Ὁ λογοτέχνης Κόντογλου καὶ ὁ ἑλληνικὸς μοντερνισμὸς

 Δημήτρης Κοσμόπουλος – Ἀπὸ «Τὰ ὅρια τῆς φωνῆς», (Δοκίμια γιὰ τὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία), ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε. Άθήνα 2002, σελ. 162.


ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑΧΡΟΝΑ ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Φώτη Κόντογλου ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἔφεραν τὸ καταλάγιασμα ποὺ ἔρχεται συνήθως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε τὸ ἔργο του νὰ μελετᾶται μὲ τὴ νηφαλιότητα τὴν ὁποία χαρίζει ἡ ἄμβλυνση τῶν ἀγκυλώσεων. Ὁ Κόντογλου παραμένει ἰδιόρρυθμος σκανδαλοποιός, καὶ ἄλλους τοὺς ἐνοχλεῖ καὶ τὸν παρακάμπτουν ὡς δευτερεύουσα περίπτωση —μιλῶ γιὰ ἐκείνους ποὺ διαμορφώνουν τὶς κρίσεις τους μὲ βάση τὶς αἰσθητικὲς τοὺς πεποιθήσεις, ἄρα καὶ τὶς ἰδεολογικές τους «ἀρχές». Ἄλλους πάλι, τοὺς «ἀναπαύει»— γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἔκφραση τοῦ συρμοῦ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν —ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς καὶ ὑπερμάχους μιᾶς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικότητας, τοποθετούμενος μέσα σὲ μιὰ «short-list (sic) ὀνομάτων, τὰ ὁποῖα περισσότερο τὰ ἐπικαλοῦνται σὰν ἕνα εἶδος «κομματικῶν» συγγραφέων καὶ δημιουργῶν, κατὰ κανόνα ἀγνοώντας βροντωδῶς τὸ βάθος τοῦ ἔργου τους. Προφανῶς καὶ στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἰδεολογικὲς προκαταλήψεις, κάκου μάλιστα τύπου. Τέλος ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ποὺ ἀντιδρώντας στὰ καθεστῶτα ρητορεύματα, ἀναζητοῦν μίαν ἄσαρκη, σχεδὸν μονοφυσιτικὴ καθαρότητα καί, ἐνοχλούμενοι ἀπὸ ἀμυντικὲς —καὶ προπάντων ἀρκετὰ εὔλογες στὸν καιρὸ τους— ἐμμονὲς τοῦ μαστρο-Φώτη, συλλήβδην τὸν πετᾶνε στὰ σκουπίδια ἢ στὴν πυρά. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἐννοήσουνε ὅτι στὸ ὄνομα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντικότητας», τὴν ὁποία αὐτοκλήτως ἔχουν ταχθεῖ νὰ φανερώνουν, περιπίπτουν σὲ μία νέου τύπου ἰδεολογικὴ καθαρότητα, μὲ συντεταγμένες ἐξίσου ἀμβλυωπικές. Δὲν ἀντιλαμβάνονται πὼς οἱ ἐσχατολογικὲς ἀναφορὲς δὲν σημαίνουν αὐτομάτως τὴν ἄρνηση τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἱστορικῆς σάρκας. Συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐσχατολογίας.



Στὸν Κόντογλου, ὅμως, συμβαίνει ὅ,τι γίνεται μὲ τοὺς ἀληθινὰ ξεχωριστοὺς δημιουργούς.

Εἶναι, δηλαδή, τὸ ἔργο τους (καὶ ἡ συνάντηση μὲ τὸ ἔργο τους), στοίχημα διαρκοῦς ἀνακαλύψεως. Καί, ὅπως οἱ ὠσμώσεις καὶ οἱ ἀλληλοτροφοδοσίες ἀποτελοῦν ὅρο δημιουργικῆς προκοπῆς, ἔτσι καὶ στὴ νεώτερη Τέχνη μας τοῦ 20ου αἰώνα ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι πού, πέρα ἀπὸ τὴν προσωπική τους στάση ἢ πεποίθηση, ἐκτίμησαν τὸν ἀέρα τῆς γραφίδας ἢ τοῦ χρωστήρα τοῦ Κόντογλου, ἐνθουσιάστηκαν καὶ ἐπηρεάστηκαν — ἀποδεικνύοντας πὼς στὴν Τέχνη ὑπερβαίνονται οἱ προκαταλήψεις καὶ γκρεμίζονται οἱ πρόσκαιροι ἐπιμερισμοὶ πού, ἑκάστοτε, ταλανίζουν τὸ κοινωνικό μας σῶμα.

Ἀλλὰ γιατί ὁ Κόντογλου εἶναι ἰδιόρρυθμη περίπτωση; Μά, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, διότι στὴ φθίνουσα ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται, μοναχικὸς καὶ ἀπαρόμοιαστος ἐν σχέσει πρὸς τὸ γενικὸ κλίμα, τὸ ἀπολύτως μεταβατικὸ — μιλῶ γιὰ τὸ κλίμα τοῦ Μεσοπολέμου — , ἔρχεται σὰν θυελλώδης ἄνεμος καὶ ἀναποδογυρίζει τὰ κυρίαρχα μοτίβα. Ἡ ἰδιοτυπία τοῦ Πέδρο Καζᾶς, ποὺ ἐκδίδεται στὰ 1920, φέρνει φρέσκο νερό, ἀπὸ ἄλλὰ χώματα βγαλμένο. Αὐτὸ τὸ ἔνιωσαν ἀμέσως πολλοί. Ὁ Δασκαλάκης, ὁ Αὐγέρης, ὁ Ἀλεξίου, ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε:

Μιὰ πόρτα ἀνατολίτικη ἄνοιξε στὴ μίζερη, μικρόπνοη, μικροῦ χώρου λογοτεχνία μας καὶ μπῆκε μία μεγάλη ἀναπνοή.(1)

Τὸ 1924 ἔρχεται ἡ Βασάντα (καὶ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σημαίνει Ἄνοιξη στὰ σανσκριτικά). Τὸ 1928 τὰ Ταξείδια, ἀγαπημένο βιβλίο τοῦ μαθητῆ του Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Πέδρο Καζᾶς ξεκινᾶ μὲ τὸν ἑξῆς ὑπότιτλο:

Ἡ πρωτάκουστη ἱστορία τοῦ Σπανιόλου κουρσάρου ὁ ὁποῖος ἢ ἔζησε τριακόσια χρόνια ἢ γύρισε ἀπὸ τὸν Ἅδη. Τυπωμένη ἀπὸ ἕνα παράξενο Πορτουγέζικο χειρόγραφο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Φώτη Κόντογλου στὸ Ὀπόρτο.

Ἐνῶ ἡ Βασάντα ἐκδίδεται «μὲ ζωγραφιὲς καὶ μὲ πλουμίδια ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ συγγραφέα», ἀφιερώνεται στὸν Στρατῆ Δούκα, καὶ ὁ πρόλογός της εἶναι γραμμένος στὶς 2 Ἰουνίου τοῦ 1929 στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὴ δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ, βρίσκουμε τὶς πρῶτες σπουδαῖες περιγραφὲς τοῦ ἁγιορείτικου χώρου, ἀλλὰ καὶ τὶς δοκιμὲς γιὰ μετάφραση ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, μὲ ἕναν τρόπο καὶ μίαν ἰδιόλεκτο ὑποδειγματικὰ προκλητικοὺς γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀποδόσεως Ἱερῶν κειμένων.

Τὴ νύχτα κάθουμαι στὸ παραθυράκι μου καὶ βλέπω τ’ ἄστρα ποὺ ἀγρυπνοῦν• μία οὐράνια δροσιὰ στάζει μέσα μου. Ὁ νοῦς μου ξεκουράζεται ἀκουμπώντας σὲ Σένα. Ἀκούγω τὸ γλυκὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς Σου ἀπὸ χιλιάδες μίλια• μοῦ φαίνεται πὼς κρατᾶ τὸ ρυθμὸ τοῦ Σύμπαντος.

Παραθέτω ἐπίτηδες τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο στὴ Βασάντα, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ αὐτονόητο, ὡς πρὸς τὸν κόσμο τοῦ Κόντογλου, ἐκείνης τῆς περιόδου. Καὶ τοῦτο γιατί πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τὶς ριζικὰ διαφορετικὲς ἕως ἀντίρροπες περιόδους στὴν λογοτεχνικὴ του δημιουργία. Θέλω νὰ πῶ ὅτι τὰ ἴχνη τοῦ κόσμου του τὰ ἔχει ὁ Κόντογλου σπαρμένα μέσα του ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Βεβαίως, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ξεκαθαρίζει περισσότερο τὸ τοπίο. Φυσᾶ πάντοτε Ὁ ἴδιος φοβερὸς ἀέρας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποχτοῦν ψηλαφητὴ ὑπόσταση οἱ ἴδιες θάλασσες καὶ οἱ φοβεροὶ φονιάδες καὶ οἱ κουρσάροι ἔρχονται σιγὰ σιγὰ νὰ δέσουν μέσα στὰ ἴδια στέρεα πρόσωπα μὲ τὸν βαθύτερο καὶ ἀληθινὸ ἑαυτό τους. Μὲ τοὺς μετανοημένους, τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Νεομάρτυρες. Γιατί τὸ ὕφος τοῦ Κόντογλου βγαίνει ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ ἀπαρχῆς ἴσαμε τὸ τέλος καὶ διαθέτει μία θαυμαστή, σχεδὸν ὑλικὴ ἑνότητα. Οἱ «ἥρωές» του εἶναι ἄνθρωποι. Μὲ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει. Μὲ ἀδυναμίες, πάθη ἀλλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἁγιότητα. Γράφει στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του Φημισμένοι ἄντρες καὶ λησμονημένοι, ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1942 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἀετός»:

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶνε ἀνακατεμένο τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ὅπως εἶνε στὸν κόσμο, ὅπου περισσεύει τὸ κακό.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὖνε γραμμένοι ἐδῶ μέσα εἶνε κακοῦργοι καὶ ληστές, ἀλλά, ὅπως γίνεται συχνά, νὰ πηγαίνει τὸ καλὸ μαζὶ μὲ τὸ κακό, ἔτσι κ’ ἡ ζωὴ αὐτουνῶν τῶν ἀνθρώπων ἔχει κάτι τὶς τὸ ἀσυνήθιστο καὶ φχάριστο, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὸ περιφρονὰ ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Ἂν βγάλεις κατὰ μέρος τὰ γεννημένα τέρατα, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἤτανε πλάσματα κατατρεγμένα καὶ βασανισμένα, ποὺ κάνουν ὅ,τι κάνανε γιὰ νὰ πολεμήσουνε τὴν ἀδικία, κατὰ τὴν δική τους ἰδέα.

Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, γιὰ νὰ δείξει πὼς ὁ Θεὸς πονᾶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, δὲν τοὺς καταφρονᾶ, ὅπως κάνουνε οἱ ἐγωιστές, τ’ ἀδέρφια τους.
Γι’ αὐτὸ εἶπε καὶ στὸν ἕναν ποὺ μετάνοιωσε: «Σήμερα θἆσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο».

Ἕνα τροπάρι λέγει πὼς ὁ Σταυρὸς στήθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ ληστές, σὰν νὰ τανε ἡ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης. «Ἐν μέσῳ δυὸ ληστῶν, ζυγὸς δικαιοσύνης, εὑρέθη ὁ Σταυρός Σου».
.

Θυμᾶμαι ἐδῶ τὴν διατύπωση τοῦ σπουδαίου μας ποιητῆ, τοῦ Ν.Δ. Καρούζου, γραμμένη στὸ περιοδικὸ Σύνορο, στὰ 1965:

Ὅλα του, καὶ ζωγραφικὴ καὶ λογοτεχνία, καὶ ἄρθρα καὶ ἱερεμιάδες, φυτρώνουν ἄγρια κι ἀνόθευτα μὲ μοναχὴ τους ρίζα τὴν Ὀρθοδοξία.
Κι ὁ «Πέδρο Καζᾶς» ἀκόμη, ὀρθόδοξος εἶναι. Καὶ τὸ Ροβινσώνα Κροῦσο σὰν ὀρθόδοξο τὸν ἔβλεπε ὁ Κόντογλου. Κι ὅ,τι θαύμαζε, ὀρθόδοξα τὸ ζοῦσε καὶ τὸ φανέρωνε
.(2)

Δὲν στέκει, λοιπόν, καὶ τόσο ἡ εὔκολη ταξινόμηση. Ἡ ὑπεραπλούστευση, ποὺ ἔκανε τοὺς αἰσθητές, ἀλλὰ καὶ τοὺς θρησκευάμενους νὰ πετᾶνε κατὰ ἰδεολογικὴ ἀναλογία τὸ μέρος τοῦ ἔργου του ποὺ δὲν τοὺς κάνει, μπάζει νερὰ ἀπὸ παντοῦ. Τὸν ὅρο «παλαιότερος» καὶ «νεώτερος» Κόντογλου, τὸν εἰσήγαγε ὁ ἀξιοσέβαστος καθ’ ὅλα Κ.Θ. Δημαρᾶς. Στὸν «παλαιότερο» Κόντογλου προσδίδεται ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ «ἐξωτικοῦ». Ὅμως ἐλάχιστοι εἶδαν ἐξαρχῆς ὅτι στὰ πρῶτα ἔργα ἐκεῖνο ποὺ ἕλκει καὶ σαγηνεύει τὸν Κόντογλου δὲν εἶναι οὔτε

«οἱ τροπικὲς πολυχρωμίες καὶ οἱ μουσικές, οὔτε τὰ ἡδυπαθῆ ἡλιοβασιλέματα»,(3)

ἀλλὰ ὁ πρωτογονισμὸς μίας ἐρημικῆς ἰθαγένειας, ποὺ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς κλίμα καὶ τὴν γονιμοποιεῖ, ἀντιστρατευόμενος μέσω τῶν ἀρχετύπων τῆς πρωτόγονης ἀθωότητας, τὴν μηδενιστικὴ παρακμὴ τῆς ἐποχῆς του.

Αὐτὴν τὴν λεπτὴ γραμμὴ ποὺ ἑνώνει τὸν Πέδρο Καζᾶς μὲ τὸν Μυστικὸ Κῆπο, δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν διακρίνουν, λόγω τῶν προαναφερθεισῶν προκαταλήψεων, χαρισματικοὶ κατὰ τὰ ἀλλὰ ἄνθρωποι. Ἔτσι, ὁ Αὐγέρης θὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ Κόντογλου «στὰ κονισαλέα Συναξάρια», ὁ Καζαντζάκης ὅμως θὰ παραμείνει ἔνθερμος ἀπέναντί του, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν Μυστικὸ Κῆπο. Ὁ ἀγαθώτατος καὶ τρυφερὸς ποιητὴς Γιῶργος Κοτζιούλας θὰ γράψει:

Μοβόρος ἄνθρωπος, σπορὰ Κουρσάρου Μπαρμπαρέσσου
(θιαμάζω Παντοδύναμε, κι ἐγὼ μὲ τὶς βουλές σου!)
ποιὸς τὸ ‘λεε, ποιὸς τὸ πίστευε θεοτικὸς νὰ γίνει
μὲ ράσο ἁγιονορείτικο, σταυρὸ καὶ κομποσκοῖνι;
(4)

τὴν ἴδια, ἀκριβῶς ἐποχὴ ποὺ ὁ Κόντογλου ἔγραφε

Ὡστόσο, τίποτα δέ μοῦ πειράζει τὰ νεῦρα ὅσο ὁ σωβινισμὸς σ’ ἕνα ἄνθρωπο τῆς τέχνης. Ἡ φανατικὴ καὶ κουτὴ τούτη προσήλωση σὲ μικρὸν κύκλο, καταντᾶ νὰ λογαριάζεται γιὰ ἀρετὴ στοὺς περισσότερους λαούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ κάνει νὰ ἐπικρατοῦν τὰ μέτρια ἔργα.(5)

Σιγά-σιγά, ὁ Κόντογλου, μὲ περισσὴ τόλμη καὶ θάρρος, συνδέει τὴν τέχνη τῆς γραφίδας του (καὶ φυσικὰ καὶ τὴν τέχνη τοῦ χρωστῆρα του) μὲ τὴν προϋπόθεση μιᾶς βαθύτερης καὶ καθολικώτερης πνευματικῆς ἀναφορᾶς. Τὸ πρόβλημα τῆς ἔκφρασης γι’ αὐτὸν συνδέεται μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀπόλυτου ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένο γιὰ τὸν Κόντογλου, μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας στὴν ὁποίαν ἀνήκει. Δηλαδή, μὲ τὴν μετοχὴ στὴν καθ’ ἡμᾶς ὀρθόδοξη παράδοση. Τρεῖς διαφορετικὲς τοποθετήσεις του μᾶς βοηθοῦν νὰ κατανοήσουμε τὰ στάδια αὐτῆς τῆς πορείας. Γράφει:

Ὅ,τι ἔκανα τὄκανα στὸ ὄνομα τῆς ἁπλότητας. Εἶναι λοιπὸν πιὸ ὡραῖο πράγμα ἀπὸ τὴν νίκη τῆς ἁπλότητας; Εὐτυχία χωρὶς ἁπλότητα δὲν γίνεται. Καὶ ἡ Τέχνη εἶναι εὐτυχία.(6)

Καὶ ἀλλοῦ:

Τὴν Τέχνη τὴν πήραμε στὰ χωρατά. Ὁ κάθε ἕνας γράφει καὶ ζωγραφίζει.(6)

Καὶ στὸν Μυστικὸ Κῆπο του, διαβάζουμε:

Δέντρο ἄκαρπο εἴμουνα. Ναὶ μὲν καὶ τ’ ἄγριο δέντρο ἔχει καὶ κεῖνο μεγαλεῖο καὶ παλληκαριά, καὶ μιλᾶ μὲ τοὺς ἀνέμους, κι ὄχι πὼς εἶναι ὁλότελα ἄκαρπο, ἀλλὰ τὰ πωρικά του δὲν δίνουνε ὠφέλεια σὲ κανέναν ἄνθρωπο ἐξὸν μονάχα στὰ ζῶα, μ’ ὅλον ὅτι στὴν ἀνάγκη μπορεῖ νὰ θρέψει κι ἀνθρώπους. Ἔκανα λοιπὸν κι ἐγὼ καρποὺς ποὺ δὲν ὠφελούσανε, ἀλλὰ συνεργούσανε μόνο στὴν μάταιη δόξα μου, πὼς τάχα εἴμουνα τεχνίτης ἄξιος. Ἀλλὰ τώρα βλέπω καὶ καταλαβαίνω τὶ χάρη ἔχει τὸ δέντρο πὠριμαζει ἥμερους καὶ γνωστοὺς καρπούς. Γιὰ νὰ θρέψει ἀνθρώπους. Εἶδα κι ἐγὼ ὅπως ὁ Θεόγλωσσος Παῦλος, πὼς ἔκανα ἔργα ματαιότητας. Τυφλοὶ καὶ ματαιόκοποι, γράφουμε βιβλία πού μᾶς δοξάζουνε μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ μᾶς δείχνουνε πὼς εἴμαστε κάτι τί. Ἐνῶ τὸ χάρισμα ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο κι ἡ τέχνη του πρέπει νὰ ὑπηρετήσουνε τὸ Θεό, καὶ τότες δὲ θὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἴσως ρίξει κάποιαν ἀχτίνα ἀπάνω σὲ ψυχὲς πλανεμένες. Καπνὸς εἶναι ἡ κοσμικὴ δόξα καὶ σκορπᾶ, ἐνῶ τῆς εὐσέβειας τὰ νοήματα θρέφουνε μὲ θροφὴ καθαρή, ὄχι μονάχα ἐκείνους ποὺ τ’ ἀκοῦνε, ἀλλὰ καὶ κεῖνον ποὺ τὰ γράφει, μὴν ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παινέματα τὰ μάταια τῶν ἀνθρώπων […].(7)

Τί συμβαίνει ἐδῶ, λοιπόν; Ἰσχύει τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα μαθητῆ του, ὅπου ρητῶς ἀναφέρεται

«[…] Βασάντες καὶ Ταξίδια κι Ἀστρολάβοι,
στὴν μπάντα πιά! Ὁ Φώτης ὁ μαΐστωρ,
περνώντας ἀπ’ τὸ Μυστικὸ τὸν Κῆπο,
ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ τῆς Νέας
Σιών»
;(8)

Σίγουρα, τὰ πράγματα δὲν μποροῦμε νὰ τὰ διαχωρίζουμε τόσο ἁπλά… Νομίζω ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἄνοδο ἀλλὰ γιὰ πλήρωμα καὶ ὡρίμανση. Αὐτὸς ποὺ κατὰ τὸν Αὐγέρη, (ὁ ὁποῖος ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοὶ κλώτσησαν μὲ τὴν «στροφή του»), ὑπῆρξε μὲ ὅλη τὴν στροφὴ αὐτὴ

ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους στυλίστες ποὺ παρουσιάστηκαν στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, δίνοντας μία πρόζα γεμάτη ποίηση,

αὐτὸς ποὺ —πάλι κατὰ Αὐγέρη—

ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πηγαίους ποιητές μας κι ἂς μὴν ἔδωσε παραπάνω ἀπὸ δυό- τρία ποιήματα μέσα στὰ δημοσιευμένα του(9)

δὲν ἀρνήθηκε τὴν Τέχνη του χάριν τοῦ «κηρύγματος» ἢ τῆς «ἁγιογραφίας», ποὺ ἔπνιξε τὴ ζωγραφική του. Ἁπλούστατα σεβάσθηκε περισσότερο τὴν Τέχνη του, προσδίδοντάς της πνευματικὸ περιεχόμενο καὶ ἐπιγινώσκοντας τὰ ὅριά της. Μάλιστα δέ, μὲ παράφορο πάθος ὑπηρέτησε τὴν Τέχνη του, λοιδορούμενος ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του, οἱ ὁποῖοι, στὴ μεγάλη τους πλειονότητα, ἔδιναν ὅλο τὸ βασίλειό τους, ὅπως καὶ σήμερα, ὅπως καὶ πάντα, γιὰ τὴν πρόσκαιρη καταξίωση ἀπὸ τὰ θεσμικὰ κέντρα καὶ τὴν ἐφημεριδογραφία. Στερούμενος τὶς περισσότερες φορὲς τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ ἀπαραίτητα τοῦ βίου γι’ αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του.

Ἀφήνω τὴ δουλειά μου [ἔγραφε σὲ ἕνα φίλο του] πού μοῦ δίνει τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσω κι ὑποφέρουμε ὑλικά, γιὰ νὰ κάνω τὸ πνευματικὸ ἔργο μου. Πάντα σιχαινόμουνα τὰ χρήματα, καὶ τὸ φιλάργυρο περισσότερο κι ἀπ’ τὸ φονιά, ἀλλὰ τώρα ἀνατριχιάζω βλέποντας τὴ λύσσα ποὺ ἔχει πιάσει τὸν κόσμο… Δὲν ἔχω μήτε σύνταξη μήτε πεντάρα. Ἀφηνόμαστε στὸν Κύριο. Ἤ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε.

Ξεροκέφαλη καὶ πείσμων ἰδιοσυγκρασία, ὅπως κάθε σπουδαῖος καλλιτέχνης, μετέστρεψε τὶς ἀρχικές του ἐμμονὲς σὲ πλήρωμα πίστεως, δίχως νὰ ἀρνηθεῖ τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν δημιουργική του παραγωγή. Ἕνας μικρόσωμος ἄνθρωπος μὲ ψυχικὴ ἀντοχὴ καὶ ἀποθέματα τιτάνα, ἐκ φύσεως καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων, κονταροχτυπήθηκε μὲ τὶς ἐπίσημες ἐκφράσεις τῆς συγκαιρινῆς του διανόησης καὶ τῶν περισσότερων ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του, ὄχι μὲ κωδωνοκρουσίες καὶ κυμβαλισμούς, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἔργου του. Μία μερίδα ἀπὸ αὐτοὺς τὸν κατηγοροῦσε ὅτι

ποτὲ δὲν τὸν εἴδαμε νὰ μετέχει στὰ ἀγωνιστικὰ στάδια, ποὺ ἔζησε ἡ Ἑλλάδα, ἀπὸ τὴν αὐγὴ τοῦ μεσοπολέμου μέχρι καὶ τῶν σύγχρονων καιρῶν, καὶ μάλιστα σ’ αὐτά, ποὺ συνδέονται μὲ τὶς κοινωνικὲς μεταλλαγὲς καὶ διαφοροποιήσεις […]

καὶ ἄλλοι, μὲ ἐπηρμένη τὴν ὀφρύ, ἔκρυβαν τὴν ζηλόφθονη ἀμηχανία τους κάτω ἀπὸ δισταγμοὺς τοῦ τύπου «τὸ σκοταδιστικὸν Βυζάντιο». Τώρα, εἶναι, ἄραγε, τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πρόσληψη τοῦ Κόντογλου, ἀνθοφορεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους τῶν συγχρόνων του, στοὺς μείζονες τῶν μοντερνιστῶν μας; Διόλου τυχαῖο, ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως εὐερμήνευτο. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης μιλᾶ ἐξ ὀνόματος ὅλης της γενηᾶς του:

τὴν ἀγάπη μου γιὰ ὅ,τι ἀποτελεῖ μία καταφρόνεση τῆς στεγνῆς λογικῆς, μία περιπέτεια τοποθετημένη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ φρόνιμου καὶ τοῦ γνώριμου, τὸ κέντρισμα γι’ αὐτὸ τὸ κυνήγι τοῦ «θαυμαστοῦ», ποὺ λέω νὰ μὴν τὸ σταματήσω ποτέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, μοῦ τὄδωσε πρώτη φορά, ὁ Pedro Cazas τοῦ Κόντογλου, τότε ποὺ μαθητής, ἀκόμα βυθιζόμουνα μὲ μία παράξενη κι ἀλλόκοτη γοητεία στὶς σελίδες του. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, δὲν παύω νὰ κηρύχνω τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ὁλόκληρο πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου, γιὰ τὴν γενιά μας, ἔργο ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν τὴν ἀπολησμονημένη φωνὴ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ξανακουστεῖ καὶ πάλι μ’ ὅλα της τὰ δικαιώματα καὶ νὰ μᾶς θυμίσει ποιὰ μπορεῖ νάναι ἡ σωστὴ θέση ἑνὸς τόπου προορισμένου ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν παράδοση νὰ στέκει κυρίαρχα ἀνάμεσα στὰ δυὸ μεγάλα ρεύματα ποὺ τὸν διαπερνᾶνε, νὰ τὰ ζυγιάζει, νὰ τὰ κρίνει, νὰ κρατάει ὅ,τι καλλίτερο ἔχουνε, νὰ τὰ συγχωνεύει καὶ τελικά, νὰ τὰ ξαναδίνει — προσθέτοντας τὸ μεράκι τῆς ψυχῆς του — σὲ μίαν ἀμίμητη καὶ μοναδικὴ σύνθεση.(10)

Βεβαίως, ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος «ὁ βράχος ὁ τραχύτατος τοῦ Ἐλμπασάν» — ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Κόντογλου. Πέρα ἀπὸ τὴ ρητὴ ἀναφορά του στὴν μεγάλη ἀξία τοῦ βιβλίου ΤΑΞΕΙΔΙΑ, ποὺ τὸ θεωρεῖ ἀπὸ τὰ καλύτερα τῆς γλώσσας μας, ὁ Ἐγγονόπουλος στὰ πεζά του κείμενα μᾶς λέει:

Ὁ Κόντογλους εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς, μόνους πραγματικὰ μεγάλους Ἕλληνες τοῦ Μεσοπολέμου, μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ Καρυωτάκη καὶ τὸν ζωγράφο Παρθένη. Ἂν παλιότερα εἴχαμε τὸν Σολωμό, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Καβάφη, στὸ Μεσοπόλεμο οἱ πραγματικὰ μεγάλοι ἦταν, τὸ ξαναλέω, αὐτοὶ μόνοι οἱ τρεῖς: Καρυωτάκης, Παρθένης καὶ Κόντογλους […], δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ καὶ τὸν μεγάλο ἐνθουσιασμό, τὸν μεγάλο θαυμασμό μου γιὰ τὰ «Ταξείδια» του. Εἶναι ἕνα βιβλίο ποὺ δύσκολα τὸ ἀποχωρίζεται κανείς, καὶ ἀπ’ ὅπου μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν ἄφταστες πνευματικὲς κι αἰσθητικὲς ἀπολαύσεις. […] Ὁ Κόντογλους ὑπῆρξε ἄνθρωπος ἁγνός, εὐθύς, ἐνθουσιώδης, ἀνιδιοτελὴς καὶ γενναιόψυχος. Μοίραζε ἀφειδῶς τὶς γνώσεις του, τὴ φιλία του, τὰ ὑπάρχοντά του, στοὺς πάντες γύρω του, ποὺ τοὺς θεωροῦσε ὅλους ἀδελφούς. […] Θὰ τὸν ἀγαπῶ καὶ θὰ τὸν θαυμάζω πάντα τὸν Κόντογλου γιὰ τὴ μεγαλοφυΐα του, καὶ σὰν συγγραφέα καὶ σὰ ζωγράφο, γιὰ τὸν χρυσό του χαρακτήρα καὶ γιὰ τὴ λεβεντιά του.(11)

Ἀναφέραμε προηγουμένως τὶς ἐκτιμήσεις τοῦ ποιητῆ μας Ν. Δ. Καρούζου. Ἡ συγκινητικὴ ἀλληλογραφία του μὲ τὸν Κόντογλου, δημοσιευμένη πρὶν ἀπὸ χρόνια, πιστοποιεῖ μία μακρόχρονη καὶ πολυσήμαντη σχέση. Ὁ Καροῦζος, νέος τότε, εἶναι ἐξόριστος στὴν Μακρόνησο καὶ ὁμολογεῖ ὅτι μέσα σὲ κεῖνο τὸ καμίνι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὁμότεχνοι σύντροφοί του ἀναρωτιοῦνταν γιατί ἔχασαν, αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἀναρωτιέται γιατί ὑπάρχει. Τοῦ γράφει, λοιπόν, ὁ Κόντογλου στὰ 1950:

Κάνε λοιπὸν κι ἐσὺ τὴν προσευχή του, καὶ φχαρίστα τον [τὸν Χριστό] πρῶτα γιατί σ’ ἔχει γερόν, δεύτερον γιατί σὲ ἀξίωσε νὰ μὴ ζητᾶς ματαιότητες, τρίτο γιατί σὲ ἀξίωσε νὰ δέχεσαι μὲ χαρὰ τὰ σημάδια τῆς υἱοθεσίας του, ποὺ εἶνε αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι τούτου τοῦ κόσμου ἀτυχίες, ἀναποδιές, φτώχια, δάκρυα, ἀπομόνωση καὶ τἄλλα. Ὁ Θεὸς θὰ μὲ βοηθήσει νὰ σὲ βοηθήσω.(12)

Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες, ἀρκετές, ἀναφορὲς ποὺ θὰ μποροῦσε κανείς νὰ κάνει στὴν οὐσιαστικὴ σχέση τοῦ γραπτοῦ καὶ ζωγραφικοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου μὲ τὸν ἑλληνικὸ μοντερνισμό, στὰ πρόσωπα καὶ στὸ ἔργο τῶν πρωτοπόρων του. Νομίζω ὅτι τὰ ὅσα κατετέθησαν βοηθοῦν στὴν ἀπόλυτη κατάδειξη αὐτῆς τῆς σχέσης. Ὄχι γιατί τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου χρειάζεται τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία, καὶ δὴ τὴν ἐπιγονική. Ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ φανερωθεῖ αὐτὸ ποὺ τόνισα στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ ἴδια ἡ δυναμικὴ τοῦ ἔργου του, ὑπονομεύει καὶ τὴν τυποποίησή του στὸν ἄκοπο καὶ κακόγουστο μιμητισμό του ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς «ἀδάπανης ὀρθοδοξολογίας», καὶ τὴν ἄμαθη καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἀπαξίωσή του, ἀπὸ ἰδεολόγους κάθε φυράματος. «Μά, κατατρύχεται ἀπὸ ἀναχρονιστικὲς ἐμμονές!» θὰ μοῦ ἀντιτείνουν οἱ ἐπιφυλασσόμενοι. Σύμφωνοι. Ἀλλὰ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα στὸν καιρὸ καὶ στὰ συμφραζόμενά τους. Αὐτὸς ὁ μικρὸς τὸ δέμας ἀναχρονιστής, εἶναι ποὺ τὸ 1925, στὸ περιοδικὸ Φιλικὴ Ἑταιρεία, στὸ 3ο τεῦχος (σ. 143), τοποθετεῖται κατὰ τῆς ἀπολύσεως τοῦ Βάρναλη γιὰ τὸ Φῶς ποὺ καίει ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση.

Ὁ Βάρναλης ἔγραψε ἔργο ποιητικό. Τὸ δημοσίεψε πρὶν τρία χρόνια μὲ ψευδώνυμο. Αὐτὸς ὁ λόγος χρησίμεψε γιὰ νὰ τὸν ἀπολύση τὸ ἐκπαιδευτικὸ συμβούλιο. […] Τὸ Ἔντιμο Ἐκπαιδευτικὸ Συμβούλιο[…] δὲν εἶχε ποτὲς γνώμη καὶ συνείδηση, συνηθισμένο νὰ σκέπτεται σύμφωνα μὲ τὸ κανονάρχημα τῶν δυνατῶν της ἡμέρας. Οἱ δημοτικιστὲς τοῦ 1919, οἱ καθαρεβουσιάνοι τοῦ 1921, οἱ δημοτικιστὲς τοῦ 1923.

Ἐάν, λοιπόν, βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ δίπολο «προοδευτικῶν — συντηρητικῶν», ἔτσι ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται κατὰ κόρον, εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, ὡς μὴ ὤφειλε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξετάσουμε τὶς πραγματικὲς συνθῆκες καὶ τὰ περιστατικά, τότε θὰ διαπιστώσουμε τὴν σπουδαία θέση καὶ τὴν ἐξαίρετη προσφορὰ τοῦ Κόντογλου καὶ στὴν Ἐκκλησιαστική μας ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν πνευματική μας ζωή. Στὴν πεζογραφία του, ἰδωμένη ὡς ἕνα σῶμα, ὁ Κόντογλου καταργεῖ τὰ στερεότυπα τοῦ συρμοῦ ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ἐποχή του καὶ φέρνει στοιχεῖα μοντέρνας ἀνατρεπτικότητας, τὰ ὁποῖα προσλαμβάνει ἀμέσως ὁ ἐπερχόμενος μοντερνισμός. Τὸ μοντερνιστικό, φερειπεῖν, στοιχεῖο τῆς ρεαλιστικῆς ἀνατροπῆς στὴν ἀφήγηση, δεμένο μὲ ὅλο τὸ βάθος τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ τουρκοκρατούμενου πλούτου στὴν γραμματεία καὶ στὴν δημιουργία μας. Οἱ ἄμυνές του χρειάζονταν στὴν ἐποχή τους καὶ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς σίγουρα χρειάζονται καὶ σήμερα. Καὶ θὰ ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Γιώργου Ἰωάννου:

Ὅποτε καθίσω καὶ λογαριάσω τί γερό, τί ἀκατάλυτο ἔχω στὴν βιβλιοθήκη μου, τί θὰ μποροῦσα νὰ πιάσω σὲ μιὰν ὥρα ἀνάγκης καὶ νὰ στυλωθῶ, πιάνω τὸν Κόντογλου.(13)

Ἀλλά, βλέπετε, καὶ ὁ Ἰωάννου κατηγορεῖται στὶς μέρες μας γιὰ παρωχημένες πατριωτικὲς εὐαισθησίες, ἄκρως ἰθαγενεῖς. Ἡ σφύρα τοῦ θρησκευτικοῦ ἐθνορητορεύματος, μπορεῖ νὰ ἀποτέλεσε τὸν δαμόκλειο κίνδυνο γιὰ πολλὰ χρόνια, ὅμως λύση δὲν εἶναι νὰ τὴν ἀλλάξουμε μὲ τὸν ἄκμονα τοῦ — ἐξίσου κακόγουστου — ὑπερεθνικοῦ μεταμοντέρνου συνδρόμου. Αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀξιοθαύμαστα συναντῶνται οἱ παντὸς εἴδους «καθαρότητες», μὲ θαυμαστὸ καὶ εὐερμήνευτο τρόπο στὸν καιρό μας.

Ὑπάρχουν, ἑπομένως, κατὰ συνθήκην ἀναγνώσεις τοῦ Κόντογλου. Θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε δυὸ κύριες τάσεις, στὶς ὁποῖες ἤδη ἀναφερθήκαμε ἐκτενέστερα, γιὰ νὰ κωδικοποιήσουμε τὴν προβληματικὴ ἐπὶ τῆς προσλήψεώς του. Ἀπὸ τὴν πρώτη τάση ὁ Κόντογλου ἀπορρίπτεται ὡς θρησκόληπτος ἀρνητὴς τῶν ἐγκοσμίων καὶ μὲ συγκατάβαση μόνον γίνεται ἀναφορὰ στὴ λεγόμενη «πρώτη περίοδο» καὶ τὸν ἐξωτικό της διάκοσμο. Ἡ τάση αὐτὴ ἐκφράζεται ἀφοριστικὰ ἀπὸ τὸν κριτικὸ Μ.Μ. Παπαϊωάννου στὸ κείμενό του «Φαινόμενα ἀκμῆς καὶ παρακμῆς στὴ νεοελληνικὴ ποίηση» (πέρ. Ἐπιθεώρηση Τέχνης, 1955). Ἰδοὺ ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα:

[…] Μαζὶ μὲ τὸν Καρυωτάκη, ὁ Κόντογλους, μὲ τὸν Πέδρο Καζᾶς, τὸν μισάνθρωπο καὶ τὸν ἐρημίτη, πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀσταμάτητης φυγῆς. Φεύγει κι ἀκόμα φεύγει ὁ Κόντογλου πρὸς τὸ Θεό. Κι ὁ Παπατσώνης κι ὁ Δούρας καὶ πολλοὶ ἄλλοι, τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολουθοῦν: πρὸς τὸ τίποτα […].

Ἡ τοποθέτηση τοῦ ὡς ἄνω κριτικοῦ δὲν κρατᾶ οὔτε τὸ πρόσχημα μιᾶς «πρώτης περιόδου». Ὅμως μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, καταδηλώνει, ἔστω καὶ διὰ τῆς ἀπορρίψεως, τὴν βαθύτερη ἑνότητα στὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου, ἡ ὁποία ἀναφέρθηκε νωρίτερα — ἕνα, δέ, εἶναι τὸ βασικὸ στοιχεῖο ἐξαρχῆς: «Ἡ φυγὴ πρὸς τὸ Θεό», κιόλας ἀπὸ τὸν Πέδρο Καζᾶς φανερωμένη. Μιὰ φυγὴ ποὺ γιὰ τὸν κριτικὸ συνιστᾶ ἄρνηση τῆς πραγματικότητας, ἀντίστοιχη μὲ ἐκείνη τοῦ αὐτόχειρα Καρυωτάκη. Γιὰ τὸν Καρυωτάκη, ὁ Κόντογλου, πολλὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου στὸ ὁποῖο ἀναφέρομαι (δηλαδὴ στὰ 1938 στὸ περιοδικὸ Νεοελληνικὰ Γράμματα, τχ. Ἀπριλίου), ἔχει γράψει τσεκουράτα λόγια φιλεύσπλαχνης ἐκτιμήσεως:

Πολλὴ φασαρία γίνεται τώρα τελευταία μὲ τὸν Καρυωτάκη. Σὰν πεθάνει κανένας ἀπ’ ὅσους γράφουνε βιβλία, πιάνουνε ἕνα σωρὸ ἄλλοι τὴν πένα καὶ τὸν κεντᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ βροῦνε, λέει τὸ μυστήριό του καὶ διάφορα τέτοια πράγματα. Νὰ παινέσεις ἕναν νεκρό, νὰ τοῦ κάνεις ἕνα μνημόσυνο, εἶναι ὄμορφο, τίμιο πράμα μὰ νὰ σκαλίζεις ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βγάλει στὸ φανερὸ τὰ οἰκογενειακά του, αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκω σωστό. Τυμβωρυχία! Ἴσως νὰ ‘μαι πίσω. Τὸν Καρυωτάκη τὸν ἤξερα κι ἐγώ, συχνὰ μιλούσαμε μαζί, καὶ μοῦ ‘στελνε ὅ,τι τύπωνε. Πάντα μοῦ ‘λεγε πὼς δὲν καταλαβαίνουνε ἀπὸ τέχνη οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ νὰ δεῖ τώρα πὼς ὅλοι τους παρακαταλαβαίνουνε. Εἶμαι σίγουρος πώς, ἂν δὲν σκοτωνότανε, στὴν Πρέβεζα μάλιστα, κι ἂν δὲν ἤτανε ἀπαισιόδοξος, πὼς δὲ θὰ γινότανε «σύμβολο τῆς μεταπολεμικῆς γενηᾶς», καὶ θὰ μοῦ ‘λεγε, ὅπως πάντα, πὼς δὲν τὸν καταλαβαίνει κανένας. Ὅσο γιὰ τοὺς ἐπιστημονικοὺς κυνισμοὺς μερικῶν κριτικῶν μας (μᾶς παραγινήκανε αὐτοὶ οἱ κριτικοί!) ποὺ σώνει καὶ καλὰ θέλουνε νὰ κάνουνε νεκροψία σωστὴ κι ἀμείλιχτη, μὲ κάνουνε νὰ θυμηθῶ τὰ παρακάτου λόγια ποὺ ‘γραψε ὁ Μπωντλαὶρ γιὰ ἕνα φίλο ποὺ ‘χε ὁ Ἔντγαρ Πόε, ὁ ὁποῖος, σὰν πέθανε ὁ Πόε, ἔβγαλε τ’ ἄπλυτά του καὶ τὰ πλυμένα στὴ φόρα: «Ὥστε λοιπὸν σ’ αὐτὴ τὴ χώρα (τὴν Ἀμερικὴ δηλαδή) δὲν εἶναι κανένας νόμος ποὺ ν’ ἀπαγορεύει νὰ μπαίνουνε τὰ σκυλιὰ μέσα στὰ νεκροταφεῖα!»

Οἱ ἀναγνωστικοὶ ἐθισμοὶ καὶ οἱ κοινότοπες κατατάξεις, πάμπολλες φορὲς δημιουργοῦν ἐπιμερισμούς, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται πάντοτε στὴν πραγματικότητα. Ἐνῶ, φερειπεῖν, ἀνιχνεύονται στοιχεῖα ἀνατρεπτικὰ στὸ ὕφος τοῦ Σκαρίμπα, γιὰ τὸν Κόντογλου ἐπικρατεῖ πρόδηλη ἀμηχανία ὡς πρὸς τὴν μορφικὴ καὶ ὑφολογική του ἰδιοτυπία. Καὶ ὅμως οἱ δυό τους, ὁ Κόντογλου καὶ ὁ Σκαρίμπας, βρίσκονται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ κατὰ τὴν πρώτη δεκαετία τῆς δημιουργικῆς τους παρουσίας, θεμελιώνοντας στὸ πεζογραφικὸ πεδίο μιὰ μοντερνιστικὴ παρουσία τελείως ἰδιαίτερη, ὡς καὶ ἀλλόκοτη γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀταίριαστοι στὸ γενικὸ λογοτεχνικὸ κλίμα. Καί, παρὰ τοὺς διαφορετικοὺς δρόμους ποὺ πῆραν στὴν πορεία τους, ἡ σπιρτάδα καὶ ἡ ἀλλεγροσύνη μιᾶς κοινῆς ρωμαίϊκης ἰδιοσυγκρασίας ἑνώνει τὴν ἀτίθαση ἀνατρεπτικότητα τοῦ ἑνὸς (Σκαρίμπας), μὲ τὴν τσεκουράτη ξεροκεφαλιὰ καὶ τὴν «κατανυκτική», μέχρι πολεμική, εὐλάβεια στὴ ματιὰ τοῦ ἄλλου Κόντογλου). Ἄλλωστε τὸ «εἰσιτήριο» γιὰ τὴ λογοτεχνία ὁ Σκαρίμπας τὸ παίρνει μέσω τῆς συμμετοχῆς στὸ διαγωνισμὸ διηγήματος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ (1929). Στὴν ἐπιτροπή, ποὺ βράβευσε τὸν «Καπετὰν Σουρμελῆ» μετεῖχε καὶ ὁ Κόντογλου, ὁ ὁποῖος σὲ γράμμα του τῆς 6ης Ἰουνίου 1929, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημά του γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ διαγωνισμοῦ, ἀνάμεσα σὲ ἀλλὰ τοῦ γράφει:(14)

Φίλε μου Σκαρίμπα. Πῆρα τὸ γράμμα σου καὶ σὲ φχαριστῶ. Μὴν δίνεις δὰ καὶ τόση σημασία στὸ διαγωνισμό. Πρέπει ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ξαίρῃς τί σου γίνεται• οἱ ἄλλοι τί θὰ ποῦν, ναὶ μέν, ἔχει σημασία, μὰ ὄχι καὶ τόση ποὺ δίνεις. Γιὰ τὴν «Πάπια τοῦ Γιαλοῦ» δὲ σοὔγραψα, ἀλλὰ φρόντισα. Μεῖνε ἥσυχος: «Ὁ Καπετὰν Σουρμελής» βραβεύθηκε πρῶτο ἀπ’ ὅλα σ’ αὐτὸ μείνανε σύμφωνοι ὅλοι οἱ κριτές. Ἐγὼ δὲν σὲ ὑποστήριξα καθόλου γι’ αὐτὸ νὰ μὴ θαρρεῖς πώς μοῦ χρωστᾶς τίποτα• ἴσα-ἴσα πῆγα κόντρα, ἔκανα τὸν ζώρικο γιὰ σένα, γιὰ νὰ μή μοῦ ποῦνε πὼς σὲ συμπαθῶ γιατί εἶσαι τῆς δικῆς μου παρέας ποὺ ἀγαπᾶ τὸ λαογραφικὸ διήγημα. […] Σὲ χαιρετῶ λοιπὸν καὶ λογαριάζω, σὰν ξεζαλιστῶ, ἀπ’ ἕνα σωρὸ βάσανα, νἄρθω νὰ καθήσω στὴ Χαλκίδα καμμιὰ δεκαπενταριὰ μέρες μὲ τὰ χαρέμια μου. […].

Σὲ ἄλλο γράμμα του, τῆς ἴδιας χρονιᾶς, μεταγενέστερο, ὁ Κόντογλου χαιρετίζει τὸν Σκαρίμπα:

[…] Γειά σου Χαλκίδα ντερτιλίδικη! Γειά σου Ἔγριπε! Γειά σου σαντουριέρη μερακλωμένε! […].

Ἡ δεύτερη ἀναγνωστικὴ τάση, θεμελιώνεται (ὡς «ἀντί-κοντογλισμός») στοὺς ἀντίποδες τοῦ «κοντογλισμοῦ», δηλαδὴ τῆς ἄκριτης καὶ καθαγιαστικὴς ἐπίκλησης τοῦ Κόντογλου καὶ τοῦ ζηλωτισμοῦ του. Προβάλλοντας ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σημερινά, «ἄνετα» κριτήρια στὸ ἔργο καὶ στὴν ἐποχή του. Λησμονοῦν αἴφνης, εὔκολα, τὸ πῶς αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του, καταφέρνει νὰ σπείρει τὸ σπόρο μιᾶς ἐπανασύνδεσης καὶ στὸ πεδίο τῆς εἰκονογραφίας καὶ στὸ πεδίο τῆς λογοτεχνίας. Διόλου εὔκολα πράγματα. Ἄλλοι θεωροῦν, πάλι, ὅτι ἡ ἐμμονή του στὴν αἴσθηση τῆς ἑλληνικῆς ἰδιαιτερότητας σημαίνει αἴσθηση φυλετικῆς ὑπεροχῆς: Ἤ, ὅτι ἡ ἀναφορά του στὰ χαρακτηριστικὰ — στὰ πνευματικὰ χαρακτηριστικὰ — τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας σημαίνει ἄγνοια τῶν συγχρόνων του ρευμάτων. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν σπουδαίων πρωτοπόρων τοῦ ἑλληνικοῦ μοντερνισμοῦ — ποὺ σήμερα παραναγιγνώσκεται ὡς ἐθνοκεντρικὸς ἀμυντισμός — ὁ Κόντογλου, κατὰ κοινή τους ὁμολογία, πιστοποιεῖται ὅτι διαθέτει τὴν παρθένα ματιὰ ποὺ ἐκεῖνοι ἔψαξαν νὰ βροῦν στὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὸν Θεόφιλο ἢ στὸν Μακρυγιάννη. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1979, ὁ ποιητὴς Διονύσης Καψάλης καὶ ὁ ζωγράφος Γιῶργος Χατζημιχάλης, σὲ κείμενό τους μίλησαν γιὰ τὰ προδρομικὰ μοντερνιστικὰ στοιχεῖα στὸν Κόντογλου. Ὅπως καὶ γιὰ τὴ βαθειὰ γνώση του τῆς εὐρωπαϊκῆς τέχνης. Ὁ Ἐγγονόπουλος στὴν «Μπαλλάντα τοῦ Ἰσιδώρου-Σιδερῆ Στέϊκοβιτς» — ὁμολογεῖ:

«[..] γιατί ὁ σεμνὸς καὶ πολλὰ θαυμαστὸς
αὐτὸς Σιδερῆς
ὑπῆρξε πράγματι ὁ μεγάλος Δάσκαλός μου
μαζὺ μὲ τὸν Παρθένη καὶ τὸν Κόντογλου
κι ἔπρεπε
νάν τὸ πῶ»
.(15)

Ὀφείλουμε νὰ τὸν (ξανά)διαβάσουμε, πέρα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες: Ἤγουν, πέρα ἀπὸ τὶς ἰδεοληψίες τοῦ ἀμυντικοῦ ἐθνοκεντρισμοῦ καὶ τῆς ἐθνομηδενιστικῆς «παγκοσμιότητας».

[Πρώτη δημοσίευση, στὸ περιοδικὸ Νέα Ἑστία, τεῦχος 1788, Ἀπρίλιος 2006, ἀφιέρωμα στὸν Φ. Κόντογλου.]


Σημειώσεις

1. Μ. Αὐγέρης, «Φώτης Κόντογλου», «Ἀφιέρωμα στὸν Φώτη Κόντογλου», περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σ. 31

2. Ν.Δ. Καροῦζος, Πεζὰ κείμενα, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1998, σ. 78.

3. Βλ. περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σ. 516-517 «Ἀφιέρωμα στὸν Κόντογλου» (Κριτικὸ Ἀνθολόγιο ὑπὸ τὸν τίτλο «Γνῶμες γιὰ τὸν Πέδρο Καζᾶς»). Πρβλ. Φ. Κόντογλου, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, σ. 322-323. Βλ. ἐπίσης τὸ ἄρθρο τοῦ Ν. Καζαντζάκη στὴν ἐφ. Ἡ Καθημερινή, τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1937, ὑπὸ τὸν τίτλο «Θνητοὶ καὶ ἀθάνατοι».

4. Γιῶργος Κοτζιούλας, Ἅπαντα, τόμ. Γ’, Δίφρος, Ἀθήνα 1956, σ. 290.

5. Φ. Κόντογλου, Πέδρο Καζᾶς καὶ Βασάντα, Ἔργα Ε’, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1986, σ. 15-16.

6. Συνέντευξη στὸν Ἄλκη Ἀγγελόγλου, περ. Νεοελληνικὰ Γράμματα, τχ. 49, Ἀθήνα 1937.

7. Φ. Κόντογλου, Μυστικὸς Κῆπος, Ἔργα Ι, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1986, σ. 20 κ.ἑ.

8. Βλ. Π.Β. Πάσχος, ποίημα στὸν τόμο Μνήμη Κόντογλου, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1975, σ. 163-165.

9. Βλ. Μ. Αὐγέρης, «Φώτης Κόντογλου», «Ἀφιέρωμα στὸν Φώτη Κόντογλου», περ. Αἰολικὰ Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβιος 1971, σ. 510.

10. Φώτης Κόντογλους, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1995, σ. 37. Πρβλ. καὶ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτὰ χαρτιά, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2004, σ. 573.

11. Νίκος Ἐγγονόπουλος, «Γιὰ τὸν Κόντογλου», Πεζὰ κείμενα, Ὕψιλον, Ἀθήνα 1987, σ. 67, 69, 71, 72.

12. Βλ. Φώτης Κόντογλους, Ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος, ὅ.π., σ. 327.

13. Γ. Ἰωάννου, «Ὁ μεγάλος μάστορης», στὸν τόμο Μνήμη Κόντογλου, ὅ.π., σ. 60-61.

14. Ι.Μ. Χατζηφώτης, Φ. Κόντογλου, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, Γραμμή, Ἀθήνα 1978, σ. 264-265.

15. Νίκος Ἐγγονόπουλος, Ἡ κοιλάδα μὲ τοὺς ροδῶνες, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1979, σ.σ. 153-156.


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/38293


Η σύλληψη του πιο ψηλού στρατιώτη των Γερμανών

 Το 1944 στη πόλη του Καλαί της Βόρειας Γαλλίας, ο Βρετανός δεκανέας Μπομπ Ρόμπερτς με ύψος μόλις 1,60 μέτρα, συλλαμβάνει και αιχμαλωτίζει τον ψηλότερο Γερμανό στρατιώτη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, Γιάκομπ Νάκεν με ύψος 2,21 μέτρα ( είχε τον βαθμό του λοχία). 



Στη 2η φωτογραφία συνομιλούν μετά τη σύλληψη .



Η μύγα. Νουβέλα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Ξέπνοοι, λαχανιασμένοι, για να κάνουν πιο γρήγορα, όταν έφτασαν κάτω από το χωριό – έλα, από δω, θάρρος! – σκαρφάλωσαν τη βραχώδη και αργιλώδη πλαγιά με τη βοήθεια και των χεριών τους – κουράγιο! κουράγιο! – αφού τα άρβυλά τους με τα καρφιά – Θεέ μου! – γλιστρούσαν.



Μόλις ξεπρόβαλαν από την πλαγιά, αναψοκοκκινισμένοι, οι γυναίκες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από τη βρύση στην έξοδο του χωριού και μιλούσαν φωναχτά, έστρεψαν όλες για να δουν. Τ’ αδέλφια Τορτορίτσι δεν ήταν εκείνοι οι δυο; Ναι, ο Νέλι και ο Σάρο Τορτορίτσι. Οι κακόμοιροι! Και γιατί έτρεχαν έτσι;

Ο Νέλι, ο μικρότερος από τους δύο, μην αντέχοντας άλλο, σταμάτησε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα και ν’ απαντήσει σ’ εκείνες τις γυναίκες, αλλά ο Σάρο τον πήρε τραβώντας τον από το μπράτσο.

- Ο Τζουρλάνου Τζαρού, ο ξάδελφός μας! – είπε ο Νέλι στρέφοντας και κάνοντας μια χειρονομία για να δείξει ότι ήταν ετοιμοθάνατος.

Οι γυναίκες ξέσπασαν σε κραυγές συμπόνιας και τρόμου· μία ρώτησε φωνάζοντας:

-Ποιος το έκανε;

-Κανείς, ο Θεός! – φώναξε ο Νέλι από μακριά.

Έστριψαν και έτρεξαν προς την μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το σπίτι του κοινοτικού γιατρού.

Ο γιατρός, ο κύριος Σιντόρο Λοπίκολο, χωρίς σακάκι, με το πουκάμισο μόνο ανοιχτό στο στήθος, με γένια τουλάχιστον δέκα ημερών στα πλαδαρά μάγουλά του και με πρησμένα και τσιμπλιάρικα μάτια, γυρόφερνε μες στα δωμάτια σέρνοντας τις παντόφλες και κρατούσε αγκαλιά μία άρρωστη χλωμή μικρή, πετσί και κόκαλο, εννέα χρονών περίπου.

Η γυναίκα του έντεκα μήνες άρρωστη· έξι παιδιά στο σπίτι, εκτός από εκείνο που κρατούσε αγκαλιά και που ήταν το μεγαλύτερο· κουρελιάρικα, βρώμικα, σε ημιάγρια κατάσταση. Όλο το σπίτι άνω κάτω, ήταν μια σκέτη καταστροφή: θραύσματα πιάτων, φλούδες, σωροί τα σκουπίδια επάνω στο πάτωμα· σπασμένες καρέκλες, πολυθρόνες ξεπατωμένες, κρεβάτια που είχαν να στρωθούν ποιος ξέρει από πότε, με τις κουβέρτες κουρέλια, επειδή τα παιδιά διασκέδαζαν παίζοντας τον πόλεμο επάνω στα κρεβάτια και πετώντας τα μαξιλάρια, τα χαριτωμένα! Το μόνο άθικτο πράγμα, σ’ ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν το σαλονάκι, ένα φωτογραφικό πορτρέτο μεγεθυμένο και κρεμασμένο στον τοίχο· ήταν το δικό του πορτρέτο, του γιατρού κυρίου Σιντόρο Λοπίκολο, όταν ήταν ακόμη νεαρούλης, μόλις είχε πάρει το πτυχίο: καλοβαλμένος, κομψός και χαμογελαστός. Μπροστά σ’ αυτό το πορτρέτο πήγαινε τώρα σέρνοντας τα πόδια του· του έδειχνε τα δόντια μ’ έναν μορφασμό όλο χάρη, υποκλινόταν και του παρουσίαζε το άρρωστο κοριτσάκι του, απλώνοντας τα χέρια.

-Σισινέ, να σε εδώ!

Επειδή Σισινέ τον φώναζε κανακεύοντάς τον η μάνα του έναν καιρό, η μάνα του που προσδοκούσε σπουδαία πράγματα από αυτόν που ήταν ο Βενιαμίν, το στήριγμα και το έμβλημα του σπιτιού.

-Σισινέ!

Υποδέχτηκε τους δύο χωρικούς σαν ένας υδρόφοβος σκύλος.

-Τι θέλετε;

Μίλησε ο Σάρο Τορτορίτσι, λαχανιασμένος ακόμη, με την τραγιάσκα του στο χέρι:

-Κυρ γιατρέ, ένας ξάδελφός μας, ο κακομοίρης, πεθαίνει...

-Ο τυχεράκιας! Χτυπήστε χαρμόσυνα τις καμπάνες! φώναξε ο γιατρός.

-Α, όχι κύριε! Πεθαίνει έτσι, ξαφνικά, χωρίς να ξέρουμε από τι. Στην περιοχή της Μοντελούζα, μέσα σ’ ένα στάβλο.

Ο γιατρός έκανε ένα βήμα πίσω και ξέσπασε αγριεμένος.

-Στη Μοντελούζα;

Ήταν γεμάτα εφτά μίλια δρόμος από το χωριό. Και τι δρόμος!

-Γρήγορα, γρήγορα, για το Θεό! παρακάλεσε ο Τορτορίτσι. Έχει μελανιάσει όλος, σαν ένα κομμάτι συκώτι! Πρήστηκε τόσο που σε κάνει να φοβάσαι. Για το Θεό, γιατρέ!

-Μα πώς θα πάμε, με τα πόδια; φώναξε ο γιατρός. Δέκα μίλια με τα πόδια; Είστε τρελοί! Ένα μουλάρι! Θέλω ένα μουλάρι! Το έχετε έτοιμο;

-Τρέχω αμέσως να το φέρω, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Τορτορίτσι. Θα το δανειστώ.

- Κι εγώ τότε, είπε ο Νέλι, ο μικρότερος, πάω γρήγορα να ξυριστώ.

Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε, σαν να ήθελε να τον καταβροχθίσει με τα μάτια.

-Είναι Κυριακή, κύριε, δικαιολογήθηκε ο Νέλι, χαμογελώντας χαμένος. Είμαι αρραβωνιασμένος.

-Α, ώστε είσαι αρραβωνιασμένος; κάγχασε ο γιατρός, εκτός εαυτού. Κράτησέ την τότε αυτήν!

Και λέγοντας αυτά έβαλε στην αγκαλιά του την άρρωστη κόρη του· έπειτα πήρε ένα ένα τα άλλα μικρά που είχαν μαζευτεί γύρω του και του τα έσπρωξε με φούρια ανάμεσα στα πόδια.

- Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Ζώο! Ζώο! Ζώο!

Του γύρισε την πλάτη, έκανε να φύγει, αλλά γύρισε πίσω, ξαναπήρε την άρρωστη και φώναξε και στους δύο:

-Πηγαίνετε! Φέρτε το μουλάρι! Έρχομαι αμέσως.

Ο Νέλι Τορτορίτσι ξαναχαμογέλασε κατεβαίνοντας τη σκάλα πίσω από τον αδελφό του. Ήταν είκοσι χρονών· η αρραβωνιαστικιά του, η Λούτσα, δεκάξι: ένα τριαντάφυλλο! Εφτά παιδιά; Λίγα ήταν! Εκείνος ήθελε δώδεκα. Για να τ’ αναστήσει θα τον βοηθούσαν τα δυο του γερά μπράτσα μόνο, που του τα είχε δώσει ο Θεός. Πάντα να δουλεύει με χαρά, με μεράκι και να τραγουδά. Δεν ήταν τυχαίο που του είχαν δώσει το παρατσούκλι Λιολά ο ποιητής. Και καθώς ένιωθε ότι τον αγαπούσαν όλοι για την εξυπηρετική καλοσύνη του και για την σταθερά καλή του διάθεση, χαμογελούσε ακόμη και στον αέρα που ανάσαινε. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη καταφέρει να του μαυρίσει το δέρμα, να του κατσιάσει το όμορφο ξανθό χρυσαφί των κατσαρών μαλλιών του, που πολλές γυναίκες θα το ζήλευαν, γυναίκες που κοκκίνιζαν, αναστατωμένες, όταν τις κοίταζε με νόημα, μ’ εκείνα τα ζωηρά, ανοιχτόχρωμα μάτια του.

Περισσότερο και απ’ την περίπτωση του ξαδέλφου του Τζαρού εκείνη τη μέρα τον στενοχωρούσε κατά βάθος το κατσούφιασμα που του θα του επιφύλασσε η Λούτσα, που επί έξι μέρες περίμενε με αγωνία εκείνη την Κυριακή για να μείνει για λίγο μαζί του. Το βαστούσε όμως η καρδιά του να ξεφύγει από εκείνη τη χριστιανική συμπόνια; Καημένε Τζουρλάνου! Ήταν κι εκείνος αρραβωνιασμένος. Τι συμφορά, έτσι στα ξαφνικά! Ράβδιζε μύγδαλα εκεί κάτω στο κτήμα του Λόπες, στη Μοντελούζα. Το προηγούμενο πρωί, το Σάββατο, ο ουρανός συννέφιασε, αλλά δενφαινόταν άμεσος ο κίνδυνος της βροχής. Προς το μεσημέρι όμως ο Λόπες λέει: «Κάντε γρήγορα· δε θα ήθελα, τέκνα μου, να μου μείνουν καταγής τ’ αμύγδαλα, κάτω από τη βροχή» και έδωσε εντολή στις γυναίκες που μάζευαν τον καρπό να πάνε επάνω, στην αποθήκη, να σπάσουν τ’ αμύγδαλα. «Εσείς» λέει, απευθυνόμενος στους άντρες που ράβδιζαν (ανάμεσά τους και οι Νέλι και Σάρο Τορτορίτσι) «εσείς, εάν θέλετε, πηγαίνετε μαζί με τις γυναίκες να σπάσετε». «Εντάξει» λέει ο Τζαρού «όμως το μεροκάματό μου θα συμβαδίζει με το μισθό μου, εικοσιπέντε σόλδια;» «Όχι, μισό μεροκάματο· θα σου το υπολογίσω με το μισθό σου·» λέει ο Λόπες «το υπόλοιπο, μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες» Αυταρχικότητα! Γιατί, μήπως δεν είχε δουλειά για τους άντρες έτσι ώστε να κερδίσουν ολόκληρο το μεροκάματο; Δεν έβρεχε και δεν έβρεξε πράγματι όλη τη μέρα, ούτε τη νύχτα. «Μισή λιρέτα, όπως στις γυναίκες;» λέει ο Τζουρλάνου Τζαρού. «Εγώ φοράω παντελόνια. Να μου πληρώσει τη μισή μέρα με βάση τα εικοσιπέντε σόλδια, και φεύγω».

Δεν έφυγε· έμεινε περιμένοντας μέχρι το βράδυ τα ξαδέλφια του που συμβιβάστηκαν να σπάσουν τα μύγδαλα με μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες. Κάποια στιγμή όμως, επειδή κουράστηκε να μένει άπραγος και να κοιτάζει, μπήκε σ’ έναν στάβλο εκεί κοντά κι έπεσε να κοιμηθεί, ζητώντας από το τσούρμο να τον ξυπνήσει όταν θα ερχόταν η ώρα της αναχώρησης.

Ράβδιζαν μιάμιση μέρα και τα μύγδαλα που μάζεψαν ήταν λίγα. Οι γυναίκες πρότειναν να τα σπάσουν το ίδιο εκείνο βράδυ, δουλεύοντας μέχρι αργά και να μείνουν για ύπνο εκεί την υπόλοιπη νύχτα, για ν’ ανέβουν στο χωριό το επόμενο πρωί, ξυπνώντας χαράματα. Έτσι και έκαναν. Ο Λόπες έφερε βρασμένα κουκιά και δύο φλάσκες κρασί. Τα μεσάνυχτα, τελειώνοντας το σπάσιμο, έπεσαν όλοι, άντρες και γυναίκες για ύπνο στην αυλή, κάτω από τον ξάστερο ουρανό, όπου το άχυρο που είχε απομείνει ήταν βρεγμένο από την υγρασία, λες και πράγματι είχε βρέξει.

-Λιολά, τραγούδα!

Κι εκείνος, ο Νέλι, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Το φεγγάρι μπαινόβγαινε ανάμεσα σ’ ένα πυκνό κουβάρι από λευκά και μαύρα συννεφάκια· και το φεγγάρι ήταν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της Λούτσας του που χαμογελούσε και σκοτείνιαζε με τα πάθη του έρωτα, άλλοτε λυπημένα και άλλοτε χαρούμενα. Ο Τζουρλάνου Τζαρού είχε μείνει μες στον στάβλο. Πριν απ’ το ξημέρωμα ο Σάρο πήγε να τον ξυπνήσει και τον βρήκε εκεί πρησμένο και μελανιασμένο να ψήνεται στον πυρετό.

Αυτά διηγήθηκε ο Νέλι Τορτορίτσι στον κουρέα που αφηρημένος κάποια στιγμή τον γρατσούνισε με το ξυράφι. Μια μικρή πληγή κοντά στο σαγόνι που δεν διακρινόταν καν! Ο Νέλι ούτε που το πήρε είδηση, επειδή στην είσοδο του μπαρμπέρικου πρόβαλε η Λούτσα με τη μητέρα της και τη Μίτα Λουμία, την κακομοίρα την αρραβωνιαστικιά του Τζουρλάνου Τζαρού, που φώναζε και έκλαιγε απελπισμένη.

Έβαλαν τα δυνατά τους για να δώσουν στο κακόμοιρο κορίτσι να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να πάει μέχρι τη Μοντελούζα για να δει τον αρραβωνιαστικό της. Θα τον έβλεπε πριν βραδιάσει, μόλις θα τον έφερναν επάνω στο χωριό όπως όπως. Έφτασε ξαφνικά ο Σάρο χειρονομώντας και φωνάζοντας ότι ο γιατρός είχε καβαλικέψει κιόλας και δεν μπορούσε πια να περιμένει. Ο Νέλι πήρε κατά μέρος τη Λούτσα και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή. Θα επέστρεφε πριν το βράδυ και θα της έλεγε τόσα ωραία πράγματα.

Ωραία πράγματα όντως είναι και εκείνα που λένε μεταξύ τους δυο αρραβωνιασμένοι όταν σφίγγουν τα χέρια και κοιτάζονται μες στα μάτια.

Παλιόδρομος της συμφοράς! Γκρεμοί, που έκαναν το γιατρό Λοπίκολο να βλέπει το χάρο με τα μάτια του, παρόλο που ο Σάρο από τη μια και ο Νέλι από την άλλη κρατούσαν το μουλάρι από το καπίστρι.

Από ψηλά φαινόταν όλη η εκτεταμένη εξοχή, με πεδιάδες και κοιλάδες· καλλιεργημένη με σιτηρά, με ελαιώνες, με αμυγδαλιές. Κιτρίνιζε τώρα από τις καλαμιές των σιτηρών και εδώ κι εκεί μαύριζαν οι κηλίδες από όσες είχαν καεί. Στο βάθος διακρινόταν η θάλασσα έντονα κυανή. Μουριές, χαρουπιές, κυπαρίσσια, λιόδεντρα έδιναν τις δικές τους διαφορετικές αποχρώσεις του αέναου πράσινου. Τις κορυφές από τις αμυγδαλιές τις είχαν κιόλας αραιώσει.

Ολοτρόγυρα στον πλατύ ορίζοντα υπήρχε κάτι σαν αέρινο πέπλο. Ο καύσωνας όμως ήταν ανυπόφορος· ο ήλιος έσπαγε τις πέτρες. Πότε πότε έφτανε πέρα από τις σκονισμένες αιμασιές από φραγκόσυκα η στριγκιά φωνή καμιάς γαλιάντρας ή το γέλιο καμιάς κίσσας, που έκανε ν’ ανασηκώνονται τ’ αυτιά του μουλαριού του γιατρού.

-Παλιομούλαρο! παλιομούλαρο! διαμαρτυρόταν τότε εκείνος.

Για να μη χάνει από τα μάτια του εκείνα τ’ αυτιά, δεν αισθανόταν καν τον ήλιο που είχε μπρος στα μάτια του και άφηνε ανοιχτή την άθλια ομπρέλα με την πράσινη φόδρα ν’ ακουμπά επάνω στον μηρό του.

- Μη φοβόσαστε, κύριε, εδώ είμαστε εμείς, τον ενθάρρυναν οι αδελφοί Τορτορίτσι.

Στην πραγματικότητα ο γιατρός δεν θα έπρεπε να φοβάται. Τα παιδιά του σκεφτόταν. Έπρεπε να φυλάει το τομάρι του για εκείνα τα εφτά δυστυχισμένα πλάσματα.

Για να του αποσπάσουν την προσοχή οι Τορτορίτσι άρχισαν να του μιλούν για την κακή χρονιά: ελάχιστο το στάρι, ελάχιστο το κριθάρι, ελάχιστα τα κουκιά. Για τ’ αμύγδαλα ήταν δα γνωστό πως δεν καρποφορούν πάντα: ένα χρόνο ναι, τον άλλο χρόνο όχι. Για τις ελιές, κουβέντα να μη γίνεται: η ομίχλη τις είχε ζαρώσει πάνω στην ανάπτυξη, αλλά και ο τρύγος δε θα μπορούσε ν’ αποζημιώσει τους αγρότες, επειδή όλα τα αμπέλια της περιοχής ήταν άρρωστα.

-Καλή παρηγόρια! έλεγε κάθε τόσο ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι.

Μετά από δυο ώρες περπάτημα, όλα τα θέματα συζήτησης είχαν εξαντληθεί. Ο φαρδύς δρόμος προχωρούσε ευθύς για ένα μεγάλο διάστημα και στο επάνω στρώμα του, αποτελούμενο από μια ασπριδερή σκόνη, άρχισαν τη συζήτηση οι τέσσερις οπλές του μουλαριού και τα άρβυλα με τα καρφιά στις σόλες των δύο χωρικών. Ο Λιολά κάποια στιγμή άρχισε να σιγοτραγουδά ανόρεχτα και με σπασμένη φωνή· σταμάτησε σύντομα. Δε συνάντησαν ψυχή στο δρόμο, επειδή όλοι οι χωριάτες ήταν την Κυριακή επάνω στο χωριό, άλλος για να πάει στην εκκλησία, άλλος για ψώνια και άλλος για αναψυχή. Ίσως εκεί κάτω, στη Μοντελούζα, δεν είχε απομείνει κανείς πλάι στον Τζουρλάνου Τζαρού, που πέθαινε μόνος, αν ήταν ακόμη ζωντανός.

Τον βρήκαν, πράγματι, μόνο, μέσα στη μπόχα του βρόμικου στάβλου, ξαπλωμένο επάνω στο τοιχάκι, όπως τον είχαν αφήσει ο Σάρο και ο Νέλι Τορτορίτσι: μελανιασμένο, πρησμένο, αγνώριστο.

Ακουγόταν ο επιθανάτιος ρόγχος του.

Από το σιδερόφρακτο παράθυρο, κοντά στο παχνί, έμπαινε ο ήλιος για να του χτυπήσει το πρόσωπο που δεν έμοιαζε πια ανθρώπινο: η μύτη του με το πρήξιμο είχε χαθεί και τα χείλη του ήταν κι εκείνα τρομερά πρησμένα. Και ο ρόγχος έβγαινε από εκείνα τα χείλη με αγανάκτηση, σαν γρύλισμα. Ανάμεσα στα μαύρα κατσαρά μαλλιά του ένα κομματάκι άχυρο έλαμπε στον ήλιο.

Οι τρεις στάθηκαν μια στιγμή για να τον κοιτάξουν, σαστισμένοι και διστακτικοί από τον τρόμο που προκαλούσε εκείνο το θέαμα. Το μουλάρι χτύπησε την οπλή του πάνω στο χαλικόστρωτο του στάβλου, χλιμιντρίζοντας. Τότε ο Σάρο Τορτορίτσι πλησίασε τον ετοιμοθάνατο και τον κάλεσε τρυφερά:

-Τζουρλά, Τζουρλά, ήρθε ο γιατρός.

Ο Νέλι πήγε να δέσει το μουλάρι στο παχνί κοντά στο οποίο, επάνω στον τοίχο, ήταν ο ίσκιος λες ενός άλλου ζώου, τα ίχνη του γάιδαρου που έμενε σ’ εκείνο τον στάβλο και άφησε εκεί τη στάμπα του τρίβοντας το σώμα του στον τοίχο.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού, όταν τον ξαναφώναξαν, σταμάτησε το ρόγχο, δοκίμασε ν’ ανοίξει τα αιμάτινα μάτια του, τα μαυρισμένα, γεμάτα τρόμο. Άνοιξε to τρομερό στόμα του και αναστέναξε, σαν να καιγότανε τα σωθικά του:

-Πεθαίνω!

-Όχι, όχι, βιάστηκε να του πει ο Σάρο, όλος αγωνία. Εδώ είναι ο γιατρός. Τον φέραμε εμείς· τον βλέπεις;

-Πηγαίνετέ με στο χωριό! παρακάλεσε ο Τζαρού και με αγκομαχητό, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα χείλη του: Αχ, μανούλα μου!

-Ναι, να εδώ είναι το μουλάρι! Απάντησε αμέσως ο Σάρο.

-Αλλά και στην αγκαλιά μου ακόμη θα σε κουβαλήσω εγώ, Τζουρλά! είπε ο Νέλι, τρέχοντας κοντά του και σκύβοντας επάνω του. Μην το βάζεις κάτω!

Ο Τζουρλάνο Τζαρού έστρεψε ακούγοντας τη φωνή του Νέλι, τον κοίταξε μ’ εκείνα τα αιμάτινα μάτια του, σαν να μην τον αναγνώρισε στην αρχή, έπειτα άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τη ζώνη.

-Εσύ είσαι; Εσύ;

-Εγώ, ναι, κουράγιο! Κλαις; Μην κλαις, Τζουρλά, μην κλαις. Δεν είναι τίποτα!

Και έβαλε το χέρι επάνω στο στήθος του που τρανταζόταν από τα αναφιλητά και τα οποία δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν από το λαιμό του. Πνιγμένος, κάποια στιγμή ο Τζαρού κούνησε με θυμό το κεφάλι του, έπειτα σήκωσε το χέρι, έπιασε το Νέλι από το λαιμό και τον τράβηξε επάνω του:

-Ταυτόχρονα θα παντρευόμασταν....

-Και ταυτόχρονα θα παντρευτούμε, μην αμφιβάλλεις! είπε ο Νέλι, απομακρύνοντας το χέρι του που του έσφιγγε το λαιμό.

Στο μεταξύ ο γιατρός εξέταζε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν φανερό: ένα περιστατικό άνθρακα.

-Για πείτε μου, δε θυμόσαστε να σας έχει τσιμπήσει κάποιο έντομο;

-Όχι, έκανε με το κεφάλι ο Τζαρού.

-Έντομο; ρώτησε ο Σάρο.

Ο γιατρός εξήγησε, όσο μπορούσε καλύτερα, σ’ εκείνους τους δύο αδαείς, την αρρώστια. Κάποιο ζώο θα έπρεπε να είχε πεθάνει εκεί τριγύρω από άνθρακα. Πάνω στο ψοφίμι, πεταμένο σε κάποια χαράδρα, ποιος ξέρει πόσα έντομα είχαν καθίσει. Κάποιο από αυτά πετώντας μετέδωσε την αρρώστια στον Τζαρού μέσα σ’ εκείνο τον στάβλο.

Την ώρα που ο γιατρός έλεγε αυτά ο Τζαρού έστρεψε το πρόσωπο προς τον τοίχο.

Κανείς δεν το ήξερε, αλλά ο θάνατος ήταν ακόμη εκεί, παρών. Τόσο μικρός που μόλις θα μπορούσε κανείς να τον διακρίνει, εάν τον πρόσεχε.

Υπήρχε μια μύγα εκεί, επάνω στον τοίχο, που έμοιαζε ακίνητη· κοιτάζοντάς την όμως καλά, έβλεπε κανείς πότε να βγάζει έξω τη μικρή της προβοσκίδα και να ρουφάει, πότε καθάριζε γρήγορα τα μπροστινά λεπτά της ποδαράκια, τρίβοντάς ταμεταξύ τους, σαν να ήταν ικανοποιημένη. Ο Τζαρού τη διέκρινε και κάρφωσε επάνω της το βλέμμα.

Μια μύγα.

Θα μπορούσε να ήταν εκείνη εκεί ή κάποια άλλη. Ποιος να ξέρει; Τώρα που άκουγε το γιατρό να μιλά, νομίζει ότι θυμήθηκε. Ναι, την προηγούμενη μέρα, όταν έπεσε εκεί να κοιμηθεί, περιμένοντας τα ξαδέλφια του να τελειώσουν το σπάσιμο των αμύγδαλων του Λόπες, μία μύγα τον ενοχλούσε. Θα μπορούσε να ήταν αυτή;

Την είδε ξαφνικά ν’ απλώνει τα φτερά και να πετάει και την παρακολουθούσε με το βλέμμα.

Να την, πήγε και έκατσε επάνω στο μάγουλο του Νέλι. Από το μάγουλο, ανεπαίσθητα περιδιάβαζε τώρα στο σαγόνι του μέχρι που έφτασε στη αμυχή του ξυραφιού και καρφώθηκε αχόρταγη εκεί.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού έμεινε να την κοιτάει προσεχτικά, απορροφημένος. Έπειτα, βραχνιασμένος και με δύσπνοια ρώτησε με σπηλαιώδη φωνή.

-Μπορεί να ’ναι και μια μύγα;

-Μια μύγα; Γιατί όχι; - απάντησε ο γιατρός.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού δεν είπε τίποτε άλλο και βάλθηκε να κοιτάζει εκείνη τη μύγα την οποία ο Νέλι, που σχεδόν τα είχε χάσει από τα λόγια του γιατρού, δεν την έδιωχνε. Ο Τζαρού δεν πρόσεχε πια σε όσα έλεγε ο γιατρός, αλλά ευχαριστιόταν με το γεγονός πως μιλώντας εκείνος αποσπούσε την προσοχή του ξαδέλφου του, κάνοντάς τον να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα και να μη δίνει σημασία στην ενόχληση που του προκαλούσε εκείνη η μύγα επάνω στο μάγουλο. Μακάρι να ήταν η ίδια! Τότε μάλιστα, θα παντρεύονταν ταυτόχρονα! Μία σκοτεινή ζηλοφθονία, μία κρυφή, μία άγρια ζήλια τον είχαν κυριεύσει για εκείνο το νεαρό ξάδελφο, τόσο όμορφο και ακμαίο που είχε μπροστά του γεμάτη υποσχέσεις τη ζωή, η οποία εκείνον τον εγκατέλειπε ξαφνικά.

Κάποια στιγμή ο Νέλι αισθάνθηκε επιτέλους το τσίμπημα, σήκωσε το χέρι, έδιωξε τη μύγα και με τα δάχτυλα άρχισε να πιέζει το σαγόνι του επάνω στην αμυχή. Στράφηκε στον Τζαρού που τον κοίταζε και έμεινε για λίγο αμήχανος γιατί αυτός είχε ανοίξει τα τρομακτικά του χείλη σε ένα τερατώδες χαμόγελο. Απόμειναν να κοιτάζονται για λίγο. Κατόπιν ο Τζαρού είπε χωρίς να το θέλει:

-Η μύγα.

Ο Νέλι δεν κατάλαβε και έτεινε το αυτί:

-Τι λες;

-Η μύγα, απάντησε εκείνος.

-Ποια μύγα; Πού; ρώτησε ο Νέλι αποσβολωμένος κοιτάζοντας το γιατρό.

-Εκεί που ξύνεσαι. Το ξέρω σίγουρα! είπε ο Τζαρού.

Ο Νέλι έδειξε στο γιατρό το τραύμα στο σαγόνι:

-Τι έχω; Με τρώει.

Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος· κατόπιν, σαν να ήθελε να τον εξετάσει καλύτερα, τον πήρε έξω από το στάβλο. Ο Σάρο τους ακολούθησε.

Τι συνέβη μετά; Ο Τζουρλάνου Τζαρού περίμενε, περίμενε πολλή ώρα με μια αγωνία που του τάραζε τα σωθικά. Άκουγε να μιλούν εκεί έξω ανάκατα. Κάποια στιγμή ο Σάρο μπήκε φουριόζος μέσα στο στάβλο, πήρε το μουλάρι και, χωρίς καν να στρέψει να τον κοιτάξει, βγήκε έξω με λυγμούς:

-Α, Νελούτσο μου! Α, Νελούτσο μου!

Ήταν αλήθεια, λοιπόν; Και να, τον εγκατέλειπαν εκεί, σαν σκυλί. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί στον έναν αγκώνα, φώναξε δυο φορές:

-Σάρο! Σάρο!

Σιωπή. Κανείς. Δεν μπορούσε πια να κρατηθεί επάνω στον αγκώνα, έπεσε και άρχισε να γρυλίζει αρκετή ώρα για να μην αισθάνεται τη σιωπή της εξοχής που τον τρόμαζε. Κάποια στιγμή του γεννήθηκε η αμφιβολία μήπως είχε ονειρευτεί, μήπως είχε δει ένα κακό όνειρο μες στον πυρετό του· γυρίζοντας όμως προς τον τοίχο είδε τη μύγα πάλι εκεί.

Νάτην.

Πότε έβγαζε τη μικρή της προβοσκίδα και ρουφούσε, πότε καθάριζε στα γρήγορα τα δυο της μπροστινά λεπτά ποδαράκια, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, λες και ένιωθε ικανοποιημένη.

[1904]

Ο Κονραντ Μακ Ρέι

 Καλημέρα μπασκετόφιλοι...

Είκοσι δύο χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Κόνραντ ΜακΡέϊ πέταξε προς τον Θεό με το τρομακτικό άλμα του, μόλις στα 29 του χρόνια...


Ο Κόνραντ ΜακΡέϊ, ένας από τους πιο εκρηκτικούς μπασκετμπολίστες που πάτησαν τα ελληνικά παρκέ, είχε από πολύ μικρός έναν στόχο.Να παίξει στο ΝΒΑ και να μεταφέρει εκεί το θεαματικό του παιχνίδι που τον είχε αναγάγει σε πολύ μεγάλο όνομα στα θρυλικά play grounds της Νέας Υόρκης, χαρίζοντας του το παρατσούκλι "McNasty".
Το καλοκαίρι του 89 δέχτηκε την υποτροφία που του προσέφερε το Syracuse του Τζιμ Μπέιχαϊμ και έγινε συμπαίχτης με μελλοντικούς σταρ του ΝΒΑ όπως ο Ντέρικ Κόλεμαν και ο Μπίλυ Όουενς. Στην ιεραρχία των ψηλών, ο πρωτοετής ΜακΡέϊ ήταν χαμηλά όπως ήταν φυσικό αλλά μέχρι την αποφοίτηση του το 1993, είχε προλάβει να αναρριχηθεί στην 4η θέση των μπλοκέρ στην ιστορία του κολλεγίου αφού με όπλο τις αλτικές του ικανότητες δεν άφηνε τίποτα να περάσει προς το καλάθι της ομάδας του. Ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικός ριμπάουντερ αλλά ήταν αδύναμος στο επιθετικό παιχνίδι και ακίνδυνος έξω από τη ρακέτα.
Ίσως για αυτό και επιλέχθηκε σε χαμηλό νούμερο στο ντραφτ εκείνης της χρονιάς, στο νούμερο 38 από τους Μπούλετς. Προσπάθησε να εξασφαλίσει ένα εγγυημένο συμβόλαιο χωρίς επιτυχία και τελικά πήρε την απόφαση για το υπερατλαντικό ταξίδι, το πρώτο από τα πολλά που θα ακολουθούσαν. Πρώτος του σταθμός, η Τουρκία και η Φενέρμπαχτσε όπου σάρωσε τους ατομικούς τίτλους μπαίνοντας στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος ενώ αναδείχθηκε και κορυφαίος ριμπάουντερ.
Παρότι είχε πολλές προτάσεις για παραμονή στην Ευρώπη, προτίμησε την επιστροφή στην Αμερική για να κυνηγήσει το όνειρο του ΝΒΑ μέσω της παρουσίας του στο CBA. Ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αυτό του 1994 προσπάθησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των GM αλλά όταν έφτασε Αύγουστος και τα ρόστερ σιγά σιγά έκλειναν, πήρε των ομματιών του και προσγειώθηκε ξανά στη Γηραιά Ήπειρο για τη γαλλική Ορτέζ αυτή τη φορά.Τα καλά του νούμερα και στο τρικολόρ πρωτάθλημα του εξασφάλισαν ένα πολύ καλό συμβόλαιο στην Τουρκία και την Έφες Πίλσεν, με τη φανέλα της οποίας θα κατακτούσε και τα μοναδικά τρόπαια της καριέρας του, ένα άτυπο τρεπλ με πρωτάθλημα, Κύπελλο Τουρκίας και Κύπελλο Κόρατς.
Η συνέχεια τον βρήκε στην Ιταλία για την Φορτιντούτο όπου ήταν ξανά μέσα στην πρώτη πεντάδα των καλύτερων "σκουπιδιάρηδων" ενώ έφτασε και στους 8 του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Οι καλές του εμφανίσεις τον έβαλαν στα ραντάρ της Ρεάλ αλλά όταν το φημολογούμενο ενδιαφέρον των Μαδριλένων έμεινε σε φιλολογικό επίπεδο, εμφανίστηκε ο ΠΑΟΚ που έψαχνε τον παρτενέρ του Ράφαελ Άντισον.
Ο Κόνραντ δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Σβι Σέρφ που ήθελε τον Ουόρεν Κιντ, αλλά όταν ο Αμερικανός αποδείχθηκε αναξιόπιστος ανανεώνοντας το συμβόλαιο του με την Ολύμπια Μιλάνο, ο Ισραηλινός στράφηκε στον ΜακΡέϊ και ο τότε 26χρονος power forward ήρθε στις αρχές Αυγούστου του 97 στη Θεσσαλονίκη, πέρασε τα ιατρικά τεστ και υπέγραψε το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο του ενός εκατομμυρίου δολλαρίων.
Ο ΠΑΟΚ είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα στη σεζόν με αποκλεισμό από το Κύπελλο και την Ευρώπη, με αλλαγές ξένων (Σάκλφορντ στη θέση του Άντισον) αλλά ο ΜακΡέϊ επέδειξε σταθερότητα όλη τη χρονιά και με τον Σάκλφορντ που του ταίριαζε περισσότερο αγωνιστικά, συνέθεσαν ένα πολύ δυνατό δίδυμο στην ασπρόμαυρη ρακέτα.
Παρών και στον δραματικό ημιτελικό του ΣΕΦ που κρίθηκε με την τρίποντη βόμβα του Πέτζα και αποδέκτης της ατάκας "Κλάψε ρε μαύρε, κλάψε" του Γιάννη Γιαννούλη και ίσως ο καλύτερος παίχτης του ΠΑΟΚ στους τελικούς με τον Παναθηναϊκό, δίνοντας σκληρές μάχες με τον Ράτζα. Μία χρονιά έμεινε στο Αλεξάνδρειο αλλά οι μπασκέτες του κόντεψαν να γκρεμιστούν από τα τρομερά καρφώματα του και την απίστευτη δύναμη του.
Στον ΠΑΟΚ ήταν άκρως ικανοποιημένοι και επιθυμούσαν την παραμονή αλλά ο ΜακΡέϊ όπως κάθε καλοκαίρι ήθελε να συμμετάσχει στο summer league. Προσπάθησε ξανά μέχρι τον Σεπτέμβριο να βρει μία θέση σε κάποια ομάδα αλλά χωρίς επιτυχία και έτσι ο ξενιτεμός στην Ευρώπη ήταν μονόδρομος. Στη Φενέρμπαχτσε που άνοιξε ξανά την αγκαλιά της έμεινε για λίγο καιρό αυτή τη φορά, ίσα ίσα μέχρι τον Απρίλιο του 99 που γύρισε στην Αμερική για να δοκιμαστεί από τους Ντένβερ Νάγκετς.
Και ενώ όλα έδειχναν πως το μεγάλο όνειρο θα έπαιρνε σάρκα και οστά με την υπογραφή δεκαημέρου συμβολαίου, τα πάντα κατέρρευσαν όταν οι γιατροί των Νάγκετς του βρήκαν εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά και του συνέστησαν να σταματήσει το μπάσκετ. Ο Κόνραντ όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να παίζει το άθλημα που λάτρευε και αμφισβητώντας την διάγνωση θα απευθυνθεί σε άλλους γιατρούς που θα του χορηγήσουν τα απαραίτητα έγγραφα που βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν εγκυμονούσε κινδύνους για την ζωή του. Με αυτά τα χαρτιά στο χέρι θα υπογράψει το τελευταίο συμβόλαιο της καριέρας του στην ιταλική Τριέστε και θα συνεχίσει να αγωνίζεται επιβαρύνοντας την εύθραυστη υγεία του.
Στις 10 Ιουλίου του 2000 και κατά την διάρκεια του summer league των Ορλάντο Μάτζικ, ο Κόνραντ ΜακΡέϊ παίρνει θέση στην τελική γραμμή για μία σειρά απο wind sprints (τα λεγόμενα και σπρίντ του θανάτου) και στην διάρκεια αυτών θα καταρρεύσει μέσα στο παρκέ.
Η ταλαιπωρημένη του καρδιά δεν άντεξε και στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε ήταν ήδη πολύ αργά για τους γιατρούς ώστε να μπορέσουν να τον βοηθήσουν και απλά διαπίστωσαν τον θάνατο του λόγω αρρυθμίας.
Ίσως να ζούσε σήμερα αν ακολουθούσε τις συμβουλές των γιατρών αλλά ο "McNasty" προτίμησε να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπούσε και τελικά τον σκότωσε. Ήταν μόλις 29 χρονών...
Antreas Tsemperlidis

𝗟𝗔 𝗦𝗧𝗢𝗥𝗜𝗔 𝗗𝗘𝗟𝗟𝗔 𝗦𝗣𝗔𝗗𝗔 𝗗𝗜 𝗗𝗔𝗠𝗢𝗖𝗟𝗘

 A tutti noi è capitato di avere a che fare con la cosiddetta "Spada di Damocle", e molti si saranno di sicuro chiesti chi fosse questo Damocle e perché la spada gli incutesse tanto timore.



La spiegazione, come spesso accade, è da ricercare nella buona vecchia cultura classica greca.


La leggenda che sta alla base del modo di dire pare sia stata narrata per la prima volta da Timeo di Tauromenio (356 - 260 a.C.), uno storico, nella perduta "Storia di Sicilia". La vicenda deve però tanta popolarità a Cicerone, che la riprese nel "Tusculanae disputationes". Damocle e la temuta spada vengono poi ripresi anche da autori come  Orazio, Persio e Boezio.


La storia si svolge alla corte di Dionigi I, tiranno di Siracusa, di cui Damocle è membro.

Dimostrando un'astuzia non proprio da volpe, il buon Damocle, un giorno, sostiene alla presenza del tiranno che la vita del regnante sia estremamente fortunata. Lusso, agi, potere, autorità: questi sono i privilegi che Damocle invidia a Dionigi.


Il tiranno, dando prova di pazienza e acume, gli propone allora il più classico degli scambi: per un giorno Damocle prenderà il suo posto. E pensare che, all'epoca, "Il Principe e il povero" non era stato scritto e "Re per una notte" di Scorsese non era ancora uscito.


Damocle, da buon boccalone (o forse solo per esigenze di trama), non sente puzza di fregatura e accetta con entusiasmo. La sera viene imbandito un grande banchetto. A Damocle non pare vero di poter sfruttare tanto lusso: il sorriso gli si allarga fino alle orecchie e gli occhi sembrano girandole luminose. Cibo sontuoso servito da bellissimi giovinetti, la corte che non ha occhi che per lui.


A un certo punto, però, l'idillio si rompe. Qualcuno, magari lo stesso Dionigi, gli indica col ditino un punto sopra la sua testa. Solo allora, Damocle si accorge che sul suo capo pende una spada, tenuta sospesa da un sottile crine di cavallo. Ce l'ha fatta mettere Dionigi, per dimostrargli che la vita del sovrano non è solo lusso e agi, ma che anzi è continuamente sospesa a un filo, proprio a causa delle responsabilità e dell'invidia di gente come Damocle.


Il giovane, a quel punto, prende una scusa e mette fine allo scambio.

"Da un grande potere derivano grandi responsabilità", come sa chiunque abbia letto "L'uomo ragno". A proposito, sapete che lo zio Ben non disse mai niente del genere, almeno nelle tavole a fumetti? Ma questa è un'altra storia.


Insomma, nei secoli il modo di dire è rimasto, a simboleggiare un pericolo sfuggente che ci incombe sulla testa e che potrebbe a ogni momento palesarsi. Il significato (la morale, potremmo dire) si è però un po' perduto, ovvero che dovremmo stare attenti a invidiare qualcuno che pensiamo abbia più di noi, perché non è detto che la sua posizione sia più comoda della nostra.


Il dipinto che illustra la leggenda è di Richard Westall, pittore vittoriano nel senso più letterale del termine, dato che fu insegnante di disegno della regina Vittoria. Celebre per ritratti, paesaggi e soprattutto per il "pittoresco", Westall illustra la storia di Damocle con grande tecnica e un gusto neoclassico al limite dello stile pompeiano di Alma-Tadema.


[Storia e Arte]

#StoriaALR

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...