534μ.Χ Θρίαμβος

Το Καλοκαίρι του 534,μετά την διάλυση του κράτους των Βανδάλων,ο Βελισσάριος, απέπλευσε από την Καρχηδόνα για την Κωνσταντινούπολη με πολλά λάφυρα και αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης του έκανε μεγάλη υποδοχή και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός του επέτρεψε να τελέσει θρίαμβο.





Την ημέρα του θριάμβου η πομπή ξεκίνησε από την κατοικία του Βελισαρίου. Μπροστά πήγαινε πεζός ο νικητής στρατηγός και πίσω του ακολουθούσαν ο αιχμάλωτος βασιλιάς Γελίμερος, οι άλλοι αιχμάλωτοι και όλοι οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από την Ρώμη. Όταν η πομπή έφθασε στον Ιππόδρομο, ο Βελισάριος προσκύνησε μπροστά στον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Το ίδιο έκανε χωρίς προθυμία και ο Γελίμερος, ο οποίος καθώς γονάτιζε ψιθύρισε: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Επιστρέψαμε πλέοντας από την Τρίπολη και την Κρήτη, ένα ταξίδι χωρίς προβλήματα και μπήκαμε πάλι στο Βόσπορο, ανήμερα μεσοκαλόκαιρου το σωτήριου έτους 534. Μας περίμενε μια θορυβώδης υποδοχή στην αποβάθρα και μια βασιλική στο παλάτι. Ο Ιουστινιανός είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί με την τεράστια αξία των θησαυρών που ξεφόρτωναν τα πλοία μας και τόσο πολύ εντυπωσιαστεί με τη θέα των 15.000 ρωμαλέων αιχμαλώτων (Βάνδαλοι), που λησμόνησε τις υποψίες του για στάση του Βελισάριου, τον αποκάλεσε <<αφοσιωμένο ευεργέτη μας>> και τον πήρε από το χέρι.

Ωστόσο ως Γενικός Αρχηγός όλων των στρατιών της αυτοκρατορίας που ήταν, θεώρησε ότι δικαιωματικά του ανήκε όλη η δόξα για τη νίκη επί των Βανδάλων. Στο εισαγωγικό μέρος του Νέου Πανδέκτη των νόμων (είχε εκδοθεί την ίδια μέρα πού έγινε η μάχη στο Τρικάμαρο) είχε αυτοαναγορευτεί <<Κατακτητής Βανδάλων και Αφρικανών-Ευσεβής,Τροπαιοφόρος, Ευδαίμων και Ένδοξος, και, χωρίς διόλου να αναφέρει αν συμμετείχε και κάποιος άλλος στη νίκη, έκαμε λόγο για τις αγωνίες του πολέμου, τις νηστείες, που είχε υποστεί μέχρι να επιτευχθεί η νίκη.
Ο θρίαμβος λοιπόν που θα οργάνωνε θα ήταν δικός του και όχι του Βελισάριου: γιατί σε κανέναν υπήκοο δεν είχε δοθεί ποτέ το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο από καταβολής αυτοκρατορίας, ώστε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα και φιλοδοξήσει το θρόνο. Ακόμη λοιπόν και όταν οι πολεμικές επιδόσεις του αυτοκράτορα περιορίζονται στην αποβάθρα, από όπου εύχεται το κατευόδιο στον στρατό και τον καλωσορίζει, όταν αυτός επιστρέφει, ακόμη και τότε ο αυτοκράωρ υποδύεται το ρόλο του τροπαιούχου στρατηγού.

Η Θεοδώρα, όμως, του συνέστησε πιεστικά να διαδραματίσει στο θρίαμβο τον ίδιο αμέτοχό ρόλο που είχε και στη μάχη και ν΄ αφήσει να οδηγηθεί η πομπή από τον Βελισάριο. Εκείνος δέχτηκε...

Ο Βελισάριος εξήλθε από την κατοικία του που ήταν στη χρυσή πύλη, στο τείχος του Θεοδοσίου και διέσχισε με τη πομπή ολόκληρη τη Μεγάλη Οδό που είχε μήκος δυο μίλια. Ήταν πεζός και ακολουθούσε τους ιερείς και τους επισκόπους που προπορεύονταν αναπέμποντας ψαλμωδίες και λικνίζοντας θυμιατά. Δεν ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, πάνω σε άρμα. Ο δρόμος ήταν καταστόλιστος με άνθη, με χρωματιστά μετάξια, με στεφάνια και με χαιρετιστήριες επιγραφές, ασφυκτικά γεμάτος από παραληρούντα πλήθη. Σε κάθε μεγάλη πλατεία της διαδρομής – στην πλατεία του Αρκαδίου, στην Αγορά των Βοίων, στην πλατεία της Αδερφικής Αγάπης, στην πλατεία των Ταύρων (όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Δάσκαλοι και οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου) και τελικά στην πλατεία του Κων/νου όπου ήταν παρατεταγμένη όλη η πολιτοφυλακή- o κόσμος παραληρούσε και οι αρχηγοί των συνοικιών ξεχώριζαν από το πλήθος προσφέροντας δώρα και προσφωνώντας τον με καλωσορίσματα υπό τους ήχους σαλπισμάτων.

Πίσω από τον Βελισάριο που τον συνόδευαν ο Ιωάννης Καππαδόκης και άλλοι φημισμένοι στρατηγοί, ακολουθούσαν οι θωρακοφόροι του, οι πεζοναύτες και οι Μασσαγέτες Ούννοι, που την επομένη μέρα θα γύριζαν στην πατρίδα τους, ενώ την πομπή συνέχιζαν οι Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, με επικεφαλής τον Γελίμερο που φορούσε πορφυρό μανδύα και συνοδευόταν από όλη την οικογένειά του.

Τα λάφυρα, φορτωμένα σε άμαξες, ήταν εκτυφλωτικά, τα σπουδαιότερα που εμφανίστηκαν ποτέ σε θρίαμβο. Ήταν όλα όσα είχαν συγκεντρώσει οι Βάνδαλοι από το υπερπόντιο και τα έσοδά τους στην Αφρική, συσσωρευμένα πλεονάσματα εκατό ετών, καθώς και η λεία των πειρατικών επιδρομών του Γιζέριχου. Οι Βάνδαλοι αποτελούσαν μια ολιγάριθμη και καταδυναστευτική ολιγαρχία σε μια εύφορη και καρποφόρα γη και όσα δεν είχαν ξοδέψει, από την οκνηρία τους σε δημόσια έργα, τα είχαν στοιβαγμένα και αποταμιευμένα.

Πάνω στα κάρα λοιπόν, περνούσαν σωριασμένα εκατομμύρια λίβρες από ασημένιες ράβδους, σακιά γεμάτα αργυρά και χρυσά νομίσματα, ποσότητες ατόφιου χρυσού, μαλαματένια κύπελλα και σκεύη και αλατιέρες με ένθετα πετράδια, ολόχρυσοι θρόνοι και άμαξες και αγάλματα. Ευαγγέλια με μαλαματένια δεσίματα, και διακόσμηση πολύτιμών λίθων, βουνά ολόκληρα από χρυσά περιδέραια, ζώνες και δαχτυλίδια, καθώς κι από αρματωσιές με χρυσά στολίδια, κοντολογίς κάθε είδους βαρύτιμο και ωραίο αντικείμενο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, μαζί με ανεκτίμητες αρχαιότητες που προέρχονταν από τη λεηλασία του αυτοκρατορικού παλατιού της Ρώμης και του ναού του Δία από τον Γιζέριχο. Υπήρχαν επίσης και πάμπολλα ιερά κειμήλια: οστά μαρτύρων, θαυματουργές εικόνες, αυθεντικά ρούχα των Αποστόλων και τα καρφιά από το σταυρό του Αγίου Πέτρου, πάνω στον οποίο τον είχαν σταυρώσει ανάποδα.

Αλλά τα λάφυρα που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θαυμασμό και το περισσότερο δέος ήταν τα ιερά σκεύη των Ιουδαίων, τα φτιαγμένα από το Μωυσή στην έρημο κατά τη ρητή εντολή του ίδιου του Θεού, που αργότερα φυλάγονταν στο ναό της Κιβωτού της Διαθήκης στην Ιερούσαλήμ. Αυτά ήταν : η ιερή τράπεζα των άρτων της προθέσεως, η κατασκευασμένη από ξύλο άσηπτο και καλυμμένη από χρυσό, μαζί με τους δίσκους, τα σπονδεία, και τις λεκάνες που τη συνόδευαν, η επτάκλωνη από σφυρήλατο χρυσό λυχνία με όλους της τους κόμβους και τις λεκάνες, και το χρυσό Ιλαστήριο με τα δυο του χερουβείμ με τα φτερά τους ανοιχτά. Αυτά τα άρπαξε ο Γιζέριχος από την Ρώμη, όπου τα είχε φέρει ο αυτοκράτορας Τίτος, όταν κατέλαβε τη Ρώμη.
Όταν η Ρώμη ήταν δημοκρατία, ο νικητής στρατηγός παρέλαυνε με τους αιχμαλώτους του περνώντας από όλους τους δρόμους της πόλης και την μέρα εκείνη θεωρούνταν ότι είχε την υπέρτατη εξουσία. Ο βασιλιάς ή αρχηγός του εχθρού, αν ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, προσφερόταν θυσία στο τέλος του εορτασμού. Πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα έθιμα από τότε.. Κοιτάξτε τον Γελίμερο που περπατά δίχως αλυσίδες: όταν η πομπή καταλήγει στον Ιππόδρομο, όπου την περιμένει ο Ιουστινιανός, καθισμένος στο βασιλικό θεωρείο, μπαίνει κι εκείνος μαζί με τους άλλους. Βγάζει τον πορφυρό μανδύα του, ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο θρόνο και προσκυνά τον Αυτοκράτορα, ο οποίος τον σηκώνει με ευμένεια και του δίνει χάρη. Με βασιλικό έγγραφο εκχωρούνται εκτάσεις στην Γαλατία γι΄ αυτόν και την οικογένειά του, του απονέμεται ο τίτλος του Πατρικίου, εάν συναινέσει να απαρνηθεί την αίρεση του Αρείου.
Κοιτάξτε τώρα και τον Βελισάριο, τον νικητή, που πλησιάζει στο θρόνο, βγάζει κι αυτό τον πορφυρό μανδύα του και πέφτει προσκυνώντας στα πόδια του Αυτοκράτορα: καμιά έκταση δεν του εκχωρείται και καμιά λέξη δεν ακούει, παρά μόνον του δηλώνουν ότι εξετέλεσε καλά τα καθήκοντά του.

Τι στάση κράτησε άραγε ο Γελίμερος; Μήτε γέλασε, μήτε έκλαψε, παρά κουνούσε το κεφάλι του μελαγχολικά και σαστισμένα, κι επαναλάμβανε διαρκώς την ίδια φράση, σαν να έλεγε κάτι μαγικό, τα λόγια του Εκκλησιαστή : «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Ύστερα η Θεοδώρα είπε στον Ιουστινιανό ότι, αν θέλει να κερδίσει τον τίτλο του <<Μεγάλου>>, θα έπρεπε να είναι γενναιόφρων, δίνοντας στον νικητή κάποιο δείγμα αντάξιο της εύνοιας με την οποία τον περιέβαλλε. Τότε κι εκείνος τον αναγόρευσε Ύπατο, για τον επόμενο χρόνο, και εξέδωσε μάλιστα κι ένα μετάλλιο που στην μπροστινή όψη είχε ανάγλυφο το κεφάλι του, και στην οπισθιά της είχε τον Βελισάριο έφιππο, με πλήρη αρματωσιά, να επελαύνει, μια τιμή μοναδική για στρατηγό.

Η εγκατάσταση του Βελισάριου στην Υπατεία έγινε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Καθισμένος στη φιλντισένια έδρα του αξιώματός του, που τη σήκωναν στα χέρια Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, κρατώντας το φιλντισένιο του σκήπτρο, έκανε άλλη μια μικρή διαδρομή στην Πόλη από το ενδιαίτημά του στο Παλάτι ως το Μέγαρο της Συγκλήτου. Στο διάβα του μοίραζε πλήθος από τα προσωπικά του πολεμικά λάφυρα, νομίσματα, κούπες, πόρπες, ζώνες, που όλα μαζί υπολογίζονταν σε 100.000 χρυσά.

Οι μικροί Φαρισαίοι, του Δημητρίου Ψαθά. Ραδιοφωνικό Θέατρο.

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Αγαπητοί φίλοι απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω την ξεκαρδιστική κωμωδία του Δημητρίου Ψαθά, Μικροί Φαρισαίοι. Ένα έργο που θα προβάλλει πάντα ως επίκαιρο στην ελληνική κοινωνία.





  Το έργο γράφτηκε το 1954 από τον σπουδαίο Πόντιο λογοτέχνη, ενώ διασκευάστηκε σε ταινία το 1959 από τους Νάσο Οικονομόπουλο και Μάριο Νούσια με τον τίτλο Να πεθερός να μάλαμα.

  Οι Μικροί Φαρισαίοι καυτηρίασαν κοινωνικές καταστάσεις και σκάνδαλα της δεκαετίας του ΄50. Είχε προηγηθεί το Ζητείται ο κλέφτης, το 1953, με παρόμοια θεματολογία από τον ίδιο συγγραφέα.

 

Η υπόθεση:

  Ο πρωταγωνιστής κ. Ντελής, ηθικολόγος στο έπακρο, δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να απατά τη γυναίκα του με μια ωραία κυρία από το φιλόπτωχο ταμείο, να της κάνει πανάκριβα δώρα, ενώ ο σύζυγος της υποκρίνεται κι αυτός κάνοντας ότι αγνοεί την πραγματικότητα. Στο σύνολο των καταστάσεων προστίθεται και ο Αριστείδης, ο ατυχής, ένας αφελής νεαρός, που, με τις απανωτές γκάφες του, μπερδεύει τα πράγματα με ξεκαρδιστικό τρόπο.

 

                                           


Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

  Οι Μικροί Φαρισαίοι θεωρήθηκαν από κοινό και θεατρικούς κριτικούς το καλύτερο έργο του Ψαθά. Κάθε φορά που διαβάζεται επί σκηνής σημειώνει μεγάλη επιτυχία.

  Τι είναι αυτό που κάνει επίκαιρο ένα τέτοιο έργο; Η υποκρισία, φυσικά, αυτών που προσπαθούν να καλύψουν ένα σωρό «ανομήματα»  (απιστίες, λοβιτούρες, κλεψιές, καταχρήσεις κλπ) με τη φιλάνθρωπο συμμετοχή τους σε φιλόπτωχα ταμεία, σε ανάλογους συλλόγους, οργανώσεις κλπ. Μια ξεκαρδιστική σάτιρα που αναδεικνύει σκανδαλώδεις κοινωνικές καταστάσεις ίδιες και απαράλλαχτες μ’ αυτές που ταλαιπωρούν την Ελλάδα σήμερα.

  Ο Άγγελος Τερζάκης θα αναφέρει στην κριτική του για το έργο: «Ο μύθος, η πλοκή, οι κωμικές καταστάσεις που πολλαπλασιάζονται διαρκώς, τα ευρήματα και οι ανατροπές, πείθουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αληθινή επιτυχία. Ο Ψαθάς είναι ο απόλυτος και άριστος δεξιοτέχνης. Ο οίστρος του είναι δροσερός και πηγαίος. Το χιούμορ του ακατάβλητο.».

  Σε γενικές γραμμές, οι αρχές της δεκαετίας του ’50 υπήρξε η εποχή κατά την οποία το είδος που κυριαρχούσε στην ελληνική σκηνή ήταν η κωμωδία ή φαρσοκωμωδία,  που προσέφερε δύο ευχάριστες ώρες θεάματος. Η ιδιότυπη αυτή κωμωδία, υποπροϊόν παρά προϊόν καλλιτεχνικό, είχε ωστόσο την αρετή να προβάλλει πρόσωπα τυπικά νεοελληνικά χωρίς βέβαια διείσδυση ψυχολογική ή παρά πέρα προβληματισμούς, το πολύ με κάποιον ψευτορομαντικό μελοδραματισμό. Κυριότεροι συγγραφείς ήταν ο Ψαθάς και το ζευγάρι Σακελάριου-Γιαννακόπουλου.


Ο Δημήτρης Ψαθάς


 

Ραδιοσκηνοθεσία: Γιάννης Γκιωνάκης

Μουσική Επιμέλεια: Ηλέκτρα Παπακώστα

Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Γκιωνάκης, Άννα Παΐτζη, Λένα Παπαδοπούλου, Νίκος Τσούκας, Λιάνα Χατζή, Γιώργος Λέφας, Γιώργος Μοσχίδης, Πάνος Πουλικάκος, Τάσος Ράμψης, Μαρία Μοσχολιού, Θεοδόσης Ισαακίδης.

Ρύθμιση ήχου Χριστίνα Σκατζίκα

Παραγωγή Δημήτρης Φραγκουδάκης

Διάρκεια 1 ώρα και 52 λεπτά

 


Η μεταφορά έγινε από το Ισοβίτης:



Πηγές:

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1985

Αρχείο Εθνικού Θεάτρου

Τρίτο Πρόγραμμα

 

Παπαδόπουλος Παύλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

17 Ιουνίου 1913, η άγνωστη μάχη της Θεσσαλονίκης με τα βουλγαρικά στρατεύματα.

Με την έναρξη των εχθροπραξιών του Β΄Βαλκανικού Πολέμου, ο Ελληνικός Στρατός εκκαθαρίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης από τα βουλγαρικά στρατεύματα.




Ύστερα από την αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων της 16ης Ιουνίου, η ΙΙ Μεραρχία επιδίδει στις 16:00 της 17ης τελεσίγραφο μίας ώρας στον Βούλγαρο στρατηγό να εγκαταλείψει την πόλη ζητώντας του να διατάξει τον αφοπλισμό των στρατιωτικών τμημάτων εντός της Θεσσαλονίκης αλλιώς θα αντιμετωπίζονταν εχθρικά. Ο Βούλγαρος στρατηγός ζητά 5 ώρες για να λάβει εντολές από τους ανωτέρους του αλλά οι Έλληνες αρνήθηκαν. Με παρέμβαση του Γάλλου προξένου θα δοθούν άλλες δύο διορίες αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Καθώς το τελεσίγραφο μένει αναπάντητο μέχρι τις 19:00, οι Έλληνες ξεκινούν εκκαθάριση της πόλης από τα Βουλγαρικά στρατεύματα. Συμπλοκές έλαβαν χώρα σε διάφορα μέρη της Θεσσαλονίκης, σημεία ελέγχου και χώρους στρατοπεδίας. Ιδιαίτερη μάχη έγινε στο αρχηγείο της Βουλγαρικής διοίκησης, στο ξενοδοχείο Grand Hotel, που επίσης ήταν και κέντρο οργάνωσης των ατάκτων ενόπλων.

Η επιχείρηση θα λήξει την επομένη το πρωί, 18 Ιουνίου 1913, με την παράδοση των Βουλγάρων. Οι Έλληνες έχουν 64 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι Βούλγαροι 77 και επιπλέον 1.360 αιχμαλωτίζονται.

Στην παραλία,Albert Marquet (1875 - 1947)



(Το έργο του "Στην παραλία" αποτελεί μέρος της συλλογής Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής της Εθνικής Πινακοθήκης.)

Φώτο και στοιχεία από

Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / National Gallery @nationalgalleryathens · Μουσείο τέχνης




Αγάπη μου Ουάουά, του Φρανσουά Καμπό. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος 

Αγαπητοί θεατρόφιλοι, απόψε θα σας παρουσιάσω μια από τις μακροβιότερες παραστάσεις της ελληνικής σκηνής, στη ραδιοφωνική της εκδοχή. Την κωμωδία του Φρανσουά Καμπό Αγάπη μου Ουάουά. Πρόκειται για μια ευχάριστη και διασκεδαστική κωμωδία.





Η υπόθεση με λίγα λόγια:

 

  Ένας συγγραφέας ο Πάνος Βενέτης (Κώστας Ρηγόπουλος) περνά μια σοβαρή κρίση, καθώς ούτε τα οικονομικά του πάνε καλά, ούτε η σχέση με τη γυναίκα του. Το ταλέντο του μοιάζει να τον εγκαταλείπει και οι πάντες απομακρύνονται από κοντά του.

 

  Η μόνη που στέκεται στο πλευρό του είναι μια κοπέλα, η Ουάουά (Κάκια Αναλυτή) από ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού, που έχει έρθει στην Ελλάδα για σπουδές, και προκειμένου να τα βγάλει πέρα εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του. Αυτή, με την αφέλεια της και την καλοσυνάτη συμπεριφορά της, κατορθώνει να ανατρέψει το κλίμα που επικρατεί και ξαναφέρνει στο σπίτι τη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα.

 

 



Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:

 

  Η παράσταση είναι συνδεδεμένη με το ζευγάρι Αναλυτή-Ρηγόπουλου. Οι δύο ηθοποιοί υπήρξαν ζευγάρι και στην πραγματική ζωή, καθώς ήταν παντρεμένοι από το 1957. Σίγουρα η Αναλυτή θα πρέπει να αλείφτηκε με πολλά κιλά μαύρης μπογιάς για τις ανάγκες των παραστάσεων!

 

  Το έργο παιζόταν για έξη συνεχόμενες χρονιές, τις πρώτες τρεις (1967-1969) πρωταγωνιστούσε ο Ρηγόπουλος και τις επόμενες τρεις (1970-1972) ο Μπάρκουλης. Ανέβηκε στο σανίδι περισσότερες από 2500 φορές και παρέμεινε η μακροβιότερη παράσταση μέχρι την εμφάνιση του έργου Σεσουάρ για δολοφόνους. Παρόλαυτά το κοινό την πρώτη χρονιά του έργου δεν ανταποκρίθηκε, και η Καρέζη είχε προειδοποιήσει το Ρηγόπουλο για «ανοησία» όσον αφορά το εγχείρημα…

 

  Εντούτοις όμως το θεατρικό κείμενο του Φρανσουά Καμπό κατέρριψε κάθε ρεκόρ παραστάσεων και έγινε μάλιστα και κινηματογραφική επιτυχία το 1974. Έγινε μάλιστα μία από τις κλασικές.

 

  Θα κλείναμε λέγοντας ότι μετά από πενήντα σχεδόν χρόνια το έργο μοιάζει με ένα παραμυθάκι με ευχάριστο και απίθανο τέλος. Μια όαση στην αδυσώπητη σημερινή εποχή…

 

Ο Κώστας Ρηγόπουλος


 

 

 

 Η πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση έγινε το Νοέμβριο του 1974 από την Ελληνική Κρατική Ραδιοφωνία

 

Μετάφραση: Πλάτων Μουσαίος

Σκηνοθεσία: Κώστας Ρηγόπουλος

Επιμέλεια ήχων: Δανάη Ευαγγελίου

Ρύθμιση ήχου: Γρηγόρης Γίγας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Μέλπω Ζαρόκωστα-Σολάνζ, Κώστας Ρηγόπουλος-Ερρίκος, Κατερίνα Μπόμπου-υπηρέτρια, Βασίλης Πλατάκης- κλητήρας, Μάκης Ρευματάς-Ρομπέρ, Κάκια Αναλυτή- Αγάπη μου, Ηλίας Λογοθέτης – βοηθός σύμβουλος, Νίκος Παγκράτης- ρεπόρτερ.



Η Κάκια Αναλυτή




Η ΜΕΤΑΦΟΡΆ ΈΓΙΝΕ ΑΠΌ ΤΟ 80smusicdiamonds:








-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Αύριο είναι η επέτειος του θριαμβικού 87. Ποιοι ήμασταν όμως πριν και που φτάσαμε μέχρι τότε; Ας θυμηθούμε...

Για την πλειοψηφία των φιλάθλων, η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ έχει ως αφετηρία το 1987 αγνοώντας τη μεγάλη ιστορία του στη χώρα μας και τους ανθρώπους που προσπάθησαν να το εδραιώσουν ως το εθνικό μας σπορ. Ας κάνουμε λοιπόν μια αναδρομή σε παλαιότερες εποχές, όταν αυτοί που ασχολούνταν με το μπάσκετ από όλες τις θέσεις (παίχτες, προπονητές, παράγοντες, φίλαθλοι) το έκαναν επειδή ήταν "ψώνια" με το άθλημα... 



Σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο που ανέκαθεν θεωρούταν ως πιο "λαϊκό", το μπάσκετ αρχικά απευθυνόταν στην ελίτ. Ίσως γιατί και ο άνθρωπος που το έκανε γνωστό στη χώρα μας, ο Μάικ Στεργιάδης είχε το σπάνιο προνόμιο για την εποχή να έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ.


Επιστρέφοντας λοιπόν στην πατρίδα, ο Στεργιάδης θα έρθει σε επαφή με τα μέλη της Χ.Α.Ν. Αθηνών και μία μέρα του 1919 στο προαύλιο ενός κτιρίου της οδού Μητροπόλεως θα κρεμάσει στην κολώνα  μία αναποδογυρισμένη καρέκλα και με μία μπάλα ποδοσφαίρου θα πετύχει το πρώτο καλάθι στον ελλαδικό χώρο. Το ποτάμι είχε ξεκινήσει και δεν γύρισε ποτέ πίσω. 


Η έλευση των χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία  φέρνει μαζί της μαγιά ανθρώπων που γνώριζαν και έπαιζαν το άθλημα. Τα προσφυγικά σωματεία που θα ιδρυθουν για να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη των Χαμένων Πατρίδων, είναι αυτά που μαζί με τα ήδη υπάρχοντα θα φυτέψουν τον σπόρο της ανάπτυξης. Ξανά η Χ.Α.Ν. αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη θα βοηθήσει ουσιαστικά για να γνωρίσει ο κόσμος το μπάσκετ με πρωτοπόρο σε αυτή την προσπάθεια τον Συμεών Μαυροσκούφη, ιδρυτή του πρώτου γυμναστηρίου στη συμπρωτεύουσα. Από τη Θεσσαλονίκη θα αναδειχθεί και ο πρώτος πρωταθλητής Ελλάδος, η ομάδα του Ηρακλή το 1928 υπό την αιγίδα του ΣΕΓΑΣ. Άλλες σπουδαίες ομάδες της "αρχαϊκής" αυτής εποχής ήταν ο συμπολίτης Άρης, ο Σπόρτιγκ και ο Πανελλήνιος. Παίχτες; Εντελώς ερασιτέχνες που έπαιζαν μπάσκετ απλά για το κέφι τους.


Κάπου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 30  θα συσταθεί και η εθνική ομάδα με στόχο την παρουσία της στις διοργανώσεις της FIBA που η χώρα μας έχει υπογράψει την δημιουργία της το 1932 ως ιδρυτικό μέλος. Τιμώντας τον άνθρωπο που έφερε το μπάσκετ στην Ελλάδα, ο ΣΕΓΑΣ θα ζητήσει από τον Στεργιάδη να επιλέξει και να προπονήσει τα μέλη της εθνικής. Και όντως στις 25 Ιουνίου 1936 η Εθνική Ελλάδος θα δώσει τον πρώτο της διεθνή αγώνα στην Κωνσταντινούπολη με αντίπαλο την Τουρκία. Χαρακτηριστικό της αναμέτρησης; Το παιχνίδι διεξήχθη σε κλειστό γυμναστήριο το οποίο προς τεράστια έκπληξη των διεθνών αντί για τσιμέντο ήταν στρωμένο με παρκέ (!!!). Για την ιστορία, η εθνική γνώρισε βαριά ήττα με 49-12. 


Και ενώ το άθλημα σιγά σιγά αρχίζει να έχει ανοδική πορεία, ο πόλεμος και η κατοχή το φρενάρουν απότομα και παγώνουν την εξέλιξη του. Όταν η χώρα καταφέρνει να σταθεί ξανά στα πόδια της  οι ισορροπίες έχουν αλλάξει με νέες ομάδες να αναδεικνύονται και κυρίαρχο σε αυτά τα χρόνια, τον Παναθηναϊκό. Από το 46 έως το 53 θα κατακτήσει 4 πρωταθλήματα (όποτε αυτά διεξήχθησαν) με παρένθεση τον τίτλο του Ολυμπιακού το 1949 που με ηγέτη τον πρωτοπόρο του τζαμπ σουτ Αλέκο Σπανουδάκη, θα καταφέρει προσωρινά να μπει σφήνα στην πρωτοκαθεδρία των Πρασίνων. 


Οι παίχτες του Τριφυλλιού θα αποτελέσουν και τον πυρήνα της εθνικής ομάδας που το 1949 θα κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο στους λειψούς Πανευρωπαϊκους του Καΐρου. Πανταζόπουλος, Μήλας, Ματθαίου, Σπανουδάκης, με προπονητή τον λησμονημένο Γιώργο Καρατζόπουλο ήταν οι πρωταγωνιστές εκείνου του κατορθώματος.


Το μετάλλιο αυτό θα φέρει τον φίλαθλο κόσμο πιο κοντά στο σπορ και στη δεκαετία του 50 η πορεία της θρυλικής πεντάδας του Πανελληνίου θα του εξάψει περισσότερο το ενδιαφέρον. Τρία πρωταθλήματα θα είναι ο απολογισμός για τους Κυψελιώτες και ο σεβασμός από όλη την Ευρώπη για αυτή την πρώτη πραγματικά μεγάλη ομάδα του ελληνικού μπάσκετ. Εκείνη την εποχή δεν υφίστατο ακόμα ως διοργάνωση το Κύπελλο Πρωταθλητριών και ουσιαστικά ο νικητής των διεθνών τουρνουά θεωρούταν άτυπα ως η καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα. Ο σύλλογος των "Ολυμπιονικών" με τη "Χρυσή Πεντάδα" των Χολέβα, Στεφανίδη, Ρουμπάνη, Μανιά και Παπαδήμα σάρωσε επί μία τριετία ομάδες από όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Τσεχοσλοβάκοι, Πολωνοί, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, όλοι υποκλίθηκαν στο ταλέντο τους και τη δουλειά του Νίκου Νησιώτη. Αν η FIBA  είχε πάρει την απόφαση για την ίδρυση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών λίγα χρόνια νωρίτερα, ίσως η Ελλάδα να μην περίμενε σχεδόν μισό αιώνα για να πανηγυρίσει το πρώτο της. Το 1958 η ομάδα βρισκόταν στη δύση της και δεν κατάφερε κάτι αξιόλογο.


Σε αντίθεση με τον Πανελλήνιο η εθνική έμεινε στην αφάνεια τα χρόνια του 50. Μία συμμετοχή στο Παρίσι το 1951 και 8η θέση. Ηλιαχτίδα το γεγονός ότι οι καλύτεροι της παίχτες τράβηξαν το ενδιαφέρον συλλόγων της Ευρώπης και θα μεταναστεύσουν στη "Μέκκα" του ευρωπαϊκού υρωπαικού μπάσκετ, τη γειτονική Ιταλία. Δύο από αυτούς, ο Φαίδων Ματθαίου και ο Κώστας Μουρούζης θα βάλουν την επόμενη δεκαετία σαν προπονητές πια, το δικό τους λιθαράκι στο οικοδόμημα. 


Η ΑΕΚ είναι η ομάδα που θα γράψει με χρυσά γράμματα το όνομα της στα κατάστιχα του ελληνικού μπάσκετ με τις επιτυχίες της εντός και κυρίως εκτός Ελλάδος στα χρόνια του 60. Έξι πρωταθλήματα μέχρι το 1970 εκ των οποίων τέσσερα συνεχόμενα αλλά και το πρώτο ευρωπαϊκό παράσημο, με τη συμμετοχή της στο ξεχασμένο Φάιναλ Φορ της Ιταλίας το 1966 με προπονητή τον Μίσσα Πανταζόπουλο. Εμψυχωτής της αν και ήδη χτυπημένος από τον καρκίνο που του κατέτρωγε τα σωθικά, ο αλησμόνητος Γιώργος Μόσχος που θα "σβήσει"  τον Δεκέμβριο μέσα σε γενικό πένθος. 


Ο χαμός του Μόσχου όμως δε θα ανακόψει την πορεία του Δικεφάλου προς τον θρίαμβο. Τον Απρίλιο του 68 η ΑΕΚ με οδηγό τον Νίκο Μήλα θα παίξει σε ένα κατάμεστο από 80.000 θεατές Καλλιμάρμαρο στον τελικό του Κυπελλούχων με αντίπαλο τη Σλάβια Πράγας. Αμερικάνος, Τρόντζος, Ζούπας, Χρηστέας, Τσάβας, Λαρεντζάκης, Νεσιάδης, Βασιλειάδης θα παίξουν και για τον Μόσχο που σίγουρα χαμογελούσε βλέποντας τους επιγόνους του να κερδίζουν με 89-82 και να κατακτούν τον ευρωπαϊκό τίτλο.


Ταυτόχρονα η Γαλανόλευκη δίνει συνεχώς το "παρών" στα Ευρωμπάσκετ αλλά το καλύτερο πλασάρισμα της δεν φτάνει πέρα από την 8η θέση του 1965. Στα αξιοσημείωτα η ταυτόχρονη παρουσία σε αυτές τις διοργανώσεις τριών εκ των μεγαλύτερων σκόρερ του ελληνικού μπάσκετ, του Γιώργου Αμερικάνου, του Βασίλη Γκούμα και του Γιώργου Κολοκυθά. Το μπάσκετ αρχίζει σιγά σιγά να μπαίνει σε μία εποχή σταθερότητας και αυτό αντικατοπτρίζεται και στους συλλόγους και στην εθνική.


Ο Παναθηναϊκός των 

"4 Κ" (Κόντος, Κοκολάκης, Κορωναίος, Κέφαλος)  και ο Ολυμπιακός των Ελληνοαμερικανών  μονομαχούν και μονοπωλούν τον τίτλο από το 70 έως το 78 με νικητή 6 φορές το Τριφύλλι. Ο εγχώριος ανταγωνισμός θα θρέψει και το ευρωπαϊκό dna των "αιωνίων" με αποτέλεσμα την παρουσία του Παναθηναϊκού στα ημιτελικά του Πρωταθλητριών το 71-72 αλλά και του Ολυμπιακού στην εξάδα της διοργάνωσης τη σεζόν 78-79. Κοινή συνισταμένη; Οι πορείες και των δύο θα γίνουν με τιμονιέρη τον Κώστα Μουρούζη. 


Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Ντουξάιρ που έχει αναλάβει την εθνική από το 1972 θα στηριχτεί στους παίχτες των δύο ομάδων και με την προσθήκη νέων, όπως το "πολυβόλο" του Άρη Χάρη Παπαγεωργίου, τον Μηνά Γκέκο, τον Κώστα Πετρόπουλο, τον Μάνθο Κατσούλη και τον νεαρό Παναγιώτη Γιαννάκη, αυτή η ομάδα θα καταφέρει να κερδίσει τη Γιουγκοσλαβία στο Σπλίτ στα πλαίσια των Μεσογειακών Αγώνων το 1979 και στην Αθήνα για τους Βαλκανικούς.


Εκείνη η χρονιά θα σημαδευτεί από δύο ιστορικά γεγονότα που θα αλλάξουν άρδην τα δεδομένα στον μικρόκοσμο του ελληνικού μπάσκετ. Τα σκήπτρα του πρωταθλήματος θα ανηφορίσουν για τη Θεσσαλονίκη και τον Άρη του Γιάννη Ιωαννίδη, του Παπαγεωργίου και του Βαγγέλη Αλεξανδρή. Το φθινόπωρο θα κάνει την εμφάνιση του ένας κοντός μελαχρινός με αφρο μαλλί που μιλάει ελληνικά με έντονη προφορά. Τον λένε Νίκο Γκάλη. Με την άφιξη του μπαίνουμε στη μαγική δεκαετία του 80 και την άνοιξη στο Βεβέ της Ελβετίας φοράει για πρώτη φορά τη φανέλα της εθνικής στον αγώνα με τη Σουηδία για το Προολυμπιακό Τουρνουά της Μόσχας.


Ο Παναθηναϊκός συνεχίζει τις καλές πορείες στην Ευρώπη  φτάνοντας μέχρι τους 6 του Πρωταθλητριών, αποκλείοντας στον "Τάφο του Ινδού" την ΤΣΣΚΑ στο ματς που στιγματίστηκε από το "αιώνιο δευτερόλεπτο". Αλλά και η εθνική δείχνει ότι θέλει να αλλάξει επίπεδο. Ο Ιωαννίδης θα πειραματιστεί με το περίφημο σχήμα των τριών κοντών και με  αυτό η Γαλανόλευκη θα θριαμβευσει στο Τσάλεντζ Ράουντ της Κωνσταντινούπολης για το Ευρωμπάσκετ του 81. 


Αλλά στα τελικά, στην Μπρατισλάβα και την Πράγα τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Ένατη θέση και ο Ιωαννίδης φεύγει πριν τη ώρα του για να αναλάβει ο Χολέβας που και αυτός θα αντικατασταθεί γρήγορα από τον Πολίτη.


Με τον "Ευρωκόουτς" τα πράγματα δεν θα πάνε καλύτερα. Το Μουντομπάσκετ της Κολομβίας η εθνική το βλέπει από την τηλεόραση και στη Γαλλία το 83 θα καταταγούμε στις συνηθισμένες μας εκτός οχτάδας θέσεις. Η μεγάλη ευκαιρία που μας παρουσιάζεται με την μορφή του Προολυμπιακού Τουρνουά των Παρισίων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 1984 θα μετατραπεί εναντίον των Βρετανών σε πραγματική τραγωδία όταν θα χάσει ένα δικό της παιχνίδι με σουτ στο τελευταίο δευτερόλεπτο. 


Στην Ελλάδα ο Άρης με τη μεταγραφή του Γιαννάκη αρχίζει το χτίσιμο της "Αυτοκρατορίας" και αρχίζει να κάνει γνωστό το όνομα του και στην Ευρώπη φτάνοντας το 85 μέχρι τα ημιτελικά του Κόρατς. Αντίθετα η εθνική έχει μείνει εκτός από άλλη μία μεγάλη διοργάνωση και στο Ευρωμπάσκετ της Γερμανίας παρών είναι μόνο ο Πολίτης που βλέπει τους βετεράνους της Τσεχοσλοβακίας να κερδίζουν Γιουγκοσλάβους και Ισπανούς και να αντιμετωπίζουν στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση. 


Αυτός όμως έχει αποφασίσει την ανανέωση της ομάδας του. Η Ελλάδα θα πάρει την πρόκριση για το Μουντομπάσκετ της Ισπανίας και θα έχει μία πολύ καλή παρουσία κατακτώντας τη 10η θέση στην πρώτη της εμφάνιση σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. 


Ο στόχος έχει ήδη τεθεί και είναι το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Το ημερολόγιο έχει σημάδι στην 3η Ιουνίου, ημερομηνία έναρξης με την πρόκριση στην οχτάδα είναι το ζητούμενο. Οτιδήποτε άλλο και αν έρθει θα είναι καλοδεχούμενο. Κανείς όμως δεν φανταζόταν αυτό που θα ζούσαμε....


 Antreas Tsemperlidis

Ο Γκαίτε και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

 Γράφει ο Μιχάλης Κωνσταντής

Μετά το 1806, και αφού ο Ναπολέοντας έθεσε υπό τον έλεγχό του τη Γερμανία, ο βαρόνος Βέρνερ Φον Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε δεκατρείς γλώσσες και είχε σπουδάσει Νομικά, Ανατολικές Σπουδές και Ιατρική, όντας πολέμιος του Βοναπάρτη, αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Αγγλία. Για να βιοπορίζεται, έπιασε δουλειά ως γιατρός σε ένα ναυτικό νοσοκομείο κοντά στο Λονδίνο. Ο γιατρός αυτός μια μέρα, καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, άκουσε μια παρέα Ελλήνων ναυτικών να σιγοτραγουδούν κάτι που το βρήκε ενδιαφέρον. Ο Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε και ελληνικά, παράτησε τη δουλειά που έκανε και πήγε κοντά στους Έλληνες ναυτικούς παρακαλώντας τους να του πουν το τραγούδι τους. Τότε αυτοί ξεκίνησαν:

«Συννέφιασε ο Παρνασσός,
βρέχει στα καμποχώρια
κι εσύ, Διαμάντω, νύχτωσες,
πού πας αυτήν την ώρα;

Πάω γι’ αθάνατο νερό,
γι’ αθάνατο βοτάνι
να δώσω της αγάπης μου
ποτέ να μην πεθάνει».





Για όσες μέρες έμειναν στο νοσοκομείο οι Έλληνες ναυτικοί, ο Χαξτχάουζεν κατέγραφε μαγεμένος τα τραγούδια που του έλεγαν. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προέβαινε σε συστηματική καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών.

Το 1814, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο βαρόνος Φον Χαξτχάουζεν πήγε στο συνέδριο της Βιέννης, έχοντας στις αποσκευές του τα δημοτικά τραγούδια που του είπαν οι Έλληνες ναυτικοί. Η Βιέννη τότε αποτελούσε παγκόσμιο πολιτικό και πνευματικό κέντρο, στο οποίο είχαν σημαντική παρουσία και δράση Έλληνες των γραμμάτων και του πνεύματος. Έναν απ’ αυτούς συνάντησε εκεί ο Χαξτχάουζεν, τον Μακεδόνα Θεόδωρο Μανούσο, και του είπε πως θέλει να καταγράψει όσο το δυνατόν περισσότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια με σκοπό να τα εκδώσει. Πρόθυμος ο Μανούσος πήγε τον βαρόνο στη γιαγιά του, την κυρία Αλεξάνδρα, η οποία τους είπε αρκετά τραγούδια. Ακολούθως, ο Χαξτχάουζεν, που είχε πλέον συγκεντρώσει έναν σημαντικό αριθμό τραγουδιών, τα μετέφρασε σε έμμετρη γερμανική γλώσσα, αλλά η εκδοτική του προσπάθεια δεν μπόρεσε να συνεχιστεί, επειδή ο ίδιος ένιωθε πως δεν διέθετε τις κατάλληλες γνώσεις, προκειμένου να προλογίσει και να επεξηγήσει ικανοποιητικά τα τραγούδια.

Έτσι, ο Χαξτχάουζεν, μη μπορώντας να συνεχίσει τα εκδοτικά του σχέδια, έδωσε σε μερικούς γνωστούς του τα τραγούδια αυτά για να τα διαβάσουν. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο μεγάλος ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Ο Γκαίτε ερωτεύτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το είδος αυτό της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Τόσο, που σε κάθε ευκαιρία παρότρυνε τον Χαξτχάουζεν να εκδώσει αμέσως τα δημοτικά τραγούδια. Ο Γκαίτε είχε τόσο γοητευθεί, που σε επιστολή προς τον γιο του Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου του 1815, αναφέρει με ενθουσιασμό ότι το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων «είναι τόσο δραματικό, επικό και λυρικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του στον κόσμο. Οι εικόνες αυτού του τραγουδιού είναι εκπληκτικές. Δυο βουνά μαλώνουν μεταξύ τους, ένας αετός μιλάει με το κομμένο κεφάλι ενός κλέφτη, ένας κλέφτης λέει να του κόψουν το κεφάλι για να μην το πάρουν οι Τούρκοι…»

Αυτήν την ευτυχία που γεύτηκε ο Γκαίτε, ερχόμενος σε επαφή με το δημοτικό μας τραγούδι, θέλησε να τη μοιραστεί με έναν σημαντικό αριθμό λογίων της Γερμανίας. Έτσι, κάπου το φθινόπωρο του 1815, οργάνωσε μια φιλολογική σύναξη με τους σημαντικότερους λογίους της Γερμανίας και τους «σύστησε» τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων. Είχαν όλοι μείνει άφωνοι. Ο ενθουσιασμός με τον οποίον τους μιλούσε ο Γκαίτε, οι εικόνες που δημιουργούσαν με τη φαντασία τους ακούγοντας τα τραγούδια, η πρωτόγνωρη για αυτούς ποιητική δομή, τα μορφολογικά και τα άλλα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, τους είχαν καθηλώσει.

Πέρασαν 200 και πλέον χρόνια από εκείνο το φθινόπωρο του 1815, που ο Γκαίτε μίλησε μπροστά σε κοινό για το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία κατά την οποίαν κοινοποιήθηκε και ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε ως μέγιστο ποιητικό είδος το νεοελληνικό δημοτικό μας τραγούδι, το οποίο καθόρισε μάλιστα και το ποιητικό ύφος πολλών σημαντικών ευρωπαίων ποιητών.

Τέλος, για την ιστορία, να πούμε ότι η συλλογή του Χαξτχάουζεν κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά, στα 1935. Τον είχαν προλάβει πολλοί άλλοι, οι οποίοι γνώρισαν και αυτοί το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων και είχαν, όπως φαίνεται, τις κατάλληλες γνώσεις για να εκδώσουν μια τέτοια συλλογή. Πρώτος εξ αυτών ήταν ο Γάλλος Κλωντ Φωριέλ, που στα 1824 εξέδωσε για πρώτη φορά συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Ο Γκαίτε, όμως, ήταν εκείνος που το φθινόπωρο του 1815, έξι χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, έδωσε στο δημοτικό μας τραγούδι μια «διεθνή αίγλη» και ώθησε έκτοτε πολλούς άλλους ευρωπαίους λόγιους και διανοούμενους να το ανακαλύψουν μεθοδικότερα. Και μετά το συνέδριο της Βιέννης, σιγά-σιγά ο φιλελληνισμός υπό την ευρεία πλέον έννοιά του, εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και άρχισαν να καταφτάνουν πολλοί φιλέλληνες μετά το 1821, προκειμένου να συνδράμουν τους Έλληνες στον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα.


Πηγή: https://cognoscoteam.gr


Αυτό είναι ένα τετράδραχμο που κόπηκε στο όνομα του Αντίμαχου Α' της Βακτριανής περίπου το 185-170 π.Χ.

Λίγα είναι γνωστά για τον Βακτριανό βασιλιά Αντίμαχο Α'.Το υπέροχο πορτρέτο σε αυτό το νόμισμα απεικονίζει τον Αντίμαχο να φορά το χαρακτηριστικό σκούφο γνωστό ως καυσία.



Η καυσία είναι το όνομα του τυπικού μπερέ που φορούσαν οι Αρχαίοι Μακεδόνες και θεωρούνταν ως εθνική κεφαλίδα.Φορέθηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο, αλλά ίσως και πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως προστασία από τον ήλιο από τις φτωχότερες τάξεις στη Ρώμη.

Έχει βρεθεί σε όλους τους τομείς που κυριαρχούν τα μακεδονικά βασίλεια και αν έχει εξαφανιστεί στη Δύση, έχει παραμείνει σε χρήση στο Αφγανιστάν, όπου, αποκαλούμενος πακώλ, θεωρείται η παραδοσιακή και εθνική κεφαλίδα.

 Εδώ προοριζόταν να συνδεθεί ο ηγεμόνας με τους διαδόχους του Αλεξάνδρου.


Η χαρακτηριστική απεικόνιση του Αντίμαχου με ημι-είρωνικο μειδίαμα αυτοσαρκασμού, αποτελεί μία έκφραση που αναιρεί την συνηθισμένη αυστηρή σοβαροφάνεια των ηγεμόνων και πρόκειται να αποτελέσει ένα ιδιόμορφο σήμα κατατεθέν στις απεικονίσεις των μεταγενέστερων Ελλήνων ηγεμόνων της περιοχής, για να επαναληφθεί και στο πρόσωπο του Βούδα.

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...