Οι Βούλγαροι που μάχονταν στον Λαχανά υποχώρησαν προς το Όρλιακο, το σημερινό Στρυμονικό. Κατέστρεψαν τις γέφυρες του Στρυμόνα, έκαψαν την πόλη των Σερρών και αποτραβήχτηκαν προς το Δεμίρ Ισάρ, όπως λεγόταν τότε το Σιδηρόκαστρο, με σκοπό να βαστήξουν άμυνα στα στενά της Στρώμνιτσας που ήταν η πόρτα για την κοιλάδα του Στρυμόνα. Αλλά να σας τα διηγηθώ καλύτερα με τη σειρά, αρχίζοντας από την επομένη της μάχης του Λαχανά.
Η 22α Ιουνίου ήταν μέρα ξεκούρασης. Για πρώτη φορά μετά από τρεις μέρες, μπόρεσα να πλύνω το πρόσωπό μου με νερό, καθώς και τα χέρια και τα πόδια μου. Μην ρωτάτε για περισσότερο πλύσιμο, τέτοιες πολυτέλειες δεν υπήρχαν εκεί στα υψώματα του Μπάσκιοϊ (σημερινό Κεφαλοχώρι Σερρών). Και ο Στρυμόνας, κάτω στην πεδιάδα των Σερρών, απείχε πολύ ακόμη. Ο Βελισσαρίου μας κέρασε όλους καφέ, γιατί είχε λέει να μας πει σπουδαία νέα. Ο «υπηρέτης» του, ο Στρατιώτης Καπαμάς, έψηνε καφέδες και δεν σταματούσε. Μας κέρασε και κουραμπιέδες, και ήταν όλο κέφι. «Ας φάμε τουλάχιστον τους κουραμπιέδες, αφού δεν μπορούμε να τους βάλουμε στη γραμμή να πολεμήσουν …» έλεγε και γελούσε μέσα από το μουσάκι του. Γιατί κουραμπιέδες λέγαμε και τους φυγόστρατους και αυτούς που βολεύονταν «με μέσο» σε υπηρεσίες των μετόπισθεν. Την ημέρα εκείνη τα εφόδια ήταν άφθονα και το συσσίτιο πολύ και καλό, καθώς φτάσανε επί τέλους οι εφοδιοπομπές. Αλλά ούτε αυτή ήταν η έκπληξη.
«Παιδιά μου, σας κάλεσα όλους εδώ, δια να σας αναγγείλω τας προαγωγάς σας “επ’ ανδραγαθεία” εις τον επόμενον βαθμόν, κατά την επιθυμίαν και του Βασιλέως μας. Και να σας παρακαλέσω να φροντίσητε και δια την επιλογή των Ευζώνων σας, οίτινες θα προαχθώσιν εις Δεκανείς.»
«Ζήτω το 9ον Τάγμα!»
«Ζήτω ο Ταγματάρχης μας!»
«Ζήτω ο Βασιλεύς!»
«Και τώρα παρακαλώ να επιστρέψητε εις τας υπηρεσίας σας, καθ’ ότι εις την περιοχήν κυκλοφορούν ακόμη Βούλγαροι Στρατιώται, που μας αναμένουν δια να τους συλλάβωμεν …» είπε ο Βελισσαρίου χαμογελώντας, σαν κόπασαν οι ζητωκραυγές, προκαλώντας τα γέλια όλων με το αστείο του. Αλλά τα γέλια κόπηκαν, όταν ο Βελισσαρίου διάβασε την Βασιλική Διαταγή για ξήλωμα των σειρητίων, από τα πηλίκια των Αξιωματικών τονίζοντας το «Οι παραβάται της παρούσης να τιμωρηθώσιν αυστηρότατα». Παρ’ όλο που ο σκοπός της Διαταγής ήταν να περιοριστούν οι απώλειες σε Αξιωματικούς, οι περισσότεροι διαφωνούσαν, λέγοντας ότι δεν είχαμε τόσες απώλειες επειδή σημάδευαν οι Βούλγαροι τους Αξιωματικούς, αλλά επειδή αυτοί πήγαιναν μπροστά στην πρώτη γραμμή, κάτι που δεν γίνεται να αλλάξει. Αλλά, Βασιλική Διαταγή και τα σκυλιά δεμένα …
Όλο το απόγευμα, οι περίπολοί μας συνελάμβαναν φυγάδες Βουλγάρους, που είχαν αποκοπεί, καθώς από το πρωί οι συμπατριώτες τους είχαν βάλει φωτιά στην ξύλινη γέφυρα της Κουμάριανης. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους και ένας Ταγματάρχης που έλεγε ότι δεν περίμενε να ήταν τόσο ορμητικοί οι Έλληνες.
«Α, ρε κορόιδο, είχες πιστέψει κι εσύ στα ψέματα της προπαγάνδας σας. Ότι εσείς ήσασταν οι “Πρώσοι της Βαλκανικής” κι εμείς θα το βάζαμε στα πόδια βλέποντάς σας.»
Δεν του είπα τις σκέψεις μου, δεν το επέτρεπε η μεγαλοφροσύνη του νικητή.
Για τους 9 Βουλγάρους που συνέλαβε μόνος του ο Εύζωνος ο Τσούκας σας είπα ήδη. Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι, όλοι σχεδόν οι αιχμάλωτοι βρίζανε τον Δάνεφ, τον Πρωθυπουργό τους, που τους έμπλεξε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Την υπόλοιπη μέρα άραξα κάτω από ένα θάμνο, που με το ζόρι σκέπαζε μόνο το κεφάλι μου, καθώς δίπλα μου ήρθαν κι άλλοι τρεις να μοιραστούν τον ίδιο ίσκιο. Κάτω στην πεδιάδα επικρατούσε ησυχία, ούτε πυροβόλα ακούγονταν πια ούτε τίποτα. Τούρκοι χωριάτες μας φέρνανε νερό και φιλέματα κι εμείς χαζεύαμε τα ήρεμα, θολά και σκούρα νερά του Στρυμόνα, που οι Τούρκοι τον λένε «Καρά Σου», δηλαδή μαύρο νερό.
Τη νύχτα, η απόλυτη ησυχία κόπηκε ξαφνικά από τα «Ούρρα! Ούρρα!» που φώναζαν οι Κρητικοί, που μετά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.
«Που να πάρει ο διάολος τσι αποθαμένοι του … αφήστε τον να ξεθυμάνει μωρέ, νυχτερινή επίθεση κάνει, Βούλγαρος είναι …»
Ένα μουλάρι είχε αφηνιάσει και έτρεχε μέσα στον καταυλισμό, με τους πάντα κεφάτους Κρητικούς να φωνάζουν και να το τρομάζουν περισσότερο.
Το επόμενο πρωί Κυριακή 23 Ιουνίου ήρθε Διαταγή να προελάσει η Μεραρχία μας και πάλι. Κατά τις 11 πμ μπήκαμε σε πορεία προς το χωριό Κιοσελή (σημείωση: το χωριό δεν υπάρχει πια, το 1920 εντάχθηκε στην Κοινότητα Κοπρίβης Σερρών, το 1927 μετονομάστηκε σε Χείμαρρος και από το 1997 υπάγεται στον Δήμο Στρυμονικού), μένοντας στην δυτική όχθη του Στρυμόνα, ακολουθώντας την 1η Μεραρχία που βάδιζε μπροστά. Στην αριστερή όχθη, αφού πρώτα πέρασε τον Στρυμόνα, βάδιζε η 7η Μεραρχία, καλύπτοντας το δεξιό του Τμήματος Στρατιάς. Ο ήλιος έκαιγε αφόρητα, το νερό σπάνιο, και είχαμε και κρούσματα ηλίασης. Κατά τις 3 μμ, φτάσαμε σε μια πηγούλα, και έγινε ωριαία στάση για ανάπαυση. Γευματίσαμε με βρεγμένη γαλέτα, το μόνο που πήγαινε κάτω με τόση ζέστη. Στις 4 μμ ξεκινήσαμε πάλι, και ως αργά τη νύχτα διασχίζαμε κακοτράχαλα και επικίνδυνα μονοπάτια. Φαίνεται ότι για μας τους Ευζώνους δεν υπήρχαν δρόμοι κανονικοί.
Κατά τις 10 μμ, εδέησε ο Θεός να σταματήσουμε για καταυλισμό, κάθε Τάγμα στη θέση που βρισκόταν. Ευτυχώς, σε όλη την πορεία φρόντιζα να έχω κοντά μου τους άνδρες μου, και έτσι δεν χρειαζόταν να τους ψάχνω. Κανονίσαμε τις σκοπιές και τις υπηρεσίες και πήγα για ύπνο. Σαν πιο ηλικιωμένος, είχα και προνόμια που ήταν καλοδεχούμενα … Βρήκα ένα χωράφι μισοθερισμένο και βολεύτηκα μια χαρά, φτιάχνοντας «στρώμα» με στάχυα. Άπλωσα δηλαδή το αντίσκηνο πάνω τους, έκανα το γυλιό μαξιλάρι, σκεπάστηκα με την κουβέρτα, και το έριξα στη «νυχτερινή συμφωνία σε ροχ μείζονα …», ξεχνώντας και την πείνα μου. Δεν θα πέρασε καμιά ώρα, και με σκούντησε ο Βούλγαρης .
«Τ’ είναι ωρέ Λιάκο, ροχαλίζω πολύ ή φανήκαν οι Βούλγαροι;»
«Όχι κυρ Λοχία, είναι έτοιμο το συσσίτιο.»
Την ξέρετε την παροιμία που λέει «το πρωί να τρως σα Βασιλιάς, το μεσημέρι σαν Πρίγκηπας και το βράδυ σαν ζητιάνος»; Ε, λοιπόν, το 12-13 στον Στρατό την εφαρμόζαμε, αν βέβαια δεχτούμε ότι οι Πρίγκηπες … πρόσεχαν πολύ τη σιλουέτα τους … Πάντως το πρωινό συσσίτιο, όταν το είχαμε, ήταν καλύτερο κι απ’ το φαγητό της μάνας μας. Κρέας βραστό με σούπα, αρνίσιο ή βοδινό, ή και στιφάδο που ήταν το αγαπημένο μας, χοιρινό παστό αν δεν προλάβαιναν οι μάγειροι. Και αξημέρωτα τη Δευτέρα στις 24, είχαμε κοτόπουλο ψητό, ένα κοτόπουλο ανά δύο άτομα. Το κακό ήταν ότι εμείς οι βαθμοφόροι έπρεπε να ξυπνάμε πριν τους απλούς φαντάρους, για να τα έχουμε όλα έτοιμα σαν έρθει η ώρα του εγερτηρίου, και έτσι τρώγαμε στα σκοτεινά, προσέχοντας μη φάμε κανένα τσαρούχι αυτών που κοιμόντουσαν, αντί για κουραμάνα …
Σαν έφεξε, μπήκαμε ξανά σε κίνηση, και μετά από λίγες ώρες φτάσαμε τελικά στην Κόπριβα (σημερινός Χείμαρρος Σερρών), όπου μείναμε όλο το απόγευμα και τη νύχτα. Ξαναπήραμε δυνάμεις και το επόμενο πρωί, ώρα 6 πμ, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τις υπώρειες του Μπέλες, με σκοπό να χτυπήσουμε μαζί με την 1η Μεραρχία τον εχθρό που, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε οχυρωθεί στο Χάνι Δερβέντι (σημερινό Ρούπελ) και τα στενά του Δεμίρ Ισσάρ. Η πορεία ήταν εξαντλητική. Ως και οι πέτρες καίγανε από τη ζέστη. Οι ηλιάσεις αυξήθηκαν, και νερό ούτε για να δροσίσεις το κούτελό σου. Όχι ότι δεν βρήκαμε πηγάδια. Αλλά η Διαταγή ήταν αυστηρή, να μην πιούμε σταγόνα απ’ αυτά ούτε να ποτίσουμε τα ζώα. Λέγανε ότι ήταν δηλητηριασμένα με χολέρα. Ο γιατρός του Συντάγματος, ο κ. Χριστοδούλου, έβριζε κι αυτός, μούσκεμα στον ιδρώτα. Εξαντλημένοι, φτάσαμε κατά τις 4.30 το απόγευμα στο χωριό Τζουμά και διανυκτερεύσαμε σ’ ένα ξεροπόταμο.
Πρωί πρωί στις 26 το μηνός, ημέρα Τετάρτη, διαταχθήκαμε να κινηθούμε προς το Χατζή Μπεϊλίκ (η σημερινή Βυρώνεια) και να τεθούμε υπό τις διαταγές του Μέραρχου της 1ης ΜΠ, Μανουσογιαννάκη. Έχοντας μαζί μας ένα πυροβόλο υπό τον Ανθγό Ταβουλάρη και δύο πολυβόλα, το Σύνταγμα κινήθηκε βορειοδυτικά, ώστε να βγούμε δυτικά του Χατζή Μπεϊλίκ, στο δεξί πλευρό του. Ακολουθήσαμε ένα δύσκολο δρόμο που περνούσε από ένα Βλαχοχώρι, τα Άνω Πορόγια (Άνω Πορόια, κτισμένα στις υπώρειες του Μπέλες ΒΔ της λίμνης Κερκίνης - εκεί είχε αρχικά την έδρα ο Στρατηγός Σαράφωφ, αλλά εξ αιτίας της Ελληνικής προέλασης, την εγκατέλειψε εσπευσμένα, μεταφέροντάς την στο Νέο Πετρίτσι), συνεχίζοντας προς τη δίοδο του Δεμίρ Καπού, όπου σύμφωνα με πληροφορίες υπήρχε Βουλγαρική δύναμη με πυροβόλα. Για να καταλάβετε από πού έπρεπε να περάσουμε, σας λέω ότι Δεμίρ Καπού είναι Τούρκικες λέξεις που στα Ελληνικά σημαίνουν «Σιδερένια Πύλη». Είναι η ψηλότερη κορυφή του Μπέλες σε υψόμετρο 1608 μέτρα και από κει περνούσε ένας δύσβατος ανηφορικός μουλαρόδρομος, που από τα Άνω Πορόια ανεβαίνει στην κορυφή και μετά κατεβαίνει προς το χωριό Κολάροβο. Ξεκινήσαμε με καύσωνα φοβερό και φτάνοντας σε ένα Τούρκικο χωριό που λεγόταν Κεσεσλίκ (το σημερινό Αετοβούνι), αν θυμάμαι καλά, παρά λίγο να ξεχάσουμε ποιος ήταν ο σκοπός μας και να χαθεί εντελώς η πειθαρχία, καθώς οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Εύζωνοι όρμησαν όλοι στις κορομηλιές και άντε να τους μαζέψεις.
«Κατεβείτε αμέσως παιδιά, έχουν χολέρα!» φωνάζαμε, προσπαθώντας να τους φοβίσουμε για να ξαναμπούν σε τάξη.
«Κάλλιο από χολέρα, παρά από σφαίρα …» απαντούσαν.
«Ας φάμ’ τούτα το κουρόμηλα που είνι δρουσιρά, γιατί μετά μας περ’μένουν άλλα κουρόμηλα, που είνι πιο καυτά …»
Με το ζόρι τους μαζέψαμε, με τις τσέπες φουσκωμένες από κορόμηλα. Σαν βγήκαμε από το χωριό, οι Βούλγαροι πυροβολητές μας είχαν επισημάνει και άρχισαν να πέφτουν οβίδες από βαριά πυροβόλα. Τραυματίστηκαν μερικοί Εύζωνοι και ο Λοχίας Φούντης, ο γραφέας του Συντάγματος. Στις 3.30 μ.μ. ο Ανχης Παπαδόπουλος υπέβαλε την αναφορά του στον Μανουσογιαννάκη:
«Έφτασα στο Κεσεσλίκ αλλά αναγνωρίστηκα από τον εχθρό, ο οποίος έβαλε με το Πυροβολικό του εναντίον μου. Λόγω έλλειψης οδηγού δεν μπόρεσα να προχωρήσω και να αναγνωρίσω το έδαφος. Έφτασα με τους άνδρες μου εξαντλημένους από τη ζέστη, έχω μάλιστα 7 κρούσματα ηλιάσεως. Εάν μεταβώ στη Ράμνα (μικρό βλαχοχώρι πάνω από το σημερινό Ομαλό) με 2 πυροβόλα η αποστολή μου θα είναι επιτυχής, αφού θα βρίσκομαι πάνω από τον εχθρό. Τραυματίστηκε ο Λοχίας που με ακολουθεί ως σύνδεσμος και ένας στρατιώτης …»
Μετά τις 4 μμ, οι Βούλγαροι μετρίασαν τα πυρά τους και λίγο αργότερα, σταμάτησαν εντελώς. Συνεχίσαμε από ένα δρόμο ανηφορικό, σχεδόν κάθετο, που ήταν ατελείωτος. Ως τις 10 τη νύχτα ανηφορίζαμε, ώσπου να φτάσουμε στο μέρος που είχε οριστεί και να στήσουμε προφυλακές και φυλακεία. Στο Μπέλες είχε κοπάδια πρόβατα, και παρά τις διαμαρτυρίες των Βουλγάρων τσομπάνηδων, οι Εύζωνοι πήραν κάμποσα.
Λάφυρα πολέμου που έλεγε κι ο Βούλγαρης … Έχετε δει αρνιά να σφάζονται, να γδέρνονται και να τεμαχίζονται στη διάρκεια πορείας; Εγώ το είδα κι αυτό τότε. Πώς αλλιώς να συμβιβάζονταν πορεία και πείνα; Ήταν κι ο παγωμένος αέρας του βουνού, που άνοιξε την όρεξη σαν έπεσε ο ήλιος. Αντιμετωπίσαμε το δυνατό κρύο ψήνοντας παϊδάκια μέσ’ τη νύχτα. Και μετά βολευτήκαμε όπως όπως για ύπνο, τυλιγμένοι με τ’ αντίσκηνα και τις κουβέρτες.
Πριν ξημερώσει, έφτασαν και κουραμάνες. Ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση και μας μίλησε ο Βελισσαρίου:
«Πάμε παιδιά! Ούτε συγκίνηση χρειάζεται ούτε ταραχή. Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας.»
Από τα υψώματα βλέπαμε παρακάτω το εχθρικό στρατόπεδο. Στρατιώτες σκάβανε προχώματα, άλλοι στήνανε πυροβόλα, άλλοι μεταφέρανε οβίδες. Τη ρουτίνα τους διέλυσε το «πάμε» του Βελισσαρίου. Οι ομοβροντίες μας και οι οβίδες από το μοναδικό πυροβόλο του Ταβουλάρη, που το έστησε στο ύψωμα Κιζ Μουνάρ, σε 1.454 μέτρα ύψος, έσπειραν τον πανικό. Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους και ξαφνιάστηκαν. Δεν περίμεναν ότι θα είχαμε την αντοχή να σκαρφαλώσουμε εκεί πάνω στην κορυφή. Όπως έλεγε αργότερα ο Βούλγαρος Τχης Ράτκο Πετρίτσιεφ: «Το Επιτελείον μου δεν εφαντάσθη ότι εκεί επάνω θ’ ανέβουν άνθρωποι. Το μέρος αυτό ήτο εις την κατοχήν των αγρίων θηρίων και κυνηγημένων ληστών. Στρατιώται δεν ήτο δυνατόν να περάσουν.» Στρατιώτες συνηθισμένοι όχι, αλλά Εύζωνοι μπορούσαν. Και τον δυστυχή Πετρίτσιεφ, που έχασε το γιο του στη μάχη του Λαχανά και τον αδερφό του στο Δεμίρ Ισσάρ, τον έφαγε «η φωτιά που ήρθε από τους ουρανούς». Και του πήραμε και τα δύο πυροβόλα που ήταν στο Δεμίρ Καπού.
Στο μεταξύ, η 1η Μεραρχία, είχε ήδη πάρει επαφή από νωρίς μετωπικά, και μας περίμενε να φτάσουμε για να επιτεθούμε πλευρικά. Το 5ο Σύνταγμα, είχε καταφέρει να φτάσει έξω από τη Βέτρινα (το Νέο Πετρίτσι Σερρών) και να καταλάβει τα δεσπόζοντα αντιστηρίγματα, που ήταν ισχυρά οχυρωμένα. Ο Μανουσάκης, εκτιμώντας ότι οι Βούλγαροι υπερτερούσαν σε πυροβόλα, απασχολούσε με την 1η Μεραρχία τους Βουλγάρους, μέχρι να φτάσουμε, αλλά χωρίς να κάνει επίθεση που θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Η επίθεση ορίστηκε για την επόμενη μέρα. Με τη δύση του ήλιου, ο Μανουσογιαννάκης, εξέδωσε την παρακάτω Διαταγή:
«1. Ο εχθρός εξακολουθεί να κατέχει την είσοδο της κλεισούρας του Δερβέντι. 2. Το τμήμα στρατιάς θα διανυκτερεύσει επί του πεδίου της μάχης.
3. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων θα παραμείνουν στις θέσεις που κατέχουν ολόκληρη τη νύχτα» .
Στην αναφορά του προς τον Μανουσογιαννάκη, ο Παπαδόπουλος έγραψε:
«Σήμερα το πρωί, στις 4 περίπου, ενήργησα με ένα Λόχο επιθετική αναγνώριση βορείως του χωριού Βέτρινα, εντός του οποίου υπάρχουν 2 Τάγματα εντός ταχυσκάπτων. Θα συνδυάσω έγκαιρη επίθεση με την κατά μέτωπο των άλλων Συνταγμάτων και τότε είμαι βέβαιος ότι θα τους ρίξουμε στο ποτάμι».
Στις 3 πμ, κινούμενη μέσα στη νύχτα, η Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού της 6ης Μεραρχίας, τάχθηκε ανατολικά των υψωμάτων του Κεσεσλίκ. Σαν ανέτειλε η 27η Ιουνίου, ο Παπαδόπουλος, έκανε κατόπτευση των εχθρικών θέσεων, και μετά διέταξε τον 3ο Λόχο του 8ου ΤΕ να επιτεθεί στις πρώτες Βουλγαρικές οχυρώσεις. Ο Διοικητής του Λόχου, ο Λγός Μανωλίδης, μπήκε μπροστά στην ορμητική έφοδο με τη λόγχη και αιφνιδίασε τους εχθρούς, που μετά από μικρή αντίσταση υποχώρησαν προς τις θέσεις που είχαν πιο πίσω, που ήταν ισχυρότερες. Μπήκε στη μάχη και ο Συνταγματάρχης μας, επί κεφαλής των άλλων 3 Λόχων του 8ου, με εφεδρεία το Τάγμα των Κρητών. Οι Βούλγαροι δεν άντεξαν στην πίεση και τα οχυρώματά τους πάρθηκαν το ένα μετά το άλλο, παρ’ όλο που τα πυροβόλα τους σκόρπιζαν το θάνατο με τις βαριές εκρηκτικές οβίδες τους. Όμως και τα δύο πολυβόλα μας, ταγμένα ψηλά και έχοντας εξαίρετα πεδία βολής, αποδεκάτιζαν τους Βουλγάρους με δραστικά πυρά.
Για μια ακόμη φορά, εντυπωσίασαν τα Βουλγαρικά χαρακώματα, που είχαν αρκετό βάθος, ώστε οι Στρατιώτες να μπορούν να βάλλουν από όρθια στάση και όλα ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με γραμμές τηλεφώνου. Μέχρι τις 6 το πρωί, το Σύνταγμά μας και το 5ο Πεζικού της 1ης Μεραρχίας εκτόπισαν τον εχθρό από σημαντικές θέσεις και υψώματα γύρω από τη Βέτρινα. Στις 7 το πρωί η επίθεση γενικεύτηκε σε όλο το μέτωπο, ενώ άρχισε να βάλλει κατά των εχθρικών θέσεων και το Πυροβολικό μας. Μία Πυροβολαρχία, ταγμένη σε λόφο, χτυπούσε τα πυροβόλα τους. Οι άλλες, μπόρεσαν έτσι να προωθηθούν σε καλύτερες θέσεις. Με πρόχειρα έργα που έκανε το Μηχανικό, δύο πεδινά πυροβόλα κατάφεραν να πιάσουν θέσεις σε κορυφή πάνω από το Κεσισλίκ. Και μια Ορειβατική Πυροβολαρχία, αφού κατάφερε να στηρίξει στις απότομες πλαγιές τα κανόνια της, άρχισε να μονομαχεί με τα εχθρικά τοπομαχικά. Μάχη τοπομαχικών με ορειβατικά, δεν πρέπει να είχε ξαναγίνει. Αλλά οι βαριές οβίδες των Βουλγάρων ήταν άστοχες, ενώ τα δικά μας, με «ταχύ πυρ» έσπειραν πανικό. Ο Βούλγαρος Διοικητής διέταξε υποχώρηση.
Στις 8 το πρωί, τμήματά μας, με επί κεφαλής τον μετέπειτα Στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη, έφτασαν στο σημείο που είχαν κρυφθεί οι Έλληνες του χωριού, οι οποίοι τους υποδέχτηκαν με άκρατο ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια. Στις 8.15 ο Παπαδόπουλος ανέφερε στον Μανουσογιαννάκη:
«Κατέλαβα τη Βέτρινα, εκτοπίζοντας τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε σε υψώματα βορείως του χωριού, μέχρι τώρα επτά διαδοχικά. Ο εχθρός υποχω-ρεί προς το βορρά».
«Ο Παπαδόπουλος μοι έδωκεν την νίκην» σχολίασε ο Μανουσογιαννάκης.
Στα δεξιά μας, συνέχιζαν να πιέζουν μετωπικά οι Τρικαλινοί του 5ου Πεζικού, αναγκάζοντας το εχθρικό Πυροβολικό να αλλάξει στόχο. Έτσι εμείς, με το που διώξαμε τους Βουλγάρους και μπήκαμε στη Βέτρινα, «τ’ είχες Γιάννη τ’ είχα πάντα …» Ξεχάστηκε ο πόλεμος και κάναμε πάλι έφοδο στις κορομηλιές αφού η πείνα και, κυρίως η δίψα, μας είχαν ξεθεώσει. Οι Βούλγαροι, σαν μας είδαν να αδρανούμε, ξεθάρρεψαν και επιχείρησαν να αντεπιτεθούν. Ευτυχώς, ήταν εκεί ο 4ος Λόχος του 8ου, με τον Λοχαγό Καραχρήστο, και τους βάστηξε. Και από τα πλάγια, έφερε ο Παπαδόπουλος το 3ο Τάγμα Κρητών και ακολούθησαν άγριες λογχομαχίες.
Ένας νεαρός Κρητικός, ονόματι Βασιλάκης, είχε επιτεθεί σε έναν γιγαντόσωμο Βούλγαρο και προσπαθούσε να τον λογχίσει. Εκείνος, αποκρούοντας τους λογχισμούς, βούτηξε τον Βασιλάκη απ’ το λαιμό για να τον πνίξει. Αφήνει το όπλο του ο Βασιλάκης, του βάζει μια τρικλοποδιά και τον ρίχνει κάτω. Και κρατώντας τον αυτός τώρα απ’ το λαιμό με το ένα χέρι, με το άλλο του έριχνε γροθιές στο πρόσωπο. Στο τέλος, κατάφερε να βάλει το γόνατο πάνω στο στήθος του Βούλγαρου, ακινητοποιώντας τον. Και τότε τράβηξε με σβελτάδα τη λόγχη του και την κάρφωσε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του, δίνοντας τέλος. Πιο δίπλα, ένας άλλος Εύζωνος, απειλώντας με το όπλο έναν Βούλγαρο, τον διέταξε να παραδοθεί. Εκείνος σήκωσε ψηλά τα χέρια, αφήνοντας το όπλο του, αλλά καθώς ο Εύζωνος πήγε κοντά του, άρπαξε το όπλο από την κάννη και προσπάθησε να του το πάρει. Πιο σβέλτος ο Εύζωνος, απέκρουσε την κίνησή του και τον κάρφωσε στην κοιλιά. Σε ένα άλλο περιστατικό, ένας Εύζωνος ξέμεινε μόνος του καλυμμένος σε ένα χαράκωμα πυροβολώντας. Και συνέχισε να πυροβολεί, χωρίς να αντιληφθεί ότι οι άλλοι είχαν υποχωρήσει. Ένας Βούλγαρος αξιωματικός προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει, επιτιθέμενος από τα πλάγια. Κατάφερε να πιάσει την κάννη του όπλου του, αλλά έκαψε τα χέρια του, καθώς αυτή είχε ανάψει από τους συνεχείς πυροβολισμούς. Δεν τα έχασε ο Βούλγαρος, έκανε δεύτερη προσπάθεια να πιάσει το όπλο του Ευζώνου από το κοντάκι. Αλλά τώρα ο Εύζωνος είχε το πάνω χέρι. Με μια δυνατή σπρωξιά με το όπλο έριξε κάτω τον Βούλγαρο και τον τρύπησε με τη λόγχη. Αμέσως έτρεξε προς τα πίσω, ενώ όλοι οι Βούλγαροι του ρίχνανε για να εκδικηθούν τον Αξιωματικό τους. Μάταια … ούτε μια σφαίρα δεν τον πέτυχε. Ακούστηκε ακόμη ότι ένας Εύζωνος Λοχίας και ένας Βούλγαρος Στρατιώτης βρέθηκαν νεκροί, ο πρώτος έξω από το χαράκωμα και ο δεύτερος μέσα σ’ αυτό, έχοντας διαπεράσει αμοιβαία με τις ξιφολόγχες τα κορμιά τους.
Η Βουλγαρική αντεπίθεση απέτυχε και οι εχθροί τράπηκαν σε φυγή. Δύο μόνο Τάγματά μας, το 8ο και το 3ο των Κρητών, άρχισαν να καταδιώκουν ίσα με 20 εχθρικά Τάγματα! Η περιοχή από τη Βέτρινα ως τον Στρυμόνα κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους. Δύο εχθρικά τμήματα προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους φυγάδες, αλλά δεν τα κατάφεραν. Παρασύρθηκαν κι αυτά από το ρεύμα των φυγάδων. Στην αρχή, οι Βούλγαροι υποχωρούσαν προς τη σιδηροδρομική γέφυρα του Στρυμόνα, μέχρι που ανατίναξαν ένα τόξο της για να μας εμποδίσουν να τους καταδιώξουμε. Και έτσι, όσοι Βούλγαροι μείνανε στη δική μας όχθη, πήραν τρέχοντας το δρόμο προς τα βόρεια.
Σταματήσαμε λίγο για ανασύνταξη, γιατί είχαμε σκορπιστεί καταδιώκοντας. Η δίψα μας έκαιγε το λαιμό και το μαρτύριο γινόταν χειρότερο, καθώς βλέπαμε σε μικρή απόσταση τα καθαρά νερά του Στρυμόνα. Κατά τις 11 πμ, έχοντας μαζί του 17 μόνο Ευζώνους και ακολουθούμενος από τον Τχη Κολοκοτρώνη και τον Λγό Καραχρήστο, ο Παπαδόπουλος πέρασε βαλλόμενος μέσα από το ποτάμι, διώχνοντας τους άνδρες του εχθρικού Μηχανικού που είχαν διαταγή να την ανατινάξουν, και ύψωσε στη μισογκρεμισμένη γέφυρα τη σημαία του Συντάγματος. Η πράξη τους μας γέμισε όλους θαυμασμό. Και σαν είδε τους Στρατιώτες να χαζεύουν θαυμάζοντας τον απέραντο κάμπο των Σερρών, τους αποπήρε χαμογελώντας:
«Τι τον κοιτάτε μωρέ; Δικός μας είναι !!!»
Οι απώλειες της Μεραρχίας μας στη διήμερη μάχη ανήλθαν σε 35 νεκρούς και 132 τραυματίες. Από αυτούς, 12 νεκροί και 40 τραυματίες ήταν από το Τάγμα μας και άλλοι 10 νεκροί και 70 τραυματίες ήταν από το υπόλοιπο Σύνταγμα. Ανάμεσά τους και ο Λοχαγός Γεώργιος Παπαδόπουλος , που σκοτώθηκε από σφαίρα, οδηγώντας τον Λόχο του με το περίστροφο στο χέρι, στην έφοδο για τα 4 τοπομαχικά πυροβόλα (ο ηρωικός Λοχαγός, θάφτηκε στο σημείο που έπεσε νεκρός, στα υψώματα πάνω από το στρατόπεδο που φέρει σήμερα το όνομά του). Τα πυροβόλα κυριεύθηκαν, μαζί 8 βλητοφόρα και πλήθος οβίδων.
(Σημείωση: Είχαν τοποθετηθεί στο ύψωμα που είναι σήμερα ο Λόχος Διοικήσεως. Δύο από αυτά ήταν ταχυβόλα Schneider Canet 120 mm/L14.5 Howitzer, Μ. 1910, που έβαλλαν βλήματα των 21 κιλών (εκρηκτικά με 4,1 kg Trotyl και βολιδοφόρα με 588 των 16 gr) και τα άλλα δύο (τα ανωτέρω εικονιζόμενα) ήταν μη ταχυβόλα Schneider 120 mm/L28, Μ.1897, που έβαλλαν βλήματα 20 κιλών (εκρηκτικά με 1,35 ή 3,16 kg μαύρης πυρίτιδας ή 2 kg Schneiderite και βολιδοφόρα με 369 βολίδες των 16 gr). Ήταν δηλαδή πολύ ισχυρά πυροβόλα για την εποχή, με εξαιρετικά βαριά βλήματα.)
Ο Παπαδόπουλος ήταν ο τελευταίος Λοχαγός των Κρητών που ήταν γερός ως εκείνη την ώρα. Μαζί του τραυματίστηκε κι ο Ανθγός Σταγάκης. Μεταξύ των νεκρών ήταν κι ο Εύζωνος Λοχίας Κεχριμπάρης, σωστός λεβέντης, ευθυτενής και ατσαλάκωτος πάντα, και με ένα μεγάλο χαμόγελο, που δεν το έχασε ούτε στον θάνατό του. Αλλά και ο Λοχίας ο Κοτέλος. Που καθώς ανηφόριζε με τους άνδρες του και σταμάτησε λίγο, να πάρουν μιαν ανάσα, τον είδε ο πανταχού παρών Βελισσαρίου και τον παρατήρησε:
«Κοτέλο, εδώ είσαι ακόμη παιδί μου;»
Τι ήταν να του πει έτσι; Ο Κοτέλος ψιθύρισε μια δικαιολογία και μετά είπε στους Ευζώνους του:
«Παιδιά, δεν θα σταματήσουμε στον πρώτο λόφο, όπως ήταν η Διαταγή, αλλά θα συνεχίσουμε πέρα ως τον άλλο που είναι οι Βούλγαροι. Εμπρός!»
Και πήραν το λόφο οι Εύζωνοι, αλλά πανηγύρισαν χωρίς τον Κοτέλο που ήταν ο μόνος νεκρός μας στην επίθεση αυτή …
Η Ημιλαρχία Ιππικού της Μεραρχίας μας, με επί κεφαλής τον Ανθχο Ιωαννίδη, κάλπασε ως το Σιδηρόκαστρο, που τότε λεγόταν Δεμίρ Ισσάρ, και ύψωσε τη γαλανόλευκη στο Βυζαντινό κάστρο της πόλης. Εκεί βρέθηκαν τα πτώματα του μητροπολίτη και 100 προκρίτων που είχαν σφαγεί από τους Βουλγάρους. Ο Μέραρχός μας, έστειλε τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο:
«Δεμίρ Ισσάρ 27 Ιουνίου
Γενικόν Στρατηγείον
Ο Βούλγαρος Λοχαγός της Χωροφυλακής Μίκτα Μιλεγκώφ, με την υπόδειξη τριών βουλγαρόφωνων κατοίκων, συνέλαβε τον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, τον Ιερέα Παπασταύρο, τον Προύχοντα Θωμά Παπαζαχαρίου και πλέον των εκατό άλλων ομογενών, του οποίους έκλεισε στον περίβολο της Βουλγαρικής Σχολής. Όλους αυτούς, την νύχτα της 25ης προς 26 τρέχοντος μηνός Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες τους σκότωσαν.
Αγγάρεψαν, μάλιστα, Τούρκους χωρικούς και τους έθαψαν στον περίβολο της Σχολής, έξω από τον ανατολικό μαντρότοιχο αυτής. Ο Αξιωματικός του Επιτελείου μου διέταξε την εκταφή αυτών για να βεβαιωθεί για το αποτρόπαιο γεγονός. Πράγματι, σε βάθος πλέον των δύο μέτρων βρέθηκαν μαζεμένα τα πτώματα αυτών που έσφαξαν. Εκτός από τις σφαγές, Αξιωματικοί αλλά και Στρατιώτες του Βουλγαρικού στρατού βίασαν πολλές παρθένους. Μία μάλι-στα από αυτές, ονομαζόμενη Αγαθή Θωμά, κόρη κηπουρού, αντιστάθηκε και την έσφαξαν.
6η Μεραρχία ΔΕΛΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΣ».
Οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν το Δεμίρ Ισσάρ ως Κέντρο Εφοδιασμού. Αυτό είχε ως συνέπεια να κυριευθούν τεράστιες ποσότητες τροφίμων και υλικών: 325.000 οκάδες αλεύρι, 800.000 οκάδες σίκαλη, 325.000 οκάδες ρύζι, 15.000 οκάδες σιτάρι, 205.000 οκάδες κριθάρι, 9.500 οκάδες καλαμπόκι, 105.000 οκάδες αλάτι, 154.000 οκάδες πίτουρα, 2.800 οκάδες φασόλια, 1.050 οκάδες πιπέρι, 1.250 κιβώτια με ζάχαρη, 250 κιβώτια τσάι, 15.000 οκάδες βούτυρο, 80 κιβώτια με ελβετικό τυρί, 12.500 ζεύγη υποδημάτων, χιλιάδες σάκκους με πέταλα αλόγων, 240 νοσοκομειακές σκηνές, 70 κλινάμαξες τραίνου κλπ. Δόξα τω Θεώ, βολευτήκαμε με τσάι και ζάχαρη μια χαρά. Μέσα σε ένα βαγόνι είχαν τροκάνια και κουδούνια. Τα είχανε για να τα κρεμάσουν σε μας, που νόμιζαν πως θα μας νικούσαν και θα μας πιάνανε αιχμαλώτους, αλλά τα φυλάξαμε γι’ αυτούς …
Στο Δεμίρ Ισσάρ, σφάξαμε και αρνιά και βάλαμε σούβλες. Και δύο Εύζωνοι, που είχαν τραυματιστεί ελαφρά στη μάχη, ετοίμαζαν με τέχνη το κοκορέτσι και σχολίαζαν:
«Λοιπόν, άμα τελειώσουμ’ με τη Βουλγαρία, θα τα βάλουμι με την Αυστρία»
«Γιατί ωρέ Μήτρο, πώς σου ήρθε;»
«Άκουσα ότι εκεί στα μέρη τους, έχ’ ούλο λιβάδια μ’ αρνιά …»
«Αέρα και τους φάγαμε! Θα φάμε κι κουκουρέτσ’ Αυστριακό!»
«Αέρα! Αέρα!» φωνάξανε μεμιάς όλοι οι Εύζωνοι από γύρω! Η κραυγή αυτή, που ξεκίνησε σαν κοροϊδία όταν τρέχανε να γλυτώσουν οι Βούλγαροι, μας άρεσε και εξελίχθηκε σιγά σιγά σε πολεμική κραυγή των Ευζώνων .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου