Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο του Παραλόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο του Παραλόγου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, του Έντουαρντ Άλμπι. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί θεατρόφιλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Πρόκειται για το διασημότερο και πιο πολυπαιγμένο έργο του Άλμπι. Ένα έργο το οποίο αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις.



  Το έργο γράφτηκε από τον Άλμπι το 1962, ενώ ανέβηκε για πρώτη φορά το ίδιο έτος στη Νέα Υόρκη. Απέσπασε τα βραβεία Tony και Drama critics Circle.

  Ο τίτλος παραπέμπει στην αυτόχειρα συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ. Αφορμή για τη συγγραφή στάθηκε η ανάγνωση του διηγήματος της Γουλφ Η κληρονομιά που συνάντησα στα σχολικά μου βιβλία. Ο τίτλος είναι επίσης και μια παράφραση του αγγλικού τραγουδιού Whos afraid of the big bad wolf από την ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney Τα τρία γουρουνάκια.

  Έτσι, από την παράφραση ενός τραγουδιού, θα γινόταν ευρύτερα γνωστό το όνομα της σπουδαίας αγγλίδας συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ, αφού αντικαταστάθηκε λόγω ομοηχίας το ουσιαστικό wolf.

  «Ήταν ένα μπαρ..στη Δεκάτη Οδό, ανάμεσα στη λεωφόρο Γκρένιτς και το Γουέιβερλι Πλέις... Έχει αλλάξει με τα χρόνια διάφορα ονόματα, τότε το έλεγαν αλλιώς, τώρα δεν έχω ιδέα πώς το λένε. Και στο ισόγειο είχε έναν μεγάλο καθρέφτη, κι εκεί πάνω γράφανε οι θαμώνες τα δικά τους». «Και μια νύχτα, το 1953 πρέπει να ’τανε, μπορεί και το 1954, εκεί που έπινα τη μπίρα μου, πρόσεξα ένα Who’s afraid of Virginia Woolf? γραμμένο στον καθρέφτη, με σαπούνι μάλλον. Φοιτητικό καλαμπουράκι. Εγκεφαλικό. Χρόνια αργότερα, όταν άρχιζα να γράφω το έργο, μου ξανάρθε στο μυαλό το γκραφίτι του καθρέφτη. Και, ναι, το Who’s afraid of Virginia Woolf, σημαίνει Who’s afraid of the bigbad wolf... Ποιος φοβάται τον κακό λύκο... Ποιος φοβάται να ζήσει χωρίς αυταπάτες». Έντουαρντ Άλμπι, 1966.

 


  Τελικά το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ σημαίνει: Ποιος φοβάται τον Κακό Λύκο. Ποιος φοβάται να ζήσει μια ζωή χωρίς αυταπάτες…

 

Ο Έντουαρντ Άλμπι

Πριν συνεχίσουμε ας πούμε μερικά λόγια για το συγγραφέα:

  Παιδί υιοθετημένο από εύπορους γονείς ο Έντουαρντ Άλμπι, σε αρκετά νεαρή ηλικία θα έρθει σε ρήξη με το αποπνικτικό περιβάλλον της οικογένειας που του «έμαθε ιππασία και κολύμπι πριν μάθει να περπατά», ενώ αρχίζει από πολύ νωρίς να δείχνει το ενδιαφέρον του για τη συγγραφή.

  Επηρεασμένος από τους προκατόχους του (Ο’Νηλ, Μίλερ, Ουίλλιαμς), από το ακμαίο, κατά την δεκαετία του ’50 και ’60, ευρωπαϊκό θέατρο του παραλόγου, αλλά και την αντιδραστικότητα της “beat generation” η οποία συνιστούσε όχι μόνο μια καλλιτεχνική τάση, αλλά και έναν νέο τρόπο ζωής ενάντια στον κομφορμισμό της αμερικανικής κοινωνίας, ο Άλμπι γράφει το 1962 το πρώτο τρίπρακτο έργο του με τίτλο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», το οποίο παρουσιάζεται την ίδια χρόνια στο Broadway, διχάζοντας το κοινό και την κριτική, αλλά παραμένοντας επί σκηνής για δύο ολόκληρα χρόνια.

 

Οι παραστάσεις στην Ελλάδα.

Ας επιστρέψουμε όμως στο έργο…

  Το έργο εξακολουθεί να παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία σε όλον τον κόσμο και φυσικά στην Ελλάδα. Στη χώρα μας το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ ανέβηκε αρκετές φορές επί σκηνής.

  Για πρώτη φορά διαβάστηκε το 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με πρωταγωνιστές τη Νέλλυ Αγγελίδου και το Γιώργο Λαζάνη. Ήταν η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Κουν. Τον Ιούλιο του 1976 μεταδόθηκε από την Ελληνική Ραδιοφωνία. Η ραδιοσκηνοθεσία ήταν του Κ. Κασιμάτη ,ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευσαν η Μάρθα Βούρτση (εξαιρετική η ερμηνεία της) και ο Νικήτας Τσακίρογλου.  Το 2018 η Μαρία Πανουργιά προέβαλλε το έργο σε ένα ζωντανό μουσείο ¨αλλοτινών συμπεριφορών¨ στο Θέατρο Ωνάση.  Η Πανουργιά τοποθέτησε το έργο σε ένα ταριχευμένο ζωντανό σαλόνι.



  Λίγο αργότερα θα δούμε με ενδιαφέρον τη ρεαλιστική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Ο Μαρκουλάκης θα κερδίσει το μεγάλο στοίχημα δομώντας το έργο σε μια καλοφτιαγμένη αλληλουχία θεατρινισμών, που εκθέτουν συστηματικά τις ανθρώπινες αδυναμίες στο πλαίσιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Έκανε μία κλασική ανάγνωση του κειμένου και κέρδισε θεαματικά το στοίχημα μέσα από τις ερμηνείες. Ο ηθοποιός παίζει το ρόλο του Τζωρτζ ενώ υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Η εκδοχή του Μαρκουλάκη επιβεβαίωσε άλλη μια φορά τη δυναμική εκδοχή του έργου. Σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει: «Τα ζευγάρια είναι οι αποτελεσματικότεροι μονομάχοι…»

 

Η ταινία.

  Η παράσταση μεταφέρθηκε στη Μεγάλη Οθόνη το 1966 από το Mike Nickols. Το έργο έκανε πρεμιέρα τις ημέρες της Κρίσης της Κούβας. Εκείνες τις ημέρες το κοινό κατέφευγε στο θέατρο για να ξεχάσει την απειλή του πυρηνικού πολέμου.

  Έργο θρυλικό και ταυτισμένο με την El. Taylor και το R. Barton. Οι δύο ηθοποιοί παντρεύτηκαν στην πραγματικότητα και είχαν περιπετειώδεις χωρισμούς και γάμους, μέχρι το θάνατο του Barton το 1984. Οι πρωταγωνιστές είχαν λάβει τότε εξαιρετικές κριτικές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Taylor ήταν τότε μια από τις ομορφότερες γυναίκες στον κόσμο και για να υποδυθεί την 50χρονη και κακοντυμένη Μάρθα πήρε 14 κιλά!

  Η ταινία προτάθηκε για 13 Oscar και έλαβε 5: Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, κουστουμιών, φωτογραφίας και γυναικείων ρόλων. Το 2008 το Ινστιτούτο Αμερικάνικου Κινηματογράφου την κατέταξε 67η στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες.` Το 2013 εντάχθηκε στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α.



  Η διασκευή του θεατρικού διαφέρει ελαφρώς από το θεατρικό, το οποίο απαρτίζεται μονάχα από τέσσερις ερμηνευτές. Οι δευτερεύοντες ρόλοι που προστέθηκαν στην ταινία είναι ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου και η σύζυγός του, που εμφανίζονται για λίγο κι έχουν μόνο μερικές ατάκες. Το θεατρικό διαδραματίζεται αποκλειστικά στο σπίτι της Μάρθας και του Τζορτζ, ενώ στην ταινία υπάρχουν μερικές σκηνές εκτός. Οι σκηνές αυτές διαδραματίζονται στο πανδοχείο, στην αυλή του σπιτιού του Τζορτζ και της Μάρθας καθώς και αυτοκίνητο του ζευγαριού. Κατά τ' άλλα η ταινία παραμένει πιστή στο θεατρικό. Ο Λέμαν χρησιμοποίησε το θεατρικό του Άλμπι ως γνώμονα κι η μοναδική διαφορά στο διάλογο έχει να κάνει με την αθυροστομία: Το άντε πηδήξου της Μάρθας, μετατράπηκε σε Ανάθεμά σε. Παρόλα αυτά στην ευρωπαϊκή έκδοση της ταινίας, το Άντε πηδήξου έχει διατηρηθεί.

  Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας η Λεγεώνα της Κοσμιότητος της καθολικής εκκλησίας, έδωσε τελεσίγραφο στο στούντιο, απειλώντας ότι αν οι φήμες πάνω στο αντικείμενο της ταινίας ήταν αληθινές ίσως να λογόκριναν την ταινία, απαγορεύοντας την προβολή της σε ανήλικο κοινό. Κράτησαν επιφυλάξεις όμως, λέγοντας ότι θα περίμεναν να δουν την ταινία. Εντονότερη ήταν η αντίδραση της Ένωσης Κινηματογραφιστών Αμερικής, απειλώντας την Warner, χωρίς να περιμένουν την δοκιμαστική προβολή της ταινίας, ότι αν η σκληρή γλώσσα του θεατρικού διατηρούνταν χωρίς αλλαγές δεν επρόκειτο να δώσουν την έγκριση για την προβολή της. Οι παραγωγοί της Warner Bros. κάθισαν να δουν την ταινία, εφόσον είχε ήδη περάσει από μοντάζ. Παρών στην αίθουσα ήταν ένας δημοσιογράφος του περιοδικού Life, ο οποίος έγραψε την εξής ατάκα ενός από τους παραγωγούς: Θεέ μου, έχουμε στα χέρια μας μια βρώμικη ταινία, 7εκατομμυρίων δολαρίων!

 


  Οι  παραγωγοί είχαν τοποθετήσει προειδοποιητικό σήμα που να ενημερώνει το κοινό για τη σκληρή γλώσσα της ταινίας (Ανάθεμα, γιε σκύλας, άντε πηδήξου, ωραίες ρώγες και πήδα την οικοδέσποινα). Ακόμη και η Λεγεώνα Κοσμιότητος αρνήθηκε τελικά να καταδικάσει την ταινία. Ήταν μια άλλη ταινία της ίδιας χρονιάς που ανάγκασε τον Βαλέντι να δημιουργήσει το σύστημα με τους κωδικούς καταλληλότητας τον ταινιών, το Μπλόου Απ (Blow Up, 1966) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Το σύστημα του Βαλέντι μπήκε σε εφαρμογή την 1 Νοεμβρίου 1968. Λέγεται επίσης ότι ο Τζακ Γουόρνερ προτίμησε να πληρώσει πρόστιμο 5.000 δολαρίων ώστε η ταινία να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο πιστή στο θεατρικό

 

Η εξέλιξη του έργου.

