Η μαντική και τα μαντεία κατείχαν σπουδαία θέση στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Αισχύλος στο έργο του παραθέτει αρκετές πληροφορίες για τη χρήση και την προέλευση της μαντικής τέχνης. Θα χρησιμοποιήσουμε χωρία από τα έργα Προμηθέας Δεσμώτης και Αγαμέμνων, προκειμένου να αντλήσουμε πληροφορίες σχετικές με τη μαντική.
Οι άνθρωποι στην αρχαιότητα είχαν την
πεποίθηση ότι γεγονότα της ζωής τους καθορίζονταν από τη θέληση των θεών. Η
ανάγκη για την πρόβλεψη του μέλλοντος καλύπτονταν από τη μαντική και τα
μαντεία, ιερούς, δηλαδή τόπους υπό την προστασία των θεών οπού εκεί κυρίως
φανέρωναν τη θέληση τους. Οι μάντεις είχαν μεγάλη υπόληψη και τους
συμβουλεύονταν τακτικά. Η αμφισβήτηση της μαντικής τέχνης από τον οποιοδήποτε
θα κινούσε υποψίες για αθεΐα.
Ένας μεγάλος αριθμός χρησμών μας είναι
γνωστός στη σημερινή εποχή. Οι χρησμοί που έδιναν οι μάντεις, θεωρούνταν
αυθεντικοί και παρουσιάζονταν σε απλή μορφή, δεν είχαν κανενός είδους
αμφισημία, δεν περιείχαν προγνώσεις ούτε προφητείες, αλλά επρόκειτο κυρίως για
θρησκευτικούς κανονισμούς. Η καταφυγή στη μαντική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα ήταν
μια διαδεδομένη πρακτική, τόσο σε επίπεδο ατόμων όσο και σε επίπεδο πόλεων. Οι
μαντικές τεχνικές, αν και εξαιρετικά πολυποίκιλες, διακρίνονται ουσιαστικά σε
δύο ομάδες, εξαιρετικά άνισες μεταξύ τους αφενός οι διαφορετικοί χειρισμοί και
η παρατήρηση οιωνών. Οι χρησμοί υπήρξαν τελικά θεϊκές επιταγές που δεν
υπόκειντο σε επεξεργασία από το μάντη ή τα μαντεία.
Ο θεός Απόλλων ήταν συνδεδεμένος με τη
μαντική τέχνη. Σε όποιο μέρος εμφανίστηκε ο Απόλλωνας ήταν συνδεδεμένος με την
προφητεία. Υπήρξαν πάρα πολλά προφητικά ιερά. Στην κλασική περίοδο η φήμη των
Δελφών έτεινε να επισκιάσει όλα τα άλλα κέντρα τόσο όμως κατά την αρχαϊκή
περίοδο, όσο μακριά φτάνουν οι ενδείξεις μας, όσο και κατά τους ελληνιστικούς
χρόνους, που η επίδραση των Δελφών ελαττώθηκε και προσέλαβε τοπικό χαρακτήρα,
άλλα μαντεία υπήρχαν και ανθούσαν. Οι
ιερείς του Απόλλωνα απαιτούσαν παρθενία από τις Πυθίες ιέρειες των Δελφών που εκλαμβάνονταν ως σύζυγοι του
Απόλλωνα· αλλά ένας πιστός αποπλάνησε μία από αυτές και δημιουργήθηκε σκάνδαλο,
και ύστερα απ’ αυτό οι ιέρειες έπρεπε να είναι τουλάχιστον πενήντα ετών κατά
την εγκατάσταση τους, αν και εξακολουθούσαν να ντύνονται σαν νύφες. Στο έργο
του Αισχύλου Ικέτιδες, πραγματοποιείται από μία ιέρεια
επισκόπηση της ιστορίας του μαντείου των Δελφών (θα αναφερθούμε σε επόμενο
κεφάλαιο).
Στον Προμηθέα
Δεσμώτη, ο Αισχύλος αναφέρει ότι την τέχνη της μαντικής έδωσε ο Τιτάνας
Προμηθέας στους ανθρώπους: «και τους
ποικίλους τρόπους της μαντικής διευθέτησα και έκρινα πρώτος ποια εκ των ονείρων
επαληθεύονται· και τους δυσδιάκριτους οιωνούς των λόγων εδίδαξα εις αυτούς· και
τα εν οδώ συναπαντήματα». Ο Προμηθέας γενικά προφητεύει το μέλλον της Ιούς,
την απαλλαγή της από το μαρτύριο, την περιπλάνηση της και τη γέννηση του σωτήρα
του από αυτή.
Στο επεισόδιο της Ιούς (στίχ. 609-876) θα
προβληθεί, επομένως, η άλλη πλευρά του πολύμορφου δώρου του Προμηθέα: η μαντική
του τέχνη και η διαγνωστική του ικανότητα. Και πάλι ο λόγος του Προμηθέα
γίνεται δημιουργός συνείδησης ιστορικού χρόνου· γεφυρώνει το παρελθόν, παρόν
και απώτερο μέλλον. Θα αναφερθεί μια σειρά από όνειρα και χρησμούς. Η Ιώ θα πει
στον Προμηθέα αναφερόμενη στο διωγμό που υπέστη: «Εις αυτά του Λοξίου τα μαντεύματα με εξεδίωξε και με απέκλεισε της
οικίας, δίχως να θέλω, δίχως να το θέλει· αλλά εξηνάγκαζε αυτόν του Διός ο
χάλινος, να πράττη ταύτα».
Η Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα ιστορεί πως ο Απόλλωνας την ενέπνευσε στη μαντική τέχνη:
«Στην τέχνη μ’ έβαλε ο μάντης Απόλλων»,
θα πει μα σαφήνεια. Η Κασσάνδρα είναι καταδικασμένη να γνωρίζει το τέλος της.
Έτσι θα απευθυνθεί στον Απόλλωνα λέγοντας τα εξής: «Απόλλωνα, Απόλλωνα, οδηγέ και αποτελειωτή μου! Μ’ αποτελείωσες όχι με
κόπο δεύτερη φορά!». Η μάντισσα αρχίζει να μιλάει με μια κραυγή οδύνης προς
τον Απόλλωνα, του οποίου το σύμβολο βλέπει μπροστά στην πόρτα του παλατιού. Με
τη μαντική της όραση βλέπει ξεκάθαρα το προσχεδιασμένο έγκλημα. Το λουτρό το
δίχτυ το θανάσιμο πλήγμα.
Ο σιγανός θρήνος της Κασσάνδρας, στον Αγαμέμνονα αποτελεί μια επίκληση της
μάντισσας στον Απόλλωνα. Σε ένα παραληρηματικό κύμα προφητείας τραγουδά για τα
από καιρό σφαγμένα παιδιά, βλέπει το φόνο που γίνεται μες το παλάτι, ακούει τις
Ερινύες να τραγουδάνε από χαρά και τις βλέπει να χορεύουν στη σκεπή και, τέλος
με στυφή θλίψη θρηνεί το χαμό της και το ξεκλήρισμα του Ατρέα. Η Κασσάνδρα θα
πει σχετικά με τα σφαγμένα παιδιά: «Αυτά
τα βρέφη που κλαιν για τη σφαγή τους, σάρκες ψημένες και απ’ τον πατέρα
φαγωμένες». Για το φόνο που πρόκειται να γίνει στο παλάτι από την
Κλυταιμνήστρα θα πει: «Αλίμονο τρισάθλια,
αυτό λοιπόν θα κάνεις; Το σύντροφο της κλίνης σου τον άντρα σου! Λούζοντας τον
σε λουτρό- πώς να το πω στο τέλος;». Ενώ για την επερχόμενη παρουσία των
ερινυών η Κασσάνδρα θα πει: «Έχοντας
πιει, έτσι που να αποθρασυνθεί πιο πολύ ο αχόρταγος όμιλος των Ερινυών, που
δύσκολα έξω πετιέται. Στρογγυλοκαθισμένες αυτές μέσα στο σπίτι υμνούν τον ύμνο
που αρχή έκανε των συμφορών».
Έτσι, λοιπόν, η Κασσάνδρα ξεσπάει σε μια
πλημμύρα προφητείας. Βλέπει καθαρά και ξάστερα όλα τα εγκλήματα που έγιναν στο
καταραμένο τούτο παλάτι, τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα. Βλέπει τις
Ερινύες να χορεύουν στη στέγη του και ακούει όλους τους ολολυγμούς, που
εκφράζουν τη χαρά τους. Και τέλος μπαίνει μέσα η ίδια για να αντικρούσει το
πεπρωμένο της. Λίγο πριν αποχωρήσει από τη σκηνή η Κασσάνδρα θα αναφωνήσει προς
το Χορό: «Όμως θα μπω μες το παλάτι, για
να θρηνήσω τη δική μου και του Αγαμέμνονα τη μοίρα. Μου αρκεί όσο έζησα! αχ
ξένοι μου!»
Στην Αυλίδα εμφανίστηκαν δύο αετοί που
κατασπάραξαν μια έγκυο λαγίνα, μαζί με το ζωντανό καρπό της. Ο Κάλχας
συσχετίζει το σημάδι με την άλωση της Τροίας, ταυτόχρονα όμως -ξανά η αισχύλεια διπλή όψη- μήπως η Άρτεμη
(εδώ τόσο ταιριαστή η πότνια θηρίων)
αγανακτισμένη για την εξόντωση του φτωχού ζώου, απαιτήσει μια άλλη προσφορά που
θα προκαλέσει φοβερό μίσος. «Μοίρα βαριά,
αν δεν υπακούσω βαριά πάλι, αν σφάξω το τέκνο μου, τη χάρη του σπιτιού μου,
ολύνοντας με αίμα παρθενικό τα πατρικά χέρια μου δίπλα στο βωμό».
Εμφανίζονται δύο αετοί –κατάμαυρος ο ένας, με λευκή ουρά ο άλλος- που
κατασπαράζουν μια λαγουδίνα ετοιμόγεννη. Ο μάντης Κάλχας ερμηνεύει τον οιωνό:
οι αετοί είναι οι γιοι του Ατρέα, ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος, ενώ η λαγουδίνα
είναι η Τροία. Οι αετοί θα νικήσουν στον πόλεμο και θα κατακτήσουν την
Τροία. Η Άρτεμις στο ξεκίνημα της
τρωικής εκστρατείας οργίζεται και απαιτεί τη θυσία της Ιφιγένειας. Θυσία που
ξυπνά όμως το πνεύμα εκδίκησης στο παλάτι.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί και ένα
απόσπασμα, που αφορά τη μαντική. από ένα χαμένο έργο του Αισχύλου, τον Γλαύκο Ποτνιέα. Στο έργο αναφέρεται ότι
ο ψαράς Γλαύκος έφαγε ένα μαγικό βοτάνι και έγινε μάντης, ενώ μετατράπηκε σε
θαλάσσια θεότητα. Την πληροφόρηση αυτή τη δίνει ο Στράβων, στα Γεωγραφικά.
Οι άνθρωποι της αρχαιότητας ήταν πεπεισμένοι
ότι η ζωή τους καθορίζονταν από τη θέληση των θεών. Μέσα από το έργο του Προμηθέα Δεσμώτη πληροφορούμαστε ότι ο
Τιτάνας ήταν αυτός που δίδαξε τη μαντική τέχνη. Στον Αγαμέμνονα τέλος, η παρουσία της Κασσάνδρας μας παρέχει στοιχεία
για τη λειτουργία της μαντικής.
Πηγές:
1) Αισχύλος,
Αγαμέμνων, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος,
εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.
2) Αισχύλος,
Προμηθέας Δεσμώτης, μετάφρ. Α.
Τζιροπούλου-Ευσταθίου, εκδ. Γεωργιάδη, Αθήνα 2001.
3) ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α., Προμηθεύς Δεσμώτης και Λυόμενος του Αισχύλου, εκδ. Παπαδήμα,
Αθήνα 1973.
4) ΚΟΓΙΑ
Λ., Φόνοι συγγενικών προσώπων στην αρχαία ελληνική
τραγωδία,
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ρόδος 2019
5) Μήλιος
Α., Μπιργαλιάς Ν., Παπαευθιμίου Ε., Πετροπούλου Α., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα, τ.1: Από την αρχαιότητα εώς
και τα μεταβυζαντινά χρόνια, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.
6) Lesky
A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων τ.1, από τη γέννηση του είδους μέχρι
το Σοφοκλή, μετάφρ. Ν. Χουρμουζιάδη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987.
7) PARKE H. W., Τα ελληνικά μαντεία, μετάφρ. Α. Βόσκος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα
2000.
8) THOMSON G., Το αειθαλές δέντρο, μετάφρ. Χ. Αλεξίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002.
9) Zaidman
L.B., Pantel P.S., Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής,
μεταφρ. Κ. Μπούρας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009.
10) GRAVES R., Οι ελληνικοί μύθοι, τ. 1,
εκδ. Πλειάς-Ρούγκας, μετάφρ. Λ. Ζενάκος Αθήνα 1979, σελ. 206.
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού
Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου