Μια ενδιαφέρουσα ανάπτυξη του γνωστού αρθρογράφου της Καθημερινής σχετικά με τον παραλληλισμό μεταξύ των ορδων των λαθρομεταναστών που καταφθάνουν στα νησιά μας και των Μικρασιατών προσφύγων προγόνων μας...
Μα είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η φτωχή Ελλάδα των τεσσάρων εκατομμυρίων ψυχών, μετά την εθνική καταστροφή του 1922 κατάφερε να αφομοιώσει ένα εκατομμύριο πρόσφυγες Μικρασιάτες. Είναι δυνατόν η Ελλάδα των δέκα εκατομμυρίων να μην μπορέσει να αφομοιώσει το 2020 πρόσφυγες και μετανάστες από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Συρία, το Σουδάν, την Αλγερία και όπου αλλού; Οι οποίοι, εξάλλου, δεν είναι πάνω από 100.000;
Ο τελευταίος αυτός αριθμός, όπως όλα στη μικρή ή τη μικρομέγαλη Ελλάδα, είναι σχετικός. Καταγράφει τις αφίξεις προσφάτου εσοδείας που προστέθηκαν σε έναν ήδη υπάρχοντα πληθυσμό, ο οποίος ποτέ δεν έχει καταγραφεί. Η απογραφή των προσφύγων και μεταναστών ανά την επικράτεια είναι το πιο επείγον από τα επείγοντα.
Ο τελευταίος αυτός αριθμός, όπως όλα στη μικρή ή τη μικρομέγαλη Ελλάδα, είναι σχετικός. Καταγράφει τις αφίξεις προσφάτου εσοδείας που προστέθηκαν σε έναν ήδη υπάρχοντα πληθυσμό, ο οποίος ποτέ δεν έχει καταγραφεί. Η απογραφή των προσφύγων και μεταναστών ανά την επικράτεια είναι το πιο επείγον από τα επείγοντα.
Οσοι επιχειρηματολογούν συγκρίνοντας το ’22 με το σήμερα, και τους Μικρασιάτες με τους Αφγανούς, συνεχίζουν. Τον πρώτο καιρό οι γηγενείς πληθυσμοί υποδέχθηκαν τους Μικρασιάτες με δυσαρέσκεια, αν όχι με εχθρότητα. Με τον καιρό αυτή ξεπεράστηκε, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί που έρχονταν «από αλλού» να εμπλουτίσουν τη μικρή επαρχιακή Ελλάδα της εποχής με τα ήθη τους, την αξιοσύνη τους, τον κοσμοπολιτισμό τους. Τρία ονόματα φθάνουν: Ωνάσης, Σεφέρης, Συκουτρής. Η παροιμιώδης αντίδραση απέναντι στις «Σμυρνιές» δεν ήταν παρά η συμπλεγματική αντίδραση του επαρχιωτικού μικρόκοσμου απέναντι σε μια κοινωνία πολύ πιο ανοιχτή και δεκτική από ό,τι ήταν η Αθήνα της εποχής εκείνης.
Αντιμετωπίζω πάντα με καχυποψία τις ιστορικές αναλογίες. Είτε πρόκειται για την σύγκριση της σύγχρονης δημοκρατίας με την αθηναϊκή άμεση δημοκρατία είτε πρόκειται για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Οι πρόσφυγες δεν είναι παντού και πάντα ίδιοι, ούτε οι μετανάστες. Ο εκ πατρός παππούς μου έφυγε από τη γενέτειρά του ορεινή Αρκαδία το 1904 και μέσω Οδησσού κατέληξε στον Αγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ, αφού, εννοείται, πέρασε τη δοκιμασία του Ellis Island – έχω βρει τα στοιχεία του στα αρχεία. Εργάστηκε σκληρά και το 1919 επέστρεψε στην Ελλάδα για να κάνει οικογένεια. Δεν μπορώ να τον συγκρίνω με τον Αφγανό που βγαίνει σε μια ακτή της Λέσβου μόνο με ένα κινητό, χωρίς ταυτότητα και, το κυριότερο, χωρίς προοπτική. Οσο κι αν είναι σεβαστή η επιθυμία του να ξεφύγει από την εξαθλιωμένη πατρίδα του, δεν είναι το ίδιο.
Οι Μικρασιάτες ήσαν Ελληνες, θύματα της Μεγάλης Ιδέας. Εχασαν πολλούς δικούς τους, τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και ήρθαν στην ελληνική επικράτεια για να ξαναβρούν τη ζωή που είχαν χάσει. Για τους εύπορους και για τους φτωχούς η Ελλάδα ήταν προορισμός, μπορεί καταναγκαστικός, όμως προορισμός. Δεν είναι η περίπτωση των μεταναστών και των προσφύγων που περνούν τα νερά του Αιγαίου σήμερα. Δεν ξέρουν τίποτε για τη χώρα όπου τους έριξε η μοίρα τους, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν και αισθάνονται εγκλωβισμένοι. Συνθήκες που εξουδετερώνουν κάθε προοπτική αφομοίωσης.
Ας προσθέσω σε όλ’ αυτά και την αφέλεια της ορθοπολιτικής σκέψης που εφαρμόζει τα δικά της προτάγματα. Οι ίδιοι, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και λοιποί έχουν εξορίσει τη θρησκευτική πίστη από τον ορίζοντά τους, τη θεωρούν αμελητέα, κάτι σαν γραφικό σκηνικό στο δράμα της ζωής. Ο μουσουλμανικός κόσμος τούς διαψεύδει καθημερινά. Η ύστατη αλαζονεία του δυτικού πολιτισμού είναι ότι δεν αντέχει τη διάψευση των αρχών του Διαφωτισμού, που ξεκίνησε ως υπέροχη πνευματική περιπέτεια και κατάντησε δόγμα πολιτικής ορθότητας.
Οι ιστορικές αναλογίες, οι συγκρίσεις που αγνοούν τις παραμέτρους της ανθρώπινης συνθήκης, είναι χαρακτηριστικά της ολοκληρωτικής σκέψης. Και το πρόβλημα με την ολοκληρωτική σκέψη είναι ότι ισοπεδώνει την πραγματικότητα, τον ύστατο κριτή μας. Η δε ισοπέδωση της πραγματικότητας, η λογοκρισία των κριτηρίων που μας επιτρέπουν να την αντιμετωπίσουμε, ακυρώνει τη δυνατότητά μας να την αντιμετωπίσουμε. Την εξορκίζουμε με ηθικολογίες του τύπου «κι εμείς υπήρξαμε πρόσφυγες, κι εμείς υπήρξαμε μετανάστες», όμως αδυνατούμε να τη διαχειρισθούμε.
Αν μη τι άλλο, οφείλουμε να μην αποφεύγουμε το πρόβλημα με διάφορες ιστορικές αναλογίες και ηθικολογικές ακροβασίες. Και να μην ξεχνάμε ότι το μεταναστευτικό είναι το όπλο του Ερντογάν, αποτελεσματικότερο από οποιοδήποτε «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο. Αθόρυβα, αργά ή λιγότερο αργά, πάντως σταθερά, οι νεοοθωμανοί της Αγκυρας στριμώχνουν τον ελληνικό πληθυσμό σε μια καταναγκαστική συμβίωση, η οποία κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει. Μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες, που λένε: Μετατρέπει την Ελλάδα σε Ellis Island της Ευρώπης και συγχρόνως εκθέτει την αδυναμία της Ευρώπης να προστατεύσει ένα κράτος-μέλος της.
Πηγή: Καθημερινή