Στου καφενείου του βοερου το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ´ενας γέρος•
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται ποσό λίγο χάρηκε τα χρονια
που είχε δυναμι, και λόγο, κι εμορφια.
Ξέρει που γέρασε πολύ•το νιώθει, το κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιεται η Φρόνησις πως τον εγελα•
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλα! —
την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου