Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως αιώνας αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το πλήγμα που δέχθηκαν οι Οθωμανοί από την ελληνική κατά κύριο λόγο επανάσταση υπήρξε εφαλτήριο αλλαγών προς την κατεύθυνση του εκδυτικισμού και της αναθεώρησης των παραδόσεων.
Αξίζει κανείς να αφιερώσει λίγο χρόνο ώστε να διαβάσει την ανάπτυξη της κας ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ Παρασκευής επί του θέματος. Οι μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών κατά το 19ο αιώνα άνοιξαν το δρόμο ώστε να γίνουν οι μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις των Κεμαλικών τον 20ο αιώνα και ίσως προκάλεσαν και τη διάλυση της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης θα αποσαφηνιστεί με έμμεσες αναφορές και η διάκριση προοδευτικών-δυτικόφιλων Τούρκων και παραδοσιακών Ισλαμιστών (βλ Ερντογαν)...
Η μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος που έχει μείνει γνωστή στην οθωμανική ιστορία ως Τανζιμάτ εκτίνεται χρονικά από το 1839, όταν εκδίδεται στις 3 Νοεμβρίου το αυτοκρατορικό διάταγμα του Χάττι Σερίφ, έως την ανάκληση της ισχύος του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το 1877, με ενδιάμεση μεταρρυθμιστική περίοδο την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου 1856 ως επιτακτική αναγκαιότητα της συνθήκης των Παρισίων το Μάρτιο του 1856.
Οπότε οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζονται σε αυτές που έγιναν την εποχή του Σελίμ ΙΙΙ και σε αυτές του Μαχμούτ ΙΙ. Μεταρρυθμιστής της πρώτης περιόδου ήταν ο Μαχμούτ ΙΙ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει και να καταστρέψει όλους εκείνους που αντιστέκονταν στην αυταρχική εξουσία του σουλτάνου, δηλαδή κυρίως το σώμα των γενιτσάρων, αλλά και τους προκρίτους των επαρχιών, τους δερβίσηδες της πρωτεύουσας κ.τ.λ.
Δεν έμεινε καμία ομάδα για να αντισταθεί στη θέληση του Μαχμούτ, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από θέσεις απαρχαιωμένων και κεκτημένων προνομίων. Δεν επιβίωσε καμιά ένοπλη δύναμη, εκτός από το νέου τύπου στρατό του σουλτάνου. Ακόμα και οι ουλεμάδες, οι φρουροί του ιερού νόμου, είχαν εξασθενίσει σημαντικά και αδυνατούσαν να περιορίσουν το δεσποτισμό του σουλτάνου. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.
Ανάμεσα στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, το 1826, και το θάνατό του, το 1839, ο Μαχμούτ ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό όρισε τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι επόμενοι μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα και, μέχρι ενός σημείου, ακόμα και αυτές του 20ού.
Σε κάθε μορφή μεταρρύθμισης, η δημιουργία μιας νέας τάξης ακολουθούσε την καταστροφή μιας προηγούμενης. Όλες αυτές οι καταστροφές έγιναν δυνατές χάρη στη διάλυση των γενιτσάρων, του κυριότερου εκπροσώπου της παραδοσιακής μορφής στρατιωτικής ισχύος. Κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή, καλύτερα, εκδυτικισμού των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εκδυτικισμό αυτόν τον επέβαλε η αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της.
Η προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και περιελάμβανε τη θεσμοθέτηση κανόνων ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των Οθωμανών υπηκόων έναντι του κράτους ‒ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους‒ την προσαρμογή των οικονομικών της δομών στο πλαίσιο της αναδυόμενης «κοσμοοικονομίας», την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας με το νόμο περί γαιών (1858), την αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε ξένους υπηκόους, την προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Όλες αυτές οι αλλαγές προκύπτουν και από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης τανζιμάτ η οποία, σύμφωνα με τον Γ. Μπακιρτζή, παραγόμενη από το ρήμα tanzim etmek, ως περιφραστικό μεταβατικό, σημαίνει: βάζω τάξη, οργανώνω, θεσπίζω κανόνες. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση αυτή δεν αντιτίθεται στο ισλαμικό δίκαιο, καθώς στην εισαγωγή των δια-ταγμάτων υπάρχει επίκληση στον Προφήτη, ίσως με στόχο να περιοριστούν οι αντιδράσεις των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Σε επίπεδο ετυμολογίας, ο Μπακιρτζής επισημαίνει, εύστοχα, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 1839 ορίστηκαν ως Tanzimati Hayriye, δηλαδή ως δωρεοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για επιλογή άνωθεν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία παραχωρεί προνόμια στους υπηκόους με τη μορφή δωρεάς. Έτσι, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα γίνονταν οι κινήσεις του εκδυτικισμού, ήταν προκαθορισμένο και με προεπιλογή αφενός του βαθμού και αφετέρου του ρυθμού και των τομέων που θα συμπεριλάμβανε.
Ωστόσο, η διαδικασία αναμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ομαλή και ευθύγραμμη. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και από έναν ιδιόμορφο κρατικό πατερναλισμό, ο οποίος, συχνά, δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, αφού οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων ήταν συχνά οι ξένες πρεσβείες και ένα μικρό, συγκριτικά, τμήμα της κρατικής εξουσίας του οθωμανικού κράτους. Το γεγονός αυτό συχνά είχε ως συνέπεια οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση τους μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), να μένουν στο επίπεδο των θεωρητικών σχεδιασμών ή των απλών εξαγγελιών, χωρίς να εφαρμόζονται. Η ανακήρυξη του HattI Humayun (Χάττι Χουμαγιούν), το 1856, διεύρυνε τους στόχους των εκσυγχρονιστών. Οι νέες εξαγγελίες δεν εξαντλούνταν μόνο σε υποσχέσεις περί ισονομίας, αλλά έθεταν ως στόχο και την αναδιοργάνωση των μιλλέτ, δηλ. των θρησκευτικών κοινοτήτων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή οθωμανική κοινωνία.
Η αναδιοργάνωση συνίστατο στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών σε κάθε μιλλέτ και, συνεπώς, στην αποδυνάμωση του ρόλου που, ex officio, κατείχε ο κλήρος μέσα σε αυτά, ο οποίος θεωρούνταν πλέον, αν όχι υπεύθυνος, τουλάχιστον ανεπαρκής, στο να εμποδίσει την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων μεταξύ των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας ‒ενταγμένης στο ευρύτερο πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα-ρεύμα του Οθωμανισμού‒ ήταν η δημιουργία μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, η οποία θα απέτρεπε τη διαδικασία ανάπτυξης αποσχιστικών-φυγόκεντρων τάσεων. Το εγχείρημα όμως αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εάν ενσωμάτωνε στη λογική του τα ηγετικά στρώματα των διάφορων μιλλέτ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου ανταγωνισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «μεταρρυθμιστών», με επίδικο αντικείμενο τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής του κοσμικού στοιχείου στη διοίκηση των μιλλέτ και τον αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του κλήρου.
Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθούν κάποιες από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τα διατάγματα του Χάττι- Χουμαγιούν. Ως προς την ισότητα των πολιτών, διακηρύσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η εξασφάλιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για όλους τους πολίτες. Ως προς την ισονομία, καθιερώνονται μικτά δικαστήρια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις και διατηρούν το καθεστώς των ειδικών παραστάσεων ενώπιον των θρησκευτικών και κοινοτικών αρχών σε περιπτώσεις διαθηκών και κληρονομιών.
Προβλέπεται η υποχρεωτική στράτευση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών (που στην αρχή η θητεία ήταν εξαγοράσιμη για τους αλλόθρησκους της Αυτοκρατορίας έως το 1914). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς στο κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονται ή αν πυροδότησαν την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπονται ή προηγούνται των εθνικιστικών κινημάτων; Μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει ότι με τον θάνατο των βασικών θεμελιωτών των μεταρρυθμίσεων, του Mehmed Fuad Pasha (1869) και του Mehmed Emin Aali pasha (1871), εμφανίζονται ιδεολογικά ρεύματα στην ίδια την Αυτοκρατορία.
Με την εισαγωγή σχεδόν του Τανζιμάτ προέκυψε το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του Ισλάμ. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο των δυτικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προετοίμασαν και την είσοδο σ’ αυτή των δυτικών φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών των εθνικών κρατών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί διάφορες πολιτικές, εθνικές και πολιτιστικές τάσεις στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστά ήδη τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Βουλγάρων κ. ά., όπως επίσης και τα πολιτικά κινήματα των σοσιαλιστών (τα περισσότερα από τα οποία αναπτύχθηκαν σε εθνική βάση και στους κόλπους των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας), των οπαδών ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, των φιλελευθέρων κ. ά.
Η απόπειρα εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας συνάντησε όπως ήταν φυσικό αντιδράσεις. Το Ισλάμ, οι κύκλοι των θιγμένων γενίτσαρων, η οθωμανική γραφειοκρατία κάθε άλλο παρά θετικά είδαν τις αλλαγές. Επιπλέον οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού υιοθέτησαν απότομα ευρωπαϊκές συνήθειες στην καθημερινή ζωή τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των παραδοσιακών στοιχείων. Το κλίμα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας μεγάλης «συζήτησης» στον τουρκόφωνο πληθυσμό γύρω από το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στην οποία εμφανίστηκαν νέα ρεύματα ιδεών.
Οι οπαδοί της επιστροφής στο Ισλάμ (ισλαμιστές), οι οπαδοί του επαναπροσδιορισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω σε μια νέα σύγχρονη βάση (νεοοθωμανοί), οι οπαδοί της επανεμφάνισης του τουρκικού έθνους και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του (τουρκιστές). Επίσης, δίπλα σε αυτά τα ρεύματα σκέψης, γύρω από τα οποία οργανώθηκαν τα αντίστοιχα κινήματα, παρατάχθηκαν οι οπαδοί των φιλελεύθερων ιδεών και του Διαφωτισμού, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας κ.ά.
Στις συζητήσεις για το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, δυο θέματα που επανέρχονταν διαρκώς ήταν η έκταση του εκδυτικισμού, που ήταν αναγκαία ή αποδεκτή, και το ερώτημα πού θα βασιζόταν η ταυτότητα του μελλοντικού οθωμανικού κράτους και η αφοσίωση σ’ αυτό. Ήταν σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα που οι οπαδοί του Οθωμανισμού, του Τουρκισμού και του Ισλαμισμού διέφεραν μεταξύ τους. Στο πρώτο θέμα, η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και διαπερνούσε και τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα.
Κάποιοι ακραίοι δυτικόφρονες, όπως για παράδειγμα ο Αμπντουλλάχ Τσεβντέτ, προτιμούσαν να παραμερίσουν εντελώς τον παραδοσιακό οθωμανικό πολιτισμό και να υιοθετήσουν, εξ ολοκλήρου, ευρωπαϊκούς τρόπους,. Από την άλλη, κάποιοι δραστήριοι πολιτικά θρησκευτικοί παράγοντες απέρριπταν κάθε υιοθέτηση δυτικών τεχνικών και ιδεών. Ωστόσο, αυτοί αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ό,τι θεωρούσαν ως ωφέλιμα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από αυτούς, το πιο κρίσιμο και άμεσο ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνονταν οι συζητήσεις τους, ήταν αυτό στο οποίο είχε προσπαθήσει να δώσει απάντηση ο Ναμίκ Κεμάλ: «πώς μπορούν να δημιουργήσουν μια σύνθεση αυτών των ευρωπαϊκών στοιχείων με τον μουσουλμανικό οθωμανικό πολιτισμό».
Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να γίνει κανείς σύγχρονος και να παραμείνει ο εαυτός
του. Ο Ναμίκ Κεμάλ διατυπώνει από το Παρίσι τις αρχές του Οθωμανισμού. Έπειτα εμφανίζεται ο Πανισλαμισμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, η ανάπτυξη του εθνικισμού οφειλόταν σε τρεις παράγοντες. Σύμφωνα με την ιστορικό Jelavich, οι κυριότεροι παράγοντες της ανάπτυξης του εθνικισμού στα Βαλκάνια ήταν η θρησκεία, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη. Και τους τρεις αυτούς παράγοντες τους καλλιεργούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρόλο που κάποιες φορές συνεργαζόταν με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η Εκκλησία στο σύνολό της ως θεσμός εκπαίδευσης, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τις κρατικές αρχές, διατήρησε ζωντανή την ιδέα ότι οι χριστιανοί ήταν διαφορετικοί από τους μουσουλμάνους και η θρησκευτική τέχνη διατηρούσε ζωντανά τα σύμβολα του Βυζαντίου, υπενθυμίζοντας έτσι, έμμεσα, ότι οι μουσουλμάνοι ήταν κατακτητές χριστιανικού εδάφους. Όμως η πολιτιστική κληρονομιά διαδόθηκε μέσα στις αγροτικές κοινότητες με τα παραμύθια, τους θρύλους και την επική ποίηση. Επομένως, οι ελευθερίες και τα προνόμια που έδωσε το Τανζιμάτ, κατά τρόπο αντιφατικό ενεργοποίησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι πληθυσμοί, αντί να δεχθούν την οθωμανική ταυτότητα ισχυροποιούν την θρησκευτική τους ταυτότητα και ταυτίζονται με τους εθνικισμούς που αναδύονται δίπλα τους και αρχίζουν να προσβλέπουν από το 1880 και μετά σε νέα εθνικά κράτη.
Αξίζει κανείς να αφιερώσει λίγο χρόνο ώστε να διαβάσει την ανάπτυξη της κας ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ Παρασκευής επί του θέματος. Οι μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών κατά το 19ο αιώνα άνοιξαν το δρόμο ώστε να γίνουν οι μεταγενέστερες μεταρρυθμίσεις των Κεμαλικών τον 20ο αιώνα και ίσως προκάλεσαν και τη διάλυση της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης θα αποσαφηνιστεί με έμμεσες αναφορές και η διάκριση προοδευτικών-δυτικόφιλων Τούρκων και παραδοσιακών Ισλαμιστών (βλ Ερντογαν)...
Η μεγάλη μεταρρυθμιστική περίοδος που έχει μείνει γνωστή στην οθωμανική ιστορία ως Τανζιμάτ εκτίνεται χρονικά από το 1839, όταν εκδίδεται στις 3 Νοεμβρίου το αυτοκρατορικό διάταγμα του Χάττι Σερίφ, έως την ανάκληση της ισχύος του πρώτου οθωμανικού συντάγματος, το 1877, με ενδιάμεση μεταρρυθμιστική περίοδο την έκδοση του αυτοκρατορικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν στις 18 Φεβρουαρίου 1856 ως επιτακτική αναγκαιότητα της συνθήκης των Παρισίων το Μάρτιο του 1856.
Οπότε οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην οθωμανική αυτοκρατορία χωρίζονται σε αυτές που έγιναν την εποχή του Σελίμ ΙΙΙ και σε αυτές του Μαχμούτ ΙΙ. Μεταρρυθμιστής της πρώτης περιόδου ήταν ο Μαχμούτ ΙΙ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια για όλες τις μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν. Το πρώτο του μέλημα ήταν να συντρίψει και να καταστρέψει όλους εκείνους που αντιστέκονταν στην αυταρχική εξουσία του σουλτάνου, δηλαδή κυρίως το σώμα των γενιτσάρων, αλλά και τους προκρίτους των επαρχιών, τους δερβίσηδες της πρωτεύουσας κ.τ.λ.
Δεν έμεινε καμία ομάδα για να αντισταθεί στη θέληση του Μαχμούτ, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από θέσεις απαρχαιωμένων και κεκτημένων προνομίων. Δεν επιβίωσε καμιά ένοπλη δύναμη, εκτός από το νέου τύπου στρατό του σουλτάνου. Ακόμα και οι ουλεμάδες, οι φρουροί του ιερού νόμου, είχαν εξασθενίσει σημαντικά και αδυνατούσαν να περιορίσουν το δεσποτισμό του σουλτάνου. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για τη ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.
Ανάμεσα στη διάλυση του σώματος των γενιτσάρων, το 1826, και το θάνατό του, το 1839, ο Μαχμούτ ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό όρισε τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκαν οι επόμενοι μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα και, μέχρι ενός σημείου, ακόμα και αυτές του 20ού.
Σε κάθε μορφή μεταρρύθμισης, η δημιουργία μιας νέας τάξης ακολουθούσε την καταστροφή μιας προηγούμενης. Όλες αυτές οι καταστροφές έγιναν δυνατές χάρη στη διάλυση των γενιτσάρων, του κυριότερου εκπροσώπου της παραδοσιακής μορφής στρατιωτικής ισχύος. Κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού ή, καλύτερα, εκδυτικισμού των δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εκδυτικισμό αυτόν τον επέβαλε η αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών σε πρώην εδάφη της.
Η προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων επεκτάθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και περιελάμβανε τη θεσμοθέτηση κανόνων ισότητας, ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των Οθωμανών υπηκόων έναντι του κράτους ‒ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την εθνικότητά τους‒ την προσαρμογή των οικονομικών της δομών στο πλαίσιο της αναδυόμενης «κοσμοοικονομίας», την αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής ιδιοκτησίας με το νόμο περί γαιών (1858), την αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε ξένους υπηκόους, την προώθηση της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιομηχανίας.
Όλες αυτές οι αλλαγές προκύπτουν και από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης τανζιμάτ η οποία, σύμφωνα με τον Γ. Μπακιρτζή, παραγόμενη από το ρήμα tanzim etmek, ως περιφραστικό μεταβατικό, σημαίνει: βάζω τάξη, οργανώνω, θεσπίζω κανόνες. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση αυτή δεν αντιτίθεται στο ισλαμικό δίκαιο, καθώς στην εισαγωγή των δια-ταγμάτων υπάρχει επίκληση στον Προφήτη, ίσως με στόχο να περιοριστούν οι αντιδράσεις των συντηρητικών μουσουλμάνων.
Σε επίπεδο ετυμολογίας, ο Μπακιρτζής επισημαίνει, εύστοχα, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 1839 ορίστηκαν ως Tanzimati Hayriye, δηλαδή ως δωρεοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ορισμός που υποδηλώνει ότι επρόκειτο για επιλογή άνωθεν από την οθωμανική διοίκηση, η οποία παραχωρεί προνόμια στους υπηκόους με τη μορφή δωρεάς. Έτσι, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα γίνονταν οι κινήσεις του εκδυτικισμού, ήταν προκαθορισμένο και με προεπιλογή αφενός του βαθμού και αφετέρου του ρυθμού και των τομέων που θα συμπεριλάμβανε.
Ωστόσο, η διαδικασία αναμόρφωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ομαλή και ευθύγραμμη. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις και από έναν ιδιόμορφο κρατικό πατερναλισμό, ο οποίος, συχνά, δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής, αφού οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων ήταν συχνά οι ξένες πρεσβείες και ένα μικρό, συγκριτικά, τμήμα της κρατικής εξουσίας του οθωμανικού κράτους. Το γεγονός αυτό συχνά είχε ως συνέπεια οι μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα κατά την πρώτη φάση τους μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856), να μένουν στο επίπεδο των θεωρητικών σχεδιασμών ή των απλών εξαγγελιών, χωρίς να εφαρμόζονται. Η ανακήρυξη του HattI Humayun (Χάττι Χουμαγιούν), το 1856, διεύρυνε τους στόχους των εκσυγχρονιστών. Οι νέες εξαγγελίες δεν εξαντλούνταν μόνο σε υποσχέσεις περί ισονομίας, αλλά έθεταν ως στόχο και την αναδιοργάνωση των μιλλέτ, δηλ. των θρησκευτικών κοινοτήτων, που αποτελούσαν την παραδοσιακή οθωμανική κοινωνία.
Η αναδιοργάνωση συνίστατο στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών σε κάθε μιλλέτ και, συνεπώς, στην αποδυνάμωση του ρόλου που, ex officio, κατείχε ο κλήρος μέσα σε αυτά, ο οποίος θεωρούνταν πλέον, αν όχι υπεύθυνος, τουλάχιστον ανεπαρκής, στο να εμποδίσει την αναζωπύρωση των εθνικιστικών κινημάτων μεταξύ των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
Ο απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας ‒ενταγμένης στο ευρύτερο πολιτικό-ιδεολογικό κίνημα-ρεύμα του Οθωμανισμού‒ ήταν η δημιουργία μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, η οποία θα απέτρεπε τη διαδικασία ανάπτυξης αποσχιστικών-φυγόκεντρων τάσεων. Το εγχείρημα όμως αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο εάν ενσωμάτωνε στη λογική του τα ηγετικά στρώματα των διάφορων μιλλέτ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πεδίου ανταγωνισμών μεταξύ «συντηρητικών» και «μεταρρυθμιστών», με επίδικο αντικείμενο τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής του κοσμικού στοιχείου στη διοίκηση των μιλλέτ και τον αντίστοιχο περιορισμό των αρμοδιοτήτων του κλήρου.
Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθούν κάποιες από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τα διατάγματα του Χάττι- Χουμαγιούν. Ως προς την ισότητα των πολιτών, διακηρύσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης και ο σεβασμός των θρησκευτικών πεποιθήσεων και η εξασφάλιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για όλους τους πολίτες. Ως προς την ισονομία, καθιερώνονται μικτά δικαστήρια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις και διατηρούν το καθεστώς των ειδικών παραστάσεων ενώπιον των θρησκευτικών και κοινοτικών αρχών σε περιπτώσεις διαθηκών και κληρονομιών.
Προβλέπεται η υποχρεωτική στράτευση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών (που στην αρχή η θητεία ήταν εξαγοράσιμη για τους αλλόθρησκους της Αυτοκρατορίας έως το 1914). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς στο κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνδέονται ή αν πυροδότησαν την εμφάνιση των εθνικιστικών κινημάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπονται ή προηγούνται των εθνικιστικών κινημάτων; Μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει ότι με τον θάνατο των βασικών θεμελιωτών των μεταρρυθμίσεων, του Mehmed Fuad Pasha (1869) και του Mehmed Emin Aali pasha (1871), εμφανίζονται ιδεολογικά ρεύματα στην ίδια την Αυτοκρατορία.
Με την εισαγωγή σχεδόν του Τανζιμάτ προέκυψε το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του Ισλάμ. Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο των δυτικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προετοίμασαν και την είσοδο σ’ αυτή των δυτικών φιλελεύθερων και δημοκρατικών ιδεών των εθνικών κρατών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αναπτυχθεί διάφορες πολιτικές, εθνικές και πολιτιστικές τάσεις στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γνωστά ήδη τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Βουλγάρων κ. ά., όπως επίσης και τα πολιτικά κινήματα των σοσιαλιστών (τα περισσότερα από τα οποία αναπτύχθηκαν σε εθνική βάση και στους κόλπους των εθνικών κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας), των οπαδών ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, των φιλελευθέρων κ. ά.
Η απόπειρα εκσυγχρονισμού της Αυτοκρατορίας συνάντησε όπως ήταν φυσικό αντιδράσεις. Το Ισλάμ, οι κύκλοι των θιγμένων γενίτσαρων, η οθωμανική γραφειοκρατία κάθε άλλο παρά θετικά είδαν τις αλλαγές. Επιπλέον οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού υιοθέτησαν απότομα ευρωπαϊκές συνήθειες στην καθημερινή ζωή τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την οργή των παραδοσιακών στοιχείων. Το κλίμα αυτό οδήγησε στην δημιουργία μιας μεγάλης «συζήτησης» στον τουρκόφωνο πληθυσμό γύρω από το μέλλον της Αυτοκρατορίας, στην οποία εμφανίστηκαν νέα ρεύματα ιδεών.
Οι οπαδοί της επιστροφής στο Ισλάμ (ισλαμιστές), οι οπαδοί του επαναπροσδιορισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πάνω σε μια νέα σύγχρονη βάση (νεοοθωμανοί), οι οπαδοί της επανεμφάνισης του τουρκικού έθνους και της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του (τουρκιστές). Επίσης, δίπλα σε αυτά τα ρεύματα σκέψης, γύρω από τα οποία οργανώθηκαν τα αντίστοιχα κινήματα, παρατάχθηκαν οι οπαδοί των φιλελεύθερων ιδεών και του Διαφωτισμού, οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας κ.ά.
Στις συζητήσεις για το θεμελιώδες αυτό πρόβλημα της αναδιοργάνωσης, δυο θέματα που επανέρχονταν διαρκώς ήταν η έκταση του εκδυτικισμού, που ήταν αναγκαία ή αποδεκτή, και το ερώτημα πού θα βασιζόταν η ταυτότητα του μελλοντικού οθωμανικού κράτους και η αφοσίωση σ’ αυτό. Ήταν σ' αυτό το δεύτερο ζήτημα που οι οπαδοί του Οθωμανισμού, του Τουρκισμού και του Ισλαμισμού διέφεραν μεταξύ τους. Στο πρώτο θέμα, η διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη και διαπερνούσε και τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα.
Κάποιοι ακραίοι δυτικόφρονες, όπως για παράδειγμα ο Αμπντουλλάχ Τσεβντέτ, προτιμούσαν να παραμερίσουν εντελώς τον παραδοσιακό οθωμανικό πολιτισμό και να υιοθετήσουν, εξ ολοκλήρου, ευρωπαϊκούς τρόπους,. Από την άλλη, κάποιοι δραστήριοι πολιτικά θρησκευτικοί παράγοντες απέρριπταν κάθε υιοθέτηση δυτικών τεχνικών και ιδεών. Ωστόσο, αυτοί αποτελούσαν εξαίρεση. Η μεγάλη πλειοψηφία των διανοουμένων ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ό,τι θεωρούσαν ως ωφέλιμα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Για τους περισσότερους από αυτούς, το πιο κρίσιμο και άμεσο ερώτημα, στο οποίο επικεντρώνονταν οι συζητήσεις τους, ήταν αυτό στο οποίο είχε προσπαθήσει να δώσει απάντηση ο Ναμίκ Κεμάλ: «πώς μπορούν να δημιουργήσουν μια σύνθεση αυτών των ευρωπαϊκών στοιχείων με τον μουσουλμανικό οθωμανικό πολιτισμό».
Με άλλα λόγια, πώς μπορεί να γίνει κανείς σύγχρονος και να παραμείνει ο εαυτός
του. Ο Ναμίκ Κεμάλ διατυπώνει από το Παρίσι τις αρχές του Οθωμανισμού. Έπειτα εμφανίζεται ο Πανισλαμισμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, η ανάπτυξη του εθνικισμού οφειλόταν σε τρεις παράγοντες. Σύμφωνα με την ιστορικό Jelavich, οι κυριότεροι παράγοντες της ανάπτυξης του εθνικισμού στα Βαλκάνια ήταν η θρησκεία, η γλώσσα και η ιστορική μνήμη. Και τους τρεις αυτούς παράγοντες τους καλλιεργούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρόλο που κάποιες φορές συνεργαζόταν με την Οθωμανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, η Εκκλησία στο σύνολό της ως θεσμός εκπαίδευσης, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τις κρατικές αρχές, διατήρησε ζωντανή την ιδέα ότι οι χριστιανοί ήταν διαφορετικοί από τους μουσουλμάνους και η θρησκευτική τέχνη διατηρούσε ζωντανά τα σύμβολα του Βυζαντίου, υπενθυμίζοντας έτσι, έμμεσα, ότι οι μουσουλμάνοι ήταν κατακτητές χριστιανικού εδάφους. Όμως η πολιτιστική κληρονομιά διαδόθηκε μέσα στις αγροτικές κοινότητες με τα παραμύθια, τους θρύλους και την επική ποίηση. Επομένως, οι ελευθερίες και τα προνόμια που έδωσε το Τανζιμάτ, κατά τρόπο αντιφατικό ενεργοποίησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι πληθυσμοί, αντί να δεχθούν την οθωμανική ταυτότητα ισχυροποιούν την θρησκευτική τους ταυτότητα και ταυτίζονται με τους εθνικισμούς που αναδύονται δίπλα τους και αρχίζουν να προσβλέπουν από το 1880 και μετά σε νέα εθνικά κράτη.