Eχουν ένα καλό οι κρίσεις. Αποκαλύπτουν τις κρυμμένες, αλλά όχι κρυφές, παθογένειες, αυτές που σε «φυσιολογικούς καιρούς» θεωρούνται πολύ μικρές για να τις λάβουμε υπόψη. Για παράδειγμα, έπρεπε να έρθει η ουσιαστική χρεοκοπία του 2009 για να αντιληφθούμε ή έστω να προσέξουμε την ποικιλία των επιδομάτων στον μπαχτσέ του Δημοσίου. Βεβαίως δεν μπορούμε να πούμε ότι το «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» χρεοκόπησε την ελληνική οικονομία. Ηταν όμως μία από τις πολλές μικρές ψηφίδες που κατά καιρούς συναρθρώνονται με εντελώς τυχαίο τρόπο, για να γίνει το μεγάλο μπαμ. Είδαμε όλα εκείνα που προσπερνούσαμε με το ρωμαίικο «έλα, μωρέ, τώρα…», σαν τους κρίκους μιας αλυσίδας που μας οδήγησαν σε μια πρωτοφανή κρίση.
Υπό αυτήν την έννοια δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι (τρομάρα μας!) «εραστές της ελευθερίας», οι αρνητές της πανδημίας, αφήνουν σκουπιδότοπους ύστερα από κάθε συγκέντρωσή τους. Εδώ σκουπιδαριό βρίσκουμε σε κάθε μονοπάτι της Πάρνηθας, όπου συχνάζουν φυσιολάτρες, και σε κάθε απομονωμένη παραλία της χώρας, δεν θα γίνει χωματερή μια πλατεία στην οποία συγκεντρώνονται εκείνοι των οποίων ο τράχηλος ζυγό της πανδημίας δεν υπομένει; Και πάλι καλά να λέμε, που οι απόγονοι του ’21 απλώς ουρούν στα βάθρα των αγαλμάτων. Οι πιο επαναστάτες θα τα έσπαζαν για να κάνουν τα μάρμαρα πολεμοφόδια. Γιατί να μην το κάνουν; Ετσι κι αλλιώς ο διάχυτος λαϊκισμός δικαιολογεί τα πάντα. Τα πρωινάδικα της TV, εκεί όπου του λαού τα ντέρτια λένε κι όσο τραγουδάνε κλαίνε, πέρασαν από τη «δίκαιη οργή» στη «δίκαιη αγανάκτηση», για να καταλήξουν στη «δίκαιη κούραση».
Στον δημόσιο διάλογο που διαφέντεψε επί μακρόν η Αριστερά, η κοινωνία είχε κεντρικό ρόλο. Κάθε συζήτηση ξεκινούσε από αυτή και πολλάκις τελείωνε εκεί. Και να ρητορείες για τα «κοινωνικά δικαιώματα» που είναι απαράγραπτα, και να η «κοινωνική συνοχή» που απειλείτο από την περικοπή του επιδόματος προθέρμανσης αυτοκινήτου, και να η «κοινωνία» που –δικαίως– οργίζεται, αγανακτεί, εξεγείρεται, κουράζεται κ.λπ. Είναι απορίας άξιον πώς, με τόση διδαχή περί του κοινωνικώς επιθυμητού, εμφανίζεται τέτοιο μέγεθος αδιαφορίας για το κοινό μας περιβάλλον στην Πάρνηθα, στις παραλίες, στην Κυψέλη κ.α. Πώς γίνεται σε μια χώρα όπου όλοι αγανακτούν (μην παραλείψουμε το «δικαίως») με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, επειδή είπε ότι «κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα, οι άνδρες, οι γυναίκες και οι οικογένειές τους», να υπάρχει τέτοιο μέγεθος γαϊδουριάς ως προς τους πιο ευάλωτους, που είναι οι ηλικιωμένοι και οι έχοντες χρόνιες παθήσεις;
Μια Γαλλίδα είχε πει «δημοκρατία είναι το όνομα που δίνουμε στον λαό, όταν τον χρειαζόμαστε». Κάτι ανάλογο ισχύει και στην Ελλάδα. Κοινωνία είναι το όνομα που αναφέρουμε όταν θέλουμε κάποιο κρατικό βοήθημα…