Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Αρχαιολόγος, του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Απόψε, αγαπητοί φίλοι, θα σας παρουσιάσω ένα έργο το οποίο με αλληγορικό τρόπο εκθέτει το ζήτημα της Προγονοπληξίας σε όλο της το μεγαλείο. Πρόκειται για τον Αρχαιολόγο του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Το αρκετά ενδιαφέρον και επίκαιρο αυτό έργο είχα την τύχη να διαβάσω το χειμώνα του 2021-2022.




 

 Η πρώτη έκδοση του Αρχαιολόγου είναι άγνωστη και αμφισβητήσιμη. Η δεύτερη έκδοση του έργου πραγματοποιήθηκε το 1904, από το τυπογραφείο της Εστίας των Μάινερ και Καργαδούρη.  

 

 Γεννημένος στα Λεχαινά Ηλείας ο Καρκαβίτσας, σπούδασε επί πέντε έτη Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε με τον τίτλο του Διδάκτορα. Εκτός από πεζογράφος υπηρέτησε και ως στρατιωτικός γιατρός. Φυλακίστηκε το 1916 συνεπεία του Εθνικού Διχασμού, ενώ πέθανε στο Μαρούσι το 1922 προσβεβλημένος από φυματίωση του λάρυγγα και πικραμένος από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας.

 

 Το ενδιαφέρον για το έργο του Καρκαβίτσα, όπως και του Παπαδιαμάντη, θα αυξάνεται μετά το 1960. Τα διασημότερα έργα του συγγραφέα ήταν Ο ζητιάνος και η συλλογή διηγημάτων Τα λόγια της Πλώρης. Ο συγγραφέας μαζί με τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό υπήρξαν οι κύριοι εκπρόσωποι της Ηθογραφίας (και ειδικότερα της Ηθογραφίας του Ρεαλισμού), όπως επίσης και του Νατουραλισμού. Ως εκπρόσωπος της ρεαλιστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα, ο Καρκαβίτσας, παρουσίασε μια σειρά έργων που διαπνέονται από γνήσιο πατριωτισμό, κοινωνικά ιδεώδη αλλά και χριστιανική καρτερία.



 


 Το έργο, αν και δεν πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του Καρκαβίτσα ή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για ένα περίεργο λόγο έχει μεταφραστεί από τον General Books το 2010. Έχει επίσης εκδοθεί ως ηλεκτρονικό βιβλίο από τον Smashwords Edition. 

Πρόσφατα η καθηγήτρια κλασικής φιλολογίας στο γνωστό Brown του Λονδίνου, Τζοάνα Χάνικ, ανέλαβε να μεταφράσει τον Αρχαιολόγο, με αφορμή τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821. Όπως δήλωσε η Τζοάνα Χάνικ στη δημοσιογράφο του Βήματος Λαμπρινή Κουζέλη «έχει ιστορική σημασία και η επέτειος της ελληνικής επανάστασης που πλησιάζει και οι εορτασμοί που περιμένουμε ότι θα γίνουν, θα είναι μια καλή ευκαιρία για να παρουσιαστεί αυτό το κείμενο και οι προβληματισμοί του Καρκαβίτσα για τα εθνικά θέματα».

 

Η υπόθεση του έργου:

 Πρόκειται για μια χειρουργικής ακρίβειας ανάλυση της ανθρώπινης φύσης και των ανείπωτων εντάσεων που δημιουργούν οι οικογενειακές σχέσεις. Ο Αριστοδήμος μεγαλοπιάνεται από μία ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι κατάγεται από το ξακουστό γένος των Ευμορφόπουλων και για να γλιτώσει από τα αδιέξοδα της πραγματικής ζωής, διαμορφώνει μία νέα ταυτότητα που κοντράρεται όπως τα ασπρόμαυρα κοντράστ με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του: τον καλοπροαίρετο, μικρότερο αδελφό, τη μητέρα και τη γυναίκα του για να οδηγηθεί στην τελική του συντριβή. Στον άτεγκτο κόσμο του Καρκαβίτσα, δεν καλλιεργείται ελπίδα για μία καλύτερη ζωή.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο 

 Ο Αρχαιολόγος αποτέλεσε ένα έργο-κραυγή κατά της ανιστόρητης προγονοπληξίας. Μια προγονοπληξία που συχνά καταντά στείρα παρελθοντολογία και όχι υπεύθυνος θαυμασμός σε έναν κόσμο που παρήγαγε βέβαιο πολιτισμό.

 Δεν είναι λίγες οι φορές που η επιφανειακή προγονική καύχηση  περιφρονεί τη σημερινή τύχη και την πρόοδο του έθνους. Ο Καρκαβίτσας καταδικάζει την άγονη προγονοπληξία ορισμένων διανοούμενων καθώς επίσης και την άκριτη αρχαιολατρία.

 


 Αρκετά αγράμματα ή ημιμαθή υποκείμενα στις μέρες μας ακολουθούν ακόμη τη γραμμή της προγονοπληξίας. Τη διατηρούν ολοζώντανη. Φορούν περικεφαλαίες στα άδεια κεφάλια τους και μανδύες επάνω από τα φτηνιάρικα τζιν τους, και καπηλεύονται τα ιερά και τα όσια της φυλής. Πρόκειται για αληθινές καρικατούρες που καίτοι νομίζουν ότι εξυψώνουν το παρελθόν, στην πραγματικότητα το γελοιοποιούν εξωτερικεύοντας ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό και τα άλυτα ψυχικά τους προβλήματα. Αυτό το νοσηρό φαινόμενο οφείλεται σίγουρα στην αδυναμία ένταξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο σύγχρονο κόσμο.

 Μεταξύ σύγχρονης και αρχαίας Ελλάδας υφίστατο ένα χάσμα το οποίο επιχειρήθηκε να γεφυρωθεί από δύο μεγάλους διανοητές: Το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Αμφότεροι πέτυχαν την μέσω επίπονης έρευνας την ένταξη του Βυζαντίου στον ελληνικό πολιτισμό και έτσι απέδειξαν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, μέσω της μελέτης της λαϊκής παράδοσης και της ιστορικής έρευνας.

 Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Καρκαβίτσας παίρνει σαφή θέση πάνω στο γλωσσικό ζήτημα. Υπερασπίζεται τη δημοτική και θυμίζει σε πολλά σημεία το Ταξίδι μου του Ψυχάρη. Πριν την έκδοση του Αρχαιολόγου (1901-3) έχουν προηγηθεί τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο συγγραφέας, μαζί με τον Εφταλιώτη, ήταν οι πρώτοι δημοτικιστές πεζογράφοι. Παρά το γεγονός ότι ο Καρκαβίτσας ήταν οπαδός της δημοτικής δεν αποδέχονταν τις ακρότητες των δημοτικιστών. Στόχος του ήταν η γλώσσα του έργου του να γίνει κατανοητή από όλους.

 Ο Αρχαιολόγος υπήρξε το τελευταίο μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα και χαρακτηρίστηκε γενικά ως αποτυχημένο από τεχνικής άποψης. Που οφείλεται όμως η αποτυχία του; Ο Roderick Beaton δίνει την απάντηση:

 "Το μυθιστόρημα ακολουθεί τα λαογραφικά αξιώματα της εποχής, αλλά κατορθώνει με τόλμη να απαλλαγεί από τις συμβάσεις του Ρεαλισμού. Στην αλληγορία αυτή της σχέσης της Ελλάδας με το παρελθόν της και με τους ξένους γείτονες της, που διατυπώνεται με τη μορφή λαϊκού παραμυθιού, η ισορροπία μεταξύ των ρεαλιστικών συμβάσεων και της επιθυμίας υπέρβασης τους χάνεται τελικά. Ωστόσο το μυθιστόρημα παραμένει μια σημαντική μαρτυρία των καλλιτεχνικών στόχων της γενιάς των συγγραφέων που συχνά εντάσσονται στους ρεαλιστές.

 Ο Αρχαιολόγος οδηγεί στη λογική (και αστήριχτη) κατάληξη της την ενδιάθετη ροπή της κίνησης του ελληνικού μυθιστορήματος. Αντλεί λοιπόν από τις πηγές της εγχώριας λαογραφίας με σκοπό να ενισχύσει την αναδυόμενη εθνική ταυτότητα και να καθιερώσει μια λογοτεχνική παράδοση, που να βασίζεται αναμφισβήτητα πάνω στην παράδοση αυτή.

 Η αποτυχία του αρχαιολόγου ίσως να μην οφείλεται τόσο στις τεχνικές ατέλειες του (τη δυσκολία να γεφυρώσει κανείς το χάσμα ανάμεσα στις δυσκολίες που επενδύονται στο λαϊκό παραμύθι και στην πραγματική θεματολογία του) όσο και στο γεγονός ότι ξεσκέπασε τη λανθάνουσα αυτή αλήθεια για ολόκληρη σχεδόν την ελληνική Ηθογραφία."

 Ο Παλαμάς, εν κατακλείδι, θα γράψει χαρακτηριστικά για τον Καρκαβίτσα αναγνωρίζοντας την αξία του έργου του: "Εάν κάποιος... με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, θα έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θα του φυλούσα το χέρι, και θα ψήφιζα τον Καρκαβίτσα".

 

Το έργο μπορείτε να το αντλήσετε από αυτόν τον σύνδεσμο:

https://silgoneon5dimgeraka.gr/wp-content/uploads/2012/01/KARKABITSAS-A.-Arxaiologos.pdf

 



 

Πηγές:

https://www.pde.org.gr/ilia/index.php?option=com_content&view=article&id=58&Itemid=71

https://www.eleftheria.gr/πολιτισμός/item/262806.html

https://www.goodreads.com/book/show/7653785

https://www.mononews.gr/politismos/i-tzoana-chanik-ke-o-karkavitsas-apo-ton-penguin-classics

https://osdelnet.gr/book/1047300

 

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996

 

Παύλος Παπαδόπουλος Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών, Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, σε συνεργασία με τον Frédéric Gaullardet.


Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).

  Γάλλος μυθιστοριογράφος και δραματικός συγγραφέας, γεννήθηκε το 1802 και πέθανε το 1870. Είχε δυνατή φαντασία και μεγάλη ενεργητικότητα. Γραφέας σε συμβολαιογραφείο στην αρχή, μελέτησε με πάθος την ιστορία της πατρίδας του και άρχισε να γράφει σε συνεργασία με άλλους δύο κωμειδύλλια. Ακολούθως, έγραψε πολλά ρομαντικά δράματα και κωμωδίες και εν συνεχεία επιδόθηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. "Οι τρεις σωματοφύλακες" και "Ο Κόμπ" τον έκαναν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν προικισμένος με το χάρισμα να διηγείται και να συναρπάζει με τον τρόπο που έγραφε. 

  Ο Αλέξανδρος Δουμάς μετέφερε με επιτυχία το ρομαντισμό στο θέατρο και έδωσε στο μυθιστόρημα μια λαϊκή μορφή τέχνης. Η γονιμότητά του υπήρξε καταπληκτική. Έγραψε 257 τόμους μυθιστορήματα και 25 τόμους με θεατρικά έργα, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους "στρατηγούς", καθώς έλεγε, των οποίων αυτός ήταν ο "Ναπολέων". Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε για τον Δουμά: "Δεν είναι απλώς Ευρωπαίος, είναι παγκόσμιος".

  Ο Δουμάς γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1802 με το όνομα Αλεξάντρ Νταβύ ντε λα Παγετρί. Ο πατέρας του, το εξώγαμο παιδί Γάλλου μαρκησίου και μαύρης καλλονής από την Αϊτή, στα χρόνια της Επανάστασης κατάφερε να γίνει στρατηγός. Όταν όμως ο Ναπολέων έγινε πρώτος ύπατος έβαλε στο περιθώριο τον μιγάδα αξιωματικό, ο οποίος απεβίωσε έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Δουμάς ήταν τεσσάρων ετών. Ο μικρός Αλέξανδρος μεγάλωσε φτωχικά με τη μητέρα του στην επαρχία της Πικαρδίας. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και κατάφερε να γίνει γραφέας του δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος θα γινόταν αργότερα ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος.


Ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).


  Ο Αλέξανδρος Δουμάς ανήκε στην κάστα εκείνη των ανθρώπων που έζησαν «μέσα στα πράγματα» την πιο ταραγμένη περίοδο της γαλλικής ιστορίας. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήθελε να τοποθετεί τα βιβλία του σε ένα περιβάλλον με απόλυτους χρονικούς προσδιορισμούς. Εν τούτοις τα βιβλία του δεν είναι καθαρόαιμα «ιστορικά μυθιστορήματα». Ο ίδιος έλεγε ότι «η Ιστορία είναι ένα καρφί πάνω στο οποίο κρεμάω τα μυθιστορήματά μου». Εκτός από τα μυθιστορήματα ο Δουμάς έγραψε και περί τα 90 θεατρικά έργα, γνωστότερα των οποίων θεωρούνται τα εξής: Ο Ερρίκος Γ και η αυλή του,  Χάος και μεγαλοφυΐα, Αντονύ, Ο πύργος του Νελ, Ναπολέων Βοναπάρτης. Έγραψε επίσης απομνημονεύματα εκτάσεως 22 τόμων και ταξιδιωτικά κείμενα. Θεωρείται ότι οι περιηγητικές εντυπώσεις του βρίθουν ανακριβειών, αλλά πώς να μην τον συγχωρήσει κανείς όταν γίνεται τόσο συμπαθής με τις προθέσεις του; Τα άπαντά του αριθμούν 301 τόμους.



Η υπόθεση:

  Το έργο μας ταξιδεύει στο Παρίσι του Μεσαίωνα (έτος 1314). Μία σειρά από φόνοι ευγενών νέων αριστοκρατικής καταγωγής και κατά κύριο λόγο ιπποτών ταράζει την παρισινή κοινωνία. Τα πτώματα ανασύρονται από τις όχθες του Σηκουάνα και το μυστήριο που περιβάλλει τα γεγονότα σπέρνει τον τρόμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κουβάρι εξελίσσεται σιγά σιγά και όλα τα στοιχεία οδηγούν στην Βασίλισσα της Γαλλίας Marguerite de Bourgogne η οποία σε προγενέστερο χρόνο έχει καταδικάσει τους δύο γιους της να εγκαταληφθούν έκθετοι στον θάνατο! Ύστερα από ένα σκληρό και αδυσώπητο παιχνίδι νεύρων και τακτικής μεταξύ της βασίλισσας και του Ιππότη-πρώην αγαπητικούς της στο τέλος αποκαθίσταται η τάξη και ο ακροατής επιστρέφει ήσυχος και με αίσθημα δικαίου στην εποχή του .


Κάποια λόγια για τον Πύργο του Νελ:

Ο πύργος του Νελ —απόδοση στα ελληνικά του La tour de Nesle— κατασκευάστηκε στις αρχές του 13
αιώνα από τον Φίλιππο Αύγουστο και καταστράφηκε το 1665. Σε σχέδια της εποχής εμφανίζεται στην Αριστερή Όχθη, απέναντι από το μουσείο του Λούβρου. Βλέπουμε κατοίκους του Παρισιού να πλένουν τα άλογά τους στα νερά του Σηκουάνα. Από σχετικές αφηγήσεις μαθαίνουμε ότι άγρια γουρούνια και άλλα ζωντανά κυκλοφορούσαν στους δρόμους (σκορπούσαν τον θάνατο). Ο πύργος του Νελ ήταν σε μίααπό τις γωνίες του αμυντικού τείχους που κύκλωνε όλο το Παρίσι.

  Ο πύργος του Νελ είναι ένα σκοτεινό και σε πολλά σημεία φοβιστικό έργο. Παρά την μεγάλη διάρκεια του κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον…


ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΛ. Του Αλέξάνδρου Δουμά

Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε το 1959 στους ράδιο θαλάμους του Ζαππείου. Ξεχωρίζουν οι φωνές του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, της Δέσπως Διαμαντίδου που υποδύεται την βασίλισσα και του Στέφανου Ληναίου που παίζει το ρόλο του Ιππότη Γκωτιέ. 

Η ραδιοσκηνοθεσία ήταν του Ίωνα Νταϊφά.

Ενώ ακόμη ο Πύργος του Νελ έχει προβληθεί σε πέντε διαφορετικές εκδοχές στη Μεγάλη Οθόνη, από το 1923 έως το 1968, στη Γαλλία, Ιταλία και Η.Π.Α.


Detail from a painting depicting Parisian daily life during the winter of 1607–1608, during which the Seine was frozen over for several weeks. This left section of the painting shows the now-defunct Tour de Nesle, erected during the reign of Philippe Auguste.





Μεταφόρτωση από το κανάλι loykiatulumari του youtube:













Το κόκκινο γέλιο, του Λεονίντ Αντρέγιεφ. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω τη νουβέλα του Λεωνίδα Αντρέγιεφ Το κόκκινο γέλιο. Το έργο κυκλοφόρησε το 1905 και πρόκειται για την πιο φιλόδοξη αλλά και πειραματική νουβέλα του Ρώσου λογοτέχνη.



  Το έργο αποτελείται από δέκα εννέα αποσπάσματα και χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος ό αφηγητής είναι ένας αξιωματικός του ρωσικού στρατού πού πολεμά στη Μαντζουρία, στον καταστροφικό Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1904. Τραυματίζεται βαριά και επιστρέφει στην οικογένειά του σωματικά αλλά και πνευματικά ανάπηρος. Στο δεύτερο μέρος αφηγητής γίνεται ό αδελφός του αξιωματικού. Για τον Αντρέγιεφ οι αποτρόπαιες πράξεις της νέας μορφής πολέμου μαρτυρούσαν την υπέρτατη εξαχρείωση μιας κοινωνίας για την οποία ό ίδιος είχε ήδη βγάλει διάγνωση: ασθένεια ανίατη.

 

Η υπόθεση του έργου:

 

  ΕΚΕΙΝΟΣ... Ένας άφραγκος φοιτητής της Πετρούπολης βρίσκει αναπάντεχα δουλειά ως οικοδιδάσκαλος σ' ένα απομονωμένο σπίτι σε κάποιο χωριό δίπλα στη θάλασσα, όπου κυριαρχούν ή θλίψη και ή μελαγχολία και όπου ό κύριος του σπιτιού γελάει παράδοξα στις πιο παράξενες καταστάσεις. Μία του κόρη έχει πνιγεί στα γκρίζα νερά της θάλασσας και ή γυναίκα του, πού δεν εμφανίζεται ποτέ, ακούγεται να παίζει πιάνο από κάποιο κλειστό δωμάτιο. Ώσπου εμφανίζεται στον νεαρό οικοδιδάσκαλο εκείνος, ένα φασματικό πρόσωπο με το οποίο αποκτά σχεδόν σωματική επαφή. Κι αρχίζει το αριστοτεχνικό παιχνίδι του συγγραφέα με τον ήρωα του και τον αναγνώστη, γύρω από την ύπαρξη του αλλόκοτου επισκέπτη και το σταδιακό παραλήρημα του φοιτητή.


Ο Λεωνίδας Αντρέγιεφ


 

Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:

  Η νουβέλα του Αντρέγιεφ, Το κόκκινο γέλιο, αποτέλεσε την πρώτη αντίδραση του συγγραφέα στη φρίκη του Ρωσοϊαπωνικού πόλεμου του 1905. Λίγο αργότερα θα έρθει η πρώτη επανάσταση στη Ρωσία, την οποία ο Αντρέγιεφ όχι μόνο θα χαιρετίσει αλλά και θα μπλεχτεί στο κίνημα κατά του Τσαρισμού.  Παρόλαυτά τα τελευταία του έργα (Το ημερολόγιο του Σατανά, SOS Ρωσία καλεί ανθρωπότητα) είναι διαποτισμένα από την απαισιοδοξία του συγγραφέα και το μίσος του για την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων.

 

  Κύριος εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού ο Αντρέγιεφ στη Ρωσία, αντανακλά από τα πρώτα του έργα καταστροφικές συνθήκες στις οποίες βρισκόταν ο ίδιος προσωπικά. Από την αρχή του έργου του έδειξε τα κίνητρα του: Πεσιμισμός, σκεπτικισμός, έλλειψη πίστης στον ανθρώπινο νου και τη θρησκεία.  Το εξπρεσιονιστικό, το φανταστικό και το πειραματικό στοιχείο θα αποδώσουν ακεραία τη φρίκη του πολέμου.

  Ο Σπύρος Γιανναράς θα θέσει τον Αντρέγιεφ επάξιο επίγονο των Ε.Τ.Α. Χόφμαν και Ε.Α. Ποέ εξαιτίας του Κόκκινου γέλιου και της νουβέλας Εκείνος και θα σημειώσει στην Καθημερινή: «Στις νουβέλες αυτές δεν περιορίζεται

στο παιχνίδι της μεθοδικά καλλιεργούμενης αμφιβολίας, της κλιμακούμενης έντασης και της κλειστοφοβίας, ούτε στη δημιουργία ενός κλίματος ζόφου, που άσκησε τεράστια γοητεία στους φανατικούς αναγνώστες του γοτθικού μυθιστορήματος. Όπως κάθε αντάξιο τέκνο της υψηλής λογοτεχνίας, δεν αρκείται στη χειραγώγηση του ευαίσθητου συναισθηματικού κόσμου των αναγνωστών. Χρησιμοποιεί την απαράμιλλη ικανότητά του στη δημιουργία εκρηκτικής ατμόσφαιρας, τη συναρπαστική ευχέρεια στις εξπρεσιονιστικές περιγραφές και τις πολύχρωμες τοιχογραφίες για να θίξει μείζονα πολιτικά και βαθιά υπαρξιακά ζητήματα.»

 

  Το έργο σε κάθε περίπτωση είναι προφητικό, προαναγγέλλει τη φρίκη των σοβιετικών Γκουλάγκ, του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι επίσης διορατικό και καταγγέλλει τη βαρβαρότητα του πολέμου και την κτηνωδία του ανθρώπου.

 

  Στις αρχές του 20ου αιώνα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορούσε πλέον να αποκτήσει μια πρώτη ανθολογία του ρωσικού διηγήματος. Μέσα σε χίλιες οχτακόσιες δέκα τρεις σελίδες ανθολογήθηκαν σαράντα οχτώ Ρώσοι/Σοβιετικοί συγγραφείς, μεταξύ αυτών φυσικά και ο Αντρέγιεφ.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.

 

Πηγές:

https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/366532_stin-apalami-toy-afigimatikoy-logoy

https://www.catisart.gr/i-proepanastatiki-rosia-se-mia-parastasi-gia-tous-epta-kremasmenous-tou-antregief/

https://www.kathimerini.gr/culture/443218/i-techni-toy-antregief/

https://www.politeianet.gr/books/9789603259206-andreyev-leonid-agra-ekeinos-to-kokkino-gelio-201052

https://el.wikipedia.org/wiki/Λεονίντ_Αντρέγιεφ

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα, του Σπύρου Μελά. Ο Ιούδας, ως θέμα, είναι επίκαιρος στη  διαδρομή της Μεγάλης Πέμπτης.





  Ο Ιούδας έκανε πρεμιέρα στις 3 Οκτωβρίου του 1934, ως το εναρκτήριο έργο  της χειμερινής περιόδου του Εθνικού Θεάτρου. Η σκηνοθεσία ήταν του Φώτου Πολίτη, η σκηνογραφία του Κ. Κλώνη, ενώ ενδυματολόγος ήταν ο Α. Φωκάς. Η διανομή του έργου περιελάμβανε εξήντα επτά πρόσωπα. Επρόκειτο για έργο πολυπρόσωπο και θεαματικό, το οποίο έδινε τη δυνατότητα για χρήση μεγάλου αριθμού ηθοποιών.

  Το έργο ήταν αρχικά να ανέβει από το Ελεύθερον Θέατρον, και ειδικότερα από το νεοσύστατο θίασο συνεργασίας της Κοτοπούλη με την Κυβέλη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μελά. Η παράσταση είχε εξαγγελθεί την Άνοιξη του 1934 ως εναρκτήρια του θιάσου. Το Σεπτέμβριο, όμως, του 1934, εμφανίστηκαν τα πρώτα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο Ιούδας θα ήταν το εναρκτήριο έργο του Εθνικού Θεάτρου. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Μελάς είχε διαμαρτυρηθεί τόσο στο Ελεύθερο όσο και στο Εθνικό Θέατρο ότι απόκλειαν έργα Ελλήνων συγγραφέων. Το ανέβασμα τελικά της παράστασης αποτέλεσε ένα είδος δικαίωσης για το Μελά.



  Δέκα χρόνια μετά ανέβηκε πάλι από το Εθνικό. Το έργο ανέβασε ένας πολέμιος του Μελά, ο Πολίτης. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια έμπρακτη αναγνώριση του συγγραφέα από τον πιο σφοδρό επικριτή του. Στο ρόλο του Ιούδα έχει παίξει και ο Μινωτής.

 

Ο δραματικός μύθος:

  Ο Ιούδας, ένας από τους πιο πλούσιους νέους της Ιερουσαλήμ, μισεί τους Ρωμαίους ιδιαίτερα, καθώς στρατιώτες των κατακτητών έχουν βιάσει και σκοτώσει την αδελφή του. Ζει απομονωμένος στο σπίτι του στην εξοχή μαζί με την παλιά σταθερή ερωμένη του Ζελφά και το νέο έρωτα του, τη Μαγδαληνή.

 Ύστερα από απόφαση της Μαγδαληνής να τον εγκαταλείψει και να ακολουθήσει τον Ιησού, μετά από την αποτυχία του Ιούδα να ηγηθεί επανάστασης κατά των Ρωμαίων, ο νεαρός πατριώτης πείθεται ότι μόνο ο Ιησούς θα μπορούσε να ξεσηκώσει τα πλήθη σε μια επανάσταση εναντίων της ρωμαϊκής κατοχής. Σπεύδει λοιπόν να ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών του.



 Κάποια στιγμή, ο Ιούδας διαπιστώνει ότι η διδασκαλία του δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους αλλά στην εξασφάλιση της βασιλείας των ουρανών, απογοητεύεται και μάλιστα τον προδίδει θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την έλευση ενός πραγματικού Μεσσία. Όταν η προδοσία του τον γεμίζει τύψεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μαθαίνει από τη Μαγδαληνή και τον Πέτρο ότι Εκείνος τον έχει συγχωρήσει, γιατί δεν είχε κατανοήσει το αληθινό νόημα της διδασκαλίας Του, αυτοκτονεί.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

  Τα πρόσωπα, η κίνηση τους, το καντράρισμα, μοιραία φέρνουν στο νου την εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Επιλέχθηκε ένα θρησκευτικό θέμα, γεγονός που αποτέλεσε έκπληξη.

  Ο Μελάς είχε ομολογούμενο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά θέματα. Ο συγγραφέας θεωρούσε τη Βίβλο, βιβλίο της ανθρωπότητας, έλεγε ότι μαζί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Ομήρου και των τραγικών ποιητών, άξιζε να περισωθούν σε περίπτωση καταστροφής. Η αινιγματική μορφή του Ιούδα απασχολούσε επί χρόνια το Μελά. Τον ανέφερε σε εορταστικά-με αφορμή το Πάσχα- άρθρα του, ήδη από το 1918.



  Το έργο μπορεί να φανεί κουραστικό, με τη σωστή μελέτη του όμως είναι βαθυστόχαστο. Στον Ιούδα ο Μελάς εξέτασε τα αίτια της προδοσίας. Υιοθέτησε τη θεωρία που πρωτοδιατύπωσαν οι Σαμπατιε και Ρενάν στα θεολογικά έργα τους: Ότι η προδοσία του Ιούδα οφείλεται στην πλάνη του, ως προς το ιδεολογικό μήνυμα του κηρύγματος του Ιησού. Απεικόνισε την ιδεολογική αντίθεση ανάμεσα στην ¨υλιστική¨ ηθική του Ιούδα και την ιδεαλιστική ηθική του Χριστού. Ο Ιούδας συντρίφτηκε στη σύγκρουση με το θείο. Στο έργο ο Σπύρος Μελάς αναγιγνώσκει τους ρόλους του δικού του Ιούδα.

  Ο συγγραφέας φιλοδοξούσε να γράψει μια μοντέρνα τραγωδία, σε πεζό λόγο, μια σύγχρονη τραγωδία. Είχε υψηλές φιλοδοξίες, καθώς συνέκρινε τον Ιούδα με το μέγεθος ενός Προμηθέα, ενός Κρέοντα και ενός Οιδίποδα. Οι σκηνές πλήθους παραπέμπουν σε πολυπληθείς σαιξπηρικές δραματικές τοιχογραφίες, όπως επίσης και στα σύνθετα πολυπρόσωπα του Τολστόι, που τόσο θαύμαζε ο Μελάς.



  Ο Ιούδας κατατάσσεται  στο Ιδεολογικό Θέατρο του Μελά και διαχωρίζεται από τα άλλα ιστορικά έργα του (Παπαφλέσσας και Ρήγας), Ο Καραγάτσης το χαρακτηρίζει ως «δράμα ιδεών», ενώ οι άλλοι μελετητές ως ιστορικό δράμα.

 

 

Λιγα λόγια για το συγγραφέα:

  Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά όπου μεταφέρθηκε με την οικογένειά του μετά το θάνατο του πατέρα του. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν άσκησε όμως το επάγγελμα καθώς στράφηκε στη δημοσιογραφία και τη θεατρική τέχνη.

  Στο ενδιαφέρον του για το θέατρο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα συχνά ταξίδια του στο Παρίσι (πρώτη φορά πηγαίνει το 1917 και έκτοτε επιστρέφει πολλές φορές). Μάλιστα, στη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, το 1928, παρακολούθησε μαθήματα σε σκηνοθετικά εργαστήρια.

  Εργάστηκε  ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας ενώ σημαντική είναι η συμβολή του ως δημοσιογράφου και κριτικού. Ο Μελάς δημοσιεύει σε μια σειρά από εφημερίδες (Ακρόπολη, Άστυ, Εμπρός, Καθημερινή, Έθνος, Αθηναϊκά Νέα, Ημερολόγιον Σκώκου) άρθρα, κριτικές, διηγήματα και χρονογραφήματα. Επιπλέον αρθρογραφεί και στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα όπου υπογράφει ως Φορτούνιο. Επίσης, εκδίδει δύο περιοδικά: το περιοδικό Ιδέα (1933-1934) και την Ελληνική Δημιουργία (1948-1954).

  Γράφει τρεις τόμους με τίτλο: Από τα ταξίδια μου, Πολεμικές Σελίδες, Αμερική, προκειμένου να περιγράψει τις εμπειρίες του από την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο μέτωπο, αλλά και από τα διάφορα ταξίδια του. Σταθμός στη δράση του υπήρξε το έτος 1925, οπότε και ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Λίγο αργότερα ιδρύει την Ελεύθερη Σκηνή μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ, ενώ το 1935 αναλαμβάνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Καινούργιο Θέατρο της Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Στόχος του ήταν η ανανέωση της εγχώριας σκηνής και η συμπόρευσή της με την ευρωπαϊκή σκηνή.

  Σε άρθρα που γράφονται για το Σπύρο Μελά, ο τελευταίος παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως μία αρκετά δραστήρια και παράλληλα αρκετά αντιφατική προσωπικότητα, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία, ο Μελάς εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης και γράφει ιστορικές μελέτες (Το Εικοσιένα και η Κρήτη, Φιλικοί: Οι πρόδρομοι του ’21. Οι άντρες που άνοιξαν στο γένος το δρόμο της λευτεριάς) αλλά και βιογραφίες (Ο γέρος του Μωριά, Ο Ναύαρχος Μιαούλης). Γράφει επίσης, εκτός από δοκίμια, και πολλά θεατρικά έργα με κοινωνικές προεκτάσεις.

  Για τη συμβολή του στα Γράμματα τιμήθηκε με το αριστείο των Γραμμάτων, ενώ για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό. Ο Μελάς πέθανε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1966.

 

 

Ο Σπύρος Μελάς.

 

 

Πηγές:

1)    ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗΣ, Το ελληνικό ιστορικό δράμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006.

2)    ΚΑΡΡΑ Κ., Ο Σπύρος Μελάς και το θέατρο της εποχής του. Συμβολή στη μελέτη της δραματουργίας του, Διδακτορική Διατριβή,  Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010.

3)    ΔΕΒΑΡΗΣ Δ. Σ., Ο Ιούδας του Σπύρου Μελά εις τας πλατείας και τους εξώστας, Καθημερινή, 5-10-1934.

4)    Η αποψινή πρώτη στο θέατρο Αλίκης, Αθηναϊκά Νέα, 25-07-1936.

5)    Το σημειωματάριο μου. Ταβέρνα, Καθημερινή 28-04-1941

6)    ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Η κριτική για τον Ιούδα θαυμασμός, Νέα Εστία τχ. 16, 1-11-1934.

7)    ΧΑΡΗΣ Π., Το θέατρο, περιοδικό Αθήναι τχ. 2, Νοέμβριος 1934.

8)    https://www.kathimerini.gr/opinion/687938/gia-ton-ioyda-toy-sp-mela/

9)    http://theatrokaiparadosi.thea.auth.gr/%CE%9C%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82.html


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: 80sMusicDiamonds

                             


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, του Γεωργίου Βιζυηνού. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Φίλες και φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το αριστουργηματικό διήγημα του Βιζυηνού με τίτλο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Το έργο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ¨Εστία¨ μεταξύ 23-10-1883 και 3-11-1883 σε τρεις συνέχειες. Πρόκειται για μια πολύ καλή ανάλυση, (και με χρήση σασπένς μάλιστα) μιας ορθόδοξης οικογένειας που ζει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

 


  Ο πραγματικός χρόνος του έργου είναι πιθανότατα το 1880, καθώς ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Χρηστάκης δολοφονήθηκε τρία χρόνια νωρίτερα στις αρχές του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877).

 

  Ο συγγραφέας ήταν από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που στη χώρα μας οι πεζογράφοι στρέφονταν στην περιγραφή της υπαίθρου με στόχο τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Έτσι σιγά σιγά άρχιζε να καλλιεργείται το ηθογραφικό διήγημα.

 

 

Η υπόθεση του έργου:

 

   Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο ήρωας του έργου, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βιζυηνό, συναντά την μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης ερχόμενος από την Ευρώπη, όπου σπούδαζε.

 

  Η μητέρα και ο Μιχαήλος υποδέχονται με μεγάλη χαρά τον Γιωργή, την ίδια στιγμή όμως η ενθύμηση του χαμού του Χρηστάκη φορτίζει το όλο σκηνικό. Από αυτό το σημείο αρχίζει η εξιστόρηση των γεγονότων από την μάνα, που αφορούν την δολοφονία του μεσαίου της υιού, του Χρηστάκη, καθώς ο Γιωργής δεν γνωρίζει ακριβώς τα συμβάντα εξαιτίας της απουσίας του στο εξωτερικό.

 

  Κάποια μέρα στο σπίτι της μητέρας του Γιωργή εμφανίζεται ο Χαραλαμπής του Μητάκου ή αλλιώς Λαμπής, που εκείνη την εποχή εργάζεται στο ταχυδρομείο και προτείνει στον Χρηστάκη να αναλάβει εκείνος την πόστα. Παρά τις αντιδράσεις της μάνας με το αλάνθαστο ένστικτο της εκείνος αναλαμβάνει το ταχυδρομείο και μόλις την πρώτη μέρα της εργασίας του σκοτώνεται στη γέφυρα στο Λουλεβουργάζι. Από εκείνη την στιγμή αρχίζει μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί ο φονιάς.

  

  Στο μεταξύ ο Βιζυηνός παρεμβάλει στο διήγημα του την ιστορία του Τούρκου Κιαμήλ, ο οποίος βαριά άρρωστος περιθάλπεται από την μάνα του Γιωργή, όσο εκείνος λείπει. Ο Κιαμήλ βλέπει την μάνα του Γιωργή σαν δεύτερη μάνα του και εκείνη με την σειρά της τον υπεραγαπά και τον αισθάνεται γιό της. Ο καημένος ο Κιαμήλ τρέφει ένα καημό όμως μέσα του. Ερωτεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου κτηματία και με τον αδερφό της έγινε και ο ίδιος αδερφός αφού ενώσαν και το αίμα τους και γίνανε καρντάσηδες. Σε μια ενέδρα όμως σκοτώνεται ο αδελφοποιτός του και ο Κιαμήλ μόλις που καταφέρνει να σωθεί. Από εκείνη την στιγμή ορκίζεται πως θα εκδικηθεί την δολοφονία του αδελφοποιτού του.

  Τελικά φανερώνεται η τραγική αλήθεια : Ο Κιαμήλ, προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του σκότωσε άθελα του τον αδερφό του συγγραφέα και στη συνέχεια τον ταχυδρόμο Λαμπή, τον οποίο θεωρούσε βρικόλακα. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του, χωρίς εκείνη να ξέρει την αλήθεια για τον φονιά του παιδιού της.

 


 

Περεταίρω στοιχεία για το έργο:

  Το έργο ψυχογραφεί, μέσω των πρωταγωνιστών, δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους) χωρίς φυλετική αντιπάθεια αλλά με γνώση και αγάπη. Ο Βιζυηνός κάνει επιπλέον έντονες αναφορές στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Ανατολική Θράκη. Λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή μικρών αγροτικών κοινωνιών αλλά και προφορικής παράδοσης πλεονάζουν στα γραπτά του Βιζυηνού.

 

  Γενικότερα στο έργο του Βιζυηνού θα συναντήσουμε τον έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του, καθώς επίσης και πολλά βιώματα. Ο συγγραφέας θέτει στο επίκεντρο της δημιουργίας του το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ψυχή, έτσι τα διηγήματα του (μεταξύ αυτών και το εν προκειμένω) καταλήγουν ψυχογραφικά αφηγήματα.



 


  Οι διάλογοι, επιπρόσθετα, ακολουθούν το ιδίωμα της Θράκης. Η γλώσσα του Βιζυηνού είναι αρχαΐζουσα αλλά προσιτή.  Πρόκειται για μια απλή και θερμή καθαρεύουσα που πλησιάζει συχνά το λόγο της καθημερινής ζωής, μια καθαρεύουσα που ανοίγει το δρόμο για τη δημοτική όχι γιατί ο συγγραφέας συνδιαλέγεται στη δημοτική αλλά γιατί ο ίδιος διακατέχεται από λαϊκό συναίσθημα. Ο Βιζυηνός συνήθως αφηγείται στην καθαρεύουσα αλλά στους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική και την τοπική θρακική διάλεκτο. Οι διάλογοι δίνουν ζωντάνια στο έργο κυρίως επειδή τα λόγια των ηρώων παρατίθενται όπως ειπώθηκαν.

 

  Ο Βιζυηνός όσον αφορά την αφηγηματική του τεχνική αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, τα έργα του όμως παρουσιάζουν μία θεατρικότητα. Ο τρόπος αφήγησης είναι, όπως θα δούμε μεικτός (διήγηση και μίμηση). Σχετικά με τη μίμηση, ο αναγνώστης παρατηρεί έναν δραματοποιημένο αφηγητή να διηγείται την ιστορία, παράλληλα όμως η φωνή του διακόπτεται για να παρατεθούν διάλογοι, όπως ακριβώς έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι καταλήγουμε στην αυτοπρόσωπη αφήγηση με μια δυναμική προσωπικής μαρτυρίας.

  Ταυτόχρονα δεν απουσιάζει και ο εγκιβωτισμός: Η διακοπή δηλαδή της κανονικής ροής της αφήγησης για να παρουσιαστεί μια άλλη αφήγηση. Ο αφηγητής είναι ενδογιηγητικός και ομοδιηγητικός, μετέχει δηλαδή στην ιστορία αλλά δεν είναι δική του ιστορία ούτε πρωταγωνιστεί έστω στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

 

  Ο συγγραφέας ήταν μεγαλωμένος στα χρόνια του Ρομαντισμού, ενός ξενόφερτου λογοτεχνικού κινήματος, το οποίο υιοθέτησαν οι λογοτέχνες της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Συγγραφείς όπως ο Ραγκάβης καλλιέργησαν το ιστορικό μυθιστόρημα με γλωσσικό όργανο την καθαρεύουσα. Με την εμφάνιση του Βιζυηνού στα γράμματα ο Ρομαντισμός είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες του.

 

  Στη χρονική συγκυρία της ανάδειξης του Βιζυηνού εμφανίζεται το ηθογραφικά διήγημα που επιδιώκει να παρουσιάσει τη ζωή στην ύπαιθρο. Για πολλούς μάλιστα ο Βιζυηνός θεωρείται ο εισηγητής του Νεοελληνική Λογοτεχνία.

 

  Ο ίδιος αξιολογεί το αφηγηματικό του έργο ως εξής : « Πρώτος εγώ διήνοιξα τον νέον δρόμον της νεοελληνικής λογογραφίας, κατορθώσας διά των εν τη Εστία διηγημάτων μου να υποδείξω, κατ’ αντίθεσιν προς τα του Ραγκαβή και των άλλων, τι εστί διήγημα, τι εστί μελέτη και αναγραφήτου εθνικού βίου και των εθνικών παραδόσεων υπό τύπον διηγήματος και λογογραφίας, ενκαθαρά ψυχολογική και ιστορική κρίσει.» Ο Βιζυηνός βρίσκεται στο μεταίχμιο παρακμής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής και του ρομαντισμού (Δ. Παπαρρηγόπουλος, Αχ. Παράσχος) και στο ανανεωτικό πνεύμα που θα φέρει η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ο συγγραφέας διανθίζει το έργο του με τα χαρακτηριστικά και των δύο παραδόσεων. Αφηγητής της ιστορίας θα είναι ο Γιωργής, ο μορφωμένος γιος που πρόκοψε στο εξωτερικό, με αρκετά κοινά στοιχεία με τον ίδιο το Βιζυηνό.

 


  Στο έργο ξεδιπλώνεται η εναγώνια αγάπη για τον ξενιτεμένο γιο, η οδύνη και η απελπισία για τον ανεξήγητο θάνατο από ένα μυστηριώδη πυροβολισμό του άλλου γιου της. Είναι αξιοπρόσεκτη η εκδικητική μανία της μητέρας που έχασε τον άντρα της και το μεγαλύτερο γιο της το Χρηστάκη. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος θα σημειώσει: «Στο διήγημα καρτερούμε στις πρώτες σελίδες μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσης, όπου ο φονιάς μας γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς.» Ο νεαρός Τούρκος θα εξιλεωθεί για το τραγικό του λάθος και θα σταθεί στη μάνα σιωπηλός δούλος εφ’ όρου ζωής.

 

  Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε σε όλο το διάστημα κατά το οποίο ο Κιαμήλης παρέμενε και ανάρρωνε στο σπίτι τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας». Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.

 


  Ο Κιαμήλ από φονιάς γίνεται τελικά συμπαθητικό πρόσωπο. Κιαμήλ και μητέρα αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας. Η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο φονιάς ποιο ήταν το πραγματικό θύμα. Η τραγικότητα έγκειται στο ότι θύτης και θύμα δε γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί. Και σε αυτό το διήγημα του Βιζυηνού η τραγικότητα είναι διάχυτη.

 

  Ο Παναγιώτης Μουλάς θα τονίσει «…Θα ’λεγα πως εδώ η ισορροπία των αντιθέσεων λειτουργεί με τον τελειότερο τρόπο. Η επιμελημένη τεχνική συνδυάζεται με τολμηρές καταδύσεις στο βυθό ης ψυχής. Πίσω από τις περιπέτειες μιας καλοστημένης αστυνομικής ιστορίας αναδύονται οι άνθρωποι με την τραγικότητά τους, Έλληνες και Τούρκοι πιασμένοι στα πλοκάμια της μοίρας. Η μητέρα του θύματος και ο δολοφόνος: η πρώτη δεμένη στην άγνοιά της, ο δεύτερος, αγαθός και αθώος, βυθισμένος στη συσκότιση του νου του…»

 

  Θα κλείσουμε παρατηρώντας ότι ο ίδιος προβληματισμός συνίσταται και στο Έγκλημα και τιμωρία. Όπως και στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι προβάλλεται έντονα η ενοχή της συνειδήσεως και το ερώτημα Ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος; Εκείνος που διαπράττει με τα χέρια του το έγκλημα ή εκείνος που υποκινεί; (Ο ηθικός αυτουργός δηλαδή.)  Ο Βιζυηνός φτάνει στο τέλος του έργου και φαίνεται ότι ακόμη δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος ευθύνεται για το χαμό του αδερφού του…

 

-Το έργο έχει παιχτεί σε έκδοση Ραδιοφωνικού Θεάτρου από την Κρατική Ραδιοφωνία με πρωταγωνιστή το Νικήτα Τσακίρογλου. Επίσης έχει γυριστεί σε μίνι σειρά από την ΕΡΤ με πρωταγωνιστή το Σόλωνα Τσούνη.


Ο Νικήτας Τσακίρογλου πρωταγωνιστεί, με απόλυτη επιτυχία, στο ρόλο του Γιωργή


 

Παίζουν: Βουλαλάς ΤάκηςΓιωτόπουλος ΜπάμπηςΓλυκοφρύδη ΑντιγόνηΕλευθεριάδης ΛευτέρηςΚατσέλη ΑλέκαΚοκάκης ΚώσταςΠαναγιώτου Κάκια ,Παρτσαλάκης Γιώργος,Ρ ευματάς ΜάκηςΤσακίρογλου ΝικήταςΤσούτσης Δημήτρης


Ο Μάκης Ρευματάς



Το έργο (διάρκειας 10 ωρών και 25 λεπτών) μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

http://isobitis.com/theatro1/?p=5319


Ο Γιώργος Παρτσαλάκης


Το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

https://www.schooltime.gr/wp-content/uploads/2014/04/poios-iton-o-foneus-tou-adelfou-mou-viziinos-schooltime-2014.pdf


Πηγές:

https://www.poeticanet.gr/swsias-nekroy-adelfoy-diakeimenikes-simeiwseis-a-33.html?category_id=56

https://e-didaskalia.blogspot.com/2019/02/blog-post_848.html

https://filologosstoparathiri.com/2012/07/20/ποίος-ήτον-ο-φονεύς-του-αδερφού-μου-γε/

filoblogiko.blogspot.com/2012/12/blog-post_3030.html

Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Δ. Δούκα,  εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.



Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...