Η Λογοτεχνική Διαδρομή απόψε θα ασχοληθεί με τον μεγάλο Έλληνα ποιητή, παρουσιάζοντας σας το πάθος που τον διακατείχε για ποιητική σύνθεση...
Λέγεται συνήθως πως η σπουδαιότητα ενός έργου ή μιας πνευματικής φυσιογνωμίας
κρίνεται από τη διαχρονικότητά της. Σαφέστερο και ορθότερο είναι, ωστόσο, το κριτήριο της
πολλαπλής ερμηνείας του έργου, της χρήσης του ως συμβόλου από τους πιο διαφορετικούς
χώρους, της αναμέτρησης μαζί του, ακόμη κι αν η αναμέτρηση αυτή καταλήγει σε απόρριψη.
Αν είναι έτσι, το έργο του Παλαμά είναι από τα σπουδαιότερα, στον βαθμό που έχει μια
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία πρόσληψης, μια ιστορία εν πολλοίς ανεξερεύνητη.
Το 1896, δέκα μόλις χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Τα
τραγούδια της πατρίδας μου, η Πολιτεία του ανέθεσε τη σύνθεση του Ολυμπιακού Ύμνου,
πράξη που δείχνει ότι είχε κιόλας γίνει ευρύτερα αποδεκτός και, κυρίως, επίσημα αποδεκτός,
παρ’ όλη την τοποθέτησή του στο στρατόπεδο των δημοτικιστών. Ήδη από τότε, η πρόσληψη
του Παλαμά, μπορεί να βασίζεται στο ποιητικό του έργο (αν και μικρό ακόμη), αλλά
οπωσδήποτε επηρεάζεται από την ακτινοβολία της πνευματικής προσωπικότητάς του, όπως
εκφράζεται σε ποικίλα δοκιμιακά, δημοσιογραφικά και κριτικά κείμενα που δημοσιεύει σε
μεγάλη πυκνότητα και με τα οποία κτίζει σταδιακά τα θεμέλια μιας νέας κατεύθυνσης και
ερμηνείας της νεοελληνικής κουλτούρας.
Τον επόμενο χρόνο, το 1897, δίνει μια σειρά διαλέξεων στον Παρνασσό για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που καθιερώνουν ακόμη περισσότερο την ηγετική μορφή του, ενώ τον ίδιο χρόνο η Πολιτεία τον τιμά και πάλι, διορίζοντάς τον στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση στην οποία θα υπηρετήσει με αξιοσημείωτη συνέπεια για τριάντα ένα χρόνια.
Ο Παλαμάς βρίσκεται κυριολεκτικά στο μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα,
καθώς η μισή του ζωή εκτείνεται στον παλαιό και η μισή στον νέο αιώνα (1859-1943). Η
προσωπικότητά του οικοδομήθηκε με τις προϋποθέσεις του 19ου αιώνα, αλλά παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στον αιώνα μας και αυτό δημιουργεί εξ αντικειμένου τις προϋποθέσεις για αμφισβητήσεις και αντιθέσεις, δεδομένου ότι τα πράγματα στη λογοτεχνία και την τέχνη άρχισαν να αλλάζουν γρήγορα από τον Μεσοπόλεμο και μετά.
Ας δούμε όμως από πιο κοντά ποιες είναι οι βάσεις της προσωπικότητάς του. Οι
Παλαμάδες ήταν οικογένεια λογίων του Μεσολογγίου με μακρά παράδοση αφοσίωσης στα
κλασικά γράμματα, στις ιδέες για εθνική αφύπνιση, ενώ κάποιοι από αυτούς πολέμησαν είτε
στον Αγώνα είτε κατόπιν σε κινήματα όπως η Κρητική Επανάσταση του 1866. Ο Κωστής
Παλαμάς, γεννημένος στην Πάτρα, ορφάνεψε και από τους δύο γονείς στα επτά του χρόνια και ανατράφηκε από την οικογένεια του θείου του, Δημητρίου Παλαμά, στο Μεσολόγγι, σε ένα
περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα, πολλά βιβλία και μεγάλη εκτίμηση στα γράμματα και ειδικά
στην ποίηση. Το Μεσολόγγι δεν είναι μια συνηθισμένη πόλη. Εκείνη την εποχή, οι μνήμες από
τον Αγώνα ήταν ακόμη νωπές, ζούσαν άνθρωποι που είχαν άμεση εμπειρία όπως η θεία
Βγενούλα, αδελφή της γιαγιάς του. Ο Παλαμάς πέρασε τα παιδικά του χρόνια ακούγοντας, από ανθρώπους που αγαπούσε, διηγήσεις της ηρωικής Εξόδου, αλλά και των βιαιοτήτων των Τούρκων, ενώ παράλληλα ακολουθούσε μια υψηλού επιπέδου κλασική εκπαίδευση· ζυμώθηκε δηλαδή τόσο συναισθηματικά όσο και διανοητικά με τις συγκινήσεις του Αγώνα και την έννοια του έθνους, με τη θύμηση του Μπάυρον και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας. Με τα λόγια του Αιμίλιου Χουρμούζιου, στον Παλαμά, «το ατομικό όραμα, όταν η ψυχή αντιδονείται από τον ομαδικό κραδασμό, είναι ταυτόχρονα και συλλογικό».
Από μικρός ήταν φανατικός αναγνώστης. Αν ποτέ γραφεί μια ιστορία της ανάγνωσης στη
νεώτερη Ελλάδα, η μελέτη της αναγνωστικής ιστορίας και συμπεριφοράς του Παλαμά, όπως
αποτυπώνεται σε πλήθος στοιχείων, θα είχε παραδειγματική αξία. Το διάβασμα ήταν γι’ αυτόν
καταφύγιο στη μοναξιά του και πηγή συγκινήσεων που αναπλήρωναν, ως ένα βαθμό, την
έλλειψη της μητρικής και πατρικής αγάπης, αλλά και τροφή μιας τερατώδους φιλομάθειας.
Αφού τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Μεσολόγγι, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Αθήνας, κατά πάγια συνήθεια της εποχής, αλλά δεν πήρε ποτέ το πτυχίο
του. Τον είχε ήδη κατακτήσει η ποιητική δημιουργία, παράλληλα πάντα με την πιο αυστηρή και
συστηματική μελέτη, τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και της ξένης λογοτεχνίας, μέσα από
τη γαλλική γλώσσα που γνώριζε άπταιστα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Παλαμάς, με ταδεδομένα της εποχής του, είχε μια ολοκληρωμένη υποδομή φιλολόγου και ιστορικού των
γραμμάτων. Το τεράστιο κριτικό του έργο είναι πολυσήμαντο και αποτελεί μέχρι σήμερα
σημαντική πηγή για πολλά θέματα όχι μόνο της λογοτεχνίας, αλλά και γενικότερα του
νεοελληνικού πολιτισμού.
Πολλές φορές έχει ειπωθεί πως ο Παλαμάς διάβαζε απ’ όλα, πως γοητευόταν από όλα τα
πνευματικά και λογοτεχνικά κινήματα του καιρού του, ακόμη και αντιφατικά μεταξύ τους· η
διατύπωση αυτή δημιουργεί την εντύπωση πως το έργο του, τόσο το ποιητικό όσο και το
κριτικό, δεν έχει συνοχή, δεν έχει σταθερά θεμέλια κάτω από την ποικιλία και το θεματικό
εύρος. Ωστόσο, το θεμέλιο υπάρχει και είναι ο ρομαντισμός. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν την ποίηση, τον ρόλο του ως ποιητή, τη λειτουργία της ποιητικής μορφής και φαντασίας, πηγάζει από τον ρομαντισμό. Αλλά και οι ιδέες του για το έθνος, την εθνική λογοτεχνία και τον λαϊκό πολιτισμό, την ιστοριογραφία και την εθνική συνέχεια, τον τοποθετούν αναμφίβολα στη μεγάλη ιστορική ρομαντική παράδοση. Εξάλλου και ο ίδιος, ενώ αντιπαθούσε τους χαρακτηρισμούς, ένα μόνο χαρακτηρισμό θα δεχόταν για την ποίησή του, να την πούνε ρομαντική.
Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο Παλαμάς έδωσε τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις
του, την Ασάλευτη Ζωή (1904), τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907) και τη Φλογέρα του βασιλιά (1910). Είναι αυτές οι συνθέσεις που τον καθιέρωσαν οριστικά στη συνείδηση του καιρού του ως εθνικό ποιητή, αλλά και δέχθηκαν τις πιο διαφορετικές ερμηνείες και την πιο σφοδρή αμφισβήτηση.
Ο Παλαμάς, προετοιμασμένος από καιρό, τόσο ποιητικά όσο και φιλολογικά και
ιδεολογικά, επιχειρεί, ειδικά στον Δωδεκάλογο και στη Φλογέρα, ένα τιτάνιο έργο: να
αναμετρηθεί και να ανασυνθέσει ολόκληρη την ελληνική παράδοση, αρχαία, βυζαντινή και
δημοτική, να συγκροτήσει την ποιητική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού, μια ταυτότητα που
βασίζεται στην πίστη για τη συνέχεια της ελληνικής ψυχής, αλλά και στην αέναη μεταμόρφωσή
της. Στο έργο αυτό ανταποκρίθηκε με επιτυχία, αν λάβουμε υπόψη μας πως τα έργα αυτά
κινητοποίησαν έναν μεγάλο αριθμό συγχρόνων και νεωτέρων λογοτεχνών και διανοουμένων να τοποθετηθούν απέναντι στην ερμηνεία της ελληνικής παράδοσης, ολοκληρώνοντας και
στρογγυλεύοντας το οικοδόμημα της εθνικής ιδεολογίας.
Το πάθος του για σύνθεση δεν εξαντλείται, ωστόσο, στα μεγάλα του έργα. Η ποίησή του,
στο σύνολό της, συνθέτει στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις, σε επίπεδο ιδεών, ποιητικών τρόπων, γλώσσας και ρυθμού: τη λόγια με τη δημοτική, την επτανησιακή με την αθηναϊκή, την ελληνική με την ευρωπαϊκή. Ο Παλαμάς δημιουργεί σε μια εποχή όπου ήταν επιτακτική πλέον,μετά την εθνική ρητορεία του 19ου αιώνα, η συγκρότηση μιας εθνικής λογοτεχνίας που θα βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές.
Η αρχή ήταν η ρομαντική πεποίθηση στην υπεροχή της
δημοτικής ποίησης και η ενσωμάτωση των συμβόλων του λαϊκού πολιτισμού· είναι μέσα από
την οπτική αυτή γωνία που αντικρίζεται το αρχαίο και το βυζαντινό παρελθόν και κτίζεται το
οικοδόμημα της συνέχειας. Τη σύνθεση επεδίωξε ο Παλαμάς και με το κριτικό του έργο. Πρόκειται για ένα έργο ογκώδες, βιβλιοκρισίες, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, πρόλογοι σε δικά του ή ξένα έργα, συγκριτολογικές μελέτες, ομιλίες και διαλέξεις. Επιδέχεται μελέτη από πολλές πλευρές και μπορεί να απαντήσει σε ένα πλήθος ερωτημάτων για τον ρόλο του κριτικού θεσμού, τη σχέση λογοτεχνίας και κριτικής, τη σταθερότητα ή την αντιφατικότητα των κριτηρίων και των εργαλείων της κριτικής.
Μία από τις πλευρές του είναι ο γραμματολογικός χαρακτήρας του· μπορεί να ειδωθεί
δηλαδή ως μια άτυπη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στον βαθμό που κυριαρχούν οι
έννοιες της διαχρονίας και της εξέλιξης, τα ιστορικά κριτήρια στην αξιολόγηση των
συγγραφέων και των έργων και επιδιώκεται να συνταχθεί ένα σχήμα εξέλιξης της νεοελληνικής
λογοτεχνίας. Η επιδίωξή του αυτή εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια του δημοτικισμού
για απεξάρτηση από τα φαναριώτικα σχήματα και επανερμηνεία της παράδοσης. Στην ουσία, ο Παλαμάς σήκωσε στις πλάτες του ένα τεράστιο μέρος του έργου του δημοτικισμού, αν
συνυπολογίσει κανείς και τη συμβολή του στη δημιουργική επεξεργασία της δημοτικής
γλώσσας, αλλά και τις αγωνιστικές του πράξεις σε κρίσιμες στιγμές του γλωσσικού αγώνα,
μέσα στο προπύργιο της καθαρεύουσας που ήταν το Πανεπιστήμιο.
Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό κανόνα που συγκρότησε, βάση της νεοελληνικής ποίησης
είναι το έπος του Διγενή και το δημοτικό τραγούδι και κυριότεροι σταθμοί ο Ερωτόκριτος, ο
Βηλαράς, ο Σολωμός και η επτανησιακή σχολή, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο
Βαλαωρίτης, η γενιά του 1880 και κατόπιν ο Κρυστάλλης και ο Μαβίλης, ο Σικελιανός και ο
Βάρναλης. Ο Παλαμάς μελέτησε όμως με οξυδέρκεια και ποιητές τους οποίους τοποθετεί έξω
από το κύριο ρεύμα της ποιητικής εξέλιξης, όπως τον Κάλβο και την αθηναϊκή σχολή. Ο
λογοτεχνικός κανόνας που δημιούργησε, κέρδισε σταδιακά γενική αποδοχή και συναίνεση και
αποτέλεσε τη βάση για τις κατοπινές ιστορίες της λογοτεχνίας. Η συμβολή του αυτή τον
αναδεικνύει, πλάι στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και τον Νικόλαο Πολίτη, σε έναν από
τους κυριότερους δημιουργούς της φυσιογνωμίας του νέου Ελληνισμού και της εθνικής
παράδοσης.
Όλες οι παραπάνω επιδιώξεις και τα επιτεύγματα του Παλαμά αποτέλεσαν για την εποχή
του μαχητική παρέμβαση και καινοτομία. Είναι, ωστόσο, τα ίδια αυτά που με τη διαρκή
προβολή τους από τους κρατικούς θεσμούς και με το γύρισμα των καιρών, δημιούργησαν την
παγωμένη εικόνα ενός σεβάσμιου πατριάρχη των γραμμάτων μας, σύμβολο της πιο
παραδοσιακής, συντηρητικής και ρητορικής τάσης. Σ’ αυτό συνετέλεσαν και οι επίσημες θέσεις
που κατέλαβε στην ωριμότητά του, η έδρα του στην Ακαδημία από το 1926 και η προεδρία του
σ’ αυτήν από το 1929, τέλος τα άπειρα βραβεία και τιμές που του απονεμήθηκαν από πλήθος
φορέων.
Ο Παλαμάς είχε, ωστόσο, ως ποιητική προσωπικότητα και άλλες, σχεδόν αποσιωπημένες, πλευρές: τρυφερότητα, ανθρωπιά, ευγένεια, λυρική εξομολόγηση, ερωτισμό, σατιρική οξύνοια. Ο Τάφος, η Φοινικιά, οι Εκατό φωνές, Οι καημοί της λιμνοθάλασσας, τα Σατιρικά γυμνάσματα, Η πολιτεία και η μοναξιά, Τα παθητικά κρυφομιλήματα, αποτέλεσαν και
μπορούν να αποτελέσουν και σήμερα πηγή αναγνωστικής απόλαυσης, ενώ σύγχρονοι ποιητές έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για αναπροσδιορισμό της σχέσης τους με τον Παλαμά.
Δυστυχώς, όμως, το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς και η εκπαίδευση παραμένουν αιχμάλωτοι μιας μονοδιάστατης και τελικά απωθητικής εικόνας του ποιητή, ενός γνωστού-άγνωστου. Μιας και τα Άπαντά του είναι πολύτομα και δύσχρηστα για τον απλό αναγνώστη, ίσως θα βοηθούσε μια νέα ανθολογία της ποίησής του (παρ’ όλο που υπάρχει εκείνη των Κατσίμπαλη - Καραντώνη) από νεώτερους ποιητές ή κριτικούς, έτσι ώστε να δοθεί μια εικόνα του ποιητή από την οπτική γωνία της σύγχρονης ευαισθησίας.
Είναι απόλυτα φυσικό και αναμενόμενο, μια πολυδύναμη προσωπικότητα με κύρος όπως
ο Παλαμάς, παρ’ όλη την ηπιότητα και την ευγένεια του χαρακτήρα του, να προκαλέσει τη
διάθεση σε συγχρόνους του και μεταγενέστερους, να τον αμφισβητήσουν και να επιδιώξουν να κτίσουν τη δική τους ταυτότητα πάνω στην απόρριψή του. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, μέσα στη δίνη του Μεσοπολέμου, νεώτεροι ποιητές και κριτικοί αναζήτησαν με αγωνία νέες μορφές έκφρασης και νέα ιδεολογία, απομακρυνόμενοι από το ποιητικό του παράδειγμα, ενώ άλλοι τον αναγόρευσαν σε προπύργιο της παράδοσης, αποδίδοντάς του ακραίες συντηρητικές θέσεις και αποσιωπώντας ό,τι επαναστατικό και καινοτόμο μπορεί να βρεθεί στο έργο του.
Η αριστερή κριτική, επίσης, ταλαντεύτηκε από την απόρριψή του ως εκπροσώπου της αστικής
παράδοσης μέχρι τη θριαμβευτική αναγωγή του σε «κοινωνικό πρωτοπόρο και λαϊκό
αγωνιστή» (Νίκος Ζαχαριάδης, Ο Αληθινός Παλαμάς, 1943), όταν οι καιροί και η πολιτική
γραμμή ζητούσαν μια ευρύτερη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων. Όλοι, αρνητές και
υμνητές, βάσιζαν τα λεγόμενά τους σε στίχους και γραμμές του παλαμικού έργου, διαλύοντάς
το στα εξ ων συνετέθη, με τελικό αποτέλεσμα να χαθεί κάθε αίσθηση ενότητας και σύνθεσης
που το διακρίνει.
Δεν ισχυρίζομαι πως ο Παλαμάς δεν έχει ανακολουθίες και δεν ισορροπεί επικίνδυνα
ανάμεσα σε αντίθετους πόλους. Ωστόσο, εξαρτάται από μας πώς θα τις αντιμετωπίσουμε: θα
προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε με προσεκτική έρευνα των παραμέτρων, των κειμενικών και ιστορικών συμφραζομένων ή θα σταχυολογήσουμε ό,τι μας βολεύει για να αποδείξουμε μια προαποφασισμένη θέση;
Σήμερα, το κλίμα δεν ευνοεί πλέον τον φανατισμό και την ιδεολογική χρήση του Παλαμά· νέες έρευνες έχουν αναδείξει λιγότερο γνωστές πλευρές του με σύγχρονα εργαλεία. Ο Παλαμάς βρίσκεται σε όλα τα σταυροδρόμια της ποίησης, της κριτικής, της
ιστορίας.
Και αν το ερώτημα, πόσο μας συγκινεί η ποίησή του σήμερα δεν επιδέχεται παρά
προσωπικές απαντήσεις, η μελέτη του νεοελληνικού πολιτισμού αναφορικά με ζητήματα
εθνικής συγκρότησης και εθνικής κουλτούρας, ζητήματα ιδεολογίας, πρόσληψης και ποιητικής,
δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει τον Παλαμά.