Ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστριών γυναικών του αρχαίου ελληνικού δράματος παρατίθενται στην ακόλουθη εξαιρετική ανάπτυξη της
κας Μινιώτη.
Οι ηρωίδες, αντίθετα από τις γυναίκες του χορού, είναι μυθικά πρόσωπα που έλκουν την καταγωγή τους από το αρχαϊκό παρελθόν. Αν και εισέρχονται στο σκηνικό χώρο για να υποστηρίξουν σε ένα πρώτο επίπεδο αξίες εκείνων των μακρινών εποχών, εντούτοις η γυναικεία φύση τους περιπλέκει τα πράγματα.
Η γυναίκα της τραγωδίας που προέρχεται από τη μυθική παράδοση, δεν παραπέμπει με σαφήνεια στη μυθική της προτυπική φιγούρα αυτό είδαμε να συμβαίνει και με τα ανδρικά μυθικά πρόσωπα Όμως το γεγονός ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δραματοποιημένης μορφής της πλησιάζουν αυτά .των ανδρικών ρόλων, καταδεικνύουν πως η απόκλιση από την προτυπική της μυθική φιγούρα είναι ακόμα εντονότερη και πολυσυνθετότερη απ’ αυτήν του άντρα, μιας και στα ποιητικά έργα πριν από τη γέννηση του τραγικού είδους η γυναίκα είτε κατείχε δευτερεύοντα ρόλο, είτε παρουσιαζόταν ως ένα επικίνδυνο και κακόβουλο πλάσμα.
Με την διαφορετική επεξεργασία στην οποία υπόκειται ο μύθος μέσα στην τραγωδία και σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που είδαμε να παρέχονται στον υποκριτή αυτού του δραματικού είδους, οι γυναικείες μορφές όχι μόνο εμφανίζονται να αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο και πρωτόγνωρη αυτοδυναμία, αλλά ασκούν και έντονη κριτική στα πράγματα, και κυρίως στο μύθο που φαίνεται να επιδιώκει να τις εγκλωβίσει σε μια πεπερασμένη διάσταση κι όχι ιδιαίτερα κολακευτική, μιας και τις περισσότερες φορές οι παραδοσιακοί γυναικείοι μύθοι ήταν μισογυνικοί.
Η μυθική γυναίκα λοιπόν, όταν δραματοποιείται, αποκτά όλα τα χαρακτηριστικά που έχει και ένας αντίστοιχος ανδρικός ρόλος, κι αυτό σημαίνει και την επώνυμη παρουσία της στο σκηνικό χώρο. Έτσι η ηρωίδα – είτε αυτή παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση της σύνεσης (π.χ. Άλκηστη), είτε βρίσκεται στο άλλο άκρο και παρουσιάζεται ως το ανδρόβουλον κέαρ όπως είναι η Κλυταιμήστρα του Αγαμέμνονα είναι φυσικό να χάνει ίσως το μεγαλύτερο προσόν της και συγχρόνως το πιο διακριτό χαρακτηριστικό της ως γυναίκα, την ανωνυμία της.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που κληρονομεί η γυναίκα μέσω του δραματικού της ρόλου είναι η προβολή της ατομικότητάς της ως ηρωίδας του έργου. Η ατομικότητα αυτή, όπως είδαμε παραπάνω, καθιστά τον ήρωα που την εκφράζει ένα αιρετικό στοιχείο που υπονομεύει τη συλλογικότητα του χορού. Επίσης σε ένα πιο διευρυμένο επίπεδο, στο οποίο μας παραπέμπουν οι σύγχρονοι προβληματισμοί του έργου, εκείνο που φαίνεται να απασχολεί την κοινή γνώμη είναι ο κίνδυνος που εγκυμονεί η προσωπική προβολή του πολίτη, εις βάρος της ουσιαστικότερης αρχής της Δημοκρατίας εκείνα τα χρόνια, που ήταν η πειθαρχία του ατόμου στο σύνολο.
Αν λάβουμε υπόψη όσα αναφέρθηκαν έως εδώ, θα διαπιστώσουμε πως η ηρωίδα μέσα από τον τραγικό της ρόλο αναδεικνύεται, κατά την Foley, σε ένα «διπλά αναρχικό στοιχείο»: αντιστρατεύεται με την προβεβλημένη ατομικότητα της και την έννοια της συλλογικότητας στο πλαίσιο της δημοκρατίας, αλλά και την εικόνα της περιορισμένης στον οίκο συνετής γυναίκας, καθώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρωταγωνιστεί στο δημόσιο βίο, έστω κι αν σκοπός της δεν είναι σχεδόν ποτέ να οικειοποιηθεί κάποιο ανδρικό ρόλο. Εκτός από λίγες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει με την αισχύλεια Κλυταιμήστρα που επιδιώκει την εξουσία, οι γυναίκες τις τραγωδίας κατά κανόνα εγκαταλείπουν τον οίκο τους όταν αυτός έχει διαφθαρεί (Ηλέκτρα του Σοφοκλή), και συνήθως αιτία είναι η απουσία ή η κακή διαχείριση του υπεύθυνου για την προστασία του άνδρα ή για να προσφέρουν τις γυναικείες υπηρεσίες τους στην πόλη όταν αυτή βρίσκεται σε κίνδυνο (Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη).
Με λίγα λόγια ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αντιφατική εικόνα που παρουσιάζει η γυναίκα στην τραγωδία, θα πρέπει να το αναζητήσουμε σε δύο βασικές προϋποθέσεις του δράματος:
α) Στο δημόσιο χαρακτήρα του, τον οποίο ορίζει όχι τόσο η συνεχής σχεδόν παρουσία του χορού στην ορχήστρα, αλλά κυρίως η παρουσία των θεατών γύρω απ’ αυτήν, και β) Στην επώνυμη παρουσία του ήρωα στην τραγωδία, πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το μυθικό υπόστρωμα του έργου. Έτσι λοιπόν η ηρωίδα εξαναγκάζεται από τη σύμβαση να κυκλοφορεί διαρκώς σ’ έναν δημόσιο χώρο, κι όταν ακόμα είναι μόνη, κι όταν ακόμα μονολογεί, αφού δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη σκηνή, και μάλιστα επώνυμα, θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση ευθύς εξ αρχής την ίδια την υπόληψη της.
Παρόλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν στη γυναικεία παρουσία στην τραγωδία του 5ου αιώνα, είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά στα οποία ακροθιγώς αναφερθήκαμε. Ωστόσο θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ως εξής τα όσα παρατηρήσαμε σ’ αυτήν την ενότητα της εισαγωγής για τη γυναίκα.
Σε κάθε τραγικό έργο του 5ου αιώνα, κάθε γυναικείο πρόσωπο είναι ένα κομμάτι του απατηλού κόσμου του δράματος, ένας απαιτητικός και γι’ αυτό δελεαστικός για κάθε επίδοξο ηθοποιό θεατρικός ρόλος που επιτρέπει στον άντρα υποκριτή να διακριθεί για την ερμηνεία του ενσαρκώνοντας τον (μήπως και πιο πολύ απ’ ότι αν ο ρόλος ήταν ανδρικός;), κι ένα μεγαλειώδες και πολυσύνθετο δημιούργημα της ανδρικής σκέψης και φαντασίας που το καθιστά ανεξάντλητο στις ερμηνείες και τις περιγραφές του.