Η Λογοτεχνική Διαδρομή απόψε αγαπητοί φίλοι θα σας παρουσιάσει μία εκτεταμένη ανάπτυξη της κας Μινιώτη Ναταλίας σχετικά με το ρόλο του Χορού στην αρχαία τραγωδία, κομμάτι της έρευνας της για τα Γυναικεία πρόσωπα και χοροί στις ‘Χοηφόρους’ του Αισχύλου, στην ‘Ηλέκτρα’ του Σοφοκλή και στην ‘Ηλέκτρα’ του Ευριπίδη
Η φύση του προβλήματος είναι διπλή. Πρώτον υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη για το χορό στην αρχαία Ελλάδα από αυτήν που έχουμε εμείς σήμερα. Δεύτερον είναι λίγα τα στοιχεία που έχουν διασωθεί σχετικά με την παρουσία και το ρόλο τουδραματικού χορού στις θεατρικές παραγωγές της Αθήνας του 5ου αιώνα. Ουσιαστικά οι μαρτυρίες που έχουμε για την πρώιμη περίοδο του ποιητικού αυτού είδους είναι ελάχιστες και αποσπασματικές, ενώ ακόμα και για την περίοδο της ακμής του, από την οποία προέρχεται και το σύνολο των σωζόμενων τραγωδιών, τα στοιχεία είναι και πάλι ελλιπή, καθώς προκύπτουν σχεδόν αποκλειστικά από τον κειμενικό τους λόγο. Για τη γενικότερη σκηνική τους παρουσία, η οποία εκτός των άλλων εμπεριείχε τη μουσική και την όρχηση, είμαστε υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε σε περισσότερο ή λιγότερο αληθοφανείς εικασίες.
Κάθε χορός στην αρχαία Ελλάδα εντάσσονταν στο πλαίσιο κάποιας γιορτής αφιερωμένης σε θεό, κι όπως εύστοχα αναφέρει ο Henrichs, «ο χορός δεν υφίσταται ποτέ σε θρησκευτικό κενό». Αυτό πρακτικά σήμαινε πως όρχηση και τραγούδι υπηρετούσαν κατά βάση το θεό, ενώ από το 2ο βιβλίο των Νόμων του Πλάτωνα μαθαίνουμε ότι οι εκδηλώσεις αυτές συγχρόνως αποτελούσαν την βασική εκπαίδευση των νέων ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη, στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας, αγωγή που τους καθιστούσε χρηστούς πολίτες. Ο Lonsdale στην πραγματεία του για το χορό αφιερώνει το πρώτο μέρος της, στην ανάλυση των στοιχείων που διασώζει το πλατωνικό έργο και σχετίζονται με την εκπαίδευση των πολιτών μέσα από την όρχηση και τη μουσική.
Στην περίπτωση όμως του δραματικού χορού τα πράγματα περιπλέκονται γιατί αν και διατηρείται σ’ αυτόν ο τελετουργικός και παιδευτικός χαρακτήρας που μόλις προαναφέραμε, προστίθεται μια επιπλέον διάσταση.
Ο δραματικός χορός δεν είναι απλά μια τελετουργική παράσταση αλλά κυρίως μια αναπαράσταση, στοβαθμό που αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά της τραγωδίας, δηλαδή ενός έργου που είναι μίμηση πράξης. Σ’ αυτά τα έργα ο μύθος, ο οποίος ήταν συνυφασμένος με κάθε μορφή τελετουργίας στην αρχαία Ελλάδα και κατά συνέπεια και με το χορό, υπόκειται σε μια διαφορετική επεξεργασία με αποτέλεσμα να αναδύεται ένα πρόσθετο επίπεδο χώρου και χρόνου που επικαλύπτει το παρόν της τελετουργικής πράξης. Με άλλα λόγια ο αφηγηματικός λόγος που εξιστορούσε τα έργα και τις ημέρες των ηρώων, στην επική και λυρική ποίηση, ίσως και στον διθύραμβο, στην τραγωδία τρέπεται σε ευθύ ή αφηγηματικό λόγο και δράση ενταγμένα σε έναν άλλο χώρο-χρόνο, αυτόν του μύθου, όπως παρουσιάζεται πάνω στη σκηνή. Έτσι, υποστηρίζει ο Henrichs, «η υποκριτική παρουσία του χορού (ουσιαστικά) λαμβάνει χώρα σε δύο κόσμους.
Ο δραματικός ρόλος του παίζεται σε ένα υψηλότατο επίπεδο τελετουργικού βασιλείου του μύθου, έναν κόσμο δηλαδή που κατοικείται από θεούς και θνητούς που δρουν διαδραστικά κάτω από κανόνες λατρευτικούς. Την ίδια ώρα όμως η όρχηση του τραγικού χορού, η τελετουργική του λειτουργία συμβαίνει και στο σύγχρονο κόσμο της Αθήνας και μέσα σ’ ένα λατρευτικό πλαίσιο που έχει ρίζες τόσο στην πανελλήνια όσο και στην τοπική αθηναϊκή λατρεία. Σ’ όλο το έργο λοιπόν η τελετουργική και η λατρευτική λειτουργία ως κοινοί κυρίαρχοι φέρνουν σε απόλυτη σύνδεση το δραματικό παρελθόν και το παρόν». Ο χορός, συνεχίζει ο μελετητής, ενσαρκώνει τη συνέχεια της τελετουργικής πράξης από το παρελθόν στο παρόν, οπότε επιτυγχάνει τη σύνδεση του εκεί και του τότε του δραματικού στοιχείου με το εδώ και το τώρα των σύγχρονων προβληματισμών που έτσι κι αλλιώς έχουν σαν βάση τη ζητήματα φύλου.14 Καταλήγοντας θα λέγαμε πως στο δράμα ο μύθος γίνεται αντικείμενο όχι περιγραφής αλλά προβληματισμού.
Κάτι ακόμα που βοηθάει τον θεατή να διακρίνει τη διπλή λειτουργία του δραματικού χορού είναι η ταυτότητα του που δεν προσδιορίζεται από κάποια μυθική παράδοση, αντίθετα δηλαδή απ’ ότι συμβαίνει με τους ήρωες. Η δραματική σύμβαση δεν φαίνεται να θέτει κανέναν περιορισμό στην επιλογή του δραματικού του ρόλου κι έτσι ο ποιητής αφήνεται ελεύθερος να επιλέξει την ταυτότητα του χορού του, η οποία σχεδόν ποτέ δεν εγκλωβίζεται σε κάποιο μυθολογικό πλαίσιο. Αυτό ενισχύεται πρώτον από το γεγονός ότι τα μέλη του δραματικού χορού δεν είναι επαγγελματίες υποκριτές αλλά ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι από παράδοση είναι αυτοί που έχουν την υποχρέωση αλλά και την τιμή να εκτελούν τους τελετουργικούς χορούς για λογαριασμό της πόλης, και δεύτερον από τη διαφορετική γλώσσα που χρησιμοποιείται στα χορικά.
Πρόκειται για μια παραλλαγμένη δωρική διάλεκτο που απαντά στα άσματα της τραγωδίας και η οποία συνδέεται άμεσα με τη γλώσσα της χορικής ποίησης. Αυτή η μορφολογική διαφοροποίηση στη γλώσσα σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη του έργου που χρησιμοποιείται η αττική διάλεκτος, σαν να λέμε η καθομιλούμενη, συμβάλλει εξίσου στο να προβληθεί το τελετουργικό στοιχείο που φέρει ο χορός στο δράμα.
Ένα στοιχείο που επίσης ενδυναμώνει τις εντυπώσεις της διττότητας του δραματικού χορού είναι αυτό της αυτοαναφορικότητας στις ορχηστικές κινήσεις και το τραγούδι του, συχνά στη διάρκεια των χορικών ωδών. Χωρίς να βγαίνουν οι χορευτές έξω από τα όρια της πλοκής, καταφέρνουν με την αυτοαναφορικότητα να ενισχύσουν και την τελετουργική δράση που αναπαριστούν στο δράμα και συγχρόνως την τελετουργική παράσταση που συμβαίνει εκτός των ορίων του εκεί και του τότε του μύθου.20 Αυτή η διαδικασία επίσης φέρνει τους θεατές αντιμέτωπους με μιαθρησκεία αφού αυτή εμπλέκεται σε όλα τα θέματα, πολιτικά, κοινωνικά,ζητήματα φύλου.
Καταλήγοντας θα λέγαμε πως στο δράμα ο μύθος γίνεται αντικείμενο όχι περιγραφής αλλά προβληματισμού.
Κάτι ακόμα που βοηθάει τον θεατή να διακρίνει τη διπλή λειτουργία του δραματικού χορού είναι η ταυτότητα του που δεν προσδιορίζεται από κάποια μυθική παράδοση, αντίθετα δηλαδή απ’ ότι συμβαίνει με τους ήρωες. Η δραματική σύμβαση δεν φαίνεται να θέτει κανέναν περιορισμό στην επιλογή του δραματικού του ρόλου κι έτσι ο ποιητής αφήνεται ελεύθερος να επιλέξει την ταυτότητα του χορού του, η οποία σχεδόν ποτέ δεν εγκλωβίζεται σε κάποιο μυθολογικό πλαίσιο. Αυτό ενισχύεται πρώτον από το γεγονός ότι τα μέλη του δραματικού χορού δεν είναι επαγγελματίες υποκριτές αλλά ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι από παράδοση είναι αυτοί που έχουν την υποχρέωση αλλά και την τιμή να εκτελούν τους τελετουργικούς χορούς για λογαριασμό της πόλης, και δεύτερον από τη διαφορετική γλώσσα που χρησιμοποιείται στα χορικά.
Πρόκειται για μια παραλλαγμένη δωρική διάλεκτο που απαντά στα άσματα της τραγωδίας και η οποία συνδέεται άμεσα με τη γλώσσα της χορικής ποίησης. Αυτή η μορφολογική διαφοροποίηση στη γλώσσα σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη του έργου που χρησιμοποιείται η αττική διάλεκτος, σαν να λέμε η καθομιλούμενη, συμβάλλει εξίσου στο να προβληθεί το τελετουργικό στοιχείο που φέρει ο χορός στο δράμα.
Ένα στοιχείο που επίσης ενδυναμώνει τις εντυπώσεις της διττότητας του δραματικού χορού είναι αυτό της αυτοαναφορικότητας στις ορχηστικές κινήσεις και το τραγούδι του, συχνά στη διάρκεια των χορικών ωδών. Χωρίς να βγαίνουν οι χορευτές έξω από τα όρια της πλοκής, καταφέρνουν με την αυτοαναφορικότητα να ενισχύσουν και την τελετουργική δράση που αναπαριστούν στο δράμα και συγχρόνως την τελετουργική παράσταση που συμβαίνει εκτός των ορίων του εκεί και του τότε του μύθου.
Αυτή η διαδικασία επίσης φέρνει τους θεατές αντιμέτωπους με μιαέντονη μεταθεατρική πρακτική, που όπως μας λέει η Easterling τους υπενθυμίζει «ειρωνικά» πως «οι ίδιοι βρίσκονται στο παρόν και παρακολουθούν γεγονότα τα οποία υποτίθεται ότι συμβαίνουν σ’ έναν άλλο τόπο και χρόνο. Μια αντίθεση, κατά την ερευνήτρια, που «όσο περισσότερο αξιοποιηθεί (…) τόσο πιο δυναμικά θα κατορθώσει το έργο να παρασύρει το κοινό του».
Με την τελευταία παρατήρηση της Easterling γεννιέται το ερώτημα: ποιος τελικά είναι ο ουσιαστικός ρόλος του δραματικού χορού μέσα στην τραγωδία;
Για να μπορέσουμε όμως να απαντήσουμε σ’ αυτό το καίριο ερώτημα θα πρέπει να παρουσιάσουμε με διεξοδικότερο τρόπο το δραματικό ρόλο του χορού όπως εμφανίζεται στα έργα του καθενός από τους τρεις τραγικούς ποιητές. Επιπλέον σ’ αυτό το σημείο είναι επόμενο να εξεταστούν και τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με τους γυναικείους χορούς.
Η σχέση του χορού με τα δραματικά δρώμενα στα έργα των τριών τραγικών είναι σχεδόν οριακά συμμετοχική θα μπορούσαμε να πούμε. Διαφέρει βέβαια από ποιητή σε ποιητή ο βαθμός που εμπλέκεται ο χορός του στην πλοκή, αλλά ποτέ δεν κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ούτε όμως αποστασιοποιείται τόσο ώστε τα άσματά του να χαρακτηριστούν «εμβόλιμα», κάτι για το οποίο συχνά έχει κατηγορηθεί ο Ευριπίδης.
Ο Αισχύλος, που ανήκει σε μια κάπως πρώιμη φάση της ανάπτυξης του δραματικού είδους, δημιουργεί χορούς περισσότερο συμμετοχικούς στη δράση του έργου, αφού δεν έχει επικρατήσει ακόμα η θεματικά ανεξάρτητη τραγωδία με την ανάδυση της μορφής ενός κεντρικού ήρωα, και την συνακόλουθη υποχώρηση του χορού στο βάθος. Έτσι ο χορός στις αισχύλειες τραγωδίες παρουσιάζεται ως ένας περίπου «αυτονόητος συντελεστής», ο οποίος σπάνια τεκμηριώνει επί τούτου την έλευση του στη σκηνή, όπως δηλαδή συμβαίνει στα έργα των δύο νεότερων τραγικών.
Πάντως ακόμα και στον Αισχύλο ο χορός δεν έχει απολύτως το περιθώριο να αναλάβει πρωτοβουλία στη δράση ή να αυτοσχεδιάσει καθώς η σύμβαση, που τον θέλει ως επί το πλείστον να χορεύει και να τραγουδά, του περιορίζει τη δυνατότητα να λειτουργήσει αποκλειστικά σαν ατομικός χαρακτήρας και να εμπλακεί εντελώς σε ουσιαστικό διάλογο με τους υποκριτές. Μπορεί να τους επηρεάζει, αλλά έμμεσα, κυρίως παρακολουθώντας την πλοκή που αυτοί δομούν. Η Kaimio εξηγεί πως η τύχη του χορού στην αισχύλεια τραγωδία (π.χ. Επτά, Αγαμέμνων, Χοηφόροι) εξαρτάται άμεσα από τις αποφάσεις και τις πράξεις του κεντρικού ήρωα, κάτι όμως που είναι δικαιολογημένο αφού ο Αισχύλος ζει στην εποχή της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας όπου η τύχη του ηγέτη εξαρτάται από το λαό του και το αντίθετο. Έτσι ο λαός και ο βασιλιάς έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης. Εκεί επίσης μπορούμε να αποδώσουμε και το γεγονός πως ο χορός του Αισχύλου δίνει έμφαση στη συλλογικότητα του και έμφαση στα προσωπικά του συναισθήματα.
Στον Σοφοκλή και στον Ευριπίδη η απόσταση μεταξύ χορού και ηρώων είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ο χορός τους αφενός δεν προβάλλει ακριβώς τη συλλογικότητα των μελών του και αφετέρου, όπως παρατηρεί ο Χουρμουζιάδης, σπάνια ταυτίζεται με τον ήρωα αλλά και σπάνια του εναντιώνεται. «Στις περισσότερες περιπτώσεις ο χορός εμφανίζεται δραματικά «ξένος» προς τα κεντρικά πρόσωπα και προς τα γεγονότα, ενώ συχνά η αφετηρία της δράσης τον βρίσκει σε κατάσταση ουδετερότητας ή απλώς ήπιου ενδιαφέροντος απέναντι σε κάποιο δραματικό έναυσμα, που μπορεί, εν συνεχεία, να αποδειχθεί καίριο για την περαιτέρω εξέλιξη του μύθου, οπότε ακόμα και ο πιο ανοίκειος χορός, παρακολουθώντας την πορεία της δράσης, εκφράζει ποικιλότροπα τη θυμική συμμετοχή του στα πάθη των ηρώων με αποτέλεσμα κάποτε να μετασχηματίζει τη στάση του ανάλογα με τα γεγονότα».
Ωστόσο διαφορές υπάρχουν και ανάμεσα στους δύο νεότερους τραγικούς. Ο Σοφοκλής δημιουργεί χορούς περισσότερο ενταγμένους στην πλοκή, έστω και «χωρίς είναι ηθικοπλαστικά σαφέστεροι» από κείνους του Ευριπίδη». Ο λόγος του σοφόκλειου χορού χρησιμοποιείται κυρίως για να διευρυνθεί ο διάλογος των υποκριτών και να δοθούν οι διαφορετικές οπτικές, παρά για να εκφράσει κάποιες πανανθρώπινες σκέψεις και γενικότητες. Επίσης παραπέμπει σε ατομικό λόγο, καθώς τα άτομα που τον εκφέρουν μοιάζει περισσότερο να μιλούν σύμφωνα με τις δικές τους εμπειρίες, έστω κι αν στις δεδομένες καταστάσεις η γνώμη τους συμπίπτει. Με αυτόν τον τρόπο σχολιάζει η Kaimio την επιμονή του σοφόκλειου χορού στη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, και την σχεδόν ανύπαρκτη λεκτική επικοινωνία μεταξύ των μελών του.
Στον Ευριπίδη επίσης ο χορός δεν δηλώνει συλλογικότητα, αλλά διαφοροποιείται από αυτόν του Σοφοκλή γιατί δεν παραπέμπει ούτε και σε κάποια ατομικότητα. Αν και υπάρχει επαφή μεταξύ των μελών του χορού, από την οποία προκύπτει και μια τρόπον τινά ανωτερότητα του κορυφαίου35 σε σχέση με τους υπόλοιπους χορευτές, παρόλα αυτά η σκέψη και η κρίση του φαίνεται περισσότερο να είναι ετερόφωτη και να αντιγράφει αυτή των ηρώων, εκτός από λίγες εξαιρέσεις κι όχι ιδιαίτερα προβεβλημένες. Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει πως πρόκειται για ένα χορό που είναι ετερογενής (αυτό φαίνεται κυρίως μέσα από τη σχέση Κορυφαίου χορού), κι αυτό οδηγεί στην αποδυνάμωση του τελετουργικού του χαρακτήρα, χωρίς αντίστοιχα να διακρίνεται κάποια ουσιαστική ενδυνάμωση του τραγικού του χαρακτήρα. Είναι πιθανό λοιπόν εδώ να οφείλεται και το γεγονός ότι οι χοροί του Ευριπίδη φαίνονται να μην είναι επαρκώς ενταγμένοι στη δράση του έργου, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης στο Περί Ποιητικής (1456α 25-32), και να μην παίζουν ένα ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Κάτι επίσης που πρέπει να εξετάσουμε είναι η προτίμηση που δείχνουν οι τραγικοί ποιητές να δημιουργούν χορούς που συγκροτούνται από γηραιούς άντρες ή γυναίκες. Ο Χουρμουζιάδης εξηγεί πως οι λόγοι που, ίσως, επιλέγονται αυτά τα κοινωνικώς «περιθωριακά» πρόσωπα είναι βασικά τρεις: α) ο χορός δεν πρέπει να έχει «φυσική δύναμη (…) ενεργητικότητα (…) και ψυχικό σθένος» τέτοια που να μπορεί να επέμβει δραστικά στην εξέλιξη των γεγονότων, β) επίσης «εντελώς αντίστοιχα ο χορός δεν μπορεί να διαθέτει το κοινωνικό κύρος» ώστε να μπορεί να επηρεάσει τον ήρωα και γ) μόνο μέσα από αυτούς τους χορούς ο ποιητής μπορεί «να επιτύχει εκείνους τους συνδυασμούς της ώριμης στοχαστικότητας και της συγκινησιακής ευπάθειας, μαζί μ’ ένα στοιχείο έντονης παθητικότητας που χαρακτηρίζουν συνήθως τα λυρικά μέρη της τραγωδίας». «Ο χορός», αναφέρει επίσης ο ερευνητής, «ακόμα κι όταν συγκροτείται από πρόσωπα ταπεινά (…) διαθέτει ενόραση, ευαισθησία και πείρα, κάποτε μάλιστα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ τα ηγεμονικά πρόσωπα του δράματος. Αυτές οι ιδιότητες φορτίζουν τα χορικά του με μια σχεδόν υπερβατική σοφία, απαραίτητη για την εξασφάλιση των συμφραζομένων όπου θα ενταχθούν και θα ερμηνευτούν τα δραματικά γεγονότα». Πάνω σ’ αυτό η Easterling δίνει μια παρόμοια ερμηνεία καθώς παρατηρεί πως «οι χοροί αδυνατούν να εννοήσουν αυτό που είναι σαφές για το κοινό, αλλά συγχρόνως διαθέτουν την ικανότητα να μιλούν με σοφία και κύρος ‘αληθέστερα απ’ όσο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται’ και μ’ αυτόν τον τρόπο κατευθύνουν το κοινό στο βαθύτερο επίπεδο της συνειδητοποίησης».
Η ερευνήτρια μάλιστα θεωρεί πως «μια από τις σπουδαιότερες λειτουργίες του χορού είναι αυτή των ‘ενσωματωμένων’ στο έργο αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι εκφράζουν συλλογικές, συνήθως σύμφωνες με τους συμβατικούς κανόνες, αντιδράσεις στα γεγονότα του έργου». Σε ένα βαθμό ο ρόλος αυτός του χορού «συνδυάζεται με το ρόλο του ανθρώπου ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει, έτσι οι υποδείξεις του χορού έχουν διανοητικό ή φιλοσοφικό όσο και συναισθηματικό χαρακτήρα».
Ωστόσο θα πρέπει να έχουμε στο νου μας πως ο χορός από τη στιγμή που είναι μια ομάδα 12 (στον Αισχύλο) ή 15 (στους άλλους τραγικούς) ατόμων είναι λογικό να μην καταφέρνει πάντα να κρατήσει μια συνεπή στάση όπως αυτή που κρατά ένα μεμονωμένο άτομο. Αυτό βέβαια όχι μόνο εξηγεί με
πειστικό τρόπο την «ασυνεπή» στάση του προσδίδοντας μια αληθοφάνεια στο δραματικό του χαρακτήρα, αλλά εξυπηρετεί και τις ανάγκες του δράματος αφού μέσα από την πολυγνωμία που
εκφράζουν τα μέλη του για τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν απ’ την εξέλιξη της πλοκής, παρέχεται στο θεατή η δυνατότητα να αποκτήσει ο προβληματισμός του ευρύτητα και βάθος.
Συνοψίζοντας τα όσα αναφέραμε ως εδώ παρατηρούμε πως ο χορός εισερχόμενος στην τραγωδία φέρει κυρίως ένα τελετουργικό στοιχείο, το οποίο κινείται σε δύο επίπεδα, το δραματικό, στο πλαίσιο της πλοκής του έργου και ένα δεύτερο πιο διευρυμένο που αφορά σε λειτουργίες και ανάγκες έξω από τα στενά όρια του μύθου, αγγίζοντας τους σύγχρονους προς τους θεατές προβληματισμούς.
Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρει ο χορός και τα οποία ανιχνεύονται: α) στον ιδιόμορφο αλλά και περιορισμένο δραματικό του ρόλο, ο οποίος δεν συνδέεται με κάποιο μυθικό παρελθόν αλλά παραπέμπει περισσότερο σε κοινωνικές ομάδες της Αθήνας του 5ου αιώνα, β) στη γλώσσα, που διαφοροποιείται από την αττική διάλεκτο και είναι μια ποιητική παραλλαγή με στοιχεία της δωρικής διαλέκτου, γ) στη συγκρότηση του όχι από επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά από ελεύθερους αθηναίους πολίτες, όπως συνέβαινε δηλαδή και στις άλλες περιπτώσεις τελετουργικών χορών που δεν ανήκαν στο δράμα, και δ) στην αυτοαναφορικότητα των χορευτών στις ορχηστικές κινήσεις τους όταν χορεύουν και τραγουδούν. Επιπλέον παρακολουθήσαμε πως αν και με περιορισμένο το δραματικό του ρόλο ο χορός διατηρεί την επαφή του με το σύνολο της δράσης, χωρίς να καθίσταται «εμβόλιμος» και χωρίς να προδίδει τις βασικές λειτουργίες που ήρθε για να καλύψει μέσα στο έργο.
Η παρουσίαση όμως του δραματικού ρόλου του χορού δεν ολοκληρώνεται εδώ.
Η γυναικεία παρουσία είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί διεξοδικότερα και μάλιστα με τέτοιον τρόπο ώστε να δούμε πως τα όσα μέχρι τώρα ειπώθηκαν υποστηρίζονται ή τροποποιούνται όταν υπεισέρχεται το γυναικείο στοιχείο στην τραγωδία.