Πολύ κακό για ένα καπέλο εποχής… Του Άγγελου Κολοκοτρώνη.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Πριν λίγες ημέρες έφυγα εντυπωσιασμένος από το Θέατρο Φλέμιγκ, αφού προηγουμένως παρακολούθησα την τελευταία δημιουργία του Άγγελου Κολοκοτρώνη με τίτλο Πολύ κακό για ένα καπέλο εποχής, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Μήτα και με πρωταγωνίστρια την αξεπέραστη Νέλλυ Δελή. Μία παράσταση με άρωμα παλιού αγαπημένου ελληνικού κινηματογράφου.


  Το έργο διαβάστηκε στο κατάμεστο από θεατές Θέατρο Φλέμιγκ. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο για τους συντελεστές, επειδή το συγκεκριμένο θέατρο ανήκει στην κατηγορία του Πίκολο Θέατρο, δηλαδή μικρής χωρητικότητας, γεγονός που αναπόφευκτα φέρνει το θεατή πολύ κοντά στη σκηνή. Κάτι τέτοιο υποχρεώνει το σκηνοθέτη να βρει τρόπο να δώσει βάθος σε μια σκηνή είναι εκ των πραγμάτων μικρή. Επιπλέον ο σκηνοθέτης είναι υποχρεωμένος να ελαχιστοποιήσει τα τυχόν λάθη των ηθοποιών, τα οποία όταν γίνονται είναι ακόμη πιο φανερά, εξαιτίας της εγγύτητας κοινού και ηθοποιών. Όλα αυτά για τον ταλαντούχο δάσκαλο Γρηγόρη Μήτα, αλλά και για τους ηθοποιούς, αποτέλεσαν ασφαλώς μία πρόκληση. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και απόρροια, όπως φάνηκε, της σκληρής δουλειάς που προηγήθηκε. Έτσι λοιπόν, οι θεατές έφυγαν από το παλιό διώροφο νεοκλασικό αναπαλαιωμένο και διαμορφωμένο σε θέατρο κτίριο, απόλυτα ικανοποιημένοι, έχοντας παρακολουθήσει μια εξαιρετική και αλάνθαστη παράσταση.

 

Ας πούμε όμως λίγα λόγια για το συγγραφέα:

  Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διετέλεσε επί σειρά ετών αρχισυντάκτης, διευθυντής ειδήσεων, γενικός διευθυντής, σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης της Βορείου Ελλάδος, διετέλεσε δυο φορές διευθυντής του Δημοτικού Ραδιοφώνου Θεσσαλονίκης, ενώ δίδαξε δημοσιογραφία, σε τμήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και σχολών Ι.Ε.Κ. Εκπροσώπησε την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης - της οποίας είναι μέλος από το 1986 - στο διοικητικό συμβούλιο του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, με ομόφωνη απόφαση της διοίκησης των δημοσιογράφων, όπως και δύο φορές στην επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το βραβείο «Αλέκος Λιδωρίκης».

 

Ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

  Εξελέγη τρεις φορές στο Συμβούλιο Τιμής και Δεοντολογίας Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας - Θράκης. Έχει τιμηθεί από το Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τη συνολική δημοσιογραφική προσφορά του και από πλήθος άλλων συλλόγων και σωματείων, για την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο. Έχει γράψει τα έργα: «Πλανόδιοι έρωτες», « Του κύκλου τα γυρίσματα», «Όσα ξέρει μια γυναίκα», «Κάποιος πρέπει να σκοτώσει τον Σωκράτη» και άλλα (Θέατρο), «Ανάμεσα στο πλήθος» (Χρονογραφήματα), «Ο Χορτιάτης» (Ιστοριογραφική αναφορά) καθώς επίσης και πολιτικές αναλύσεις, άρθρα και χρονογραφήματα που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών και άλλων πόλεων.

 

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου μέσα από το σκηνοθετικό σημείωμα:

  Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του ‘70. Μια Ελλάδα μεταβατική, που έχει αφήσει πίσω έναν καταστροφικό Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν Εμφύλιο και τώρα ψάχνει τα βήματα της επιζητώντας να προκόψει. Οι Έλληνες είμαστε από την φύση μας, αισιόδοξος και δημιουργικός λαός. Ξέρουμε να ονειρευόμαστε και να βλέπουμε μπροστά. Έχουμε έμπνευση και δίνουμε όραμα... Η Ελληνική οικογένεια ονειρεύεται την Ευρωπαϊκή καταξίωση, θέλει να γίνει Ευρωπαία! Να ανέβει επίπεδο! Να αποκτήσει χρήματα, δύναμη, δόξα! Αυτό ακριβώς επιθυμεί και η οικογένεια του Μανώλη, της γυναίκας του Σοφίας και της πεθεράς του Τασίας ή διαφορετικά, ΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΑΣ, όπως της αρέσει να την αποκαλούν.

 

  Η Σία, ως Ευρωπαία πλέον, υποστηρίζει και υιοθετεί οτιδήποτε ξενόφερτο. Τα Ευρωπαϊκά ξένα πρότυπα και τα συνακόλουθα συγκροτούν, τον δικό της τρόπο ζωής και ανεβάζουν το επίπεδό της. Τα καπέλα που φοράει για παράδειγμα, έρχονται κατόπιν παραγγελίας από το Λονδίνο και το Παρίσι και συμβολίζουν το δικό της κοινωνικό status. Γι ΄αυτό και συγχρωτίζεται, μόνο με αυτούς που μπορούν να αντιληφθούν, έναν τέτοιο συμβολισμό! ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΣΓΑΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΠΡΟΣ.

 

  Η Σία που είναι πεθερά, θέλει να χωρίσει την κόρη της, επειδή ο γαμπρός της δεν έχει λεφτά, δεν είναι μορφωμένος και δουλεύει ως μεταφορέας με ένα πενιχρό μισθό. Αλίμονο! Δεν έχει τις προδιαγραφές για να εξασφαλίσει στην κόρη της ένα πλούσιο αριστοκρατικό σπίτι, όπως αυτή το ονειρεύεται, αλλά αντίθετα η οικογένεια ζει στο δικό της σπίτι, και η όμορφη «Καρυάτιδα» κόρη της, μαγειρεύει καθαρίζει και πλένει για τον αγράμματο τεμπέλη. Αυτός ο «άθλιος» μεταφορέας έρχεται με τις βρώμικες φόρμες του, τις πετάει στα άπλυτα, ξαπλώνει στην πολυθρόνα της και τα βρίσκει όλα έτοιμα.

 

Η Νέλλυ Δελλή

  Τις δουλειές του σπιτιού, το καθάρισμα, το πλύσιμο, το μαγείρεμα και όλα τα υπόλοιπα, τα κάνει η κόρη της, η Σοφία, ενώ θα έπρεπε να τα κάνει μια υπηρέτρια. Εξάλλου η Σία ύστερα από επισταμένη παρακολούθηση του ζευγαριού, είναι σχεδόν βέβαιη ότι ο γαμπρός της Μανώλης είναι «άσφαιρος», στείρος, δεν κάνει παιδιά και αυτό είναι ένα αποτελεσματικό επιχείρημα στη «φαρέτρα» της. Η πεθερά Σία, προσπαθεί με κάθε τρόπο να χωρίσει το ζευγάρι. Τα πράγματα φυσικά δεν αλλάζουν όταν η αγαπημένη της κόρη με κάποιο τρόπο, μένει έγκυος, και έρχεται στη ζωή της οικογένειας ένα παιδί! Με τον ερχομό του παιδιού, η Σία, προσλαμβάνει σαν συνεργό στα σχέδιά της και μια υπηρέτρια. Την Πελαγία!

  Τότε αρχίζει το Β΄ μέρος του έργου και η Σία αναφωνεί: «Καρυάτιδα μου, εγώ, φροντίζω για το όμορφο λαμπρό σου μέλλον!» Όμως, έρχονται ανατροπές, αναπάντεχες κι απρόβλεπτες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή! Νομίζουμε πως δεν πρέπει να χάσετε αυτό το έργο! Επειδή, κάτι μας θυμίζει μακρινό αλλά και κάτι πολύ κοντινό!

 

Που τοποθετείται χρονικά και τοπικά το έργο:

  Τοπικά, το έργο τοποθετείται σε μια απροσδιόριστη επαρχιακή πόλη κάπου στην ελληνική επικράτεια.

  Χρονολογικά τώρα, βρισκόμαστε αναμφίβολα στη δεκαετία του ΄70, σε ποιο όμως χρονικό κομμάτι της δεκαετίας; Η αναφορά σε δημοτικές εκλογές οπωσδήποτε τοποθετεί το χρόνο κατά τον οποίον διαδραματίζεται το έργο, μετά το τέλος της επταετίας και την πτώση της δικτατορίας. (Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας η ανάδειξη τοπικών αρχόντων γινόταν με απευθείας διορισμό και όχι με εκλογές).

   Στο μυαλό του, ο συγγραφέας, έχει κατά τη γνώμη μου το τελευταίο τέταρτο της δεκαετίας. Η Δεξιά κυριαρχεί, η κυριαρχία της όμως αμφισβητείται στη χώρα από την ολοένα και αυξανόμενη άνοδο του αριστερού πνεύματος, το οποίο και τελικά θα επικρατήσει στις επόμενες δεκαετίες. Η παρακμή της μετεμφυλιακής Δεξιάς υπονοείται, και γίνεται αντιληπτή μόνο με την προσεκτική θέαση της παράστασης.


Η Νέλλυ Δελή στο ρόλο της Σίας...

  Η δεξιά είναι η καθεστηκυία τάξη. Αυτό μας το τονίζει επανειλημμένα, με όλο το ταλέντο της, η πεθερά-Δελή, με αφορμή την κάθοδο του, κατά τ’ άλλα άχρηστου για την ίδια γαμπρού της (Γιάννη Βενιζέλο). Η επιλογή ενός άσημου και αφελή μεταφορέα, από τους δεξιούς κύκλους της πόλης, προκειμένου να είναι υποψήφιος για δήμαρχος οδηγεί σε συμπεράσματα για τον τρόπο σκέψης των ελίτ εκείνης της εποχής. Αγράμματος και απονήρευτος δήμαρχος εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε υποχείριο του συστήματος.

  Η Αριστερά όμως κάμπτει τη Δεξιά, με πεζοδρομιακό αγώνα. Ο Μήτας το αποτυπώνει αυτό εύστοχα, όταν στα χέρια της πεθεράς πέφτουν φυλλάδια από διανομή έντυπου υλικού του αριστερού υποψηφίου. Η Δελή και εδώ μεγαλουργεί, απόλυτα ταυτισμένη με τις επιδιώξεις συγγραφέα και σκηνοθέτη, εκφράζοντας όλη τη φρίκη και την κακία της για τον πολιτικό αντίπαλο του γαμπρού. Η σκηνή συμπυκνώνει με μια περίληψη όλη την ταραχή και την απέχθεια της παρακμάζουσας δεξιάς καθεστηκυίας τάξης…

 

Οι ερμηνείες των ηθοποιών:

  Η Νέλλυ Δελή, κυρίαρχη επί σκηνής μας έδειξε για άλλη μια φορά το αστείρευτο ταλέντο της. Είχε διαρκώς τα βλέμματα του κοινού πάνω της. Όπως ορθά επισήμανε η Βικτωρία Ιωσηφίδου, με τα μονίμως ξινισμένα μούτρα της απέναντι στο γαμπρό και τις αδιάκοπες γκριμάτσες της, επέδειξε μεγάλη αρετή στο παιχνίδι των μορφασμών. Επιπλέον η πρωταγωνίστρια επικοινώνησε με το κοινό δίνοντας μια άλλη διάσταση στην παράσταση, καθιστώντας μέτοχο σ’ αυτή τον απλό θεατή. Η Νέλλυ μας επανέφερε στη μνήμη τις παλιές μεγάλες κυρίες του κινηματογράφου. Ανέδειξε το κείμενο του συγγραφέα μέσα, φυσικά από την άποψη του σκηνοθέτη. Περιμένουμε με ανυπομονησία τη νέα της σκηνοθετική αυτή τη φορά δουλειά με τη θεατρική ομάδα δικηγόρων της Θεσσαλονίκης, με τίτλο: Κόσμος και κοσμάκης των Τσιφόρου και Βασιλειάδη.

Η ηθοποιός Νέλλυ Δελή

  Στο ρόλο της υπηρέτριας η Ζηνοβία Παπά ανταποκρίθηκε πλήρως. Η επιλογή της ήταν επιτυχημένη. Ενσάρκωσε ένα ερωτικό πρότυπο της εποχής, μια επαρχιώτισσα με λίγα ¨πιασίματα¨, η οποία ως συνήθως έμπαινε στα σπίτια των νεόπλουτων και έμπλεκε σε πικάντικες ιστορίες με τα αφεντικά. Οι αρκετές βουβές διελεύσεις της από τη σκηνή, στο πρώτο μέρος της παράστασης, συγκέντρωναν ενστικτωδώς την προσοχή των θεατών. Ενστερνίστηκε το ρόλο και οπωσδήποτε είναι μια φέρελπις ηθοποιός.

  Εντυπωσιάστηκα επίσης από τη Χριστίνα Μαγκάκη. Πραγματική καλλονή, παρά το ύψος της και το δωρικό της ύφος, έδειξε μεγάλη ευλυγισία επί σκηνής. Σίγουρα διδάχθηκε καλά από το Μήτα την ορθοφωνική εκφορά του λόγου και την κίνηση επιδεικνύοντας κατά βάση λιτό παίξιμο, πλην όμως με αρκετές εξάρσεις πάθους.

  Τέλος ο Γιάννης Βενιζέλος ήταν ο ιδανικός αφελής, αλλά και τίμια εργατικός  γαμπρός. Η αφέλεια του τσάκισε κόκαλα, όπως επέτασσαν οι ανάγκες του έργου. Επιπλέον μας έδειξε πως ήταν οι έντιμοι, λατρεμένοι από το σύνολο της κοινωνίας, μεροκαματιάρηδες της εποχής, των οποίων όμως το πρεστίζ άρχισε να φθίνει τη δεκαετία του ΄70. Σίγουρα έχουμε να περιμένουμε αρκετά από αυτόν.

 


Τα σκηνικά και η μουσική:

  Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης μας βάζει με επιτυχία στο κλίμα της εποχής μέσα από τα κοστούμια και τα διάφορα αξεσουάρ αλλά και χρηστικά αντικείμενα. Πικ απ, τηλέφωνα με μύλο, καναπέδες, και άλλα πολλά. Και φυσικά παντού καπέλα.

 

  Τα πολλά καπέλα, τα οποία αλλάζει κάθε τρεις και λίγο η Δελή, σίγουρα είναι μια υπερβολή, μια υπερβολή όμως που καταδεικνύει και την τάση μιας μεγάλης μερίδας της αστικής και μικροαστικής τάξης για άμετρο μιμητισμό και ξενομανία. Τα καπέλα (ψηλά, ημίψηλα, παναμάδες, ψάθινα κλπ) σατιρίζουν πολλά κακά της εποχής: «Μιμητισμός, αλαζονεία, διαφθορά, την εξουσία που χτίζουν και γκρεμίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και χθες και πάντα.» Η κακιά πεθερά είναι το χρήμα και το ατομικό συμφέρον μέσα από την οπτική του συγγραφέα. Αυτά οι νοσηροί συμβολισμοί αναγνώστηκαν εξαιρετικά από μια ηθοποιό (Νέλλυ Δελή) που δίνει την ψυχή της όταν δημιουργεί, κάτω από τις οδηγίες ενός φωτισμένου δάσκαλου (του Γρηγόρη Μήτα).

 

Η Χριστίνα Μαγκάκη

  Κυριαρχεί επίσης η μουσική της δεκαετίας του ΄70. Από ελαφρολαϊκά και παλιά τραγούδια του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου μέχρι ποπ και ντίσκο μουσική. Και πάνω από τους ηθοποιούς ίσταται μια διακριτική ντισκομπάλα η οποία υπενθυμίζει που βρισκόμαστε χρονικά. Η στενή κυκλική προς τα πάνω σκάλα, η οποία δεν ξέρουμε που οδηγεί σίγουρα επιλέχθηκε από το Μήτα για να δώσει κάποιο βάθος στη σκηνή, καθώς τα καπέλα όπως φαίνονται είναι κρεμασμένα σε τοίχο, κάτι το οποίο δε δίνει σκηνικό βάθος.

 

  Το έργο έχει και πολλά στοιχεία μιούζικαλ. Ηθοποιοί που τραγουδούν και χορεύουν συνέχεια, παροτρύνοντας με μοναδική ανταπόκριση και το κοινό να κάνει το ίδια, αλλά και ατελείωτες μουσικές παρεμβάσεις. Στοιχεία μιούζικαλ λοιπόν, σε ένα έργο όμως που δεν είναι μιούζικαλ, καθώς με αγωνία ο θεατής περιμένει να δει μέσα από τους ευφυείς διαλόγους την εξέλιξη του!

 



Ας μπούμε όμως σε πιο βαθιά νερά:

Το έργο, κατά τη γνώμη μου, έχει καταρχήν δύο σαιξπηρικά στοιχεία.

  Η πεθερά, και αυτό το πετυχαίνει με άνεση η Δελή, θυμίζοντας λίγο Άμλετ, παραλλάσσεται ανάμεσα στην ελληνίδα μάνα και την παριζιάνα, παραμένοντας τελικά κατά βάθος μια ακραιφνώς υλιστικών πεποιθήσεων ελληνίδα μάνα. Επιπλέον, η Δελή προκειμένου να κάνει όργανο της την υπηρέτρια (Χριστίνα Μαγκάκη), πέφτει έντεχνα και εσκεμμένα, στο επίπεδο της βλακείας της δούλας, προκειμένου να την πείσει, ώστε να αποπλανήσει εκείνη το γαμπρό. Μισεί το γαμπρό της όπως ο Ίαγος στο Μάκβεθ, και θέλει με μανία να τον καταστρέψει. Έχει στοιχεία του Ίαγου δεν είναι όμως Ίαγος, επειδή η Σία έχει απώτερο σκοπό: Να χωρίσει την κόρη της από το γαμπρό…

  Στην παράσταση όμως μπορεί κανείς να διακρίνει και στοιχεία αρχαία κωμωδίας. Η παράβαση υπήρξε κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του έργου. Η πλοκή διακόπηκε στη μέση του έργου, η ατμόσφαιρα σοβάρεψε και η Δελή με το Βενιζέλο αποκαθήλωσαν το κοινό. Στην κυριολεξία ακούστηκε ανάσα. Χορός δεν υπήρχε φυσικά, όμως οι δύο υποκριτές με αναπαιστικούς στίχους τον αντικατέστησαν επάξια. Με ιδιαίτερη επίσης ευστοχία, όπως στην αρχαία κωμωδία, εκτέθηκε και η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας.

  Ο Κολοκοτρώνης όμως έκανε ένα βήμα παραπάνω. Μέσα από τις διαλογικές σκηνές, σε πέντε λεπτά, μας έδειξε ξεκάθαρα ποια είναι η Τασία (Δελή). Η Δελή, με όλη της την εμπειρία, ανταποκρίθηκε σ’ αυτό που επεδίωξε ο συγγραφέας. Η Τασία κατά βάθος, πίσω από τον υλισμό που τη διέπει και τις γκριμάτσες είναι ένα βαθιά δυστυχισμένο πλάσμα. Δεν έχει γνωρίσει αγάπη. Ιδιαίτερα από τον γαμπρό της. Δέχεται τις κατηγορίες που τις απευθύνει, όμως λυγίζει την ψυχολογία του κοινού όταν εξομολογείται πονεμένα στον γαμπρό της, ότι παρόλαυτα δεν είδε ίχνος αγάπης από εκείνον. Ύστερα βέβαια, στο άλλο μισό του έργου, επιστρέφει στον υλισμό της και ξαναγίνεται κυνική και ιδιοτελής, θέλοντας να παρουσιάσει κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι.

  Η υπηρέτρια, επίσης, θυμίζει κάπου-κάπου τους δαιμόνιους υπηρέτες της Νέας Κωμωδίας. Προσπαθεί, από ένα σημείο και μετά, όταν και αναβαθμίζεται κοινωνικά, να κινήσει τα νήματα, με όχι όμως ιδιαίτερη επιτυχία.

  Υπάρχει όμως και το τραγικό στοιχείο στο έργο, ειδικότερα η άγνοια του Μανώλη για την πλεκτάνη που του στήνει η πεθερά του. Ο γαμπρός, ο οποίος σημειωτέων είναι αξιόλογος και συμπαθέστατος, κινδυνεύει να υποστεί μια σοβαρή ταλαιπωρία, από την πλεκτάνη που του στήνει η πεθερά με τη συνδρομή της υπηρέτριας. Η παράβαση του έργου μας δημιουργεί υποψίες ότι θα εξελιχθεί σε τραγικοκωμωδία. Σίγουρα αν η πεθερά δεν επέστρεφε στον υλισμό της θα βλέπαμε μια άλλη διαφορετική και σίγουρα όχι κωμική εξέλιξη.

  Ο Μήτας πάντως κατάφερε να αναδείξει όλα τα ανωτέρω. Σίγουρα η προσαρμογή όλων αυτών των στοιχείων σε μια σύγχρονη παράσταση απαιτεί μεθοδική δουλειά από ένα σκηνοθέτη αλλά και ανταπόκριση από ηθοποιούς, οι οποίοι, στη συγκεκριμένη παράσταση, τα κατανόησαν και τα ενστερνίστηκαν.

 

Γιατί όμως η Τασία (Νέλλυ Δελή) μας είναι συμπαθητική;

  Φεύγοντας από το έργο ο θεατής είναι γεμάτος συναισθήματα συμπάθειας για την Τασία. Παρά τις πλεκτάνες, τον υλισμό και τις απέχθειες της, ο χαρακτήρας της εδράζεται τελικά στις καρδιές των θεατών. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην ερμηνεία της σπουδαίας ηθοποιού. Μέσα από την ερμηνεία όμως ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει και πολλά στοιχεία από τον εαυτό του, γεγονός που καθιστά το έργο διαχρονικό. Παρά το ότι έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από την εποχή στην οποία αναφέρεται, ο υλισμός, η ιδιοτέλεια και η πτώση των αξιών (που τόσο όμορφα μας τόνισε η Δελή μέσα από την ερμηνεία της, πόσο ευτελίζουν τον άνθρωπο) όχι μόνο υφίστανται αλλά αυξάνεται και η ένταση τους με το πέρασμα του χρόνου. Εν κατακλείδι όλοι κρύβουμε μια Τασία μέσα μας…

 


 Το τρέιλερ της παράστασης:



Συντελεστές:

 

Σκηνοθεσία - Σκηνικά- Κοστούμια : Γρηγόρης Μήτας

Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστίνα Μαγκάκη

Μουσική επιμέλεια: Χριστίνα Μαγκάκη

Ενορχήστρωση/Ενοργάνωση, Πλήκτρα: Κρατσιώτης Ευκλείδης

Μουσική απόδοση , Κιθάρα, Φωνή: Τάσος Κάκος

Φωτογραφίες παράστασης - Video art: Βασίλης Κομματάς

Ηχογράφηση: Χρήστος Καλιαμπάκας, I AM HIP HOP Studio

Αφίσα εξωφύλλου: Γιώργος Σιδηρόπουλος

 

ΔΙΑΝΟΜΗ (Με σειρά εμφάνισης)

Νέλλυ Δελή (Τασία)

Χριστίνα Μαγκάκη (Σοφία)

Ζηνοβία Παππά (Πελαγία)

Γιάννης Βενιζέλος (Μανώλης)

 

Όλοι οι ηθοποιοί τραγουδούν κατά τη διάρκεια της παράστασης

 

Η συνέντευξη τύπου των πρωταγωνιστών:



 

Πηγές:

https://www.makthes.gr/poly-kako-gia-ena-kapelo-epochis-i-spartaristi-komodia-toy-aggeloy-kolokotroni-sto-theatro-flemingk-645793

VICTORIA IOSIFIDOU "sto sanidi": «ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΕΠΟΧΗΣ», με άρωμα παλιάς ελληνικής ταινίας!

https://www.theatre-fleming.gr/View.php?id=145&fbclid=IwAR2DTVg0cteeyM9ublnVMWuRnfNyV4g53Oc0b2AgCfPoysTxdYZ70tVX6Kg

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Κομμουνιστικά εγκλήματα

 ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ

Στην φωτογραφία εικονίζεται η Ουρανία (Παναγιωτοπούλου) Ηλιοπούλου η οποία γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901 και έλαβε το πτυχίο της δασκάλας από το Διδασκαλείο Σμύρνης.

Υπηρέτησε ως δασκάλα στην εκεί περιοχή, ενώ ήταν και εθελόντρια νοσοκόμα στο αναρρωτήριο του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη το 1919-1922.

Στη Μικρασιατική καταστροφή έχασε πατέρα κι αδελφό και κατέφυγε με τη μητέρα της ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Το 1930 διορίστηκε δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο Κροκυλείου Δωρίδας, ενώ το 1934 έμεινε χήρα με δύο παιδιά.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην τοπική οργάνωση του ‘’5/42 ΣΕ’’ και συμμετείχε ενεργά στην εξάπλωσή του. Το σπίτι της μάλιστα έγινε κέντρο λήψεως αποφάσεων και το όνομά της σημείο αναφοράς για την τοπική οργάνωση στην περιοχή, ενώ η επιβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της γίνονταν με δυσκολία και με συνεχείς απειλές από τους κομμουνιστές, ιδίως μετά την εξόντωση του ‘’5/42 ΣΕ’’ από τον ‘’ΕΛΑΣ’’ τον Απρίλιο του 1944 όπου ήταν μέλος.

Το 1947 το όνομά της ήταν ήδη στον κατάλογο των ‘’αντιδραστικών’’ κατοίκων της περιοχής που είχε συνταχθεί από τον "ΔΣΕ" και τους κομμουνιστές για την προηγούμενη δράση της στην κατοχή μέσα από τις τάξεις του ‘’5/42 ΣΕ’’.

Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συνελήφθη μαζί με την 20χρονη κόρη της Όλγα από τα τμήματα του Καπετάν Γιώτη (Χαρίλαος Φλωράκης) και Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου) που καταδυνάστευαν την περιοχή.



Το "έγκλημά" της ,πέρα απ το παρελθόν της στο ‘’5/42 ΣΕ’’, ήταν ότι τολμούσε να διδάσκει δημόσια τις ιερές και πατρογονικές αρχές των Ελλήνων ‘’Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια’’, και ότι εναντιώθηκε στο παιδομάζωμα των παιδιών του χωριού της που διενεργούνταν από τους συμμορίτες του ‘’ΔΣΕ’’.

Έτσι μεταφέρθηκαν και οι δύο δέσμιες (μάνα και κόρη) στο παρακείμενο εξωκλήσι του χωριού της ‘’Θεοτόκου’’, όπου κατεσφάγησαν μετά από ατιμωτικά βασανιστήρια.

Για το όλο γεγονός έχει εκδοθεί σχετικό βιβλίο γραμμένο από τον γιο της Γιάννη Ηλιόπουλο (ο μόνος επιζών από την οικογένεια), που είναι πέρα από προσωπική μαρτυρία, και μια τολμηρή προσπάθεια να σπάσει η επιχειρούμενη αποσιώπηση ή και πλαστογράφηση των γεγονότων εκείνης της εποχής.

Πηγή: Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Restitutio Imperii. Πεδία του Κατωνος..

 Την άνοιξη του 548 μ.Χ. η κατάσταση για τους Βυζαντινούς στη Βόρεια Αφρική δεν ήταν ευχάριστη. Οι μικρές βυζαντινές δυνάμεις είχαν ηττηθεί από από τους εξεγερμένους Νουμίδες. Ο στρατηγός Ιωάννης Τρωγλίτης όμως που στάλθηκε από τον Ιουστινιανό δεν ήταν από αυτούς που παραιτούνταν εύκολα. Ο Ιωάννης κινήθηκε προς την πεδιάδα του Αρσούρις.



Εκεί συναντήθηκε με τους Νουμίδες συμμάχους .Οι δυνάμεις των Νουμιδων αριθμούσαν περί τους 14.000 άνδρες . Οι ίδιες δυνάμεις του Ιωάννη από την άλλη δεν θα μπορούσαν να αριθμούν περισσότερους από 3-5.000 στρατιώτες, δηλαδή τα υπολείμματα των δυνάμεων που υπήρχαν στην περιοχή μαζί με φρουριακά στρατεύματα . Στο μεταξύ οι εξεγερμένοι υπό τους φυλάρχους Καρκασάν και Αντάλα είχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα των Μαμμών, στο κέντρο σχεδόν της επαρχίας του Βυζακίου. Οι Νουμίδες υποχωρούσαν επί 10 συνεχείς ημέρες φτάνοντας τελικά στο Λούντσι, εφαρμόζοντας τακτικές καμένης γης. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Ιωάννης ακολουθούσε με την εμπροσθοφυλακή του να συγκρούεται συχνά με τις εχθρικές οπισθοφυλακές. Όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο Λούντσι οι Νουμίδες υποχώρησαν και πάλι προς τα βουνά. Ενήμερος όμως για τα σχέδια των αντιπάλων του από πράκτορές του ο Ιωάννης δεν τους ακολούθησε αλλά στρατοπέδευσε κοντά στο μικρό λιμάνι του Λαρίσκου.

Ωστόσο οι στρατιώτες του που αδυνατίσουν να κατανοήσουν τις κινήσεις του επικεφαλής τους σχεδόν στασίασαν. Σύντομα όμως τα πνεύματα ηρέμησαν.

Μετά από αυτό ο Ιωάννης βάδισε κατά των αντιπάλων του που είχαν στρατοπεδεύσει στα λεγόμενα Πεδία του Κάτωνος. Οι Νουμίδες, μαζί με Βέρβερους συμμάχους τους είχαν δημιουργήσει οχυρό στρατόπεδο εναντίον του οποίου ο Ιωάννης δίσταζε να επιτεθεί, αφού δε διέθετε και πολιορκητικές μηχανές. Έτσι προτίμησε να το αποκλείσει φιλοδοξώντας να εξαναγκάσει τους εχθρούς να κινηθούν λόγω της πείνας. Αφού για μερικές ημέρες διατήρησε τον αποκλεισμό ώστε να εξαντληθούν τα εχθρικά εφόδια, εφάρμοσε ένα άλλο στρατήγημα για να τους παρασύρει σε μάχη. Σκηνοθέτησε επεισόδια μεταξύ των ανδρών του και διέσπειρε τη φήμη ότι οι άνδρες του ήταν έτοιμοι να στασιάσουν. Έτσι οι Νουμίδες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν να επιτεθούν. Επέλεξαν μάλιστα να επιτεθούν ημέρα Κυριακή πιστεύοντας πως στο βυζαντινό στρατόπεδο θα επικρατούσε χαλαρότητα. Ενθαρρυμένοι και από τις θυσίες που οι σαμάνοι τους εκτέλεσαν για να ζητήσουν τη βοήθεια των θεών τους, οι Νουμίδες επιτέθηκαν.

Ο Ιωάννης όμως μόνο απροετοίμαστος δεν ήταν. Ωστόσο οι αντίπαλοι ήταν πολλοί. Η μάχη ξεκίνησε με τους Βυζαντινούς να βάλλουν με τα τόξα τους κατά των επιτιθέμενων αντιπάλων τους. Σύντομα όμως η κλαγγή των όπλων αντήχησε στην πεδιάδα. Ήταν μια σύγκρουση των αριθμών έναντι της ποιότητας. Σταδιακά οι Βυζαντινοί άρχισαν να κερδίζουν έδαφος. Ο Κόρριπος αναφέρει πως ο Ιωάννης και πάλι οδήγησε τους άνδρες του μαχόμενος στην πρώτη γραμμή σκοτώνοντας με τα ίδια του τα χέρια τουλάχιστον τέσσερις αντιπάλους. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι άνδρες του και οι Νουμίδες του Αντάλα και οι Νουμίδες και Βέρβεροι του Καρκασάν άρχισαν να υποχωρούν. Ο Καρκασάν όμως αναδιοργάνωσε τους άνδρες του και εκτέλεσε νέα επίθεση τιθέμενος προσωπικά επικεφαλής. Τότε ενώπιον του στάθηκε ο Ιωάννης. Οι δύο στρατηγοί ενεπλάκησαν σε μια θανάσιμη μονομαχία που θα έλεγε κανείς πως ξεπήδησε από τις σελίδες του Ομήρου.

Ο έμπειρος Ιωάννης όμως κατάφερε να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Οι άνδρες του γενναίου Καρκασάν βλέποντας το κεφάλι του να πέφτει στο χώμα δείλιασαν και τράπηκαν σε φυγή. Αμέσως το βυζαντινό ιππικό ρίχθηκε στην καταδίωξη των ηττημένων σφαγιάζοντας εκατοντάδες από τους φυγάδες που έτρεχαν πανικόβλητοι , ανίκανοι να υπερασπιστούν και τις ζωές τους ακόμα. Οι έφιπποι Νουμίδες και Βέρβεροι, χάρη στην ταχύτητα των αλόγων τους εν πολλοίς ξέφυγαν. Δεν συνέβη το ίδιο όμως και τους πεζούς που κατακόπηκαν. Ο Αντάλας πάντως κατάφερε να σωθεί και παραδόθηκε στον Ιωάννη. Η νίκη αυτή έθεσε οριστικό τέλος στον πόλεμο και εμπέδωσε τη βυζαντινή κυριαρχία στη περιοχη.

Via Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Αγνοδίκη: η πρώτη γυναίκα γιατρός της αρχαίας Ελλάδας (και του κόσμου).

Αρχαία Αθήνα, 4ος π.χ. αιώνα

Η Αγνοδίκη είχε παρατηρήσει ένα μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας στις γυναίκες που ήταν έτοιμες να γεννήσουν διότι ντρεπόντουσαν να εξεταστούν από άνδρες. τότε ήταν που αποφάσισε να αναλάβει δράσει και να σπουδάσει ιατρική, ακόμα και αν γνώριζε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη με τη θανατική ποινή


Η Αγνοδίκη, μεταμφιεσμένη ως άνδρας, μαθήτευσε δίπλα στον διάσημο τότε γιατρό Ηρόφιλο, στην Αλεξάνδρεια. ο Ηρόφιλος, στη διάσημη σχολή που είχε ιδρύσει, δίδαξε στην Αγνοδίκη τα πάντα γύρω από την γυναικολογία και την μαιευτική ενώ η ίδια παρακολούθησε κάθε πρακτική που εφάρμοζε ο διάσημος γιατρός. όταν αποφοίτησε από τη σχολή του Ηρόφιλου ήταν πια μια ολοκληρωμένη γιατρός – γυναικολόγος – μαιευτήρας η οποία επέστρεψε στην Αθήνα και ξεκίνησε να ασκεί το επάγγελμα τη

Η Αγνοδίκη, πάντα μεταμφιεσμένη ως άντρας, κέρδισε γρήγορα τις εντυπώσεις και όλοι μιλούσαν για τον νεαρό με τα λεπτά δάχτυλα και την περίεργη γλυκύτητα του προσώπου του. θέλοντας να καθησυχάσει τις γυναίκες που εξέταζε τις αποκάλυπτε την πραγματική της ταυτότητα ζητώντας παράλληλα να μην το αποκαλύψουν πουθενά. το μυστικό της όχι μόνο δε διέρρευσε αλλά η ίδια είχε τόσο πολλή δουλειά που πλέον είχε γίνει αισθητή η προτίμηση στο πρόσωπό τη

Οι άνδρες γιατροί, μη γνωρίζοντας την πραγματική ταυτότητα της, έψαχναν να βρουν κάποιον τρόπο ώστε να εξαφανίσουν τον νεαρό γιατρό που τους έκλεψε την πελατεία. και άρχισαν να τον συκοφαντούν ότι σύναπτε ‘εξωσυζυγικές’ σχέσεις με τις κυρίες που εξετάζε.

Οι κατηγορίες μάλιστα ήταν τόσο μαζικές -αν και ψεύτικες- όπου στο τέλος συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. τότε η Αγνοδίκη βρέθηκε σε αδιέξοδο και έτσι αποφάσισε να αποκαλύψει την πραγματική της ταυτότητα. οι θεατές του δικαστηρίου ακούγοντας την αποκάλυψή της ξέσπασαν και απαίτησαν άμεσα την θανατική της καταδίκη

Πλέον η Αγνοδίκη ήρθε αντιμέτωπη με την κατηγορία για παράβαση του νόμου περί ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, αφού ήταν γυναίκα. κάπως έτσι ακολούθησε δεύτερη δίκη περισσότερο πολύκροτη από την πρώτη αλλά αυτήν τη φορά δεν ήταν μόνη τη

Στο πλευρό της είχε άριστους δικηγόρους υπεράσπισης, συζύγους αρχόντων καθώς και όλες τις γυναίκες που είχε γιατρέψει. οι δικαστές χωρίς να έχουν να της προσάψουν ουσιαστικά κάποια άλλη βαριά κατηγορία, αναγκάστηκαν να την αθωώσουν γιατί το πλήθος είχε εξαγριωθεί με την άδικη αυτή κατηγορία

Εκτός από την αθώωση της, η Αγνοδίκη πέτυχε και κάτι που μέχρι τότε φάνταζε εξωπραγματικό. την αλλαγή δηλαδή της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέποντας έτσι, από τότε, στις γυναίκες της αρχαίας Αθήνας να σπουδάζουν την ιατρική και να εξασκούν το ιατρικό λειτούργημα. 

Άρπαλος: Ο πρώτος καταχραστής του Δημοσίου Το μεγαλύτερο οικονομικό έγκλημα συνέβη στην αρχαιότητα και, ναι, εγκέφαλος ήταν ένας Έλληνας...

 Έχουμε ακούσει για καταχραστές του Δημοσίου, για μιζαδόρους και για μεγαλοαπατεώνες. Για εκατομμύρια που εξαφανίστηκαν με αριστοτεχνικό τρόπο, για μυθιστορηματικές κομπίνες και εξωφρενικές υπεξαιρέσεις. Ωστόσο, ό,τι και αν έχει αναφερθεί και γραφτεί ωχριά μπροστά σε έναν πρόγονό μας, τον  Άρπαλο, γιο του Μαχάτα.



Η αρχή για την υλοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα στους αιώνες των αιώνων εντοπίζεται χρονικά στη δολοφονία του Φιλίππου από έναν εραστή του και ακολούθως στην ανάρρηση στον μακεδονικό θρόνο του 20χρονου τότε Αλέξανδρου, ο οποίος επενδύει στους συνομήλικους παιδικούς του φίλους για την εδραίωσή του στην εξουσία.

Παιδικός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτός, ο Άρπαλος δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μακεδόνα στρατηλάτη. Τον ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία, αλλά, επειδή είχε μια αναπηρία η οποία δεν του επέτρεπε να συμμετέχει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο βασιλιάς τον όρισε υπουργό επί των Οικονομικών.  

Το 333 π.Χ., πριν από τη μάχη της Ισσού, έχοντας την πεποίθηση πως οι Πέρσες θα νικούσαν, λιποτάκτησε, όμως ο Αλέξανδρος, δείχνοντας έλεος, του έδωσε χάρη και τον ξαναέκανε διαχειριστή. Το 330 π.Χ. στα Εκβάτανα αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης, καθώς και εκείνου που μεταφέρεται από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, ενώ λίγο αργότερα προβιβάζεται σε βασιλικό θησαυροφύλακα - αμύθητα πλούτη είναι υπό την εποπτεία του. Και όλα αυτά ενώ είχε εγγράψει ήδη μια υπεξαίρεση στο ενεργητικό του, όταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο, αφού παρασύρθηκε από κάποιον ονόματι Ταυρίσκο, εξαφανίστηκε έχοντας πάρει ένα μεγάλο ποσό από το βασιλικό ταμείο. Όμως, ο Αλέξανδρος έδειχνε πάντα ανοχή στον παιδικό του φίλο.

Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος φεύγει για την Ινδία, αφήνοντας τον Άρπαλο να διαχειρίζεται όλο το χρήμα κατά βούληση. Τότε, πιστεύοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν θα επέστρεφε από το παράτολμο εγχείρημα της εκστρατείας στη χώρα του Γάγγη, επιδίδεται με τρόπο εξωφρενικό σε ένα όργιο κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος. Φαίνεται δε πως βασιλικός θησαυροφύλακας, αν και αναξιοπαθών, ήταν αχόρταγος ερωτικά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει με τις ακολασίες του την κατακραυγή των συμπατριωτών του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ενημερώθηκε και επέστρεψε.

Ο Άρπαλος αντιλήφθηκε ότι αυτήν τη φορά δεν θα τη γλίτωνε, και αφού φρόντισε να πάρει ένα μέρος του θησαυρού που διαχειριζόταν, γύρω στα 7.000 τάλαντα, αλλά και μια διάσημη εταίρα της εποχής, με ένα μισθοφορικό σώμα 6.000 στρατιωτών αφίχθη στην Αθήνα, όπου ζήτησε την προστασία των Αθηναίων και τους προέτρεψε να πολεμήσουν εναντίον του παιδικού του φίλου και ευεργέτη του. Μάλιστα, προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες («λάδωσε» ακόμα και τον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν διαβόητος για τη φιλαργυρία του) για να υποστηρίξουν το αίτημά του.

Για να καταλάβουμε το ποσό που υπεξαίρεσε ο μεγαλοαπατεώνας Άρπαλος, πρέπει να ανατρέξουμε στον Πλούταρχο. Ο αρχιερέας των Δελφών, μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του καιρού του, αλλά και διαχρονικά, αναφέρει πως πήρε μαζί του 1.200 μουλάρια φορτωμένα ως επάνω με χρυσό και ασήμι. Στην Αθήνα, βέβαια, έφτασε έχοντας στην κατοχή του μόλις 700 τάλαντα – τα υπόλοιπα χρήματα παραμένει άγνωστο πού τα κατασπατάλησε.

Τελικά, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διενέργεια έρευνας για τους πολιτικούς που έλαβαν από αυτόν χρήματα. Η αθηναϊκή δημοκρατία έδειξε αντανακλαστικά – είτε επειδή φοβήθηκαν την οργή του Αλέξανδρου είτε επειδή δεν θέλησαν να δεχθούν στους κόλπους τους έναν καταχραστή.

Ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει. Πήρε τους μισθοφόρους του και πήγε στην Κρήτη, όπου όμως τον δολοφόνησε ο Θίβρων, ένας από τους φίλους του…

Πηγή: Έθνος

Ο Ιούδας, του Σπύρου Μελά. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα, του Σπύρου Μελά. Ο Ιούδας, ως θέμα, είναι επίκαιρος στη  διαδρομή της Μεγάλης Πέμπτης.





  Ο Ιούδας έκανε πρεμιέρα στις 3 Οκτωβρίου του 1934, ως το εναρκτήριο έργο  της χειμερινής περιόδου του Εθνικού Θεάτρου. Η σκηνοθεσία ήταν του Φώτου Πολίτη, η σκηνογραφία του Κ. Κλώνη, ενώ ενδυματολόγος ήταν ο Α. Φωκάς. Η διανομή του έργου περιελάμβανε εξήντα επτά πρόσωπα. Επρόκειτο για έργο πολυπρόσωπο και θεαματικό, το οποίο έδινε τη δυνατότητα για χρήση μεγάλου αριθμού ηθοποιών.

  Το έργο ήταν αρχικά να ανέβει από το Ελεύθερον Θέατρον, και ειδικότερα από το νεοσύστατο θίασο συνεργασίας της Κοτοπούλη με την Κυβέλη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μελά. Η παράσταση είχε εξαγγελθεί την Άνοιξη του 1934 ως εναρκτήρια του θιάσου. Το Σεπτέμβριο, όμως, του 1934, εμφανίστηκαν τα πρώτα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο Ιούδας θα ήταν το εναρκτήριο έργο του Εθνικού Θεάτρου. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Μελάς είχε διαμαρτυρηθεί τόσο στο Ελεύθερο όσο και στο Εθνικό Θέατρο ότι απόκλειαν έργα Ελλήνων συγγραφέων. Το ανέβασμα τελικά της παράστασης αποτέλεσε ένα είδος δικαίωσης για το Μελά.



  Δέκα χρόνια μετά ανέβηκε πάλι από το Εθνικό. Το έργο ανέβασε ένας πολέμιος του Μελά, ο Πολίτης. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια έμπρακτη αναγνώριση του συγγραφέα από τον πιο σφοδρό επικριτή του. Στο ρόλο του Ιούδα έχει παίξει και ο Μινωτής.

 

Ο δραματικός μύθος:

  Ο Ιούδας, ένας από τους πιο πλούσιους νέους της Ιερουσαλήμ, μισεί τους Ρωμαίους ιδιαίτερα, καθώς στρατιώτες των κατακτητών έχουν βιάσει και σκοτώσει την αδελφή του. Ζει απομονωμένος στο σπίτι του στην εξοχή μαζί με την παλιά σταθερή ερωμένη του Ζελφά και το νέο έρωτα του, τη Μαγδαληνή.

 Ύστερα από απόφαση της Μαγδαληνής να τον εγκαταλείψει και να ακολουθήσει τον Ιησού, μετά από την αποτυχία του Ιούδα να ηγηθεί επανάστασης κατά των Ρωμαίων, ο νεαρός πατριώτης πείθεται ότι μόνο ο Ιησούς θα μπορούσε να ξεσηκώσει τα πλήθη σε μια επανάσταση εναντίων της ρωμαϊκής κατοχής. Σπεύδει λοιπόν να ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών του.



 Κάποια στιγμή, ο Ιούδας διαπιστώνει ότι η διδασκαλία του δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους αλλά στην εξασφάλιση της βασιλείας των ουρανών, απογοητεύεται και μάλιστα τον προδίδει θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την έλευση ενός πραγματικού Μεσσία. Όταν η προδοσία του τον γεμίζει τύψεις, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μαθαίνει από τη Μαγδαληνή και τον Πέτρο ότι Εκείνος τον έχει συγχωρήσει, γιατί δεν είχε κατανοήσει το αληθινό νόημα της διδασκαλίας Του, αυτοκτονεί.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

  Τα πρόσωπα, η κίνηση τους, το καντράρισμα, μοιραία φέρνουν στο νου την εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Επιλέχθηκε ένα θρησκευτικό θέμα, γεγονός που αποτέλεσε έκπληξη.

  Ο Μελάς είχε ομολογούμενο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά θέματα. Ο συγγραφέας θεωρούσε τη Βίβλο, βιβλίο της ανθρωπότητας, έλεγε ότι μαζί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Ομήρου και των τραγικών ποιητών, άξιζε να περισωθούν σε περίπτωση καταστροφής. Η αινιγματική μορφή του Ιούδα απασχολούσε επί χρόνια το Μελά. Τον ανέφερε σε εορταστικά-με αφορμή το Πάσχα- άρθρα του, ήδη από το 1918.



  Το έργο μπορεί να φανεί κουραστικό, με τη σωστή μελέτη του όμως είναι βαθυστόχαστο. Στον Ιούδα ο Μελάς εξέτασε τα αίτια της προδοσίας. Υιοθέτησε τη θεωρία που πρωτοδιατύπωσαν οι Σαμπατιε και Ρενάν στα θεολογικά έργα τους: Ότι η προδοσία του Ιούδα οφείλεται στην πλάνη του, ως προς το ιδεολογικό μήνυμα του κηρύγματος του Ιησού. Απεικόνισε την ιδεολογική αντίθεση ανάμεσα στην ¨υλιστική¨ ηθική του Ιούδα και την ιδεαλιστική ηθική του Χριστού. Ο Ιούδας συντρίφτηκε στη σύγκρουση με το θείο. Στο έργο ο Σπύρος Μελάς αναγιγνώσκει τους ρόλους του δικού του Ιούδα.

  Ο συγγραφέας φιλοδοξούσε να γράψει μια μοντέρνα τραγωδία, σε πεζό λόγο, μια σύγχρονη τραγωδία. Είχε υψηλές φιλοδοξίες, καθώς συνέκρινε τον Ιούδα με το μέγεθος ενός Προμηθέα, ενός Κρέοντα και ενός Οιδίποδα. Οι σκηνές πλήθους παραπέμπουν σε πολυπληθείς σαιξπηρικές δραματικές τοιχογραφίες, όπως επίσης και στα σύνθετα πολυπρόσωπα του Τολστόι, που τόσο θαύμαζε ο Μελάς.



  Ο Ιούδας κατατάσσεται  στο Ιδεολογικό Θέατρο του Μελά και διαχωρίζεται από τα άλλα ιστορικά έργα του (Παπαφλέσσας και Ρήγας), Ο Καραγάτσης το χαρακτηρίζει ως «δράμα ιδεών», ενώ οι άλλοι μελετητές ως ιστορικό δράμα.

 

 

Λιγα λόγια για το συγγραφέα:

  Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά όπου μεταφέρθηκε με την οικογένειά του μετά το θάνατο του πατέρα του. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν άσκησε όμως το επάγγελμα καθώς στράφηκε στη δημοσιογραφία και τη θεατρική τέχνη.

  Στο ενδιαφέρον του για το θέατρο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα συχνά ταξίδια του στο Παρίσι (πρώτη φορά πηγαίνει το 1917 και έκτοτε επιστρέφει πολλές φορές). Μάλιστα, στη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού, το 1928, παρακολούθησε μαθήματα σε σκηνοθετικά εργαστήρια.

  Εργάστηκε  ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας ενώ σημαντική είναι η συμβολή του ως δημοσιογράφου και κριτικού. Ο Μελάς δημοσιεύει σε μια σειρά από εφημερίδες (Ακρόπολη, Άστυ, Εμπρός, Καθημερινή, Έθνος, Αθηναϊκά Νέα, Ημερολόγιον Σκώκου) άρθρα, κριτικές, διηγήματα και χρονογραφήματα. Επιπλέον αρθρογραφεί και στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα όπου υπογράφει ως Φορτούνιο. Επίσης, εκδίδει δύο περιοδικά: το περιοδικό Ιδέα (1933-1934) και την Ελληνική Δημιουργία (1948-1954).

  Γράφει τρεις τόμους με τίτλο: Από τα ταξίδια μου, Πολεμικές Σελίδες, Αμερική, προκειμένου να περιγράψει τις εμπειρίες του από την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο μέτωπο, αλλά και από τα διάφορα ταξίδια του. Σταθμός στη δράση του υπήρξε το έτος 1925, οπότε και ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Λίγο αργότερα ιδρύει την Ελεύθερη Σκηνή μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ, ενώ το 1935 αναλαμβάνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Καινούργιο Θέατρο της Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Στόχος του ήταν η ανανέωση της εγχώριας σκηνής και η συμπόρευσή της με την ευρωπαϊκή σκηνή.

  Σε άρθρα που γράφονται για το Σπύρο Μελά, ο τελευταίος παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως μία αρκετά δραστήρια και παράλληλα αρκετά αντιφατική προσωπικότητα, ιδίως όσον αφορά τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία, ο Μελάς εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης και γράφει ιστορικές μελέτες (Το Εικοσιένα και η Κρήτη, Φιλικοί: Οι πρόδρομοι του ’21. Οι άντρες που άνοιξαν στο γένος το δρόμο της λευτεριάς) αλλά και βιογραφίες (Ο γέρος του Μωριά, Ο Ναύαρχος Μιαούλης). Γράφει επίσης, εκτός από δοκίμια, και πολλά θεατρικά έργα με κοινωνικές προεκτάσεις.

  Για τη συμβολή του στα Γράμματα τιμήθηκε με το αριστείο των Γραμμάτων, ενώ για τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό. Ο Μελάς πέθανε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1966.

 

 

Ο Σπύρος Μελάς.

 

 

Πηγές:

1)    ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗΣ, Το ελληνικό ιστορικό δράμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006.

2)    ΚΑΡΡΑ Κ., Ο Σπύρος Μελάς και το θέατρο της εποχής του. Συμβολή στη μελέτη της δραματουργίας του, Διδακτορική Διατριβή,  Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010.

3)    ΔΕΒΑΡΗΣ Δ. Σ., Ο Ιούδας του Σπύρου Μελά εις τας πλατείας και τους εξώστας, Καθημερινή, 5-10-1934.

4)    Η αποψινή πρώτη στο θέατρο Αλίκης, Αθηναϊκά Νέα, 25-07-1936.

5)    Το σημειωματάριο μου. Ταβέρνα, Καθημερινή 28-04-1941

6)    ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Η κριτική για τον Ιούδα θαυμασμός, Νέα Εστία τχ. 16, 1-11-1934.

7)    ΧΑΡΗΣ Π., Το θέατρο, περιοδικό Αθήναι τχ. 2, Νοέμβριος 1934.

8)    https://www.kathimerini.gr/opinion/687938/gia-ton-ioyda-toy-sp-mela/

9)    http://theatrokaiparadosi.thea.auth.gr/%CE%9C%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82.html


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: 80sMusicDiamonds

                             


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Αναζητώντας τη Ρωμιοσύνη. Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

 Τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια, την εποχή της εκρηκτικής τεχνολογικής ανάπτυξης, που οδήγησε σε συγκεκριμένους τρόπους ζωής και που σήμερα έχει περάσει θριαμβευτικά στην επόμενη φάση της εξέλιξής της, έχουν εμφανιστεί πολλές φωνές, διαφορετικών προϋποθέσεων, που υποστηρίζουν ότι ο κυρίαρχος πλέον δυτικός πολιτισμός ακολουθεί εντελώς στραβό δρόμο – έναν δρόμο, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τους ανθρώπους (τα «άτομα») στην αποξένωση μεταξύ τους και από το φυσικό περιβάλλον, στην απομόνωσή τους, την κατάθλιψη και τη δυστυχία, την κοινωνία στην αποσύνθεση και τον πλανήτη στον όλεθρο.



Τέτοιες φωνές έχουν προέλθει στο παρελθόν από τους χίππις, διάφορες εκφάνσεις του ειρηνιστικού κινήματος, διάφορες νεανικές «υποκουλτούρες», οικολογικά κινήματα, αλλά και θρησκευτικές κινήσεις, μεταξύ των οποίων και ορθόδοξοι χριστιανοί, κυρίως άνθρωποι δυτικών κοινωνιών που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία βρίσκοντας σ’ αυτήν εκείνο που αναζητούσαν και οι οποίοι εξέφρασαν τον προβληματισμό τους μέσω της σοφίας των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. ο π. Σεραφείμ Ρόουζ στην Καλιφόρνια).

Άλλοι βεβαίως έχουν εντρυφήσει στη σοφία άλλων πολιτισμών, που κατά κανόνα συνδέεται και με τις θρησκευτικές παραδόσεις τους, όπως των ιθαγενών της Αμερικής, των Ινδών, των Κινέζων ή των αρχαίων Ελλήνων. Όλοι αυτοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην εξέλιξη του δυτικού κόσμου παρατηρείται πλεόνασμα επιστημονικής και τεχνικής γνώσης, αλλά θλιβερό έλλειμμα σοφίας.

Ακόμη και το αίτημα ακαδημαϊκών κύκλων για μια θέση των φιλοσοφικών σπουδών στα σύγχρονα πανεπιστήμια, που επιμένουν παρότι οι σπουδές αυτές δεν δίνουν ώθηση στην επιστημονική, τεχνολογική και κατ’ επέκτασιν οικονομική ανάπτυξη, ουσιαστικά εντάσσεται στον ίδιο προβληματισμό.

Ξεκινώντας από τον Ψυχρό Πόλεμο, που σε αρκετές περιπτώσεις έγινε θερμός (με αποκορύφωμα το Βιετνάμ), προχωρώντας στην απειλή του πυρηνικού ολέθρου, η οποία μετασχηματίστηκε στη βεβαιότητα για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος, για να περάσουμε σήμερα στο συναγερμό για την κλιματική αλλαγή, η ανθρωπότητα ζει έναν φόβο, εν πολλοίς δικαιολογημένο, που ωστόσο χρησιμοποιείται και από τους ισχυρούς για την εδραίωση και ενίσχυση της εξουσίας τους, ώστε να μιλάμε επίσης για ιμπεριαλισμό, νέα αποικιοκρατία και «δημοκρατία των πολυεθνικών» (σαρκαστικά). Πάντως, εκείνο που ενδιαφέρει αυτό το άρθρο είναι το αίτημα που εκφράζεται από πολλές κατευθύνσεις για αλλαγή «πολιτισμικού παραδείγματος», δηλ. μια διαφορετική πορεία στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και κάθε μορφή έκφρασης αυτού του αιτήματος αντιστοιχεί σε μια ουτοπία – αλλά όταν ένα ουτοπικό αίτημα προκαλεί ένα κίνημα, ενίοτε προκαλεί κραδασμούς στις παγιωμένες καταστάσεις. Κραδασμούς, που ωστόσο – ας το επισημάνουμε και αυτό – οι «έχοντες και κατέχοντες» συνήθως φροντίζουν να τους απορροφήσουν και, πριν προλάβουν να γίνουν ανατρεπτικοί, να τους αξιοποιήσουν προς όφελός τους.

Ένα παρόμοιο αίτημα έχει εκφραστεί και στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ως «επιστροφή στις ρίζες», με την ενασχόληση χιλιάδων νέων ανθρώπων με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση (συμπεριλαμβάνοντας και τη μικρασιατική μουσική και το ρεμπέτικο και ακολουθώντας ενίοτε και έντεχνους δρόμους), αλλά και τη βυζαντινή μουσική, την αγιογραφία, την παραδοσιακή μαγειρική κ.λ.π.

Αυτό νομίζω ότι μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως και το αίτημα που εκφράζεται στην Ελλάδα σήμερα για μια «επιστροφή» στις πολιτισμικές ρίζες μας, λαμβάνοντας και πολιτική χροιά (όπως έχει σαφή πολιτική χροιά το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη, αφοπλισμό των υπερδυνάμεων του παρελθόντος, αναστροφή της καταστροφής του περιβάλλοντος ή πλέον της κλιματικής αλλαγής κ.λ.π.), σωστό είναι να αντιμετωπιστεί με κατανόηση και όχι με περιφρόνηση και να διερωτηθούμε μήπως έχει κάτι να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας, αλλά και στην αναγέννηση της πολιτικής ζωής και δεν προέρχεται από ανόητους και αιθεροβάμονες ουτοπιστές, ούτε από βίαιους ακροτασικούς («εξτρεμιστές») ή ψυχασθενείς «ψεκασμένους».

Φυσικά, όπως κάθε κίνημα, έτσι κι αυτό συγκεντρώνει ρεύματα διαφόρων τάσεων. Όμως η σύνεση επιτάσσει, κατά τη γνώμη μου, να αναγνωρίσουμε τη σοβαρότητα αρκετών διανοητών του συγκεκριμένου κινήματος και ν’ αντλήσουμε από τη σκέψη τους ωφέλιμους καρπούς.

Οι πολιτισμικές ρίζες, που εννοώ, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται «Ρωμιοσύνη» και εκ πρώτης όψεως εννοεί τη βυζαντινή ιστορία και τον βυζαντινό πολιτισμό, τόσο κατά την περίοδο της ιστορικής ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας όσο και μετέπειτα.

Ότι η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης γίνεται πλέον κίνημα με πολιτικό ενδιαφέρον θα το διαπιστώσουμε αμέσως με μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο, όπου θα εντοπίσουμε πλήθος ιστοσελίδων, ιστολογίων, ομάδων επικοινωνίας κ.λ.π. που επικαλούνται τη ρωμαίικη ταυτότητα των μελών τους ή αναφέρονται σε εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτισμού μας, που διαθέτουν και πολιτικές προεκτάσεις, όπως ο άγιος αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ρήγας Φεραίος ή ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παραδείγματα, για να περιοριστώ σε λίγα στοιχεία, οι ιστοσελίδες ή ιστολόγια «Ενωμένη Ρωμιοσύνη» (του ομώνυμου δραστήριου συλλόγου), «Ρωμιοί της Πόλης», «Ρωμιοί της Ανατολής», «Ρωμηός», «Ρωμαίικο Οδοιπορικό», «Το Ρωμαίικο», «Άγιος Ιωάννης Βατάτζης», «Φίλοι του αγίου Ιωάννη Βατάτζη» (στο Viber) κ.π.ά. Αναζητήστε στο Διαδίκτυο φωτογραφίες από εικόνες του αγίου Ιωάννη Βατάτζη, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του οσίου Χριστοφόρου του Παππουλάκου, αλλά ακόμη και προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια κ.λ.π. και το πλήθος των φωτογραφιών που θα βρείτε νομίζω πως θα καταδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τη δίψα και τον πόθο των συμπατριωτών μας, που αισθάνονται υποτελείς και ταπεινωμένοι, για ελευθερία και αξιοπρέπεια!

Εξίσου ενδεικτικό είναι και το πλήθος των αναρτήσεων (και των εκδηλώσεων) που θα εντοπίσουμε κάθε χρόνο περί τις 29 Μαΐου για την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Ο κινητήριος μοχλός αυτής της αναζήτησης είναι η επίγνωση ότι κάποτε ο ελληνισμός βρισκόταν στο τιμόνι μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, που, παρά τα προβλήματά της, έχει να παρουσιάσει πολύ υψηλό δείκτη πολιτισμού (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, αξιοζήλευτα αρχιτεκτονήματα…), ισχυρή κρατική, στρατιωτική και οικονομική οργάνωση, υπερχιλιετή ζωή, τεράστιο πλήθος πνευματικών ανθρώπων (αγίων, ανδρών και γυναικών, πολλοί από τους οποίους ήταν συνάμα και φιλόσοφοι, επιστήμονες της εποχής τους, αναλυτές της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς, εμβριθείς μελετητές της κοινωνίας, ασυμβίβαστοι κοινωνικοί αγωνιστές, λογοτέχνες και καλλιτέχνες) και – κάτι αναπάντεχο – συνέχισε να ζει μέσω του πολιτισμού της ακόμη και πεντακόσια χρόνια μετά την ολοκληρωτική άλωσή της από βαρβάρους επιδρομείς!

Είναι φυσικό να συγκρίνουμε αυτό το ιστορικό παρελθόν μας με το παρόν, στο οποίο η χώρα μας διοικείται από πολιτικούς, τους οποίους θεωρούμε διεφθαρμένους, ο λαός μας είναι εξουθενωμένος και εξαθλιωμένος («φτωχοποιημένος»), είμαστε ουραγοί της Ευρώπης, υπερχρεωμένοι, απολύτως εξαρτημένοι οικονομικά και αναγκασμένοι να υπακούμε τυφλά σε εντολές ξένων κέντρων εξουσίας, των διαδόχων των αποικιοκρατών που κάποτε αιματοκύλησαν τον πλανήτη και ακόμη και σήμερα τον εξουσιάζουν. Η σύγκριση αυτή δεν μπορεί παρά να ανεβάζει το αίμα πολλών στο κεφάλι  και να προκαλεί σκέψεις ανατροπής του πολιτικού κατεστημένου της εποχής μας και αναγέννησης του ισχυρού παρελθόντος μας από την τέφρα του. Ενός παρελθόντος που δεν είναι τόσο μακρινό όσο η κλασική Ελλάδα και, το κυριότερο, είναι ακόμη ζωντανό – ζει, τόσο στις βυζαντινές εκκλησίες μας, όπου τελούνται οι βυζαντινές ακολουθίες της Ορθοδοξίας, όσο και στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, καθώς και στις μνήμες των αγώνων που έδωσαν με αυτοθυσία οι πρόγονοί μας για την ελευθερία μας, ήρωες που προτίμησαν να πεθάνουν αντί να παραδοθούν ή να προσκυνήσουν, προσφέροντας σε ολόκληρο το λαό τους (το λαό μας) συναισθήματα αξιοπρέπειας, αυτοπεποίθησης και ελπίδας για το αύριο. Ένας τέτοιος ήρωας – όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, που ακολούθησε το δρόμο του Λεωνίδα – αρκούσε για να τροφοδοτήσει το ηθικό ενός ολόκληρου λαού επί αιώνες.

Ζητούμε λοιπόν έναν νέο άγιο Ιωάννη Βατάτζη, έναν νέο Παλαιολόγο, έναν νέο Ρήγα Φεραίο, έναν νέο Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη, μια νέα Μαντώ Μαυρογένους και Μπουμπουλίνα, έναν νέο Καποδίστρια. Έχει ατονήσει η ιδέα ότι ζητούμε «έναν νέο Βενιζέλο». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εντάσσεται στη σύγχρονη, δυτική πολιτική σκέψη, σε ένα πλαίσιο που δεν μας βγήκε σε καλό, ούτε νιώθουμε να ύψωσε τα δικά μας αναχώματα απέναντι στην εξάρτηση από τους ισχυρούς. Οι ηγέτες που αναζητούμε είναι εκείνοι που διέθεταν και ευφυΐα και φιλοπατρία, αλλά και πίστη στον Θεό των πατέρων μας, εκτίμηση για τον πολιτισμό μας, δυναμισμό και διάθεση να θυσιάσουν τα πάντα για το λαό και την πατρίδα. Και, όταν αποτύγχαναν, πέθαιναν αγωνιζόμενοι. Δεν αναζητούμε τεχνοκράτες, αλλά ήρωες.

Φυσικά μια άλλη τάση στον ελληνικό λαό αναζητά τεχνοκράτες και απορρίπτει με έμφαση τα παραπάνω. Για μια ακόμη φορά «ενωτικοί» και «ανθενωτικοί» συγκρούονται, «διαφωτιστές» και «κολλυβάδες» ανταγωνίζονται ποιοι επιτελούν την πραγματική υπηρεσία στην πατρίδα – στη χώρα ή «στο γένος». Είναι γνωστό ότι από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού σημειώθηκε έντονη διαμάχη στον πνευματικό κόσμο της σχετικά νεαρής ακόμη Ελλάδας για το αν είναι σωστό να αυτοαποκαλούμαστε «Ρωμιοί» ή μόνον «Έλληνες». Η διαμάχη αυτή έχει επανέλθει και η αναζήτηση της Ρωμιοσύνης αναδύεται ως μια άλλη απελευθερωτική πρόταση, διαφορετική και εν πολλοίς αντίθετη από τον εθνικισμό, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε τα πρωτεία στον αντισυστημικό πατριωτικό λόγο και ακόμη και σήμερα δεν εξέλειπε.

Μέσα σε όλα αυτά, η νέα γενιά φαίνεται εντελώς παραδομένη σε μια σύγχρονη αποικιοκρατική αλλοτρίωση, όπου οι αγωνίες και τα όνειρά της δεν έχουν απάντηση πέρα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στο πολιτισμικό μοντέλο των εξουσιαστών μας – αυτό, που τόσο αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να αποτινάξουν όλοι εκείνοι που προσπαθούν για την αλλαγή πολιτισμικού παραδείγματος που προαναφέραμε. Η πολιτική της θέση είναι η άρνηση της πολιτικής. Με πλήρη άγνοια πλέον (την οποία επιδεινώνει το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα) της ιστορίας και του πολιτισμού μας, χάνονται οι δυνάμεις μιας πραγματικά δικής μας αναγέννησης – και βαθαίνει το πικρό συναίσθημα της προδοσίας από την ίδια την ηγεσία της χώρας μας, που, αντί να φροντίζει για την αναγέννηση αυτή, προωθεί την πολιτική και κοινωνική «ατζέντα» των ξένων ισχυρών.

Από τα βιβλία στο Κοινοβούλιο

Aν και ίσως πρέπει να μνημονεύσουμε, ως προδρόμους αυτού του κινήματος, τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου (1954) και τις σχετικές αναφορές του Φώτη Κόντογλου, καθοριστική στην ανάκληση της Ρωμιοσύνης στη συλλογική μνήμη των συμπατριωτών μας ήταν η συμβολή πανεπιστημιακών του πρόσφατου παρελθόντος, κάποιοι από τους οποίους ήταν και κληρικοί, όπως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ο Βρετανός ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν. Τη σκυτάλη παρέλαβαν νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Αναστάσιος Φιλιππίδης (Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα), ο Ηλίας Καλλιώρας (Ρωμιοσύνη: Το οδοιπορικό της Ρωμανίας-Βυζαντίου), ο Ιωάννης Νεονάκης (Οικουμενική Ρωμανία) κ.ά.

Εσχάτως ο λόγος περί Ρωμιοσύνης εισήλθε για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή, με το πολιτικό κίνημα της Νίκης, ο πρόεδρος και τα στελέχη του οποίου, όχι μόνο μιλούν για Ρωμιοσύνη και «πονεμένη Ρωμιοσύνη» (η φράση από το ομώνυμο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου) και προβάλλουν ως πρότυπα πολιτικού ήθους τον Βατάτζη, τον Καποδίστρια κ.τ.λ., αλλά και – στις δημοσιευμένες θέσεις του κινήματος – απλώνουν γέφυρες προς τις άλλες βαλκανικές χώρες (ακόμη και προς εκείνες, από τις οποίες μας χωρίζουν ιστορικές διαφορές, όπως η Βουλγαρία και τα Σκόπια), βασισμένες στην Ορθοδοξία, την κοινή πολιτισμική κληρονομιά των περισσότερων βαλκανικών λαών (αν όχι όλων, στο απώτερο παρελθόν, ακόμη και εκείνων που σήμερα είναι κατά πλειοψηφία ρωμαιοκαθολικοί ή μουσουλμάνοι). Αυτή είναι πολιτική αντίληψη, θα λέγαμε, «καθαρά βυζαντινή» (ρωμαίικη), γι’ αυτό και ακατανόητη από τους πολλούς, που σοκάρονται και μιλούν για νοοτροπία που προέρχεται από το Μεσαίωνα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο εθνικισμός είναι άμεσα κατανοητός και εύκολα διαχειρίσιμος και ταξινομημένος στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ρωμαίικη πολιτική ιδέα προκάλεσε σύγχυση ως προς την κατάταξή της στο πολιτικό φάσμα και επιχειρήθηκε να αποδομηθεί με τον χαρακτηρισμό του φορέα της ως δούρειου ίππου της κυβέρνησης, δούρειου ίππου της Ρωσίας (εκ διαμέτρου αντίθετα), δάκτυλου αγιορείτικων μονών (που δήθεν επιχειρούσαν να παρέμβουν στην πολιτική ζωή της χώρας), υποκινούμενου από Έλληνες επιχειρηματίες, παραθρησκευτικής ομάδας, οργάνωσης που… «ξεπλένει χρήματα», και των μελών της ως επικίνδυνων κρυπτοφασιστών, υποκριτών, γραφικών, «ψεκασμένων» κ.π.ά.

Ας επισημάνουμε εδώ ότι ο λόγος περί Ρωμιοσύνης δεν είναι «δεξιός» πολιτικός λόγος. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίκης Θεοδωράκης (που μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη) προφανώς ήταν αριστεροί. Για τον Φώτη Κόντογλου διαβάζουμε:  «Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου ο Κόντογλου, “στην πολιτική το ίδιο ατζαμής, δημοκράτης, θεωρούσε τον εαυτό του κομμουνιστή παρ’ όλες τις θεοκρατικές του αυταπάτες, και έβρισκε πως και τα δύο συμβιβάζονται και υποστήριζε πως ο ρούσσικος κομμουνισμός είναι έκφραση της χριστιανικής ψυχής των Ρώσων”. Το καλοκαίρι του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύθηκε κείμενο διαμαρτυρίας κατά των δεξιών εξτρεμιστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, εφημερίδες. Μεταξύ των διανοουμένων που υπογράφουν είναι και ο Κόντογλου. Τέλος, ο Κόντογλου δεν υπέγραψε τη “Δήλωσιν Ελλήνων Επιστημόνων, Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών” που δημοσιεύθηκε ως παράρτημα της Διακήρυξης της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων το 1946 καθώς είχε διχαστικές και εμφυλιοπολεμικές προεκτάσεις» (Βικιπαίδεια, λήμμα «Φώτης Κόντογλου»). Εξάλλου, στις 22.9.23, στη συζήτηση της ολομέλειας της Βουλής για το εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, κυβερνητικό στέλεχος χαρακτήρισε τις θέσεις της Νίκης για τα εργασιακά «ακραίες αριστερές, πέρα ακόμη και από την αριστερά» [1].

Ρωμανία εναντίον Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η Ρωμανία («Βυζάντιο»), για τους θιασώτες της Ρωμιοσύνης, συνιστά το αντίπαλο δέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ένα οικουμενικό κράτος με πολλές εθνότητες, που συνυπάρχουν ισότιμα και, ενώ διατηρούν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ιδιοπροσωπία, συνδέονται με δεσμούς πρωτίστως πολιτισμικούς και πνευματικούς – μια «οικουμένη των λαών», αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ένωση των πολυεθνικών (και όχι «των λαών», όπως ήταν το αρχικό πανευρωπαϊκό όραμα), που έχει συνδετικό κρίκο την επιθυμία για διαρκή οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη και καταναλωτική ευμάρεια.

Αυτός ο συνδυασμός πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας και κοινού υπόβαθρου φαίνεται στον πολιτισμό (λόγιο και λαϊκό) των διαφόρων ρωμαίικων πληθυσμών, που πέρασαν στην επόμενη φάση της Ιστορίας, μετά την κατάκτησή τους είτε από τους Άραβες, είτε από τους δυτικούς, είτε από τους Τούρκους. Σημειώνω ότι «Ρωμιοί» υπάρχουν ακόμη και σήμερα στις χώρες που κατακτήθηκαν από τους Άραβες αιώνες πριν, τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στο Λίβανο, τη Συρία ή την Αίγυπτο. Είναι κυρίως οι λεγόμενοι «Ελληνορθόδοξοι», όπου το συνθετικό «ελληνο-» κατ’ ουσίαν δεν έχει εθνολογικό χαρακτήρα (αφού μπορεί να είναι Σύροι, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι), αλλά εννοεί «Ρωμαίοι» (Βυζαντινοί, Ρωμιοί)· οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται «Ρουμ Ορτοντόξ» (Ορθόδοξοι Ρωμιοί) [2].  Το ελληνικό κράτος δεν τους δίνει σημασία, οι εθνικιστές δεν τους καταλαβαίνουν, αλλά οι θιασώτες της Ρωμιοσύνης, χωρίς να θέλουν να τους αφομοιώσουν, τους θεωρούν αδέρφια τους.

Επίσης η Ρωμανία (παρότι η Ιστορία της περιέχει πολλές αιματηρές σελίδες, πολλούς άδικους άρχοντες, αρκετή σκληρότητα και εμφύλιους σπαραγμούς) δεν βαρύνεται ιστορικά και ηθικά με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατία ή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι· ούτε φυσικά ο Ψυχρός Πόλεμος, η πυρηνική απειλή, η σύγχρονη αποικιοκρατία των πολυεθνικών ή η αλλοτρίωση των λαών, που βαραίνουν τους απογόνους των χθεσινών σταυροφόρων, κονκισταδόρων και αποικιοκρατών. Έτσι, μοιραία, σ’ έναν κόσμο που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, η Ρωμιοσύνη ως πολιτική πρόταση παρέχει ελπίδα για ένα διαφορετικό πρότυπο εξέλιξης, που θα οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο.

Σημειώσεις

[1] Βλ. την απάντηση του βουλευτή Αχαΐας Σπύρου Τσιρώνη, που απάντησε ότι οι θέσεις αυτές βασίζονται «στις αξίες της Ρωμιοσύνης», που είναι παλαιότερες από τους όρους «δεξιά» και «αριστερά» και τους υπερβαίνουν: https://www.youtube.com/watch?v=g_iLn9dDWpg.

[2] Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Σαββίδης, «Το Ισλαμικό Κράτος και οι Ρουμ Ορτοντόξ της Ανατολής», Πρώτο Θέμα 27.9.2014, https://www.protothema.gr/blogs/panagiwtis-sabbidis/article/413626/to-islamiko-kratos-kai-oi-roum-ortodox-tis-anatolis


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/43308

Πολύ κακό για ένα καπέλο εποχής… Του Άγγελου Κολοκοτρώνη.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.     Πριν λίγες ημέρες έφυγα εντυπωσιασμένος από το Θέατρο Φλέμιγκ, αφού προηγουμένως παρακολούθησα την τελευ...