Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Ιθάκη του Καβάφη...

 Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.


Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.


Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.


Να εύχεσαι νά ναι μακρύς ο δρόμος.


Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.


Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.


Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.


Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.


Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.


Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.


Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.


Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.


Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, 

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.




Ο ΣΚΟΤΑΔΟΨΥΧΟΣ

Φαρμάκι έχω στην ψυχή 

Φέρνει μαυρίλα θολερή 

Στα στήθια μου Νύχτα αξημέρωτη ξανά

Με το πιοτό της με κερνά

Εβίβα μου,Σκοτάδι πίνω για πιοτό, 

Πω πω πω πω πω πω πω πω, 

Ντέφι της λύσσας μου κρατώ, 

πωπωπωπω, πωπωπωπω 

Και το μυαλό μου είναι θολό, 

πωπωπωπω, πωπωπωπω. 




#παγκοσμιαημεραποιησης

Ο Σεφέρης και η Κύπρος. Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Το σημερινό άρθρο μου – αφιέρωμα στην Κύπρο μας είναι αφιερωμένο στον διπλωμάτη και ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1900-1971). Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ως διπλωμάτης στο επάγγελμα και ποιητής στο ταλέντο βίωσε τους πόθους των Ελλήνων της Κύπρου, τους αγώνες τους, τις αγωνίες τους, τη φιλοπατρία τους, τον σε βάρος τους αμείλικτο πόλεμο των κατακτητών Άγγλων. Ο Θεός τον πήρε κοντά του πριν ζήσει τον Αττίλα και την τελευταία γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων κατά τον 20ό αιώνα, μετά από αυτές της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.



Ο αείμνηστος Πρόεδρος της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού, σε εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή, την 24η Μαΐου 1984, στην Πύλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία είπε, μεταξύ άλλων:

«Ο Σεφέρης συνδέθηκε πολιτικά και εθνικά με την Κύπρο. Δεν υπήρξε ξένος προς τον αγώνα της, ούτε προς τους χειρισμούς του εθνικού μας ζητήματος, λόγω της κατά την κρίσιμη περίοδο διευθυντικής θέσης του στο Υπουργείο των Εξωτερικών και της πρεσβευτικής του θέσης στο Λονδίνο κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου….Ο Γιώργος Σεφέρης ήξερε τι θα πει λαχτάρα της πατρίδας και καημός της λευτεριάς, γιατί γεννήθηκε στη Σμύρνη και ένιωσε την πρώτη εκείνη, πριν από την Κύπρο, εθνική τραγωδία του νεότερου Ελληνισμού το 1922».

Οι Άγγλοι συνέχισαν στην Κύπρο την πολιτική τους να ξεριζώσουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, που με την ίδια ένταση εφάρμοσαν στους Ιρλανδούς. Στο άρθρο του «Η ελληνική εκπαίδευση της Κύπρου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας» (Τόμος «Κυπριακά» 1878-1955, έκδ. Δήμου Λευκωσίας, Λευκωσία, 1986, σελ. 262) ο Γιώργος Προδρόμου γράφει:

«Οι Άγγλοι, καθόλη τη διάρκεια της κατοχής της Κύπρου, προσπάθησαν να ελέγξουν την εκπαίδευση του νησιού,…επιβάλλοντας με διαφόρους νόμους, που ξεσήκωναν την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, ένα συγκεντρωτισμό ελεγχόμενο από την αποικιοκρατική διοίκηση. Παράλληλα με διαφόρους άλλους νόμους και κανονισμούς, προσπάθησαν να ελέγξουν και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αλλάζοντας τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της και προωθώντας τον εξαγγλισμό της».

Ο Σεφέρης με σφοδρότητα αντιδρά στην προσπάθεια εξαγγλισμού των Ελλήνων της Κύπρου και εκθειάζει την επιμονή τους στην εθνική τους ταυτότητα. Σε επιστολή του προς την αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1954, γράφει:

« Εννιακόσια χρόνια σκλαβιάς υπό διάφορους κατακτητές, οι Κύπριοι, λαός πιστός και πεισματάρικα σταθερός, δεν επηρεάστηκαν καθόλου και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: ΘΕΛΟΜΕΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙ ΑΣ ΤΡΩΓΩΜΕΝ ΠΕΤΡΕΣ». Και καταλήγει στην ίδια επιστολή: «Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας».

Τελειώνω το άρθρο μου με την απάντηση του ποιητή Σεφέρη στους διάφορους που εποφθαλμιούν την Κύπρο. Είναι από το ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος»:

« Η γης δεν έχει κρικέλια (Σημ. γρ. χαλκάδες) για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν…και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές…».-

****

Σάββας Παύλου: Σεφέρης και Κύπρος, εκδόσεις Κουκκίδα, 2023, σ. 543

Πηγή: Άρδην.

Μια εξαιρετική ανάλυση του Κωνσταντίνου Μάντη πάνω στο ποίημα Φιλέλλην του Καβάφη

 Κωνσταντίνος Καβάφης «Φιλέλλην»


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.



Στο ποίημα «Φιλέλλην» [1912] ο Καβάφης μας παρουσιάζει μια πράξη με πολιτική χροιά, χρησιμοποιώντας το ίδιο διαλογικό μοτίβο που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, το 1926, και στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας», για να μας εισαγάγει εκ νέου στα παρασκήνια μιας ανάλογης πολιτικής πράξης. Στο «Φιλέλλην» το ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός του νομίσματος που θα κόψει ένα κράτος ή κρατίδιο κάπου στην Ανατολή, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» το έγγραφο με το οποίο θα επαινεθεί ο νικητής της ναυμαχίας του Ακτίου (ο οποίος παρά τις αρχικές τους εκτιμήσεις δεν ήταν ο Αντώνιος, αλλά ο Οκταβιανός).

Ο διάλογος και στα δύο ποιήματα είναι ατελής, υπό την έννοια πως ακούμε τη φωνή μόνο του ενός προσώπου, το οποίο και δίνει οδηγίες σ’ ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως απομένει σιωπηλό∙ σημειώνοντας ίσως ή προσέχοντας τις οδηγίες που του δίνονται. Ειδικότερα, στο «Φιλέλλην» ο σιωπηλός ακροατής είναι ο Σιθάσπης, ο τεχνίτης που θα σχεδιάσει το νόμισμα, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» είναι εκείνος ο γραφέας που θα κάνεις τις διορθώσεις στο ετοιμαζόμενο έγγραφο.    

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό∙
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.

Το πρώτο αίτημα που διατυπώνεται προς τον σχεδιαστή του νομίσματος έχει να κάνει με την αρτιότητα της χάραξης, ώστε ν’ αποδοθεί στην έκφραση του ηγεμόνα σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Η εικόνα έχει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερη σημασία κι απ’ την ίδια την πραγματικότητα, κάτι που το γνωρίζουν και το αξιοποιούν οι πολιτικοί ηγέτες διαχρονικά. Εύλογα, λοιπόν, η σοβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια συνιστούν δύο βασικές αρετές για την απεικόνιση κάθε ηγέτη είτε αυτός διοικεί ένα μικρό κράτος είτε μια σπουδαία αυτοκρατορία.

Το δεύτερο αίτημα, για το στενό διάδημα -τη διακοσμητική ταινία του κεφαλιού- λειτουργεί περισσότερο στο πλαίσιο του παιχνιδιού που ξεκινά απ’ την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης σχετικά με την ταυτότητα του κράτους στο οποίο αναφέρεται. Μη θέλοντας ο ποιητής να μιλήσει για ένα συγκεκριμένο βασίλειο της Ασίας δίνει μια σειρά αντιφατικών στοιχείων που έχουν σκοπό κυρίως να μπερδέψουν εκείνον που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει επακριβώς το χώρο του ποιήματος. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που μας παρέχει έμμεσα ο Αλεξανδρινός είναι πως δεν πρόκειται για κάποιον Πάρθο βασιλιά, μιας και ο καθοδηγητής του σχεδιασμού ξεκαθαρίζει πως τα φαρδιά διαδήματα των Πάρθων δεν του αρέσουν. Η επικράτεια, επομένως, των Πάρθων (το Ιράν) αποκλείεται ως ο χώρος που δρουν τα πρόσωπα του ποιήματος.

Η διατύπωση «δεν με αρέσουν» πέρα από τη γλωσσική σφραγίδα του Καβάφη με το πολίτικο ιδίωμα, καθιστά εμφανές πως εκείνος που δίνει τις οδηγίες στον Σιθάσπη, είναι ο ίδιος ο βασιλιάς. Η προσωπική ενασχόληση του οποίου με τις λεπτομέρειες του νομίσματος -κυρίως η σκηνοθεσία της ίδιας του της εικόνας-, όπως και οι πολιτικές εξαρτήσεις του κράτους του, υποδηλώνουν πως δεν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ηγεμόνα, αλλά για κάποιον ελάχιστα σημαντικό βασιλιά.

Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά∙
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.

Η επιγραφή του νομίσματος θα πρέπει, όπως άλλωστε συνηθίζεται, να είναι γραμμένη στα ελληνικά. Με τη διαπίστωση αυτού του στίχου ο Καβάφης τονίζει την επέκταση που είχε γνωρίσει -χάρη και στη δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου- ο ελληνικός πολιτισμός∙ αλλά και την ανάγκη των περιφερειακών βασιλείων να συνδέονται με αυτόν, έστω κι αν δεν είχαν ελληνικούς πληθυσμούς ή κάποια ουσιαστική γνωριμία με τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε εξαπλωθεί, όχι μόνο στα διάδοχα βασίλεια της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, τα γνωστά ως ελληνιστικά, αλλά και σε γειτνιάζουσες περιοχές, αποτελώντας για ένα ικανό διάστημα τον κώδικα κοινής επικοινωνίας εμπορικών, οικονομικών και πολιτιστικών συναλλαγών.

Ο σχεδιασμός του νομίσματος οφείλει ν’ ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες της εποχής, γι’ αυτό και η ελληνική υπογραφή συνιστά βασικό όρο για τη χρήση και την αποδοχή του νομίσματος στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές. Η επαφή με τον ελληνικό κόσμο ή έστω, η δημιουργία της εντύπωσης πως υπάρχει επικοινωνία με τον ελληνικό κόσμο, είναι αναγκαία προκειμένου το κρατίδιο αυτό να μη βρεθεί απομονωμένο απ’ τα υπόλοιπα βασίλεια που έχουν μια πιο ουσιαστική επαφή με το ελληνικό στοιχείο. Η ελληνική επιγραφή συνιστά, επομένως, μια πολιτική πράξη καίριας σημασίας, για να διαφυλαχτεί η επαφή του μικρού κράτους με τα γειτονικά εξελληνισμένα κράτη.

Επειδή, όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο στην Ασία τον έχει η Ρώμη, θα πρέπει να προσεχθεί το περιεχόμενο της επιγραφής, ώστε να μη δοθεί η εντύπωση πως ο ηγεμονίσκος αγνοεί ή περιφρονεί την εξάρτησή του απ’ τους Ρωμαίους. Χρειάζεται, οπότε, μια τιμητική βεβαίως επιγραφή, αλλά όχι κάτι το υπερβολικό ή πομπώδες, που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή και να ενοχλήσει τον Ρωμαίο τοποτηρητή, τον ανθύπατο, που σαφώς ελέγχει τις δράσεις του ηγεμονίσκου και στέλνει αναφορές στη Ρώμη. Υπάρχει, άρα, μια πολιτική ισορροπία που πρέπει να τηρηθεί με ιδιαίτερη ευλάβεια, καθώς από τη μία είναι ο ελληνικός πολιτισμός που λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός για τα βασίλεια της ευρύτερης περιοχής, κι από την άλλη οι Ρωμαίοι που έχουν τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο. Κι αυτοί οι δύο πόλοι εξάρτησης θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, εκμηδενίζοντας σχεδόν το αυτεξούσιο, αλλά και τον ξεχωριστό χαρακτήρα του ίδιου του κρατιδίου. Ούτε η γλώσσα του θ’ αποτυπωθεί στο νόμισμα, ούτε κάποια έκφραση που να φανερώνει αξιώσεις μεγαλείου ή πολιτικής ισχύος.  

Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος∙
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος, απαλλαγμένη από το βάρος πολιτικών συνδηλώσεων, καλείται να ενισχύσει την αισθητική του νομίσματος. Ο ηγεμονίσκος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση∙ θέλει ωστόσο να είναι κάτι το πολύ εκλεκτό, κάτι το εξαιρετικά καλαίσθητο∙ ίσως κανένας ωραίος έφηβος δισκοβόλος. Η σκέψη αυτή του βασιλιά θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ανταποκρίνεται στα ελληνικά πρότυπα ομορφιάς, ωστόσο η εικόνα ενός ωραίου αθλητή δεν συγκινεί και δεν διατρέχει μόνο τον ελληνικό κόσμο.

Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.

Η έμφαση αυτών των στίχων, που τονίζεται ακόμη περισσότερο με την παρενθετική έκκληση του βασιλίσκου (προς θεού, να μη λησμονηθεί), δίνεται στον τιμητικό όρο «Φιλέλλην»∙ ο οποίος αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος.
Πέρα από του βασικούς τίτλους Βασιλεύς, αλλά και Σωτήρ (τίτλος που αποδίδεται σε ηγεμόνες που κατόρθωσαν με τη δράση τους να προσφέρουν κάποια σωτήρια υπηρεσία στο έθνος τους∙ εδώ μάλλον είναι περισσότερο τυπικός, καθ’ επίδραση άλλων νομισμάτων, κι όχι δηλωτικός κάποιας ουσιαστικής προσφοράς), ο βασιλιάς ζητά απ’ τον αυλικό του να χαράξει με κομψά γράμματα και τη λέξη Φιλέλλην. Διεκδικεί, έτσι, μερίδιο μιας ανώτερης παιδείας, που τον φέρνει πλησιέστερα στον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό. Ο Φιλέλληνας ηγεμόνας έχει -υποτίθεται- γνωρίσει κι εκτιμήσει βαθύτατα τις αξίες του ελληνικού κόσμου. Είναι κι αυτός λάτρης των ελληνικών γραμμάτων και άρα άξιος συνομιλητής των υπόλοιπων βασιλέων της περιοχής.

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.

Ο ηγεμονίσκος, βέβαια, αντιλαμβάνεται πόσο απέχει απ’ την αλήθεια, κι απ’ την πραγματική του φύση ο τίτλος του Φιλέλληνα, γι’ αυτό και σπεύδει να προλάβει τις εύλογες αντιρρήσεις του αυλικού του. Αφού το γράφουν τόσοι και τόσοι, πιο βάρβαροι από εμάς, θα το γράψουμε κι εμείς! Ο βασιλιάς γνωρίζει καλά πως, όσο κι αν κάτι τέτοιο απέχει απ’ την αλήθεια, πρέπει να συμπεριληφθεί στο νόμισμά του, καθώς διαφορετικά θα βρεθεί αποκομμένος απ’ το σημαντικότερο δεσμό, απ’ το σημαντικότερο σημείο επαφής των άλλων βασιλείων. Φιλέλληνας μπορεί να μην είναι -και πραγματικά δεν είναι-, αλλά δεν είναι και τόσο ανόητος, ώστε να το παραδεχτεί. Στην πολιτική, άλλωστε, σημασία έχει η εικόνα που παρουσιάζεις στους άλλους, και όχι η αλήθεια.
Σχετικά με τους τοπικούς προσδιορισμούς που παρέχει ο ηγεμονίσκος, ας δούμε σημεία από τα σχόλια των Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη:

«Ο Ζάγρος είναι η κεντρική οροσειρά που διαθέει από ΒΔ προς ΝΑ το Ιράν, παράλληλα δηλαδή προς την ανατολική ακτή του Περσικού κόλπου: Τα Φράατα... ήταν η πρωτεύουσα της Ατροπατηνής Μηδίας, μιας ηγεμονίας εξαρτημένης από τους Πάρθους, στα ΒΔ της Περσίας, γύρω στο σημερινό Tabriz. ...

Αν, εντούτοις ο στίχος μοιάζει με την επάλληλη παράθεση των τριών τοπικών επιρρημάτων (πίσω, εδώ, πέρα), να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, ο Ζάγρος και τα Φράατα, ως γεωγραφικές συντεταγμένες, είναι ασύμβατα. Με αυτονόητο σημείο αναφοράς τη Μεσόγειο, η έκφραση πίσω απ’ το Ζάγρο υποδεικνύει την περιοχή του Ισπαχάν, στην καρδιά της Περσίας (όπου ακριβώς βρισκόταν το βασίλειο των Πάρθων), ενώ το: πέρα απ’ τα Φράατα οδηγεί είτε στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο, εκτός της κλασικής οικουμένης σχεδόν, ή (το που θάταν κι ο μοναδικός ανεκτός συνδυασμός των δύο συντεταγμένων): στη νότια ακτή της Κασπίας. Όμως κι αυτή η περιοχή στους Πάρθους ανήκε! Κι ο Φιλέλλην, καθώς συνάγεται απ’ τα λεγόμενά του, σίγουρα Πάρθος δεν ήταν!»

Ο Καβάφης, επομένως, επιχειρεί περισσότερο να συσκοτίσει παρά να προσδιορίσει την τοποθεσία του βασιλείου. Στοιχείο που φανερώνει πως ό,τι τον ενδιαφέρει κυρίως είναι να δοθεί προσοχή στην έκταση που είχε λάβει η ελληνική επίδραση, και όχι στην ταυτότητα του συγκεκριμένου κρατιδίου.  

Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

Με το κλείσιμο του ποιήματος και την αιτιολόγηση που παρέχει ο βασιλίσκος σχετικά με την επαφή που έχουν με τον ελληνικό πολιτισμό, ενισχύεται η εις βάρος του ειρωνεία του ποιητή. Ως επιχείρημα πως δεν είναι «ανελλήνιστοι» προβάλλει το γεγονός πως έρχονται ενίοτε και σ’ αυτούς απ’ τη Συρία σοφιστές, στιχοπλόκοι (δεν καταδέχεται καν να τους ονομάσει ποιητές) και άλλοι ματαιόσπουδοι (αυτοί που ασχολούνται εμβριθώς με μάταια πράγματα)∙ μια μηδαμινή δηλαδή επαφή μ’ έναν πλούσιο και πνευματικά ακμάζοντα πολιτισμό. Ωστόσο, εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι να γνωρίσει ουσιαστικά τον ελληνικό κόσμο, αλλά να εκμεταλλευτεί προς όφελός του και τα ελάχιστα αυτά ψήγματα επαφής με τους Έλληνες. Γνωρίζει, βέβαια, πως κανένας σημαντικός σοφιστής ή ποιητής δεν θα καταδεχόταν να φτάσει ως το δικό του κρατίδιο, και πως όσοι τους επισκέπτονται δεν είναι παρά φιλοχρήματοι καιροσκόποι, που θέλουν απλώς να εξαργυρώσουν τη φήμη που έχουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει απ’ το να διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του Φιλέλληνα. Δεν θεωρεί απαραίτητο να είναι πραγματικά κοινωνός της ελληνικής παιδείας, του αρκεί και μόνο να δίνει προς τα έξω αυτή την εντύπωση.

Ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημα ως εξής: «Κάποιος βασιλίσκος, προς ανατολάς της Μεσοποταμίας, είναι ματαιόδοξος αλλ’ όχι βλαξ, διότι εννοεί μεν ότι οι Έλληνες που έρχονται στην αυλήν του είναι περιτρίμματα, εν τούτοις θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός [της χαράξεως του νομίσματός του] δια να αποδείξει ότι ευρίσκεται εις επικοινωνίαν με τον ελληνικόν κόσμον».



Κωνσταντίνος Μάντης
Σπουδές: Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Σύγχρονη Ιστορία (ΕΑΠ)

Πηγή https://latistor.blogspot.com/2014/01/blog-post_21.html?m=1

Καβάφης. Φιλέλλην.


 

Κώστας Καρυωτάκης: Όταν το βίωμα γίνεται ποίηση. Ιάκωβος Μενελάου

 Πέρασαν 90 χρόνια από το θάνατο του Καρυωτάκη. Ενός ποιητή που αγαπήθηκε όσο λίγοι και που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής, να μεταφράζεται και να μελοποιείται. Φυσικά, ήταν με μεγάλη μου τιμή που δέχτηκα την πρόταση από την έκδοση του περιοδικού Neograeca Bohemica να συγγράψω το δοκίμιο αυτό, την οποία και θα ήθελα να ευχαριστήσω.                 



Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896–1928) είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές των ελληνικών γραμμάτων. Στο σύντομο βίο του εξέδωσε τις ακόλουθες τρεις ποιητικές συλλογές: Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921) και Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία, έντονα νοσταλγικό τόνο, πεσιμισμό και άρνηση για τη ζωή. Βασικά στοιχεία της ποιητικής του είναι ο λυρικός και σατιρικός τόνος που διαπερνούν ολόκληρο το ποιητικό του έργο, με το σατιρικό στοιχείο ωστόσο πιο έντονο στην τρίτη και τελευταία συλλογή. Ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας του έργου του έγινε σημείο αναφοράς και διαφωνίας μεταξύ των κριτικών. Ένας σημαντικός αριθμός ποιημάτων έχει καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αυτό έδωσε στους αναγνώστες και αναλυτές του Καρυωτάκη τροφή για διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι παραδοσιακή ως προς τη μορφή, αλλά σε περιεχόμενο κάποιος θα μπορούσε να πει μοντέρνα. Παρότι βλέπουμε την κυριαρχία του ιαμβικού στίχου, υπάρχουν και κάποια ποιήματα σε τροχαϊκό, αναπαιστικό, μεσοτονικό και δακτυλικό μέτρο, αλλά και σε ελεύθερο στίχο.

 Παρότι οι ποιητικές εμπνεύσεις του Καρυωτάκη ανιχνεύονται στη γαλλική ποίηση, και συγκεκριμένα στη Μπωντλαιρική παράδοση, η ποίησή του αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα αφού καταπιάνεται με θέματα διαχρονικά για τον Έλληνα όπως η στρατιωτική θητεία, η δημοσιοϋπαλληλία αλλά φυσικά και με άλλες υπαρξιακές ανησυχίες και παράπονα της ελληνικής πραγματικότητας. Επομένως αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι πως ναι μεν υπάρχει η Μπωντλαιρική επίδραση στον Καρυωτάκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μίμηση αυτού του προτύπου. Νοουμένου λοιπόν ότι στα ποιήματά του πραγματεύεται καίρια και διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού χώρου, το έργο του αποκτά και διαχρονικό χαρακτήρα. Οι επανεκδόσεις των ποιημάτων του δείχνουν και την προτίμηση που τυγχάνει ο ποιητής στο αναγνωστικό κοινό σήμερα, με την έκδοση ωστόσο του Σαββίδη να αποτελεί σταθμό. Άλλες αξιόλογες εκδόσεις επίσης υπάρχουν, όπως αυτή του Ελευθεράκη.

Η δημοτικότητα του Καρυωτάκη στις μέρες μας μπορεί να συσχετισθεί και με το γεγονός ότι ποιήματά του μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από αξιόλογους καλλιτέχνες, που τυγχάνουν ιδιαίτερης αναγνώρισης ανάμεσα σε εφήβους και άτομα νεαρής ηλικίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα ποιήματα Ιδανικοί Αυτόχειρες και Πρέβεζα που τραγούδησαν ο Νίκος Ξυλούρης (1936–1980) και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1950–) αντίστοιχα. Η μελοποιημένη ποίηση βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα και συνεισφέρει ουσιαστικά στη διάδοση του ποιητικού έργου. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό του Νίκου Καββαδία (1910–1975) του οποίου τα ποιήματα έγιναν τραγούδια στο στόμα του ελληνικού λαού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ποιήματα του Καρυωτάκη απέκτησαν και διεθνή αναγνώριση, αφού μεταφράσεις των ποιημάτων του υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες όπως τα αγγλικά και τα πολωνικά. Η εξαιρετικά αξιόλογη τηλεοπτική σειρά της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) Καρυωτάκης που βασίζεται στη ζωή και το έργο του ποιητή, είναι μια άλλη απόδειξη της απήχησης που έχει ο Καρυωτάκης. Η σειρά καταπιάνεται όχι μόνο με τα ποιητικά κείμενα και την αγάπη του Καρυωτάκη για την ποίηση, αλλά και με τις υπαρξιακές και επαγγελματικές ανησυχίες του ποιητή· και φυσικά τον έρωτά του με την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902–1930).

 Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησης του Καρυωτάκη έγινε αιτία διάφορων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, ο Δημαράς μίλησε για ειλικρίνεια στην ποίηση του Καρυωτάκη αφού η προσωπική εμπειρία και τα προσωπικά βιώματα είναι εμφανέστατα στα ποιητικά του κείμενα, ενώ η αυτοκτονία του είναι επιβεβαίωση της ταύτισης ζωής και έργου. Ο δε Θεοτοκάς είδε τη διάχυτη προσωπική τραγωδία του Καρυωτάκη σαν μια προσπάθεια να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του. Παρομοίως, ο Χονδρογιάννης σχολιάζοντας την ταύτιση ζωής και έργου στον Καρυωτάκη, ισχυρίστηκε πως ο ποιητής έγραψε για τον πόνο του εν τη απουσία πραγματικού ταλέντου. Αν κάποιος πάρει ως αυτονόητο πως η βιωματική γραφή είναι απαραίτητα και αδυναμία, τότε δεν μπορεί να οδηγηθεί πουθενά αλλού από μια τέτοια απορριπτική και μονοδιάστατη ανάλυση. Ωστόσο τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτυγχάνουν να δουν την αλήθεια των ποιημάτων, αλλ ά και το γεγονός πως πολλές φορές ζωή και έργο είναι στοιχεία αλληλένδετα. Ειδικά ο Θεοτοκάς και ο Δημαράς άσκησαν αυστηρότατη κριτική στον Καρυωτάκη μετά την έκδοση των Απάντων του ποιητή από το Χαρίλαο Σακελλαριάδη το 1938.

 Σε αντίθεση με αυτές τις αρνητικές κριτικές, ο Άγρας μίλησε εγκωμιαστικά για την καρυωτακική ποίηση και υποστήριξε ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας αληθινός ποιητής, ενώ τα ποιήματά του είναι «σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του». Στην ποίηση του Καρυωτάκη «ζωή και τέχνη γίνονται ένα». Η ποίησή του κουβαλά τη δική του μελαγχολία που είναι και «τεκμήριο ευαισθησίας». Ο Καρυωτάκης είναι ένας ρομαντικός ποιητής που αντιπροσώπευσε μια ολόκληρη γενιά.

 Όπως γίνεται αντιληπτό, παρά το γεγονός πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις ο άξονας παραμένει ο ίδιος: ο βιωματικός χαρακτήρας του καρυωτακικού έργου. Ενώ κριτικοί όπως ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς και ο Χονδρογιάννης ερμήνευσαν την ταύτιση έργου και ζωής ως αδυναμία, ο Άγρας την είδε ως ταλέντο· και σαν πραγματικός ποιητής που ήταν ο Καρυωτάκης, έκανε την ποίησή του κομμάτι του εαυτού του.

 Γι’ αυτό και η ανάγνωση των ποιημάτων πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Καρυωτάκη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τα οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε πολλά ποιήματά του. Και η αλήθεια είναι πως τόσο ο ποιητής Καρυωτάκης, όσο και ο άνθρωπος Καρυωτάκης παραμένουν στο προσκήνιο όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της φιλολογίας και της κριτικής. 

Εντούτοις δεν απουσιάζουν άλλου τύπου κριτικές που προτείνουν μια ανάγνωση των ποιημάτων ως ανεξάρτητων οντοτήτων, βάσει μιας καθαρά φορμαλιστικής προσέγγισης. Η βιογραφία του ποιητή και τα όποια κοινωνικοϊστορικά δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη. Παρότι τέτοιες προσεγγίσεις καταλήγουν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως μέσω μιας τέτοιας ανάλυσης χάνεται η γοητεία ανίχνευσης βαθύτερων νοημάτων, που φυσικά προκύπτουν μέσα από βιογραφικά και κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.

Μια άλλη σημαντική πτυχή του καρυωτακικού έργου είναι και η επίδραση που άσκησε ο Καρυωτάκης σε άλλους ποιητές. Μια επίδραση που έγινε γνωστή ως «καρυωτακισμός». Τα χρόνια 1928–1935 έχουμε την πρώτη «ιστορικά μαρτυρημένη» μορφή καρυωτακισμού. Πρόκειται για μια μιμητική τάση που αναπτύχθηκε αυτά τα χρόνια και ουσιαστικά έκανε ποιητική μόδα τον καρυωτακικό πεσιμισμό και τη θλίψη. Η ποιητική γενιά του ’20 μιμήθηκε τα βασικά στοιχεία της καρυωτακικής ποιητικής. Όμως ενώ στον Καρυωτάκη ο πόνος, ο μαρασμός και η απαισιοδοξία είναι στοιχεία γνήσια που πηγάζουν από τα βιώματα του ποιητή, στους περισσότερους ποιητές της γενιάς αυτής βλέπουμε μια ατελή μίμηση που καταλήγει σε μια προσποιητή μελαγχολία. Ενώ δηλαδή στον Καρυωτάκη έχουμε το «βίωμα του καρυωτακισμού», στους μιμητές του βλέπουμε τη «μίμηση του καρυωτακισμού». 

Ωστόσο, η άποψη πως ο καρυωτακισμός είναι μάλλον μια εφήμερη μανία αποδείχτηκε λάθος, αφού στοιχεία της καρυωτακικής ποίησης επανεκτιμούνται από τη σύγχρονη κριτική. Πέραν τούτου η καρυωτακική απαισιοδοξία είναι χαρακτηριστικό που ο μελετητής της νεοελληνικής ποίησης βλέπει συχνά να χρησιμοποιείται και μάλιστα από πολύ μεταγενέστερους ποιητές· από κάποιους σε πιο μικρό βαθμό και από κάποιους σε πιο μεγάλο βαθμό. Η επίδραση παραμένει άλλοτε μίμηση και άλλοτε μπαίνει στο καλούπι μιας πιο παραγωγικής ποιητικής δημιουργίας, ανάλογα με το μέταλλο και το ταλέντο του ποιητή. Επί της ουσίας, ο Καρυωτάκης είναι ενδεχομένως ένας από τους ποιητές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο νεοελληνικό ποιητικό κόσμο και θα ήταν μάλλον άτοπο να υποστηρίξει κάποιος σήμερα πως ο καρυωτακισμός ήταν κάτι εφήμερο, νοουμένου ότι παραμένει στο επίκεντρο της φιλολογικής κριτικής και ποιητικής δημιουργίας ως πηγή έμπνευσης. 

Αναλύοντας τις επιδράσεις της καρυωτακικής ποίησης, το 1972 ο Σαββίδης εστιάζει σε τέσσερις σπουδαίες μορφές του ’30: το Γιώργο Σεφέρη (1900–1971), το Γιάννη Ρίτσο (1909–1990), τον Ανδρέα Εμπειρίκο (1901–1975) και τον Οδυσσέα Ελύτη (1911–1996). Στο τέλος της εργασίας του ο Σαββίδης ανιχνεύει τις καρυωτακικές επιδράσεις στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά (Λεοντάρης, Ευαγγέλου) και στη γενιά του ’70 (Πούλιο, Παναγιώτου, Σοφιανό, Βαλαβανίδη). Φυσικά εδώ δεν μιλάμε για μίμηση του καρυωτακικού προτύπου, αλλά για παρουσία μιας παραγωγικής μορφής επίδρασης. 

Ο Ρίτσος συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την υπαρξιακή αγωνία του Καρυωτάκη και καρυωτακικά ίχνη είναι εμφανή στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές (Τρακτέρ,1934 και Πυραμίδες, 1935). Τα στοιχεία της καθαρεύουσας που βλέπει ο αναγνώστης του Ρίτσου επίσης αποτελούν καρυωτακικές επιδράσεις, όπως εξάλλου και οι «αυτούσιες καρυωτακικές ρίμες».

 Οι καρυωτακικές επιδράσεις στο έργο του Ελύτη επίσης χρήζουν διερεύνησης αφού διαφορετικού τύπου είναι η σχέση του Ελύτη με τον Καρυωτάκη στη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) και άλλ ου τύπου στο Ήλιος ο Πρώτος (1943). Η μεταγενέστερη δε ποίηση του Ελύτη δείχνει άλλη σχέση με τον Καρυωτάκη απ’ ότι οι δύο αυτές συλλογές. 

Το ποίημα του Καρυωτάκη [ Άλογα Μαύρα] είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει ως τεχνική τις μεταφορές που υποδηλώνουν τη σχέση του ποιητή με το έργο του, ενώ ο αυτοχαρακτηρισμός «κλόουν τραγικός» αναφέρεται στην προσωπική του πάλη αλλά και στο πώς βλέπουν οι άλλοι το θάνατό του:

 Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε 

οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου. 

Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε

 να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

 Ο Καρυωτάκης αντιλαμβάνεται νωρίς ότι η ταύτιση ζωής και έργου «θα τον οδηγήσει στην υποχρεωτική αποξένωση», ενώ το ποίημα Σταδιοδρομία είναι απόδειξη της άποψης του ιδίου για την ποιητική σταδιοδρομία:

 Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω 

σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

 «Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες» 

θα γράψουν οι εφημερίδες. 

«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» 

και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου. 

Φυσικά και σε άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη, ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει αυτή την ταύτιση ζωής και έργου. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Υπάλληλοι παραπέμπει στη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του ποιητή, ενώ το Ωχρά Σπειροχαίτη, που είναι το βακτήριο της σύφιλης, στην προσωπική τραγωδία του ποιητή και το γεγονός ότι έπασχε από την ασθένεια. 

Αυτό που μπορεί κάποιος να αντιληφθεί είναι πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί η σχέση – ή και ταύτιση ακόμα – ζωής και έργου στον Καρυωτάκη ως αδυναμία. Ο Καρυωτάκης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές, που χάρισε στα νεοελληνικά γράμματα κάτι εντελώς καινούργιο και καινοτόμο. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από τα ποιήματά του αλλά και από τον τρόπο που στοιχεία της ποίησής του χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους ποιητές, είτε μέσω της ατελούς μίμησης είτε με πιο παραγωγικούς τρόπους. Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής του επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίσει όχι μόνο τον ποιητή Καρυωτάκη, αλλά και τον άνθρωπο Καρυωτάκη. Το να αφήσει όμως κατά μέρος ο αναγνώστης τα βιωματικά στοιχεία, ταυτόχρονα σημαίνει και διάσταση από τον πραγματικό και βαθύτερο κόσμο των ποιημάτων. Όταν ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του Οι Στίχοι μου λέει «δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά», ενδεχομένως να πρέπει να ερμηνευθεί και από τον κριτικό σαν μια έμμεση προτροπή ότι το ποίημα, όπως και άλλα ποιήματα, θα διαβαστεί καλύτερα σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Και τελικά αν ο σκοπός και στόχος της ανάλυσης ενός ποιήματος (ή ενός κειμένου γενικά) είναι η αλήθεια του ποιητή ή ένα αποτέλεσμα κοντά στην αλήθεια αυτή, πώς μπορεί η βιογραφία να μην χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο ανάλυσης;


 Βιβλιογραφία 

Benatsis, A. 2004. „Ti neoi pou ft asamen edo“: Kostas Karyotakis: apo ta prota os ta teleft aia po ii mata. Athina. [Μπενάτσης, A. 2004. «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»: Κώστας Καρυωτάκης: από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα. Αθήνα.]

 Frantzi, A. 1998. I poiitiki stin poiisi tou K. G. Karyotaki. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 131–142. [Φραντζή, Α. 1998. Η ποιητική στην ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. InΜ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 131–142.]

 Garantoudis, E. 1998a. Pseft i tou kosmou. To Vima, 5 Iouliou 1998 [online]. Available from: https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy. [Γαραντούδης, Ε. 1998. Ψεύτη του κόσμου. Το Βήμα, 5 Ιουλίου 1998 [online]. Πρόσβαση από: https://www. tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy.] Garantoudis, E. 1998b. I anaviosi tou karyotakismou. O K. G. Karyotakis kai i poiitiki genia tou 1970. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 195–258. [Γαραντούδης, E. 1998. Η αναβίωση του καρυωτακισμού. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970. In Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 195–258.]

 Georgiadis, N. 2014. Kostas Karyotakis: Apantiseis sta erotimata gia ton idio kai to ergo tou. Athina. [Γεωργιάδης, N. 2014. Κώστας Καρυωτάκης: Απαντήσεις στα ερωτήματα για τον ίδιο και το έργο του. Αθήνα.]

Karyotakis, K. 2001. Poiimata kai peza. Epimeleia G. P. Savvidis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2001. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα.] 

Karyotakis, K. 2006. Battered Guitars: Poems and Prose. Translated by William W. Reader and Keith Taylor. Birmingham. Karyotakis, K. 2010. Poiimata kai peza. Epimeleia D. Eleft herakis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2010. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Δ. Ελευθεράκης. Αθήνα.]

 Koutrianou, Ε. 2000. Odysseas Elytis and K. G. Karyotakis: I know him no longer. ..? Journal of Modern Greek Studies 18/2, 415–451. Kruczkowska, J. 2015. Who Gets Translated and Why?: Anthologies of Twentieth-Century Greek Poetry in Poland. Journal of Modern Greek Studies 33/1, 105–125.

 Ntounia, Chr. 2000. O ‘karyotakismos’ tou Gianni Ritsou. Eleft herotypia 128 (10. 11. 2000). Afi eroma: Giannis Ritsos, Vivliothiki tis Eleft herotypias, 10–11.[Ντουνιά, Xρ. 2000. Ο «καρυωτακισμός» του Γιάννη Ρίτσου. Ελευθεροτυπία 128 (10. 11. 2000). Αφιέρωμα: Γιάννης Ρίτσος, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 10–11.] 

Philokyprou, Ε. 1992. Why the Post-Symbolists Have No Symbols. Journal of Modern Greek Studies 10/2, 235–247.

 Strasburger, J. 1987. Poeci Nowej Grecji. Warszawa.


Πηγή: Reports

Η αυτοκτονία του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη μέσα από επίσημα έγγραφα.

Στις 21 Ιουλίου του 1928 ο Κώστας Καρυωτάκης θα βάλει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά, αφού οι προηγούμενες απόπειρές του να πνιγεί είχαν αποτύχει, κάνοντας τον να γράψει στο υστερόγραφο του σημειώματος που βρέθηκε στην τσέπη του: «Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Ο Καρυωτάκης ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των ποιητών της γενιάς του 1920 και ανήκει γραμματολογικά στους νεοσυμβολιστές ή νεορομαντικούς ποιητές του μεσοπολέμου. Εκτός από ποιητής, ο Καρυωτάκης είχε μια καριέρα δημοσίου υπαλλήλου.  Σπούδασε Νομική, αλλά δεν μπόρεσε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Διορίστηκε γραμματέας στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης το 1919 και έκτοτε ξεκίνησαν οι συνεχείς μεταθέσεις του σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Άρτα, Κυκλάδες, Αθήνα, Πάτρα, Πρέβεζα) εξαιτίας και της συνδικαλιστικής του δράσης (Γενικός Γραμματέας του Δ. Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων). Στη Νομαρχία Πρέβεζας, που ήταν και η τελευταία του μετάθεση, ήταν υπάλληλος του Γραφείου Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων.




🔎Δείτε μέσα από τεκμήρια των αρχειακών συλλογών της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους


📌Υπηρεσιακές εκθέσεις των Νομαρχών Αττικοβοιωτίας (1923) και Θεσσαλονίκης (1920) για τον υπάλληλο Κωνσταντίνο Καρυωτάκη


📌Φύλλο μητρώου του υπαλλήλου Κωνσταντίνου Καρυωτάκη με ιδιόχειρη υπογραφή του (1920)





Ο σκαρτάδος, του Γεωργίου Σουρή.

 Ο σκαρτάδος, του Γεωργίου Σουρή. 

        

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος

ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.

Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.

Τί διάβολο;… κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.

Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.

Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα…
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.

Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Σύρο, ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός».





Ανθρωπολογία της βυζαντινής ποίησης, Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών Ανθρωπολογία της βυζαντινής ποίησης (Διάλεξη της 28 Ιαν. 2013 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδας)

 Κυρίες και Κύριοι,

Αναλαμβάνοντας να μιλήσω απόψε στην εκλεκτή ομήγυρή σας για τη βυζαντινή ποίηση, είχα βαθιά συνείδηση της δυσχέρειας του εγχειρήματος. Όχι τόσο επειδή δεν ασχολούμαι συστηματικά –σε ερευνητικό και διδακτικό επίπεδο– με τη βυζαντινή λογοτεχνία, όσο επειδή η εξέταση του θέματος επιβάλλει να κινηθεί κανείς μέσα σε μια ολόκληρη χιλιετία[1], κατά τη διάρκεια της οποίας αναπτύχθηκαν τρεις κλάδοι ποίησης –η θύραθεν, η δημώδης και η εκκλησιαστική, ο καθένας με τις υποδιαιρέσεις του–, που είναι φυσικό να διαφέρουν στη μορφή και στο περιεχόμενο. Μέσα σ’ αυτό το απέραντο και πολύμορφο ποιητικό τοπίο πρέπει να εντοπίσουμε κάποια σημεία, που αποκαλύπτουν την ψυχολογία και την ιδεολογία του βυζαντινού ανθρώπου.




Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση για τη νηφάλια διερεύνηση του θέματος είναι η απαλλαγή μας από προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις σχετικά με τη φύση του βυζαντινού πολιτισμού. Η παλαιά αντίληψη για ένα μονοδιάστατο, θεοκεντρικό και συντηρητικό πολιτισμό, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος ασφυκτιούσε, έχει ήδη παραχωρήσει τη θέση της στην αντίληψη για ένα πολιτισμό πολυδιάστατο, που –παρά την έντονη θρησκευτική του χροιά– δεν είχε κλείσει τις διόδους στη ρηξικέλευθη σκέψη ούτε είχε –στο σύνολό του– απαρνηθεί, για χάρη των ουράνιων αγαθών, τις επίγειες χαρές.

   Πριν προχωρήσω σε οποιεσδήποτε ειδικότερες παρατηρήσεις, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω –σε όσους δεν τα έχουν πρόχειρα– κάποια γραμματολογικά στοιχεία. Ήδη ανέφερα ότι η βυζαντινή ποίηση περιλαμβάνει τρεις κλάδους: τη θύραθεν, τη δημώδη και την εκκλησιαστική. Στη θύραθεν ποίηση ανήκουν κείμενα γραμμένα σε αρχαία γλώσσα και μέτρα προσωδιακά, κείμενα στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά με θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως λ.χ. τα επιγράμματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, που καταλαμβάνουν το 8ο βιβλίο της Ελληνικής Ανθολογίας. Η δημώδης[2] –με περιεχόμενο επίσης ποικίλο– είναι γραμμένη στην ομιλούμενη των Βυζαντινών γλώσσα και χρησιμοποιεί τον λεγόμενο πολιτικό στίχο, δηλαδή τον ιαμβικό 15σύλλαβο. Η εκκλησιαστική ποίηση χρησιμοποιείται για καθαρά λατρευτικούς σκοπούς σε σύζευξη πάντα με τη βυζαντινή μουσική. Παρά το ότι αρκετά κείμενά της είναι γραμμένα σε αρχαία προσωδιακά μέτρα, κυριαρχεί το ρυθμικό σύστημα, που βασίζεται στον αριθμό και τον τόνο των συλλαβών. Κορυφαίος εκπρόσωπός της αναδείχθηκε ο Ρωμανός ο Μελωδός, η παρουσία του οποίου αρκεί, όπως έχει λεχθεί, για τη δικαίωση ολόκληρης της βυζαντινής γραμματείας[3]. Ας προσθέσουμε στα παραπάνω ότι η δημώδης ποίηση έχει αυτονομηθεί από την αρχαιοελληνική εξ ολοκλήρου ως προς τη μορφή και εν μέρει ως προς το περιεχόμενο, ενώ η εκκλησιαστική εξ ολοκλήρου ως προς το περιεχόμενο και εν μέρει ως προς τη μορφή.

Σύμφωνα με τη λογοτεχνική θεωρία, το ανθρώπινο πρόσωπο, στην ολότητά του, εκφράζεται κυρίως από τη λυρική ποίηση και, φυσικά, από τη δραματική, όπου επίσης συχνά παρουσιάζονται αθέατες όψεις της ψυχικής μας ζωής και κρίσιμα διλήμματα, που ανακύπτουν σε οριακές στιγμές της πάλης με τον εαυτό μας και με το πεπρωμένο. Και νομίζω ότι για τη μελέτη του θέματός μας πρώτη δυσχέρεια αποτελεί το γεγονός, που ήδη έχει επισημανθεί από τον Krumbacher, ότι δηλαδή η λυρική ποίηση, ως αυτόνομο είδος, είναι σπανιότατη, ενώ η δραματική –προπάντων η τραγωδία– είναι ουσιαστικά απούσα από το Βυζάντιο[4], παρά τα όσα κατά καιρούς, και εντελώς πρόσφατα[5], έχουν υποστηριχθεί.

 Ως προς την τραγωδία, ο Χριστιανισμός δεν προσέφερε γόνιμο έδαφος για την αναβίωσή της, εφόσον –σύμφωνα με τη διδασκαλία του– η τραγικότητα μιας κατάστασης μπορεί να αρθεί από το θείο έλεος, ενώ η γνήσια τραγωδία στηρίζεται στο ανελέητο της μοίρας. Το μοναδικό δραματικό ποίημα στη βυζαντινή γραμματεία είναι το γνωστό σε όλους Ο Χριστός πάσχων (11ος ή 12ος αι.), που στερείται όμως οποιασδήποτε αισθητικής αξίας και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, εφόσον ουσιαστικά αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων από τραγωδίες του Ευριπίδη και του Αισχύλου και από διάφορα ιερά κείμενα[6].

Δεν θα αρνηθούμε, βέβαια, ότι και η βυζαντινή λογοτεχνία γνωρίζει δραματουργικές προσπάθειες, δηλαδή σύντομες διαλογικές σκηνές, όπως λογομαχίες για το έργο της Τύχης ή έργα που συνεχίζουν την παράδοση της Βατραχομυομαχίας, στηρίζονται δηλαδή στην διαλογική αντιπαράθεση, όπως η Κατομυομαχία (ή Γαλεομαχία) του Θεοδώρου Προδρόμου (12ος αι.), η Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων, ο Πουλολόγος και άλλα, που εν πολλοίς, βέβαια, έχουν σατιρικό και διδακτικό χαρακτήρα.

Σύμφωνα με τον Hans-Georg Beck[7], δραματικούς διαλόγους και κείμενα με λυρική πνοή μπορεί να ανακαλύψει κανείς –εκτός από την εκκλησιαστική ποίηση– και στη βυζαντινή ρητορική, που αποτελεί, κατά τον ίδιο, αληθινό χρυσωρυχείο, εφόσον εδώ εντοπίζονται δείγματα από τα πιο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη.

Αν θεωρήσουμε την ψυχική διάθεση ως αφετηρία της λυρικής ποίησης και λάβουμε υπόψη το μεγάλο ρόλο που παίζει στη βυζαντινή ρητορική ο ρυθμός, δεν είναι λάθος ν’ αναζητούμε και εδώ δείγματα λυρικής ποίησης («λυρικές μονογραφίες» τα ονομάζει ο Beck[8]). Και βρίσκουμε πράγματι κομμάτια με εκπληκτική λυρική τρυφερότητα, όπως ο ύμνος στην άνοιξη, που υπάρχει σ’ ένα κήρυγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού[9] ή ο λόγος του Μιχαήλ Ψελλού (11ος αι.) στο μικρό εγγονό του. Εδώ, ο σημαντικός αυτός λόγιος εκδηλώνει την πιο μεγάλη χαρά για τη φυσική αφέλεια και τη γοητευτική αδεξιότητα του μικρού παιδιού, αλλά αποκαλύπτει και την ελεγειακή διάθεση του ανθρώπου που γερνάει, όπως και τη θλίψη του για το γεγονός ότι δεν θα συνοδεύει για πολύ ακόμη καιρό τον εγγονό του στο δρόμο της ζωής. Πρόκειται για έναν αποχαιρετισμό και μαζί για μια απελπισμένη ευχή να σταματούσε ο χρόνος. Παραθέτω τμήματα του λόγου σε μετάφραση[10]: «Ίσως να μη σε ξαναδώ, μικρούλη μου –γράφει–, παιδί της ψυχής, ούτε στα εφηβικά σου χρόνια –είθε να δώσει ο Θεός να ζήσω τουλάχιστον ως τότε– ούτε όταν θα ωριμάσεις και θα γίνεις άντρας, γιατί η ζωή μου κοντεύει να τελειώσει και πλησιάζει η στιγμή που θα κοπεί το νήμα της ζωής μου». Το κέλυφος της λογιότητας θραύεται και φανερώνεται μια ψυχή μαλακή και τρυφερή, η ψυχή του αιώνιου παππού, που καμαρώνει για την ομορφιά και την τελειότητα της σωματικής κατασκευής του μικρού εγγονού του: «Το κορμί σου –είθε να μην το πιάσει κακό μάτι– είναι πανέμορφο, τα μέλη σου έχουν ωραίες αναλογίες –αληθινό δώρο της φύσης–, τα μαλλάκια σου είναι δαχτυλιδωτά και ξανθά, το κεφαλάκι σου έχει τέλειο σχήμα, ο λαιμός σου είναι λεπτός και ελεύθερος, και όλα τα άλλα είναι αρμονικά, για να μην αναφέρω περισσότερες λεπτομέρειες».  Και συμπληρώνει λίγο παρακάτω: «Αυτό είναι, λοιπόν, το εγκώμιο που έγραψε για σένα ο παππούς σου. Δεν είναι ολοκληρωμένο, αλλά ούτε κι εσύ είσαι ολοκληρωμένο, έμψυχο μαργαριτάρι μου, στολίδι της ψυχής μου».

Αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις για τον καθένα από τους τρεις κλάδους της βυζαντινής ποίησης.

Για τη θύραθεν ποίηση ισχύει κατεξοχήν η παρατήρηση του Beck[11], ότι σχεδόν όλοι οι βυζαντινοί συγγραφείς διακατέχονται από τη συγκλονιστική εντύπωση της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, αλλά και όλης της μετακλασικής εποχής, που αποτελεί το μοναδικό και δεσμευτικό πρότυπό τους. Και μερικές φορές τους κυριεύει η αγωνιώδης αμφιβολία αν, έχοντας μπροστά τους τέτοια πρότυπα, αξίζει τον κόπο να πιάσουν τη γραφίδα στο χέρι. Αυτή η αίσθηση της εξάρτησης από τα αρχαία πρότυπα, που βαθμηδόν αμβλύνεται, όσο προχωρούμε προς το τέλος της βυζαντινής ιστορίας, οδηγεί τους συγγραφείς σε μια διαρκή προσπάθεια μίμησης του ύφους των αρχαιοελληνικών κειμένων. Προσπάθεια που γίνεται απόλυτα κατανοητή, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν όλοι όσοι γράφουν στην αρχαία γλώσσα είναι φιλόλογοι, δηλ. κατά τεκμήριο βαθείς γνώστες της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, οι οποίοι ασχολήθηκαν και με τον πεζό λόγο και έγραψαν περισπούδαστες πραγματείες για ποικίλα θέματα.

Η σχέση της ποίησης αυτής, όπως και της λοιπής λόγιας γραμματείας, με την αρχαία αφετηρία της αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, την ιστορική συνείδηση του Βυζαντίου και αποτελεί το έρεισμα των ηγεμονικών διεκδικήσεών του στο χώρο των γραμμάτων. Ωστόσο, γεννάται το ερώτημα αν η ποίηση αυτή είναι κάτι περισσότερο από επιδέξια ή αδέξια αναπαραγωγή του αρχαίου ύφους, αν υπερβαίνει το επίπεδο της λεκτικής εκζήτησης, τόσο συχνής στη βυζαντινή λογοτεχνία, και φανερώνει κάτι από την ψυχική ζωή και τον κοινωνικό ή ιδεολογικό περίγυρο των δημιουργών της.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι οπωσδήποτε καταφατική. Εκτός από την ιστορικού περιεχομένου ποίηση, που σαφώς είναι συνδεδεμένη με την εποχή της –παράδειγμα τα ποιήματα του Γεωργίου Πισίδη (7ος αι.)[12] και του Θεοδοσίου Διακόνου[13]–, και στη λοιπή ποίηση πάλλεται η ψυχή του βυζαντινού ανθρώπου και σαφώς απηχούνται κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες –παρά τις ελλιπείς μας γνώσεις για τη διαστρωμάτωση της βυζαντινής κοινωνίας και τα προβλήματα που την απασχολούσαν– πρέπει να ήταν ανάλογες με αυτές της σημερινής εποχής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σατιρικό ποίημα Επιδημία Μάζαρι εν Άδου. Πρόκειται για κατάβαση στον Άδη –γνωστό στην ελληνική γραμματεία λογοτεχνικό είδος[14]–, και ο συγγραφέας της, πιθανώς ο Μάζαρις, στηλιτεύει με σκληρότητα το περιβάλλον της αυλής του Μανουήλ Β΄ Κομνηνού, περιβάλλον ολότελα διεφθαρμένο –κατά το συγγραφέα–, όπου οργιάζουν οι δολοπλοκίες και μηχανορραφίες και τα συμφέροντα του κράτους ξεπουλιούνται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό[15].

Οι σχολιαστές του κειμένου εφιστούν την προσοχή στην υπερβολή, που οπωσδήποτε χαρακτηρίζει κάθε μορφή σάτιρας, και στα προσωπικά κίνητρα του συγγραφέα[16], τα οποία ενδεχομένως αποδυναμώνουν την πιστότητα της εικόνας που μας προσφέρει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν περιέχει αλήθειες για τη βυζαντινή κοινωνία. Μια περιήγηση, εξάλλου, στην αυλή του πιο «χριστιανικού» αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του Ιουστινιανού του Α΄, αυλή που –σύμφωνα με τα Ανέκδοτα του Προκοπίου (6ος αι.)[17]– είναι γεμάτη από γλεντζέδες, αδίστακτους εραστές της εξουσίας, ειδωλολάτρες, τυχοδιώκτες και «δέσποινες» με τρόπους πόρνης, μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε με πολλή επιφύλαξη την άποψη ότι ο Βυζαντινός,  από την ίδια του τη φύση, είναι αρνησίκοσμος και ενδιαφέρεται μόνο για το υπερπέραν.

Το ότι ο θάνατος και η υποταγή στο πεπρωμένο υπεισέρχονται ως θεμελιώδεις αξίες στην ποίηση δεν είναι ειδικά βυζαντινό φαινόμενο. Το διαπιστώνουμε και στην προγενέστερη, ειδωλολατρική ποίηση, και οπωσδήποτε δεν μπορούμε να το επιστρατεύσουμε ως μαρτυρία εναντίον της τάσης των Βυζαντινών να χαίρονται την παρούσα ζωή, αποδιώχνοντας τη σκέψη του θανάτου, τάσης που αποκαλύπτεται και σε ένα μεγάλο εκκλησιαστικό πατέρα, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο οποίος σε μια επιστολή του γράφει χαρακτηριστικά: «Ακόμα και το υπερπέραν μου φαίνεται φοβερό, όταν το μετρώ με την επίγεια ζωή»[18].

Μια τέτοια εικόνα του βυζαντινού ανθρώπου, με ενδιαφέροντα που καλύπτουν όλο το φάσμα της ζωής, μας δείχνει το επίγραμμα, που την εξέλιξή του, από την αρχαία εποχή ως την εποχή της Αναγέννησης, μπορούμε να τη θεωρήσουμε καθρέφτη της πολιτισμικής ιστορίας των Ελλήνων. Το επίγραμμα αποτέλεσε τον ισχυρότερο συνδετικό κρίκο των λογίων με τον περίγυρό τους και τον αψευδέστερο μάρτυρα της ψυχολογίας και των προβληματισμών των ανθρώπων κάθε περιόδου της βυζαντινής ιστορίας. Αν εξαιρέσουμε κάποια «φιλολογικά» επιγράμματα –δηλαδή επιγράμματα που είχαν καταντήσει του συρμού, όπως τα αινίγματα, τα επιγράμματα σε ζώα, τα στιχουργικά παιχνίδια κλπ.–, τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά, στα χέρια επιδέξιων στιχουργών, αποδείχθηκαν σπουδαία μέσα έκφρασης όλων των αποχρώσεων του ανθρώπινου στοχασμού και όλης της κλίμακας των συναισθημάτων, από τα απλά ερωτικά σκιρτήματα ως το συγκλονισμό που δημιουργεί το φαινόμενο του θανάτου.

Στα επιγράμματα,  προπάντων, βλέπουμε το στενό δεσμό του Βυζαντινού με τα εγκόσμια, την απόλυτη κατάφαση της ζωής, πράγμα που γίνεται περισσότερο αισθητό σε αυτά που ανήκουν στον 6ο αιώνα. Ο εκδότης της Ελληνικής Ανθολογίας (σε 4 τόμους) Heinrich Beckby γράφει σχετικά: «Παντού νιώθουμε μια κατάφαση της εγκόσμιας ζωής, μια χαρά για τις επίγειες απολαύσεις, χαρά που εκδηλώνεται πληθωρικά με λέξεις και σκέψεις, από τις οποίες δε λείπει μερικές φορές κάτι το πικάντικο και ελαφρό»[19]. Για τον Παύλο Σιλεντιάριο και τον Αγαθία τον Σχολαστικό, κορυφαίους επιγραμματοποιούς του 6ου αιώνα, ο καθηγητής Herbert Hunger παρατηρεί[20] ότι έχουν τόσο υπερβολική δόση ερωτισμού στα επιγράμματά τους, ώστε αυτά θυμίζουν τις αναλόγου περιεχομένου εμπορικές ταινίες της εποχής μας. Διαβάζω σε μετάφραση[21] ένα από τα λιγότερο τολμηρά επιγράμματα του Παύλου Σιλεντιαρίου, που πάντως δεν ανταποκρίνεται στους ηθικούς κανόνες μιας κοινωνίας συντηρητικής. Αλλά κι αν αυτό δεν συμβαίνει, ο επιγραμματοποιός απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν αίσθηση του χιούμορ. Μιλά μια γυναίκα, πιθανόν έγγαμη:
Τον Ιππομένη όταν φιλώ, τον Λέανδρο έχω στο νου μου·
και όταν τα χείλη μου κολλώ στο στόμα του Λεάνδρου,
του Ξάνθου τη μορφή αναπολώ. Κι όταν τον Ξάνθο έχω,
τον Ιππομένη νοσταλγεί ευθύς αμέσως η καρδιά μου.
Αρνούμαι αυτόν που στην αγκάλη μου έχω· κι έτσι συνέχεια
τον ένα με τον άλλο συναλλάζοντας απολαμβάνω
μια πάμπλουτη Κυθέρεια. Κι αν ίσως με κακολογήσει κάποια,
ας μείνει αυτή πιστή στον άνδρα της. Μονόγαμη ας είναι.
Αν ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς (περ. 360-440), κορυφαίος τεχνίτης του είδους, χρησιμοποιεί το επίγραμμα για να σατιρίσει ανελέητα τους φοροεισπράκτορες[22], όργανα σκληρά της ρωμαϊκής διοίκησης, ή για να εγκωμιάσει την Υπατία[23], που ενσαρκώνει με τρόπο εντυπωσιακό την αλεξανδρινή παιδεία και επιστήμη, άλλοι στα επιγράμματά τους αποτυπώνουν τη φυσιολατρία τους ή τους θρησκευτικούς και μεταφυσικούς τους προβληματισμούς, αναδεικνύοντας έτσι το επίγραμμα σε εκφραστικό μέσο ενός γνήσιου λυρισμού. Διαβάζω, σε μετάφραση[24], ένα επίγραμμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, όπου ο ζόφος της ψυχής, από την εμπλοκή σε άλυτα υπαρξιακά προβλήματα, αντιπαραβάλλεται προς μια φύση, που δεν είναι –όπως σε άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς– κάτι το σκιώδες και σχηματικό σε σχέση με την αιωνιότητα, αλλά μια ακμαία και γεμάτη φως παρουσία:
Χθες, με καρδιά βαριά απ’ τη θλίψη, καθόμουν μόνος
σ’ ένα σκιερό άλσος και ροκάνιζα τον πόνο μου.
Γιατί είναι φάρμακο στις στενοχώριες μου
σιωπηλό διάλογο ν’ ανοίγω με την ψυχή μου.
Αύρες ψιθυρίζουν κι απ’ τ’ ακροκλώναρα τα πουλιά
σταλάζουν με τα τραγούδια τους γλυκιά ηρεμία
στην κουρασμένη μου ψυχή. Κι απ’ τα δέντρα
τα τζιτζίκια, του ήλιου οι φίλοι, τερετίζουν
και γεμίζουν το άλσος με τη χαρούμενη φλυαρία τους.
Στο γρασίδι, κοντά στα πόδια μου, σιγοκυλούσε δροσερό νερό.
Εγώ όμως δεν μπορούσα να ξεφύγω από τη θλίψη μου
κι απαρηγόρητος, όπως πριν, καθόμουν εκεί.
Ξένα όλ’ αυτά μου φαίνονταν, γιατί όταν πονάει η ψυχή,
δεν μπορεί ν’ απολαύσει την ομορφιά της φύσης.
Και μες στη μαυρίλα της ψυχής μου αναρωτήθηκα:
Ποιος ήμουν, ποιος είμαι, τι θα γίνω; Δεν ξέρω
κι ούτε κανείς σοφότερός μου μπορεί να με φωτίσει.
Τυλιγμένος στην ομίχλη πλανιέμαι εδώ κι εκεί
κι ούτε στα όνειρά μου δεν έχω αυτό που ποθώ.
Ότι το επίγραμμα γίνεται κάποτε ο αψευδέστερος μάρτυρας του κοινωνικού περίγυρου, φαίνεται προπάντων στα κείμενα των βυζαντινών στιχουργών τα εμπνευσμένα από αγάλματα ηνιόχων, που υπήρχαν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Όπως γνωρίζουμε, τον 5ο και 6ο αιώνα ο ενθουσιασμός για το άθλημα της ιπποδρομίας ήταν τεράστιος και οι σχετικές φατρίες, που είχαν δημιουργηθεί, επηρέαζαν ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις. Ας θυμηθούμε τη «Στάση του Νίκα» (11 Ιαν. 532).

Οι επιγραμματοποιοί δεν ήταν καθόλου φειδωλοί στη χρήση όγκου και μεγαληγορίας –για να θυμηθούμε το Περί Ύψους του Λογγίνου[25]– για τους πιο δημοφιλείς αθλητές του ιπποδρόμου, και τα επίθετα άφθιτος και αθάνατος δεν απουσιάζουν από τα κείμενα αυτά, που, πρέπει να ομολογήσουμε, σπάνια κατορθώνουν να ξεπεράσουν το επίπεδο της μετριότητας, καθώς επαναλαμβάνουν τους κοινούς τύπους των επιγραμμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το υπ’ αριθ. 369 επίγραμμα του 16ου βιβλίου της Ελληνικής Ανθολογίας, όπου ο άγνωστος ποιητής γράφει για το νεκρό πια αθλητή:
Άφθιτε Κωνσταντίνε, θανείν σε μη τις ενίσπη·
των γαρ ανικήτων άπτεται ουδ’ Αΐδης.
(Αθάνατε Κωνσταντίνε, ας μην πει κανείς ότι πέθανες·
γιατί τους ανίκητους δεν τους αγγίζει ούτε ο θάνατος).
Κατά τον ανώνυμο ποιητή του επιγράμματος 344 (επίσης του 16ου βιβλίου), το άγαλμα του Πορφυρίου, ο οποίος τόσες νίκες είχε κερδίσει, έπρεπε να το φιλοτεχνήσει ένας γλύπτης του αναστήματος του Λυσίππου, ενώ για τον Πορφύριο διατυπώνεται από έναν, επίσης ανώνυμο, στιχουργό η ευχή να μην πεθάνει ποτέ:
…αίθε τοι είη,
ως κλέος αθάνατον, και δέμας αθάνατον.
(…είθε, όπως η δόξα σου είναι αθάνατη,
να είναι και το σώμα σου αθάνατο).
Θα συμφωνήσετε, πιστεύω, μαζί μου ότι τα λόγια αυτά μας φέρνουν στο νου τους χαρακτηρισμούς των αθλητικών συντακτών για κάποιους από τους ποδοσφαιριστές-ινδάλματα των ημερών μας, που φαίνεται πως αντικατέστησαν τους ηνιόχους της Κωνσταντινούπολης: «γίγαντας», «μεγάλος», «ήρωας», «θεός» και τα τοιαύτα.

Η δημώδης βυζαντινή ποίηση, δηλαδή η ποίηση που αναπτύχθηκε από τον 10ο αιώνα και εξής, δεν θα μας απασχολήσει πολύ, εφόσον –στα ελληνικά τουλάχιστον επιστημονικά εγχειρίδια– είθισται να εξετάζεται στο πλαίσιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και, συγκεκριμένα, στην ενότητα «πρωτονεοελληνικοί χρόνοι». Σημειώνω, με την ευκαιρία, ότι οι όροι «υστερομεσαιωνικός» και «πρωτονεοελληνικός», που εισήγαγε ο καθηγητής Εμμ. Κριαράς, είναι δηλωτικοί του γεγονότος ότι η λογοτεχνία της επίμαχης περιόδου χρησιμοποιεί γλώσσα εξαιρετικά απλουστευμένη, που λίγο απέχει από την κοινή νεοελληνική –με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις.

Η ακριτική ποίηση –και εννοούμε φυσικά και τον ακριτικό κύκλο και το ακριτικό έπος– είναι βέβαια μια ποίηση «εν σπέρματι μεγάλη» –κατά το χαρακτηρισμό του Νικολάου Τωμαδάκη[26]–, που καταξιώνεται από το επικό και ηρωικό της στοιχείο. Οι ήρωές της είναι υπεράνθρωποι, ωστόσο αποτυπώνουν με τρόπο γνήσιο και αυθεντικό το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας των Βυζαντινών για τα κατορθώματα των ακριτών. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, ο Διγενής είναι το σύμβολο του μαχόμενου εναντίον του μουσουλμανικού κινδύνου μεσαιωνικού Ελληνισμού[27], από άλλη όμως άποψη το είδωλο του ανθρώπου, όπως αναδύεται μέσα από τα ακριτικά ποιήματα, ανταποκρίνεται περισσότερο σε αυτό του Νέου Έλληνα[28].

Ο βαθύτερος νεοελληνικός πυρήνας της ακριτικής ποίησης δεν αποκαλύπτεται μόνο στα τραγούδια του ακριτικού κύκλου, αλλά και σε κάποια παρένθετα λυρικά κομμάτια του ακριτικού έπους. Ένα παράδειγμα είναι η σκηνή όπου ο νεαρός ήρωας προσπαθεί, πρωί-πρωί, να ξυπνήσει την κόρη του στρατηγού με στίχους οι οποίοι μας θυμίζουν τις γνωστές καντάδες, που εμείς οι παλαιότεροι είχαμε την ευκαιρία να απολαμβάνουμε πολύ συχνά:
Πώς επελάθου, πάντερπνε, νέας ημών αγάπης
και ηδέως καθύπνωσας, αμερίμνως, ευκόλως;
Ανάστα, ρόδον πάντερπνον, μήλον μεμυρισμένον,
ο αυγερινός ανέτειλεν, δεύρο ας περιπατώμεν[29].
Είτε όμως πρόκειται για ποιήματα ακριτικά και άλλα κείμενα με πυρήνα ιστορικό ή μυθικό[30], που φανερώνουν, κάπως αχνά, την αφύπνιση μιας νέας συνείδησης εθνικής, είτε για ποιήματα ηθικοδιδακτικά[31] και θρησκευτικά, με έντονη την επίδραση του ασκητικού ιδεώδους[32], είτε για ερωτικά μυθιστορήματα[33], όπου η αφομοίωση του ιπποτικού τρόπου ζωής και η πλήρης αποδέσμευση από τη θρησκεία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, είτε για διηγήσεις σχετικές με ζώα και φυτά[34], με τις οξύτατες φυσιογνωστικές παρατηρήσεις και τις σαφείς συμβολικές προεκτάσεις –για να περιοριστώ σε κάποια πολύ γνωστά είδη της δημώδους βυζαντινής ποίησης–, είναι ευδιάκριτη η φωνή ενός ολόκληρου κόσμου, διαφορετικού βέβαια από το δικό μας, που αγωνίζεται –όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή– να μορφοποιήσει τα βιώματα και τους ερεθισμούς του από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και ν’ αποκριθεί στα διαιώνια υπαρξιακά διλήμματα και ερωτήματα.

Τον κόσμο αυτόν, που άλλοτε εκφράζεται με ποίηση και άλλοτε με πεζογραφία, τώρα μόλις αρχίζουμε να τον κατανοούμε. Παράδειγμα η σατιρική ποίηση των Βυζαντινών, που ανταποκρίνεται σε μια σύνθετη και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα. Σε αυτή την ποίηση ανήκουν, λ.χ., τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που είναι αδύνατο να ερμηνευθούν απλά ως κείμενα με επαιτικό περιεχόμενο και, επομένως, ως προϊόντα έκφρασης μιας παρακμιακής κοινωνίας. Πέρα από τη λαογραφική και τη γλωσσική τους αξία, για την οποία τόσα έχουν γραφτεί, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η στάση της κοινωνίας που αντανακλούν, μιας κοινωνίας που αρνείται να δει με συμπόνια τους αποτυχημένους στη ζωή και τους χλευάζει χωρίς οίκτο. Η Σοφία Αντωνιάδου παρατηρεί σχετικά[35]: «Η βάση στην οποία στηρίχθηκαν τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα μένει γερή: πλουτισμένες και φωτισμένες γερές κοινωνικές τάξεις καμαρώνουν τα όσα πραγματοποίησαν σε ευζωία και δύναμη και περιφρονούν τα στοιχεία εκείνα που ζουν εις βάρος τους ανάξια και παρασιτικά, έστω κι αν τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν σε ορισμένες εποχές τα ευγενικά ιδανικά της κοινωνίας. Οι ζωντανοί άνθρωποι, με τη ζωντανή τους γλώσσα, θα σπάσουν τα είδωλα με το προχειρότερο αλλά και όχι αδύνατο όπλο: τη σάτιρα».

«Αλλ’ οι Βυζαντινοί, –γράφει με κάποια δόση υπερβολής ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης[36]– δεν εισήλθαν εις τον στίβον της ποιήσεως ούτε δια των ιαμβείων, ούτε δια των εκφράσεων (περιγραφών μνημείων), ούτε δια των ακριτικών και πτωχοπροδρομικών συνθέσεων, αλλ’ ούτε δι’ αυτών των πολυάριθμων επιγραμμάτων. Εις θεοκρατικόν βασίλειον, όπου η Εκκλησία είχε ιδιάζουσαν θέσιν, η ιερά ποίησις των ακολουθιών εσφράγισε την έκφρασιν του μεσαιωνικού ανθρώπου. Η ιερά υμνογραφία των Βυζαντινών είναι μέγα ποιητικόν είδος, υπερβαλόν την ορφικήν υμνογραφίαν και ακολουθούν κατά πόδας την εβραϊκήν ποίησιν την γνωσθείσαν δια της μεταφράσεως των Ο΄».

Το ανθρωπολογικό ιδεώδες της ποίησης αυτής είναι σε όλους μας γνωστό. Είναι ο κατά πνεύμα Χριστού άνθρωπος, που αγωνίζεται να νικήσει τη γεμάτη αδυναμίες φύση του. Ο θάνατος δεν αποτελεί το τέλος, αλλά τη μετάβαση από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, το προοίμιο της κρίσης, η οποία θα οδηγήσει στη δικαίωση τους αγαθούς και στον κολασμό τους φαύλους. Ο αγώνας εναντίον της αμαρτίας, που είναι ο μεγάλος εχθρός του ανθρώπου, διεξάγεται με τη βοήθεια του Χριστού και με τη μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων. Αυτός ο αγώνας για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχική φύση του, που αλλοιώθηκε από την αμαρτία, αποτελεί το κεντρικό θέμα της υμνολογίας της Εκκλησίας μας, μιας υμνολογίας με έντονα –κατά τα άλλα– δοξολογικό και ευχαριστηριακό χαρακτήρα.

Ο χριστιανός σ’ αυτόν τον λυτρωτικό αγώνα διακατέχεται από συντριβή, έχοντας συνείδηση της αμαρτωλότητάς του, διατηρεί όμως την αξιοπρέπειά του αποφεύγοντας τον αυτοσπαραγμό και τις κραυγές απελπισίας τής χωρίς πίστη και μεταφυσικά ερωτήματα ποίησης. Παράδειγμα είναι κατεξοχήν η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού[37], ποίηση που ξεφεύγει από την περίπτωση του ατόμου και προχωρεί στη σφαίρα της κοινότητας, της Εκκλησίας. Ο Ρωμανός, εκφραστής όλων των διακυμάνσεων της ψυχής του πιστού, ελάχιστα επιμένει στο γεγονός της αμαρτωλότητας, εφόσον υπάρχει η ελπίδα της μετάνοιας και σωτηρίας. Σ’ έναν ύμνο του αναφωνεί:
Ρερύπωται η ψυχή μου
ενδεδυμένη τον χιτώνα των πταισμάτων μου.
Σπεύδει όμως αμέσως να προσθέσει τα λόγια της ελπίδας και της ικεσίας:
Αυτός δε μοι παράσχου
από των ομμάτων μου
ρεύσαι ύδατα,
ίνα ταύτην καθάρω δια της μετανοίας·
λαμπράν στολήν με ένδυσον
αξίαν του γάμου σου,
ο θέλων πάντας τους ανθρώπους σωθήναι[38].
Σε μια ποίηση έντονα ιδεαλιστική, που διαρρέεται από την ιδέα της ματαιότητας του κόσμου τούτου, σύμφωνη με τη γενικότερη διδασκαλία του Χριστιανισμού –«ουκ ενθάδε πόλιν έχομεν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» γράφει ο Απ. Παύλος–, η «μελέτη θανάτου» –κατά την πλατωνική φρασεολογία– είναι φυσικό να προβάλλεται ως η περισσότερο επιβαλλόμενη άσκηση του πιστού κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως επισημαίνει πάλι ο Ρωμανός:
Ψυχή μου, ψυχή μου,
ανάστα, τι καθεύδεις;
Το τέλος εγγίζει
και μέλλεις θορυβείσθαι.
Ανάνηψον ουν,
ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός
ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Στην ίδια εγρήγορση καλεί τους πιστούς και ο Ανδρέας Κρήτης (περ. 660-740)[39] στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα:
Εγγίζει, ψυχή, το τέλος,
εγγίζει και συ φροντίζεις,
ουχ ετοιμάζει·
ο καιρός συντέμνει, διανάστηθι·
εγγύς επί θύραις ο κριτής εστί·
ως όναρ, ως άνθος ο χρόνος του βίου τρέχει·
τι μάτην ταραττόμεθα;
Στην εκκλησιαστική ποίηση, που διαμορφώθηκε κυρίως με την επίδραση του μοναστικού ιδεώδους, ο φυσικός κόσμος απουσιάζει ως αυταξία. Όπως στο βάθος μιας αγιογραφίας το όρος είναι απόλυτα συμβατικό, έτσι και στην βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση ο φυσικός κόσμος υπάρχει μόνο σε σχέση προς το πνεύμα και εφόσον συμβολίζει το άυλο. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ως φυσική παρουσία δεν ενδιαφέρει, κατά κανόνα, τους υμνωδούς, που εναρμονίζονται με τη σκέψη του Προφητάνακτα Δαβίδ: «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει».

Αλλά ο κανόνας αυτός δεν είναι απαράβατος. Στα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής ο μητρικός σπαραγμός της Θεοτόκου, που ντύνεται με λόγια εξαίσιου λυρισμού διασχίζοντας τη νύχτα και συγκλονίζοντας τις καρδιές μας, δεν είναι μόνο για το θάνατο του θεού, αλλά και για το γιο που χάθηκε στην ανθισμένη νιότη του, το γιο που ήταν η άνοιξη της ζωής της και το φως των ματιών της:
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;
Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πώς τάφω νυν καλύπτει;
Το ίδιο ανθρώπινος είναι και ο πόνος που διαχέεται και στον ύμνο του Ρωμανού Εις την θυσίαν του Αβράαμ, όπου ο πατριάρχης θρηνεί:
…Πώς χερσί δε
ταις ιδίαις ολέσω σε,
ου τοις δακτύλοις
ήλπιζον κλεισθήναι μου τα βλέφαρα;
Οίμοι, σπλάγχνον Ισαάκ,
την ψελλίζουσαν γλώσσαν
άφωνον δείξει
χειρ του γεννήσαντος σφάζουσα.
Τα δε βλέφαρά σου
ου καμμύσει η Σάρρα·
τα ρόδινα χειλη νυν
αδόνητα δείξει·
ότι πρόσταγμα τελώ του δώσαντος[40].
Ας προσέξουμε την τρυφερότητα που εκλύεται από το απόσπασμα, τη γνήσια λυρική αίσθηση, που δεν εντοπίζεται μόνο στον Ρωμανό. Και άλλοι ποιητές μάς έχουν δώσει λυρική ποίηση υψηλής πνοής, που συγκινεί με το νοηματικό της βάθος και τη διεισδυτική της αμεσότητα.

Αυτή η ποίηση, η συνδεδεμένη με τα γλυκύτατα βυζαντινά μέλη, έχει επιζήσει 1.500 περίπου χρόνια, γαλουχώντας πάμπολλες γενιές Ελλήνων και ενσταλάζοντας στις ψυχές τους την πίστη, την παρηγοριά και την ελπίδα. Αυτή η ποίηση είναι πλέον ένα αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ένα κομμάτι της ζωής όλων μας.
Κυρίες και Κύριοι,
Μέσα στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας διάλεξης, προσπάθησα να σας ξεναγήσω στο δαιδαλώδη και πολυσύνθετο κόσμο της βυζαντινής ποίησης. Όπως θα αντιληφθήκατε, πρόκειται για ποίηση όχι μόνο θεοκεντρική, αλλά και ανθρωποκεντρική. Από άποψη αισθητική, δεν ικανοποιεί πάντοτε, υπάρχουν ωστόσο και κορυφώσεις της εμφανέστατες, κυρίως στο επίγραμμα και στην εκκλησιαστική ποίηση.

Άσχετα όμως από την ανταπόκρισή της στις αισθητικές προτιμήσεις του σημερινού αναγνώστη, του θρεμμένου με λυρικά αριστουργήματα μεγάλων δημιουργών, η βυζαντινή ποίηση δεν παύει να αποτελεί τμήμα μια εκπληκτικής σε έκταση και ποικιλία γραμματείας, που μαζί με τα άλλα πολιτισμικά επιτεύγματα δικαιολογεί, νομίζω, το θαυμασμό του Αλεξανδρινού μας ποιητή για τη λάμψη του Βυζαντίου, για «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό».
Σας ευχαριστώ.



[1]           Μια «πανοραμική» εικόνα των επιτευγμάτων των Βυζαντινών ως την Άλωση βλέπει κανείς  στο εξαίρετο βιβλίο: Georg-Hans BeckΗ βυζαντινή χιλιετία (Das byzantinische Jahrtausend), μετάφρ. Δημοσθένη Κούρτοβικ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992 (εφεξής: Η βυζαντινή χιλιετία). Βλ. επίσης το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδόσεις Μεταίχμιο 2012, όπου πολλές και ουσιώδεις παρατηρήσεις για τα βυζαντινά επιτεύγματα.
[2]           Για την ποίηση αυτή βλ. τα οικεία κεφάλαια στο βιβλίο του Karl KrumbacherΙστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας, τόμ. Α΄-Β΄, Πάπυρος, Αθήνα 1964 (Γενική Εισαγωγή: Ν. Β. Τωμαδάκης, μετάφρ.: Γ. Σωτηριάδης), κυρίως όμως στο βιβλίο του Hans-Georg BeckΙστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας. Μετάφρ.: Νίκη Eideneier, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988.
[3]           Πβ. Karl Krumbacher, ό.π., σ. 32. (Η γνώμη αυτή είναι του Ν. Β. Τωμαδάκη και περιέχεται στο τέλος της εισαγωγής του). Εκτενείς πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ρωμανού του Μελωδού (6ος αι.) βλ. στην ογκώδη μονογραφία (1234 σελ.) του Θεοχάρη Δετοράκη (Καθηγητή του Παν/μίου Κρήτης) Βυζαντινή Φιλολογία – Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα, τόμ. Β΄, Ηράκλειο Κρήτης 2003, σσ. 131-163, όπου όλη η βιβλιογραφία και πλήθος επιλεγμένων ύμνων.
[4]           Μπορούμε, βέβαια, να εντοπίσουμε ένα είδος αναπαράστασης των Παθών του Χριστού, π.χ., σε ένα σενάριο στην Κύπρο (εκδ. AWogtByzantion 6 (1931), σ. 49-74 με γαλλική μετάφραση), αλλά και σε χρονικά του μητροπολίτη Συμεών της Θεσσαλονίκης (P.G. 155, 112). Οπωσδήποτε όμως πρόκειται για είδος με δυτική προέλευση.
[5]           Βλ. σχετικά Μάριου Πλωρίτη, Το θέατρο στο Βυζάντιο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.    
[6]           Πβ. K. Krumbacher, ό.π., σ. 754 κ.ε.
[7]           Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 155.
[8] Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 158.
[9]           Βλ. P.G. 37, 617-620.
[10]          Το πρωτότυπο βλ. στην έκδοση των EKurtz και FDrexlMichaelis PselliScripta minora, τόμ. 1, Μιλάνο 1936, σσ. 77-81.                 
[11]          Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 150.
[12]          Βλ. γι’ αυτά KKrumbacher, ό.π., σσ. 724-5, και Herbert HungerΒυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, σ. 515. Περισσότερα γι’ αυτόν βλ. στου Δετοράκη, ό.π., τόμ. Β΄, σσ. 207-216.
[13]          Ο Θεοδόσιος Διάκονος (10ος αι.) έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Άλωσις της Κρήτης, όπου εγκωμιάζεται ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, μετέπειτα αυτοκράτορας, για την ανακατάληψη της Κρήτης (960), που κατείχαν οι Άραβες. Το ποίημα αυτό βλ. στην έκδοση του Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Θεοδόσιος ο Διάκονος και το ποίημα αυτού «Άλωσις της Κρήτης», Ηράκλειο 1960. Νεότερη η έκδοση του U. Criscuolo: Theodosius Diaconus, De Creta captaΛειψία 1979.
[14]          Βλ. τη διδακτορική διατριβή του Στέλιου Λαμπάκη, Οι καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή λογοτεχνία, Αθήνα 1982, όπου και ανάλυση  του συγκεκριμένου ποιήματος (σ. 88 κ.ε.), ταύτιση των αναφερόμενων προσώπων και πλούσια σχετική βιβλιογραφία.         
[15]          Η βυζαντινή χιλιετία, σσ. 188-9.
[16]          Κατά τον Beck (ό.π., σ. 189), «μάλλον πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν έχει καταφέρει ακόμα να μπει και ο ίδιος σ’ αυτόν τον κύκλο, τον οποίο τόσο σκληρά κατηγορεί, για να επωφεληθεί και αυτός από τις ευκαιρίες του».
[17]          Ο Hunger (Η βυζαντινή λογοτεχνία, ό.π., σσ. 81-82) θεωρεί την κριτική που ασκεί εδώ ο Προκόπιος εναντίον του Ιουστινιανού εντελώς άδικη και μεροληπτική, προϊόν πολιτικής εμπάθειας.
[18]          Πβ. Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 197.
[19]          Anthologia Graeca, Ernst Heimeran Verlag in München, 2η έκδοση (χ.χ.), βιβλία 1-4, σ. 63. Για το περιεχόμενο, γενικότερα, των επιγραμμάτων και τους μετρικούς κανόνες που διέπουν τη στιχουργία τους βλ. το βιβλίο του Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, Ελληνικά Επιγράμματα, εκδόσεις «Περί Τεχνών», Πάτρα 2003, σσ. 13-34 και 119-136.
[20]          Η βυζαντινή λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 590.
[21]          Ανήκει στον Βασ. Ι. Λαζανά: Αρχαία ελληνικά ερωτικά επιγράμματα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1990, σ. 151 (όπου και το αρχαίο κείμενο).
[22] Βλ. Anthologia Graeca, βιβλίο ΧΙ, αρ. 292.
[23]          Ό.π., αρ. 400
[24]          Βλ. το πρωτότυπο στο βιβλίο Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 160. Η μετάφραση ανήκει στον Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος και έχει μεταφράσει το βιβλίο του Hans-Georg Beck.
[25]          Παραθέτω ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα: Όγκου και μεγαληγορίας και αγώνες επί τούτοις, ώ νεανία, και αι φαντασίαι παρασκευαστικώταται. Πβ. Διονυσίου Λογγίνου, Περί Ύψους. Ερμηνευτική έκδοση Μ. Γ. Κοπιδάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1990, σ. 104.
[26]          K. Krumbacher, ό.π., σ. 29.
[27]          Συγκεκριμένα, ο Ν. Πολίτης γράφει (Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, εκδ. Ε. Γ. Βαγιονάκου, Αθήνα 31966, σ. 79): «Εν κεφαλαίω δ’ ειπείν, εις τον Διγενήν Ακρίταν αποκορυφούνται οι πόθοι και τα ιδεώδη του ελληνικού έθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και άληκτος πάλη του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον».
[28] Πβ. Λίνου Πολίτη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 21979, σ. 3.
[29]          Το απόσπασμα από το βιβλίο Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 162.
[30]          Διήγησις Αλεξάνδρου, Αχιλληΐς κλπ.
[31]          Όπως λ.χ. ο Σπανέας.
[32]          Παράδειγμα το Πένθος θανάτου ζωής μάταιον και η προς θεόν επιστροφή
[33] Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη κλπ.
[34]          Φυσιολόγος, Πουλολόγος, Πωρικολόγος κλπ.
[35]          Πτωχοπροδρομικάστο «Melanges offerts a Octave et Melpo Merlier», τόμ. 1, σ. 14.
[36]          K. Krumbacher, ό.π., σ. 29.
[37]          Βλ. όσα γράφονται παραπάνω, σ. 2 και σημ. 3.
[38]          Πβ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τόμ. Β΄, Αθήνα 1965, σ. 118.
[39]          Βλ. γι’ αυτόν στου Θεοχάρη Δετοράκη, ό.π., τόμ. Β΄, 2003, σσ. 293-307, όπου αναλυτική παρουσίαση του βίου και του έργου, όλη η βιβλιογραφία και εκτενή αποσπάσματα των ύμνων του.
[40]          Το απόσπασμα από το βιβλίο: Ν. Β. Τομαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τόμ. Β΄, Αθήνα 31965, σ. 115.


Ο Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης γεννήθηκε στον Κόροιβο Ηλείας το έτος 1942 και κατοικεί μόνιμα στην Πάτρα όπου ασκεί το επάγγελμα του Δικηγόρου. Είναι παντρεμένος με τη Φανή Μαργαρίτη και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά,(Αγγελική ,Γεωργία ,Γεώργιο ,Μαργαρίτα). Σπούδασε: Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολιτικές Επιστήμες και Οικονομικά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι: Πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών, Αντιπρόεδρος της Α.Σ.Π.Ε. Υπεύθυνος έκδοσης του περιοδικού «ΑΧΑΪΚΑ», Mέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Πολιτιστικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας. Πρόεδρος του Συλλόγου Πολυτέκνων ΗΛΙΔΑΣ Τακτικό Μέλος της Αχαϊκής Εταιρείας Μελετών, Τακτικό Μέλος της Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, Τακτικό Μέλος Διακιδείου Σχολής Λαού κ.α. Συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών. Έχει διατελέσει: Δημοτικός Σύμβουλος Πατρών (1995-1998), Νομαρχιακός Σύμβουλος Αχαΐας (2003-2007), Αντιπρόεδρος της Ανωτάτης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος (1995-2004), Πρόεδρος της Πολυτεκνικής Οργάνωσης Πατρών (1982-2004), Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Αχαΐας (1981-1986) Πρόεδρος του Συλλόγου των εν Πάτραις Ηλείων «Ο ΚΟΡΟΙΒΟΣ » ( 1976 –1993 ) Πρόεδρος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών(1996-1998) Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών (1979-1990) Εκδότης-Διευθυντής της μηνιαίας εφημερίδα «ΗΛΙΔΑ» (1978-1980) Εκδότης - Δ/ντής της εφημερίδας «ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ»(1984-2004) . Έχουν εκδοθεί δεκατέσσερα έργα του σε Δοκίμιο, Νομικά Βοηθήματα, Διήγημα, Ποίηση, και Κριτική Βιβλίου. ΄Έχει πραγματοποιήσει σειρά ομιλιών και διαλέξεων στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας καθώς και εισηγήσεις σε Πανελλήνια και Διεθνή Συνέδρια

Πηγή: http://leonidasmargaritis.blogspot.com/2013/02/blog-post_26.html

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...