Καθώς η Βυζαντινή αυτοκρατορία έχει σχεδόν κατακτηθεί από τους Οθωμανούς η Βενετία μετά τη δημιουργία του κράτους της θάλασσας μέσω του ελέγχου των θαλασσών οι Βενετοί προχώρησαν στην εδαφική επέκταση μέσω χερσαίων επιχειρήσεων. Ο ελλαδικός χώρος αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού μεταξύ Βενετών και Τούρκων...
Ο 15ος αιώνας σηματοδοτεί την αποφασιστική εμπλοκή και επέκταση της Βενετίας στην ιταλική ενδοχώρα (terraferma) με τη συγκρότηση του «Κράτους της Στεριάς». Από τον 14ο αιώνα στο ιταλικό πολιτικό τοπίο λαμβάνει χώρα μια σημαντική μετάβαση, καθώς ολοένα περισσότερες ανεξάρτητες πόλεις ενσωματώνονται ή υποτάσσονται στα αναδυόμενα εδαφικά κράτη.
Από μια ευρύτερη οπτική η άνοδος των εδαφικών κρατών στον ιταλικό χώρο αποτελούσε απόπειρα προσαρμογής στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα σε μια περίοδο όπου τα αναδυόμενα ευρωπαϊκά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία) άρχιζαν να δημιουργούν ενοποιημένες εσωτερικές αγορές μεγαλύτερης κλίμακας.
Ήδη κατά το παρελθόν οι ιταλικές πόλεις επιδίωκαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη γειτονική ύπαιθρο, αλλά από τα μέσα του 14ου αιώνα αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε με τη διαδικασία συγκρότησης ισχυρών εδαφικών κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στην επέκταση επί πιο αδύναμων πόλεων και αγροτικών περιοχών.
Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα το Δουκάτο του Μιλάνο, το παπικό κράτος, και οι Δημοκρατίες της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Σιένα και της Βενετίας και κάποιοι μικρότεροι σχηματισμοί
αποτελούσαν τα κύρια εδαφικά κράτη έχοντας αναδιαμορφώσει τον χώρο βόρεια της Ρώμης.
Ο 15ος αιώνας σηματοδοτεί την αποφασιστική εμπλοκή και επέκταση της Βενετίας στην ιταλική ενδοχώρα (terraferma) με τη συγκρότηση του «Κράτους της Στεριάς». Από τον 14ο αιώνα στο ιταλικό πολιτικό τοπίο λαμβάνει χώρα μια σημαντική μετάβαση, καθώς ολοένα περισσότερες ανεξάρτητες πόλεις ενσωματώνονται ή υποτάσσονται στα αναδυόμενα εδαφικά κράτη.
Από μια ευρύτερη οπτική η άνοδος των εδαφικών κρατών στον ιταλικό χώρο αποτελούσε απόπειρα προσαρμογής στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα σε μια περίοδο όπου τα αναδυόμενα ευρωπαϊκά κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία) άρχιζαν να δημιουργούν ενοποιημένες εσωτερικές αγορές μεγαλύτερης κλίμακας.
Ήδη κατά το παρελθόν οι ιταλικές πόλεις επιδίωκαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη γειτονική ύπαιθρο, αλλά από τα μέσα του 14ου αιώνα αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε με τη διαδικασία συγκρότησης ισχυρών εδαφικών κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στην επέκταση επί πιο αδύναμων πόλεων και αγροτικών περιοχών.
Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα το Δουκάτο του Μιλάνο, το παπικό κράτος, και οι Δημοκρατίες της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Σιένα και της Βενετίας και κάποιοι μικρότεροι σχηματισμοί
αποτελούσαν τα κύρια εδαφικά κράτη έχοντας αναδιαμορφώσει τον χώρο βόρεια της Ρώμης.
Η Βενετία, προτού εισχωρήσει στην ενδοχώρα, σε αντιστοιχία με άλλες ιταλικές πόλεις είχε κυριαρχήσει στη δική της ύπαιθρο, την υδάτινη «ύπαιθρο» της λιμνοθάλασσας, που όμως στο πέρασμα των αιώνων πρόσφερε ολοένα πιο περιορισμένες δυνατότητες. Ξεκινώντας με την ενσωμάτωση του Τρεβίζο (1338) μέχρι τη δεκαετία του 1420 η Βενετία είχε διευρύνει την κυριαρχία της στην ενδοχώρα ελέγχοντας πόλεις όπως η Πάδοβα, η Βερόνα και η Βιτσέντζα και περιοχές όπως το Φρίουλι στα βορειοανατολικά. Η βενετική επέκταση διευρύνεται μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα δυτικότερα και βορειότερα με την ενσωμάτωση της Μπρέσα και του Μπέργκαμο και της περιοχής του Τρεντίνο. Στη διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων (1494-1530) η Βενετία αρχικά επέκτεινε την κυριαρχία της νοτιότερα στην περιοχή της Ρομάνια, αλλά έχασε προσωρινά σχεδόν όλες τις κτήσεις τηςμε τη δραματική ήττα της στη μάχη του Agnadello (1509).
Μέχρι το 1516 η Βενετία κατόρθωσε να ανακτήσει την ενδοχώρα, με εξαίρεση το Τρεντίνο και τη Ρομάνια, και τα όρια του Κράτους της Στεριάς παρέμειναν σταθερά μέχρι το 1797 με τη κατάλυση του βενετικού κράτους από τον Ναπολέοντα.
Η ανάμιξη της Βενετίας στην ενδοχώρα ξεκίνησε με διμερείς συμφωνίες με ανεξάρτητες πόλεις για οικονομικά ζητήματα, όπως εμπορικά προνόμια, διόδια και χρήση των ποτάμιων οδών, προσέλκυση εργατικών χεριών στον αναδυόμενο βενετικό κατασκευαστικό τομέα. Παράλληλα ήδη από τον 12ο αιώνα βενετικά θρησκευτικά ιδρύματα και βενετοί πατρίκιοι αγόραζαν γη στην ενδοχώρα. Το βενετικό κεφάλαιο διείσδυε στις αγροτικές περιοχές της ενδοχώρας και συχνά γαμήλιες συμμαχίες σφράγιζαν τους δεσμούς των πατρικίων με ισχυρές οικογένειες της ενδοχώρας.
Τον 14ο αιώνα η εμπλοκή της Βενετίας γίνεται πιο δυναμική με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης όταν απειλούνταν η οικονομική της θέση, ειδικά η πρόσβασή της σε ποταμούς και περιοχές μέσω των οποίων διέρχονταν βενετικά εμπορεύματα προς τη βόρεια Ευρώπη.
Για παράδειγμα, το 1304 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πάδοβα για το αλάτι, το 1308-13 με τη Φερράρα και τη δεκαετία του 1330 με τους Della Scala, ηγεμόνες της Βερόνα. Στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα η στρατιωτική και πολιτική παρουσία της Βενετίας αυξάνεται σημαντικά. Βραχύβιες συμμαχίες, ανταγωνισμοί με ηγεμόνες όπως οι Visconti του Μιλάνο και σύντομες πολεμικές αναμετρήσεις καθιστούν τη Βενετία κυρίαρχη δύναμη ενός σημαντικού τμήματος της ιταλικής ενδοχώρας.
Η βενετική επικράτεια στην ενδοχώρα αποτελούσε ένα συμπαγές σύνολο 30.000 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, με ιδιαίτερη πληθυσμιακή πυκνότητα και αστικοποίηση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα: η ενδοχώρα στα μέσα του 16ου αιώνα έφτανε περίπου το ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους και πόλεις όπως η Βερόνα και η Μπρέσα διέθεταν πληθυσμό 40.000 - 50.000 κατοίκων στις αρχές του 16ου αιώνα.
Η επέκταση στην ενδοχώρα, όπως και η δημιουργία του Κράτους της Θάλασσας, δεν υπάκουε σε ένα αυστηρά καθορισμένο σχέδιο βάσει του οποίου η βενετική ελίτ μεθόδευσε τις ενέργειές της. Συχνά, ευκαιριακές ανάγκες και ευρύτερες ανακατατάξεις οδηγούσαν στην ανάληψη δράσης κατά περίπτωση.
Ωστόσο, μπορούμε να επισημάνουμε κάποιες γενικές αρχές που υπαγόρευαν την εμπλοκή και την επεκτατική διάθεση της Βενετίας. Εκτός από τον ανταγωνισμό με άλλα αναδυόμενα εδαφικά κράτη και φιλόδοξους ηγεμόνες, για τη Βενετία η ενδοχώρα αποτελούσε μια σημαντική πηγή ανεφοδιασμού. Τρόφιμα, ξυλεία και νερό αποτελούσαν βασικά είδη για την καθημερινή ζωή και την οικονομία της βενετικής μητρόπολης. Με την άνοδο της Βενετίας ως κέντρου βιοτεχνικής παραγωγής η ζήτηση για πρώτες ύλες όπως καννάβι, σίδηρο και χαλκό και φθηνό εργατικό δυναμικό διευρυνόταν. Συνάμα, ο έλεγχος της ενδοχώρας διασφάλιζε την πρόσβαση στους χερσαίους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στη νότια Γερμανία, τη Γαλλία και τη Ρηνανία. Η δεσπόζουσα θέση της Βενετίας στο εμπόριο της Αδριατικής και της ανατολικής Μεσογείου απαιτούσε την απρόσκοπτη διοχέτευση προϊόντων που εμπορεύονταν οι Βενετοί στις αγορές της δυτικής και βόρειας Ευρώπης.
Για τη βενετική ελίτ η επεκτατική πολιτική στην ενδοχώρα απέφερε κέρδη και περισσότερες θέσεις εξουσίας και ανέλιξης. Αν και συνήθως οι πόλεις της ενδοχώρας διατηρούσαν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό τους, η Βενετία εγκαθίδρυε τους δικούς της διοικητές, που έφεραν τον τίτλο του podestà ή του capitano, και άλλους σημαντικούς αξιωματούχους και συχνά διατηρούσε εκκλησιαστικά αξιώματα για βενετούς πατρικίους. Στην ίδια τη μητρόπολη δημιουργήθηκε σταδιακά ένα σύνολο νέων γραφειοκρατικών σωμάτων επιφορτισμένων με τα ζητήματα της ενδοχώρας: η υπηρεσία των auditori novi που επέβλεπε προσφυγές των υποτελών πόλεων για θέματα αστικού δικαίου, το αξίωμα των sindaci που επισκέπτονταν την ενδοχώρα για να συλλέξουν υλικό και πληροφορίες όταν υποβάλλονταν προσφυγές εναντίον της βενετικής διοίκησης, οι savii della terraferma που
προετοίμαζαν τις συνεδρίες που αφορούσαν την ενδοχώρα στη Σύγκλητο.
Επιπρόσθετα, η ενδοχώρα παρείχε στα μέλη της βενετικής ελίτ ευκαιρίες για επικερδείς δραστηριότητες με την αγορά γης, ιδιαίτερα μετά από κατακτήσεις ή ανακτήσεις περιοχών όταν οι περιουσίες όσων είχαν εναντιωθεί ή «στασιάσει» εναντίον των Βενετών έβγαιναν σε δημοπρασία. Για το ίδιο το βενετικό κράτος η ενδοχώρα υπήρξε μια σημαντικότατη πηγή εσόδων.
Στους προϋπολογισμούς των αρχών του 16ου αιώνα τα άμεσα έσοδα του κράτους από τις ηπειρωτικές κτήσεις ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έσοδα από την υπερπόντια επικράτεια, για την οποία άλλωστε απαιτούνταν ιδιαιτέρως αυξημένες δαπάνες.
Η εδραίωση του Κράτους της Στεριάς έγινε ωστόσο δεκτή με αμφίθυμο τρόπο. Από τη μια μεριά, οι υποστηρικτές της βενετικής επέκτασης έκριναν ότι η δημιουργία επικράτειας στην ιταλική χερσόνησο ήταν υψίστης σημασίας για τη Βενετία για να εδραιώσει τη ηγεμονία της στον ιταλικό χώρο, που θα της παρείχε τους απαραίτητους πόρους για να ανταγωνιστεί τις πανίσχυρες, αναδυόμενες αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων στη Μεσόγειο. Ωστόσο, άλλοι ευγενείς, ίσως πιο παραδοσιακοί, υποστήριζαν ότι οι πόλεμοι για την κατάκτηση της ενδοχώρας και οι ίδιες οι κτήσεις που η Βενετία είχε αποκτήσει υπονόμευαν την εδραιωμένη και δυναμική σχέση της Βενετίας με τη θάλασσα στην οποία όφειλε το μεγαλείο της.
Αυτή η αντίληψη και ο φόβος για την εγκατάλειψη των εμπορικών δραστηριοτήτων και του ιδεατού αστικού τρόπου ζωής που παραδοσιακά χαρακτήριζε τους Βενετούς αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στα λόγια του γηραιού έμπορου και τραπεζίτη Girolamo Priuli, που είχε περάσει τα νιάτα του ως έμπορος στο Λονδίνο: «η αγάπη για την πολυτελή ζωή που προσφέρει η ύπαιθρος έχει διαφθείρει τους ευγενείς μας και οι νεαροί ευγενείς μεγαλώνουν πλέον σαν αδαείς αγρότες, μην έχοντας δει τίποτα από τον κόσμο» (Lane, 2007: 357).
Αντανακλώντας τις επιφυλάξεις που διατύπωναν Βενετοί όπως ο Priuli, η σύγχρονη βιβλιογραφία
συχνά παρουσίασε την επέκταση στην ενδοχώρα ως μια ξεχωριστή διαδικασία, διακριτή σε σχέση με την προγενέστερη επέκταση στην Αδριατική και την ανατολική Μεσόγειο και ενδεικτική της αδυναμίας της Βενετίας να διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό ναυτικό ρόλο της από τον 15ο αιώνα.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο ιστορικός Pompeo Molmenti ταύτισε την κατάκτηση της ενδοχώρας με το τέλος της χρυσής εποχής της Βενετίας ως απόρροια της οθωμανικής επέκτασης και των νέων θαλάσσιων δρόμων που άνοιγαν οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, με χαρακτηριστικό τρόπο, ο ιστορικός Frederic Lane συνόψισε αυτή την οπτική μιλώντας για «τη στροφή προς τη Δύση» και χαρακτηρίζοντας τη Βενετία μετά τον 15ο αιώνα «ναυτική δύναμη δεύτερης κατηγορίας».
Ωστόσο, η πρόσφατη ιστοριογραφία αντιμετωπίζει πλέον με κριτική διάθεση αυτή την οπτική περί προϊούσας «παρακμής» της Βενετίας με τη σύμπτυξη των υπερπόντιων κτήσεων της και τη μεταφορά του κέντρου βάρους στην ενδοχώρα.
Ο ιστορικός Benjamin Arbel, προβάλλοντας ως σημαντικούς παράγοντες την εδαφική έκταση και το πληθυσμιακό μέγεθος, μετατοπίζει το χρονολογικό όριο της βενετικής υποχώρησης και παρακμής και καταδεικνύει ότι στις αρχές του 16ου αιώνα οι υπερπόντιες κτήσεις –το Κράτος της Θάλασσας– έφτασαν στο ύψιστο εδαφικό μέγεθός τους και μέχρι τη δεκαετία του 1570 τη μέγιστη δημογραφική ανάπτυξή τους, όταν η Κύπρος και η Κρήτη διέθεταν πληθυσμό 400.000 κατοίκων όπως βλέπουμε στον ανωτέρω χάρτη.
Πηγή: Γεώργιος Πλακωτός.
Πηγή: Γεώργιος Πλακωτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου