Το περιστατικό που προκάλεσε την έναρξη του αντάρτικου στον Πόντο
Στάση των Τούρκων έναντι των Ελλήνων λίγο πριν τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955
Συγκεκριμένα όπως διαβάζουμε στο βιβλίο "Σεπτεμβριανά 1955: Η «νύχτα των
κρυστάλλων» του Ελληνισμού της Πόλης", εκδόσεις Τσουκάτου, το κλίμα γινόταν όλο και πιο βαρύ.
Ο Συμεών Βαφειάδης, στο Κουσκουντζούκι όπου κατοικούσε αναφέρει πως οι γείτονες γίνονταν πιο
λιγομίλητοι με τον καιρό παρά το γεγονός πως διατηρούσαν τους τυπικούς κανόνες ευγένειας.
«Κάθε απόγευμα όμως, την ώρα που μεταδιδόταν μία εκπομπή για την Κύπρο, ανέβαζαν την ένταση
του ραδιοφώνου στη διαπασών και άνοιγαν τα παράθυρα. Όλη η γειτονιά αντηχούσε από τα
ξεφωνητά φανατισμένων δημαγωγών. Στο βαπόρι, όπου οι περισσότεροι επιβάτες γνωριζόμασταν,
άρχισαν οι χαιρετισμοί των Τούρκων να γίνονται πιο κοφτοί και απότομοι και τα βλέμματά τους πιοβλοσυρά. Εμείς οι Ρωμηοί, φυσικά προσπαθούσαμε να μην δώσουμε αφορμή και μιλούσαμε όσο το δυνατόν λιγότερο. Στο καφενείο πουλούσαν χάρτες της Κύπρου που τους αγόραζαν τα παιδιά και
τους έβαφαν με το αίμα τους , αφού τρυπούσαν το δάχτυλό τους με βελόνι».
Ο Γέρος και η θάλασσα, Ερνστ Χέμινγουέι. Ραδιοφωνικό θέατρο
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας!Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσει ένα υπέροχο έργο, πρόκειται για το αριστούργημα του Ερνστ Χέμινγουέι "Ο Γέρος και η θάλασσα".Το κοινό γοητεύτηκε από το έργο, το οποίο δημοσιεύθηκε μία ζεστή μέρα του Αυγούστου του 1961.Το έργο είναι βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, ενός από τους σπουδαιότερους του 20ου αιώνα. Ο Χέμινγουέι έγραψε το έργο το 1952 και το δημοσίευσε το 1961, σχεδόν δέκα χρόνια μετά. Το 1953 ο συγγραφέας κέρδισε το βραβείο Πούλιντζερ και το 1954 το Νόμπελ λογοτεχνίας.Η εξέλιξη του έργου:
Το βασικό πρόσωπο της αφήγησης αποτελεί ένας ηλικιωμένος ψαράς που ζει μόνος σε καθεστώς φτώχειας και απομόνωσης, έχοντας πότε-πότε για συντροφιά ένα μικρό παιδί.Ο γέρος Σαντιάγο μας συστήνεται ευθύς αμέσως ως σαλάο, δηλαδή ο πιο άτυχος του κόσμου, αφού μετά από 84 μέρες στη θάλασσα, δεν είχε κατορθώσει να πιάσει ούτε ένα ψάρι. Η πληγωμένη του τιμή τού επιτάσσει να σπάσει αυτή την ενάλια κακοδαιμονία κι έτσι την 85η μέρα επιχειρεί και πάλι, εντελώς μονάχος, να περισώσει τη φήμη του ανάμεσα στους ομότεχνούς του και τους ανθρώπους του χωριού. Ακολουθούν τρεις μέρες καταμεσής στο πέλαγος, όπου ο Σαντιάγο θα συναντήσει έναν ξιφία που όμοιό του δεν ξαναείδε ποτέ, και χρησιμοποιώντας τις πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές του, όλες τις μυικές και πνευματικές του δυνάμεις, θα προσπαθήσει να τον φέρει μέχρι το λιμάνι. Σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής θα δοκιμαστούν όλα τα αποθέματα του Σαντιάγο, αφού η ρότα της βάρκας του καθορίζεται απ’ τους ανέμους και τη διάθεση του ψαριού, που ταξιδεύει αγκιστρωμένο στο πλάι της.
Ο Σαντιάγο θα μείνει άγρυπνος, κρατώντας τα μπόσικα στις εξάρσεις του τεράστιου ξιφία, θα αγνοήσει τους πόνους και τα κοψίματα απ’ το φόρτωμα της πετονιάς που θαχαρακώσει για μέρες τα χέρια και τους ώμους του, θα υπομείνει το κρύο, τον αέρα και την πείνα, θα γυρέψει συντροφιά στον αιχμάλωτο σύντροφό του, θα τα βάλει με τον εαυτό που ρίχτηκε χωρίς τον μικρό του βοηθό του σ’ αυτή την καθοριστική ψαριά, μα πάνω απ’ όλα, θα σταθεί και θα θαυμάσει αυτό το περήφανο ψάρι, που για τρία μερόνυχτα τον τραβάει ακούραστο μέσα στη θάλασσα.Ο Χέμινγουεϊ επιδεικνύει τις βαθιές γνώσεις του πάνω στους τρόπους και τις εργασίες των ψαράδων, βάζoντας τον Σαντιάγο να περιμένει μέχρι να έρθει η σωστή στιγμή ώστε να καμακώσει τον ξιφία και να διασφαλίσει την έκβαση της ψαριάς. Πριν ο γέρος προλάβει να γευτεί τη γλύκα της επιτυχίας του, χτυπά ο πρώτος καρχαρίας. Κι έπειτα κι άλλος, κι άλλοι. Κάθε χαμένη λίβρα κρέατος στην αρχή διασκεδάζεται από τον γέρο, που έτσι θέλει να πιστεύει ότι θα αρμενίζει ελαφρύτερος. Γνωρίζει πολύ καλά το αναπότρεπτο των συνεχιζόμενων επιθέσεων, αφού η οσμή του ψαριούαφήνει πίσω της ένα αιμάτινο ίχνος αδύνατο να καμουφλαριστεί. Παρ’ όλα αυτάδιατηρεί την ψυχραιμία του κι υπερασπίζεται το ψάρι με μαχαίρια, κουπιά και προσευχές.Συχνά, και όχι άδικα, η μάχη του Σαντιάγο στη θάλασσα λογίζεται ως αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση. Αυτή η θεώρηση, αν και δεν απέχει από το θεματικό κέντρο του διηγήματος, επιτρέπει σε μια πιο λεπτή, υποδόρια ιδέα να διαφύγει την προσοχή μας. Στο Γέρο και τη Θάλασσα ο άνθρωπος δεν μάχεται ακριβώς απέναντι στη φύση, αλλά θα λέγαμε κάπως καλύτερα ότι πασχίζει να βρει τη θέση του εντός της. Εξαιτίας του πιο αναπόδραστου νόμου που ορίζει την έμβια ύλη, δηλαδή τον θάνατο, ο γέρος και ο ξιφίας νέμονται μια κοινή μοίρα που τους σημαδεύει ως ίσους.Η μάχη που δίνουν οι πιο αποφασισμένοι ανάμεσα στους ανθρώπους και τα ζώα προκειμένου να αντιταχθούν στο θάνατο, επιτρέπει τη διάνοιξη ενός στενού περάσματος, που θα τους μεταφέρει υπερβατικά σε μία κατάσταση αρμονίας με τη θνητότητά τους. Ο γέρος απευθύνεται στον ξιφία του με τον τρόπο που θα απευθυνόταν στον πιο παλιό και πιο αξιόμαχο αντίπαλό του, σ’ εκείνον που η ζωή τον οδηγεί ώστε να υπάρξει η τελική αναμέτρηση, η οριστική επίλυση της έντασης για χάρη της αρμονίας. Εκεί όπου τελικά θα κατοικήσει η ομορφιά.Ο θάνατος δεν έρχεται ως το επιστέγασμα σε μία διαδικασία ταπείνωσης και υποταγής στον ισχυρό, τουναντίον, επικυρώνει τον αγώνα για τη ζωή πλημμυρίζοντας τον από σεβασμό και διόλου περίεργα, από αγάπη. Στις λέξεις του Σαντιάγο, θα διακρίνουμε μια τρυφερότητα πέρα για πέρα ανοίκεια σε σχέση με αυτά που φανταζόμαστε ότι χαρακτηρίζουν τη σχέση των κυνηγών με τα θηράματα του εκάστοτε οικοσυστήματος.Η ιδιαιτερότητα αυτής της σχέσης του πηγάζει από τη μοναδικότητα και τη σπουδαιότητα που ο άνθρωπος-κυνηγός αποδίδει στο θήραμα, απαλείφοντας διαμιάς την, σχεδόν απαραίτητη στην αλιεία, συνθήκη του μεγάλου αριθμού. Ο ξιφίας προσδιορίζεται οριστικά, δεν είναι απλώς ένα ακόμη ψάρι.(Oh That Book)Ο Σαντιάγκο επιστρέφει στο χωριό του, αποκαμωμένος, σέρνοντας μαζί του την ραχοκοκαλιά του ψαριού ως μοναδική απόδειξη του άθλου που είχε πετύχει.Επιπλέον στοιχεία για το έργο.Το έργο είναι βασισμένο σε ένα κείμενο που παρουσιάζει τον καθημερινό αδιάκοπο αγώνα για τη ζωή. Ο Χέμινγουέι έμεινε στην ιστορία επειδή απλά είχε να πει κάτι για μας τους ίδιους...Επιπλέον ο Χέμινγουέι έχει βαθιές γνώσεις για τους τρόπους των ψαράδων όπως φαίνεται από το έργο Ο αδιάκοπος τριήμερος αγώνας του γέρο Σαντιάγκο με τη φύση έδωσε σε πολλούς το έναυσμα να το θεωρήσουν ως το σπουδαιότερο κείμενο που γράφτηκε για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.«Τα σαγόνια του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά δαγκώνοντας το αγκίστρι με γρήγορες δαγκωματιές και χτυπούσε στον πάτο της βάρκας με το μακρόστενο επίπεδο κορμί του, με την ουρά και με το κεφάλι του, ωσότου ο γέρος του κοπάνισε μια με το στειλιάρι στο λαμπερό χρυσό κεφάλι. Εκείνο σπάραξε ακόμα μια φορά κι έμεινε ασάλευτο» - Ernest Hemingway.
Η ειδική υπερβατικότητα του αγώνα που δίνει ο Σαντιάγο υπογραμμίζεται από την επίμονη αναφορά του στη διαύγεια που οφείλει να επιδείξει. Ο σωματικός κάματος, de facto παρών έπειτα από ημέρες εξάντλησης και ασιτίας, δεν επιτρέπεται να επηρεάσει τις νοητικές δυνάμεις του, κι έτσι ο αγώνας του μέσα στη θάλασσα διαχέεταιται
πια και προς τον εσωτερικό του κόσμο.
Ραδιοφωνική διασκευή Δημήτρη Μπουρούνη (1966)Παίζουν οι ηθοποιοί:Λουκιανός Ροζάν, Σπύρος Καλογήρου, Γιώργος Μετσόλης, Χριστόφορος Χειμάρας, Γιώργος Διαλεγμένος, Αγγελος Αντωνόπουλος, Κώστας Καφάσης, Γιάννης Αργύρης (ο γέρος), Φραγκούλης Φραγκούλης, Σταύρος Χατζπύλης, Κώστας Καζάκος, Ντίνα Γιαννακού, Κώστας Παπαγεωργίου.Ένας εξαίρετος ηθοποιός ο Γιάννης Αργύρης υποδύεται το γέρο Σαντιάγκο.Ο Σπύρος ΚαλογήρουΗ μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Glob TV:Πηγές: lesxianagnosismaroussi.blogspot.com,Rat-Pack.gr,KLIK Magazine,Greek Radio-Theatre,politeianet,Oh That Book
Λίγα λόγια για το Νεοκλή Καζάζη (1849-1936)
Ο Νεοκλής Καζάζης γεννήθηκε το 1849 στην Πέτρα της Λέσβου. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1870 αναγορευόμενος διδάκτωρ. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία και τη Γαλλία και με την επιστροφή του το 1877 στην Αθήνα έγινε υφηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Η ακαδημαϊκή του καριέρα συνεχίστηκε ως το 1910 από τις θέσεις του επίτιμου καθηγητή του Φυσικού Δικαίου, του καθηγητή της Νομικής Αθηνών όπως και πολλές φορές του κοσμήτορα της ίδιας Σχολής αλλά και αυτή του πρύτανη του πανεπιστημίου Αθηνών για το διάστημα 1902-1903.
Παράλληλα συνέγραψε πολλά νομικά και πολιτικά έργα και κατέλαβε διάφορες δημόσιες θέσεις, με κυριότερες αυτή του διευθυντή του Στατιστικού Γραφείου του Υπουργείου Εσωτερικών και του γενικού διευθυντή των Ταχυδρομείων και των Τηλεγράφων. Το 1910 παραιτήθηκε από τη θέση του καθηγητή για να πολιτευθεί. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας στην Α΄ Αναθεωρητική Βουλή –με περισσότερες ψήφους από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα αστικά εκλογικά τμήματα της Αθήνας– όχι όμως και στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Ως προσωπικότητα ο Καζάζης έγινε γνωστός όχι μόνο με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού, αλλά και με αυτή του προέδρου της εθνικιστικής εταιρείας Ελληνισμός, η οποία ιδρύθηκε το 1892. Ανέλαβε τη θέση αυτή δύο χρόνια μετά την ίδρυση της και τη διατήρησε ως το θάνατό του (1936), με αποτέλεσμα να ταυτισθεί η δράση του με το όλο έργο της εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσης οι ενέργειές του εστιάζονταν στη διαφώτιση επί των εθνικών θεμάτων, με πρώτιστα την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας , την εσωτερική αναδιοργάνωση του ελληνικού βασιλείου και την ανάγκη για εθνική ολοκλήρωση. Το αποκορύφωμα όλης αυτής της δραστηριότητας σημειώθηκε το 1903 που ανέλαβε ως πρύτανης Πανεπιστημίου περιοδεία στην Ευρώπη για την προάσπιση των ελληνικών θέσεων. Τα συνεχή ταξίδια του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ακολούθησαν και στα επόμενα χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα την ευρύτερη αποδοχή του στο εσωτερικό, παρά τη σκληρή κριτική που δέχτηκε από προσωπικότητες του πνεύματος –κυρίως δημοτικιστές– τόσο για το άτομό του, όσο και για τις απόψεις του.
Η εταιρεία της οποίας προήδρευε ο Καζάζης υπήρξε μία οργάνωση με χιλιάδες μέλη, όπως στελέχη σε ανώτερες θέσεις της κρατικής διοίκησης, ενεργοί αξιωματικοί, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι της μεσοαστικής τάξης και επιχειρηματίες. Είχε μεγάλο κύρος και απήχηση στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αλλά μετά από ορισμένες εξελίξεις-σταθμούς για το ελληνικό βασίλειο, όπως το κίνημα στου Γουδή και η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, άρχισε η αποδυνάμωσή της. Εξέδωσε πολλά βιβλία στα ελληνικά αλλά και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το κύριο δημοσιογραφικό όργανο της εταιρείας Ελληνισμός υπήρξε το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1898 ως το 1915 και επανεκδόθηκε από το 1928 ως το 1932 και στο οποίο αρθρογραφούσε πυκνά ο ίδιος ο Καζάζης. Κατά βάση μέχρι το 1910, η εταιρεία ελάμβανε θέση σε ζητήματα που αφορούσαν τόσο στην κρίση που βίωνε το πολιτικό σύστημα του ελληνικού κράτους (ιδίως από το 1897), όσο και στις πιέσεις που το τελευταίο αντιμετώπιζε στο εξωτερικό λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού των άλλων βαλκανικών κρατών. Ωστόσο δεν πήρε ποτέ τη μορφή πολιτικής οργάνωσης.
Η εταιρεία με πρωτοβουλίες του προέδρου της ανέπτυξε μια πλούσια δραστηριότητα. Ίδρυσε παραρτήματα στο ελεύθερο κράτος και σε χώρες του εξωτερικού. Με τη συνεργασία του ίδιου του Καζάζη και διακεκριμένων πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων της Γαλλίας συστάθηκε στο Παρίσι το 1904 ο Γαλλικός Φιλελληνικός Σύνδεσμος υπέρ των δικαίων του Ελληνισμού , που οργάνωνε διαλέξεις για τα ελληνικά εθνικά ζητήματα˙ για την εντονότερη προπαγάνδισή τους στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, εκδόθηκε στη γαλλική γλώσσα από το ίδιο έτος (1904) μέχρι το 1912 η εβδομαδιαία επιθεώρηση L’ Hellenisme, όπου αρθρογραφούσαν φιλελληνικές προσωπικότητες. Ιδρύθηκε επίσης στη Λειψία της Γερμανίας ο Ελληνικός Σύνδεσμος που λειτουργούσε σε συνεργασία με την εταιρεία Ελληνισμός και ο οποίος Σύνδεσμος εξέδωσε στα γερμανικά τη μηνιαία επιθεώρηση Hellenismus, τον Οκτώβριο του 1908.
Ο Ελληνισμός υπήρξε μια οργάνωση με ημικρατικό χαρακτήρα, όπως καταδεικνύεται όχι μόνο από τη συμμετοχή σ’ αυτήν διαπρεπών προσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας και από τις παρεμβάσεις της στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, αλλά και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος στήριζε και προωθούσε το εκδοτικό της έργο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύσταση που απευθύνει ο Υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος –με εγκύκλιό του στις 8 Δεκεμβρίου 1899– προς όλες τις στρατιωτικές αρχές να υποστηρίξουν με τη συνδρομή τους το περιοδικό και όλα τα συγγράμματα ιστορικού και εθνολογικού περιεχομένου της εταιρείας και να δώσουν εντολή στις ώρες διδασκαλίας των στρατιωτών να συμπεριληφθεί και η ανάγνωση του βιβλίου του Καζάζη Εθνική Κατήχησις. Αυτό άλλωστε αποτελεί και ένδειξη της γενικότερης απήχησης που είχε ο ίδιος.
Η εικόνα αυτή ενισχυόταν από το πολυπληθές ακροατήριο που ανταποκρινόταν στις εθνικές του διαλέξεις –στο οποίο παρευρίσκονταν και πολλά πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και εν ενεργεία πρωθυπουργοί– και από την όλη δράση που ανέπτυξε κατά την περιοδεία του στις αλύτρωτες περιοχές το καλοκαίρι του 1905, αλλά και στον ελληνισμό της Βόρειας Αμερικής και του Καυκάσου το 1906. Εξίσου σημαντική ήταν και η αναγνώρισή του στο εξωτερικό. Διατηρούσε προσωπική φιλία με τον κορυφαίο πολιτευτή George Clemenceau, ο οποίος μεταξύ άλλων τελούσε διευθυντής της εφημερίδας Aurore που φιλοξενούσε άρθρα του Καζάζη, κυρίως για το Μακεδονικό Ζήτημα. Είχε επίσης επαφές με τον Ιταλό στρατιωτικό Ricciotti Garibaldi (γιο του Giuseppe) και σχετιζόταν με πνευματικές προσωπικότητες της Γαλλίας, όπως ο Théophile Homolle (διευθυντής της Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και του Μουσείου του Λούβρου), ο βυζαντινολόγος Charles Diehl και ο εμπνευστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων Pierre de Coubertin.69 Κατά την πολύμηνη συχνά παραμονή του στην Ευρώπη γνώρισε δημοσιογράφους, στους οποίους ανέπτυσσε τα ελληνικά δίκαια, έδινε συνεντεύξεις για τα εθνικά ζητήματα σε ξένους ανταποκριτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δεχόταν προσκλήσεις από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μελετούσε συνεχώς τον ξένο Tύπο και γνώριζε τις φιλελληνικές ή ανθελληνικές θέσεις των ξένων πολιτικών, δημοσιογράφων και πνευματικών προσώπων.
Τέλος, ο ίδιος ήταν γνώστης του έργου πολλών Ευρωπαίων συγγραφέων και στοχαστών. Από τις αναφορές του στο Γερμανό φιλόσοφο Φίχτε και στον Ιταλό Μακιαβέλι φαίνεται πως η σκέψη τους επηρέασε τον Καζάζη ως προς τη διαμόρφωση των απόψεών του περί ενοποίησης του έθνους. Το έργο του Μακιαβέλι φαίνεται επίσης να τον εμπνέει –όπως θα αναφερθεί στο σχετικό κεφάλαιο της παρούσας εργασίας– στην κριτική που άσκησε στον ελληνικό κοινοβουλευτισμό.
Πηγή:Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας από το 19ο στον 20ό αιώνα (1897-1912) ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Κωστής Παλαμάς: Το πάθος για σύνθεση
Τα είδη του πολέμου των λογισμών.
Τα είδη του πολέμου των λογισμών
Οι Άγιοι Πατέρες είπαν για τον νοητό πόλεμο ότι το πρώτο στάδιο είναι η προσβολή του λογισμού, κατόπιν ο συνδυασμός, μετά η συγκατάθεση, ύστερα η αιχμαλωσία και τέλος το πάθος.
Η προσβολή, έγραψαν οι Πατέρες, Ιωάννης της Κλίμακος, Φιλόθεος Σιναΐτης και πολλοί άλλοι, είναι ένας απλός λογισμός η παρουσία στον νου μιας εντυπώσεως, η οποία εισέρχεται στην καρδιά και εκδηλώνεται στον νου. Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι η προσβολή είναι μία ενθύμηση, την οποία κάνει ο εχθρός λέγοντας: «Κάνε αυτό ή εκείνο», όπως ακριβώς εμφανίσθηκε στον Κύριο και τον προέτρεπε: «Ειπέ ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3), και γενικά οποιαδήποτε σκέψη που γίνεται στον ανθρώπινο νου από τον διάβολο.
Γι’ αυτό οι Άγιοι Πατέρες λέγουν αυτό το είδος πολέμου δεν συνιστά αμαρτία για τον άνθρωπο, διότι είναι μία νοερά προσβολή του εχθρού της σωτηρίας μας, η οποία, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, δεν προέρχεται από εμάς και συνεπώς δεν μας μεγαλύνει ούτε μας ταλαιπωρεί. Μ’ αυτό τον τρόπο προσέβαλε ο διάβολος τους πρωτοπλάστους και εξεδίωξε εκ του παραδείσου και του Θεού, λόγω της παραβάσεως της εντολής Του, ώστε να μπορεί κατόπιν να προσβάλει κάθε άνθρωπο με τους κακούς λογισμούς. Μόνον οι τέλειοι μπορούν να μένουν ακλόνητοι, παρότι και αυτοί μερικές φορές προσβάλλονται, όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Ο συνδυασμός, λέγουν οι Πατέρες είναι η εμπαθής ή απαθής συνομιλία με τον λογισμό που εμφανίζεται, όπως την δέχεται ο νους από τον νοητό εχθρό, δηλαδή η συζήτηση και εκούσια απασχόληση με αυτόν. Αυτή η εκδήλωση του λογισμού δεν είναι τελείως αναμάρτητος και είναι αξιέπαινος αυτός που θα διορθώσει τον κακό λογισμό με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, εάν δεν αποκρούσει αμέσως την προσβολή του λογισμού που κάνει ο διάβολος στον άνθρωπο και θελήσει λίγο να ομιλήσει μ’ αυτόν, ο διάβολος αναγκάζει την σκέψη του να προχωρήσει προς την αμαρτία. Πρέπει λοιπόν να αγωνιζόμαστε να επανέλθει ο νους μας προς το καλλίτερο, και πως πρέπει να επιστρέψουμε τον νου μας προς τους καλούς λογισμούς, θα το φανερώσουμε παρακάτω με την βοήθεια του Θεού.
Η συγκατάθεση, είπαν οι Πατέρες, είναι η κάμψη της ψυχής, λόγω ηδονής, στον εμφανισθέντα λογισμό ή στην μορφή που σχηματίσθηκε στον νου. Αυτό συμβαίνει εάν δεχθούμε την φαντασία ή την πονηρά ενθύμηση του εχθρού και λίγο-λίγο υποχωρήσουμε στις προτροπές του. Αυτό, είπαν οι Πατέρες, συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν ασκούνται στην πνευματική εργασία. Συνεπώς λοιπόν, εάν δεν μάθει κάποιος την άσκηση της εργασίας των αρετών και ενώ έλαβε πλήρως από τον Θεό την βοήθεια για την αποδίωξη των κακών λογισμών, ζει με ακηδία και δεν αγωνίζεται, δεν είναι απαλλαγμένος της αμαρτίας, λόγω της αδιαφορίας του στην απόκρουση των κακών και πονηρών λογισμών. Και εάν θα είναι κάποιος από τους αδόκιμους και αρχαρίους μοναχούς και αδύνατος στην εκδίωξη των λυσσαλέων επιθέσεων του πονηρού, αμέσως να τρέχει κράζοντας προς τον Κύριο, με ταπείνωση και εξουθένωση του εαυτού του, να τον βοηθήσει, όπως είναι γραμμένο: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλμ. 84, 1). Και ο Θεός κατά το μέγα έλεός Του θα τον συγχωρήσει για την αδυναμία του αυτή. Αυτά είπαν οι Πατέρες γι’ αυτούς που είναι στον πνευματικό αυτό πόλεμο και νικήθηκαν όχι με την θέλησή τους αλλά λόγω της ισχυρής προσβολής του λογισμού. Όμως ο νους να ανδρειώνεται για να μην κάνει την ανομία με την πράξη, όπως λέγει ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης.
Η αιχμαλωσία είναι η υποχώρηση στο πάθος. Γι’ αυτήν είπε ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος: Όποιος δέχεται με την θέλησή του τις πονηρές προτροπές του νοητού εχθρού, συζητά και συγκαταβαίνει σ’ αυτές, νικήθηκε πλέον, δεν αντιδρά στην αμαρτία και επιθυμεί να την πράξει ακόμη και όταν δεν είναι βολικό με το έργο, επειδή ίσως δεν είναι ο κατάλληλος καιρός ή ο τόπος ή εμποδίζει κάποια άλλη δυσκολία. Αυτή η εκούσια προσχώρηση στο κακό είναι πολύ εφάμαρτη και χωρίς αμφιβολία τιμωρείται.
Η υποδούλωση η αναγκαστική και ακούσια της καρδιάς ροπή, καταστρέφει την προσωπική μας φρόνηση και το αυτεξούσιο, επειδή ενώθηκε με αυτήν (καρδιά) ο εμπαθής λογισμός. Έτσι λοιπόν, εάν θα υποδουλωθεί η καρδιά από τον κακό λογισμό και σύρεται με βία χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, θα μπορέσει μόνο με την βοήθεια του Θεού να επιστρέψει στην πρώτη της κατάστασή. Και εάν κυβερνάται σαν από θύελλα και κύματα από τους πονηρούς λογισμούς χάνοντας την ελευθερία της και μην μπορώντας να επανέλθει στην ψυχική της αρμονία και ειρήνη, αυτό οφείλεται στην εσωτερική ταραχή που δημιουργείται από την υπερβολική και ακράτητη είσοδο των πονηρών λογισμών.
Έτσι επέρχεται μία σύγχυση μεταξύ των αμαρτωλών σκέψεων και της ψυχικής αρμονίας της ψυχής. Η σύγχυση αυτή με άλλο τρόπο κρίνεται, όταν συμβαίνει στον καιρό της προσευχής, και με άλλο τρόπο όταν γίνεται σε άλλη στιγμή. Άλλο το είδος των λογισμών όταν είναι συνηθισμένο και άλλο όταν έρχεται έξωθεν από τους κακούς λογισμούς. Έτσι λοιπόν, είναι πιο εφάμαρτο εάν αιχμαλωτισθεί ο νους από τους κακούς λογισμούς στην ώρα της προσευχής διότι εκείνη την στιγμή ο νους πρέπει να κατευθύνεται προς τον Θεό και να προσέχει στην προσευχή, προφυλασσόμενος από οποιαδήποτε ξένη σκέψη. Εάν δεν γίνεται στην ώρα της προσευχής και οι λογισμοί εισέλθουν, λόγω διαφόρων πειρασμών της ζωής, αυτό δεν είναι αμαρτία, διότι και οι άγιοι ασχολούντο με συστηματικό πρόγραμμα με τα χρειώδη της ζωής. Πάντως πρέπει πάντοτε να προφυλαγόμαστε από τους κακούς λογισμούς.
Ενώ το πάθος, λέγουν οι Πατέρες είναι αυτό το οποίο για πολύ χρόνο φωλιάζει στην ψυχή και την ταράζει πάντοτε με τους εμπαθείς λογισμούς που σπείρει ο νοητός εχθρός μας. Και από την συχνή και αλλεπάλληλη υποχώρηση στο κακό, γιγαντώνεται και γίνεται συνήθεια η αμαρτία, που ενισχύεται ακόμη από την φαντασία και επανάληψη του κακού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο διάβολος παρουσιάζει ενώπιον του ανθρώπου κάθε είδους εμπαθή έργα και του ανάβει την φλόγα για ν’ απολαύσει αυτά. Περισσότερο όμως οφείλεται αυτό, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος συνομιλεί με τον λογισμό του και από απροσεξία συγκατατίθεται σ’ αυτόν ή με τη θέλησή του σκέπτεται το παράνομο έργο, αφού πλέον δεν έχει τον φόβο των αιωνίων βασάνων και αδιαφορεί για την μετάνοια· δηλαδή δεν του φαίνεται κακό και δεν προσεύχεται για να λυτρωθεί από το πάθος.
Όταν ένας κολάζεται στα αιώνια βάσανα του Άδου δεν σημαίνει ότι κολάσθηκε επειδή πολεμήθηκε από κάποιο πάθος αλλά από αμετανοησία, διότι εάν συνέβαινε αυτό δεν θα υπήρχε για κανέναν συγχώρηση, έως ότου φθάσουν στην τελεία απάθεια, όπως λέγει ο Πέτρος ο Δαμασκηνός. Διότι είπαν οι Πατέρες ότι, αυτοί που κυριεύθηκαν από πάθη, πρέπει να τα καταπολεμήσουν κατόπιν με πολλή άσκηση. Επί παραδείγματι, εάν κάποιος υπετάγει στο πάθος της πορνείας πρέπει να απομακρυνθεί ολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και από τα διεγερτικά μυρωδικά του. Διότι εάν δεν φυλάξει εκείνος τον εαυτό του από όλα αυτά, επαναλαμβάνει το πάθος και πορνεύει με τον λογισμό στην καρδιά του, ανάβοντας μόνος του την κάμινο των παθών του καιολοκληρωτικά με εκείνο το πρόσωπο που αμάρτησε και από κάθε σχέση και συνομιλία μαζί του, από την ψαύση ενδυμάτων του και και επιτρέποντας να μπαίνουν μέσα του, σαν ένα θηρίο, όλοι οι κακοί λογισμοί.
Αγ. Νείλος του Σόρσκυ
Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com
Επικίνδυνο φορτίο, Ματθαίου Μουρσελά. Ραδιοφωνικό θέατρο
Ένας ασήμαντος υπάλληλος, ο Αλέξανδρος (Στέφανος Ληναίος) πιέζεται να συμβιβαστεί από το αφεντικό του (Γιώργος Μιχαλακόπουλος). Το πάθος του Αλέξανδρου είναι να μετράει... Τελικά αντιστέκεται μέχρι τέλους στον παραλογισμό του διευθυντή του...
Ένα έργο με πολλούς συμβιβασμούς.
Το «Επικίνδυνο φορτίο» ήταν το έργο που καθιέρωσε τον Κώστα Μουρσελά σε έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς των τελευταίων δεκαετιών και πρωτοπαίχτηκε στο θέατρο ΟΡΒΟ το 1970.
Ένας μεγάλος ηθοποιός, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος υποδύεται τον Διευθυντή.
*Προλογίζει και σκηνοθετεί ο Στέφανος Ληναίος*
Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι "Μαργαρίτα Μαγιοπούλου"
Ο Άντριου Κρίσελ αναφέρεται στο ραδιοφωνικό θέατρο.
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του. Κατάφερε να ζήσει απ’ το γράψιμο σε μια εποχή που λογοτέχνες και κ...