Ο Δημήτρης Ψαθάς στο έργο του " Η γη του Πόντου" περιγράφει μέσα από τα αθώα παιδικά του μάτια στιγμιότυπα από το διωγμό των Αρμενίων στο πλαίσιο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου:
Απότομα ήλθε ο φόβος, ένα πρωινό. Χαράματα. Βρισκόμαστε ακόμα στα κρεβάτια μας, όταν στο δρόμο ακούστηκαν άγριες φωνές. Πρώτος τινάχτηκε ο πατέρας μου κι έτρεξε στο παράθυρο.
—Τι είναι; ρώτησα κι εγώ, βλέποντάς τον να κοιτά κάτι πολύ σοβαρό, που γινότανε απ' έξω. Κι επειδή εκείνος δεν μιλούσε, έτρεξα στο παράθυρο κι εγώ κι είδα κάτι παράξενο κι ασυνήθιστο: Τούρκοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη βγάζαν απ' το πλαϊνό μας σπίτι ολόκληρη την οικογένεια των Αρμένηδων
—γείτονες ήσαν, άνθρωποι αγαθοί, καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και τους ξέραμε— τον άντρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τον γέρο:
—Άιντε, άιντε, γκιαούρ ογλού γκιαούρ! φωνάζανε οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ! Έκλαιε το κορίτσι, έκλαιε ο φίλος μου ο Αράμ, έκλαιε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι, καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν τίποτ' άλλο, εκτός από τα ρούχα τους.
—Άιντε, άιντε!
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες. Κι ενώ κλαίγαν τα παιδιά και ρωτούσαν οι μεγάλοι γιατί και που τους πάνε και τι έκαναν, εκείνοι τους τραβολογούσαν απειλώντας με τα όπλα τους και τους έσυραν πέρα με βρισιές. Χάθηκε ο Αράμ μαζί μ' όλους κι ένοιωθα κάτι να δαγκώνει την ψυχή μου καθώς το κλάμα του αντηχούσε στ' αυτιά μου ώρες και ώρες.
Αυτό —όπως γρήγορα μάθαμε— έγινε εκείνη τη μέρα σ' ολόκληρη την πόλη που είχε αποκλεισθεί από στρατό κι ολούθε όπου καθόντουσαν Αρμένηδες τους πήραν με τον ίδιο τρόπο. Κι ούτε δα ήταν λίγος ο Αρμένικος πληθυσμός της Τραπεζούντας — άνθρωποι καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι, εμπορευόμενοι, νοικοκυρεμένα σπίτια και οικογένειες, πολλοί πλούσιοι, με τα σχολειά τους, την εκκλησιά τους, ολόκληρη παροικία κι ωστόσο δεν έμεινε ούτ' ένας!
Τους μάζεψαν, τους βγάλαν απ' την πόλη κι ένας Θεός ήξερε που τους πήγαιναν. Για κάμποσες μέρες το περιστατικό αυτό μας είχε αναστατώσει και μας κρατούσε σε αγωνία. Φήμες κυκλοφορούσαν, ότι θα τους εξοντώσουν όλους εκείνους τους Αρμένηδες κι ήταν πολύ φυσικό ν' αναρωτιόμαστε —μικροί, μεγάλοι—μήπως η ίδια τύχη μας περίμενε κι εμάς.
Η μητέρα μου, ωστόσο, με ησύχαζε:
—Μη φοβάσαι, παιδάκι μου, για μας δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Να, απέναντι, κοντά μας είναι η Ρουσία! Μύτη Ρωμιού ν' ανοίξει... έφτασε ο Ρώσος!
Απότομα ήλθε ο φόβος, ένα πρωινό. Χαράματα. Βρισκόμαστε ακόμα στα κρεβάτια μας, όταν στο δρόμο ακούστηκαν άγριες φωνές. Πρώτος τινάχτηκε ο πατέρας μου κι έτρεξε στο παράθυρο.
—Τι είναι; ρώτησα κι εγώ, βλέποντάς τον να κοιτά κάτι πολύ σοβαρό, που γινότανε απ' έξω. Κι επειδή εκείνος δεν μιλούσε, έτρεξα στο παράθυρο κι εγώ κι είδα κάτι παράξενο κι ασυνήθιστο: Τούρκοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη βγάζαν απ' το πλαϊνό μας σπίτι ολόκληρη την οικογένεια των Αρμένηδων
—γείτονες ήσαν, άνθρωποι αγαθοί, καλοσυνάτοι, που μας ξέραν και τους ξέραμε— τον άντρα, τη γυναίκα, τα παιδιά, τον γέρο:
—Άιντε, άιντε, γκιαούρ ογλού γκιαούρ! φωνάζανε οι Τούρκοι αγριεμένοι.
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ! Έκλαιε το κορίτσι, έκλαιε ο φίλος μου ο Αράμ, έκλαιε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, τρομαγμένοι και κατάχλωμοι ήσαν οι άλλοι, καθώς τους είχαν ξεσηκώσει και τους τράβηξαν στο δρόμο, χωρίς να τους αφήσουν να πάρουν τίποτ' άλλο, εκτός από τα ρούχα τους.
—Άιντε, άιντε!
—Τσαμπούκ, τσαμπούκ, αγρίευαν όλο και περισσότερο οι Τούρκοι στρατιώτες. Κι ενώ κλαίγαν τα παιδιά και ρωτούσαν οι μεγάλοι γιατί και που τους πάνε και τι έκαναν, εκείνοι τους τραβολογούσαν απειλώντας με τα όπλα τους και τους έσυραν πέρα με βρισιές. Χάθηκε ο Αράμ μαζί μ' όλους κι ένοιωθα κάτι να δαγκώνει την ψυχή μου καθώς το κλάμα του αντηχούσε στ' αυτιά μου ώρες και ώρες.
Αυτό —όπως γρήγορα μάθαμε— έγινε εκείνη τη μέρα σ' ολόκληρη την πόλη που είχε αποκλεισθεί από στρατό κι ολούθε όπου καθόντουσαν Αρμένηδες τους πήραν με τον ίδιο τρόπο. Κι ούτε δα ήταν λίγος ο Αρμένικος πληθυσμός της Τραπεζούντας — άνθρωποι καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι, εμπορευόμενοι, νοικοκυρεμένα σπίτια και οικογένειες, πολλοί πλούσιοι, με τα σχολειά τους, την εκκλησιά τους, ολόκληρη παροικία κι ωστόσο δεν έμεινε ούτ' ένας!
Τους μάζεψαν, τους βγάλαν απ' την πόλη κι ένας Θεός ήξερε που τους πήγαιναν. Για κάμποσες μέρες το περιστατικό αυτό μας είχε αναστατώσει και μας κρατούσε σε αγωνία. Φήμες κυκλοφορούσαν, ότι θα τους εξοντώσουν όλους εκείνους τους Αρμένηδες κι ήταν πολύ φυσικό ν' αναρωτιόμαστε —μικροί, μεγάλοι—μήπως η ίδια τύχη μας περίμενε κι εμάς.
Η μητέρα μου, ωστόσο, με ησύχαζε:
—Μη φοβάσαι, παιδάκι μου, για μας δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Να, απέναντι, κοντά μας είναι η Ρουσία! Μύτη Ρωμιού ν' ανοίξει... έφτασε ο Ρώσος!
- Ενδιαφέρον προκαλεί στο τέλος του αποσπάσματος (μέσα από τα λόγια της μάνας του) η ελπίδα (μάταια όπως αποδείχθηκε) που έτρεφαν οι Έλληνες στην προστασία που θα παρείχαν οι Ρώσοι σε ενδεχόμενο διωγμό από τους Τούρκους.