Στα τέλη του 12ου αιώνα η Βενετία αποτελούσε μια υπολογίσιμη δύναμη στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο, πρωτίστως χάρη στην εμπορική της δραστηριότητα και τη ναυτική της ισχύ. Είχε εδραιώσει δεσπόζουσα θέση στην Αδριατική, παρότι συνέχιζε να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις προκειμένου να καθυποτάξει περιοχές όπως η Ζάρα, που παρέμενε έξω από τη βενετική σφαίρα, ενώ αντιμετώπιζε πειρατικές επιδρομές που απειλούσαν το εμπόριο.
Οι σχέσεις με την ανταγωνίστρια Πίζα παρέμεναν τεταμένες παρότι η Βενετία συνήθως κατόρθωνε να κάμψει τις απόπειρες της Πίζας να παρέμβει στον χώρο της Αδριατικής. Η κύρια διαμάχη με την Πίζα αφορούσε στη σχέση με το Βυζάντιο. Η Πίζα επιδίωκε να αντικαταστήσει τους Βενετούς ως προστάτιδα του Βυζαντίου, ωστόσο, παρά την ένταση και καχυποψία που επισκίαζαν τη σχέση με τους Βυζαντινούς, οι Βενετοί υπό την ηγεσία του δόγη Enrico Dandolo διατηρούσαν τον συμμαχικό ρόλο τους και τα οικονομικά προνόμια που επικυρώθηκαν με συμφωνίες το 1187 και 1198. Επίσης, στο ασταθές πολιτικό περιβάλλον της ιταλικής χερσονήσου η Βενετία κατόρθωνε να επιβάλλει τους όρους της και να εξασφαλίζει επωφελείς συμφωνίες με τους γείτονές της.
Σημείο σταθμό για τη Βενετία, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου αποτέλεσε η Δ΄ Σταυροφορία η οποία ανέτρεψε τους μέχρι τότε συσχετισμούς δυνάμεων. Όταν ολοκληρώθηκε η Σταυροφορία, η Βενετία είχε μετασχηματιστεί από μια εμπορική δύναμη σε θαλάσσια αυτοκρατορία. Το κάλεσμα για τη Σταυροφορία απηύθυνε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ το 1198, αφού το σταυροφορικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ είχε κυριευτεί από τον Σαλαντίν μετά τη μάχη του Χαττίν το 1187.
Από την αρχή και ενόσω η Σταυροφορία βρισκόταν στη φάση του σχεδιασμού, η συμμετοχή της Βενετίας κρίθηκε ιδιαίτερης σημασίας ειδικά από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Το κύριο βάρος της Σταυροφορίας ανέλαβαν γάλλοι ευγενείς από την Καμπανία και τη Φλάνδρα, όπως ο κόμης Thibaut, ο κόμης Λουδοβίκος του Blois, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος και ο κόμης Βαλδουίνος. Ενώ στην Α΄ Σταυροφορία είχε προτιμηθεί ο χερσαίος δρόμος, κατά την Δ΄ Σταυροφορία προκρίθηκε η λύση της δια θαλάσσης μεταφοράς στους Αγίους Τόπους, όπως είχε κάνει ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος στη Γ΄ Σταυροφορία.
Οι γάλλοι ευγενείς, οργανώνοντας για μία ακόμα φορά την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βενετών με την παροχή πλοίων. Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, η Βενετία διέθετε έναν από τους ισχυρότερους στόλους της περιόδου, καθώς επίσης ένα από τα μεγαλύτερα ναυπηγεία της εποχής. Έτσι, το 1201 οι απεσταλμένοι των Σταυροφόρων με επικεφαλής τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο κατέφτασαν στη Βενετία για να διαπραγματευτούν τη συμβολή τους στο σχεδιαζόμενο εγχείρημα.
Η συμφωνία με τους Βενετούς προέβλεπε την παροχή προμηθειών και ενός ισχυρού στόλου για τη μεταφορά περίπου 35.000 ανδρών από τη Βενετία το καλοκαίρι του 1202 έναντι του χρηματικού ποσού των 85.000 ασημένιων μάρκων. Οι Βενετοί θα συμμετείχαν στη Σταυροφορία με πενήντα γαλέρες, και τα λάφυρα θα μοιράζονταν μεταξύ αυτών και των γάλλων Σταυροφόρων. Με αφετηρία τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Σταυροφόρων και Βενετών και με το βλέμμα στην έκβαση της Δ΄ Σταυροφορίας και την κατάλυση της Κωνσταντινούπολης έχει αναπτυχθεί μια πολύπλευρη ιστορική συζήτηση και πλούσια ιστοριογραφική παραγωγή, στην οποία δεν θα εισέλθουμε, όπου αναζητούνται οι «ευθύνες» και τα αίτια εκτροπής της Σταυροφορίας από τον αρχικό στόχο της προς την Κωνσταντινούπολη. Κεντρική θέση κατέχει η μορφή του δόγη Enrico Dandolo και οι επιδιώξεις του προς όφελος της Βενετίας.
Η συνθετότητα και το μέγεθος του εγχειρήματος για το οποίο εξασφαλίστηκε η συμμετοχή των Βενετών απαιτούσαν να επιστρατευτούν σχεδόν όλοι οι πόροι της Βενετίας. Οι ιστορικοί εξακολουθούν να ερευνούν κατά πόσο οι Σταυροφόροι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων υπερτίμησαν τον όγκο του στρατεύματος που μπορούσαν να συγκεντρώσουν και τελικά βρέθηκαν χρεωμένοι στους Βενετούς, αναγκαζόμενοι να ξεπληρώσουν το χρέος με τρόπους που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των Βενετών, καθώς και το αν ο δόγης Enrico Dandolo εν γνώσει του δεν απέτρεψε τους Σταυροφόρους από τα αβάσιμα σχέδιά τους προκειμένου να τους αναγκάσει στη συνέχεια να συναινέσουν στις δικές του επιδιώξεις· είναι ζητήματα που αποτελούν τη βάση για να εξυφανθούν διαφορετικές αφηγήσεις της Δ΄ Σταυροφορίας.
Το καλοκαίρι του 1202 οι Βενετοί είχαν έτοιμο για αναχώρηση στόλο περίπου 200 πλοίων, από τα οποία τα 50 ήταν πολεμικές γαλέρες και τα υπόλοιπα πλοία μεταφοράς. Ωστόσο, δεν είχαν ακόμη λάβει το χρηματικό ποσό που είχαν συμφωνήσει με τους εκπροσώπους των Σταυροφόρων, και το υπέρογκο κόστος βάραινε μόνο τους ίδιους. Τον Ιούνιο του 1202 χιλιάδες Σταυροφόροι κατέφθαναν στη Βενετία, δεκάδες πλοία και χιλιάδες Βενετοί ναυτικοί τούς περίμεναν. Ωστόσο, ήταν εμφανές ότι ο όγκος των Σταυροφόρων υπολειπόταν από τον αρχικό σχεδιασμό και δεν αντιστοιχούσε στα έξοδα και την προετοιμασία των Βενετών.
Οι Βενετοί βρίσκονταν ενώπιον μιας πρωτοφανούς οικονομικής καταστροφής. Επιπρόσθετα, η στρατοπέδευση στην πόλη χιλιάδων ανυπόμονων και ετοιμοπόλεμων πολεμιστών και προσκυνητών, εμφορούμενων από σταυροφορικό ζήλο, ακόμα και αν τους είχε παραχωρηθεί ειδικός χώρος στο νησί του San Nicolò (σημερινό Λίντο), έτεινε να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Κατά τις επόμενες εβδομάδες η πίεση προς τους Βενετούς εντάθηκε. Παρά τις απειλές οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν να καταβάλουν περισσότερο από τα δύο τρίτα του χρέους.
Το χρονικό περιθώριο στένευε καθώς η έλευση του χειμώνα θα καθιστούσε αδύνατο το ταξίδι στη θάλασσα και θα γινόταν αιτία να αναβληθεί η σταυροφορία για την άνοιξη του επόμενου έτους, όταν οι θαλάσσιοι δρόμοι θα ήταν πάλι ασφαλείς. Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, οι Βενετοί πρότειναν τη σύμπραξη των Σταυροφόρων για την κατάληψη της πόλης Ζάρα στις δαλματικές ακτές, που παρέμενε εκτός βενετικής κυριαρχίας και έθετε εμπόδια στην απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου. Επρόκειτο για μια μορφή συμβιβασμού όχι μόνο ανάμεσα στους Βενετούς και τους Σταυροφόρους, αλλά και ανάμεσα στον δόγη και τη βενετική κοινότητα, όπως αυτή εκπροσωπούνταν στο Μεγάλο Συμβούλιο το οποίο είχε προγενέστερα εγκρίνει την αρχική συμφωνία ανάμεσα στη βενετική κυβέρνηση και τους Σταυροφόρους και μετά το αδιέξοδο ζητούσε τη διάλυση της Σταυροφορίας.
Για το βενετικό πολιτικό σύστημα το ζήτημα της Σταυροφορίας έθετε σε δοκιμασία τους εύθραυστους πολιτικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα από το 1172 και τη σταδιακή αριστοκρατικοποίηση που περιόριζε την εξουσία του δόγη και την κοινοτική ισχύ. Η πρόταση των Βενετών για κατάληψη της Ζάρα, όπου οι Σταυροφόροι θα μπορούσαν να ξεχειμωνιάσουν, ως ανταπόδοση για τη μη πληρωμή του πλήρους χρέους, έγινε δεκτή. Αυτή η εκτροπή της Σταυροφορίας με την επικείμενη επίθεση εναντίον μιας χριστιανικής πόλης είχε καταδικαστεί από τους απεσταλμένους της Καθολικής Εκκλησίας και ήγειρε αντιρρήσεις, όμως οι ηγέτες των Σταυροφόρων δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.
Ο Enrico Dandolo, σε μια πανηγυρική θεία λειτουργία, έδωσε τον σταυροφορικό όρκο και ανέλαβε την ηγεσία της Σταυροφορίας, τουλάχιστον ως την κατάληψη της Ζάρα. Ο βενετικός στόλος απέπλευσε πανηγυρικά υπό την καθοδήγηση του ογδοντάχρονου Dandolo τον Οκτώβριο του 1202, με απώτερο στόχο τους Αγίους Τόπους. Το ταξίδι κατά μήκος των δαλματικών ακτών αποτελούσε ευκαιρία για τους Βενετούς να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους σε πόλεις της περιοχής όπως η Τεργέστη. Φτάνοντας στη Ζάρα, προχώρησαν εύκολα στην κατάληψή της και εγκαταστάθηκαν για να ξεχειμωνιάσουν. Εκεί εκδηλώθηκαν οι υφέρπουσες διαφωνίες και η δυσαρέσκεια μεταξύ των συμμετεχόντων στη Σταυροφορία, οδηγώντας σε συγκρούσεις που έθεταν σε κίνδυνο το εγχείρημα. Κάποιοι Σταυροφόροι δυσφόρησαν με την κατάληψη μιας χριστιανικής πόλης και την τιμωρία του αφορισμού από την Εκκλησία, όπως αυτή είχε προειδοποιήσει, ενώ άλλοι με την πλήρη παραχώρηση της λείας στους Βενετούς και τον ηγετικό ρόλο τους.
Τα διαφορετικά συμφέροντα βενετών και γάλλων Σταυροφόρων και οι αποκλίνουσες σχέσεις τους με τους ευρωπαίους ηγεμόνες και τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ επιδείνωναν τις προοπτικές της Σταυροφορίας. Την κατάσταση περιέπλεξε η άφιξη απεσταλμένων του Φιλίππου της Σουηβίας, που ήταν ένας από τους διεκδικητές του αξιώματος του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Φίλιππος ζητούσε από τους Σταυροφόρους να βοηθήσουν τον Αλέξιο Άγγελο (μετέπειτα Αλέξιος Δ΄), διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου. Ο πατέρας του Αλέξιου, αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄, είχε ανατραπεί από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄ το 1195.
Μετά την εκθρόνιση του πατέρα του ο νεαρός Άγγελος είχε καταφύγει στην Αυλή του Φιλίππου της Σουηβίας που ήταν γαμπρός του και σχεδίαζε την αποκατάστασή του στον βυζαντινό θρόνο. Στη Ζάρα οι απεσταλμένοι του Φιλίππου παρουσίασαν στους Σταυροφόρους τις υποσχέσεις του Αλέξιου να τους ανταμείψει πλουσιοπάροχα αν τον βοηθούσαν να ανατρέψει τον σφετεριστή θείο του. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, οι γάλλοι ευγενείς και οι Βενετοί δέχτηκαν να αλλάξουν την πορεία της Σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη.
Τον Απρίλιο, με την έλευση του Αλέξιου, υπό την ηγεσία του Βονιφάτιου Μομφερατικού η Σταυροφορία επανεκκίνησε με νέα κατεύθυνση. Ο νέος στόχος της εκστρατείας γνωστοποιήθηκε στη μάζα των Σταυροφόρων όταν είχαν στρατοπεδεύσει στην Κέρκυρα, δημιουργώντας ξανά δυσαρέσκεια για τη νέα εκτροπή. Τον Ιούνιο του 1203 ο σταυροφορικός στόλος έφτασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αρχικά επιχείρησαν να πείσουν τους κατοίκους ότι ο Αλέξιος ήταν ο νόμιμος αυτοκράτορας. Μετά την άρνηση των κατοίκων να αποδεχθούν τον Αλέξιο, οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης.
Οι οχυρώσεις δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν τις πολιορκητικές τακτικές των Βενετών, οι οποίοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στην Κωνσταντινούπολη αναγκάζοντας σε φυγή τον Αλέξιο Γ΄ και επαναφέροντας στον θρόνο τον Ισαάκιο με τον γιο του Αλέξιο Δ΄. Με την αποκατάστασή του στον θρόνο ο Αλέξιος κατέβαλε μέρος της αποζημίωσης που είχε υποσχεθεί στους Σταυροφόρους. Ωστόσο, οι συνεχείς αναβολές στην αναχώρηση για τους Αγίους Τόπους προκαλούσαν δυσαρέσκεια στη μάζα των Σταυροφόρων, ενώ η συνεχιζόμενη παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη αναμόχλευε το αντικαθολικό αίσθημα του πλήθους και έφερνε σε δεινή θέση τον Αλέξιο Δ΄. Σε αυτή τη ρευστή κατάσταση με τις σποραδικές ταραχές εναντίον των Σταυροφόρων και των χιλιάδων βενετών και άλλων ξένων εμπόρων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος εκθρονίστηκε και στη συνέχεια θανατώθηκε και νέος αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος.
Για τους Βενετούς η ανατροπή του Αλέξιου Δ΄ έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την αποπληρωμή της αποζημίωσης που θεωρούσαν ότι δικαιούνταν, αλλά και την εμπορική θέση τους στην αυτοκρατορία. Πλέον για τα εμπλεκόμενα μέρη η διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε τον κύριο στόχο. Τον Απρίλιο του 1204 ξεκίνησε η επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης και ύστερα από μια σύντομη πολιορκία η πόλη βρέθηκε στα χέρια των γάλλων και βενετών Σταυροφόρων.
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς βιαιότητες και λεηλασίες που απογύμνωσαν την πόλη προκειμένου να συγκεντρωθούν τα ποσά που είχε υποσχεθεί ο Αλέξιος στους Σταυροφόρους. Το μοίρασμα της λείας είχε ήδη καθοριστεί σε προγενέστερη της άλωσης συνθήκη μεταξύ Βενετών και Γάλλων. Στην ίδια συνθήκη είχε συμφωνηθεί μια αρχική διαμοίραση των εδαφών της αυτοκρατορίας και η πολιτική αναδιάταξή της κατά τις επιταγές των κατακτητών, με την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και την εκλογή του Βαλδουίνου της Φλάνδρας ως λατίνου αυτοκράτορα. Κάτω από τον τίτλο αυτής της νέας πολιτικής οντότητας υπέφωσκαν συγκρουόμενα συμφέροντα, αλληλεπικαλυπτόμενες εξουσίες και ρευστές συμμαχίες, όπως καταδείκνυαν οι διαπραγματεύσεις και συγκρούσεις που ακολούθησαν.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης συνιστούσε μια μεταβολή τεραστίων διαστάσεων και από τη σκοπιά των Βενετών υπονόμευε το γνώριμο πλαίσιο στο οποίο μέχρι τότε αυτοί κινούνταν. Αν και η νέα θέση που αποκτούσε η Βενετία σταδιακά θα μεγιστοποιούσε την ισχύ της στον μεσογειακό χώρο, στα πρώτα στάδια μετά τη δημιουργία της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης τόσο ο Enrico Dandolo ως υπεύθυνος των βενετών Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη όσο και οι ιθύνοντες στη Βενετία επιδίωκαν τη σταθερότητα στις νέες συνθήκες.
Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη διαμοίραση του Βυζαντίου η Βενετία λάμβανε ένα σημαντικό μερίδιο στα εδάφη της πρώην αυτοκρατορίας στη Ρωμανία (σημ. ελληνικά εδάφη) και στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, επρόκειτο για εδάφη τα οποία έπρεπε να κατακτηθούν. Συνάμα οι χιλιάδες Βενετοί που ζούσαν στα εδάφη της πρώην αυτοκρατορίας αποτελούσαν συστατικό τμήμα της νέας Λατινικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που τους ενέπλεκε σε φεουδαρχικού τύπου εξαρτήσεις προς τον λατίνο αυτοκράτορα ενώ παρέμεναν πολίτες και υπήκοοι της Βενετίας.
Η απροθυμία της Βενετίας να εμπλακεί αρχικά στη ρευστή κατάσταση της Λατινικής Αυτοκρατορίας αντανακλάται στο ενδιαφέρον που επέδειξε μόνο για την κατάκτηση του Δυρραχίου και της Κέρκυρας ως στρατηγικών σημείων για την προστασία της Αδριατικής. Η εξασφάλιση της κυριαρχίας στην Αδριατική καθόριζε ακόμα τις προτεραιότητες της βενετικής ελίτ. Ενδεικτικά ο δόγης Pietro Ziani παραχώρησε στον ηγέτη (podestà) των βενετών Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη Marino Zeno, που είχε διαδεχθεί τον Dandolo μετά τον θάνατό του το 1205 και είχε λάβει τον τίτλο του «ηγεμόνα των τριών όγδοων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (dominator quarte partis et dimidie Imperii Romanie), τη δυνατότητα να ενεργεί για τους βενετούς υπηκόους της αυτοκρατορίας αρκεί να μην επιβαρύνει τη Βενετία, ενώ επέτρεψε την ιδιωτική συμμετοχή Βενετών στον διαμελισμό των εδαφών για δικό τους όφελος και με δικά τους έξοδα. Ωστόσο, η ρευστότητα της νέας κατάστασης και οι ανταγωνισμοί των εμπλεκόμενων μερών σύντομα ανάγκασαν τη βενετική κυβέρνηση να μεταβάλει τους στόχους της και να αναλάβει ενεργό ρόλο, ξεκινώντας από τη διεκδίκηση της Κρήτης, της οποίας η κατάκτηση ολοκληρώθηκε το 1211.
Η δημιουργία κτήσεων στην ανατολική Μεσόγειο, δηλ. στη Δαλματία και στα εδάφη της Ρωμανίας, υπήρξε μια μακρά και σύνθετη διαδικασία που διακρίνεται από διαφορετικές χρονικότητες. Η κατάληξη της Δ΄ Σταυροφορίας επέφερε σημαντικές αναδιατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες όμως δεν μπορεί να θεωρηθούν αποκλειστικά ότι διαμόρφωσαν την υπερπόντια επέκταση της Βενετίας. Άλλωστε, το 1261 οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη τερματίζοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Δύο επισημάνσεις είναι απαραίτητες πριν σκιαγραφήσουμε τη διαμόρφωση της βενετικής αποικιακής επέκτασης. Πρώτον, το μεγαλύτερο μέρος των βενετικών κατακτήσεων λαμβάνει χώρα στον ύστερο 14ο και τον 15ο αιώνα και σε εδάφη που είχαν ήδη περάσει στην κυριαρχία των Σταυροφόρων και των διαδόχων τους (όχι απαραίτητα με δυναστική συνέχεια), οι οποίοι συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται ή να έχουν εδραιώσει την εξουσία τους σε πρώην βυζαντινές περιοχές παρότι η Λατινική Αυτοκρατορία είχε προπολλού πάψει να υφίσταται. Δεύτερον, η επέκταση των Βενετών δεν αφορούσε μόνο εδάφη που κάποτε ανήκαν στη βυζαντινή σφαίρα. Εκτεινόταν σε ένα γεωγραφικό εύρος που ξεκινούσε από την Ιστρία και τις δαλματικές ακτές, περιλάμβανε περιοχές που ήταν γνωστές ως Ρωμανία και κατέληγε στην Κρήτη και την Κύπρο.
Τις πρώτες δεκαετίες μετά την Δ΄ Σταυροφορία οι υπερπόντιες κτήσεις της Βενετίας περιλάμβαναν περιοχές στη βόρεια Αδριατική, την Κρήτη, τη Μεθώνη και την Κορώνη και για σύντομο διάστημα την Κέρκυρα. Παράλληλα, μέλη της βενετικής ελίτ ενεπλάκησαν σε ιδιωτικά εγχειρήματα κατάκτησης εδαφών, όπως για παράδειγμα η οικογένεια των Sanudo, οι Dandolo, οι Foscolo και οι Venier που επέβαλαν την κυριαρχία τους σε νησιά των Κυκλάδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νέοι άρχοντες, αν και προέρχονταν από τη βενετική ελίτ, το Scutari και το Alessio στη Δαλματία, το Άργος και την Εύβοια (Negroponte) μετά από σύντομη πολιορκία της Χαλκίδας.
Οι νέες προσαρτήσεις της Βενετίας περιλάμβαναν νησιά στο Αιγαίο, όπως η Αίγινα (1451), η Σκύρος (1453), η Σκόπελος (1453), η Σκιάθος (1453), η Μονεμβασιά (1462), η Ζάκυνθος (1482), η Κεφαλονιά και η Ιθάκη (1500). Σε αυτή τη φάση ίσως η σημαντικότερη προσάρτηση υπήρξε της Κύπρου, που χάρη στη στρατηγική θέση της αντιστάθμιζε την απώλεια της Εύβοιας. Η Βενετία αύξησε την πολιτική επιρροή της στη Κύπρο όταν ο τελευταίος βασιλιάς του νησιού από τον οίκο των Λουζινιάν (Lusignan) Ιάκωβος Β΄ το 1468 σύναψε συνθήκη προστασίας με τους Βενετούς και παντρεύτηκε με τη βενετή πατρικία Caterina Cornaro. Οι Λουζινιάν κυβερνούσαν το νησί από τα τέλη του 12ου αιώνα μετά την απόσπασή του από το Βυζάντιο κατά τη Β΄ Σταυροφορία.
Η Βενετία είχε σημαντική οικονομική και πολιτική θέση στην Κύπρο χάρη στην οικονομική δραστηριότητα ευγενών οικογενειών όπως οι Michiel, οι Pisani και ιδιαίτερα οι Cornaro ή Corner. Ο θάνατος του Ιακώβου το 1473 και πολύ σύντομα του νεογέννητου διαδόχου του κατέστησαν την Caterina Cornaro βασίλισσα του νησιού υπό τον έλεγχο της Βενετίας. Με τη στρατιωτική και οικονομική εξουσία σταδιακά να περνάει στα χέρια των Βενετών η κυριαρχία τους ολοκληρώθηκε και τυπικά μέχρι το 1489, οπότε η Cornaro αναχώρησε για τη Βενετία και παραχώρησε την Κύπρο έναντι σημαντικών υλικών και τιμητικών ανταλλαγμάτων.
Πηγή Γεώργιος πλακωτος