Σαν σήμερα 21 Απριλίου 1967 έλαβε χώρα το πραξικόπημα των Απριλιανών .
Μια από τις πρώτες ενέργειες του καθεστώτος ήταν η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Το ανωτέρω ηχητικό απόσπασμα μεταδίδονταν από τα τότε ΜΜΕ (τηλεόραση-ραδιόφωνο)...
Σαν σήμερα 21 Απριλίου 1967 έλαβε χώρα το πραξικόπημα των Απριλιανών .
Μια από τις πρώτες ενέργειες του καθεστώτος ήταν η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Το ανωτέρω ηχητικό απόσπασμα μεταδίδονταν από τα τότε ΜΜΕ (τηλεόραση-ραδιόφωνο)...
Πριν ακόμα την εμφάνιση του ραδιοφώνου, ο ήχος της θεατρικής αίθουσας μπορούσε να φτάσει στα αυτιά απομακρυσμένων ακροατών μέσω της νεόκοπης τεχνολογίας του τηλεφώνου. Γαλλική πατέντα του 1881, το Théâtrophone –όπως υπήρξε η εμπορική του ονομασία στη Γαλλία– ή Electrophone –όπως μετονομάστηκε όταν μεταφέρθηκε επί βρετανικού εδάφους– μετέδιδε ζωντανά παραστάσεις κάνοντας χρήση του δικτύου της τηλεφωνίας, συνδέοντας έτσι θεατρικές αίθουσες με ειδικά διαμορφωμένους θαλάμους.
Στους θαλάμους αυτούς, οι ακροατές έκαναν χρήση ακουστικών (άλλοτε μεγαφώνων) για να ακούσουν –σε στερεοφωνικό ήχο, μάλιστα, αφού τοποθετούνταν δύο μικρόφωνα δεξιά και αριστερά της σκηνής– τη φωνή των ηθοποιών και τον ήχο της ορχήστρας από δημοφιλή μιούζικ χωλ και σημαντικές θεατρικές και μουσικές σκηνές της εποχής, όπως η Comédie Française και η Όπερα του Παρισιού στη γαλλική πρωτεύουσα, ή η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου στη βρετανική πρωτεύουσα· η βρετανική εκδοχή μάλιστα μετέδιδε ήχο και από εκκλησίες. Αρχικά, το Théâtrophone ήταν προσβάσιμο μόνο στη Διεθνή Έκθεση Ηλεκτρισμού του Παρισιού αλλά σε περίπου δέκα χρόνια οι ειδικοί αυτοί θάλαμοι τοποθετήθηκαν σε καφενεία, ξενοδοχεία αλλά και σε σπίτια.
Για να απολαμβάνει κανείς τις υπηρεσίες του Théâtrophone και το Electrophone έπρεπε να ρίχνει κέρμα σε μια σχισμή ή να είναι συνδρομητής. Ενώ αρχικά προσφερόταν σύνδεση αποκλειστικά εντός των ορίων της κάθε πρωτεύουσας, γρήγορα το δίκτυο έφτασε να είναι σε θέση να καλύψει μεγαλύτερες αποστάσεις (π.χ. Λοδίνο-Παρίσι). Το Théâtrophone και το Electrophone υπήρξαν δημοφιλή μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1930, λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση του ραδιοφωνικού θεάτρου (Crook 1999: 15-20· Méadel 1990).
Σε κάθε περίπτωση, το Théâtrophone στάθηκε κομβικό στη γνωριμία και εξοικείωση των ακροατών με την ηχητική πλευρά τουθεάτρου, αν και, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, δεν πρόσφερε τίποτα καινούργιο σε επίπεδο δραματουργίας.
Πηγή:
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΗΧΗΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΕ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ,ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Να σημειώσω ωστόσο ότι η έννοια του μεσαίωνα δεν αρμόζει στη βυζαντινή πραγματικότητα, παρά μόνο ως χρονική αναφορά σχετικά με τη Δύση, και αυτό γιατί το Βυζάντιο, αντίθετα από τον δυτικό ρωμαϊκό κόσμο, δεν έπαψε ποτέ:
1) να χρησιμοποιεί μία από τις δύο κλασικές γλώσσες - εννοώ βέβαια την ελληνική, αλλά ως τον Ηράκλειο και τη λατινική,
2) δεν άσκησε ποτέ εμπόριο ανταλλακτικό, αφού από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήδη διέθετε νόμισμα, βασισμένο μάλιστα στη ρήτρα χρυσού -εννοώ το περίφημο υπέρπυρο- και δεδομένου ότι
3) συνέχισε θεσμικά να έχει ο ηγέτης του κράτους τον αυτοκρατορικό τίτλο, τον οποίο μπορούσε να διεκδικήσει ο κάθε άξιος πολίτης και όχι μόνο οι άρρενες απόγονοι, όπως συνέβαινε με τους «ρήγες» των βαρβαρικών βασιλείων.
Έτσι, όταν μιλάμε για μεσαίωνα στο Βυζάντιο εννοούμε την εποχή της συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας λόγω της αραβικής προόδου στην Ανατολή και των σλαβικών διεισδύσεων και εισβολών στην Ευρώπη - εποχή που είναι άλλωστε γνωστή και με το όνομα «Σκοτεινοί χρόνοι»: εκτείνεται grosso modo από τα μέσατου 7ου αιώνα ως τα μέσα σχεδόν του 9ου αιώνα, από το τέλος δηλαδή της βασιλείας του Ηρακλείου ως την αποκατάσταση της ορθοδοξίας (843) και ειδικότερα ως την ανάρρηση του Βασιλείου Α' του Μακεδόνα (867) που εγκαινιάζει την πρώτη βυζαντινή αναγέννηση.
Η επιταγή που φέρει την υπογραφή του Λόρδου Βύρωνα εξαργυρώθηκε στη Μάλτα, με τη μορφή ασημένιων ισπανικών δολαρίων, τα οποία μεταφέρθηκαν σε μπαούλα στο Μεσολόγγι...
Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/stories/elliniki-epanastasi-4000-lires-lordoy-byrona-gia-ellada
«Τι λένε οι πνευματικοί μας άνθρωποι για την αστυνομική βία και την αστυνομοκρατία»; Είναι δυνατόν να αδιαφορούν μπροστά στο δράμα της κοπέλας που ήθελε να φάει ξύλο και οι αστυνομικοί δεν καταδέχθηκαν να την αγγίξουν; Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν αργούν. Διαπραγματεύονται με την αλήθεια και τη δημοκρατία ολημερίς και οληνυχτίς και καταθέτουν το απόσταγμα της φαιάς τους ουσίας για το καλό όλων μας.
Μπροστάρης τους η Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Εβγαλε μια ανακοίνωση για να καταδικάσει τη βίαιη εκκένωση της κατάληψης στο πανεπιστήμιο. Παραθέτει, μάλιστα, και ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, το οποίο αποκαλύπτει τον ύπουλο τρόπο με τον οποίο έδρασαν οι δυνάμεις καταστολής. «Κι ήθελε ακόμη… Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει». Ναι, όντως, ήταν έξι το πρωί και δεν είχε ακόμη ξημερώσει όταν οι βάρβαροι αστυνομικοί ανάγκασαν τους καταληψίες να σηκωθούν, χωρίς καν να έχουν τη λεπτότητα να τους προσφέρουν έναν καφέ. Με όλον τον σεβασμό στον Αναγνωστάκη. Είναι όμως η μοίρα των καλών ποιητών. Αν το έργο τους επιζήσει μετά τον βιολογικό τους θάνατο, δεν ξέρουν σε ποια χέρια θα πέσει.
Επεται ανακοίνωση του κοσμήτορα της Φιλοσοφικής, κ. Δημήτρη Μαυροσκούφη. «Είμαι θυμωμένος. Πολύ θυμωμένος». Γιατί; Επειδή τον ξύπνησαν αξημέρωτα; Οχι. Αυτός βλέπει πιο μακριά. Ο νους του είναι πολιτικός. Πώς ήταν ο νους του Δημοσθένη; Κάπως έτσι. Αυτός, λοιπόν, διαβεβαιώνει ότι οι «καταληψίες του κτιρίου της Διοίκησης είχαν αποφασίσει από χθες το βράδυ τη λήξη της» – είναι τα ελληνικά κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Λοιπόν, είχαν αποφασίσει τη λήξη της, αλλά όχι από τα ξημερώματα. Κάτσε να πάει μεσημέρι. Οπως έμαθα, κάθε «χθες βράδυ», για όσες μέρες κράτησε η κατάληψη, οι καταληψίες αποφάσιζαν τη λήξη. Το έλεγαν και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. κοσμήτορας είδε αστυνομική βία στην εκκένωση, αλλά δεν είδε το αχούρι που άφησαν πίσω τους οι καταληψίες. Τόση εντιμότητα πώς να την αντέξεις;
Τελευταίον άφησα τον κ. Μυλόπουλο. Πρώην πρύτανη, πρώην Σπίθα, κάτι ΣΥΡΙΖΑ γενικώς, κυρίως όμως άνθρωπο ευαίσθητο, ρέκτη των δικαιωμάτων. Αυτός βλέπει το πρώτο «αστυνομοκρατούμενο πανεπιστήμιο της Ευρώπης». Θα ξεχνούσα και εκείνον τον άλλον που προσφέρθηκε να συλληφθεί στη θέση των συλληφθέντων. Τις προάλλες συμπαραστάθηκα στη δυστυχισμένη κοπέλα που εκλιπαρούσε τους αστυνομικούς να τη δείρουν. Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να συμπαρασταθεί σε όλους αυτούς. Να δείχνουμε κατανόηση στο πρόβλημά τους; Να τους χαϊδεύουμε ανάμεσα στα μάτια; Με τον γάτο μου τον Λουδοβίκο πιάνει. Ομως αυτός δεν είναι κοσμήτορας.
Πηγή: Καθημερινή
Υπάρχουν δύο κείμενα του Ιωάννη Μεταξά, δημοσιευμένα με το ημερολόγιό του από το 1960-64, που θα έπρεπε να είναι πασίγνωστα – αν η χώρα είχε εκπαιδευτικό σύστημα αντάξιό της. Το ένα είναι η εμπιστευτική ομιλία του στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου στις 30 Οκτωβρίου 1940, στην οποία εξήγησε διεξοδικά το «Οχι» του. Όποτε την επικαλούμαι, οι περισσότεροι ξεσπούν ότι δεν είχαν ιδέα…
Η εφημερίδα Σκριπ παραπληροφορει σχετικά με την εξέλιξη των επιχειρήσεων... |
Το άλλο κείμενο είναι η επίσης λεπτομερέστατη καταγραφή δύο συνομιλιών που είχε ο Μεταξάς στις 25 και 29 Μαρτίου 1921 με την ηγεσία του Αντιβενιζελισμού: Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και Νικόλαο Θεοτόκη. Παρών ήταν και ο στρατιωτικός Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, παλιός του συνάδελφος στο Επιτελείο. Ο Μεταξάς είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας όσων ειπώθηκαν και γι’ αυτό ασχολήθηκε δύο μήνες με την αναλυτική καταγραφή τους.
Μόλις είχε σχηματιστεί, επιτέλους, κυβέρνηση Γούναρη, με υπουργό Οικονομικών τον Πρωτοπαπαδάκη και υπουργό Στρατιωτικών τον ανίδεο Θεοτόκη. Θορυβημένοι από την ήττα της Στρατιάς Μικράς Ασίας στο Εσκί Σεχίρ, αυτοί προσπάθησαν μάταια να φορτώσουν στον Μεταξά την ουσιαστική ευθύνη για τη διεξαγωγή ενός πολέμου στον οποίο ήταν αντίθετος από το 1915.
Με απαράμιλλη και αμείλικτη διαύγεια, ο Μεταξάς επέμεινε ξανά και ξανά ότι ο πόλεμος με τους Τούρκους δεν μπορούσε ποτέ να κερδηθεί οριστικά. Οι Τούρκοι «απέδειξαν ότι έχουν όχι θρησκευτικόν, αλλά εθνικόν αίσθημα. Και εννοούν να παλαίσουν υπέρ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των, ακριβώς δια τα αυτά πράγματα, υπέρ των οποίων ηγωνίσθημεν και ημείς κατ’ αυτών». Πρόκειται για «ένα λαόν αγωνιζόμενον υπέρ της υπάρξεώς του. Αυτός θα εύρη πάντοτε ανθρώπους να τον οδηγήσουν. Την απώλειαν της Σμύρνης και της ενδοχώρας αισθάνονται ως καιρίαν εθνικήν απώλειαν και αρχήν διαλύσεως της πατρίδος των». Ακόμη και αν ο Κεμάλ ηττημένος υπέγραφε τελικά τη Συνθήκη των Σεβρών, θα βρίσκονταν αργά ή γρήγορα άλλοι ηγέτες να αρχίσουν νέο εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Αλλά η Ελλάδα δεν μπορούσε να παραμένει διαρκώς επιστρατευμένη. Ηδη, άλλωστε, οι δυνάμεις της ήσαν τελείως ανεπαρκείς.
Οι συνομιλητές του δεν ήσαν καν σε θέση να κατανοήσουν όσα τους έλεγε. Οταν ο Μεταξάς συμβούλεψε να ξεχάσουν τις επιθετικές ενέργειες, να οχυρώσουν τα σύνορα της Συνθήκης των Σεβρών και να περιοριστούν στην άμυνα, ο Πρωτοπαπαδάκης απάντησε ότι για αμυντικό πόλεμο χρειάζονταν 17 μεραρχίες! Ετσι τους έλεγαν «οι στρατιωτικοί» (χωρίς να κατονομάζονται). Εξερράγη ο Μεταξάς: «Και χρειαζόμεθα μόνον 5 δια τον επιθετικόν;!» Ο Πρωτοπαπαδάκης παραδεχόταν ότι τα υπάρχοντα τουφέκια μάνλιχερ και λεμπέλ δεν ξεπερνούσαν τις 100.000 και μόλις έφταναν για τους ήδη επιστρατευμένους. Δεν μπορούσε λοιπόν να συμπληρωθεί η επιστράτευση, αλλά ούτε και ο οπλισμός, ελλείψει χρημάτων. Υπήρχαν χρήματα για μόλις δύο με τρεις μήνες… Γι’ αυτό βιάζονταν να νικήσουν τελειωτικά!
Από την πλευρά του ο Θεοτόκης παραδεχόταν με απίστευτη ελαφρότητα την ασχετοσύνη του ως υπουργού Στρατιωτικών, προκαλώντας στον Μεταξά έκρηξη οργής. Κλαιγόταν ο Θεοτόκης: «Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε από αυτά τα πράγματα. Πώς θα λύσω ζητήματα που δεν έχω ιδέαν;». Υστερα: «Δέξου, καημένε Μεταξά, να αναλάβης. Κάμε αυτό το beau geste». Εφτασε μάλιστα στο σημείο να αναρωτηθεί φωναχτά μήπως έπρεπε να παραιτηθεί και να πάρει τη θέση του ο Μεταξάς.
Αυτή ήταν πράγματι η μία και μοναδική θέση που ήταν έτοιμος να αποδεχθεί ο Μεταξάς. Ως υπουργός Στρατιωτικών, θα είχε τον πλήρη έλεγχο του στρατού και των επιχειρήσεων, επιβάλλοντας τις δικές του απόψεις. Αλλά ούτε ο Θεοτόκης το πρότεινε ούτε ο Γούναρης το διανοήθηκε, αφού γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να χειραγωγήσει τον Μεταξά. Ετσι, τον πίεσαν οι τρεις επί πολλές ώρες με απίστευτες κουτοπονηριές, απειλές και προσβολές που τον εξαγρίωσαν – χωρίς ποτέ να του προσφέρουν αυτό που θα δεχόταν. Ελεγαν μάλιστα αναφανδόν ψέματα, αφού τη θέση αρχηγού του Επιτελείου που πρότειναν στον Μεταξά την είχαν ήδη δώσει στον Βίκτωρα Δούσμανη! Υπολόγιζαν όμως ότι ο Μεταξάς θα δεχόταν τελικά να ξαναγίνει υφιστάμενός του…
Για τους συνομιλητές του Μεταξά, καθοριστικός παράγοντας ήταν η κομπλεξική στάση τους απέναντι στον Βενιζέλο και ο τρόμος για το ενδεχόμενο επανόδου του. Ηθελαν να αποδείξουν σε όλους (ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία) ότι θα τα καταφέρουν εξίσου καλά ή και καλύτερα από τον Βενιζέλο. Είπε απερίφραστα ο Γούναρης για τη Μικρασιατική Εκστρατεία: «Δεν ήτο ποτέ πολιτική μας. Ο Βενιζέλος μάς έφερεν εκεί. Τον πόλεμον τον εύρομεν». Ωστόσο: «Πολιτικήν δεν δυνάμεθα να αλλάξωμεν, είμεθα υποχρεωμένοι να εξακολουθήσωμεν τον πόλεμον μέχρι τέλους, έστω και αν κινδυνεύσωμεν να καταστραφώμεν. Αλλως οι Αγγλοι θα παύσουν να μας θεωρούν ως σοβαρόν Εθνος… Πρέπει να αποδείξωμεν ότι είμεθα Εθνος, επί του οποίου δύναται να υπολογίζη μία Μεγάλη Δύναμις».
Ο μεγάλος φόβος
Αντίστροφα, τους κατείχε ο φόβος ότι τυχόν απαγκίστρωση εκ μέρους τους από τη Μικρά Ασία θα επέφερε μοιραία την πτώση τους και την επιστροφή του μισητού εχθρού. Μιλώντας για τον κίνδυνο να επανέλθει ο Βενιζέλος αν αυτοί αποτύχουν, ο Γούναρης έφτασε στο σημείο να επικαλεστεί τα εντελώς ατομικά τους συμφέροντα: «Εμέ προσωπικώς τι με μέλει; Ενας άνθρωπος είμαι. Δεν έχω παρά να πάρω τον δρόμον μου οπουδήποτε. Αλίμονον σε σας που έχετε δεσμούς και περιουσίαν». Ο Γούναρης εννοούσε ότι ήταν ανύπαντρος και δεν είχε οικογένεια («δεσμούς») όπως οι άλλοι. (Δεν μετρούσε, όπως φαίνεται, ο δεσμός του με την Ασπασία Νάζου, ίσως επειδή αυτή θα τον συνόδευε.) Μπροστά σε τόσο απροκάλυπτη επίκληση της ιδιοτέλειας, ξέσπασε ο Μεταξάς: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;».
Ωστόσο, το παθολογικό τυφλό μίσος για τον Βενιζέλο δεν συνοδευόταν από αληθινή αφοσίωση στον βασιλέα Κωνσταντίνο, στον οποίο ο Γούναρης όφειλε εξ ολοκλήρου την ανάδειξή του ως ηγέτη του Αντιβενιζελισμού. Αυτός και η κυβέρνησή του ήσαν ήδη αποφασισμένοι να εκμεταλλευθούν το γόητρο του Κωνσταντίνου, δημιουργώντας την πλαστή εντύπωση ότι τάχα αναλάμβανε ξανά «αρχιστράτηγος» με το επιτελείο του των Βαλκανικών Πολέμων.
Μάταια τόνισε ο Μεταξάς ότι, πέρα από τη συνταγματική ανωμαλία και τη σύγχυση ευθυνών, ο βαριά άρρωστος Κωνσταντίνος «δεν είναι εις θέσιν να διεξαγάγη αυτό το έργον. Δεν δύναται να εξασκήση αυτήν την διοίκησιν». Ο Γούναρης ήταν αμετάπειστος: «Ο κόσμος βρίσκεται εν αγωνία και θέλει τον Βασιλέα επικεφαλής. […] Και ο Βασιλεύς πρέπει να τεθή επί κεφαλής, εν ανάγκη πρέπει και να θυσιασθή ο Βασιλεύς υπέρ του Εθνους!» Δηλαδή, πλήρης αντιστροφή σε σχέση με την ιεράρχηση που έκανε ο ίδιος άνθρωπος το 1915-17, συμβάλλοντας τότε καθοριστικά στην εκδήλωση και παγίωση του Εθνικού Διχασμού.
Μετά αυτό το πολύωρο «ξέσχισμα», όπως το ονομάζει, ο Μεταξάς ένιωσε ότι δεν τον ένωνε πλέον τίποτε με τους άλλους. «Είμαι ευχαριστημένος ότι αντέστην. Μέσα μου όμως μελαγχολώ διότι χωρίζομαι με όλους». Τον βασάνιζε, ωστόσο, η σκέψη ότι είχε αρνηθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του ξανά. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, έγραφε στις 6 Φεβρουαρίου 1922: «Πώς χειροτερεύει η εθνική μας κατάστασις! Τι ειμπορούσα να κάμω; τίποτε· μόνον να θυσιασθώ και εγώ με ανθρώπους τους οποίους εθεώρουν απατεώνας, και δια υπόθεσιν εις την οποίαν δεν είχα καμίαν πίστιν». Ενιωθε όμως και «χαιρεκακία» για την αποτυχία των «απατεώνων»… Από την πλευρά του, ο Γούναρης είχε φτάσει στο σημείο να τον απειλεί απερίφραστα με «λυντσάρισμα» και ότι «θα του σπάση το κεφάλι».
Οταν πια ξέσπασε, μετά την Καταστροφή, το στρατιωτικό κίνημα με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά (η «Επανάσταση του 1922»), ο Μεταξάς βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Δεν είχε κανένα δισταγμό να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στον βασιλέα Κωνσταντίνο, ως πολιτικός πλέον. Σ’ αυτόν ανέθεσε ο Κωνσταντίνος να συντάξει την επιστολή παραίτησης και το αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του. Χώρισαν κατασυγκινημένοι, με τον Μεταξά να κλαίει.
Αλλά δεν μπορούσε να προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των Εξι (και των άλλων δύο, που δεν εκτελέστηκαν). Οπως γράφει ο Γρηγόριος Δαφνής, είχε ασκήσει ο Μεταξάς τόσο οξεία δημόσια κριτική στις κυβερνήσεις της περιόδου 1920-22 «ώστε μόνη αυτή θα ήτο αρκετή δια να στηρίξη κατηγορητήριον». Δεν τεκμηριώνεται ωστόσο ο ισχυρισμός του Δαφνή ότι ο Μεταξάς, για να γίνει αυτός ηγέτης του Αντιβενιζελισμού, συνέβαλε όσο μπορούσε στην εκτέλεση των Εξι. Αν ίσχυε αυτό, αρκούσε να καταθέσει ως μάρτυρας απλώς τις συνομιλίες του 1921, όπως τις είχε καταγράψει…
Ο Μεταξάς ασφαλώς βρέθηκε σε δίλημμα εάν όφειλε να παρέμβει στη δίκη. Δεν αδιαφόρησε πάντως. Απέφυγε να καταθέσει ως μάρτυρας, αλλά ζήτησε από τον πρωθυπουργό Κροκιδά να έχουν οι κατηγορούμενοι δικαίωμα έφεσης στη μελλοντική Εθνοσυνέλευση. Ο Κροκιδάς όμως ήταν ανίσχυρος, όπως έδειξε και η παραίτησή του. Ο Μεταξάς δεν μπορούσε πλέον παρά να γράψει, μετά την εκτέλεση: «Τουλάχιστον εφάνησαν ανδρείοι».
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι ιστορικός, τ. καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Καθημερινή
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε θα σας παρουσιάσω τον Κοριό του Μαγιακόφσκι ένα αρκετά ενδιαφέρον έργο από πολλές απόψεις.
Το έργο γράφτηκε το 1929, και πρόκειται για μια φαντασμαγορική κωμωδία σε εννέα εικόνες.
Στην Ελλάδα και το έργο παρουσιάστηκε στην σκηνή πρώτη φορά από το θέατρο «Προσκήνιο» τον Ιανουάριο του 1971 σε μετάφραση και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού μαζί με το τελευταίο έργο του συγγραφέα το «Χαμάμ» ή «Λουτρό» γραμμένο το 1930. Τον Δεκέμβριο του 1984 το «Θέατρο Καισαριανής» ανέβασε τον «Κοριό» σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου και σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Ένα χρόνο αργότερα ο ίδιος θίασος (με κάποιες αλλαγές στη διανομή) ηχογράφησε το έργο στα studio της Ε.ΡΑ. Η πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1985 από την εκπομπή «Μικρή Αυλαία».
Υπόθεση:
1929. Βρισκόμαστε σε ένα κρατικό κατάστημα, σε μια πόλη της κεντρικής Ρωσίας το Tambov. Ο IvanPrisypkin που έχει αλλάξει το όνομα του σε Pierre Skripkin, μέλος του Κόμματος, αγρότης, και τώρα ο αρραβωνιαστικός της Elzevir Davidovna συνοδεύει τη μητέρα της, Rosalie Pavlovna, και έναν ιδιοκτήτη γειτονικού σπιτιού τον Oleg Bard, σε ένα ξεφάντωμα αγορών στο πλαίσιο της προετοιμασίας για το γάμο.
Οι πωλητές διαλαλούν τα εμπορεύματά τους, και ο Prisypkin αγοράζει τα πάντα, γιατί στο σπίτι του πρέπει να υπάρχει αφθονία. Η μέλλουσα πεθερά ανησυχεί για τη φιγούρα ενώ ο Bard υποστηρίζει την υπερβολή του Prisypkin, επισημαίνοντας, ότι ο θρίαμβος της νικηφόρας προλεταριακής τάξης πρέπει να συμβολίζεται από μια γοητευτική, κομψή, και ταξική συνείδηση του γάμου. Ο Prisypkin έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με Zoya Beryozkina, πρώην φίλη του, που απαιτεί μια εξήγηση για την εγκατάλειψη της τη στιγμή μάλιστα που είναι έγκυος...
Σε έναν ξενώνα για τους νέους εργαζόμενους, υπάρχει ζωηρή συζήτηση για τον επικείμενη γάμο του Prisypkin και για την βαθιά αλλαγή της συμπεριφοράς του. Πολλοί επικρίνουν την αλλαγή της συμπεριφοράς του ως προδοτική προς την κοινωνική του τάξη. Ορισμένοι εργαζόμενοι, ωστόσο, θεωρούν πως αυτοί που τώρα τον κατηγορούν το κάνουν από ζήλια, σημειώνοντας ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα έκαναν το ίδιο πράγμα, αν είχαν την ευκαιρία.
Ο γάμος θα γίνει αλλά μια φωτιά θα κάψει τους πάντες και τα πάντα. Ο χρόνος κυλά και πολλά χρόνια μετά σε μια άλλη προηγμένη εποχή οι επιστήμονες θα κάνουν μια μεγάλη ανακάλυψη....
Ορισμένα επιπλέον στοιχεία για το έργο και τον συγγραφέα:
Πρόκειται για ένα αντιγραφειοκρατικό σατυρικό θεατρικό έργο, που άσκησε έξυπνη και σπουδαία κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατεία. Η σατιρική κριτική ασκείται μέσα σε ένα ¨καφκικό¨ περιβάλλον που διαμορφώνουν οι καταπιέσεις του καθεστώτος.
Ήταν μεγάλο δεινό ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός...
Ο ίδιος ο συγγραφέας είπε για το έργο:
¨Το υλικό που επεξεργάστηκα και πέρασα στην κωμωδία αυτή, προέρχεται από ένα βουνό στοιχείων για τους μικροαστούς. Αυτό το υλικό το μάζεψα απ' όλες τις μεριές, τον καιρό που δούλευα στον τύπο, στην δημοσιογραφία και κύρια στην "Κομσομόλσκαγια Πράβντα" [Βλ. Μαγιακόφσκι (1929)]
Ενώ ο σπουδαίος συνθέτης Δημήτρι Σοστάκοβιτς είπε σχετικά με το έργο:
"Σαν ήμουν έτοιμος ν' αρχίσω τη δουλειά, με ρώτησε ο Μαγιακόφσκι: "Σας αρέσουν οι μπάντες των πυροσβεστών;" Τ' απάντησα πώς μ' αρέσουν μερικές φορές, αλλ' όχι πάντα. Και τότε μου 'πε, πως τ' αρέσει υπερβολικά η μουσική των πυροσβεστών και πώς πρέπει να προσπαθήσω να γράψω για τον "Κοριό" μουσική πολύ απλή, σαν εκείνη που παίζουν οι μπάντες των πυροσβεστών."[Δ. Σοστάκοβιτς (1940)]
Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε ο επίσημος Ποιητής της Οκτωβριανής επανάστασης, παρόλαυτα η ιδεολογική κομμουνιστική καθαρότητα των κειμένων του, όπως διαπιστώνουμε και στον Κοριό αμφισβητήθηκε από το κομματικό κατεστημένο της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Μαγιακόφσκι τελικά αυτοκτόνησε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες..
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Ραδιοσκηνοθεσία: Νίκος Χαραλάμπους
Μουσική Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Ρύθμιση ήχου: Δημήτρης Πουλόπουλος
Παραγωγή: Βίκυ Μουδρέα
Παίζουν οι ηθοποιοί του Θεάτρου Καισαριανής:
Θανάσης Θεολόγης, Έφη Καλογεροπούλου, Σταύρος Καρακώστας, Σπύρος Κωνσταντινίδης, Ιλιάνα Παναγιωτούνη, Μελίνα Παπανέστορα, Ανδριανή Τουντοπούλου, Έρση Κούτσικου, Μαίρη Σαουσοπούλου,
Σωτήρης Χατζάκης, Γιάννης Χριστογιάννης.
Επιμέλεια εκπομπής: Μάρα Καλούδη.
Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι GLOB TV:
Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...