  τους εμψυχωτάς  τους,  έξω  από  τις  πόλεις  που  ζούσαν,  σε  οποιαδήποτε  ώρα  της  μέρας  ή  της νύχτας,  μισόγυμνους.  Λεηλατούσαν  μπροστά  στα  μάτια  τους  τα  σπίτια  τους,  έκαιγαν  τα χωριά  τους,  κατάστρεφαν  τις  εκκλησιές  ή  τις  έκαναν  τζαμιά,  άρπαζαν  τα  κοπάδια  τους,  τα αμάξια  τους,  και  το  ψωμί  από  τα  χέρια  των  θυμάτων  τους  και  τα  ρούχα  από  πάνω  τους.  Οι αξιωματούχοι  —στρατιωτικοί,  πολίτες,  ακόμη  και  βοσκοί—  παράβγαιναν  ο  ένας  τον  άλλον στο  όργιό  τους  αυτό  της  σφαγής  και  της  καταστροφής,  τραβώντας  έξω  από  τα  σχολεία ορφανά  κορίτσια  για  να  τα  χρησιμοποιήσουν  στον  κορεσμό  των  κτηνωδών  επιθυμιών  τους, έδερναν  με  ρόπαλα  γυναίκες  που  πέθαιναν  ή  που  περίμεναν  παιδί,  οι  οποίες  ούτε  να συρθούν  δεν  ήταν  ικανές.  Τις  χτυπούσαν,  μέχρι  που  έπεφταν  οι  ταλαίπωρες  στο  δρόμο  και πέθαιναν  εκεί,  μετατρέποντας  το  χώμα  σε  ματωμένη  λάσπη.  Οι  ταξιδιώται  που  περνούσαν από  το  δρόμο  γύριζαν  τα  μάτια  τους  αλλού  για  να  μη  βλέπουν  αυτό  το  απαίσιο  κοπάδι  που ήταν  συνέχεια  σε  κίνηση  με  τόσο  άγριες  φοβέρες.  Και  στα  χάνια  που  σταματούσαν εύρισκαν  νεογέννητα  μωρά  που  μόλις  είχαν  ταφή  στην  αυλή  και  οι  δρόμοι  ήταν  γεμάτοι από  κομμένα  κεφάλια  αγοριών,  που  τα  είχαν  σηκώσει  σε  διαμαρτυρία  για  τα  μαρτύριά τους. Ομάδες  που  όταν  ξεκίνησαν  από  την  πατρική  τους  γη  στην  ορεινή  Αρμενία  αποτελούνταν από  χιλιάδες,  μόλις  που  έφταναν  μερικές  εκατοντάδες  στο  Αλέππο,  ενώ  οι  περιοχές  που ήσαν  πάνω  στο  δρόμο  τους  ήταν  σκεπασμένες  από  πρησμένα,  μαυρισμένα  πτώματα,  που μόλυναν  την  ατμόσφαιρα  έτσι  όπως  ήσαν  αφημένα,  βιασμένα,  γυμνά.  Άλλα  τα  πετούσαν στον  Ευφράτη  για  να  θρέψουν  τα  πεινασμένα  ψάρια.  Καμμιά  φορά  οι  χωροφύλακες  τους ρίχναν  για  να  διασκεδάσουν  μερικά  ξεροκόμματα,  που  δεν  έκαναν  τίποτ'  άλλο  παρά  να παρατείνουν το μαρτύριό τους. Ακόμα  και  μπροστά  στις  πύλες  του  Αλέππο  δεν  τους  άφηναν  να  ξεκουραστούν.  Για  λόγους σκοπιμότητας  οι  ομάδες  αυτές  σέρνονταν  συνεχώς,  ξυπόλυτες,  επί  χιλιάδες  μίλια,  κάτω από  ένα  καυτερό  ήλιο,  μέσα  από  τους  βράχους  και  τις  στέππες,  εξαντλημένες  απ'  τον πυρετό  και  τις  αρρώστειες,  μέσα  από  τροπικά  έλη,  στην  αγριάδα  της  ερήμου.  Πέθαιναν εκεί,  κατακρεουργημένοι  από  τους  Κούρδους,  λεηλατημένοι  απ'  τους  χωροφύλακες, τουφεκισμένοι,  δηλητηριασμένοι,  στραγγαλισμένοι,  θερισμένοι  απ'  τις  επιδημίες, πνιγμένοι,  θύματα  της  πείνας  και  της  δίψας.  Τα  πτώματά  τους  έμεναν  εκεί  για  να  σαπίσουν ή για να φαγωθούν απ'  τα  τσακάλια. Τα  παιδιά  πέθαιναν  από  το  κλάμα,  άντρες  έρριχναν  τα  κορμιά  τους  στους  βράχους,  μάνες πετούσαν  τα  παιδιά  τους  ή  έπεφταν  μαζί  τους  στον  Ευφράτη,  τραγουδώντας.  Πέθαναν όλους τους θανάτους του κόσμου,  τους θανάτους όλων των εποχών...  Λόφοι ολόκληροι από σώματα  ήσαν  στιβαγμένα  στο  καραβανσεράι,  μισοπεθαμένα,  περιμένοντας  το  τέλος  τους, χωρίς  να  βρεθή  κανένας  να  τους  λυπηθή.  Πόσον  καιρό  μπορούσαν  να  κρατήσουν  ακόμα την  ταλαίπωρη  ύπαρξή  τους,  ψάχνοντας  για  κανένα  κόκκο  καλαμπόκι  μέσ'  στις  τροφές  των ζώων  ή  τρώγοντας  ωμά  τα  ξεραμένα  χόρτα;  Όλα  αυτά,  όμως,  είναι  ελάχιστα  παραδείγματα απ'  όσα  έχω  δει  και απ'  όσα έχω  ακούσει. ...  Η  Τουρκία έχει  απαρνηθή  για πάντα  το δικαίωμα να αυτοκυβερνάται». 

Πηγή: Ψαθάς, Η γη του Πόντου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Βέβαιας κι φογάται (φοβάται) τη Στοφορίνα, του Γιάννη Γεωργιάδη. Θεατρική βραδιά.

   Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.   Τον περσυνό Ιούνιο έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: την παρακολούθηση μιας παράστασης ποντιακού θεάτρου. Αν...