Ο μύθος που έχει καθιερωθεί, πως οι Δωριείς ήταν αυτοί που εξοπλισμένοι με σιδερένια όπλα κατέλυσαν το μυκηναϊκό πολιτισμό, είναι ανακριβής και τα αρχαιολογικά τεκμήρια εύκολα τον ανατρέπουν.
Σίγουρα αυτή η μικρή πληθυσμιακά, περιθωριακή και νομαδική φυλή της αρχαίας Ελλάδας, μετακινήθηκε και διαφοροποιήθηκε την εποχή της αναστάτωσης, εγκαταστάθηκε και αναπτύχθηκε σε παραδοσιακά εδάφη των Αχαιών, αλλά δεν ήταν οι Δωριείς που προκάλεσαν την καταστροφή. Η σταδιακή άνοδός τους και οι διεκδικήσεις τους στον Ελλαδικό χώρο, ήταν μια φυσική συνέπεια της πτώσης των Μυκηναίων και όχι η αιτία της.
Οι πραγματικοί ένοχοι, ήταν το πλήθος των αδίστακτων εκτελεστών μιας πανάρχαιας μάστιγας. Ήταν οι κουρσάροι της Μεσογείου, που καθώς το φαινόμενο ήταν γενικευμένο, τα τμήματά τους δεν απαρτίζονταν μόνο από Αχαιούς, αλλά κι από άλλους λαούς, γνώστες της ναυτικής και πολεμικής τέχνης. Η περίπτωση των Λυκίων, οι οποίοι ζούσαν κοντά στις ακτές της νότιας Μικράς Ασίας, είναι χαρακτηριστική. Αυτοί, παρότι το Ίλιον βρισκόταν τόσο μακριά απ’ την χώρα τους, όπως και οι ίδιοι παραδέχονται μέσα στο έπος, πολέμησαν με γενναιότητα στο πλευρό των Τρώων και ενάντια στους Αχαιούς.
«Τώρα μονάχα ὅσοι βρεθήκαμε συμμάχοι πολεμοῦμε˙ τί σύμμαχος κι ἐγώ εἶμαι κι ἔφτασα μακριάθε ξεκινώντας τί εἶναι μακριά ἡ Λυκία, στό στρουφιχτό τοῦ Ξάνθου ρέμα πάνω, κι ἔχω ἀφημένο ἐκεῖ τό ταίρι μου καί τό μωρό τό γιό μου καί βιός πολύ, πού θα το ζήλευε κάθε φτωχός. Μά κι ἔτσι γκαρδιώνω τους Λυκιῶτες ἄπαυτα καί λαχταρῶ κι ἀτός μου νά κονταροχτυπιέμαι, τίποτα δῶ πέρα ἄς μην ὁρίζω, γιά βιός οἱ Ἀργίτες νά μοῦ πάρουνε γιά ζά να μοῦ ξεκόψουν» (Ιλιάδα. Ε 477-484)
Αυτοί οι πολύτιμοι σύμμαχοι των Τρώων, σε διάφορα μέρη της Ιλιάδας, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ορμητικότητα και οι Λύκιοι ήρωες, Σαρπηδόνας, Γλαύκος και Πάνδαρος έχουν εξέχοντα ρόλο. Η μόνη εξήγηση, που μπορεί να δοθεί για την παράξενη συμμετοχή τους, σε αυτόν τον κανονικά αδιάφορο γι’ αυτούς πόλεμο, είναι ότι μάχονταν ως μισθοφόροι, κι οι Τρώες σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές, είχαν προσλάβει για ενίσχυση αρκετούς τέτοιους τυχοδιώκτες, οι οποίοι ξεχώριζαν για την μαχητικότητα τους. Οι Λύκιοι, αυτήν την πολεμική τους δεξιοτεχνία, την διατήρησαν και σίγουρα την εκδήλωσαν στα βίαια χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο της Τροίας.
Ακολουθώντας την τόσο οικεία για όλους τακτική της πειρατείας, για πρώτη ίσως φορά στην παγκόσμια ιστορία, μικρά ή πολυάριθμα ναυτικά –στρατιωτικά τμήματα ατρόμητων ανδρών, απ’ όλη την ανατολική Μεσόγειο, ανεξάρτητα ή συνασπισμένα κάτω από έναν ανίερο σκοπό, σαν λαίλαπα απλώθηκαν στη γύρω περιοχή κι επιδόθηκαν σ’ένα ξέφρενο κυνήγι λαφύρων. Έναν αδυσώπητο αγώνα αναζήτησης κι αρπαγής πολύτιμων αγαθών, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις εύπορες πόλεις και τους ευκατάστατους πολιτισμούς, που είχαν τη φήμη της ευημερίας και του συσσωρευμένου πλούτου.
Μια φήμη που διαδιδόμενη από στόμα σε στόμα, πολλές φορές παραμόρφωνε την αλήθεια και γιγαντωνόταν, εξάπτοντας το πάθος των δραστών ακόμα πιο πολύ.
«τί ὅσο ἡ ζωή μου ἀξίζει, ἀλάκερα τά πλούτη δέν άξίζουν πού ἔκρυβε, λένε, τό πολύκοσμο τῆς Τροίας ἐντός του κάστρου» (Ιλιάδα. Ι 401-402) «τοῦ Ὀρχομενοῦ τά πλούτη ἄν μοῦ ’δινε καί τῆς αἰγύπτιας Θήβας, πού θησαυρος κεῖ πέρα ἀρίφνητους τό κάθε σπίτι κρύβει,» (Ιλιάδα. Ι 381-382)
Πηγή: Ομηρική Ιθάκη. Το τέλος του ταξιδιού, Αθανάσιος Δανιήλ.