Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτευόμενο ; Πόσους δεν καθήλωσε με τη φωνή του ως δικηγόρος Λαμπίρης ; Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Τιμόθεο  Κώνστα ; στη μεγάλη επιτυχία της δεκαετίας του 80.



Γεννημένος στην Αθήνα το 1923. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Την πρώτη του εμφάνιση την έκανε το 1950, με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη στο έργο "Η Άννα των χιλίων ημερών" του Άντερσον.

Παρέμεινε στο θίασο Κοτοπούλη μέχρι το 1954, εμφανιζόμενος στα έργα: "Το Επάγγελμα της Κυρίας Γουωρρεν", "Το Έκτο Πάτωμα", "Το Βαλς των Ταυρομάχων", ενώ σε περιοδείες του θιάσου ερμήνευσε τον Κήρυκα στην "Ορέστεια" του Αισχύλου, τον Κρέοντα στον "Οιδίποδα Τύραννο" του Σοφοκλή, καθώς και τον Ιάγο στον "Οθέλλο" του Σαίξπηρ.

Την περίοδο 1954-55, συνεργάστηκε με τη μεγάλη κυρία Κυβέλη , στο έργο "Τα παιδιά του Εδουάρδου".

Από το 1955 έως το 1957, υπήρξε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας τον Αίμονα στην "Αντιγόνη" του Σοφοκλή, τον Πανάρετο στην "Ερωφίλη" του Χορτάτζη,  ενώ συμμετείχε και στα έργα, "Μαρία Στιούαρτ" του Σίλλερ, "Μάγισσες του Σάλεμ" του Άρθουρ Μίλλερ, "Η Έβδομη μέρα της δημιουργίας" του Καμπανέλλη και "Βασιλιάς Ληρ" του Σαίξπηρ.

Το 1957- 58 συμμετέχει στο θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη,  τον ακολουθεί σε περιοδεία του στην Αμερική. Εκεί  παρουσιάζουν τα έργα, "Τιμόνι στον Έρωτα" του Καγιά, "Ένας Βλάκας και μισός" του Ψαθά, και "Ο Ηλίας του 16ου" των Σακελαρίου - Γιαννακοπούλου.

Το 1958 εμφανίζεται στο θίασο του  Δημήτρη Μυράτ, ερμηνεύοντας τον Πατέρα Όρος στο έργο του Χοχβελντερ "Το Κράτος του Θεού". Το 1959 ερμηνεύει τον Παπαφλέσσα στο έργο του Γεωργίου Ρούσου "Μαντώ Μαυρογένους", με το θίασο της Μαίρης Αρώνης.

Το 1960 επανέρχεται στο θίασο Μυράτ, παραμένοντας έως το 1962

 Εκείνη την περίοδο εμφανίζεται στα έργα: "Είμαι Αθώος" του Σκουλούδη, "Οι Δίκαιοι" του Καμύ, "Οι Έμποροι της Δόξας" του Νιβουα, "Η Παγίδα" του Ρομπέρ Τομά και "Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε" του Πιραντέλο.

Το 1962 συνεργάζεται με το θίασο Λαμπέτη - Χορν στην "Κληρονόμο" του Γκαιτς. Τοο 1963 συμμετείχε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, με το έργο "Ο Πραματευτής" του Γεωργίου Ρούσσου. 

Αμέσως μετά επανέρχεται πάλι με το θίασο Μυράτ, στην επανάληψη του έργου "Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε", που μεταξύ άλλων παρουσιάστηκε και στο φεστιβάλ της Λισαβόνας.

Τη θεατρική σεζόν 1965-66 εμφανίζεται στο θίασο Χορν με το έργο "Το Αυγό" του Μαρσω

Το καλοκαίρι του 1966 , εμφανίζεται ξανά στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη στον "Καπετάν Μιχάλη" του Καζαντζάκη. 

Έκτοτε και μέχρι το 1970 απείχε από το θεατρικό σανίδι, εργαζόμενος κυρίως στο ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο.

Το 1970 συγκροτεί θίασο μαζί με τη σύζυγό του Αφροδίτη Γρηγοριάδου, περιοδεύοντας στην Ελληνική επαρχία και την Κύπρο. 

Το 1974 ερμηνεύει ξανά το ρόλο του Παπαφλέσσα, στη "Μαντώ Μαυρογένους" του Γεωργίου Ρούσσου, αυτή τη φορά με το θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη.

Το 1975 συνεργάζεται πάλι με τον Μάνο Κατράκη όπου εμφανίζεται στο έργο "Χριστόφορος Κολόμβος" του Καζαντζάκη, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιώς.

Το 1976 παρουσιάζει με δικό του θίασο, το έργο του Πιραντέλο "Η ηδονή της τιμιότητας". Έργο που θα παρουσιάσει και στα πλαίσια της εκπομπής Το Θέατρο της Δευτέρας.

Το 1978 και το 1979 συνεργάζεται ξανά με το Δημήτρη Χορν, εμφανιζόμενος στα έργα: "Ερρίκος ο Δ" του Πιραντέλλο και "Χιτ" του Ντορέν. 

Το 1980 συμμετέχει στο θίασο της Τζένης Ρουσσέα στο έργο "Μετά την μπόρα" της Μάργκαρετ Κένεντι .

Το 1984-85 συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, εκεί ερμηνεύει τον Γκαγιεφ στον "Βυσσινόκηπο" του Τσέχωφ, και τον Ταλθυβιο στην "Εκάβη" του Ευριπίδη.

Από το 1986 έως το 1988  συνεργάζεται με το θίασο Κώστα Ρηγοπούλου - Κακιας Αναλυτή στα έργα : "Ο Επιθεωρητής Έρχεται" του Πρίσλεϋ και "Κύκλος" του Μωμ

Το 1989 συνεργάζεται με το θίασο Αλέκου Αλεξανδράκη, στο έργο "Υπεράνω πάσης λογικής αμφιβολίας" του Τζέφρυ Αρτσερ.

Τέλος  το 1991 κάνει τελευταία του θεατρική  εμφάνιση στο θέατρο Μίνωα στην κωμωδία "Έναν σωσία και γρήγορα".

Τη δεκαετία του 60 ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στο ραδιόφωνο. Ερμηνεύοντας και σκηνοθετώντας διάφορα θεατρικά έργα και ραδιοφωνικές σειρές συνέχειας. Μεγαλύτερη του επιτυχία υπήρξε η ραδιοφωνική σειρά "Το Σπίτι των Ανέμων".

Δημιούργησε και ερμήνευσε το ρόλο του δικηγόρου Λαμπίρη. Η τεράστια επιτυχία της σειράς αυτής, έφερε και τρια κινηματογραφικά έργα με ήρωα τον Δικηγόρο Λαμπίρη, σε δικιά του σκηνοθεσία.

Πλούσια υπήρξε η κινηματογραφική του καριέρα, με πρώτη εμφάνιση το 1948 στο έργο "Μαρίνος Κονταρας" του Γιώργου Τζαβέλλα

Ακολούθησαν μεταξύ άλλων : "Θανασάκης ο Πολιτευόμενος" (1954) στον ομώνυμο ρόλο, "Γκόλφω" (1955), "Η Άγνωστος" (1956), "Ο Γυναίκας" (1957), "Ένας ήρωας με παντούφλες" (1958), "Ζάλογγο το κάστρο της λευτεριάς" (1959), "Είμαι Αθώος" (1960), "Ο Δολοφόνος αγαπούσε πολύ" (1960), "Αντιγόνη" (1961) στον ρόλο του Κήρυκα, "Εταιρία Θαυμάτων" (1962), "Ο Αδελφός Άννα" (1963), "Αμφιβολίες" (1964), "Διωγμός" (1964), "Οι Εχθροί" (1965), "Στεφάνια" (1966), "Κοινωνία ώρα Μηδέν" (1966), "Ο Λαμπίρης εναντίον των παράνομων" (1967), "Θύελλα στο σπίτι των Ανέμων" (1968), "Η ώρα της αλήθειας" (1969), "Τύψεις Συνειδήσεως" (1972) , "Χωρίς Μάρτυρες" (1983) που ήταν και η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση.

Αρκετά πλούσια υπήρξε και η τηλεοπτική του παρουσία, με πρώτη εμφάνιση το 1972 στην σειρά "Στησιχόρου 73", ενώ ακολούθησαν οι σειρές "Οι Δίκαιοι" (1974), "Βασίλισσα Αμαλία" (1975), "Το Ταξίδι" (1976), "Έρωτας και Επανάσταση" (1978), "Οι Άθλιοι των Αθηνών" (1980), "Τα Λαυρεωτικά" (1982), "Η Κάθοδος" (1983), "Ο Καρχαρίας και τα εννιά κύματα" (1983), "Ο Θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα" (1987), "Η Αναγέννηση ενός Έθνους" (1990), "Η Γυναίκα της πρώτης σελίδας" (1990), "Φάκελος Αμαζών" (1991), "Το 13ο Κιβώτιο" (1991), "Οι Δικηγοροι της Αθήνας" (1994) που έμελλε να είναι και η τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση.

Σκηνοθέτησε και έπαιξε σε πλήθος θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο. Όπως  και σε θεατρικά έργα για την εκπομπή "Το Θέατρο της Δευτέρας"

Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Αφροδίτη Γρηγοριάδου.

Από τα νεανικά του χρόνια ήταν στρατευμένος πολιτικά στο χώρο της αριστεράς. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Μετά  τη διάσπαση του 1968  ακολούθησε το δρόμο της Ανανεωτικής Αριστεράς. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου το 1989.

Ήταν μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών από το 1950 , έχοντας ενεργό συνδικαλιστική δράση.

Έφυγε από τη ζωή στις 14 Δεκεμβρίου 1995 ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 72 ετών.

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, του Έντουαρντ Άλμπι. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί θεατρόφιλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Πρόκειται για το διασημότερο και πιο πολυπαιγμένο έργο του Άλμπι. Ένα έργο το οποίο αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις.



  Το έργο γράφτηκε από τον Άλμπι το 1962, ενώ ανέβηκε για πρώτη φορά το ίδιο έτος στη Νέα Υόρκη. Απέσπασε τα βραβεία Tony και Drama critics Circle.

  Ο τίτλος παραπέμπει στην αυτόχειρα συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ. Αφορμή για τη συγγραφή στάθηκε η ανάγνωση του διηγήματος της Γουλφ Η κληρονομιά που συνάντησα στα σχολικά μου βιβλία. Ο τίτλος είναι επίσης και μια παράφραση του αγγλικού τραγουδιού Whos afraid of the big bad wolf από την ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney Τα τρία γουρουνάκια.

  Έτσι, από την παράφραση ενός τραγουδιού, θα γινόταν ευρύτερα γνωστό το όνομα της σπουδαίας αγγλίδας συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ, αφού αντικαταστάθηκε λόγω ομοηχίας το ουσιαστικό wolf.

  «Ήταν ένα μπαρ..στη Δεκάτη Οδό, ανάμεσα στη λεωφόρο Γκρένιτς και το Γουέιβερλι Πλέις... Έχει αλλάξει με τα χρόνια διάφορα ονόματα, τότε το έλεγαν αλλιώς, τώρα δεν έχω ιδέα πώς το λένε. Και στο ισόγειο είχε έναν μεγάλο καθρέφτη, κι εκεί πάνω γράφανε οι θαμώνες τα δικά τους». «Και μια νύχτα, το 1953 πρέπει να ’τανε, μπορεί και το 1954, εκεί που έπινα τη μπίρα μου, πρόσεξα ένα Who’s afraid of Virginia Woolf? γραμμένο στον καθρέφτη, με σαπούνι μάλλον. Φοιτητικό καλαμπουράκι. Εγκεφαλικό. Χρόνια αργότερα, όταν άρχιζα να γράφω το έργο, μου ξανάρθε στο μυαλό το γκραφίτι του καθρέφτη. Και, ναι, το Who’s afraid of Virginia Woolf, σημαίνει Who’s afraid of the bigbad wolf... Ποιος φοβάται τον κακό λύκο... Ποιος φοβάται να ζήσει χωρίς αυταπάτες». Έντουαρντ Άλμπι, 1966.

 


  Τελικά το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σημαίνει: Ποιος φοβάται τον Κακό Λύκο. Ποιος φοβάται να ζήσει μια ζωή χωρίς αυταπάτες…

 

Ο Έντουαρντ Άλμπι

Πριν συνεχίσουμε ας πούμε μερικά λόγια για το συγγραφέα:

  Παιδί υιοθετημένο από εύπορους γονείς ο Έντουαρντ Άλμπι, σε αρκετά νεαρή ηλικία θα έρθει σε ρήξη με το αποπνικτικό περιβάλλον της οικογένειας που του «έμαθε ιππασία και κολύμπι πριν μάθει να περπατά», ενώ αρχίζει από πολύ νωρίς να δείχνει το ενδιαφέρον του για τη συγγραφή.

  Επηρεασμένος από τους προκατόχους του (Ο’Νηλ, Μίλερ, Ουίλλιαμς), από το ακμαίο, κατά την δεκαετία του ’50 και ’60, ευρωπαϊκό θέατρο του παραλόγου, αλλά και την αντιδραστικότητα της “beat generation” η οποία συνιστούσε όχι μόνο μια καλλιτεχνική τάση, αλλά και έναν νέο τρόπο ζωής ενάντια στον κομφορμισμό της αμερικανικής κοινωνίας, ο Άλμπι γράφει το 1962 το πρώτο τρίπρακτο έργο του με τίτλο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», το οποίο παρουσιάζεται την ίδια χρόνια στο Broadway, διχάζοντας το κοινό και την κριτική, αλλά παραμένοντας επί σκηνής για δύο ολόκληρα χρόνια.

 

Οι παραστάσεις στην Ελλάδα.

Ας επιστρέψουμε όμως στο έργο…

  Το έργο εξακολουθεί να παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία σε όλον τον κόσμο και φυσικά στην Ελλάδα. Στη χώρα μας το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ ανέβηκε αρκετές φορές επί σκηνής.

  Για πρώτη φορά διαβάστηκε το 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με πρωταγωνιστές τη Νέλλυ Αγγελίδου και το Γιώργο Λαζάνη. Ήταν η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Κουν. Τον Ιούλιο του 1976 μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία. Η ραδιοσκηνοθεσία ήταν του Κ. Κασιμάτη ,ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευσαν η Μάρθα Βούρτση (εξαιρετική η ερμηνεία της) και ο Νικήτας Τσακίρογλου.  Το 2018 η Μαρία Πανουργιά προέβαλλε το έργο σε ένα ζωντανό μουσείο ¨αλλοτινών συμπεριφορών¨ στο Θέατρο Ωνάση.  Η Πανουργιά τοποθέτησε το έργο σε ένα ταριχευμένο ζωντανό σαλόνι.



  Λίγο αργότερα θα δούμε με ενδιαφέρον τη ρεαλιστική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Ο Μαρκουλάκης θα κερδίσει το μεγάλο στοίχημα δομώντας το έργο σε μια καλοφτιαγμένη αλληλουχία θεατρινισμών, που εκθέτουν συστηματικά τις ανθρώπινες αδυναμίες στο πλαίσιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Έκανε μία κλασική ανάγνωση του κειμένου και κέρδισε θεαματικά το στοίχημα μέσα από τις ερμηνείες. Ο ηθοποιός παίζει το ρόλο του Τζωρτζ ενώ υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Η εκδοχή του Μαρκουλάκη επιβεβαίωσε άλλη μια φορά τη δυναμική εκδοχή του έργου. Σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει: «Τα ζευγάρια είναι οι αποτελεσματικότεροι μονομάχοι…»

 

Η ταινία.

  Η παράσταση μεταφέρθηκε στη Μεγάλη Οθόνη το 1966 από το Mike Nickols. Το έργο έκανε πρεμιέρα τις ημέρες της Κρίσης της Κούβας. Εκείνες τις ημέρες το κοινό κατέφευγε στο θέατρο για να ξεχάσει την απειλή του πυρηνικού πολέμου.

  Έργο θρυλικό και ταυτισμένο με την El. Taylor και το R. Barton. Οι δύο ηθοποιοί παντρεύτηκαν στην πραγματικότητα και είχαν περιπετειώδεις χωρισμούς και γάμους, μέχρι το θάνατο του Barton το 1984. Οι πρωταγωνιστές είχαν λάβει τότε εξαιρετικές κριτικές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Taylor ήταν τότε μια από τις ομορφότερες γυναίκες στον κόσμο και για να υποδυθεί την 50χρονη και κακοντυμένη Μάρθα πήρε 14 κιλά!

  Η ταινία προτάθηκε για 13 Oscar και έλαβε 5: Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, κουστουμιών, φωτογραφίας και γυναικείων ρόλων. Το 2008 το Ινστιτούτο Αμερικάνικου Κινηματογράφου την κατέταξε 67η στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες.` Το 2013 εντάχθηκε στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α.



  Η διασκευή του θεατρικού διαφέρει ελαφρώς από το θεατρικό, το οποίο απαρτίζεται μονάχα από τέσσερις ερμηνευτές. Οι δευτερεύοντες ρόλοι που προστέθηκαν στην ταινία είναι ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου και η σύζυγός του, που εμφανίζονται για λίγο κι έχουν μόνο μερικές ατάκες. Το θεατρικό διαδραματίζεται αποκλειστικά στο σπίτι της Μάρθας και του Τζορτζ, ενώ στην ταινία υπάρχουν μερικές σκηνές εκτός. Οι σκηνές αυτές διαδραματίζονται στο πανδοχείο, στην αυλή του σπιτιού του Τζορτζ και της Μάρθας καθώς και αυτοκίνητο του ζευγαριού. Κατά τ' άλλα η ταινία παραμένει πιστή στο θεατρικό. Ο Λέμαν χρησιμοποίησε το θεατρικό του Άλμπι ως γνώμονα κι η μοναδική διαφορά στο διάλογο έχει να κάνει με την αθυροστομία: Το άντε πηδήξου της Μάρθας, μετατράπηκε σε Ανάθεμά σε. Παρόλα αυτά στην ευρωπαϊκή έκδοση της ταινίας, το Άντε πηδήξου έχει διατηρηθεί.

  Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας η Λεγεώνα της Κοσμιότητος της καθολικής εκκλησίας, έδωσε τελεσίγραφο στο στούντιο, απειλώντας ότι αν οι φήμες πάνω στο αντικείμενο της ταινίας ήταν αληθινές ίσως να λογόκριναν την ταινία, απαγορεύοντας την προβολή της σε ανήλικο κοινό. Κράτησαν επιφυλάξεις όμως, λέγοντας ότι θα περίμεναν να δουν την ταινία. Εντονότερη ήταν η αντίδραση της Ένωσης Κινηματογραφιστών Αμερικής, απειλώντας την Warner, χωρίς να περιμένουν την δοκιμαστική προβολή της ταινίας, ότι αν η σκληρή γλώσσα του θεατρικού διατηρούνταν χωρίς αλλαγές δεν επρόκειτο να δώσουν την έγκριση για την προβολή της. Οι παραγωγοί της Warner Bros. κάθισαν να δουν την ταινία, εφόσον είχε ήδη περάσει από μοντάζ. Παρών στην αίθουσα ήταν ένας δημοσιογράφος του περιοδικού Life, ο οποίος έγραψε την εξής ατάκα ενός από τους παραγωγούς: Θεέ μου, έχουμε στα χέρια μας μια βρώμικη ταινία, 7εκατομμυρίων δολαρίων!

 


  Οι  παραγωγοί είχαν τοποθετήσει προειδοποιητικό σήμα που να ενημερώνει το κοινό για τη σκληρή γλώσσα της ταινίας (Ανάθεμα, γιε σκύλας, άντε πηδήξου, ωραίες ρώγες και πήδα την οικοδέσποινα). Ακόμη και η Λεγεώνα Κοσμιότητος αρνήθηκε τελικά να καταδικάσει την ταινία. Ήταν μια άλλη ταινία της ίδιας χρονιάς που ανάγκασε τον Βαλέντι να δημιουργήσει το σύστημα με τους κωδικούς καταλληλότητας τον ταινιών, το Μπλόου Απ (Blow Up, 1966) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Το σύστημα του Βαλέντι μπήκε σε εφαρμογή την 1 Νοεμβρίου 1968. Λέγεται επίσης ότι ο Τζακ Γουόρνερ προτίμησε να πληρώσει πρόστιμο 5.000 δολαρίων ώστε η ταινία να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο πιστή στο θεατρικό

 

Η εξέλιξη του έργου.

  Πρωταγωνιστές της μακριάς αυτής νύχτας είναι οι βετεράνοι - σύζυγοι, πάνω από είκοσι χρόνια παντρεμένοι, Τζορτζ και Μάρθα (εκείνος, παραιτημένος καθηγητής Ιστορίας σε πανεπιστήμιο, εκείνη, κόρη του πρύτανη), οι οποίοι και ρίχνουν, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, στο πεδίο της μάχης τους τον άρτι αφιχθέντα καθηγητή Βιολογίας Νικ και τη γλυκιά του Χάνι -παρότι ούτε τα «θύματα» είναι, όπως αποδεικνύεται στην πορεία, αθώα.

 


 

Το κεντρικό θέμα του έργου.

  Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο-κέντημα που κρατάει την εποχή του ΄60 ζωντανή, ένα από τα πιο απαιτητικά έργα του συγχρονου κλασικού ρεπερτορίου.

  Το έργο ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία, την τραγωδία και το παράλογο. Περιγράφει την ανελέητη και καταπιεστική σχέση ενός μεσόκοπου ζευγαριού διανοούμενων, της Μάρθας και του Τζωρτζ. Στο παιχνίδι, σύμφωνα με τη Δήμητρα Χατούπη, «είναι όλα παιχνίδι, μεταξύ αλήθειας και ψέματος, αγάπης και μίσους. Μίσος και αγάπη πολλές φορές γίνονται ένα παιχνίδι ζωής, θανάτου, πραγματικότητας, άντρα, γυναίκας, ενστίκτου και διανόησης



  Η παράσταση διδάσκει ξεκάθαρα ότι δεν πειράζει να έχουμε αυταπάτες αρκεί να συνειδητοποιούμε ότι τις έχουμε. Ο συμβολισμός του ανύπαρκτου φόνου του γιου του Τζωρτζ, απλώς διαλύει τη ζωτική ψευδαίσθηση του έργου.

 

Τα ζευγάρια.

  Στα έργα του Άλμπι οι ερμηνευτές είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο. Πρέπει να δίνουν έκφραση στη δηλητηριώδη ειρωνεία του, και σχήμα σύνθετο στις σκέψεις του για την ανθρώπινη ύπαρξη.

  Η Μάρθα και ο Τζωρτζ είναι εμβληματικοί ρόλοι του σύγχρονου δραματολογίου. Παντρεμένοι 20 χρόνια (βετεράνοι σύζυγοι), η οικειότητα τους γεννά περιφρόνηση. Είναι αναμφίβολα κοινωνικά συνειδητοποιημένοι μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον.

  Ο Τζωρτζ είναι ένας παραιτημένος καθηγητής ιστορίας σε πανεπιστήμιο. Στο τέλος ποδοπατεί τη Μάρθα με τρομακτική λύσσα. Η Μάρθα είναι η κόρη του πρύτανη. Ο κυνισμός της είναι θηριώδης. Η Μάρθα είναι εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο ψεύτικο γεμάτο υποκρισία, χωρίς περιθώρια διαφυγής. Πρόκειται για ένα πανεπιστημιακό campus, όπου όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα σοβαρά και σκεπασμένα. Σύμφωνα με τη Χατούπη η Μάρθα παίρνει τη θέση του άντρα στο σπίτι.



  Οι άνθρωποι μιλούν για το ποιοι είναι και πως βλέπουν τον εαυτό τους. Ο συγγραφέας είπε ότι το έργο αφορά την ανικανότητα να είναι αντικειμενικοί με τον εαυτό τους. Οι μάσκες και τα προσχήματα καταρρέουν και αναδεικνύονται βαθύτερα συναισθήματα, οι πικρίες, η απόγνωση, η οργή και οι φόβοι. Σε κάθε περίπτωση δρουν και αλληλεπιδρούν σε ένα πλαίσιο εγκλεισμού στον προσωπικό τους καθρέφτη, στην εικόνα που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και τους άλλους.

  Μάρθα και Τζωρτζ είναι παίχτες, στήνουν όλα τα παιχνίδια αλληλοεξόντωσης και σ’ αυτά εμπλέκουν το Νικ και τη Χάνι. Στήνουν παγίδες, ξεσκίζουν και ξεσκίζονται. Μόνο έτσι επιβιώνουν. Κάνοντας κατοστάρια πνευματικής εγρήγορσης μέσα στη ζούγκλα του σαλονιού, στήνουν παγίδες ο ένας στον άλλον περιμένοντας το θύμα τους να πιαστεί. Απώτερο σκοπό έχουν να υποδουλώσουν ο ένας τον άλλον. Σταδιακά διαλύονται ψυχικά.

  Η Μάρθα θεωρεί το σύζυγο της ανίκανο να λειτουργήσει με τις επιταγές της κοινωνίας και τους κανόνες του πανεπιστημίου. Ο Τζωρτζ τη θεωρεί ανάξια αγάπης και πρόστυχη. Γραμμή σύνδεσης μεταξύ τους το μυστικό της ύπαρξης του φανταστικού παιδιού.

  Ο γάμος ξεπέφτει ψυχολογικά. Ξεδιπλώνουν μπροστά στους καλεσμένους τους έναν μυθικό καβγά, γεμάτο αλληλοκατηγορίες, αποκαλύπτοντας έναν γάμο που έχει εξελιχθεί σε καταδυνάστευση από την οποία δεν μπορούν να αποδράσουν, καθώς σιχαίνονται ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον.

  Εφευρίσκουν παράδοξους τρόπους για να δώσουν νόημα στη ζωή τους. Αποκαλύπτουν τις πληγές τους και τολμούν με γενναιότητα και θράσος την πιο οδυνηρή ενδοσκόπηση. Στο ξημέρωμα το πάρτι θα τελειώσει και κανείς δε θα είναι πια ο ίδιος, καθώς με το φως της αυγής θα έρθει η αλήθεια στο φως. Ότι έχει γκρεμιστεί πρέπει να χτιστεί ξανά με θεμέλιο την αγάπη και την αλήθεια.

  Οι δρώντες καταναλώνοντας ασταμάτητα αλκοόλ και βρίζοντας στα όρια της χυδαιότητας, αντιστρέφουν την εξιδανικευμένη εικόνα του ευκατάστατου διανοούμενου. Οι αριστερή κριτική θεωρεί ταξική την αντιπαράθεση τους, όμως θα μιλήσουμε παρακάτω γι αυτό.



  Το νεαρό ζευγάρι είναι ο φιλόδοξος καθηγητής βιολογίας Νικ και το αμερικάνικο πρότυπο συζύγου η Χάνυ. Ο Νικ δεν είναι αθώος, αν και βιολόγος έχει επενδύσει στο γάμο του με ένα πλουσιοκόριτσο του Νότου. Ούτε η Χάνυ είναι αθώα, καθώς υποδύθηκε την εγκυμονούσα για να τον τυλίξει επισήμως. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι δεν είναι ούτε αθώοι ούτε θύματα. Το οικοδόμημα και της δικής τους σχέσης, αποσυντίθεται μέσα σε μια νύχτα στα στοιχεία στα οποία  συνετέθη.

  Μάρθα και Χάνυ αντιπροσωπεύουν την υστερική γυναίκα που στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 αναδύεται ως βασική συνιστώσα της κοινωνίας. Η άρση της ποτοαπαγόρευσης, η εξάπλωση των ποτών, η αλλαγή νοοτροπίας της κοινωνίας, η ανάδειξη του μοντέλου της μεταπολεμικής γυναίκας που συμμετέχει στον ανδρικό τρόπο ζωής μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό το πρίσμα των περιορισμών που επιβάλουν οι αμερικάνικες νόρμες, όλα αυτά ξεδιπλώνονται υπέροχα.

  Τέλος μεγάλοι απόντες είναι ο πατέρας και το παιδί. Το παιδί-΄φάντασμα΄ διαπερνά όλο το έργο χωρίς να το βλέπουμε ποτέ! Όπως αποκαλύπτει ο Τζωρτζ: Η Μάρθα δεν είχε εγκυμοσύνες ποτέ. Ο πατέρας παίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο, καθώς η εξουσία του έχει σφραγίσει τη ζωή της Μάρθας και τη σχέση της με το Τζωρτζ.

 

 Ο αντίκτυπος και η κοινωνική κριτική που άσκησε το έργο στην κοινωνία.

Το θρυλικό αμερικάνικο έργο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνιζ Γουλφ συγκλόνισε το κοινό των 60s. Διατύπωσε το ψυχρό βλέμμα πάνω στη σύγχρονη ζωή.

Το έργο είναι τοποθετημένο σε ένα αστικό σαλόνι και χωρίς ψευδαισθήσεις προκαλεί πρωτοφανές σοκ. Τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στον πουριτανισμό, στην υποκρισία και στο ψεύτικο αμερικάνικο όνειρο, την κατάπτωση των ηθικών αξιών και θεσμών στα ύδατα της κοινωνίας και της δραματουργίας των Η.Π.Α. Το σοκ το επιτυγχάνει με την αυθάδικη γλώσσα και την παραμορφωτική εικόνα της κοινωνικής βιτρίνας. Έτσι οδηγούμαστε σε ένα βίαιο λεκτικό παιχνίδι όρων και εξουσίας και καθημερινής χειραγώγησης, όπου οι ψευδαισθήσεις καταρρίπτονται. Οι ήρωες απογυμνωμένοι ψυχικά καλούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.

Ο Άλμπι κουρελιάζει το μύθο του απομονωμένου αστικού θερμοκηπίου τοποθετώντας σε θέση μάχης ένα παντρεμένο αστικό ζευγάρι απέναντι σε ένα άλλο μικρότερης ηλικίας. Θα ακολουθήσει ένα άγριο, αδίστακτο και απελπισμένο ξεγύμνωμα της οικογενειακής εστίας. Θα εξαρθρωθεί η υποταγμένη στο ιδιωτικό κεφάλαιο διανόηση.

Η αριστερή κριτική μιλά για ταξικό και φυλετικό παιχνίδι όρων και εξουσίας. Στο παιχνίδι αυτό οι παίχτες έχουν πλήρη επίγνωση των κανόνων που αποδομούν. Σκοπός του συγγραφέα είναι να ανακαλύψει το λύκο που κατασπαράσσει τον άνθρωπο. Σταδιακά οδηγούμαστε στη διάψευση του αμερικανικού ονείρου των sixties. Η ίδια κριτική αναφέρει ότι έχουμε να κάνουμε με μια ¨παραβολή¨ για τα ψεύδη μιας κοινωνίας που αγνοεί τη διαφορετικότητα και ονειρεύεται τη δημιουργία ομοιόμορφων κλώνων γαλανομάτικων παιδιών. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Άλμπι: «Τζωρτζ και Μάρθα φέρουν τα ονόματα του τότε προεδρικού ζεύγους των Η.Π.Α., ενώ ο Νικ αποτελεί αναφορά στο Νικήτα Χρουτσόφ που ήταν τότε απειλή για τις Η.Π.Α.» Εναλλάσσει τους ρόλους πάνω στη Μάρθα και έτσι την βλέπουμε Λαίδη Μάκβεθ, Οφήλια, Μις Τζούλια και Ρεβέκα στο Ροσμερχολμ. Το αλκοόλ γίνεται άλλοθι για να εκφράσουν τις σκέψεις τους χωρίς λογοκρισία.



Εν ολίγοις, στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», μέσα από την αναμέτρηση των δυο μονομάχων, ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει το τέλος των ψευδαισθήσεων της μεταπολεμικής Αμερικής που βρίσκεται πλέον στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου -διόλου τυχαίο ότι ο Τζορτζ είναι ιστορικός, ο φιλόδοξος Νικ βιολόγος (επιστήμη), ενώ ο πατέρας της Χάνι αναφέρεται ως ιεροκήρυκας (θρησκεία) που έβγαλε πολύ χρήμα.

Η σεξουαλικότητα που αναπτύσσουν οι ήρωες είναι ένα αδιέξοδο της ανικανοποίητης σεξουαλικότητας. Εδώ η σεξουαλικότητα διαπιστώνεται ως υλικό εξουσίας…

 

Η τεχνοτροπία του έργου.

Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο δωματίου διάρκειας τριών ωρών. Ένα έργο που δε φοβάται ακόμη και να γίνει κωμικό.

Μόνα όπλα του έργου είναι ο διεισδυτικός λόγος, το κυνικό χιούμορ και η καυστική ειρωνεία. Η γλώσσα είναι ένα πρώτης τάξης όπλο στον αλληλοσπαραγμό. Η γραφή είναι δεικτική και ο διάλογος δομημένος με ακρίβεια και ευφυΐα.

Οι ήρωες κινούνται σε ένα αληθοφανή χώρο και σαν άγρια ζώα ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους να ξεσκίζουν ο ένας τον άλλον. Ακονίζουν την κοφτερή τους γλώσσα για να πείσουν τους καλεσμένους τους για τη δική τους αλήθεια.

Ο Άλμπι κινείται στα όρια του παραλόγου. Οι ψευδαισθήσεις κάνουν πάρτι για να αποκαθηλωθούν στο φινάλε. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Έσλιν, οι τέσσερεις καθοριστικοί θεατρικοί συγγραφείς του κινήματος είναι οι Ευγένιος Ιονέσκο, Σάμιουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ, αν και καθένας από αυτούς τους συγγραφείς έχει εξ’ ολοκλήρου μοναδικά θέματα και τεχνικές που πηγαίνουν πέρα από τον όρο 'παράλογο'. Άλλοι συγγραφείς που συχνά σχετίζονται με την ομάδα αυτή είναι μεταξύ άλλων οι Τομ Στόπαρντ, Φρίντριχ Ντυρενμάτ, Φερνάντο Αραμπάλ, Χάρολντ Πίντερ, Έντουαρντ Άλμπι και Ζαν Ταρντιού. Στους θεατρικούς συγγραφείς που λειτούργησαν ως έμπνευση στο κίνημα περιλαμβάνονται οι Αλφρέντ Τζαρύ, Λουίτζι Πιραντέλο, Στανισλάβ Βιτκίεβιτς, Γκυγιώμ Απολλιναίρ, οι σουρεαλιστές και πολλοί άλλοι.

 

Ο Άλμπι δούλεψε πάνω σε θεματικές που ανέπτυξαν οι Ίψεν, Στρίμπεργ και Πιραντέλο. Επηρεασμένος από τον ψυχολογικό ρεαλισμό του Ίψεν αλλά και του Στρίμπεργκ, αλλά και από την αριστοτελική ενότητα του χώρου δημιουργεί παράλογες καταστάσεις όπως ο Μπέκετ και ο Ιονέσκο, πλην όμως βάζει τους ήρωες του να ενεργούν ρεαλιστικά (ο Μαρκουλάκης στη δική του εκδοχή πετυχαίνει το ρεαλισμό με άρωμα θετρικότητας).

Το κίνημα του 'Παράλογου' ή 'Νέου Θεάτρου' ήταν στις αρχές του ένα διακριτό με βάση το Παρίσι (τη rive gauche, αριστερή όχθη του Σηκουάνα) αβαντ-γκαρντ φαινόμενο συνδεδεμένο με εξαιρετικά μικρά θέατρα στο Quartier Latin, και κέρδισε με τον καιρό την διεθνή εξέχουσα θέση του. Στην πράξη, το Θέατρο του Παραλόγου ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με θεατρικές συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει. Ασήμαντες πλοκές, επαναληπτικός ή χωρίς νόημα διάλογος και δραματικές ασυνέπειες χρησιμοποιούνται συχνά για να δημιουργήσουν ονειρικές, ή ακόμη και εφιαλτικές διαθέσεις. Αυτή ακριβώς η συνθήκη ισχύει στο έργο του Έντουαρντ Άλμπι, «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ». Το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο γύρω από το έργο- Η Αμερική τη δεκαετία του’60.

 

Η διάρθρωση του έργου έχει ως εξής:

Στο πρώτη πράξη (κέφι και παιχνίδια): πραγματοποιείται εισαγωγή στο ύφος των λεκτικών διαπληκτισμών, στο μυθικό γιο και στην αποπλανητική στάση της Μάρθας απέναντι στο Νικ. Κορύφωση αποτελεί η επίθεση της Μάρθας στο Νικ για την επαγγελματική του αποτυχία.

Στη δεύτερη πράξη (βαλπούργια νύχτα=Σάββατο των μαγισσών), Τζωρτζ και Νικ μόνοι τους στο σαλόνι συναγωνίζονται σε εμπιστευτικές αποκαλύψεις. Οι γυναίκες επιστρέφουν και ακολουθεί ο αδιάντροπος χορός της Μάρθας με το Νικ, η φρίκη της Χάνι και η ανακωχή Μάρθας και Τζωρτ. Στο παιχνίδι ¨Πάρτε την οικοδέσποινα¨ η Μάρθα θέλει να προκαλέσει το Τζωρτζ. Η ικανότητα συνεργασίας έχει φανερά εξασθενίσει εξαιτίας του μεθυσιού.

Στην Τρίτη πράξη (εξορκισμοί), η Μάρθα μετανιώνει, διαμαρτύρεται όμως για την παραλίγο απιστία της. Στο τελευταίο παιχνίδι (μεγαλώνοντας ένα μωρό) ο Τζωρτζ ανακοινώνει στην εξαγριωμένη Μάρθα ότι ο ¨γιος¨ σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Νικ και Χάνι φεύγουν. Ένα διφορούμενο ασαφές σχόλιο, διατυπώνεται για το εάν Μάρθα και Τζωρτζ συνεχίζουν το παιχνίδι ή αλλάζουν τη σχέση τους.

 

Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:



 

Πηγές:

https://www.athinorama.gr/theatre/article/poios_fobatai_ti_birtzinia_goulf-2538919.html

https://www.cinemagazine.gr/themata/arthro/who_s_afraid_of_virginia_woolf_review-130485686/

https://www.elculture.gr/blog/article/poios-fobatai-ti-birtzinia-goulf-to-telos-twn-pseudaisthisewn/

https://www.huffingtonpost.gr/entry/eidame-ten-parastase-toe-konstantinoe-markoelake-poios-fovatai-te-virtzinia-yoelf_gr_5e00c5d3e4b0b2520d0…

https://www.iefimerida.gr/news/382850/poios-fovatai-ti-virtzinia-goylf-i-dimitra-hatoypi-apanta-sto-iefimerida-eikones

www.katiousa.gr/politismos/theatro/theatro-ti-deftera-poios-fovatai-tin-virtzinia-goulf-tou-entouarnt-almpi/

https://www.lifo.gr/culture/theatro/poios-fobatai-ti-birtzinia-goylf-2

https://www.monopoli.gr/2019/11/26/reviews/kritikh-theatroy/356431/synplin-poios-fovatai-tin-virtzinia-goulf-sto-theatro-athinon/

https://www.onassis.org/el/whats-on/whos-afraid-of-virginia-woolf-by-edward-albee

https://www.postmodern.gr/poios-fovatai-ti-virtzinia-goylf/

https://www.protothema.gr/culture/article/927180/poios-fovatai-ti-virtzinia-goulf-tou-edouard-albu/

https://press.ert.gr/radio/trito-programma-entoyarnt-almpi-25-amp-26-09-2016/

skai.gr

https://kemes.wordpress.com/2015/01/27/συγκλονιστικη-ανατομια-των-σχεσεων-σ/

 

 

 

1)      «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.(https://www.loc. gov/programs/national-film-preservation-board/film-registry/complete-national-film-registry-listing/)

2)       Sikov, Edward (2007). Dark Victory: The Life of Bette Davis . New York: Holt Paperbacks, a trademark of Henry Holt and Company.σελίδες 380–1 . ISBN 0-8050-8863-6..(https://archive.org/details/darkvictoryl ifeo00edsi/page/380) (https://archive.org/details/darkvictorylifeo00edsi/page/380)

3)       Clooney, Nick (Νοεμβρίου 2002). The Movies That Changed Us: Reflections on the Screen . New York: Atria Books, a trademark ofSimon & Schuster. σελ. 85 . ISBN 0-7434-1043-2..(http s://archive.org/details/moviesthatchange00cloo/page/85) (https://archive.org/details/moviesthatchange00cloo/page/85)

4)      «NY Times: Who's Afraid of Virginia Woolf?» . NY Times. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2008.(http://movies.nytimes.com/movie/54412/Who-s-Afr aid-Of-Virginia-Woolf-/awards)

5)      Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ? του Κώστα Γιαννάκενα, Γραμμ. της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αχαίας


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.





Ο ρόλος του Μιγιαγκι στο Καράτε Κιντ

 Ο ρόλος του Μιγιάγκι στο Καράτε Κίντ είχε προταθεί αρχικά στον με 9 νταν δάσκαλο του καράτε Fumio Demura. O Demura αρνήθηκε τον ρόλο επειδή πίστευε πως το να είσαι καλός καρατέκα δεν σε κάνει αυτόματα καλό ηθοποιό και δεν ήθελε να χαλάσει την ταινία. 



Στην συνέχεια ο ρόλος προτάθηκε στον Pat Morita, έναν ηθοποιό που όμως δεν γνώριζε τίποτα από καράτε. Ο Pat Morita δέχτηκε τον ρόλο με την προϋπόθεση πως στις σκηνές που θα φαίνονταν πως κάνει καράτε θα τον ντούμπλαρε ο Demura μιας και δεν ήταν διατεθειμένος να επιδείξει στην μεγάλη οθόνη μια τέχνη που χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να τελειοποιηθεί. 


Σήμερα έχουν και οι δυο φύγει από την ζωή.

Σαν σήμερα πέθανε ο Τσαρλς Μπρόνσον.

 Σαν Σήμερα, στις 30 Αυγούστου 2003 στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ πέθανε σε ηλικία 82 ετών, ο Τσαρλς Μπρόνσον. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς ηθοποιούς  τις δεκαετίες 60',70' και 80'. Γεννήθηκε το 1921, στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ  και ήταν το ενδέκατο από τα δεκαπέντε παιδιά Λιθουανών μεταναστών. 

Ήταν ο πιο όμορφος – άσχημος του σινεμά και σχεδόν σε καμία ταινία δεν μιλούσε πολύ.  Το πραγματικό του όνομα ήταν Τσαρλς Μπουτσίνσκι (Ρωσικό επίθετο)  και το άλλαξε για να γλυτώσει από το Μακαρθισμό. 



Η πρώτη επιτυχία της μεγάλης καριέρας του ήταν το γουέστερν  "Και οι 7 ήταν υπέροχοι" για να ακολουθήσουν μια σειρά πολύ σπουδαίων ταινιών όπως "Η μεγάλη απόδραση", "Και οι 12 ήταν καθάρματα", "Κάποτε στη Δύση", "Αντίο φίλε", "Φάκελος Βαλάτσι", "Ο Εκτελεστής της νύχτας", "Ο Μαχητής του δρόμου " και πολλές άλλες. Τιμήθηκε το 1972 με τις Χρυσές Σφαίρες στην κατηγορία «Δημοφιλέστατος ανδρικός ηθοποιός του κόσμου» (μαζί με τον Σον Κόνερι). 

Τέλος ο Ιταλός σκηνοθέτης Σέρτζιο Λεόνε ο μετρ των «σπαγγέτι γουέστερν» έλεγε ότι , ο Τσαρλς Μπρόνσον ήταν ο καλύτερος ηθοποιός που είχε δει ποτέ.

Στη φωτογραφία  με την δεύτερη σύζυγο του ,την ηθοποιό Τζιλ Άιρλαντ (Jill Ireland).

Πηγή Σαν σήμερα

Ο τορπιλισμός της Έλλης. 15-08-1940

 Οπτικοακουστικό υλικό την κινηματογραφική ταινία "ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ,ΑΕΡΑ" της Καρατζόπουλος-Καραγιάννης, ένα ντοκυμαντέρ " Ντοκουμέντα" του Κ. Γκιουλέκα και ένα εκπαιδευτικό βιντεάκι του ηλεκτρονικού περιοδικού "ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ" με θέμα "τον Τορπιλισμό της Έλλης". Το υλικό χρησιμοποιήθηκε στην τάξη για να ζωντανέψει ομώνυμο λογοτεχνικό κείμενο του Σπύρου Μελά από το έργο του "Η δόξα του ' 40 στα βουνά και στα πέλαγα", εκδόσεις Μπίρης.




Το Στραβόξυλο, του Δημητρίου Ψαθά. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, απόψε θα σας παρουσιάσω την κωμωδία του Δημητρίου Ψαθά, Το Στραβόξυλο. Ένα έργο το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία.


  Επρόκειτο για την πρώτη εμφάνιση του Ψαθά στο θέατρο. Το έργο γράφτηκε το 1939 και εμφανίστηκε στο θέατρο ένα χρόνο μετά, το 1940. Πιο συγκεκριμένα διαβάστηκε για πρώτη φορά στις 16 Μαρτίου του 1940 στο θέατρο της οδού Ιπποκράτους, γνωρίζοντας μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Παίχτηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

  Οι κωμωδίες του Ψαθά, έκτοτε, θα παίζονται από τους μεγαλύτερους θιάσους της Αθήνας, με τους μεγαλύτερους Έλληνες πρωταγωνιστές, καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ παραστάσεων. Ο αξέχαστος συγγραφέας θα παιδεύσει αρκετά με τα χρονογραφήματα και τις κωμωδίες του…


Ο Δημήτρης Ψαθάς


  Το Στραβόξυλο γυρίστηκε ταινία το 1952, με πρωταγωνιστή το Βασίλη Αργυρόπουλο σε παραγωγή της Σπέντζος Φιλμ. Ο Χρήστος αποστόλου διασκεύασε το ομώνυμο του Δημήτρη Ψαθά. Το μοντάζ έκανε ο ίδιος ο Χρήστος Σπέντζος της Σπέντζος Φιλμ. Στην ταινία πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά, ο ίδιος ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ερμηνεύοντας το «στραβόξυλο». Η ταινία κυκλοφόρησε τη σεζόν 1952-1953, κόβοντας 74.107 εισιτήρια και κατατάχτηκε 5η σε σύνολο 22 ταινιών. Το 1969 γυρίστηκε ξανά με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά το Γιάννη Γκιωνάκη.


Ο Βασίλης Αργυρόπουλος

   Τη σεζόν 1981-1982, με πρωτοβουλία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, το «Στραβόξυλο» ανέβηκε στο θέατρο Αυλαία σε σκηνοθεσία Πάνου Χαρίτογλου. Σε 27 παραστάσεις έκοψε 5.336 εισιτήρια, αριθμός ιδιαίτερα μικρός. Γιατί όμως;

   Την ίδια εποχή είχε προβληθεί από την ΕΡΤ το «κατά Γκιωνάκη στραβόξυλο» με αποτέλεσμα, όπως ήταν φυσικό, να μειωθούν τα εισιτήρια του Κρατικού Θεάτρου. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής και κατά γενική ομολογία, η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου ήταν αυτή που θα έπρεπε να μαγνητοσκοπηθεί από την κρατική τηλεόραση και να προβληθεί στο κοινό. Ο Γκιωνάκης κατέβασε την παράσταση από το θέατρο του και την 28 Δεκεμβρίου 1982 η ΕΡΤ, στην εκπομπή (την οποία ανέμενε εναγωνίως κάθε Δευτέρα το τηλεοπτικό κοινό) Το Θέατρο της Δευτέρας, ανέβασε τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του γνωστού ηθοποιού, σε τηλεσκηνοθεσία Νίκου Ζερβάκη και μουσική επιμέλεια Σταμάτη Κραουνάκη. Οι εφημερίδες της εποχής θεώρησαν αυτήν την εξέλιξη από σκανδαλώδη αβλεψία μέχρι και προβοκάτσια!


Στιγμιότυπο από το Θέατρο της Δευτέρας


   Το 1989, το έργο ηχογραφήθηκε στους ραδιοθαλάμους της Ε.ΡΑ., για την εκπομπή «Θεατρική βραδιά», με τους ίδιους περίπου ηθοποιούς. Για το ραδιόφωνο το 1989 στη Θεατρική Βραδιά Γιάννης Γκιωνάκης, Αννα Παιταζή, Λένα Παπαδοπούλου, Νίκος Τσούκας, Λιάνα Χατζή, Γιώργος Λέφας, Γιώργος Μοσχίδης

 

   Με αφορμή, τέλος, τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Δημήτρη Ψαθά, Το Στραβόξυλο ανέβηκε στο θέατρο Γκλόρια, με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Πιατά στο ρόλο του «στραβόξυλου». Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Τσιάνου, η σκηνογραφική ματιά του Άγγελου Μέντη, ενώ η εσωτερική διακόσμηση των σκηνικών της Κωνσταντίνας Κοντού.

 

Ο Πιατάς ερμηνεύει το Στραβόξυλο

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου:

  Ο Νικολάκης Μαρουλής καταδυναστεύει την οικογένειά του και όλο τον περίγυρό του με την ακατάσχετη γκρίνια και τις φωνές του. Οι εμμονές του οδηγούν την ανιψιά της γυναίκας του Καίτη, που φιλοξενείται το σπίτι του, να επιχειρήσει να δώσει τέλος στη ζωή της όταν ο θείος της την εκθέτει με σκληρότητα στα μάτια του αγαπημένου της αποκαλύπτοντας την επιπολαιότητά της να φλερτάρει και με έναν άλλον άντρα.

 

  Το γεγονός αυτό θα θορυβήσει τον γκρινιάρη Νικολάκη, ο οποίος θα αρχίσει να δείχνει τον τρυφερό και γεμάτο καλοσύνη χαρακτήρα του, βοηθώντας το ζευγάρι να σμίξει, ενώ θα αποδειχθεί και ο πλέον γενναιόδωρος ανάμεσα στους συγγενείς της Καίτης, αφού μόνος εκείνος θα αναλάβει να την προικίσει, αγνοώντας τις υπεκφυγές της υπόλοιπης οικογένειας.

 

Από τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του Θεάτρου της Δευτέρας

Επιπλέον στοιχεία.

  Το «Στραβόξυλο» αποτελεί την πρωτολειακή θεατρική δουλεία του Ψαθά. Ο νεαρός τότε συγγραφέας επιβλήθηκε με την ικανότητα του να παράγει αβίαστο γέλιο. Σε αυτά τα προσόντα του, οφείλεται και η όποια διαχρονικότητα επέδειξε το έργο.

  Αυτό το «διάγγελμα γέλιου και ψυχαγωγίας» παρουσιάζει γρήγορη και εύρυθμη πλοκή, αληθοφάνεια προσώπων και αμεσότητα στο χιούμορ. Χρησιμοποιεί εύστοχα τη σάτιρα και χειρίζεται το διάλογο με θεατρική επιδεξιότητα. Στο ύφος της διαγραφής των τύπων, στα κωμικά ευρήματα και στις ευφυέστατες συγκρούσεις των προσώπων εύκολα διακρίνει κανείς μια αυθεντική ελληνικότητα.


Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981


  Το έργο, ύστερα από τόσες δεκαετίες, διατηρεί κάποια φρεσκάδα, εξαιτίας της ψυχογραφικής δομής του. Το «Στραβόξυλο», αναμφίβολα, είναι μια κωμωδία χαρακτήρων και κοινωνικής κριτικής.

  Ο Μαρουλής είναι ένας γκρινιάρης, κατά βάθος καλόκαρδος. Δίπλα του, ο Ψαθάς τοποθετεί πρόσωπα του περιβάλλοντος του με στόχο την πολυπρισματική ανάλυση του πρώτου. Σύμφωνα με την άποψη της Ηρώς Βακαλοπούλου: «Ο ηθοποιός που θα τον ερμηνεύσει πρέπει να είναι υποδειγματικός και απολαυστικός στις διαβαθμίσεις που απαιτεί η ψυχολογική ανέλιξη του χαρακτήρα του ήρωα με γκροτσέσκα ισορροπία και συνέπεια. Οφείλει να είναι απολαυστικός στις συγκρούσεις και ευέλικτος στις νευρικές εκρήξεις και καταπτώσεις, να ξεπερνά το εμπόδιο της κωμικής ιδιοσυγκρασίας και να δίνει μάθημα σωστής και ταλαντούχας υποκρισίας κωμικού ρόλου.»

  Η νεαρή ανιψιά με ανώριμες ερωτοτροπίες, οι ρομαντικά ερωτευμένοι νεαροί, η ημιμάθεια του προπολεμικού υπαλλήλου, η διπρόσωπη υποκρισία των μεγαλοαστών κυριαρχούν στο έργο και πλημυρίζουν τα μεταπολεμικά χρόνια.



Από το αρχείο του Κρατικού Θεάτρου


  Το έργο απαιτεί ενότητα ερμηνειών και άριστη ομοιογένεια σκηνοθετικής γραμμής. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο του Ψαθά πρέπει να αξιοποιείται με βλέμμα σύγχρονο και κατατοπιστικό.

  Όσον αφορά την κοινωνική κριτική, αυτή δεν επικεντρώνεται φυσικά από τον Ψαθά στο θεσμό της προίκας. Αναλώνεται σε θέματα όπως η ημιμάθεια, η υποκρισία των αστών κλπ.

  Η Γ. Κιτσοπούλου θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαχρονικότητα του έργου: «Οι ολότελα χαριτωμένες παρατηρήσεις για τα ήθη του άλλοτε, που ξεσήκωναν μέλιστα καβγάδες στις οικογένειες των νοικοκυραίων του τότε «είσαι ίδιος το στραβόξυλο»- σήμερα σε μια οικογένεια αστών ή στο θέατρο, θα ήταν πολύ διαφορετικές.» Σαφώς. Όλα αυτά είναι σήμερα ξεπερασμένα. Αν εμφανιζόταν σήμερα ένας Νικόλας Μαρουλής-στραβόξυλο θα ήταν πολύ διαφορετικός από τον ομώνυμο του 1940.

 «Το παράλογο, σήμερα, έχει εισχωρήσει με πολύ περισσότερα πλοκάμια, στους τύπους της εποχής», προσθέτει η Κιτσοπούλου αναφερόμενη στην παράσταση του 1981. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η εποχή έχει αλλάξει ριζικά. Ο θεατής φεύγει ίσως από το θέατρο παραξενεμένος και όχι βελτιωμένος, όπως θα τον ήθελε ο Αριστοφάνης.

  Θα κλείσω λέγοντας ορισμένα πράγματα για την φαρσοκωμωδία. Η φαρσοκωμωδία προσέθεσε την υπερβολή στην κωμωδία για να βγάλει γέλιο. Αυτό όμως (στην περίπτωση του στραβόξυλου ισχύει σίγουρα) βγάζει αρκετές φορές την κωμωδία από το σωστό δρόμο. Τα πρόσωπα, σύμφωνα πάλι με την Κιτσοπούλου, «πρέπει να έχουν οντότητα και όχι να είναι εφήμερες καρικατούρες ανθρώπων…»

Η αφίσα της παράστασης του Κ.Θ.Β.Ε. το 1981

                                                


Στοιχεία για το βίο του Δ. Ψαθά μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019/05/blog-post_0.html


Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

http://isobitis.com/theatro1/?p=538

Πηγές:

https://www.artmag.gr/art-proposals/art-theater/item/824-dimitris-psathas

https://www.avgi.gr/koinonia/309973_straboxylo-toy-psatha-sto-theatro-tis-deyteras

https://www.ertnews.gr/ert-protaseis/to-stravoxilo-stin-ert2/ 1

https://www.maxmag.gr/cinema/gnostoi-ellines-me-mia-kinimatografiki-emfanisi/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=3872

radio-theatre.blogspot.com/2010/01/8_07.html

Εφημερίδα Ελληνικός Βορράς.

Εφημερίδα Επιλογές.

Ηρώ Βακαλοπούλου, Μοντέρνο υλικό σε παλιό καλούπι, εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 15-01-1982



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...