  Πρωταγωνιστές της μακριάς αυτής νύχτας είναι οι βετεράνοι - σύζυγοι, πάνω από είκοσι χρόνια παντρεμένοι, Τζορτζ και Μάρθα (εκείνος, παραιτημένος καθηγητής Ιστορίας σε πανεπιστήμιο, εκείνη, κόρη του πρύτανη), οι οποίοι και ρίχνουν, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, στο πεδίο της μάχης τους τον άρτι αφιχθέντα καθηγητή Βιολογίας Νικ και τη γλυκιά του Χάνι -παρότι ούτε τα «θύματα» είναι, όπως αποδεικνύεται στην πορεία, αθώα.

 


 

Το κεντρικό θέμα του έργου.

  Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο-κέντημα που κρατάει την εποχή του ΄60 ζωντανή, ένα από τα πιο απαιτητικά έργα του συγχρονου κλασικού ρεπερτορίου.

  Το έργο ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία, την τραγωδία και το παράλογο. Περιγράφει την ανελέητη και καταπιεστική σχέση ενός μεσόκοπου ζευγαριού διανοούμενων, της Μάρθας και του Τζωρτζ. Στο παιχνίδι, σύμφωνα με τη Δήμητρα Χατούπη, «είναι όλα παιχνίδι, μεταξύ αλήθειας και ψέματος, αγάπης και μίσους. Μίσος και αγάπη πολλές φορές γίνονται ένα παιχνίδι ζωής, θανάτου, πραγματικότητας, άντρα, γυναίκας, ενστίκτου και διανόησης



  Η παράσταση διδάσκει ξεκάθαρα ότι δεν πειράζει να έχουμε αυταπάτες αρκεί να συνειδητοποιούμε ότι τις έχουμε. Ο συμβολισμός του ανύπαρκτου φόνου του γιου του Τζωρτζ, απλώς διαλύει τη ζωτική ψευδαίσθηση του έργου.

 

Τα ζευγάρια.

  Στα έργα του Άλμπι οι ερμηνευτές είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο. Πρέπει να δίνουν έκφραση στη δηλητηριώδη ειρωνεία του, και σχήμα σύνθετο στις σκέψεις του για την ανθρώπινη ύπαρξη.

  Η Μάρθα και ο Τζωρτζ είναι εμβληματικοί ρόλοι του σύγχρονου δραματολογίου. Παντρεμένοι 20 χρόνια (βετεράνοι σύζυγοι), η οικειότητα τους γεννά περιφρόνηση. Είναι αναμφίβολα κοινωνικά συνειδητοποιημένοι μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον.

  Ο Τζωρτζ είναι ένας παραιτημένος καθηγητής ιστορίας σε πανεπιστήμιο. Στο τέλος ποδοπατεί τη Μάρθα με τρομακτική λύσσα. Η Μάρθα είναι η κόρη του πρύτανη. Ο κυνισμός της είναι θηριώδης. Η Μάρθα είναι εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο ψεύτικο γεμάτο υποκρισία, χωρίς περιθώρια διαφυγής. Πρόκειται για ένα πανεπιστημιακό campus, όπου όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα σοβαρά και σκεπασμένα. Σύμφωνα με τη Χατούπη η Μάρθα παίρνει τη θέση του άντρα στο σπίτι.



  Οι άνθρωποι μιλούν για το ποιοι είναι και πως βλέπουν τον εαυτό τους. Ο συγγραφέας είπε ότι το έργο αφορά την ανικανότητα να είναι αντικειμενικοί με τον εαυτό τους. Οι μάσκες και τα προσχήματα καταρρέουν και αναδεικνύονται βαθύτερα συναισθήματα, οι πικρίες, η απόγνωση, η οργή και οι φόβοι. Σε κάθε περίπτωση δρουν και αλληλεπιδρούν σε ένα πλαίσιο εγκλεισμού στον προσωπικό τους καθρέφτη, στην εικόνα που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και τους άλλους.

  Μάρθα και Τζωρτζ είναι παίχτες, στήνουν όλα τα παιχνίδια αλληλοεξόντωσης και σ’ αυτά εμπλέκουν το Νικ και τη Χάνι. Στήνουν παγίδες, ξεσκίζουν και ξεσκίζονται. Μόνο έτσι επιβιώνουν. Κάνοντας κατοστάρια πνευματικής εγρήγορσης μέσα στη ζούγκλα του σαλονιού, στήνουν παγίδες ο ένας στον άλλον περιμένοντας το θύμα τους να πιαστεί. Απώτερο σκοπό έχουν να υποδουλώσουν ο ένας τον άλλον. Σταδιακά διαλύονται ψυχικά.

  Η Μάρθα θεωρεί το σύζυγο της ανίκανο να λειτουργήσει με τις επιταγές της κοινωνίας και τους κανόνες του πανεπιστημίου. Ο Τζωρτζ τη θεωρεί ανάξια αγάπης και πρόστυχη. Γραμμή σύνδεσης μεταξύ τους το μυστικό της ύπαρξης του φανταστικού παιδιού.

  Ο γάμος ξεπέφτει ψυχολογικά. Ξεδιπλώνουν μπροστά στους καλεσμένους τους έναν μυθικό καβγά, γεμάτο αλληλοκατηγορίες, αποκαλύπτοντας έναν γάμο που έχει εξελιχθεί σε καταδυνάστευση από την οποία δεν μπορούν να αποδράσουν, καθώς σιχαίνονται ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον.

  Εφευρίσκουν παράδοξους τρόπους για να δώσουν νόημα στη ζωή τους. Αποκαλύπτουν τις πληγές τους και τολμούν με γενναιότητα και θράσος την πιο οδυνηρή ενδοσκόπηση. Στο ξημέρωμα το πάρτι θα τελειώσει και κανείς δε θα είναι πια ο ίδιος, καθώς με το φως της αυγής θα έρθει η αλήθεια στο φως. Ότι έχει γκρεμιστεί πρέπει να χτιστεί ξανά με θεμέλιο την αγάπη και την αλήθεια.

  Οι δρώντες καταναλώνοντας ασταμάτητα αλκοόλ και βρίζοντας στα όρια της χυδαιότητας, αντιστρέφουν την εξιδανικευμένη εικόνα του ευκατάστατου διανοούμενου. Οι αριστερή κριτική θεωρεί ταξική την αντιπαράθεση τους, όμως θα μιλήσουμε παρακάτω γι αυτό.



  Το νεαρό ζευγάρι είναι ο φιλόδοξος καθηγητής βιολογίας Νικ και το αμερικάνικο πρότυπο συζύγου η Χάνυ. Ο Νικ δεν είναι αθώος, αν και βιολόγος έχει επενδύσει στο γάμο του με ένα πλουσιοκόριτσο του Νότου. Ούτε η Χάνυ είναι αθώα, καθώς υποδύθηκε την εγκυμονούσα για να τον τυλίξει επισήμως. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι δεν είναι ούτε αθώοι ούτε θύματα. Το οικοδόμημα και της δικής τους σχέσης, αποσυντίθεται μέσα σε μια νύχτα στα στοιχεία στα οποία  συνετέθη.

  Μάρθα και Χάνυ αντιπροσωπεύουν την υστερική γυναίκα που στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 αναδύεται ως βασική συνιστώσα της κοινωνίας. Η άρση της ποτοαπαγόρευσης, η εξάπλωση των ποτών, η αλλαγή νοοτροπίας της κοινωνίας, η ανάδειξη του μοντέλου της μεταπολεμικής γυναίκας που συμμετέχει στον ανδρικό τρόπο ζωής μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό το πρίσμα των περιορισμών που επιβάλουν οι αμερικάνικες νόρμες, όλα αυτά ξεδιπλώνονται υπέροχα.

  Τέλος μεγάλοι απόντες είναι ο πατέρας και το παιδί. Το παιδί-΄φάντασμα΄ διαπερνά όλο το έργο χωρίς να το βλέπουμε ποτέ! Όπως αποκαλύπτει ο Τζωρτζ: Η Μάρθα δεν είχε εγκυμοσύνες ποτέ. Ο πατέρας παίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο, καθώς η εξουσία του έχει σφραγίσει τη ζωή της Μάρθας και τη σχέση της με το Τζωρτζ.

 

 Ο αντίκτυπος και η κοινωνική κριτική που άσκησε το έργο στην κοινωνία.

Το θρυλικό αμερικάνικο έργο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνιζ Γουλφ συγκλόνισε το κοινό των 60s. Διατύπωσε το ψυχρό βλέμμα πάνω στη σύγχρονη ζωή.

Το έργο είναι τοποθετημένο σε ένα αστικό σαλόνι και χωρίς ψευδαισθήσεις προκαλεί πρωτοφανές σοκ. Τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στον πουριτανισμό, στην υποκρισία και στο ψεύτικο αμερικάνικο όνειρο, την κατάπτωση των ηθικών αξιών και θεσμών στα ύδατα της κοινωνίας και της δραματουργίας των Η.Π.Α. Το σοκ το επιτυγχάνει με την αυθάδικη γλώσσα και την παραμορφωτική εικόνα της κοινωνικής βιτρίνας. Έτσι οδηγούμαστε σε ένα βίαιο λεκτικό παιχνίδι όρων και εξουσίας και καθημερινής χειραγώγησης, όπου οι ψευδαισθήσεις καταρρίπτονται. Οι ήρωες απογυμνωμένοι ψυχικά καλούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.

Ο Άλμπι κουρελιάζει το μύθο του απομονωμένου αστικού θερμοκηπίου τοποθετώντας σε θέση μάχης ένα παντρεμένο αστικό ζευγάρι απέναντι σε ένα άλλο μικρότερης ηλικίας. Θα ακολουθήσει ένα άγριο, αδίστακτο και απελπισμένο ξεγύμνωμα της οικογενειακής εστίας. Θα εξαρθρωθεί η υποταγμένη στο ιδιωτικό κεφάλαιο διανόηση.

Η αριστερή κριτική μιλά για ταξικό και φυλετικό παιχνίδι όρων και εξουσίας. Στο παιχνίδι αυτό οι παίχτες έχουν πλήρη επίγνωση των κανόνων που αποδομούν. Σκοπός του συγγραφέα είναι να ανακαλύψει το λύκο που κατασπαράσσει τον άνθρωπο. Σταδιακά οδηγούμαστε στη διάψευση του αμερικανικού ονείρου των sixties. Η ίδια κριτική αναφέρει ότι έχουμε να κάνουμε με μια ¨παραβολή¨ για τα ψεύδη μιας κοινωνίας που αγνοεί τη διαφορετικότητα και ονειρεύεται τη δημιουργία ομοιόμορφων κλώνων γαλανομάτικων παιδιών. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Άλμπι: «Τζωρτζ και Μάρθα φέρουν τα ονόματα του τότε προεδρικού ζεύγους των Η.Π.Α., ενώ ο Νικ αποτελεί αναφορά στο Νικήτα Χρουτσόφ που ήταν τότε απειλή για τις Η.Π.Α.» Εναλλάσσει τους ρόλους πάνω στη Μάρθα και έτσι την βλέπουμε Λαίδη Μάκβεθ, Οφήλια, Μις Τζούλια και Ρεβέκα στο Ροσμερχολμ. Το αλκοόλ γίνεται άλλοθι για να εκφράσουν τις σκέψεις τους χωρίς λογοκρισία.



Εν ολίγοις, στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», μέσα από την αναμέτρηση των δυο μονομάχων, ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει το τέλος των ψευδαισθήσεων της μεταπολεμικής Αμερικής που βρίσκεται πλέον στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου -διόλου τυχαίο ότι ο Τζορτζ είναι ιστορικός, ο φιλόδοξος Νικ βιολόγος (επιστήμη), ενώ ο πατέρας της Χάνι αναφέρεται ως ιεροκήρυκας (θρησκεία) που έβγαλε πολύ χρήμα.

Η σεξουαλικότητα που αναπτύσσουν οι ήρωες είναι ένα αδιέξοδο της ανικανοποίητης σεξουαλικότητας. Εδώ η σεξουαλικότητα διαπιστώνεται ως υλικό εξουσίας…

 

Η τεχνοτροπία του έργου.

Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο δωματίου διάρκειας τριών ωρών. Ένα έργο που δε φοβάται ακόμη και να γίνει κωμικό.

Μόνα όπλα του έργου είναι ο διεισδυτικός λόγος, το κυνικό χιούμορ και η καυστική ειρωνεία. Η γλώσσα είναι ένα πρώτης τάξης όπλο στον αλληλοσπαραγμό. Η γραφή είναι δεικτική και ο διάλογος δομημένος με ακρίβεια και ευφυΐα.

Οι ήρωες κινούνται σε ένα αληθοφανή χώρο και σαν άγρια ζώα ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους να ξεσκίζουν ο ένας τον άλλον. Ακονίζουν την κοφτερή τους γλώσσα για να πείσουν τους καλεσμένους τους για τη δική τους αλήθεια.

Ο Άλμπι κινείται στα όρια του παραλόγου. Οι ψευδαισθήσεις κάνουν πάρτι για να αποκαθηλωθούν στο φινάλε. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Έσλιν, οι τέσσερεις καθοριστικοί θεατρικοί συγγραφείς του κινήματος είναι οι Ευγένιος Ιονέσκο, Σάμιουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ, αν και καθένας από αυτούς τους συγγραφείς έχει εξ’ ολοκλήρου μοναδικά θέματα και τεχνικές που πηγαίνουν πέρα από τον όρο 'παράλογο'. Άλλοι συγγραφείς που συχνά σχετίζονται με την ομάδα αυτή είναι μεταξύ άλλων οι Τομ Στόπαρντ, Φρίντριχ Ντυρενμάτ, Φερνάντο Αραμπάλ, Χάρολντ Πίντερ, Έντουαρντ Άλμπι και Ζαν Ταρντιού. Στους θεατρικούς συγγραφείς που λειτούργησαν ως έμπνευση στο κίνημα περιλαμβάνονται οι Αλφρέντ Τζαρύ, Λουίτζι Πιραντέλο, Στανισλάβ Βιτκίεβιτς, Γκυγιώμ Απολλιναίρ, οι σουρεαλιστές και πολλοί άλλοι.

 

Ο Άλμπι δούλεψε πάνω σε θεματικές που ανέπτυξαν οι Ίψεν, Στρίμπεργ και Πιραντέλο. Επηρεασμένος από τον ψυχολογικό ρεαλισμό του Ίψεν αλλά και του Στρίμπεργκ, αλλά και από την αριστοτελική ενότητα του χώρου δημιουργεί παράλογες καταστάσεις όπως ο Μπέκετ και ο Ιονέσκο, πλην όμως βάζει τους ήρωες του να ενεργούν ρεαλιστικά (ο Μαρκουλάκης στη δική του εκδοχή πετυχαίνει το ρεαλισμό με άρωμα θετρικότητας).

Το κίνημα του 'Παράλογου' ή 'Νέου Θεάτρου' ήταν στις αρχές του ένα διακριτό με βάση το Παρίσι (τη rive gauche, αριστερή όχθη του Σηκουάνα) αβαντ-γκαρντ φαινόμενο συνδεδεμένο με εξαιρετικά μικρά θέατρα στο Quartier Latin, και κέρδισε με τον καιρό την διεθνή εξέχουσα θέση του. Στην πράξη, το Θέατρο του Παραλόγου ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με θεατρικές συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει. Ασήμαντες πλοκές, επαναληπτικός ή χωρίς νόημα διάλογος και δραματικές ασυνέπειες χρησιμοποιούνται συχνά για να δημιουργήσουν ονειρικές, ή ακόμη και εφιαλτικές διαθέσεις. Αυτή ακριβώς η συνθήκη ισχύει στο έργο του Έντουαρντ Άλμπι, «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ». Το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο γύρω από το έργο- Η Αμερική τη δεκαετία του’60.

 

Η διάρθρωση του έργου έχει ως εξής:

Στο πρώτη πράξη (κέφι και παιχνίδια): πραγματοποιείται εισαγωγή στο ύφος των λεκτικών διαπληκτισμών, στο μυθικό γιο και στην αποπλανητική στάση της Μάρθας απέναντι στο Νικ. Κορύφωση αποτελεί η επίθεση της Μάρθας στο Νικ για την επαγγελματική του αποτυχία.

Στη δεύτερη πράξη (βαλπούργια νύχτα=Σάββατο των μαγισσών), Τζωρτζ και Νικ μόνοι τους στο σαλόνι συναγωνίζονται σε εμπιστευτικές αποκαλύψεις. Οι γυναίκες επιστρέφουν και ακολουθεί ο αδιάντροπος χορός της Μάρθας με το Νικ, η φρίκη της Χάνι και η ανακωχή Μάρθας και Τζωρτ. Στο παιχνίδι ¨Πάρτε την οικοδέσποινα¨ η Μάρθα θέλει να προκαλέσει το Τζωρτζ. Η ικανότητα συνεργασίας έχει φανερά εξασθενίσει εξαιτίας του μεθυσιού.

Στην Τρίτη πράξη (εξορκισμοί), η Μάρθα μετανιώνει, διαμαρτύρεται όμως για την παραλίγο απιστία της. Στο τελευταίο παιχνίδι (μεγαλώνοντας ένα μωρό) ο Τζωρτζ ανακοινώνει στην εξαγριωμένη Μάρθα ότι ο ¨γιος¨ σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα. Νικ και Χάνι φεύγουν. Ένα διφορούμενο ασαφές σχόλιο, διατυπώνεται για το εάν Μάρθα και Τζωρτζ συνεχίζουν το παιχνίδι ή αλλάζουν τη σχέση τους.

 

Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:



 

Πηγές:

https://www.athinorama.gr/theatre/article/poios_fobatai_ti_birtzinia_goulf-2538919.html

https://www.cinemagazine.gr/themata/arthro/who_s_afraid_of_virginia_woolf_review-130485686/

https://www.elculture.gr/blog/article/poios-fobatai-ti-birtzinia-goulf-to-telos-twn-pseudaisthisewn/

https://www.huffingtonpost.gr/entry/eidame-ten-parastase-toe-konstantinoe-markoelake-poios-fovatai-te-virtzinia-yoelf_gr_5e00c5d3e4b0b2520d0…

https://www.iefimerida.gr/news/382850/poios-fovatai-ti-virtzinia-goylf-i-dimitra-hatoypi-apanta-sto-iefimerida-eikones

www.katiousa.gr/politismos/theatro/theatro-ti-deftera-poios-fovatai-tin-virtzinia-goulf-tou-entouarnt-almpi/

https://www.lifo.gr/culture/theatro/poios-fobatai-ti-birtzinia-goylf-2

https://www.monopoli.gr/2019/11/26/reviews/kritikh-theatroy/356431/synplin-poios-fovatai-tin-virtzinia-goulf-sto-theatro-athinon/

https://www.onassis.org/el/whats-on/whos-afraid-of-virginia-woolf-by-edward-albee

https://www.postmodern.gr/poios-fovatai-ti-virtzinia-goylf/

https://www.protothema.gr/culture/article/927180/poios-fovatai-ti-virtzinia-goulf-tou-edouard-albu/

https://press.ert.gr/radio/trito-programma-entoyarnt-almpi-25-amp-26-09-2016/

skai.gr

https://kemes.wordpress.com/2015/01/27/συγκλονιστικη-ανατομια-των-σχεσεων-σ/

 

 

 

1)      «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021.(https://www.loc. gov/programs/national-film-preservation-board/film-registry/complete-national-film-registry-listing/)

2)       Sikov, Edward (2007). Dark Victory: The Life of Bette Davis . New York: Holt Paperbacks, a trademark of Henry Holt and Company.σελίδες 380–1 . ISBN 0-8050-8863-6..(https://archive.org/details/darkvictoryl ifeo00edsi/page/380) (https://archive.org/details/darkvictorylifeo00edsi/page/380)

3)       Clooney, Nick (Νοεμβρίου 2002). The Movies That Changed Us: Reflections on the Screen . New York: Atria Books, a trademark ofSimon & Schuster. σελ. 85 . ISBN 0-7434-1043-2..(http s://archive.org/details/moviesthatchange00cloo/page/85) (https://archive.org/details/moviesthatchange00cloo/page/85)

4)      «NY Times: Who's Afraid of Virginia Woolf?» . NY Times. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2008.(http://movies.nytimes.com/movie/54412/Who-s-Afr aid-Of-Virginia-Woolf-/awards)

5)      Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ? του Κώστα Γιαννάκενα, Γραμμ. της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αχαίας


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.





Πλέι Στρίμπεργκ, του Φρήντριχ Ντύρρενματ. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου, απόψε θα σας παρουσιάσω την παράδοξη, πικρή σάτιρα του Φρήντριχ Ντύρρενματ, Πλέι Στρίμπεργκ. Το έργο πρωτοεμφανίστηκε το 1968 και από την αρχή κίνησε το ενδιαφέρον του κοινού.



  Ο ελβετόφωνος δραματουργός (1921-19900  δούλεψε είκοσι χρόνια την ιδέα στο μυαλό του, ενώ στο μεταξύ έγραψε ένα σωρό άλλα έργα. Ο συγγραφέας περνά την άποψη ότι ο ηθοποιός δεν ενσαρκώνει το ρόλο· αλλά είναι «άνθρωπος επί σκηνής». Μια σκηνή που με τη μεσολάβηση του ηθοποιού γίνεται «κάτι παραπάνω από φιλολογία».

  Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε το 1983, σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Το 1988 μεταδόθηκε από την εκπομπή ¨Το Θέατρο της Δευτέρας¨. Η ψυχρή οργή· η υφέρπουσα· ειρωνεία και ο σκοτεινός πεσιμισμός· λάμπρυναν την ψυχολογική παράσταση του πρωταγωνιστή Λυκούργου Καλλέργη.

 

Ο τίτλος.

  Ο τίτλος σημαίνει: Ο Στρίμπεργκ «παίζει», που πάει να πει ότι κατευθύνει κριτικά τη διάρθρωση του θεματικού και δραματουργικού υλικού, το οποίο έλαβε από το Στρίμπεργκ. Αυτό το πράττει για να διατυπώσει τη δική του θεώρηση για τον αστικό γάμο, τις αξίες του, το μέλλον του και τη σαθρή προέκταση του: Την αστική κοινωνία.

  Έχουμε να κάνουμε μια έξυπνη διασκευή του έργου του Στρίμπεργκ. Εντύπωση προκαλεί η χρήση της αγγλικής λέξης play. Ακόμη και στο δικό του γερμανικό κείμενο. Μια πράξη πρωτοφανής για γερμανόφωνο συγγραφέα.



 


Ο Αύγουστος Στρίμπεργκ.

  Ανάμεσα στους τρεις γενάρχες του Νεώτερου Ευρωπαϊκού Θεάτρου, τον Ίψεν, τον Τσέχωφ και το Στρίμπεργκ, ο τελευταίος κατέχει την πιο περίεργη θέση.

  Ο Στρίμπεργκ είχε τρεις αποτυχημένους γάμους. Χρησιμοποίησε πλούσιο αυτοβιογραφικό υλικό· και επένδυσε μεγάλες ποσότητες παράνοιας από τις αποθήκες του όχι και πολύ ισορροπημένου μυαλού του. Ο Σουηδός συγγραφέας έδωσε στο ζευγάρι των ηρώων του διαστάσεις αρχέτυπου. Κατάφερε, ακόμη, να δώσει στη μονομαχία τους το κύρος μιας στοιχειακής αναμέτρησης των δύο φύλων.


Ο Αύγουστος Στρίμπεργκ


 

Η εξέλιξη του έργου.

  Δύο από προ εικοσιπενταετίας σύζυγοι θα συναντηθούν και θα ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλον με αδυσώπητη αυστηρότητα, μέχρι να φάει χώμα η πλάτη του ενός. Μέχρι την ήττα. Το σαλόνι του ζευγαριού μετατρέπεται σε ρινγκ.

  Η οικογενειακή εστία μετατρέπεται σε ρινγκ όπου με δώδεκα γύρους θα παρασταθούν οι ετοιμόρροπες δομές του αστικού γάμου, οι κίβδηλες αξίες του, η αδυσώπητη σύγκρουση των δύο φύλων και των γενιών, η έλλειψη ιδανικών, η κοσμική υποκρισία, ο παραλογισμός, η ασυνεννοησία, τα ανικανοποίητα όνειρα και η υπαρξιακή ασημαντότητα που οδηγούν στο μίσος και στην απελπισία, η βαθύτατα οδυνηρή μοναξιά του ανθρώπου.

  Δώδεκα γύροι σε δώδεκα θεατρικές εικόνες. Την έναρξη κάθε γύρου αναγγέλλουν οι ίδιοι οι υποκριτές-αθλητές (εντοπίζεται επίδραση του Μπρεχτ, χρησιμοποιημένη με εντονότατη σατιρική διάθεση.) Τα κόλπα των ηθοποιών στον αγώνα καθηλώνουν το θεατή. Το παιχνίδι δεν πρέπει να φανεί όπως όλα τα στημένα παίγνια…

 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

Αρκετά έχουμε να πούμε για το συγκεκριμένο έργο.

Η έμπνευση.

  Πηγή έμπνευσης του έργου αποτέλεσε  ο Χορός του Θανάτου του Στρίμπεργκ. Από το έργο του Σουηδού συγγραφέα, ο Ντύρρενματ, δανείστηκε το μύθο και τη δραματική ιδέα.

  Ο Ντύρρενματ ανασκεύασε το Χορό του Θανάτου, πιθανόν το κορυφαίο έργο του Στρίμπεργκ, συνθέτοντας δικές του σκηνές, «βαρανσιόν». Ο συγγραφέας χειρίστηκε το στριμπεργκικό δράμα με μια γενικότερη στρατηγική απέναντι στα κλασικά κείμενα (Γκαίτε, Σαίξπηρ). Το έργο αντανακλάει την πρόκριση των κωμικών διαστάσεων στις ανθρώπινες συγκρούσεις και πιστοποιεί μια ειρωνική απόσταση από το πάθος των ηρώων. Ο Ντύρρενματ παίζει με το μύθο με τον πιο άγριο και πιο σαρκαστικό τρόπο.  Παιχνίδι σκληρό και απάνθρωπο μέσα στον εκπληκτικό του ρεαλισμό. Σε καμία περίπτωση δε θέλει να διορθώσει το Σουηδό συγγραφέα.

  Αναβιώνει ο ανθρωποφάγος μύθος, που θέλει μια αβυσσαλέα και ανυποχώρητη μάχη ανάμεσα στα ετερόφυλα ανθρώπινα είδη. Πρόκειται για ένα μύθο που με συνταρακτική εμμονή και δραματουργική συνέπεια κατέγραψε ο Γιόχαν  Αύγουστος Στρίμπεργκ.  Η ιστορία του Στρίμπεργκ αναζωντανεύεται σε ένα παραλογικό κλοιό ενός κλειστού χώρου, που μοιάζει με ρινγκ· οπού δύο άνθρωποι αλληλοεξοντώνονται γιατί δεν είναι ικανοί να χαλιναγωγήσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες τους. 

  Ο Ντύρρενματ βοήθησε τελικά το σύγχρονο θεατή να ανταποκριθεί σε ένα έργο του 1900.

 


Ο Λόγος.

  Ο πυκνός, ελλειπτικός σαρκαστικό χιούμορ λόγος κινεί με θαυμαστή θεατρικότητα τους «τρεις ήρωες» του σκηνικού παιχνιδιού του, με το οποίο καυτηριάζει και αποκαλύπτει την αστική κοινωνία.

  Η γραφή του συγγραφέα διατηρείται ψυχρή και κυνική. Κυριαρχούν η λογική της «σπασμένης φράσης», ο ασύμμετρος διάλογος και η συγχορδία λέξεων που ακούγονται χωρίς αποτέλεσμα. Ο μύθος συμπυκνώνεται σε κοφτό και σταράτο διάλογο, με μια δωρική λιτότητα της έκφρασης και της κίνησης. Αυτά είναι εν ολίγοις τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να απαλλαγεί από την κυριαρχία της ψυχολογίας και του αφηγηματικού λόγου.

  Αξίζει να σημειωθεί ότι στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου όπου πρωταγωνίστησε ο Λυκούργος Καλέργης, το 1983, ο Παύλος Μαντούδης, πέτυχε μια από τις πιο καλές μεταφράσεις που έχουμε δει. Ο τρόπος χειρισμού της γλώσσας από το μεταφραστή υπήρξε αποκαλυπτικός.

 


Το Θέατρο του Παραλόγου.

  Το Πλέι Στρίμπεργκ ήταν μια προσωπική άσκηση του Ντύρρενματ μια άσκηση-παιχνίδι.

  Το έργο χωρίζει  μεγάλη απόσταση από τα προηγούμενα του συγγραφέα. Ο Ντύρρενματ έκανε στροφή στο Θέατρο του Παραλόγου του Ιονέσκο και του Μπέκετ. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ‘ότι προηγούμενα έργα του όπως Η Γηραιά Κυρία, Οι Φυσικοί, Το Μετέωρο κ.α., ανήκουν στο Θέατρο του Παραδόξου και όχι στο Θέατρο του Παραλόγου.

  Ο συγγραφέας δεν ξεκόβει από το Ρεαλισμό. Συνεχίζει μια δική του μορφή θεάτρου, την παρέμβαση στα κοινωνικά προβλήματα. Την δεκαετία του ’60 το Θέατρο του Παραλόγου και το χιούμορ του Ιονέσκο διατηρούσαν ακόμη την επικαιρότητα τους.

  Ο Ντύρρενματ περιόρισε τη δραματουργική ανάπτυξη του ψυχολογικού αστικού θεάτρου, συμπύκνωσε το διάλογο του στον υπέρτατο βαθμό και δημιούργησε ένα άλλο έργο (σε σχέση με αυτό του Στρίμπεργκ) με τη μορφή του Παραλόγου. Ο διάλογος και οι λέξεις εδώ δεν εκφράζουν τις πιο πολλές φορές καθαρά τα νοήματα ή συνεπείς ψυχολογικές καταστάσεις. Κυριαρχεί ο μονολογικός διάλογος, οι ετερόκλητες συγχορδίες ηδυσμένου λόγου, που συχνά διασπούν τη λογική αλληλουχία παρά τη συνθέτουν.

  Το δράμα της πάλης, παίζεται σε γκροτσέσκο ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία κινούνται οι ήρωες. Σε πρώτο επίπεδο προβάλλεται το πλαίσιο της καθημερινής ανούσιας ζωής του ζευγαριού, ο εγωισμός που τυφλώνει, ο αγώνας για αλληλοεξόντωση σε έναν δίχως όρια ανταγωνισμό δίχως λογική, που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ζωή αθλιότητας: Να έχεις χρόνια δίπλα σε κάποιον και να μην έχεις καμιά επαφή παρά μόνο το μίσος. Μια ζωή χαμένη, χωρίς λόγο, χωρίς προσπάθεια.




 

Το τραγικό στοιχείο.

  Το έργο εκθέτει μια αστική συζυγική τραγωδία· αλλά προκύπτει μια κωμωδία με αστικές συζυγικές τραγωδίες. Οι ηθοποιοί πρέπει να επωμισθούν μια δραματική αναμέτρηση. Να την περιγράψουν ψύχραιμα και υπομονετικά στο κοινό.

  Ο Ντύρρενματ ανασκεύασε το έργο του Στρίμπεργκ σε ένα μοντέρνο θεατρικό είδος· όπου μετέτρεψε μια αστική συζυγική τραγωδία κάνοντας μια κωμωδία με θέμα τις αστικές συζυγικές τραγωδίες. Το έργο τελικά είναι μια ελαφροτραγωδία που έχει την απλότητα του φυσικού μύθου πάνω στον οποίο εξελίσσεται.

  Χρειάζεται δεξιοτεχνία για να επιτευχθεί μια άσκηση κωμωδίας σε ύφος παρωδίας πάνω σε ένα τραγικό θέμα. Όπως διαπιστώνουμε ασκεί και αυτό τη γοητεία του…

Θα κλείσουμε λέγοντας ότι ο Ντίρενματ είναι προτεστάντης. Κατ’ ουσίαν όμως λίγο νοιάζεται για το δόγμα. Αν νοιάζεται για κάτι είναι για να διαμαρτυρηθεί ανατρεπτικά μέσω του κυνισμού και της ειρωνείας για την ανθρώπινη συνθήκη. Αυτός ο χλευασμός είναι η βαθύτερη ανθρωπιά του, η κοινωνική του προσφορά, αν το θέλετε...

 



 

Το υλικό για το άρθρο και τις εικόνες αντλήθηκε από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου:

http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=425

 Η μεταφορά έγινε από το κανάλι:loukia touloumari






-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...