Χθες σας παρουσιάσαμε το άρθρο του κου Χρήστου Γιανναρά "Λειτουργικῶς ἀναλφάβητοι", γραμμένο το 1995 έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον βλέποντας τον εκφυλισμό της παιδείας από τις προοδευτικές δυνάμεις.
Ο κος Τάκης Θεοδωρόπουλος (αρθρογράφος επίσης της καθημερινή) στην ανάπτυξη που ακολουθεί μας παρουσιάζει τους καρπούς που θερίσαμε και θερίζουμε εξαιτίας του εκφυλισμού της παιδείας κατά το Μεσαίωνα της μεταπολίτευσης.
Παλιότερα, όταν στην τηλεόραση υπήρχαν ακόμη εκπομπές για το βιβλίο, με συγγραφείς και κριτικούς, τα βαθιά χασμουρητά έδιναν κι έπαιρναν. Αυτές εξαντλούνταν σε ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και σε μελό εξομολογήσεις με πάγιο ρεφρέν την κοινωνική δικαιοσύνη και την αθωότητα των ποιητών, οι οποίοι, εκτός από αισθαντικοί, είναι και φιλάνθρωποι. Η τέλεια αναπαράσταση μιας πνευματικής ζωής που έπασχε από ανίατη νεκροφάνεια. Αυτές έσβησαν από φυσικό θάνατο, παραχωρώντας ευγενώς τη θέση τους στα περίφημα «πάνελ», κοινώς σκυλοκαβγάδες, για καυτά ζητήματα όπως ποιος από τους παρισταμένους είναι πιο δεξιός, ποιος πιο αριστερός, ποιος περισσότερο ψεύτης και ποιος κοινός λωποδύτης. Αυτού του τύπου οι παραστάσεις είναι φιλικές προς τον χρήστη. Δεν απαιτούν πλούσιο λεξιλόγιο και δεν καταπονούν υπέρ το δέον τους νευρώνες του εγκεφάλου. Οι συμμετέχοντες βγαίνουν κερδισμένοι αρκεί να έχουν δυνατή φωνή και έφεση στην αθυροστομία. Με τον καιρό δημιούργησαν το πρότυπο του αγενούς Ελληνα, έτοιμου για καβγά αφού τα νεύρα του είναι σπασμένα. Οι πιο θρασείς από τους πρωταγωνιστές των πάνελ προβιβάζονταν σε βουλευτές, που αντικατέστησαν τη δημοκρατική ρητορική με τον σκυλοκαβγά.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει δυνατότητα δημόσιου διαλόγου ο οποίος να μην προκαλεί χασμουρητά αλλά, από την άλλη, να μην καταλήγει σε σκυλοκαβγά. Θα έλεγε κανείς πως αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να αναλάβει ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος». Έλα τώρα, θα μου πείτε. Για ποιον «πνευματικό κόσμο» μιλάς; Για τους πανεπιστημιακούς που υπογράφουν διακηρύξεις για να υπερασπιστούν τις Πρέσπες, για τους δημοσιολογούντες που συντάσσονται υπέρ του «Οχι» ή υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα, για την παράταξη των τραγουδοποιών που θρηνούν το «μαύρο» στην ΕΡΤ ή μήπως για όσους αναθεματίζουν όποιον τολμάει να αμφιβάλλει ότι ο Μικρούτσικος, αν και καλός μουσικός, δεν είναι πατέρας του Γένους;
Κάπου ανάμεσα στην πλήξη της σοβαροφάνειας και στη γοητεία του σκυλοκαβγά ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος» αναρωτιέται γιατί οι άγριοι καιροί μας τον έχουν ρίξει στο περιθώριο. Και διαλογίζεται για την κατάντια της εκπαίδευσης, για την τύχη της γλώσσας, για την αδυναμία κατανόησης κειμένου –που οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης εν γένει– για το απαράδεκτο επίπεδο του κοινοβουλευτικού μας βίου, για τον Πολάκη και το μέλλον της Ευρώπης. Και για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού στήνει τους δικούς του σκυλοκαβγάδες. Υπέστημεν την πανωλεθρία της κρίσης χωρίς να καταλάβουμε το πώς και το γιατί. Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία δεν καταφέραμε να βγάλουμε μια ολοκληρωμένη σκέψη, έστω μικρή, για τη χώρα και την κοινωνία.
Ομως δεν χάσαμε το δικαίωμα στον σκυλοκαβγά
Ο κος Τάκης Θεοδωρόπουλος (αρθρογράφος επίσης της καθημερινή) στην ανάπτυξη που ακολουθεί μας παρουσιάζει τους καρπούς που θερίσαμε και θερίζουμε εξαιτίας του εκφυλισμού της παιδείας κατά το Μεσαίωνα της μεταπολίτευσης.
Παλιότερα, όταν στην τηλεόραση υπήρχαν ακόμη εκπομπές για το βιβλίο, με συγγραφείς και κριτικούς, τα βαθιά χασμουρητά έδιναν κι έπαιρναν. Αυτές εξαντλούνταν σε ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και σε μελό εξομολογήσεις με πάγιο ρεφρέν την κοινωνική δικαιοσύνη και την αθωότητα των ποιητών, οι οποίοι, εκτός από αισθαντικοί, είναι και φιλάνθρωποι. Η τέλεια αναπαράσταση μιας πνευματικής ζωής που έπασχε από ανίατη νεκροφάνεια. Αυτές έσβησαν από φυσικό θάνατο, παραχωρώντας ευγενώς τη θέση τους στα περίφημα «πάνελ», κοινώς σκυλοκαβγάδες, για καυτά ζητήματα όπως ποιος από τους παρισταμένους είναι πιο δεξιός, ποιος πιο αριστερός, ποιος περισσότερο ψεύτης και ποιος κοινός λωποδύτης. Αυτού του τύπου οι παραστάσεις είναι φιλικές προς τον χρήστη. Δεν απαιτούν πλούσιο λεξιλόγιο και δεν καταπονούν υπέρ το δέον τους νευρώνες του εγκεφάλου. Οι συμμετέχοντες βγαίνουν κερδισμένοι αρκεί να έχουν δυνατή φωνή και έφεση στην αθυροστομία. Με τον καιρό δημιούργησαν το πρότυπο του αγενούς Ελληνα, έτοιμου για καβγά αφού τα νεύρα του είναι σπασμένα. Οι πιο θρασείς από τους πρωταγωνιστές των πάνελ προβιβάζονταν σε βουλευτές, που αντικατέστησαν τη δημοκρατική ρητορική με τον σκυλοκαβγά.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχει δυνατότητα δημόσιου διαλόγου ο οποίος να μην προκαλεί χασμουρητά αλλά, από την άλλη, να μην καταλήγει σε σκυλοκαβγά. Θα έλεγε κανείς πως αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να αναλάβει ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος». Έλα τώρα, θα μου πείτε. Για ποιον «πνευματικό κόσμο» μιλάς; Για τους πανεπιστημιακούς που υπογράφουν διακηρύξεις για να υπερασπιστούν τις Πρέσπες, για τους δημοσιολογούντες που συντάσσονται υπέρ του «Οχι» ή υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα, για την παράταξη των τραγουδοποιών που θρηνούν το «μαύρο» στην ΕΡΤ ή μήπως για όσους αναθεματίζουν όποιον τολμάει να αμφιβάλλει ότι ο Μικρούτσικος, αν και καλός μουσικός, δεν είναι πατέρας του Γένους;
Κάπου ανάμεσα στην πλήξη της σοβαροφάνειας και στη γοητεία του σκυλοκαβγά ο λεγόμενος «πνευματικός κόσμος» αναρωτιέται γιατί οι άγριοι καιροί μας τον έχουν ρίξει στο περιθώριο. Και διαλογίζεται για την κατάντια της εκπαίδευσης, για την τύχη της γλώσσας, για την αδυναμία κατανόησης κειμένου –που οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης εν γένει– για το απαράδεκτο επίπεδο του κοινοβουλευτικού μας βίου, για τον Πολάκη και το μέλλον της Ευρώπης. Και για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού στήνει τους δικούς του σκυλοκαβγάδες. Υπέστημεν την πανωλεθρία της κρίσης χωρίς να καταλάβουμε το πώς και το γιατί. Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία δεν καταφέραμε να βγάλουμε μια ολοκληρωμένη σκέψη, έστω μικρή, για τη χώρα και την κοινωνία.
Ομως δεν χάσαμε το δικαίωμα στον σκυλοκαβγά