Ο Νεοκλής Καζάζης γεννήθηκε το 1849 στην Πέτρα της Λέσβου. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1870 αναγορευόμενος διδάκτωρ. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία και τη Γαλλία και με την επιστροφή του το 1877 στην Αθήνα έγινε υφηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Η ακαδημαϊκή του καριέρα συνεχίστηκε ως το 1910 από τις θέσεις του επίτιμου καθηγητή του Φυσικού Δικαίου, του καθηγητή της Νομικής Αθηνών όπως και πολλές φορές του κοσμήτορα της ίδιας Σχολής αλλά και αυτή του πρύτανη του πανεπιστημίου Αθηνών για το διάστημα 1902-1903.
Παράλληλα συνέγραψε πολλά νομικά και πολιτικά έργα και κατέλαβε διάφορες δημόσιες θέσεις, με κυριότερες αυτή του διευθυντή του Στατιστικού Γραφείου του Υπουργείου Εσωτερικών και του γενικού διευθυντή των Ταχυδρομείων και των Τηλεγράφων. Το 1910 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή για να πολιτευθεί. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή –με περισσότερες ψήφους από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα αστικά εκλογικά τμήματα της Αθήνας– όχι όμως και στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Ως προσωπικότητα ο Καζάζης έγινε γνωστός όχι μόνο με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού, αλλά και με αυτή του προέδρου της εθνικιστικής εταιρείας Ελληνισμός, η οποία ιδρύθηκε το 1892. Ανέλαβε τη θέση αυτή δύο χρόνια μετά την ίδρυση της και τη διατήρησε ως το θάνατό του (1936), με αποτέλεσμα να ταυτισθεί η δράση του με το όλο έργο της εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσης οι ενέργειές του εστιάζονταν στη διαφώτιση επί των εθνικών θεμάτων, με πρώτιστα την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας , την εσωτερική αναδιοργάνωση του ελληνικού βασιλείου και την ανάγκη για εθνική ολοκλήρωση. Το αποκορύφωμα όλης αυτής της δραστηριότητας σημειώθηκε το 1903 που ανέλαβε ως πρύτανης Πανεπιστημίου περιοδεία στην Ευρώπη για την προάσπιση των ελληνικών θέσεων. Τα συνεχή ταξίδια του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ακολούθησαν και στα επόμενα χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα την ευρύτερη αποδοχή του στο εσωτερικό, παρά τη σκληρή κριτική που δέχτηκε από προσωπικότητες του πνεύματος –κυρίως δημοτικιστές– τόσο για το άτομό του, όσο και για τις απόψεις του.
Η εταιρεία της οποίας προήδρευε ο Καζάζης υπήρξε μία οργάνωση με χιλιάδες μέλη, όπως στελέχη σε ανώτερες θέσεις της κρατικής διοίκησης, ενεργοί αξιωματικοί, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι της μεσοαστικής τάξης και επιχειρηματίες. Είχε μεγάλο κύρος και απήχηση στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αλλά μετά από ορισμένες εξελίξεις-σταθμούς για το ελληνικό βασίλειο, όπως το κίνημα στου Γουδή και η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, άρχισε η αποδυνάμωσή της. Εξέδωσε πολλά βιβλία στα ελληνικά αλλά και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το κύριο δημοσιογραφικό όργανο της εταιρείας Ελληνισμός υπήρξε το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1898 ως το 1915 και επανεκδόθηκε από το 1928 ως το 1932 και στο οποίο αρθρογραφούσε πυκνά ο ίδιος ο Καζάζης. Κατά βάση μέχρι το 1910, η εταιρεία ελάμβανε θέση σε ζητήματα που αφορούσαν τόσο στην κρίση που βίωνε το πολιτικό σύστημα του ελληνικού κράτους (ιδίως από το 1897), όσο και στις πιέσεις που το τελευταίο αντιμετώπιζε στο εξωτερικό λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού των άλλων βαλκανικών κρατών. Ωστόσο δεν πήρε ποτέ τη μορφή πολιτικής οργάνωσης.
Η εταιρεία με πρωτοβουλίες του προέδρου της ανέπτυξε μια πλούσια δραστηριότητα. Ίδρυσε παραρτήματα στο ελεύθερο κράτος και σε χώρες του εξωτερικού. Με τη συνεργασία του ίδιου του Καζάζη και διακεκριμένων πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων της Γαλλίας συστάθηκε στο Παρίσι το 1904 ο Γαλλικός Φιλελληνικός Σύνδεσμος υπέρ των δικαίων του Ελληνισμού , που οργάνωνε διαλέξεις για τα ελληνικά εθνικά ζητήματα˙ για την εντονότερη προπαγάνδισή τους στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, εκδόθηκε στη γαλλική γλώσσα από το ίδιο έτος (1904) μέχρι το 1912 η εβδομαδιαία επιθεώρηση L’ Hellenisme, όπου αρθρογραφούσαν φιλελληνικές προσωπικότητες. Ιδρύθηκε επίσης στη Λειψία της Γερμανίας ο Ελληνικός Σύνδεσμος που λειτουργούσε σε συνεργασία με την εταιρεία Ελληνισμός και ο οποίος Σύνδεσμος εξέδωσε στα γερμανικά τη μηνιαία επιθεώρηση Hellenismus, τον Οκτώβριο του 1908.
Ο Ελληνισμός υπήρξε μια οργάνωση με ημικρατικό χαρακτήρα, όπως καταδεικνύεται όχι μόνο από τη συμμετοχή σ’ αυτήν διαπρεπών προσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας και από τις παρεμβάσεις της στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, αλλά και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος στήριζε και προωθούσε το εκδοτικό της έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύσταση που απευθύνει ο Υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος –με εγκύκλιό του στις 8 Δεκεμβρίου 1899– προς όλες τις στρατιωτικές αρχές να υποστηρίξουν με τη συνδρομή τους το περιοδικό και όλα τα συγγράμματα ιστορικού και εθνολογικού περιεχομένου της εταιρείας και να δώσουν εντολή στις ώρες διδασκαλίας των στρατιωτών να συμπεριληφθεί και η ανάγνωση του βιβλίου του Καζάζη Εθνική Κατήχησις. Αυτό άλλωστε αποτελεί και ένδειξη της γενικότερης απήχησης που είχε ο ίδιος.
Η εικόνα αυτή ενισχυόταν από το πολυπληθές ακροατήριο που ανταποκρινόταν στις εθνικές του διαλέξεις –στο οποίο παρευρίσκονταν και πολλά πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και εν ενεργεία πρωθυπουργοί– και από την όλη δράση που ανέπτυξε κατά την περιοδεία του στις αλύτρωτες περιοχές το καλοκαίρι του 1905, αλλά και στον ελληνισμό της Βόρειας Αμερικής και του Καυκάσου το 1906. Εξίσου σημαντική ήταν και η αναγνώρισή του στο εξωτερικό. Διατηρούσε προσωπική φιλία με τον κορυφαίο πολιτευτή George Clemenceau, ο οποίος μεταξύ άλλων τελούσε διευθυντής της εφημερίδας Aurore που φιλοξενούσε άρθρα του Καζάζη, κυρίως για το Μακεδονικό Ζήτημα. Είχε επίσης επαφές με τον Ιταλό στρατιωτικό Ricciotti Garibaldi (γιο του Giuseppe) και σχετιζόταν με πνευματικές προσωπικότητες της Γαλλίας, όπως ο Théophile Homolle (διευθυντής της Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και του Μουσείου του Λούβρου), ο βυζαντινολόγος Charles Diehl και ο εμπνευστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων Pierre de Coubertin.69 Κατά την πολύμηνη συχνά παραμονή του στην Ευρώπη γνώρισε δημοσιογράφους, στους οποίους ανέπτυσσε τα ελληνικά δίκαια, έδινε συνεντεύξεις για τα εθνικά ζητήματα σε ξένους ανταποκριτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δεχόταν προσκλήσεις από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μελετούσε συνεχώς τον ξένο Tύπο και γνώριζε τις φιλελληνικές ή ανθελληνικές θέσεις των ξένων πολιτικών, δημοσιογράφων και πνευματικών προσώπων.
Τέλος, ο ίδιος ήταν γνώστης του έργου πολλών Ευρωπαίων συγγραφέων και στοχαστών. Από τις αναφορές του στο Γερμανό φιλόσοφο Φίχτε και στον Ιταλό Μακιαβέλι φαίνεται πως η σκέψη τους επηρέασε τον Καζάζη ως προς τη διαμόρφωση των απόψεών του περί ενοποίησης του έθνους. Το έργο του Μακιαβέλι φαίνεται επίσης να τον εμπνέει –όπως θα αναφερθεί στο σχετικό κεφάλαιο της παρούσας εργασίας– στην κριτική που άσκησε στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό.
Πηγή:Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας από το 19ο στον 20ό αιώνα (1897-1912) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