Αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε τις απαρχές της Βενετίας ως πολιτικής οντότητας και κοινότητας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα ταραγμένα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα, στο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται με την καταρρέουσα από τις βαρβαρικές επιδρομές ρωμαϊκή αρχή, τους νέους πόλους εξουσίας στα γερμανικά βασίλεια και την ισχύ της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ζωή των Βενετών πριν από τον 9ο αιώνα παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Έως τότε η Βενετία ήταν μια μικρή ασήμαντη κοινότητα που βάσιζε την επιβίωσή της στην αλιεία στη λιμνοθάλασσα και το εμπόριο ψαριών με τις γειτονικές περιοχές της ιταλικής ενδοχώρας μέσω των πλωτών ποταμών. Η αρχαιολογική έρευνα δείχνει την ισχνή παρουσία και εγκατάσταση βαρκάρηδων, κυνηγών και αλιέων στη βενετική λιμνοθάλασσα κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.
Η ανθρώπινη παρουσία πληθαίνει με τις λεγόμενες «βαρβαρικές» επιδρομές στα βορειοϊταλικά
εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 5ο αιώνα. Η τρέχουσα ιστορική έρευνα συγκλίνει στην άποψη ότι οι πρώτες σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών στα νησιά της λιμνοθάλασσας έλαβαν χώρα τον 6ο και τον 7ο αιώνα ως αποτέλεσμα των επιδρομών των Λομβαρδών ή Λογγοβάρδων.
Η παρουσία των Λομβαρδών στη βόρεια Ιταλία, με την ίδρυση του βασιλείου τους το οποίο διατηρήθηκε μέχρι την κατάκτησή του από τον Καρλομάγνο το 774, έστρεψε πληθυσμούς από τα βόρεια παράλια της Αδριατικής, από την πόλη Γκράντο μέχρι την Κιότζα, να αναζητήσουν καταφύγιο και εγκατάσταση στα νησιά της λιμνοθάλασσας. Οι εγκαταστάσεις αυτών των προσφυγικών πληθυσμών που έμελλε να γίνουν μόνιμες προσέφεραν προστασία από την ταραγ-
μένη ζωή της ενδοχώρας, αλλά ήταν εκτεθειμένες στις αντίξοες συνθήκες της λιμνοθάλασσας. Από εκείνα τα πρώιμα χρόνια και για τους επόμενους αιώνες η ζωή της Βενετίας θα παραμείνει συνυφασμένη με το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας.
Η Βενετία συγκροτήθηκε σε πολιτική κοινότητα στο σημείο όπου διασταυρώνονταν η παλαιά ρωμαϊκή εξουσία με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και το νέο αυτοκρατορικό ιδεώδες στη Δύση με το βασίλειο των Φράγκων και τον Καρλομάγνο. Η Βενετία βρισκόταν υπό τη διοικητική δικαιοδοσία της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα υπαγόταν στον Έξαρχο της Ραβέννα, τον αξιωματούχο της Κωνσταντινούπολης που επέβλεπε τα ιταλικά εδάφη της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, με αφετηρία το χρονικό του Giovanni Diacono La cronaca veneziana στη βενετική «μυθολογία» οι δεσμοί με την Κωνσταντινούπολη αποκρύπτονται και τονίζεται η ανεξαρτησία των εγκαταστάσεων στη λιμνοθάλασσα. Η θεσμοθέτηση του αξιώματος του βενετού ηγεμόνα τον 7ο αιώνα που έφερε τον τίτλο του δούκα (dux στα λατινικά) ή δόγη (doge στη βενετική διάλεκτο) δεν σηματοδότησε μεγαλύτερη αυτονομία για τη Βενετία μέχρι τουλάχιστον τον 9ο αιώνα.
Η πολιτική αυτοτέλεια της Βενετίας ενισχύθηκε από τον 751 όταν, με την άλωση της Ραβέννα από τους Λομβαρδούς, η εξουσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης στα ιταλικά εδάφη άρχισε να φθίνει. Την ίδια περίπου εποχή, οι Βενετοί οριοθέτησαν τη θέση τους απέναντι στον άλλο πόλο εξουσίας, τους Φράγκους, και στις αυτοκρατορικές αξιώσεις τους.
