Οι Έλληνες ιερείς δεινοπάθησαν κατά την παραμονή τους και την άσκηση των καθηκόντων τους στη Βουλγαρία μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ενδεικτικές είναι οι κάτωθι μαρτυρίες:
Σύμφωνα με τον Τσορμπατζόγλου ορισμένοι έλληνες ιερείς εξακολουθούσαν να παραμένουν σε κάποια απομακρυσμένα χωριά και να λειτουργούν στη μητρική τους γλώσσα. Η υποχρεωτική όμως μνημόνευση του βούλγαρου Έξαρχου τους καθιστούσε αυτομάτως σχισματικούς, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο της εκκλησίας.
"μας απηγόρευσαν την εκτέλεσιν των θρησκευτικών μας καθηκόντων, μας απηγόρευσαν την εκμάθησιν της γλώσσης μας, εξώρισαν τους ιερείς και διδασκάλους μας, απηγόρευσαν την είσοδον παντός ελληνικού βιβλίου, πάσης ελληνικής εφημερίδος, μας απηγόρευσαν ακόμη και να μιλώμεν την γλώσσα μας. Διαταγή του φρουράρχου Βάρνης Έντσεφ εκδοθείσα κατά το 1917 απηγόρευσε την χρήσιν της ελληνικής γλώσσης. Αι εις διάφορα γραφεία και καταστήματα ενηρτημέναι πινακίδες ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣΤΙ αίτινες ακόμη και σώζονται, μαρτυρούσι κατά πόσον η Βάρνα είναι βουλγαρική πόλις,"
σημείωναν οι Έλληνες της Βάρνας σε υπόμνημά τους προς τον αρχηγό της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στη Σόφια τον Ιανουάριο του 1919, ενώ μια δεκαετία αργότερα ο έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη έγραφε ότι
«..οι μέχρι 30 έτους δυσχεραίνουσι εις την χρήσιν της ελληνικής αγνοούντες γραφήν και ανάγνωσιν ως εκπαιδευθέντες εν βουλγαρικοίς σχολείοις..».
Στην περιφέρεια της Φιλιππούπολης όσοι είχαν απομείνει «βουλγαρίζουσι δια λόγους ανάγκης και συμφέροντος, άλλοι δε διστάζουσι την μητρικήν των γλώσσαν να λαλώσι τρομοκρατηθέντες και προσποιούνται τον Βούλγαρον, άλλοι δε αναφανδόν διακηρύττουσι ότι είναι Βούλγαροι..».
Πρόκειται για μια ακόμη μαρτυρία η οποία καταδεικνύει το γεγονός ότι εκβουλγαρίστηκαν μαζικά Έλληνες στη Βουλγαρία.