Οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια της 3ης βουλγαρικής κατοχής σε Μακεδονία και Θράκη, υιοθέτησαν μια σειρά από πολιτικές τρομοκράτησης και εκφοβισμού του πληθυσμού καθ' όλη την διάρκεια της κατάληψης με σκοπό τον εκβουλγαρισμό του.
Αντικατέστησαν όλες τις υπηρεσίες με βουλγαρικές, απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, στον δρόμο, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις πινακίδες με τις διευθύνσεις και τις επιγραφές των καταστημάτων. Πολλά αρχαία μνημεία καταστράφηκαν διότι έφεραν στις επιγραφές τους στην ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιούσαν καθημερινή σωματική βία και τουφεκισμούς και αυτό προκύπτει από μαρτυρίες επιζώντων ή συγγενών των θυμάτων. Πολλοί είναι οι δηλωμένοι από τους συγγενείς τους φονευθέντες αγρίως από τους Βουλγάρους κατακτητές την περίοδο 1941-1944 στον Ν. Ροδόπης. Άγνωστος είναι και ο αριθμός των θανόντων από πείνα, κακουχίες και αναίτιους ξυλοδαρμούς.
Όσοι Έλληνες είχαν μια επιχείρηση υποχρεώνονταν να πάρουν Βούλγαρο συνέταιρο. Τα ζώα που σφάζονταν και η αγροτική παραγωγή παραδίδονταν στον βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του. Όποιοι Έλληνες αναγνώριζαν τη βουλγαρική κατοχή και έπαιρναν τη βουλγαρική υπηκοότητα απαλλάσσονταν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν τη βουλγαρική κατοχή και οι οποίοι με την αποχώρηση του κατοχικού στρατού έφυγαν και αυτοί. Οι φόροι για τους Έλληνες αυξήθηκαν κατά 100% και κάθε οικογένεια Ελλήνων είχε δικαίωμα να καλλιεργεί μόνο 10 στρέμματα.
Οι Έλληνες για να εξασφαλίσουν κρυφά κάτι για να φάνε "έκλεβαν" από το χωράφι τους λίγο σιτάρι και με ένα χειρόμυλο, βάσει προφορικών μαρτυριών, αλέθανε τα σιτάρι για να κάνουν αλεύρι για ψωμί. Άλλοτε μάζευαν βελανίδια, τα αλέθανε και έκαναν ψωμί, όμως το αποτέλεσμα ήταν να πρηστούν και να έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας.
Οι Βούλγαροι έκαναν έλεγχο στα σπίτια χριστιανών και μουσουλμάνων και αν κάποιος είχε κρυμμένα τρόφιμα η τιμωρία ήταν πολύ σκληρή. Έχει αναφερθεί και θάψιμο ζωντανών ανθρώπων, όπως το πέταμά τους και κλείσιμο σε πηγάδι χωριού. Στα καταστήματα ψώνιζαν μόνο Βούλγαροι και τρόφιμα με δελτίο έπαιρναν μόνο όσοι είχαν βουλγαρικά ονόματα.
Στους ήρωες του νομού Ροδόπης ανήκουν και οι 29 εκτελεσθέντες από το χωριό της Ξυλαγανής (παλαιό βουλγάρικο χωριό με το όνομα Κουσλανλί), πρόσφυγες όλοι από εδάφη που κυρίως κυρίευσε η Βουλγαρία. Η απόφασή τους να πλαισιώσουν τις αντιστασιακές ομάδες όπου δρούσαν στη Θράκη τους οδήγησε στη μετέπειτα σύλληψη, τον βασανισμό και την εκτέλεσή τους. (Συνολικά στον νομό εκτελέσθηκαν 59 άτομα λόγω συνεργασίας τους με τους αντάρτες)
Όλη την αγροτική παραγωγή οι Ξυλαγανιώτες την παρέδιδαν στις βουλγαρικές αρχές και τα πάντα ήταν ελεγχόμενα και με κουπόνι.
Τα κυνηγητικά όπλα των Ξυλαγανιωτών παραδόθηκαν στην βουλγαρική αστυνομία. Η απόκρυψη όπλου ήταν έγκλημα και τα βασανιστήρια θανατηφόρα (κόψιμο αυτιών, βγάλσιμο ματιών). Πολλοί Ξυλαγανιώτες υπηρέτησαν στον βουλγαρικό στρατό ως Ντουρντουβάκια, δηλαδή στα τάγματα καταναγκαστικών έργων. Κάθε μέρα υπήρχε αγγαρεία για διάφορα καταναγκαστικά έργα. Ο δρόμος Ξυλαγανής μέχρι Κομοτηνή (17 χλμ.) είχε στρωθεί με τσακισμένη άσπρη πέτρα, σε μέγεθος μιας παλάμης για να μην λασπώνει, με καθημερινή εργασία δεκάδων Ξυλαγανιωτών.
Πηγές:
-Αρθρα και μαρτυρίες από τοπικές εφημερίδες, από προσωπική συλλογή και τον ΓΑΚ Ροδόπης
-Η μαύρη Βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Στη φωτογραφία καταστημα στην Κομοτηνή με βουλγαρική επιγραφή.
Η οικογένεια των Σκληρών καταγόταν από τη Μικρά Ασία και ήταν αρμενικής προέλευσης. Για τη γενέτειρά τους έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τη μία, οι Σκληροί κατάγονταν από την περιοχή της Μικράς Αρμενίας,ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, κατάγονταν από το θέμα Σεβαστείας.Η οικογένεια εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο στις αρχές του 9ου αιώνα, ωστόσο πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η ιστορία της ξεκινά πολύ νωρίτερα, καθώς τότε συγκαταλεγόταν ήδη στις γνωστές αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας. Ο 9ος αιώνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το στάδιο της μετεξέλιξης των Σκληρών σε μία από τις ισχυρότερες οικογένειες της στρατιωτικής αριστοκρατίας στην αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Βασιλείου Α΄ οι Σκληροί είχαν ευνοϊκή μεταχείριση, η οποία έθεσε τα θεμέλια της μετέπειτα πρωταγωνιστικής παρουσίας τους στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα. Ο 10ος αιώνας αποτέλεσε την περίοδο κατά την οποία η οικογένεια βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και τα πλέον γνωστά μέλη της, όπως ο Πανθήριος Σκληρός, δομέστικος των σχολών επί Ρωμανού Α΄, και κυρίως ο Βάρδας Σκληρός, ο στρατηλάτης Ανατολής επί Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή, ανήλθαν στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή. Μετά τη σύγκρουση της οικογένειας με τη μακεδονική δυναστεία, στο απόγειο της δράσης της οικογένειας (τελευταίο τέταρτο 10ου αιώνα), οι Σκληροί συνέχισαν και κατά τον 11ο αιώνα να διατηρούν τη σημαντική θέση τους στους αριστοκρατικούς κύκλους και να διακρίνονται σε στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Από το 12ο αιώνα όμως αρχίζουν να χάνονται σταδιακά από το προσκήνιο και οι αναφορές που βρίσκουμε στις πηγές την περίοδο των Παλαιολόγων καταδεικνύουν ότι η οικογένεια κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο διατήρησε την πρόσβασή της σε πολιτικά αξιώματα, αλλά είχε χάσει την περίοπτη θέση που κατείχε στην πολιτική σκηνή πριν από τους Κομνηνούς.
Η πρώτη αναφορά σε εκπρόσωπο της οικογένειας των Σκληρών στις πηγές γίνεται στις αρχές του 9ου αιώνα. Πρόκειται για κάποιο Σκληρό, ο οποίος το 805 ήταν στρατηγός του θέματος Πελοποννήσου. Την περίοδο αυτή, ωστόσο, η οικογένεια συγκαταλέγεται ήδη στις σημαντικές αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας. Το 811 αναφέρεται και ένας δεύτερος Σκληρός, ονόματι Λέων, επίσης στρατηγός του θέματος Πελοποννήσου, ο οποίος διορίστηκε στη θέση αυτή μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (811-813) και μπορεί να ήταν γιος ή ανιψιός του προκατόχου του στο αξίωμα αυτό. Στα μέσα του 9ου αιώνα αναφέρεται στις πηγές μια εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στον Αμρ αλ-Ακτά (Amr al-Aqta'), εμίρη της Μελιτηνής, και το συνάρχοντά του Σκληρό. Πρόκειται για ένα μέλος της οικογένειας των Σκληρών που φέρεται να ηγείται αρμενικών στρατευμάτων τα οποία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Αράβων. Η παρουσία του σε μια τέτοια θέση καταδεικνύει ότι η θέση της οικογένειας επί της δυναστείας του Αμορίου δεν ήταν η καλύτερη και πιθανότατα είχε περιπέσει σε δυσμένεια. Όμως, μετά την άνοδο του Βασιλείου Α΄ στο θρόνο, η θέση των Σκληρών βελτιώθηκε αισθητά, καθώς φαίνεται να υποστήριξαν τον ιδρυτή της νέας δυναστείας.Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναλάβουν σημαντικές θέσεις και αξιώματα έως το τέλος του 9ου αιώνα. Ο Θεόδωρος Σκληρός, ο οποίος έφερε τους τίτλους του μαγίστρου και του ανθυπάτου, έλαβε μέρος στη σύνοδο που καταδίκασε τον πατριάρχη Φώτιο το 869-870. Είχε δύο γιους, τον Αντώνιο και το Νικήτα, εκ των οποίων ο πρώτος έλαβε τον τίτλο του πατρικίου ή του πρωτοσπαθαρίου και διατέλεσε στρατηγός του θέματος Ελλάδος περίπου στο τελευταίο τέταρτο του 9ου αιώνα, ενώ ο δεύτερος έλαβε τους τίτλους του πατρικίου και του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου και το αξίωμα του δρουγγάριου του πλωίμου και αναφέρεται ως επικεφαλής μιας πρεσβείας προς τους Ούγγρους το 894.
Παρά το γεγονός ότι η άνοδος της μακεδονικής δυναστείας στο θρόνο ευνόησε αρχικά την οικογένεια των Σκληρών, η συνέχεια δεν υπήρξε ανάλογη. Από τις αρχές του 10ου αιώνα η θέση της οικογένειας περιορίστηκε σε σημασία, λόγω της παρουσίας στο προσκήνιο των Φωκάδων, οι οποίοι κυριάρχησαν στη στρατιωτική ιεραρχία. Στην περίοδο αυτή πρέπει να αναζητηθούν οι απαρχές της πολιτικής αντιπαλότητας ανάμεσα σε αυτές τις δύο ισχυρές οικογένειες. Η εύνοια του αυτοκράτορα Λέοντος Στ΄ (886-912) προς τους Φωκάδες και ο παραμερισμός των Σκληρών πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσχώρηση των τελευταίων στο Ρωμανό Α΄ Λακαπηνό. Η υποστήριξη που προφανώς του παρείχαν κατά την άνοδό του στο θρόνο είχε ως αποτέλεσμα να επανέλθουν την περίοδο της βασιλείας του στο πολιτικό προσκήνιο και στις ανώτερες θέσεις του στρατεύματος, αντικαθιστώντας τους Φωκάδες. Ο Πανθήριος Σκληρός έλαβε τον τίτλο του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου και διατέλεσε στρατηγός Λυκανδού, στρατηγός Θρακησίων, ενώ το 944 διαδέχτηκε τον Ιωάννη Κουρκούα στο αξίωμα του δομέστικου των σχολών. Όμως, η επαναφορά στη δυναστική νομιμότητα με την άνοδο του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (945-959) στο θρόνο σήμανε άλλη μία φορά την υποβάθμιση και τον παραμερισμό των Σκληρών για χάρη των Φωκάδων.
Ο επόμενος σημαντικός εκπρόσωπος της οικογένειας, ο Βάρδας Σκληρός, εμφανίζεται το 956 να κατέχει τον τίτλο του πατρικίου και το χαμηλόβαθμο αξίωμα του στρατηγού Καλουδίων. Ο Βάρδας Σκληρός είχε δύο αδέλφια, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος έλαβε επίσης τον τίτλο του πατρικίου, χωρίς ωστόσο να λάβει κάποιο ιδιαίτερο στρατιωτικό αξίωμα, και τη Μαρία. Κατά μία άποψη, πατέρας τους ήταν ο Πανθήριος Σκληρός,ενώ κατά μία άλλη κάποιος ονόματι Φωτεινός Σκληρός,και μητέρα του μάλλον η Γρηγορία, η οποία καταγόταν από την οικογένεια του Βασιλείου Α΄. Ο γάμος της αδελφής του Βάρδα και του Κωνσταντίνου, της Μαρίας Σκλήραινας, με τον Ιωάννη Τζιμισκή, στρατηγό των Ανατολικών, καθόρισε εν πολλοίς τη θέση και την εξέλιξη της οικογένειας μετά τα μέσα του 10ου αιώνα. Οι Σκληροί παρέμειναν στο περιθώριο έως και το τέλος της βασιλείας του Νικηφόρου Β΄ Φωκά. Μετά τη δολοφονία του τελευταίου και την άνοδο του Τζιμισκή στο θρόνο, οι Φωκάδες έχασαν την κυρίαρχη θέση που κατείχαν έως τότε στο πολιτικό προσκήνιο. Οι Σκληροί, παρά το γεγονός ότι η σύζυγος του Τζιμισκή πρέπει να είχε ήδη πεθάνει πριν από την άνοδό του στο θρόνο, διατήρησαν στενές σχέσεις με το νέο αυτοκράτορα και ανέλαβαν υψηλόβαθμες θέσεις στο στράτευμα. Από την εποχή αυτή και έως το 989 διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της αυτοκρατορίας, φθάνοντας να συγκρουστούν με τη μακεδονική δυναστεία και να διεκδικήσουν, στο πρόσωπο του σημαντικότερου εκπροσώπου τους, του Βάρδα Σκληρού, τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Ο Βάρδας Σκληρός έλαβε το 970 τον τίτλο του μαγίστρου και το αξίωμα του στρατηλάτη Ανατολής και πρωταγωνίστησε τόσο στις εκστρατείες εναντίον των Ρως στη Βουλγαρία (970-971), όσο και στην καταστολή της στάσης του Βάρδα Φωκά. Προσωρινά η οικογένεια φάνηκε να αποκτά στο στράτευμα και στην πολιτική ζωή την πρωταγωνιστική θέση που είχαν τα προηγούμενα χρόνια οι Φωκάδες, ωστόσο το διάστημα 972-974 πρέπει να έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα, πιθανότατα λόγω κάποιας συνωμοσίας που προσπάθησε να οργανώσει ο Βάρδας Σκληρός κατά του Τζιμισκή.Το 974 ο Βάρδας επανήλθε στο αξίωμα του στρατηλάτη και μαζί του η οικογένεια φαίνεται ότι επανέκτησε την κυρίαρχη θέση της. Ωστόσο, η πολιτική του Τζιμισκή, που αποσκοπούσε στην επάνοδο των νόμιμων εκπροσώπων της μακεδονικής δυναστείας στο θρόνο, περιόριζε σαφώς τις πολιτικές βλέψεις των Σκληρών, οι οποίοι, με δεδομένο τον παραμερισμό των αντιπάλων τους Φωκάδων, έβλεπαν πιθανώς στη στενή σχέση που τους συνέδεε με τον αυτοκράτορα μια ευκαιρία να αποτελέσουν τη διάδοχη κατάσταση στην κηδεμονία της μακεδονικής δυναστείας από τις ισχυρές στρατιωτικές οικογένειες της Μικράς Ασίας.
Όμως η δολοφονία του Τζιμισκή και η άνοδος του Βασιλείου Β΄ (976-1025) στο θρόνο, υπό την εποπτεία του παρακοιμωμένου Βασιλείου Λακαπηνού, σήμανε εκ νέου τον περιορισμό της θέσης των Σκληρών, καθώς ο σημαντικότερος εκπρόσωπός τους, ο Βάρδας Σκληρός, θεωρήθηκε επικίνδυνος για το νέο καθεστώς και υποβιβάστηκε από το αξίωμα του στρατηλάτη Ανατολής σε εκείνο του δούκα Μεσοποταμίας στις αρχές του 976. Η αντίδραση της οικογένειας υπήρξε ιδιαίτερα δυναμική και εκφράστηκε με την εκδήλωση στάσης κατά του Βασιλείου Β΄ την άνοιξη του 976. Η στάση αυτή σήμανε την έναρξη της διαμάχης ανάμεσα στη μακεδονική δυναστεία και τις ισχυρότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, με στόχο την κατοχή της εξουσίας. Το κίνημα έληξε με την ήττα του Βάρδα Σκληρού και τη φυγή του (μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και το γιο του Ρωμανό) στα αραβικά εδάφη, όπου παρέμεινε κρατούμενος του χαλίφη της Βαγδάτης έως το 987. Στο διάστημα αυτό, όπως είναι αυτονόητο, η οικογένεια χάνεται από το προσκήνιο και δε διαδραματίζει κανένα ρόλο στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η απελευθέρωση του Βάρδα Σκληρού από τους Άραβες (Φεβρουάριος 987) σήμανε την επαναδραστηριοποίησή του στα πολιτικά δρώμενα, καθώς μαζί με τον αδελφό και το γιο του επέστρεψαν στα βυζαντινά εδάφη και οργάνωσαν (αρχές άνοιξης 987) ένα νέο κίνημα κατά του Βασιλείου Β΄. Η δεύτερη στάση των Σκληρών χαρακτηρίστηκε από τη συμμαχία τους με τους Φωκάδες, οι οποίοι με επικεφαλής το δομέστικο των σχολών της Ανατολής Βάρδα Φωκά είχαν επίσης στασιάσει κατά του Βασιλείου Β΄ το 987, αλλά και από την προσχώρηση του Ρωμανού Σκληρού στο πλευρό του αυτοκράτορα. Μετά την ήττα και το θάνατο του Βάρδα Φωκά (Απρίλιος 989) οι Σκληροί επανήλθαν στο προσκήνιο, συνεχίζοντας για μικρό χρονικό διάστημα την αντίστασή τους στη δυναστεία μέχρι τον Οκτώβριο του 989, οπότε και συνθηκολόγησαν. Ο Βάρδας Σκληρός έλαβε τον ανώτατο τιμητικό τίτλο του κουροπαλάτη και μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο αποσύρθηκαν στο Διδυμότειχο. Ο Ρωμανός Σκληρός παρέμεινε το μόνο ενεργό μέλος της οικογένειας, χωρίς ωστόσο οι πηγές να αναφέρονται στη δράση του μετά το 990.
Η παρουσία του Ρωμανού Σκληρού στο πλευρό του Βασιλείου Β΄, καθώς και το προχωρημένο της ηλικίας των στασιαστών Βάρδα και Κωνσταντίνου Σκληρού, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να αποτελέσουν απειλή για τη μακεδονική δυναστεία, ήταν οι κύριες αιτίες για την επιεική μεταχείριση των Σκληρών από το Βασίλειο Β΄, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η οικογένεια να μην εξαφανιστεί από το προσκήνιο, όπως συνέβη με τους Φωκάδες, αλλά να διατηρήσει τη θέση της και να επανέλθει κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα με πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος Σκληρός, γιος του Ρωμανού, έφερε επί Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028) τον τίτλο του πατρικίου, αλλά έπεσε σε δυσμένεια μετά τη διαμάχη του με το μάγιστρο Προυσιάνο, στρατηγό Βουκελλαρίων, εξορίστηκε στη νήσο Οξεία και υπέστη μερική τύφλωση. Μετά την άνοδο του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1028-1034) στο θρόνο, ο Βασίλειος Σκληρός, νυμφευμένος με την Πουλχερία, αδελφή του νέου αυτοκράτορα, επανήλθε στο προσκήνιο, λαμβάνοντας τον τίτλο του μαγίστρου και, κατά μια άποψη, διατελώντας βέστης και στρατηγός των Ανατολικών.Μετά το 1033 κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα, έπεσε εκ νέου σε δυσμένεια και απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα. Ο Βασίλειος και η Πουλχερία απόκτησαν μία κόρη, τη δεύτερη σύζυγο του μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055), η οποία απεβίωσε πιθανότατα πριν από το 1035-1036.
Με το Βασίλειο η οικογένεια των Σκληρών επανέκτησε τη θέση της στην πολιτική και την κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, μεγάλος αριθμός μελών της οικογένειας εμφανίζεται να κατέχει σημαντικούς τίτλους και αξιώματα. Κυριότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας την περίοδο αυτή ήταν η σεβαστή Μαρία Σκλήραινα, γνωστή για τη σχέση της με το θείο της, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, και ο αδελφός της Ρωμανός, παιδιά ενός Σκληρού ο οποίος τοποθετείται στο α΄ τρίτο του 11ου αιώνα και κατά μία υπόθεση ήταν αδελφός του Βασιλείου Σκληρού, αλλά πιθανότατα δεν έζησε μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν απέκτησε σημαντικά αξιώματα ούτε διαδραμάτισε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο.Μετά την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου Θ΄, ο Ρωμανός Σκληρός έλαβε τους τίτλους του μαγίστρου και του πρωτοστράτορα και το αξίωμα του στρατηγού Θρακησίων, ενώ φέρεται να κατέχει και μεγάλες εκτάσεις γης στο θέμα Ανατολικών. Οι τελευταίες συνόρευαν με τα κτήματα του στρατηγού Γεωργίου Μανιάκη και η διαμάχη ανάμεσα στους δύο οδήγησε τον τελευταίο να στασιάσει εναντίον του Κωνσταντίνου Θ΄. Στη δεκαετία του 1050 ο Ρωμανός Σκληρός προήχθη σε δούκα Αντιοχείας, λαμβάνοντας και τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο του προέδρου. Στο διάστημα 1050-1054 είναι πιθανόν ότι διατέλεσε και στρατοπεδάρχης Ανατολής, ενώ επί Ισαακίου Α΄ Κομνηνού (στου οποίου την άνοδο στο θρόνο έπαιξε σημαντικό ρόλο) ή Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα πρέπει να διατέλεσε για σύντομο χρονικό διάστημα δομέστικος των σχολών της Δύσης.Στο β΄ μισό του 11ου αιώνα πληροφορούμαστε από σφραγίδες την ύπαρξη μιας σειράς πολιτικών αξιωματούχων από την οικογένεια των Σκληρών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Λέων Σκληρός, ο οποίος έφερε τον τίτλο του μαγίστρου και διακρίθηκε στα αξιώματα του κριτή των Ανατολικών, του πραίτορα του Οψικίου και του χαρτουλαρίου του βεστιαρίου, και ο Νικόλαος Σκληρός, μάγιστρος, βέστης, πρόεδρος, πρωτοπρόεδρος και κουροπαλάτης, ο οποίος διατέλεσε κριτής του θέματος Βουκελλαρίων και δρουγγάριος της βίγλης.
Οι πληροφορίες αυτές είναι ενδεικτικές για τη σαφή στροφή της οικογένειας των Σκληρών τον 11ο αιώνα στα πολιτικά αξιώματα. Από τα τέλη του 11ου αιώνα ο ρόλος και η σημασία των Σκληρών αρχίζουν να περιορίζονται σταδιακά, αλλά τα μέλη της οικογένειας εξακολουθούν να διακρίνονται σε υψηλόβαθμα πολιτικά αξιώματα. Το γεγονός ότι δε συνδέθηκαν με τη νέα δυναστεία των Κομνηνών πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απουσία τους από το πολιτικό προσκήνιο της αυτοκρατορίας από το 12ο αιώνα και εξής. Οι αναφορές που βρίσκουμε γι’ αυτούς στις πηγές την ύστερη περίοδο είναι ελάχιστες. Στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί ένας Ρωμανός Σκληρός, για τον οποίο πιθανολογείται ότι ήταν κάτοχος μεγάλων εκτάσεων γης και κάποιου πολιτικού αξιώματος. Στην περίοδο των Παλαιολόγων αναφέρεται ένας Σκληρός με τον τίτλο του σεβαστού, κάτοχος εκτάσεων γης στην περιοχή των Σερρών το 1336, καθώς και ένας Δημήτριος Σκληρός, πρωτέκδικος της μητροπόλεως Ζιχνών (επίσης στην περιοχή των Σερρών το 1362).
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε θα σας παρουσιάσω ένα έργο, γνωστό από τη μεγάλη οθόνη, με πολλές ιστορικές προεκτάσεις: Το Λώρενς της Αραβίας, έργο δραματοποιημένο από τον Τέρενς Ράντιγκαν.
Ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πως η πολυβραβευμένη ταινία υπήρξε και θεατρικό έργο, το έχει συγγράψει μάλιστα ένας πασίγνωστος Άγγλος συγγραφέας, ο Τέρενς Ράντιγκαν.
Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος που διετέλεσε προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδος σε Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Μελβούρνη και Γενεύη σημειώνει στην "Καθημερινή" σχετικά με την παρουσία του Λώρενς στην Αραβία:
Ο Λόρενς με τις γνώσεις της μεσαιωνικής ιστορίας που απέκτησε στην Οξφόρδη και τις προπολεμικές αρχαιολογικές ανασκαφές του στη Μέση Ανατολή γοητεύθηκε όσο κανείς άλλος δυτικός από τη γλώσσα, την ιστορία, τα εδάφη και την κουλτούρα των Αράβων. Με ελάχιστο σεβασμό στη στρατιωτική ιεραρχία ντύθηκε ακούσια στο χακί ως ανθυπολοχαγός το 1914,ύστερα από απαίτηση ενός στρατηγού που αρνήθηκε να ενημερωθεί στο Γραφείο Χαρτογράφησης του βρετανικού στρατού στο Λονδίνο από ένα πολιτικό υπάλληλο, όπως ο Λόρενς. Αργότερα η βαθιά γνώση της περιοχής τον βοήθησε να μετατεθεί στο βρετανικό γραφείο στρατιωτικών πληροφοριών στο Κάιρο και από εκεί στο τέλος του 1916 βρέθηκε στην αραβική χερσόνησο σε ηλικία 28 ετών, αρχικά ως σύνδεσμος και στη συνέχεια ως ντε φάκτο ηγέτης της εξέγερσης των Αράβων κατά των Τούρκων.
Θαρραλέος, ριψοκίνδυνος και οξυδερκής πολεμιστής, απτόητος από τις κακουχίες της ερήμου, ντυμένος με την κελεμπία του, κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη των Αράβων και ως δεινός γραφειοκράτης, που εκμεταλλεύθηκε την εξαπλούμενη φήμη του, επέβαλε την ατζέντα του στη βρετανική κυβέρνηση. Δύο χρόνια αργότερα είδε τον αγώνα του να δικαιώνεται, προσωρινά όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, όταν τα αραβικά στρατεύματα προελαύνοντας προς βορράν εισήλθαν νικηφόρα στη Δαμασκό τον Οκτώβριο του 1918.
Ο Λώρενς μετά από μια οδυνηρή εμπειρία που είχε ως αιχμάλωτος των Τούρκων αντιμετωπίζει με (όχι αδικαιολόγητη) σκληρότητα τους Τούρκους αιχμαλώτους. Τελικά έφυγε από τη Μέση Ανατολή καταβεβλημένος μη υλοποιώντας το στόχο του.
Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς
Άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας. Πολλοί Άραβες τον θεωρούν λαϊκό ήρωα για τους αγώνες του υπέρ της απελευθέρωσης των Αράβων από τον οθωμανικό και τον ευρωπαϊκό ζυγό. Αλλά και πολλοί Βρετανοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων ηρώων της χώρας τους.
Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence) -γνωστότερος ως Λόρενς της Αραβίας - γεννήθηκε στις 16Αυγούστου 1888 στο Τρίμεντοκ της βόρειας Ουαλίας. Από παιδί, ακόμα, τον είχε «κερδίσει» η αρχαιολογία. Αποφοίτησε αριστούχος από το Jesus College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη μεσαιωνική αγγειοπλαστική, τις οποίες όμως εγκατέλειψε όταν του προτάθηκε να εργαστεί σε κάποιες βρετανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Μέση Ανατολή. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους Άραβες, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους, συλλέγοντας εμπειρίες που αργότερα αποδείχθηκαν ανεκτίμητες.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ο Λόρενς στρατολογήθηκε ως στρατιωτικός σύνδεσμος μεταξύ των βρετανικών και των αραβικών δυνάμεων στο Κάιρο. Δύο χρόνια αργότερα, οι Άραβες επαναστάτησαν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι ο Λόρενς στάλθηκε στη Μέκκα. Η αποστολή του ήταν να κατασκοπεύσει τον άτακτο στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών, αλλά γοητεύτηκε από το πνεύμα της ερήμου, ένωσε τους Άραβες σε τακτικό στρατό και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Τις εμπειρίες του από την Αραβική Επανάσταση τις κατέγραψε στα κλασσικά βιβλία του «Επτά στύλοι της σοφίας: Ένας θρίαμβος» (εκδόσεις Εστία) και «Ανταρτοπόλεμος στην έρημο» (εκδόσεις Άγρα).
Μετά τον πόλεμο, εργάσθηκε στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το 1919 συμμετείχε στη Διάσκεψη των Παρισίων για την ειρήνη, όπου υποστήριξε ενθέρμως την ιδέα της αραβικής ανεξαρτησίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, η Συρία, η Παλαιστίνη και το Ιράκ παρέμειναν κάτω από την κυριαρχία της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Το 1921 διορίστηκε σύμβουλος του Γουίστον Τσόρτσιλ στο Υπουργείο Αποικιών, θέση από την οποία παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα για να καταταγεί στη βρετανική πολεμική αεροπορία. Προκειμένου να διατηρήσει την ανωνυμία του, χρησιμοποίησε ψεύτικο όνομα (Τόμας Έντουαρντ Ρος), κάτι που ανακάλυψαν οι εφημερίδες και αποπέμφθηκε. Κατάφερε να επανέλθει, με τη βοήθεια ενός υψηλόβαθμου φίλου του, τον Αύγουστο του 1925, με το όνομα Τόμας Έντουαρντ Σόου.
Από τη RAF αποχώρησε το Μάρτιο του 1935 και αποσύρθηκε στο αγρόκτημά του στο Ντόρσετ της Αγγλίας. Δύο μήνες αργότερα είχε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του και υπέστη βαριές κρανιο εγκεφαλικές κακώσεις. Πέθανε στις 19 Μαΐου 1935. (sansimera.gr)
Η ηχογράφηση για το ραδιόφωνο έγινε το 1977 για την εκπομπή από το Ελληνικό και Ξένο Δραματολόγιο.
Παίζουν με τη σειρά που θα ακουστούν οι ηθοποιοί: Μαρία Βούλγαρη, Νίκος Δενδρινός, Βασίλης Πλατάκης, Νίκος Σκιαδάς, Χρήστος Πάρλας( Λόρενς της Αραβίας), Γιώργος Βουτσίνος, Γιώργος Σταμάτης, Τρύφων Καρατζάς, Θόδωρος Κατσαδράμης, Γιώργος Κωσταντής, Δημήτρης Ποταμίτης, Γιώργος Βελέτζας, Βασίλης Μαυρομάτης, Γιάννης Σαβαΐδης, Κώστας Αρζόγλου, Γιάννης Παπαϊωάννου, Χρήστος Δαχτυλίδης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Γιώργος Γεωγλερής, Γιάννης Σμυρναίος, Δημήτρης Νικολαΐδης.
Η μετάφραση και η ραδιοφωνική διασκευή είναι της Ντόρας Βολανάκη.
Πηγές: Greek Radio Theater, sansimera.gr, kathimerini'gr
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
"Όταν οι Τρώες έχασαν τον αρχηγό τους [Έκτορα], κάλεσαν για ενίσχυση τον Μέμνωνα, γιο της Ηούς και βασιλιά των Αιθιόπων, καθώς και τις Αμαζόνες.
Τόσο ο Μέμνων, όσο και η βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια σκοτώθηκαν από τον Αχιλλέα• κατά την παράδοση, μόλις ο Αχιλλέας αντίκρισε την Πενθεσίλεια, την ερωτεύτηκε, όμως η όμορφη κοπέλα ξεψύχησε στην αγκαλιά" του".
ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΪΤΑΛΗ (1997).
ΕΙΚΟΝΑ:
Ο Αχιλλέας χτύπα με το δόρυ του τον λαιμό της γενναίας Αμαζόνας Πενθεσίλειας, η οποία, την ύστατη στιγμή, προσπαθεί μάταια να χτυπήσει τον αντίπαλό της.
Το βλέμμα της συναντά το βλέμμα του Αχιλλέα, και, όπως αναφέρει η παράδοση, προκαλεί τον έρωτά του, λίγο πριν ξεψυχήσει.
Λεπτομέρεια
μελανόμορφου αμφορέα του Εξηκία (530 π.Χ.), Βρετανικό Μουσείο.
Οι Έλληνες της Ουκρανίας έχουν πίσω τους μια μακρά ιστορία 2.500 ετών. Ήδη από τον 6ο αιώνα είχε αρχίσει ο ελληνικός εποικισμός στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (Ευξείνου Πόντου) και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Η παρουσία αυτή των Ελλήνων είναι αδιάλειπτη εδώ και 27 αιώνες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την Κριμαία Ταυρίδα ,σύμφωνα με το όνομα των κατοίκων της, των Ταύρων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Ηρακλής όργωσε αυτή τη γη χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο ταύρο, (Ηροδότου Ιστορίαι 2.43.1-2.45.3).
Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. οι αρχαίοι Έλληνες αποικιστές άρχισαν να εγκαθίστανται κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Κάπου εκεί βρισκόταν και η μυθική Κολχίδα από όπου ο Ιάσονας πήρε το χρυσόμαλλο δέρας. Το 1777, μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας στη Ρωσία, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ διέταξε την εγκατάσταση όλων των Ελλήνων από τη χερσόνησο στη Βόρεια Αζοφική Θάλασσα, έτσι έγιναν γνωστοί ως Έλληνες της Αζοφικής. Εκεί θα ιδρύσουν μια νέα πόλη, στην οποία θα δώσουν το όνομα της Παναγίας και θα ονομαστεί Μαριούπολη. Από εκεί και πέρα η ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας θα μεταφερθεί στην περιοχή της Μαριούπολης με 23 ελληνικά χωριά. Στην Οδησσό (<Οδυσσεύς), την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας, υπήρχε μία οργανωμένη ελληνική παροικία. Η πόλη είναι συνδεδεμένη με την Ιστορία του Ελληνισμού. Το 1814 ιδρύθηκε στην πόλη η Φιλική Εταιρεία, που προετοίμασε την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Την ίδια χρονιά λειτούργησε και το πρώτο ελληνικό σχολείο. Από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, στον Καύκασο μετανάστευαν μαζικά οι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου. Στη Μαριούπολη δημιουργήθηκε ο εκδοτικός οίκος «Κολεκτιβιστής», ο οποίος εξέδιδε την ομώνυμη ελληνόγλωσση εφημερίδα είτε στην ελληνική δημοτική γλώσσα είτε στη μαριουπολίτικη ελληνική διάλεκτο. Το 1928, μόνο στην περιοχή της Μαριούπολης, λειτουργούσαν 39 ελληνικά σχολεία πρώτης βαθμίδας και έξι της δεύτερης με 159 εκπαιδευτικούς.
Η Σοβιετική Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και κυρίως η εποχή του Ιωσήφ Στάλιν θα επηρεάσει αποφασιστικά το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων. Τον Δεκέμβριο του 1937, με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας η ελληνική μειονότητα στοχοποιήθηκε. Περίπου 30.000 Έλληνες μεταφέρθηκαν στη Σιβηρία. Η ελληνική παιδεία απαγορεύτηκε, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα ελληνικά κομματικά τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι αυτόνομες ελλη-νικές περιοχές καταργήθηκαν. Εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους έπειτα από δίκες-παρωδία. Με ψευδείς κατηγορίες, εκτελέστηκαν όλοι οι Έλληνες διανοούμενοι, καθώς και χιλιάδες εργάτες και αγρότες ελληνικής καταγωγής. Πολλοί Έλληνες άλλαξαν τα ονόματά τους και τα έκαναν ρωσικά για να διασωθούν. Όμως το ελληνικό στοιχείο θα αφήσει τη σφραγίδα του και στο μοίρασμα του κόσμου μετά το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία της Κριμαίας ήταν η περιοχή της Γιάλτας, μια κωμόπολη που το 1900 κατοικούνταν από 10.000 Έλληνες. Το όνομά της είναι ελληνικό, προερχόμενο από τη λέξη «(αι)γιαλός». Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από τις βαλκανικές χώρες. Βόρεια της Γιάλτας η περιοχή ονομάστηκε Λιβαδειά και ο Λάμπρος Κατσώνης απέκτησε με τσαρική εντολή μια μεγάλη έκταση γης. Το αρχοντικό που υπήρχε στην ιδιοκτησία του Κατσώνη μετατράπηκε σε ξενοδοχείο υπό την επωνυμία «Λιβαδειά» και σ’ αυτό υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1945 η περίφημη συμφωνία της Γιάλτας, με την οποία οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μοίρασαν μεταξύ τους τον κόσμο.
Στη συνέχεια, με την άνοδο στη σοβιετική εξουσία του Νικήτα Χρουστσώφ, οι Έλληνες της Ουκρανίας, όπως και της υπόλοιπης πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αποκτούν σχετική πολιτική ελευθερία. Το κλίμα όμως αλλάζει ριζικά, όταν στην εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκεται ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στις 25 Ιανουαρίου του 1989 στη Μαριούπολη, ιδρύεται ο πρώτος ελληνικός σύλλογος, με πρωταρχικό σκοπό την αναγέννηση της ελληνικής διαλέκτου της Μαριούπολης και η εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας. Την 25η Μαρτίου του ίδιου έτους εορτάζεται για πρώτη φορά η εθνική εορτή μας και ακούγεται ο εθνικός ύμνος της Ελ-λάδας. Από το 1992 έως το 2000 στον τοπικό δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό, δύο φορές τον μήνα μεταδιδόταν η εκπομπή «Καλησπέρα». Από το 1992 έως το 1995 στο Ντονέτσκ εκδιδόταν η εφημερίδα «Λόγος», ενώ από το 1994 άρχισε να κυκλοφορεί η εφημερίδα «Χρόνος» του ελληνικού συλλόγου της Μαριούπολης και το 1996 ιδρύθηκε στην ίδια πόλη Ελληνικό Προξενείο. Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται σε εκατοντάδες παιδιά, ενώ οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών της Μαριούπολης, του Κιέβου, της Συμφερούπολης και του Λβοφ έχουν εκπαιδεύσει εκατοντάδες δασκάλους της ελληνικής γλώσσας.
Τις τελευταίες δεκαετίες η Ομογένεια ξαναβρήκε τα βήματα της. Πλέον, τους Έλληνες της Ουκρανίας τους συναντά κανείς παντού. Είναι καταστηματάρχες, ακαδημαϊκοί, ιατροί, δάσκαλοι. Μάλιστα στην προηγούμενη σύνθεση του Κοινοβουλίου της Ουκρανίας υπήρχαν δύο Έλληνες βουλευτές. Πάντως το 2014 αρκετοί Ουκρανοί ελληνικής καταγωγής σκοτώθηκαν στις πολεμικές συγκρούσεις, ενώ μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ορισμένες ελληνικές κοινότητες εντάχθηκαν στη ρωσική επικράτεια. Σήμερα τα συμφέροντα των Ελλήνων εκπροσωπούνται από 95 ελληνικές κοινότητες σε 21 περιοχές της Ουκρανίας, οι ο-ποίες έχουν ενωθεί στην Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων Ουκρανίας. Η Μαριούπολη με σχεδόν μισό εκατομμύριο κατοίκους είναι το κέντρο του Ελληνισμού, όπως μαρτυρεί και το όνομα .
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε με αφορμή τη
μεγάλη Χριστιανική εορτή θα σας παρουσιάσω το έργο της Μαρία Κορέλι Ο
Βαραββάς. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της χριστιανικής λογοτεχνίας.
Το έργο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα που γράφτηκε
το 1900, από την αγγλίδα συγγραφέα Μαρία Κορέλι, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν MariaMackay. Επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα
που ξεπέρασε σε πωλήσεις κατά πολύ έργα άλλων δημοφιλών συγγραφέων της εποχής.
Η υπόθεση:
Ο Πόντιος
Πιλάτος αποφασίζει να δώσει χάρη σ' έναν από τους δύο σταυρωμένους, τον Ιησού
τον Ναζωραίο ή τον ληστή Βαραββά. Όταν το πλήθος επιλέγει τον Βαραββά, αυτός
πανηγυρίζει για την απελευθέρωσή του και πηγαίνει στην Ραχήλ που τον περιφρονεί
και του αποκαλύπτει ότι πιστεύει στη διδασκαλία του Ναζωραίου. Ο Βαραββάς την
ειρωνεύεται, αλλά οι φόβοι τον βασανίζουν. Η Ραχήλ λιθοβολείται μέχρι θανάτου
για την πίστη της, ο Βαραββάς ξαναγυρίζει στο έγκλημα και, όταν τον
συλλαμβάνουν, τον στέλνουν να δουλέψει στα ορυχεία της Ιταλίας για τα επόμενα
20 χρόνια. Μετά από μια θεομηνία, το ορυχείο καταστρέφεται ενώ ο Βαραββάς και ο
σκλάβος Σαχάκ, που είναι οι μοναδικοί επιζώντες, στέλνονται σε μια σχολή
μονομάχων στη Ρώμη. Τότε, ο Σάχακ τον παρασύρει στο Χριστιανισμό. Ο Σαχάκ
αφήνει την τελευταία του πνοή στην αρένα επειδή δεν δέχτηκε να απαρνηθεί την
πίστη του ενώ ο Βαραββάς καταφέρνει να νικήσει τον αντίπαλό του και κερδίζει
την ελευθερία του. Αργότερα, όταν βλέπει τη Ρώμη τυλιγμένη στις φλόγες,
προσπαθεί να βοηθήσει τους Χριστιανούς, αλλά τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν
στο σταυρό. Εκεί, ο Βαραββάς, αφήνοντας την τελευταία του πνοή, γαληνεύει
παραδίδοντας την ψυχή του στον Κύριο. (SkayTV)
Επιπλέον
στοιχεία για το έργο.
Βαραββάς
σημαίνει ¨γιος πατρός¨ ή ¨γιος Αββά¨ και αποτελεί την εξελληνισμένη εκδοχή του
Αραμαϊκού ¨Μπαρ Αμπά¨. Ο Ματθαίος τον αποκαλεί «περιβόητον
δέσμιον», ο Μάρκος «συνωμότη» και ο Ιωάννης «ληστή». Θα γίνει τελικά γνωστός ως
ο άνθρωπος τον οποίο άφησε ελεύθερο ο Πόντιος Πιλάτος στη θέση του Χριστού,
ακολουθώντας ένα έθιμο του εβραϊκού Πάσχα. (in.gr)
Ποιος ήταν ο Βαραββάς;
Στην πραγματικότητα, ό,τι γνωρίζουμε για τον
Βαραββά προέρχεται αποκλειστικά από τα ευαγγέλια. OΒαραββάς
ήταν σίγουρα φυλακή όταν δικάζονταν ο Ιησούς. Όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής
Λουκάς είχε σκοτώσει κάποιον άνθρωπο λίγα 24ωρα πριν κατά τη διάρκεια μιας
εξέγερσης.
Στα μάτια πολλών, ο Βαραββάς μπορεί να φαινόταν ως
λαϊκός ήρωας, καθώς του απέδιδαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε εξεγέρσεις απέναντι στο
ρωμαϊκό καθεστώς. Για άλλους, ήταν ένας λήσταρχος, ένας κακοποιός, που δεν
λογάριαζε και πολύ την αξία μιας ζωής. Στα μάτια του Πιλάτου ο Βαραββάς είχε
ελάχιστη αξία. Τη δεδομένη στιγμή, όμως, για το ιερατείο και τους οπαδούς του
που έσυραν στη δίκη τον Χριστό αυτός ο άξεστος ληστής ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος
την ιδανική στιγμή.(tanea.gr).
Ο Bajsić σε ένα άρθρο του πραγματεύεται ιστορικά
το συμβάν, εκτιμώντας ότι αν και ο Πιλάτος προσπάθησε να σώσει τον Ιησού, τον
οποίον θεωρούσε πολιτικά ακίνδυνο, δεν υπολόγισε σωστά τις προθέσεις του
συγκεντρωμένου ιουδαϊκού πλήθους κι έτσι δεν κατάφερε να απελευθερώσει τον
Ιησού. Το έθιμο (απελευθέρωση ενός καταδικασμένου σε θάνατο εξαιτίας της εορτής
του Πάσχα) στο οποίο βασίστηκε η προσπάθεια απελευθέρωσης του Ιησού αναφέρεται
στα Ευαγγελικά κείμενα. Ο
όρος ληστής δεν χρησιμοποιούνταν με τη σημερινή έννοια του κλέφτη αλλά πιο
πιθανό είναι να είχε πολιτική χροιά και σήμαινε τον πολιτικό
ταραχοποιό-επαναστάτη.Το περιστατικό του
Βαραββά αποτελεί και το βασικό λόγο απόδοσης ευθυνών στον Εβραϊκό λαό για τη Σταύρωση.
Ο Πιλάτος και η γυναίκα του.
Από την
πλευρά της ρωμαϊκής διοίκησης, η εξέχουσα προσωπικότητα της διήγησης είναι ο
Πόντιος Πιλάτος. Ο Πόντιος Πιλάτος διετέλεσε επίτροπος των Ρωμαίων στην Ιουδαία
από το έτος 26 έως το 37 μ.Χ.
Είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα Τιβέριο
επίτροπος της Ιουδαίας. Υπήρξε ένας αυστηρός και σκληρός διοικητής, που δεν
σεβόταν τις ιδιαιτερότητες των Ιουδαίων και σίγουρα δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός
στο λαό. Η εικόνα που έχουμε για αυτόν από τον Ιώσηπο και τον Φίλωνα είναι
μάλλον αρνητική και διόλου συμπαθητική. Ο Φίλων μάλιστα προσάπτει στη διοίκηση
του Πιλάτου δωροδοκίες, ύβρεις και φόνους. Για το πρόσωπο του Πιλάτου και την
καλύτερη αξιολόγησή του θα αναφέρουμε τρεις ιστορικές μαρτυρίες, από τρεις
ξεχωριστές πηγές· από τον Φίλωνα, τον Ιώσηπο και το κατά Λουκάν ευαγγέλιο.
Ο Πιλάτος
βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, διαμένοντας είτε στο Φρούριο Αντωνία, κατά τη
διάρκεια του Πάσχακαι όλων των μεγάλων εορτών, ή στο παλάτι του Ηρώδη, με
στόχο τη γενική επιτήρηση του πληθυσμού και τη διατήρηση της τάξης.
Ο
ευαγγελιστής Ματθαίος εμφανίζει τη γυναίκα του Πιλάτου να διακόπτει το περιστατικό με τον Βαραββά και τον Ιησού, και να τον προειδοποιεί ουσιαστικά να
μην πράξει κάτι κακό εναντίον του Ιησού, διότι είχε πάθει πολλά στο όνειρό της
που είχε δει. Φαίνεται πως η γυναίκα του Πιλάτου γνωρίζει και υποστηρίζει την
αθωότητα του Ιησού. Η γυναίκα του Πιλάτου αποκαλεί «δίκαιο» τον Ιησού. Το
επίθετο «δίκαιος» είναι πολύ συχνό στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Χρησιμοποιείται
14 φορές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία την θεωρεί αγία και τιμά τη μνήμη της στις 27
Οκτωβρίου, ως Αγία Πρόκλα.
Η Μαρία Κορέλλι
Η ταινία.
Η ιστορία
του Βαραββά μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη, γνωρίζοντας
μεγάλη επιτυχία το 1961, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. Η ταινία όμως ήταν
μεταφοράενός άλλου ομώνυμουμυθιστορήματος (1950), του βραβευμένου με Νόμπελ σουηδού
συγγραφέαΠαίρ Λάγκερκβιστ.
Το τέλος του Βαραββά.
Ο όχλος, όπως είδαμε, υπό την πίεση των αρχιερέων
απαίτησε να ελευθερωθεί ο Βαραββάς. Ο βιβλικός ληστής κέρδισε την ελευθερία του
αλλά για το υπόλοιπο της ζωής του δεν μπόρεσε να βγάλει τον Ιησού από το μυαλό
του. Ο Βαραββάς επέστρεψε στο έγκλημα συνελήφθη εκ νέου και εστάλει από της ρωμαϊκές
αρχές στα ορυχεία της Ιταλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τελικά συνέλαβε απόλυτα
το τι είχε συμβεί…
Ελεύθερη διασκευή για το ραδιόφωνο: Χρήστος Σερδινιάρης.
Σκηνοθεσία: Νίκος Φιλιππόπουλος.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Βέρρα Ζαβιτσιάνου, Νίκος Δενδρινός, Γιώργος Νέζος, Γιάννης
Bajsić A., «Pilatus, Jesus Und Barabbas», Bib 48
(1967) 7–28.
Bond, «Barabbas Remembered», στο Oropeza B.
J., Robertson C. K., Mohrmann Douglas C., Jesus
and Paul: Global Perspectives in Honor of James D. G. Dunn for his 70th
Birthday, London/New York, T&T Clark, 2009, 70. Επίσης βλ. Mitch και Sri, The Gospel of Matthew, 353
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, Το περιστατικό με τον Βαραββά στα
ευαγγέλια: Ερμηνευτική και θεολογική προσέγγιση
Ο Άγιος Νικήτας καταγόταν από την Ήπειρο και έγινε Ιερομόναχος στο Άγιον Όρος, και συγκεκριμένα στη Σκήτη της Αγίας Άννας και κατόπιν στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα (Ρώσικη). Τον κατέλαβε ο πόθος του μαρτυρίου και γύριζε τα χωριά γύρω από τις Σέρρες και τη Δράμα, κηρύττοντας τον Χριστό σαν αληθινό Θεό και τον Μωάμεθ σαν πλάνο. Συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε στις Σέρρες. Κατόπιν υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, όπως όσφρηση φωτιάς από τη μύτη, ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι, καλαμένιες ακίδες στα νύχια του και κάψιμο στα απόκρυφα μέλη του. Ο Νικήτας όμως, με θαυμαστή σταθερότητα, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του στο Χριστό. Τελικά, στις 19 Φεβρουαρίου 1806 μ.Χ. τον κρέμασαν και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της αφθαρσίας