Ο Οδυσσέας ναυαγός, ταλαιπωρημένος, εξαθλιωμένος και θεόγυμνος ξεβράζεται στην παραλία της Σχερίας, του νησιού των Φαιάκων, ύστερα από πάλη με τα κύματα τριών ημερών.
Τον περιθάλπει η Ναυσικά, κόρη του βασιλιά Αλκίνοου (αλκή = δύναμη + νους), που παίζει με τις υπηρέτριές της στην παραλία, δίπλα σ’ ένα ποτάμι.
Οι Φαίακες προσφέρουν εξαιρετική φιλοξενία στον Οδυσσέα, προτού τον ρωτήσουν καν ποιος είναι, και την επομένη διοργανώνουν αθλητικές και χορευτικές εκδηλώσεις για να τον ευχαριστήσουν.
Ο θείος Όμηρος ονοματίζει αρκετούς νέους Φαίακες που συναθροίστηκαν για τα αθλήματα.
Αξίζει να ετυμολογήσουμε τα ονόματα αυτά, για να πάρουμε μια μικρή γεύση από τη σοφία του ποιητή αλλά και του μοναδικού, υψηλού επιπέδου πολιτισμού των προγόνων μας, όπως διαφαίνεται στα έπη, αν τα εξετάσουμε λίγο βαθύτερα.
Προσέξτε. Σε όλα τα ονόματα ένα από τα συνθετικά ή απευθείας το όνομα σχετίζεται είτε με τη θάλασσα είτε με τα πλοία.
Πρέπει να λεχθεί ότι οι Φαίακες ζουν αποκλειστικά με τη θάλασσα και από τη θάλασσα, γι αυτό και είναι άριστοι ναυτικοί. Προσφέρουν αφιλοκερδώς βοήθεια στους ναυαγούς με τα έξυπνα πλοία τους που οδηγούνται αυτόματα, με τη σκέψη…
- Ωκύαλος = ωκύς + αλς = θάλασσα. Ο ταχύς σαν τη θαλάσσα.
- Ναυτεύς = ο ναύτης, εκ της λέξεως «ναυς» = πλοίο.
- Πρυμνεύς = πρημνός = το τελευταίο, έσχατο τμήμα του σκάφους.
- Αγχύαλος = επίρρημα άγχι = πλησίον + αλς = θάλασσα.
- Ερετμεύς = ο κωπηλάτης, εκ του ρήματος ερέσσω. Ερετμόν είναι το κουπί.
- Ποντεύς = πόντος = θάλασσα.
- Πρωρεύς = πρώρα, πλώρη.
- Θόων = ο ταχύς, εκ του ρήματος θέω = τρέχω.
- Αναβισήνεος = ανά + βαίνω + ναυς = πλοίο. Ο ευρισκόμενος επί της νηός = του πλοίου).
- Αμφίαλος = αμφί + αλς = θάλασσα. Κείμενος μεταξύ δυο θαλασσών.
- Πολύνηος = πολύ + ναυς. Ο κάτοχος πολλών πλοίων.
- Τεκτονίδης = τεκταίνομαι = κατασκευάζω, φτιάχνω. Ο υιός του τέκτονος, του ναυπηγού που κατασκευάζει πλοία.
- Ευρύαλος = ευρύς + αλς. Ο ταξιδεύων στην πλατειά θάλασσα.
- Ναυβολίδης = ο υιός του Ναυβόλου: ναυς + βάλλω. Ο επιτυχώς ναυτιλλόμενος. Ο εμβάλλων φορτίο επί του πλοίου.
- Κλυτόνηος = ο κλυτός, ξακουστός λόγω των νεών του (των πλοίων του).
- Άλιος = ο θαλασσινός, εκ της λέξεως αλς = θάλασσα.
Το φαινόμενο είναι ασύγκριτο και ανεπανάληπτο αν σκεφτούμε ότι οι άλλοι λαοί της εποχής εκείνης συνεννοούνταν, όσο συνεννοούνταν, με άναρθρες κραυγές ή το πολύ με μερικές εκατοντάδες κακόηχες λέξεις, γι αυτό και οι πρόγονοί μας τους ονόμασαν βαρβάρους.
William McGregor Paxton, “Ναυσικά”. Wikimedia Commons