Αγαπητοί φίλοι απόψε
θα σας παρουσιάσω ένα έργο σταθμό για το ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο.
Πρόκειται για το αριστούργημα του Γιώργου Τζαβέλα: Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα.
Το έργο
γράφτηκε το 1958 και ανέβηκε στο σανίδι την ίδια χρονιά με πρωταγωνιστή το σπουδαίο
Βασίλη Λογοθετίδη στον τελευταίο του ρόλο επί θεατρικής σκηνής, και παρτενέρ
την Ίλνα Λιβυκού. Έκτοτε έχει αναγνωσθεί στο θέατρο σε πολλές διασκευάσεις.
Το 1965
έγινε ταινία σε σκηνοθεσία του ίδιου του Γιώργου Τζαβέλα. Ήταν το τελευταίο
έργο που σκηνοθέτησε ο Τζαβέλας ο οποίος πήρε μάλιστα βραβείο σκηνοθεσίας στο
φεστιβάλ του Σικάγο. Το έργο αποτέλεσε από τις πιο επιτυχημένες ταινίες του
ελληνικού κινηματογράφου με πρωταγωνιστές δύο μεγάλους ηθοποιούς, τον Γιώργο
Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού.
Η πλοκή.
Το έργο
ξεκινά από το παρόν: Ο Αντώνης Κοκοβίκος είναι διευθυντής σε ένα υπουργείο και
δέχεται ένα τηλεφώνημα από το δικηγόρο της πρώην γυναίκας του που τον
ενημερώνει ότι το σπίτι που έμεναν κατεδαφίζεται. Εκείνος ήθελε να το δει για μια
τελευταία φορά και αναπολώντας τις στιγμές που πέρασε εκεί, του έρχεται στο
μυαλό του η πρώην γυναίκα του και αρχίζει η βασική πλοκή του έργου, χωρίς
αφηγήσεις από αυτή την αναδρομή.
Δύο
χρόνια πριν ο Αντωνάκης δεν είναι διευθυντής, αλλά ένας απλός υπάλληλος του
υπουργείου. Η Ελένη, η σύντροφός του, είναι μια αμόρφωτη, καλοσυνάτη και
υπάκουη γυναίκα. Ο Αντωνάκης είναι πολύ αυστηρός μαζί της και την είχε σαν δούλα
μέσα στο σπίτι. Παρόλα αυτά, δεν την είχε παντρευτεί ακόμα, αν και είχαν 10
χρόνια σχέση. Για αυτό τον λόγο η Ελένη είναι θλιμμένη, καθώς επίσης ήταν και δαχτυλοδεικτούμενη
στη γειτονιά, ειδικά από τη γειτόνισσά τους, την Αγλαΐα, που συνεχώς την
προσέβαλλε. Ο Αντωνάκης δε συζητούσε ποτέ για γάμο. Μάλιστα, δεν είχε γνωρίσει
και ποτέ την Ελένη στους τέσσερις φίλους του.
Μετά
από μια προαγωγή ενός φίλου του Αντωνάκη, του Μιχαλάκη, ο τελευταίος έκανε
τραπέζι για αυτήν και πέθανε τρώγοντας ένα αρνί μόνος του. Ο Αντωνάκης δεν πήγε
στη γιορτή επειδή δεν ήθελε να παρουσιάσει την Ελένη. Έτσι, όταν οι φίλοι του πήγαν
στο σπίτι του για να του πουν τα νέα, είδαν πόσο άσχημα φερόταν στην Ελένη και προσπάθησαν
να τον συνετίσουν και να την παντρευτεί.
Ο
θάνατος του φίλου του, αλλά και η ανάγκη αποκατάστασης της γυναίκας σε
περίπτωση χηρείας, έκαναν τον Αντωνάκη να κάνει πρόταση γάμου στην Ελένη.
Εκείνη δέχτηκε περιχαρής. Όμως εν ώρα μυστηρίου, τη στιγμή που ο παπάς έλεγε το
η δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα, η Ελένη πάτησε τον Αντωνάκη, ως
είθισται. Από εκεί και πέρα θα έρθει η αφύπνιση της Ελένης, και πλέον
γνωρίζοντας τον τίτλο της, δηλαδή της παντρεμένης γυναίκας, θα απαιτήσει από
τον Αντωνάκη κάποιον σεβασμό. Ο Αντωνάκης, που δεν είχε συνηθίσει σε κάτι
τέτοιο, τη χώρισε.
Το
διαζύγιο βγήκε εις βάρος του Αντωνάκη, αφού κανείς δεν πήγε προς υπεράσπισή
του. Μάλιστα διέκοψε και κάθε επαφή με τους φίλους του.Η ταινία επιστρέφει σε
πραγματικό χρόνο και συνεχίζει τη στιγμή που ο Αντωνάκης αναπολεί μέσα στο
σπίτι, που γκρέμιζαν. Μετά από δύο χρόνια διαζυγίου αντιλαμβάνεται πόσο μόνος
είναι και πόσο λάθος φέρθηκε στην Ελένη. Αιφνιδιαστικά, μπαίνει και η Ελένη στο
σπίτι, ώστε να το δει κι αυτή για μια τελευταία φορά.
Η σκηνή
φορτίστηκε από συναισθήματα και αποφάσισαν να δώσουν στην αγάπη τους μια
δεύτερη ευκαιρία και συμφώνησαν να ξαναπαντρευτούν.
Επιπλέον στοιχεία για το έργο.
Το έργο
αναδεικνύει κατά βάση τα προβλήματα της μικροαστικής τάξης της δεκαετίας του
΄60.
Η Αθήνα
μεταλλάσσεται και είναι επόμενο νέα προβλήματα να εμφανίζονται στις ανθρώπινες
σχέσεις. Η Ελένη και ο Αντωνάκης είναι ένα ζευγάρι χαρακτηριστικό της εποχής
των νέων ηθών, που ξεπερνά με αγώνα τα προβλήματα της συμβίωσης. Η ταινία, την
οποία κατά κύριο λόγω έχουμε στο νου μας όταν αναφερόμαστε στο έργο, μιλάει
στην καρδιά μας όσες φορές και να τη δούμε. Ξαναζωντανεύει την κοινωνία της
γοητευτικής δεκαετίας του ΄60.
Η
αναπαράσταση της γειτονιάς της εποχής της είναι τέλεια όπως και η παρουσίαση
του μικρόκοσμου της. Πρόκειται να αναδειχθούν τα κακώς κείμενα της
καταπιεστικής και συχνά ανηλεούς τοτινής κοινωνίας. Η παράνομη συμβίωση του
ζευγαριού προκαλεί κοινωνική κατακραυγή. Η Ελένη θεωρείται ¨παστρική¨ και
¨σπιτωμένη¨ από τον περίγυρο. Ο περίγυρος αυτός είναι η αποτύπωση της κοινωνίας
που δε συγχωρά το διαφορετικό, αλλάζει όμως άρδην μόλις η γυναίκα γίνεται
¨ύπανδρος¨. Το έργο υμνεί παράλληλα και τη γλύκα που χαρακτήριζε τότε τις
ανθρώπινες σχέσεις.
Οι
σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους είναι οι ρίζες και ο κορμός της κοινωνίας. Όσο
αυτή προοδεύει και εξελίσσεται ο κάθε άνθρωπος αναζητά ψυχική και σωματική
ικανοποίηση σε άλλο άνθρωπο.
Τα έργα
της εποχής εκείνης είναι συνήθως τραβηγμένα μελοδράματα ή απόλυτες κωμωδίες.
Αυτό όμως δεν είναι τίποτα από τα δύο, κυριαρχούν λεπτό χιούμορ και φιγούρες
της διπλανής πόρτας που αναζητούν την ευτυχία μέσα από τα απλά πράγματα. Είναι
τελικά μια γλυκόπικρη ηθογραφία, μια από τις πιο άξιες ηθογραφίες.
Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους είναι οι ρίζες
και ο κορμός της κοινωνίας. Όσο αυτή προοδεύει και εξελίσσεται ο κάθε άνθρωπος
αναζητά ψυχική και σωματική ικανοποίηση σε άλλο άνθρωπο.
Τα έργα της εποχής εκείνης είναι συνήθως τραβηγμένα
μελοδράματα ή απόλυτες κωμωδίες. Αυτό όμως δεν είναι τίποτα από τα δύο,
κυριαρχούν λεπτό χιούμορ και φιγούρες της διπλανής πόρτας που αναζητούν την
ευτυχία μέσα από τα απλά πράγματα. Είναι τελικά μια γλυκόπικρη ηθογραφία, μια
από τις πιο άξιες ηθογραφίες.
Οι μορφές του έργου.
Στο σημείο αυτό για τις ανάγκες του άρθρου θα
αναλύσουμε τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους μέσα από την ερμηνεία που έκαναν
στην κινηματογραφική ταινία ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού. Ο Αντωνάκης (ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία),
ερμηνεύει τον καλύτερο ρολό της καριέρας του. Σε αυτόν τον ρολό θέλουμε να τον θυμόμαστε
και μόνο για αυτόν τον ρόλο ίσως τον αγαπάμε. Ως κ. Κοκοβίκος ο Κωνσταντίνου είναι
καταπληκτικός. Οι τόνοι του ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς και αυτό το πραγματοποιεί
με τέτοια δεινότητα που το φιλμ διαθέτει σχεδόν και το στοιχείο του σασπένς (τι
θα κάνει τώρα ο Αντωνάκης;). Η χημεία του Κωνσταντίνου με την Μάρω Κοντού είναι
εκεί. Ακόμη και τις στιγμές που την αποπαίρνει (όπως στη σκηνή με την λατέρνα)
η λατρεία που της έχει είναι ευδιάκριτη μέσα στα θυμωμένα μάτια του. Καταφέρνει
να αποδώσει αυτόν τον σύνθετο ρολό χρησιμοποιώντας όλα τα στοιχεία που τον απαρτίζουν
αλλά ταυτόχρονα προβάλλοντας τα και στον θεατή. Έτσι ο χαρακτήρας του Αντωνάκη όσο
και αν μας ξαφνιάζει είναι προσιτός και προσφέρεται για ανάλυση. Τα κίνητρα του
και οι διαθέσεις του είναι εμφανείς.
Στη Μάρω Κοντού, φοβισμένη κυρία Ελένη, εξαγριωμένη
και διεκδικητική κυρία Κοκοβίκου, παρέχεται η δυνατότητα να ερμηνεύσει έναν από
τους πιο ολοκληρωμένους ρόλους της καριέρας της και να βγάλει στην επιφάνεια ένα
μικρό μέρος πιστεύω της υποκριτικής της γκάμας. Ο τρόπος που τσαλακώνει τον εαυτό
της αυτή η γυναικάρα και μετατρέπεται σε ένα φοβισμένο ποντικάκι για να ξεδιπλώσει
όμως την προσωπικότητα της στο δεύτερο μισό του φιλμ πάντοτες μαγεύει. Ιδιαιτέρως
δε, γοητεύει ο τρόπος που χειρίζεται την ένταση της φωνής της καθ’ όλη την διάρκεια
των εξελίξεων. Εκμεταλλεύεται όλα τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει και πιστέψτε είναι απεριόριστα.
Οι
φίλοι του Αντωνάκη λειτουργούν σαν ¨Χορός¨ αρχαίου δράματος γύρω από τον
Αντωνάκη. Ο στρατιωτικός που τα λέει ¨τσεκουράτα¨, ο φαρμακοποιός που έχει
¨καβούρια¨ στην τσέπη και ο δικηγόρος με την ατελείωτη του φλυαρία. Οι φίλοι του Αντωνάκη είναι
αντιπροσωπευτικοί τύποι νεοέλληνα της εποχής και πρεσβεύουν επαγγελματικά τουλάχιστον,
τον αντικειμενικό πόθο του Έλληνα
Η ¨Μπεμπέκα¨ έχει καταλυτική παρουσία στο έργο, στο βάθος διακρίνεται ο χαρακτήρας της φεμινίστριας. Η σπιτονοικοκυρά είναι μια κακιασμένη στρίγγλα, πέρασμα από το έργο θα κάνει και ο κακομοίρης σύζυγος της. Ο αχαΐρευτος και χαριτωμένα αθυρόστομος αδερφός της Ελένης, ο εργάτης που γκρεμίζει το σπίτι της Πλάκας (και που εν αγνοία του λειτούργει σχεδόν ως «από μηχανής θεός» στην τελική σκηνή), ο αστυνομικός που έρχεται να κάνει παρατήρηση στην κ. Ελενίτσα, ο χασάπης, η γυναίκα του (ρόλοι της μιας ατάκας), η σύζυγος του Μιχαλάκη που τον θρηνεί, όλοι αποτελούν κομμάτια του «παζλ».
Λίγα
λόγια και για το σπίτι που γυρίστηκε η ταινία.
Λίγα λόγια και για το σπίτι που
γυρίστηκε η ταινία.
Το
σπίτι της οδού Τριπόδων και Ραγκαβά στην πλάκα χρονολογείται περίπου από το
1800, οπότε και στέγαζε τη στρατιωτική διοίκηση των Τούρκων. Αρχαιολόγοι
ανακάλυψαν τη βάση ενός χορηγικού μνημείου σε σχήμα τρίπυλου, βρέθηκαν ακόμη
και αρχαίες θεσπιανές τουαλέτες γεγονός που μαρτυρά ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε
για δημόσιες τουαλέτες.
Με νόμο της Μελίνας Μερκούρη το σπίτι κρίθηκε διατηρητέο και πρόσφατα κατέληξε προς πώληση από το Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ., η διαδικασία διακόπηκε όμως καθώς βρέθηκαν αρχαία στα θεμέλια του. Το πρόβλημα όμως ξεπεράστηκε και σύντομα θα πωληθεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Τριπόδων είναι ο παλαιότερος δρόμος της Αθήνας, καθώς επί είκοσι πέντε αιώνες διατηρεί το ίδιο όνομα.
Σήμερα…
Η
γυναικεία επανάσταση συνθλίβεται στον αντρικό εγωισμό και οι δύο ήρωες το έργου
σύντομα οδηγούνται σε διαζύγιο. Κυρία Κοκοβίκου δεν υφίσταται, πλην όμως πολλές
κυρίες Κοκοβίκου άλλαξαν τη δομή της κοινωνίας. Είναι η προσωποποίηση της
γυναικείας ανεξαρτησίας και ένας ρόλος επανάσταση για τον τότε γυναικείο πληθυσμό.
Σήμερα
ο ρόλος της γυναίκας είναι πολυπαραγοντικός, πολλές φορές καλείται να
ανταπεξέλθει σε αντιφατικούς ρόλους, ενώ δεν είναι λίγες και οι φορές μάλιστα
που συντηρεί την οικογένεια όταν ο άντρας είναι άνεργος.
Συχνά
επιπλέον οι οικογένειες μένουν με ένα παιδί, γεγονός που απειλεί την κινητήρια
δύναμη του κοινωνικού ιστού. Σήμερα θεωρούνται
άθλος τα τρία παιδιά και η πολύτεκνη οικογένεια. Η κατάσταση
επιδεινώνεται με τη φυγή των νέων στο εξωτερικό και την ταυτόχρονη είσοδο
χιλιάδων λαθρομεταναστών, οι εναπομείναντες αδυνατούν να φτιάξουν τη δική τους
οικογένεια και σπιτικό.
Ας
ελπίσουμε, τέλος, ότι η μελλοντική δομή της κοινωνίας να μην αποτελείται από ηλικιωμένους
και κοινωνικά μη ενεργό πληθυσμό. Η κοινωνία ανέκαθεν ήταν η εξέλιξη της
οικογένειας. Κοινωνία χωρίς οικογένεια δεν έχει μέλλον, ο αφανισμός αυτού του
κοινωνικού κρίκου απειλεί ακόμη και το ίδιο το ελληνικό έθνος και κάτι τέτοιο
δεν αποτελεί δευτερεύον ζήτημα. Δεν έχουμε σκοπό να λύσουμε σ’ αυτό το άρθρο το
πρόβλημα της υπογεννητικότητας απλά εκθέσαμε κάποιους προβληματισμούς…
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/Η_δε_γυνή_να_φοβήται_τον_άνδρα
http://www.newsville.be/author/administrator/
www.cine.gr/film.asp?id=1463&page=4
epistagon.gr/2020/03/21/η-δε-γυνή-να-φοβήται-τον-άνδρα/
https://www.trikalaola.gr/Η-δε-γυνή-να-φοβήται-τον-άνδρα/
www.zochios.net/από-την-κυρία-κοκοβίκου-εως-σήμερα.html
https://vlahopoulou.blogspot.com/2010/12/blog-post_16.html
thegreatestmoviesever.blogspot.com/2013/05/1959.html
Στη σκιά της σπουδαίας κινηματογραφικής ταινίας, υπάρχει και μία ραδιοφωνική διασκευή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και εξαιρετική ποιότητα...
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου