Η μύγα. Νουβέλα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Ξέπνοοι, λαχανιασμένοι, για να κάνουν πιο γρήγορα, όταν έφτασαν κάτω από το χωριό – έλα, από δω, θάρρος! – σκαρφάλωσαν τη βραχώδη και αργιλώδη πλαγιά με τη βοήθεια και των χεριών τους – κουράγιο! κουράγιο! – αφού τα άρβυλά τους με τα καρφιά – Θεέ μου! – γλιστρούσαν.



Μόλις ξεπρόβαλαν από την πλαγιά, αναψοκοκκινισμένοι, οι γυναίκες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από τη βρύση στην έξοδο του χωριού και μιλούσαν φωναχτά, έστρεψαν όλες για να δουν. Τ’ αδέλφια Τορτορίτσι δεν ήταν εκείνοι οι δυο; Ναι, ο Νέλι και ο Σάρο Τορτορίτσι. Οι κακόμοιροι! Και γιατί έτρεχαν έτσι;

Ο Νέλι, ο μικρότερος από τους δύο, μην αντέχοντας άλλο, σταμάτησε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα και ν’ απαντήσει σ’ εκείνες τις γυναίκες, αλλά ο Σάρο τον πήρε τραβώντας τον από το μπράτσο.

- Ο Τζουρλάνου Τζαρού, ο ξάδελφός μας! – είπε ο Νέλι στρέφοντας και κάνοντας μια χειρονομία για να δείξει ότι ήταν ετοιμοθάνατος.

Οι γυναίκες ξέσπασαν σε κραυγές συμπόνιας και τρόμου· μία ρώτησε φωνάζοντας:

-Ποιος το έκανε;

-Κανείς, ο Θεός! – φώναξε ο Νέλι από μακριά.

Έστριψαν και έτρεξαν προς την μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το σπίτι του κοινοτικού γιατρού.

Ο γιατρός, ο κύριος Σιντόρο Λοπίκολο, χωρίς σακάκι, με το πουκάμισο μόνο ανοιχτό στο στήθος, με γένια τουλάχιστον δέκα ημερών στα πλαδαρά μάγουλά του και με πρησμένα και τσιμπλιάρικα μάτια, γυρόφερνε μες στα δωμάτια σέρνοντας τις παντόφλες και κρατούσε αγκαλιά μία άρρωστη χλωμή μικρή, πετσί και κόκαλο, εννέα χρονών περίπου.

Η γυναίκα του έντεκα μήνες άρρωστη· έξι παιδιά στο σπίτι, εκτός από εκείνο που κρατούσε αγκαλιά και που ήταν το μεγαλύτερο· κουρελιάρικα, βρώμικα, σε ημιάγρια κατάσταση. Όλο το σπίτι άνω κάτω, ήταν μια σκέτη καταστροφή: θραύσματα πιάτων, φλούδες, σωροί τα σκουπίδια επάνω στο πάτωμα· σπασμένες καρέκλες, πολυθρόνες ξεπατωμένες, κρεβάτια που είχαν να στρωθούν ποιος ξέρει από πότε, με τις κουβέρτες κουρέλια, επειδή τα παιδιά διασκέδαζαν παίζοντας τον πόλεμο επάνω στα κρεβάτια και πετώντας τα μαξιλάρια, τα χαριτωμένα! Το μόνο άθικτο πράγμα, σ’ ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν το σαλονάκι, ένα φωτογραφικό πορτρέτο μεγεθυμένο και κρεμασμένο στον τοίχο· ήταν το δικό του πορτρέτο, του γιατρού κυρίου Σιντόρο Λοπίκολο, όταν ήταν ακόμη νεαρούλης, μόλις είχε πάρει το πτυχίο: καλοβαλμένος, κομψός και χαμογελαστός. Μπροστά σ’ αυτό το πορτρέτο πήγαινε τώρα σέρνοντας τα πόδια του· του έδειχνε τα δόντια μ’ έναν μορφασμό όλο χάρη, υποκλινόταν και του παρουσίαζε το άρρωστο κοριτσάκι του, απλώνοντας τα χέρια.

-Σισινέ, να σε εδώ!

Επειδή Σισινέ τον φώναζε κανακεύοντάς τον η μάνα του έναν καιρό, η μάνα του που προσδοκούσε σπουδαία πράγματα από αυτόν που ήταν ο Βενιαμίν, το στήριγμα και το έμβλημα του σπιτιού.

-Σισινέ!

Υποδέχτηκε τους δύο χωρικούς σαν ένας υδρόφοβος σκύλος.

-Τι θέλετε;

Μίλησε ο Σάρο Τορτορίτσι, λαχανιασμένος ακόμη, με την τραγιάσκα του στο χέρι:

-Κυρ γιατρέ, ένας ξάδελφός μας, ο κακομοίρης, πεθαίνει...

-Ο τυχεράκιας! Χτυπήστε χαρμόσυνα τις καμπάνες! φώναξε ο γιατρός.

-Α, όχι κύριε! Πεθαίνει έτσι, ξαφνικά, χωρίς να ξέρουμε από τι. Στην περιοχή της Μοντελούζα, μέσα σ’ ένα στάβλο.

Ο γιατρός έκανε ένα βήμα πίσω και ξέσπασε αγριεμένος.

-Στη Μοντελούζα;

Ήταν γεμάτα εφτά μίλια δρόμος από το χωριό. Και τι δρόμος!

-Γρήγορα, γρήγορα, για το Θεό! παρακάλεσε ο Τορτορίτσι. Έχει μελανιάσει όλος, σαν ένα κομμάτι συκώτι! Πρήστηκε τόσο που σε κάνει να φοβάσαι. Για το Θεό, γιατρέ!

-Μα πώς θα πάμε, με τα πόδια; φώναξε ο γιατρός. Δέκα μίλια με τα πόδια; Είστε τρελοί! Ένα μουλάρι! Θέλω ένα μουλάρι! Το έχετε έτοιμο;

-Τρέχω αμέσως να το φέρω, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Τορτορίτσι. Θα το δανειστώ.

- Κι εγώ τότε, είπε ο Νέλι, ο μικρότερος, πάω γρήγορα να ξυριστώ.

Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε, σαν να ήθελε να τον καταβροχθίσει με τα μάτια.

-Είναι Κυριακή, κύριε, δικαιολογήθηκε ο Νέλι, χαμογελώντας χαμένος. Είμαι αρραβωνιασμένος.

-Α, ώστε είσαι αρραβωνιασμένος; κάγχασε ο γιατρός, εκτός εαυτού. Κράτησέ την τότε αυτήν!

Και λέγοντας αυτά έβαλε στην αγκαλιά του την άρρωστη κόρη του· έπειτα πήρε ένα ένα τα άλλα μικρά που είχαν μαζευτεί γύρω του και του τα έσπρωξε με φούρια ανάμεσα στα πόδια.

- Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Ζώο! Ζώο! Ζώο!

Του γύρισε την πλάτη, έκανε να φύγει, αλλά γύρισε πίσω, ξαναπήρε την άρρωστη και φώναξε και στους δύο:

-Πηγαίνετε! Φέρτε το μουλάρι! Έρχομαι αμέσως.

Ο Νέλι Τορτορίτσι ξαναχαμογέλασε κατεβαίνοντας τη σκάλα πίσω από τον αδελφό του. Ήταν είκοσι χρονών· η αρραβωνιαστικιά του, η Λούτσα, δεκάξι: ένα τριαντάφυλλο! Εφτά παιδιά; Λίγα ήταν! Εκείνος ήθελε δώδεκα. Για να τ’ αναστήσει θα τον βοηθούσαν τα δυο του γερά μπράτσα μόνο, που του τα είχε δώσει ο Θεός. Πάντα να δουλεύει με χαρά, με μεράκι και να τραγουδά. Δεν ήταν τυχαίο που του είχαν δώσει το παρατσούκλι Λιολά ο ποιητής. Και καθώς ένιωθε ότι τον αγαπούσαν όλοι για την εξυπηρετική καλοσύνη του και για την σταθερά καλή του διάθεση, χαμογελούσε ακόμη και στον αέρα που ανάσαινε. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη καταφέρει να του μαυρίσει το δέρμα, να του κατσιάσει το όμορφο ξανθό χρυσαφί των κατσαρών μαλλιών του, που πολλές γυναίκες θα το ζήλευαν, γυναίκες που κοκκίνιζαν, αναστατωμένες, όταν τις κοίταζε με νόημα, μ’ εκείνα τα ζωηρά, ανοιχτόχρωμα μάτια του.

Περισσότερο και απ’ την περίπτωση του ξαδέλφου του Τζαρού εκείνη τη μέρα τον στενοχωρούσε κατά βάθος το κατσούφιασμα που του θα του επιφύλασσε η Λούτσα, που επί έξι μέρες περίμενε με αγωνία εκείνη την Κυριακή για να μείνει για λίγο μαζί του. Το βαστούσε όμως η καρδιά του να ξεφύγει από εκείνη τη χριστιανική συμπόνια; Καημένε Τζουρλάνου! Ήταν κι εκείνος αρραβωνιασμένος. Τι συμφορά, έτσι στα ξαφνικά! Ράβδιζε μύγδαλα εκεί κάτω στο κτήμα του Λόπες, στη Μοντελούζα. Το προηγούμενο πρωί, το Σάββατο, ο ουρανός συννέφιασε, αλλά δενφαινόταν άμεσος ο κίνδυνος της βροχής. Προς το μεσημέρι όμως ο Λόπες λέει: «Κάντε γρήγορα· δε θα ήθελα, τέκνα μου, να μου μείνουν καταγής τ’ αμύγδαλα, κάτω από τη βροχή» και έδωσε εντολή στις γυναίκες που μάζευαν τον καρπό να πάνε επάνω, στην αποθήκη, να σπάσουν τ’ αμύγδαλα. «Εσείς» λέει, απευθυνόμενος στους άντρες που ράβδιζαν (ανάμεσά τους και οι Νέλι και Σάρο Τορτορίτσι) «εσείς, εάν θέλετε, πηγαίνετε μαζί με τις γυναίκες να σπάσετε». «Εντάξει» λέει ο Τζαρού «όμως το μεροκάματό μου θα συμβαδίζει με το μισθό μου, εικοσιπέντε σόλδια;» «Όχι, μισό μεροκάματο· θα σου το υπολογίσω με το μισθό σου·» λέει ο Λόπες «το υπόλοιπο, μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες» Αυταρχικότητα! Γιατί, μήπως δεν είχε δουλειά για τους άντρες έτσι ώστε να κερδίσουν ολόκληρο το μεροκάματο; Δεν έβρεχε και δεν έβρεξε πράγματι όλη τη μέρα, ούτε τη νύχτα. «Μισή λιρέτα, όπως στις γυναίκες;» λέει ο Τζουρλάνου Τζαρού. «Εγώ φοράω παντελόνια. Να μου πληρώσει τη μισή μέρα με βάση τα εικοσιπέντε σόλδια, και φεύγω».

Δεν έφυγε· έμεινε περιμένοντας μέχρι το βράδυ τα ξαδέλφια του που συμβιβάστηκαν να σπάσουν τα μύγδαλα με μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες. Κάποια στιγμή όμως, επειδή κουράστηκε να μένει άπραγος και να κοιτάζει, μπήκε σ’ έναν στάβλο εκεί κοντά κι έπεσε να κοιμηθεί, ζητώντας από το τσούρμο να τον ξυπνήσει όταν θα ερχόταν η ώρα της αναχώρησης.

Ράβδιζαν μιάμιση μέρα και τα μύγδαλα που μάζεψαν ήταν λίγα. Οι γυναίκες πρότειναν να τα σπάσουν το ίδιο εκείνο βράδυ, δουλεύοντας μέχρι αργά και να μείνουν για ύπνο εκεί την υπόλοιπη νύχτα, για ν’ ανέβουν στο χωριό το επόμενο πρωί, ξυπνώντας χαράματα. Έτσι και έκαναν. Ο Λόπες έφερε βρασμένα κουκιά και δύο φλάσκες κρασί. Τα μεσάνυχτα, τελειώνοντας το σπάσιμο, έπεσαν όλοι, άντρες και γυναίκες για ύπνο στην αυλή, κάτω από τον ξάστερο ουρανό, όπου το άχυρο που είχε απομείνει ήταν βρεγμένο από την υγρασία, λες και πράγματι είχε βρέξει.

-Λιολά, τραγούδα!

Κι εκείνος, ο Νέλι, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Το φεγγάρι μπαινόβγαινε ανάμεσα σ’ ένα πυκνό κουβάρι από λευκά και μαύρα συννεφάκια· και το φεγγάρι ήταν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της Λούτσας του που χαμογελούσε και σκοτείνιαζε με τα πάθη του έρωτα, άλλοτε λυπημένα και άλλοτε χαρούμενα. Ο Τζουρλάνου Τζαρού είχε μείνει μες στον στάβλο. Πριν απ’ το ξημέρωμα ο Σάρο πήγε να τον ξυπνήσει και τον βρήκε εκεί πρησμένο και μελανιασμένο να ψήνεται στον πυρετό.

Αυτά διηγήθηκε ο Νέλι Τορτορίτσι στον κουρέα που αφηρημένος κάποια στιγμή τον γρατσούνισε με το ξυράφι. Μια μικρή πληγή κοντά στο σαγόνι που δεν διακρινόταν καν! Ο Νέλι ούτε που το πήρε είδηση, επειδή στην είσοδο του μπαρμπέρικου πρόβαλε η Λούτσα με τη μητέρα της και τη Μίτα Λουμία, την κακομοίρα την αρραβωνιαστικιά του Τζουρλάνου Τζαρού, που φώναζε και έκλαιγε απελπισμένη.

Έβαλαν τα δυνατά τους για να δώσουν στο κακόμοιρο κορίτσι να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να πάει μέχρι τη Μοντελούζα για να δει τον αρραβωνιαστικό της. Θα τον έβλεπε πριν βραδιάσει, μόλις θα τον έφερναν επάνω στο χωριό όπως όπως. Έφτασε ξαφνικά ο Σάρο χειρονομώντας και φωνάζοντας ότι ο γιατρός είχε καβαλικέψει κιόλας και δεν μπορούσε πια να περιμένει. Ο Νέλι πήρε κατά μέρος τη Λούτσα και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή. Θα επέστρεφε πριν το βράδυ και θα της έλεγε τόσα ωραία πράγματα.

Ωραία πράγματα όντως είναι και εκείνα που λένε μεταξύ τους δυο αρραβωνιασμένοι όταν σφίγγουν τα χέρια και κοιτάζονται μες στα μάτια.

Παλιόδρομος της συμφοράς! Γκρεμοί, που έκαναν το γιατρό Λοπίκολο να βλέπει το χάρο με τα μάτια του, παρόλο που ο Σάρο από τη μια και ο Νέλι από την άλλη κρατούσαν το μουλάρι από το καπίστρι.

Από ψηλά φαινόταν όλη η εκτεταμένη εξοχή, με πεδιάδες και κοιλάδες· καλλιεργημένη με σιτηρά, με ελαιώνες, με αμυγδαλιές. Κιτρίνιζε τώρα από τις καλαμιές των σιτηρών και εδώ κι εκεί μαύριζαν οι κηλίδες από όσες είχαν καεί. Στο βάθος διακρινόταν η θάλασσα έντονα κυανή. Μουριές, χαρουπιές, κυπαρίσσια, λιόδεντρα έδιναν τις δικές τους διαφορετικές αποχρώσεις του αέναου πράσινου. Τις κορυφές από τις αμυγδαλιές τις είχαν κιόλας αραιώσει.

Ολοτρόγυρα στον πλατύ ορίζοντα υπήρχε κάτι σαν αέρινο πέπλο. Ο καύσωνας όμως ήταν ανυπόφορος· ο ήλιος έσπαγε τις πέτρες. Πότε πότε έφτανε πέρα από τις σκονισμένες αιμασιές από φραγκόσυκα η στριγκιά φωνή καμιάς γαλιάντρας ή το γέλιο καμιάς κίσσας, που έκανε ν’ ανασηκώνονται τ’ αυτιά του μουλαριού του γιατρού.

-Παλιομούλαρο! παλιομούλαρο! διαμαρτυρόταν τότε εκείνος.

Για να μη χάνει από τα μάτια του εκείνα τ’ αυτιά, δεν αισθανόταν καν τον ήλιο που είχε μπρος στα μάτια του και άφηνε ανοιχτή την άθλια ομπρέλα με την πράσινη φόδρα ν’ ακουμπά επάνω στον μηρό του.

- Μη φοβόσαστε, κύριε, εδώ είμαστε εμείς, τον ενθάρρυναν οι αδελφοί Τορτορίτσι.

Στην πραγματικότητα ο γιατρός δεν θα έπρεπε να φοβάται. Τα παιδιά του σκεφτόταν. Έπρεπε να φυλάει το τομάρι του για εκείνα τα εφτά δυστυχισμένα πλάσματα.

Για να του αποσπάσουν την προσοχή οι Τορτορίτσι άρχισαν να του μιλούν για την κακή χρονιά: ελάχιστο το στάρι, ελάχιστο το κριθάρι, ελάχιστα τα κουκιά. Για τ’ αμύγδαλα ήταν δα γνωστό πως δεν καρποφορούν πάντα: ένα χρόνο ναι, τον άλλο χρόνο όχι. Για τις ελιές, κουβέντα να μη γίνεται: η ομίχλη τις είχε ζαρώσει πάνω στην ανάπτυξη, αλλά και ο τρύγος δε θα μπορούσε ν’ αποζημιώσει τους αγρότες, επειδή όλα τα αμπέλια της περιοχής ήταν άρρωστα.

-Καλή παρηγόρια! έλεγε κάθε τόσο ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι.

Μετά από δυο ώρες περπάτημα, όλα τα θέματα συζήτησης είχαν εξαντληθεί. Ο φαρδύς δρόμος προχωρούσε ευθύς για ένα μεγάλο διάστημα και στο επάνω στρώμα του, αποτελούμενο από μια ασπριδερή σκόνη, άρχισαν τη συζήτηση οι τέσσερις οπλές του μουλαριού και τα άρβυλα με τα καρφιά στις σόλες των δύο χωρικών. Ο Λιολά κάποια στιγμή άρχισε να σιγοτραγουδά ανόρεχτα και με σπασμένη φωνή· σταμάτησε σύντομα. Δε συνάντησαν ψυχή στο δρόμο, επειδή όλοι οι χωριάτες ήταν την Κυριακή επάνω στο χωριό, άλλος για να πάει στην εκκλησία, άλλος για ψώνια και άλλος για αναψυχή. Ίσως εκεί κάτω, στη Μοντελούζα, δεν είχε απομείνει κανείς πλάι στον Τζουρλάνου Τζαρού, που πέθαινε μόνος, αν ήταν ακόμη ζωντανός.

Τον βρήκαν, πράγματι, μόνο, μέσα στη μπόχα του βρόμικου στάβλου, ξαπλωμένο επάνω στο τοιχάκι, όπως τον είχαν αφήσει ο Σάρο και ο Νέλι Τορτορίτσι: μελανιασμένο, πρησμένο, αγνώριστο.

Ακουγόταν ο επιθανάτιος ρόγχος του.

Από το σιδερόφρακτο παράθυρο, κοντά στο παχνί, έμπαινε ο ήλιος για να του χτυπήσει το πρόσωπο που δεν έμοιαζε πια ανθρώπινο: η μύτη του με το πρήξιμο είχε χαθεί και τα χείλη του ήταν κι εκείνα τρομερά πρησμένα. Και ο ρόγχος έβγαινε από εκείνα τα χείλη με αγανάκτηση, σαν γρύλισμα. Ανάμεσα στα μαύρα κατσαρά μαλλιά του ένα κομματάκι άχυρο έλαμπε στον ήλιο.

Οι τρεις στάθηκαν μια στιγμή για να τον κοιτάξουν, σαστισμένοι και διστακτικοί από τον τρόμο που προκαλούσε εκείνο το θέαμα. Το μουλάρι χτύπησε την οπλή του πάνω στο χαλικόστρωτο του στάβλου, χλιμιντρίζοντας. Τότε ο Σάρο Τορτορίτσι πλησίασε τον ετοιμοθάνατο και τον κάλεσε τρυφερά:

-Τζουρλά, Τζουρλά, ήρθε ο γιατρός.

Ο Νέλι πήγε να δέσει το μουλάρι στο παχνί κοντά στο οποίο, επάνω στον τοίχο, ήταν ο ίσκιος λες ενός άλλου ζώου, τα ίχνη του γάιδαρου που έμενε σ’ εκείνο τον στάβλο και άφησε εκεί τη στάμπα του τρίβοντας το σώμα του στον τοίχο.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού, όταν τον ξαναφώναξαν, σταμάτησε το ρόγχο, δοκίμασε ν’ ανοίξει τα αιμάτινα μάτια του, τα μαυρισμένα, γεμάτα τρόμο. Άνοιξε to τρομερό στόμα του και αναστέναξε, σαν να καιγότανε τα σωθικά του:

-Πεθαίνω!

-Όχι, όχι, βιάστηκε να του πει ο Σάρο, όλος αγωνία. Εδώ είναι ο γιατρός. Τον φέραμε εμείς· τον βλέπεις;

-Πηγαίνετέ με στο χωριό! παρακάλεσε ο Τζαρού και με αγκομαχητό, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα χείλη του: Αχ, μανούλα μου!

-Ναι, να εδώ είναι το μουλάρι! Απάντησε αμέσως ο Σάρο.

-Αλλά και στην αγκαλιά μου ακόμη θα σε κουβαλήσω εγώ, Τζουρλά! είπε ο Νέλι, τρέχοντας κοντά του και σκύβοντας επάνω του. Μην το βάζεις κάτω!

Ο Τζουρλάνο Τζαρού έστρεψε ακούγοντας τη φωνή του Νέλι, τον κοίταξε μ’ εκείνα τα αιμάτινα μάτια του, σαν να μην τον αναγνώρισε στην αρχή, έπειτα άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τη ζώνη.

-Εσύ είσαι; Εσύ;

-Εγώ, ναι, κουράγιο! Κλαις; Μην κλαις, Τζουρλά, μην κλαις. Δεν είναι τίποτα!

Και έβαλε το χέρι επάνω στο στήθος του που τρανταζόταν από τα αναφιλητά και τα οποία δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν από το λαιμό του. Πνιγμένος, κάποια στιγμή ο Τζαρού κούνησε με θυμό το κεφάλι του, έπειτα σήκωσε το χέρι, έπιασε το Νέλι από το λαιμό και τον τράβηξε επάνω του:

-Ταυτόχρονα θα παντρευόμασταν....

-Και ταυτόχρονα θα παντρευτούμε, μην αμφιβάλλεις! είπε ο Νέλι, απομακρύνοντας το χέρι του που του έσφιγγε το λαιμό.

Στο μεταξύ ο γιατρός εξέταζε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν φανερό: ένα περιστατικό άνθρακα.

-Για πείτε μου, δε θυμόσαστε να σας έχει τσιμπήσει κάποιο έντομο;

-Όχι, έκανε με το κεφάλι ο Τζαρού.

-Έντομο; ρώτησε ο Σάρο.

Ο γιατρός εξήγησε, όσο μπορούσε καλύτερα, σ’ εκείνους τους δύο αδαείς, την αρρώστια. Κάποιο ζώο θα έπρεπε να είχε πεθάνει εκεί τριγύρω από άνθρακα. Πάνω στο ψοφίμι, πεταμένο σε κάποια χαράδρα, ποιος ξέρει πόσα έντομα είχαν καθίσει. Κάποιο από αυτά πετώντας μετέδωσε την αρρώστια στον Τζαρού μέσα σ’ εκείνο τον στάβλο.

Την ώρα που ο γιατρός έλεγε αυτά ο Τζαρού έστρεψε το πρόσωπο προς τον τοίχο.

Κανείς δεν το ήξερε, αλλά ο θάνατος ήταν ακόμη εκεί, παρών. Τόσο μικρός που μόλις θα μπορούσε κανείς να τον διακρίνει, εάν τον πρόσεχε.

Υπήρχε μια μύγα εκεί, επάνω στον τοίχο, που έμοιαζε ακίνητη· κοιτάζοντάς την όμως καλά, έβλεπε κανείς πότε να βγάζει έξω τη μικρή της προβοσκίδα και να ρουφάει, πότε καθάριζε γρήγορα τα μπροστινά λεπτά της ποδαράκια, τρίβοντάς ταμεταξύ τους, σαν να ήταν ικανοποιημένη. Ο Τζαρού τη διέκρινε και κάρφωσε επάνω της το βλέμμα.

Μια μύγα.

Θα μπορούσε να ήταν εκείνη εκεί ή κάποια άλλη. Ποιος να ξέρει; Τώρα που άκουγε το γιατρό να μιλά, νομίζει ότι θυμήθηκε. Ναι, την προηγούμενη μέρα, όταν έπεσε εκεί να κοιμηθεί, περιμένοντας τα ξαδέλφια του να τελειώσουν το σπάσιμο των αμύγδαλων του Λόπες, μία μύγα τον ενοχλούσε. Θα μπορούσε να ήταν αυτή;

Την είδε ξαφνικά ν’ απλώνει τα φτερά και να πετάει και την παρακολουθούσε με το βλέμμα.

Να την, πήγε και έκατσε επάνω στο μάγουλο του Νέλι. Από το μάγουλο, ανεπαίσθητα περιδιάβαζε τώρα στο σαγόνι του μέχρι που έφτασε στη αμυχή του ξυραφιού και καρφώθηκε αχόρταγη εκεί.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού έμεινε να την κοιτάει προσεχτικά, απορροφημένος. Έπειτα, βραχνιασμένος και με δύσπνοια ρώτησε με σπηλαιώδη φωνή.

-Μπορεί να ’ναι και μια μύγα;

-Μια μύγα; Γιατί όχι; - απάντησε ο γιατρός.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού δεν είπε τίποτε άλλο και βάλθηκε να κοιτάζει εκείνη τη μύγα την οποία ο Νέλι, που σχεδόν τα είχε χάσει από τα λόγια του γιατρού, δεν την έδιωχνε. Ο Τζαρού δεν πρόσεχε πια σε όσα έλεγε ο γιατρός, αλλά ευχαριστιόταν με το γεγονός πως μιλώντας εκείνος αποσπούσε την προσοχή του ξαδέλφου του, κάνοντάς τον να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα και να μη δίνει σημασία στην ενόχληση που του προκαλούσε εκείνη η μύγα επάνω στο μάγουλο. Μακάρι να ήταν η ίδια! Τότε μάλιστα, θα παντρεύονταν ταυτόχρονα! Μία σκοτεινή ζηλοφθονία, μία κρυφή, μία άγρια ζήλια τον είχαν κυριεύσει για εκείνο το νεαρό ξάδελφο, τόσο όμορφο και ακμαίο που είχε μπροστά του γεμάτη υποσχέσεις τη ζωή, η οποία εκείνον τον εγκατέλειπε ξαφνικά.

Κάποια στιγμή ο Νέλι αισθάνθηκε επιτέλους το τσίμπημα, σήκωσε το χέρι, έδιωξε τη μύγα και με τα δάχτυλα άρχισε να πιέζει το σαγόνι του επάνω στην αμυχή. Στράφηκε στον Τζαρού που τον κοίταζε και έμεινε για λίγο αμήχανος γιατί αυτός είχε ανοίξει τα τρομακτικά του χείλη σε ένα τερατώδες χαμόγελο. Απόμειναν να κοιτάζονται για λίγο. Κατόπιν ο Τζαρού είπε χωρίς να το θέλει:

-Η μύγα.

Ο Νέλι δεν κατάλαβε και έτεινε το αυτί:

-Τι λες;

-Η μύγα, απάντησε εκείνος.

-Ποια μύγα; Πού; ρώτησε ο Νέλι αποσβολωμένος κοιτάζοντας το γιατρό.

-Εκεί που ξύνεσαι. Το ξέρω σίγουρα! είπε ο Τζαρού.

Ο Νέλι έδειξε στο γιατρό το τραύμα στο σαγόνι:

-Τι έχω; Με τρώει.

Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος· κατόπιν, σαν να ήθελε να τον εξετάσει καλύτερα, τον πήρε έξω από το στάβλο. Ο Σάρο τους ακολούθησε.

Τι συνέβη μετά; Ο Τζουρλάνου Τζαρού περίμενε, περίμενε πολλή ώρα με μια αγωνία που του τάραζε τα σωθικά. Άκουγε να μιλούν εκεί έξω ανάκατα. Κάποια στιγμή ο Σάρο μπήκε φουριόζος μέσα στο στάβλο, πήρε το μουλάρι και, χωρίς καν να στρέψει να τον κοιτάξει, βγήκε έξω με λυγμούς:

-Α, Νελούτσο μου! Α, Νελούτσο μου!

Ήταν αλήθεια, λοιπόν; Και να, τον εγκατέλειπαν εκεί, σαν σκυλί. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί στον έναν αγκώνα, φώναξε δυο φορές:

-Σάρο! Σάρο!

Σιωπή. Κανείς. Δεν μπορούσε πια να κρατηθεί επάνω στον αγκώνα, έπεσε και άρχισε να γρυλίζει αρκετή ώρα για να μην αισθάνεται τη σιωπή της εξοχής που τον τρόμαζε. Κάποια στιγμή του γεννήθηκε η αμφιβολία μήπως είχε ονειρευτεί, μήπως είχε δει ένα κακό όνειρο μες στον πυρετό του· γυρίζοντας όμως προς τον τοίχο είδε τη μύγα πάλι εκεί.

Νάτην.

Πότε έβγαζε τη μικρή της προβοσκίδα και ρουφούσε, πότε καθάριζε στα γρήγορα τα δυο της μπροστινά λεπτά ποδαράκια, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, λες και ένιωθε ικανοποιημένη.

[1904]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...