Με την αυτοκρατορική στέψη του το 800 ο Καρλομάγνος, κυρίαρχος πλέον του βορειοϊταλικού χώρου, επιχείρησε να κατακτήσει τις βενετικές εγκαταστάσεις στη λιμνοθάλασσα, που ήταν πολιτικά υποτελείς στην ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το 810 ο γιος του Καρλομάγνου Πεπίνος, ανακηρυγμένος βασιλιάς της Ιταλίας, επιχείρησε να καταλάβει τις βενετικές θέσεις με μια πολεμική επιχείρηση που διήρκεσε περισσότερους από έξι μήνες. Το άγνωστο για τους Φράγκους περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και η εμπειρία των Βενετών σε αυτό καθόρισαν την έκβαση του πολέμου με τη συντριπτική ήττα του φραγκικού στόλου. Οι Φράγκοι αποχώρησαν δεχόμενοι την καταβολή ετήσιου φόρου.
Μια σειρά συνθήκες στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα έφεραν την αναγνώριση μεγαλύτερης αυτονομίας για τη Βενετία τόσο από τη μεριά της Κωνσταντινούπολης όσο και από τη μεριά των Φράγκων. Η Βενετία συγκροτούνταν και αναδυόταν σε πολιτική οντότητα παράλληλα με τις βασιλικού και αυτοκρατορικού τύπου δομές που κυριαρχούσαν στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό κόσμο του πρώιμου Μεσαίωνα.
Η σχέση της Βενετίας με την επικυρίαρχή της ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε πολυκύμαντη, διακρινόμενη από αμοιβαιότητα και σύμπτωση συμφερόντων, εντάσεις και επιθετικότητα. Η σχέση τους υπήρξε κομβική για τις αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες που καθόρισαν την πορεία της μεσαιωνικής Βενετίας: οικονομική εδραίωση στο διεθνές περιβάλλον, πολιτική/κρατική συγκρότηση και υπερπόντια επέκταση στον μεσογειακό χώρο.
Πριν από τον 11ο αιώνα οι Βενετοί δεν είχαν αρχίσει να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο
στη μεταφορά προϊόντων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής διεξαγόταν ουσιαστικά από τους κατοίκους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η οικονομική δραστηριότητα των Βενετών περιοριζόταν στον χώρο της λιμνοθάλασσας και στη μεταφορά εμπορευμάτων που προέρχονταν από την Ανατολή ή αυτών που παρήγαν οι ίδιοι στη λιμνοθάλασσα προς τη βόρεια Ιταλία, αναπλέοντας στα ποτάμια της.
Κατά τον 9ο αιώνα, το αλάτι, τα ψάρια και οι σκλάβοι ήταν οι στυλοβάτες του βενετικού εμπορίου.
Από τον 9ο αιώνα η δραστηριότητα των Βενετών επεκτάθηκε πέραν της λιμνοθάλασσας και των ποταμών της βόρειας Ιταλίας προς την Αδριατική και τη Μεσόγειο. Η Βενετία εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος του βυζαντινού οικονομικού και εμπορικού συστήματος. Συχνά λειτούργησε προς υπεράσπιση των βυζαντινών συμφερόντων, πολιτικών και εμπορικών.
Τον 10ο αιώνα ο βενετικός στόλος προασπίστηκε τις βυζαντινές περιοχές στη νότια Ιταλία που δέχονταν επιθέσεις από τους Σαρακηνούς, και για τις υπηρεσίες τους οι Βενετοί ανταμείφθηκαν με το πρώτο τους Χρυσόβουλο το 992, με το οποίο η Κωνσταντινούπολη τους αναγνώριζε
προνομιακή θέση στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας με τον ιταλικό χώρο προσφέροντάς τους ευνοϊκότερα τελωνειακά τέλη σε σχέση με όσα κατέβαλλαν έμποροι από άλλες περιοχές του ιταλικού χώρου.
Στις αρχές του 11ου αιώνα η Βενετία κατάφερε να προβληθεί ως ρυθμιστικός παράγοντας στην Αδριατική θάλασσα, ειδικά αφότου το έτος 1000 ο βενετικός στόλος υπό την ηγεσία του δόγη Pietro Β΄ Orseolo κατατρόπωσε τους πειρατές που, με ορμητήριο τον ποταμό Νερέτβα στις δαλματικές ακτές, απειλούσαν το βενετικό εμπόριο. έλεγχος της Αδριατικής παρέμεινε βασική επιδίωξη των Βενετών κατά τους επόμενους αιώνες, οπότε διεξήγαγαν πλήθος πολέμων για τη διατήρηση ή ανάκτησή του.
Αυτή η σχέση προάσπισης των βυζαντινών συμφερόντων και επακόλουθης απονομής εμπορικών προνομίων συνεχίστηκε και τον 11ο αιώνα, όταν οι Νορμανδοί, αφού εκδίωξαν τους Βυζαντινούς από τη νότια Ιταλία και τη Σικελία με την κατάκτηση του Μπάρι το 1071, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη στρατηγικής σημασίας βυζαντινή πόλη του Δυρραχίου στις ακτές της Αδριατικής.
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός απευθύνθηκε για βοήθεια στους Βενετούς, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του δόγη Domenico Selvo και με τη χρήση πρωτόγνωρων πολεμικών τεχνικών, ναυμάχησαν εναντίον των Νορμανδών.
Για τις υπηρεσίες τους έλαβαν το 1082 ένα ακόμη Χρυσόβουλο, το οποίο διεύρυνε τα εμπορικά προνόμιά τους εξαιρώντας τους από τέλη και φόρους στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ενώ απέκτησαν το δικαίωμα να διατηρούν εμπορικές εγκαταστάσεις στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Βενετοί μπορούσαν να εμπορεύονται ελεύθερα σε στρατηγικά λιμάνια στην Αδριατική και τη Μεσόγειο αποκτώντας προβάδισμα έναντι ανταγωνιστών εμπόρων από την Προβηγκία, τη Γένοβα, την Πίζα και την Αμάλφη. Στα τέλη του 11ου αιώνα η σχέση ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Βενετίας δεν ήταν πλέον αυτή του επικυρίαρχου και υποτελούς, αλλά έβαινε περισσότερο προς σχέση σύμμαχων δυνάμεων.
Στα χρόνια του πρώιμου Μεσαίωνα οι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στη λιμνοθάλασσα απέκτησαν πολιτική και διοικητική συγκρότηση. Όπως είδαμε, τον 7ο αιώνα θεσμοθετήθηκε το αξίωμα του δόγη, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος στρατιωτικού αξιωματούχου της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Βενετία.
Άλλωστε, τα στρατιωτικά καθήκοντα των πρώτων δόγηδων πιστοποιούνται στις επιχειρήσεις του βενετικού στόλου εναντίον των πειρατών της Δαλματίας και των Νορμανδών τον 11ο αιώνα, που έλαβαν χώρα υπό την καθοδήγηση των Pietro Β΄ Orseolo και Domenico Selvo αντίστοιχα. Μέχρι τον 11ο αιώνα η εκλογή στο αξίωμα του δόγη είχε προσλάβει εν μέρει κληρονομικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι το αξίωμα μονοπωλήθηκε από τρεις ισχυρές οικογένειες: τους Partecipazio, τους Candiano οι οποίοι κυριάρχησαν με τέσσερις δόγηδες τον 10ο αιώνα και τους Orseolo με τρεις τον 10ο και τον 11ο αιώνα.
Η ηγεμόνευση του αξιώματος προκάλεσε δυσαρέσκεια που εκφράστηκε με ταραχές και βία. Στα τέλη του 10ου αιώνα το οργισμένο πλήθος επιτέθηκε στον δόγη Pietro Δ΄ Candiano και διαμέλισε τον ίδιο και τον ανήλικο γιο του, ενώ τον 11ο αιώνα ο Otto Orseolo εξορίστηκε όταν επιχείρησε να διορίσει συγγενείς του σε σημαντικά αξιώματα. Μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα οι εξουσία του δόγη είχε περιοριστεί με τη δημιουργία συμβουλευτικών σωμάτων και αξιωμάτων που συνέδραμαν
το έργο του. Το αξίωμα του δόγη είχε αρχίσει να μετασχηματίζεται από ηγεμονικό σε συμβολικό, έκφραση του βενετικού κράτους και της εξουσίας του.
Οι συγκρούσεις γύρω από το αξίωμα και την εξουσία του δόγη αποκαλύπτουν διαδικασίες ως προς τη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής ελίτ της Βενετίας γύρω από ισχυρές οικογένειες-φατρίες και τη διαπάλη τους. Αυτή η πρώιμη συγκρότηση της βενετικής ελίτ αποτυπώνεται στην τοπογραφία και την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης στο εσωτερικό της λιμνοθάλασσας έως τον 11ο αιώνα.
Ο αστικός ιστός της πόλης διαμορφώθηκε χάρη σε συστηματικά εγγειοβελτιωτικά έργα σε υπάρχουσες νησίδες στεριάς που σταθεροποιούνταν και επεκτείνονταν ή σε νησίδες που κατασκευάζονταν εκ νέου. Σε αυτή την τοπογραφική διαμόρφωση κάθε νησί αντιστοιχούσε σε μια ενορία. Τον 10ο αιώνα υπήρχαν 17 ενορίες, ενώ ως τα τέλη του 11ου αιώνα είχαν δημιουργηθεί περίπου 70 ενορίες-νησιά. Στις ενορίες κυριαρχούσαν εξέχουσες οικογένειες-φατρίες, όπως οι Patrecipazi στο Ριάλτο ή οι Orio και οι Gradenigo στο San Giovanni Elemosinario.
Ουσιαστικά, τα νησιά-ενορίες αποτελούσαν οικογενειακές ιδιοκτησίες, στον πυρήνα των οποίων κατοικούσαν μέλη της οικογένειας και συχνά, κοντά σε αυτά, οι ακόλουθοι και το προσωπικό τους.
Από τα τέλη του 11ου αιώνα η Βενετία ενεπλάκη στα σταυροφορικά κινήματα που οργάνωσε η Καθολική Εκκλησία με τη συμμετοχή φεουδαρχικών ηγεμόνων.
Αρχικά, οι Βενετοί είδαν με καχυποψία το κάλεσμα για σταυροφορία που απηύθυνε ο πάπας Ουρβανός Β΄ το 1095, καθώς οι πολεμικές αναμετρήσεις καθιστούσαν το
εμπόριο ριψοκίνδυνη δραστηριότητα και υπονόμευαν τις σχέσεις που καλλιεργούσαν οι Βενετοί με μουσουλμάνους ηγεμόνες στις ακτές της Μεσογείου. Ωστόσο, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στον μεσογειακό χώρο με εμπορικές δυνάμεις όπως η Πίζα και η Γένοβα και η ανάγκη να προστατευτούν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα προνόμια που απολάμβαναν σε αυτήν οι Βενετοί έκαμψαν τις επιφυλάξεις τους.
Στα πρώτα στάδια της Σταυροφορίας οι Βενετοί δεν έδειξαν ενδιαφέρον να εμπλακούν σε συγκρούσεις με μουσουλμανικές δυνάμεις, αλλά περιορίζονταν στην προστασία του Βυζαντίου και κυρίως στην αποτροπή των ανταγωνιστών τους από την απόκτηση εμπορικών πλεονεκτημάτων.
Ωστόσο, σταδιακά η δράση τους άλλαξε. Στην πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα οι Βενετοί είχαν συμβάλει στην κατάκτηση της Σιδώνας από τους Σταυροφόρους και, σε ανταμοιβή, ο σταυροφόρος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος τούς παραχώρησε εμπορικά προνόμια στο νεοσύστατο σταυροφορικό Βασίλειο της
Ιερουσαλήμ.
Κατά την Α΄ Σταυροφορία η Βενετία κατέστη σημείο αναχώρησης για τους προσκυνητές και τους
πολεμιστές προς τους Αγίους Τόπους. Η συμμετοχή στη Σταυροφορία απέφερε στους Βενετούς ισχυρές εμπορικές βάσεις στην Ανατολή (στη Γιάφα, τη Χάιφα, την Τύρο και αλλού) και σημαντικά κέρδη είτε από εμπορικέςανταλλαγές είτε από ληστρικές επιδρομές στις ισλαμικές επικράτειες της ανατολικής Μεσογείου.
Κυρίως, όμως, εγκαινίασε τη σημαίνουσα θέση της Βενετίας στην ανατολική Μεσόγειο και την αλλαγή στις σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Χάρη στην ισχύ που απέκτησαν σε εδάφη της ανατολικής Μεσογείου, οι Βενετοί υπονόμευσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η στροφή αυτή της βενετικής πολιτικής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απροθυμία των Βυζαντινών να διατηρήσουν την προνομιακή εμπορική μεταχείριση προς τους Βενετούς, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Αλέξιος Α΄.
Συνάμα οι Βυζαντινοί κατηγορούσαν τους Βενετούς για ληστρικές πρακτικές εναντίον τους. Άλλωστε, το όριο μεταξύ πολεμικών επιχειρήσεων και λεηλασίας ήταν ρευστό. Οι Βενετοί, όπως στο παρελθόν, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν όσους απειλούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για να διατηρηθεί η ακεραιότητά της εφόσον λάμβαναν εμπορικά προνόμια. Ταυτόχρονα όμως ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν τους ίδιους τους Βυζαντινούς είτε για λάφυρα είτε για να τους αναγκάσουν να ανανεώσουν τα προνόμια της Βενετίας.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η ανάκληση των βενετικών προνομίων από τον
αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό το 1124 και η εύνοια προς την Πίζα. Σε απάντηση, οι Βενετοί κατέλαβαν βυζαντινά εδάφη και ανάγκασαν τους Βυζαντινούς να ανανεώσουν το Χρυσόβουλο. Το 1171 η ένταση κορυφώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διέταξε τη σύλληψη των Βενετών που βρίσκονταν στα εδάφη του Βυζαντίου, κατέσχεσε την περιουσία τους και κράτησε χιλιάδες Βενετούς ομήρους στην Κωνσταντινούπολη.
Η αντίδραση των Βενετών υπό τον δόγη Vitale Β΄ Michiel υπήρξε αποτυχημένη. Ο βενετικός στόλος επέστρεψε στην πόλη και ο δόγης, αντιμέτωπος με την οργή οικογενειών που τα μέλη τους βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, δολοφονήθηκε κοντά στο Παλάτι των Δόγηδων. Παρόμοια, το 1182 στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν αντικαθολικές ταραχές που οδήγησαν στη φυλάκιση και στον θάνατο Βενετών οι οποίοι διέμεναν στην πόλη.
Η εχθρότητα μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου στα τέλη του 12ου αιώνα είχε δημιουργήσει το υπόβαθρο για τη δραματική εξέλιξη της Δ΄ Σταυροφορίας.
ΦΥΣΙΚΆ ΟΙ ΒΕΝΕΤΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤ ΕΠΈΚΤΑΣΗ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΈΧΟΥΝ ΕΞΑΦΑΝΊΣΕΙ ΚΆΘΕ ΊΧΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΉΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΊΑ. ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΉΣΕΙ ΆΡΘΡΟ ΣΧΕΤΙΚΌ ΜΕ ΤΗΝ ΆΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΌΡΟΥΣ (ΜΕΤΑΞΎ ΑΥΤΏΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΏΝ)