Από το πόνημα του Δημήτρη Ψαθά μαθαίνουμε μία εκδοχή του περιστατικού που προκάλεσε την έναρξη του θρυλικού αντάρτικου...
Διάβαζε ο δυστυχισμένος, τα μάτια του βούρκωσαν κι άρχισε να λέη στον πλαϊνό του για τα δεινά που τού γραφε η γυναίκα του, πείνα και δυστυχία και ξεσπίτωμα και φοβέρες των Τούρκων ότι θα κάψουν το χωριό τους, επειδή ψάχνανε για φυγόστρατους και δεν τους βρίσκαν. Μαυρίλα εδώ, λαχτάρα εκεί, δάκρυζε ο άνθρωπος κι αναστέναζε, όπου νάσου τον βλέπει ο τσαούσης ότι είχε παρατήσει την δουλειά, τρέχει, τον βλαστημά και τον βαρά με το καμτσίκι στο πρόσωπο, ουρλιάζοντας, «βάι ντινινί, αβρατινί, γκιαούρ ογλού γκιαούρ»! Οργή και πόνος έγιναν μονομιάς μπαρούτι και φωτιά μέσ' στην ψυχή του Έλληνα, αρπάζει το τσεκούρι και το κατεβάζει στο κεφάλι του τσαούση, που σωριάστηκε. Ύστερα παίρνει δρόμο, φεύγει μαζί κι ο φίλος του, τρέχουν κι οι δυο, τρυπώνουν σ' ένα δάσος, κρύβονται και μένουν εκεί μέρες και μέρες, τρώγοντας χόρτα κι αγριόριζες. Αλλά από τον φόβο της εκδίκησης των Τούρκων ακολούθησαν κι άλλοι —έτσι κι αλλιώς ήσαν χαμένοι— οι δυο γίνονται τρεις, πέντε, δέκα, κι όπου ξεμονάχιαζαν Τούρκο χυμούσαν απάνω του, τον γδύναν, του παίρνανε τα όπλα και ανέβαιναν στο βουνό. Έτσι ιστορούνε την αρχή του αντάρτικου μερικοί απ' όσους θέλησαν να γράψουν την ιστορία εκείνων των καιρών, αλλά κι αν το περιστατικό αυτό το έπλασε μόνο η φήμη, κρύβει, ωστόσο, όλη την αλήθεια για τον τρόπο που γεννήθηκε ο ένοπλος αγώνας στα βουνά του Πόντου. Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε κι οργανωμένη, αλλά μια αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης, ένα πηγαίο ξέσπασμα οργής, σχεδόν πρωτόγονο, κάτι σαν λειτουργία ενός πανάρχαιου νόμου των περήφανων λαών που αντιστέκονται στους χαλασμούς των πιο τραγικών ενάντιων καιρών.
Πηγή: Δ. Ψαθάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου