Η επέτειος του εθνικού ξεσηκωμού είναι ημέρα μνήμης και περισυλλογής. Ημέρα Δόξας και υπενθύμισης του πατριωτικού μας καθήκοντος. Ημέρα απονομής τιμής προς τους αθάνατους νεκρούς. Ημέρα ορόσημο, της πορείας μας, προς την εθνική ολοκλήρωση. Ημέρα που οι Ήρωες του χθες, παραγγέλλουν, στους Ήρωες του αύριο. Ημέρα που οφείλουμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν και περιδιαβαίνοντας τα γεγονότα να παραδειγματιστούμε και να διδαχθούμε για το μέλλον.
Το 1453, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επέρχεται η πτώση
της χιλιόχρονης Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί εκμεταλλευόμενοι δικά
μας λάθη, παραλείψεις και διενέξεις, σταδιακά, επικράτησαν στρατιωτικά, με
αποτέλεσμα να δημιουργήσουν κράτος και να αιματοκυλήσουν τη γη όπου ζούσε και
μεγαλουργούσε επί χιλιετίες το γένος των Ελλήνων. Έτσι ξεκίνησε για τον
Ελληνισμό η πιο μαύρη κι επώδυνη περίοδος της ιστορίας του. Η τουρκοκρατία.
Η άλωση της Πόλης |
Οι κατακτητές, προκειμένου να επιβάλουν την απόλυτη κυριαρχία τους, είναι εξ αρχής ανηλεείς. Σε κάθε πόλη που καταλαμβάνουν, κατά σύστημα, οι
άνδρες σφαγιάζονται, οι γυναίκες καθίστανται παλλακίδες στα χαρέμια και τα
τέκνα «παιδικά» των διεστραμμένων ανατολιτών[1]. Μεγάλο μέρος του αγροτικού
πληθυσμού της υπαίθρου, μεταβάλλεται σε δουλοπάροικους ή και σκλάβους, με όλη την
σημασία της λέξεως. Ακόμα και οι ονομαζόμενοι ελεύθεροι γεωργοί, στην
πραγματικότητα είναι κι αυτοί δούλοι, αφού καταλήγουν φόρου υποτελείς στον
Σουλτάνο, ο οποίος είναι ο μόνος πραγματικός κύριος της γης[2].
Η σπάθη του τύραννου επικρέμεται συνεχώς, επί της κεφαλής των
υπόδουλων. Η βαρβαρότητα δεν έχει όρια καθ’ όλη την περίοδο της σκλαβιάς. Γράφει
ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας: «Μύριοι είναι οι τρόποι με τους οποίους οι
σκληροτράχηλοι Οθωμανοί δίδοσιν τον θάνατον εις τους Έλληνας. Ο χειρότερος
είναι το κρέμασμα. Οι πλάτανες των Ιωαννίνων είναι αδιακόπτως υπερφορτωμένοι
από σώματα νεκρά». Κι αλλού αναφερόμενος
στον Αλί-Πασά τον οποίον αποκαλεί σκληροτράχηλο: «Πολλούς αποκεφάλισεν με πριόνι, άλλους
έπνιξεν εις την λίμνην, άλλους εφόνευσε θέτοντας επάνω εις το στήθος τους
ανυπόφορα βάρη, άλλους έθαψεν ζωντανούς, πολλών εσύντριψεν τας χείρας, τους
πόδας κι έπειτα την κεφαλήν, πλήθος επαλούκωσεν και από δύο Σουλιώτας που
εφύλαγεν ως ενέχυρον τον μεν έναν πρόσταξεν και τον έγδαραν ζωντανόν, τον δε
έτερον εσούβλισαν και έπειτα έψησαν ζωντανό»[3].
Οι Έλληνες εξαναγκάζονται να υπομείνουν μύρια βάσανα, περιορισμούς
στη λατρεία, ταπεινώσεις, βίαιους κι απίθανους εκτοπισμούς, άνιση κι άδικη μεταχείριση
από πλευράς διοίκησης. Τους απαγορεύεται να οπλοφορούν, να ιππεύουν, να ντύνονται
όπως επιθυμούν δεν τους επιτρέπεται ούτε η εκφορά του Έλληνος λόγου, σ’ αρκετές
περιπτώσεις, ιδιαίτερα εκεί που το μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερεί[4]. Παράλληλα λαμβάνουν χώρα
εκτενείς εκούσιοι και ακούσιοι εξισλαμισμοί. Χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια,
ομογενείς αναγκάζονται να αλλαξοπιστήσουν, για να βελτιώσουν τη δεινή τους θέση.
Ταυτόχρονα λειτουργεί ο απάνθρωπος θεσμός του παιδομαζώματος, δηλαδή: η διαλογή
αρρένων ελληνοπαίδων, με σκοπό τον εκτουρκισμό και την ένταξή τους στη
στρατιωτική υπηρεσία προς όφελος των δυναστών. Το έθνος, τέλος, αιμορραγεί
ασταμάτητα εξαιτίας της μάστιγας των πειρατών οι οποίοι, σχεδόν ανενόχλητοι, επιτίθενται
στα νησιά κι απαγάγουν ολόκληρους πληθυσμούς, προς πώληση στα σκλαβοπάζαρα της
ανατολής.
Το Γένος συγκλονίζεται. Οι απόγονοι του Ομήρου, του Σωκράτη, του
Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου αδυνατούν να κατανοήσουν πως
κατήντησαν δούλοι των δούλων του κορανίου. Βρίσκονται σε σύγχυση, αδυναμία και
πανικό. Κάποιοι, κυρίως της παλαιάς αριστοκρατίας, διαφεύγουν στην Ευρώπη. Άλλοι
πάλι, προτιμούν να συνεργαστούν με τον κατακτητή, γινόμενοι όργανα του. Οι
πολλοί προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και συσπειρώνονται γύρω από
την ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας ο ρόλος αναβαθμίστηκε σημαντικά από την
Οθωμανική εξουσία.
Υπό τις δυσβάστακτες αυτές συνθήκες, όπου ουσιαστικά τίθεται ζήτημα βιολογικής επιβίωσης του Ελληνισμού, έκαναν την εμφάνισή τους δυο άκρως διαφορετικοί
τύποι ανθρώπου.
Πρώτος, ο τύπος του γραικύλου ή ραγιά, ο οποίος, έμαθε να επιβιώνει
προσκυνώντας και κολακεύοντας τον μωαμεθανό. Άθλιος, δουλοπρεπής, υποταγμένος,
φοβισμένος, στερούμενος πάσης τιμής, ο ραγιάς αντιπροσωπεύει την σιωπηρά πλειοψηφία
που αποδέχεται τη μοίρα του δούλου.
Απ’ την άλλη εμφανίζεται ο τύπος του κλέφτη και του αρματολού, που
εκφράζει το αιώνιο ηρωικό πρότυπο του ανυπότακτου Έλληνος. Ο ιστορικός της επανάστασης
Σπυρίδων Τρικούπης, γράφει σχετικά: «πολλοί τότε άνθρωποι, προτιμώντας παντός άλλου καλού την
απόλαυσιν της ελευθερίας, αν και αγρίας και ακανονίστου, απαρνούνται
οικειοθελώς πάσαν συμβίωσιν μετά των ομοίων των, και περιπλανώμενοι ημέρα και
νύχτα εις άγριους τόπους, καταντούν δια την συντήρησίν της προσωπικής των ελευθερίας
και της φυσικής υπάρξεώς των, λυμεώνες και όλης της κοινωνίας»[5].Τα φαντάσματα που περιφέρονται στα αφιλόξενα όρη της πατρίδος,
όπως γράφει ο καθηγητής Βακαλόπουλος, διασώζουν την τιμή του Έθνους και μετεξελίσσονται
σε πυρήνες των μαχητικών του δυνάμεων. Οι αρματολοί και οι κλέφτες αποκαθαίρουν
τον ρύπο του ραγιαδισμού και συντελούν στην ηθική αναγέννηση. Με την στάση τους
εμπνέουν γενναία αισθήματα και δείχνουν τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος[6].
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στον Άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον: «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες..». |
Ωστόσο, η εθνική επανάσταση, η οποία θα επιφέρει τη λύτρωση από τον ζυγό
αργεί. Ο Ελληνισμός στερείται ενότητας, οργάνωσης, πόρων και προπαντός ηγεσίας.
Επιπρόσθετα το σκότος της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας εξαπλώνεται και τον
καθιστά ανίκανο για κάθε αντίδραση. Επαναστατικές ενέργειες, βέβαια δεν
λείπουν, εκδηλώνονται συνεχώς, ήδη από την αρχή της τουρκικής κυριαρχίας. Όλες
όμως, εξαιτίας του τοπικού τους χαρακτήρα, της έλλειψης απαραίτητων μέσων και
συλλογικής προσπάθειας, καταπνίγονται από τους Οθωμανούς γρήγορα στο αίμα. Κάθε
προσπάθεια μοιάζει μάταια. Κάθε ελπίδα διαψεύδεται από την πραγματικότητα ενός
Έθνους ανέτοιμου, διαιρεμένου και ηθικά καταρρακωμένου.
Θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς.
Τετρακόσια χρόνια δοκιμασίας, ζυμώσεων και διεργασιών, μέχρις ότου οι συνθήκες
για την ανασύνταξη του Γένους ωριμάσουν. Σ’ αυτήν συντελούν οι Έλληνες έμποροι
που διαπρέπουν στις παροικίες του εξωτερικού, η εμφάνιση της ελληνικής αστικής
τάξεως και η γενικότερη οικονομική άνοδος που παρατηρείται από τα τέλη του 18ου
αιώνος. Χάρις την μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, οι Έλληνες λόγιοι, με
προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή, γίνονται μέτοχοι των ιδεών του ευρωπαϊκού
διαφωτισμού και τις μεταλαμπαδεύουν στους υπόδουλους συμπατριώτες τους. Το
παράδειγμα της γαλλικής επαναστάσεως, η στροφή της ευρωπαϊκής διανόησης προς
την αρχαία Ελλάδα, η ανάπτυξη του πνευματικού κινήματος του ρομαντισμού και η
γέννηση του κινήματος του φιλελλήνων αποτελούν καταλύτες για τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών στον ελλαδικό χώρο.
Αδαμάντιος Κοραής: «Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο». |
Όλα αυτά προκαλούν την αφύπνιση του ελληνικού εθνικισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να ανθίσει, ένα ισχυρό εθνικοεπαναστατικό ιδεολογικό ρεύμα, ένα ρεύμα που διαπερνά
όλο το κοινωνικό φάσμα. Άνθρωποι που ανήκουν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα και
δυνάμεις, με διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα, βρέθηκαν να
συμφωνούν στο βασικό, να φύγουν οι Τούρκοι.[7]
Προς τον σκοπό αυτόν δραστηριοποιείται και η Φιλική Εταιρία. Επρόκειτο για μια μυστική
οργάνωση, η οποία ιδρύεται στην Οδησσό το 1814 και αποβλέπει στην προσεχή κι
ολοκληρωτική απελευθέρωση του Έθνους[8]. Οι μυημένοι φιλικοί
αναλαμβάνουν την οργάνωση του αγώνα, την εξεύρεση χρημάτων και πολεμοφοδίων,
την ενημέρωση και στρατολόγηση του λαού, καθώς επίσης και την αναπτέρωση του ηθικού του. Παράλληλα αναζητούν την προσωπικότητα που θα ηγηθεί του αγώνος.
Ο Αρχηγός βρίσκεται στο πρόσωπο του Υπασπιστή του Ρώσου Τσάρου: του Πρίγκιπα,
Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο αγνός πατριώτης ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της
Εταιρίας, απαρνούμενος ταυτόχρονα το αξίωμα που κατέχει, τα πλούτη, τις ανέσεις, την υψηλή
κοινωνική του θέση και φυσικά την ίδια του την ζωή. Μαζί του σπεύδουν, με
προθυμία, ενθουσιώδεις νέοι απ’ τις κοινότητες του εξωτερικού. Τους γενναίους
αυτούς άνδρες, οι οποίοι προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη κι επάγγελμα, ενώνει η εθνική
πίστη και το πάθος της λευτεριάς. Γρήγορα συγκροτούν την πρώτη ισχυρή
επαναστατική δύναμη, που αριθμεί 1600 περίπου, αποφασισμένους μαχητές.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβαίνει τον Προύθο. |
Την 24η Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης με τους μαχητές
του εισβάλλει στο Ιάσιο της Μολδαβίας κηρύττοντας την ελληνική επανάσταση! Η ένθερμη
του προκήρυξη καλεί τους Έλληνες να προστρέξουν στα όπλα! Ζητά από τους
πλουσίους να συνεισφέρουν οικονομικά, από τους ιερείς να εμψυχώσουν, από τους
κατέχοντες δημόσια αξιώματα στο εξωτερικό να θέσουν το ελληνικό ζήτημα επί
τάπητος στις μεγάλες δυνάμεις!! Για όσους ανταποκριθούν στο καθήκον υπόσχεται ως
βραβείο Δόξα και τιμή. Για εκείνους που κωφεύουν από δειλία ή συμφέρον στο κάλεσμα
της Ελλάδος, προειδοποιεί πως αυτή: «Θέλει αποκηρύξη αυτούς ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει
τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και την κατάραν των
μεταγενεστέρων». Κλείνει προτρέποντας
τους αγωνιστές να μιμηθούν τις πράξεις των αρχαίων τους προγόνων ως: «Εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους,
του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους
στρατούς των βαρβάρων Περσών». Σκοπός της επανάστασης ορίζεται
η εξολόθρευση του εχθρού: «..με
πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου»[9].
Τα σχέδια του, ωστόσο, στη Μολδοβλαχία δεν ευδοκιμούν. Σύντομα η
προδοσία κάνει την εμφάνισή της. Οι σύμμαχοι Ρουμάνοι, Σέρβοι και Βούλγαροι, μετά την καταδίκη του κινήματος από τον Τσάρο, διαχωρίζουν τη θέση τους. Ο
πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ στην Πόλη, υπό την πίεση του Σουλτάνου αφορίζει τον
Υψηλάντη. Ο ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης ξεσηκώνει τους ανώτερους κληρικούς και
τον λαό εναντίον των επαναστατών. Ταυτόχρονα, δημιουργούνται οι πρώτες έριδες
και προστριβές μεταξύ των αρχηγών. Επικρατεί απειθαρχία και πτώση του ηθικού. Εν τέλει, η διάλυση, επέρχεται εξαιτίας της προδοσίας και της διχόνοιας, πριν
καν την αναμέτρηση με τον εχθρό. Ωστόσο οι νέοι του Ιερού Λόχου αρνούνται πεισματικά
να διασκορπιστούν. Πρόκειται για αδιάλλακτους επαναστάτες που έχουν ως πρότυπο τους
τον Ιερό Λόχο των αρχαίων Θηβαίων. Φορούν μαύρη στολή και φέρουν ευδιάκριτο το
σύμβολο της νεκροκεφαλής, που σήμαινε τον φοβερό τους όρκο, να πολεμήσουν μέχρι
θανάτου. Τον Ιούνιο του 1821, στο Δραγατσάνι θα τον τηρήσουν μέχρι τέλους.[10].
Η φωτιά, όμως, έχει ανάψει και επεκτείνεται στην Πελοπόννησο. Εκεί
οι συνθήκες είναι περισσότερο ευνοϊκές. Οι πρώτες αψιμαχίες αρχίζουν στην
ύπαιθρο, στα κάστρα της Πάτρας, της Πύλου, της Μεθώνης, της Καλαμάτας, της
Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου. Οι αρχικές επιτυχίες κάνουν τους Έλληνες να
αναθαρρήσουν. Αποδεικνύεται πως οι Τούρκοι δεν είναι ανίκητοι. Την 23η
Σεπτεμβρίου 1821, ύστερα από μακροχρόνια πολιορκία, η ελληνική σημαία κυματίζει
στην Τριπολιτσά, στο κεντρικό στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο των εχθρών. Η
εκδίκηση για εγκλήματα αιώνων είναι σκληρή. Οι Τούρκοι σφάζονται ανηλεώς[11] για τρεις ημέρες... Με τον
τρόπο αυτόν η Πελοπόννησος σχεδόν απελευθερώνεται. Ο αρχικός ενθουσιασμός
μεταβάλλεται πλέον σε σιγουριά για την τελική Νίκη.
Η άλωση της Τριπολιτσάς. |
Ακολουθούν νέες μάχες. Λεβίδη, Βαλτέτσι και Γράνα. Η επανάσταση
μεταδίδεται και στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, και τα νησιά. Η φυλή
βρίσκεται σε πολεμικό πυρετό. Οι μπουρλοτιέρηδες, σπέρνουν τον θάνατο και τον
πανικό στον Οθωμανικό στόλο. Στις 6 Ιουνίου του 1821, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, εκδικείται τις άνανδρες σφαγές των αμάχων της Χίου με την ανατίναξη της
τουρκικής ναυαρχίδας. Τον Ιούλιο του 1822, στα Δερβενάκια, ο Θ. Κολοκοτρώνης με
τους ατάκτους του, καταστρέφει την τεράστια στρατιά του Δράμαλη και εξοπλίζει
τους επαναστάτες. Ο σουλτάνος τα έχει χαμένα. Φοβάται τα χειρότερα, καθώς βλέπει
τους επαναστάτες να προχωρούν ακάθεκτα και να κερδίζουν τη συμπάθεια όλης της Ευρώπης. Άφωνη, η ευρωπαϊκή ήπειρος, παρατηρεί με έκπληξη τους ανδρείους Έλληνες να συντρίβουν τον
στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας,
Νοταράς, Πλαπούτας, Μακρυγιάννης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Διάκος, Κατσαντώνης,
Νικηταράς, Μιαούλης, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, και άλλοι οπλαρχηγοί, αναδεικνύονται πανάξιοι ηγέτες και Ήρωες. Τους ακολουθούν χιλιάδες ανώνυμοι που
με αυταπάρνηση αποφασίζουν να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, συνοψίζοντας τη θέλησή
τους στην φράση-σύνθημα: Ελευθερία ή θάνατος!
Ο όχλος, όμως, είναι
ασταθής και μεταβάλλει εύκολα τη στάση του κατά την διάρκεια του αγώνος. Οι
ραγιάδες, πότε προβαίνουν σε πράξεις αυτοθυσίας και πότε υποκύπτουν κι αναζητούν
τη σωτηρία με τον πιο απεχθή τρόπο. Κάποιοι συνεργάζονται με τον Οθωμανό και
προσπορίζονται πλούσια οφέλη, καταδίδοντας τους ηρωικούς αγωνιστές. Πρόκειται
για τους συμφεροντολόγους πραγματιστές της εποχής εκείνης, ανθρώπους που δεν
έχουν συνειδητοποιήσει την αποστολή τους και δεν διστάζουν να γίνουν οι νέοι
Εφιάλτες του Ελληνισμού. Οι τραγικές
τους φιγούρες θα αποτελούν για πάντα τη μαύρη σκιά της ιστορίας.
Το 1823, ενώ η μέχρι τότε πορεία του αγώνος ήταν νικηφόρα, η
κατάρα της φυλής, ο διχασμός, έκανε την εμφάνισή του. Οι πολιτικοί, που
υποστηρίζονται από τους παλαιούς άρχοντες και την τάξη των πλουσίων, στρέφονται
εναντίον των στρατιωτικών, διότι φοβούνται την αυξανόμενη δημοφιλία και επιρροή που
αποκτούν στον λαό. Ομιλούν, αναφερόμενοι σ’ αυτούς, για «κόμμα της
μαχαιροκρατίας» και συγκροτούν ενόπλους για να τους αντιμετωπίσουν. Οι
οπλαρχηγοί πάλι αρνούνται να πειθαρχήσουν στους πολιτικούς, τους οποίους περιφρονητικά
αποκαλούν «καλαμαράδες». Θεωρούν πως τον πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι ίδιοι
μιας και είναι αυτοί που ρισκάρουν στα πεδία των μαχών. Έτσι αρχίζει ο
αλληλοσπαραγμός, που δίνει στον εχθρό τον απαιτούμενο χρόνο να ξεπεράσει τον
αρχικό αιφνιδιασμό και να σχεδιάσει την αντεπίθεση του.
Αργότερα, ενώ η επανάσταση περνά δύσκολες ώρες, ο εμφύλιος μεταξύ Πελοποννήσιων και Στερεοελλαδιτών, φουντώνει και λαμβάνει καταστροφικές διαστάσεις . Επιπλέον η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο απ’ τις παρεμβάσεις των ξένων, που για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μας διαιρούν περαιτέρω με κόμματα, τα οποία φέρουν ξεδιάντροπα τους τίτλους: «Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό».
Η επανάσταση κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα. Το Φεβρουάριο
του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου αποβιβάζεται με τα στρατεύματα του στον Μοριά.
Οι Έλληνες λιγοψυχούν και τα χωριά το ένα μετά το άλλο παραδίδονται άνευ όρων. Υπό
τις συνθήκες αυτές, όλοι ελπίζουν σε έναν μόνο άνθρωπο, τον Γέρο του Μοριά, ο
οποίος ήδη εκτίει την πρώτη του θητεία στη φυλακή. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, υπό
τη λαϊκή, πίεση εξαναγκάζεται να τον αποφυλακίσει μαζί με άλλους οπλαρχηγούς. Η
κατάσταση ωστόσο είναι ήδη απογοητευτική. Ο αιγυπτιακός στρατός έχει καταβάλει
τους κουρασμένους από τον εμφύλιο Έλληνες. Επικρατεί γενική ταραχή και τρόμος. Οι
κατά παράταξιν μάχες χάνονται και η εμπιστοσύνη στους αρχηγούς κλονίζεται. Η
Τριπολιτσά πέφτει στα χέρια των εχθρών, ο λαός καταφεύγει στα βουνά, ενώ
επαρχίες ολόκληρες προσκυνούν[12]. Τώρα, όμως, θα μιλήσουν οι
ψυχές των εκλεκτών.
12 Ιουνίου, έξω από το Ναύπλιο στην θέση «Αφεντικοί μύλοι», ο Ι.
Μακρυγιάννης με ανεπαρκείς δυνάμεις, διεξάγει κρίσιμη κι άνιση μάχη με τη
στρατιά των Αιγυπτίων. Ο Γάλλος Ναύαρχος Δεριγνί, το προηγούμενο βράδυ, αφού
επιθεώρησε τη διάταξη της μάχης και διαπίστωσε τις ελλείψεις, απαισιόδοξος για
την έκβαση της θα εκφράσει τις ανησυχίες του. Η απάντηση του οπλαρχηγού θα εμψυχώσει
και θα χαραχθεί για πάντα στη μνήμη των συμπολεμιστών του: «Είναι αδύνατες οι θέσεις και εμείς, όμως
είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει. Κι αν ήμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραήμη,
παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει Έλληνες, πάντοτε ολίγους.
Ότι αρχή και τέλος, παλαίοθεν ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και
δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν,
κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…»[13]. Την επόμενη ημέρα ο λόγος του Στρατηγού θα επαληθευτεί στο
ακέραιο. Η νίκη είναι περιφανής. Αποδεικνύεται ότι δεν έχουν χαθεί ακόμα όλα και
το ηθικό των αγωνιστών αναπτερώνεται.
Ιωάννης Μακρυγιάννης : «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». |
Την ίδια ώρα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποφασίζει αλλαγή
στρατηγικής. Ο πόλεμος μπαίνει στην δεύτερη φάση του, τον πόλεμο των ενεδρών ή
κλεφτοπόλεμο. Από την ορεινή Στεμνίτσα, όπου έχει αποσυρθεί, γράφει επιστολές
με οδηγίες προς κάθε κατεύθυνση. Έτσι γίνεται ο πρώτος Έλληνας Στρατηγός, ο οποίος, διατυπώνει τις θεωρητικές αρχές του κλεφτοπολέμου. Νύχτα και ημέρα, στα δάση
και στα στενά, οι κακοντυμένοι Έλληνες χωρικοί ελλοχεύουν αναμένοντας τις
εχθρικές φάλαγγες. Την κατάλληλη στιγμή ξεπηδούν από το πουθενά, ξεχύνονται
ξαφνικά κι ορμητικά, χτυπούν αρειμανίως, αποδεκατίζουν ή και εξαφανίζουν
τελείως τον εχθρό.[14].
Παράλληλα λαμβάνονται σκληρά μέτρα κατά όσων υποτάσσονται. «Η πατρίς κινδύνευε από το προσκύνημα», διηγείται στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. «Εγώ όπως εβγήκα εις τον Άγιο Γεώργιον,
έγραψα γράμμα εις τον Γενναίον και τον Κολιόπουλο, και επετάχθηκαν εις το
Λιβάρτζι, την επαρχίαν την προσκυνημένη και τους διέττατα, φωτιά και τσεκούρι
εις τους προσκυνημένους! Τότε, έστειλε ο Μπραϊμης καταπατητάδες, να ιδεί που
είμαι και τι ασκέρι έχω, κι έδωσε ενός ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια δια να
μάθει που είμαι και να μου ριχτεί επάνω και εγώ τον έπιασα και έστειλα εις την
δημοσιά και τον εκρέμασα, εις τα Καλάβρυτα, δυο ώρες απ’ έξω. Του κρέμασα κι
ένα χαρτί που έλεγε το φταίξιμό του: Προδότης του Έθνους».
Η επανάσταση επίσης περνάει δύσκολες στιγμές. Στη Ρούμελη διεξάγεται
σκληρός αγώνας κατά των πολλαπλάσιων στρατευμάτων του Κιουταχή Πασά. Αυτός, με
την συνδρομή Ευρωπαίων μηχανικών, πολιορκεί συστηματικά το Μεσολόγγι, το
προπύργιο της ελευθερίας των Ελλήνων. Η πάλη είναι άνιση. Οι Έλληνες
αντιστέκονται γενναία μολονότι τα εφόδια έχουν τελειώσει και οι δυνάμεις τους
εξαντλούνται. Τελικά, την 10η Απριλίου του 1826 αποφασίζεται ηρωική
έξοδος. Αποφασισμένοι για Ελευθερία ή θάνατο οι ήρωες εξορμούν. Από τους 5000
πολεμιστές και τους 800 αμάχους θα σωθούν λιγότεροι από 1300.
Όλες οι ελπίδες συγκεντρώνονται πια στον Γ. Καραϊσκάκη. Ο σπουδαίος οπλαρχηγός, υπερασπίζεται την Αττική και καταφέρνει να ενώσει υπό τις διαταγές του
11.000 ατάκτους. Για ένα έτος κρατάει καλά, πολεμάει ηρωικά, αντιστέκεται και
επιτυγχάνει σημαντικές νίκες. Ο εχθρός παραμένει στάσιμος και πληρώνει βαρύ
φόρο αίματος. Εν τούτοις, την 24η Απριλίου 1827, ο θρυλικός
Αρχιστράτηγος τραυματίζεται θανάσιμα ύστερα από τυχαία συμπλοκή. Ο τραγικός του
χαμός έχει άμεσες επιπτώσεις στο ηθικό των ανδρών. Χωρίς τον ατρόμητο και
ιδιοφυή αρχηγό χάνουν το κουράγιο τους και οδηγούνται στην πανωλεθρία του Π.
Φαλήρου που θα σημάνει την σχεδόν ολοκληρωτική καταστολή της επανάστασης στη
Στερεά[15].
Τα νέα μαθαίνονται στην Πελοπόννησο, όπου ένα νέο μεγάλο κύμα
προσκυνήματος πάει να καταπνίξει τον αγώνα. Το μέλλον τώρα φαίνεται σκοτεινό. Η
αναπάντεχη ναυμαχία του Ναβαρίνου, την 8η Οκτωβρίου 1827, μεταξύ του
Τουρκοαιγυπιακού στόλου και του ενωμένου στόλου της Αγγλίας, της Γαλλίας και
της Ρωσίας, σώζει τελευταία στιγμή την κατάσταση. Οι μεγάλες δυνάμεις επιβάλουν
στους Οθωμανούς ανακωχή κι αποφεύγουμε τα χειρότερα.
Όμως τα πράγματα εξακολουθούν να είναι κρίσιμα. Οι πολιτικές
αντιπαραθέσεις, τα εμφύλια μίση, η έλλειψη πόρων και πολεμοφοδίων, η εξουθένωση
απ’ τις κακουχίες ετών, η ανυπακοή των στρατιωτών, προπάντων η διάλυση κάθε
οργάνωσης μας οδηγούν στην αναρχία και το χάος. Όλοι πλέον ελπίζουν στον νέο
κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος, άμα τη αφίξει του, αρχές του 1828,
προβαίνει στη διάλυση της βουλής και λαμβάνει στα χέρια του απόλυτη εξουσία.
Ο κυβερνήτης αγωνίζεται για την οργάνωση του κράτους και την
ανακούφιση των κατοίκων από την πείνα και τις ασθένειες. Τα προβλήματα, με τα οποία είναι αντιμέτωπος, είναι
πολλά και περίπλοκα. Οι αντιδράσεις και οι μεθοδεύσεις των πολιτικών του αντιπάλων, αποτελούν το ανάχωμα στην προσπάθεια που καταβάλει. Παρά τον πόλεμο, όμως που
δέχεται, είναι αποφασισμένος και το έργο του είναι σημαντικό και ουσιώδες. Στην
εξωτερική του πολιτική εκμεταλλευόμενος
τη διεθνή συγκυρία του νέου Ρωσσοτουρκικού πολέμου και τις αντιθέσεις μεταξύ
των μεγάλων δυνάμεων, εργάζεται συστηματικά, για να πετύχει ότι είναι δυνατό κάθε φορά. Οι
εξελίξεις τον δικαιώνουν. Τελικά, την 30η Φεβρουαρίου 1830
υπογράφεται στο Λονδίνο το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας που θα ανοίξει τον δρόμο
για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με βόρεια σύνορα τη γραμμή
Αχελώου-Σπερχειού. Τοιουτοτρόπως η εποποιία του 1821 ολοκληρώνεται με αίσιο
αποτέλεσμα...
Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας: «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».
Δυο αιώνες μετά, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ εμπρός στο μεγαλείο της
αυτοθυσίας των Ηρώων. Συγκίνηση πλημμυρίζει την ψυχή μας και υπερηφάνεια για τους
προγόνους, καθώς υπεράνω της ζωής τους έθεσαν το καθήκον για την πατρίδα. Ο
ανιδιοτελής ηρωισμός, η συνειδητή θυσία, η προσφορά τους στο έθνος αποτελεί αιώνιο
παράδειγμα. Το αίμα τους θα μας υπενθυμίζει την ακριβή τιμή της ελευθερίας.
Όμως, ο καλύτερος φόρος τιμής προς τους πεσόντες είναι η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για εθνική ενότητα και η περιφρούρηση της. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως οι 600.000 νεκροί του αγώνα, δικαιώθηκαν μόνο εν μέρει. Οι διχόνοιες, οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι έριδες, ο φατριασμός, παραλίγο να οδηγήσουν τον αγώνα σε αποτυχία με ανυπολόγιστες συνέπειες αφού οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει τη φυσική εξόντωση των Ελλήνων της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, καθώς και την αντικατάστασή τους με ασιατικούς πληθυσμούς. Η εμφύλια διαμάχη στέρησε από το Έθνος την πραγματοποίηση της εθνικής ολοκλήρωσης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ήταν εδαφικά περιορισμένο, οικονομικά και στρατιωτικά ανίσχυρο και είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Απαιτήθηκαν νέοι αιματηροί αγώνες για να φτάσουμε τα όρια της σημερινής επικράτειας.
Ας αποδώσουμε, λοιπόν, την προσήκουσα βαρύτητα στην παρακαταθήκη που
μας άφησε ο γέρος του Μοριά από την Πνύκα στον ιστορικό του λόγο το 1838.
«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως
είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο,
ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί
και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο
χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως
εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού
άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε
χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα».
«Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια».
|
[1] Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ήλιος,
τόμος ΕΛΛΑΣ σελ. 327
[2] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική
ιστορία, σελ. 49
[3] Ανωνύμου Έλληνος,
Ελληνική Νομαρχία σελ 108.
[4] ενθ’ ανωτ. σελ 43
[5] Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως,
Σ. Τρικούπης σελ. 17
[6] ομοίως σελ. 97
[7] Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, τ 11
σελ. 41
[8] Α. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική
ιστορία σελ157
[9] Η Προκήρυξη του Υψηλάντη, εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων.
[10] Εγκ. Δομή, Ιστορία των Ελλήνων, σελ
161
[11] Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της ελληνικής
επαναστάσεως τα β’
[12] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία
και σύγχρονη, σελ.192
[13] Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ.
Μέρμυγκας σελ. 6
[14] Α. Βακαλόπουλος, Νεότερη ιστορία
και σύγχρονη, σελ.193
[15] ενθ. ανωτ. σελ.195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου