Θείος Βάνιας, του Αντών Τσέχωφ. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θείο Βάνια, του ρώσου θεατρικού συγγραφέα Αντών Τσέχοφ. Ταυτόχρονα η παρουσίαση αυτού του έργου, θα αποτελέσει και την πρώτη μου αναμέτρηση με την τσεχωφική δημιουργία.





  Καταρχήν έχουμε να κάνουμε με έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς όχι μόνο του ρωσικού, αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Γεννημένος στο Τάγκαρογκ της νότιας Ρωσίας, πέθανε σε ηλικία 44 ετών, θα χαρακτηριστεί ως ¨άνθρωπος-εξαίρεση στον κανόνα¨. Ο Τσέχωφ κατατάσσεται ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας, πλάι στους Γκογκόλ, Τουργκάνιεφ και Τολστόι. Συνδιαμορφωτής μαζί με τον Ερρίκο Ίψεν και τον Αύγουστο Στρίμπεργκ της πρώιμης περιόδου του μοντερνισμού στο θέατρο. Ο Τσέχωφ ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα, έγραψε πολλά διηγήματα, καθώς και έργα σταθμούς όπως Ο Βυσσινόκηπος (1904), Ο Γλάρος (1895), Τρεις Αδερφές (1901) και Θείος Βάνιας (1899). Οι πόρτες των μεγαλύτερων θεάτρων της αυτοκρατορίας είχαν ανοίξει διάπλατα γι’ αυτόν.

   Ο ρώσος λογοτέχνης, σε γενικές γραμμές, στηλιτεύει το σύγχρονο τρόπο ζωής στη Ρωσία των τελών του 19ου αιώνα, καθρεφτίζει το απελπιστικό βάλτωμα της Ρωσίας, που συνθλίβονταν από την αυταρχικότητα του Αλέξαδρου ΄Γ. Το φυσικό στοιχείο των ηρώων του έργου του ήταν η σκιερή ατμόσφαιρα, η αντίθεση του ιδεώδους και της πραγματικότητας που οδηγούσε τους ήρωες στην απάθεια ή τις στείρες ελπίδες. Στόχος της κριτικής του και πηγή έμπνευσης των θεατρικών του έργων, ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Τα πρόσωπα όμως των έργων του, προέρχονται από όλο το επαρχιώτικο φάσμα της ρωσικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει με στοργή την άσχημη καθημερινή τους ύπαρξη, καθώς επίσης και τη θλιβερή πλήξη τους.

  Το έργο γράφτηκε το 1896-97, την ίδια περίπου εποχή με το Γλάρο, και έκανε πρεμιέρα το 1899 στο ¨Θέατρο  Τέχνης Μόσχας¨, ένα χρόνο, δηλαδή, μετά την ίδρυση του θεάτρου. Ναός του ¨Νατουραλιστικού Θεάτρου¨, το ¨Θέατρο Τέχνης Μόσχας¨ υπήρξε μεγάλος σταθμός στη θεατρική σταδιοδρομία του Τσέχωφ. Ήταν η εποχή που ιδρύθηκε το ¨Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα¨ και φυλακίσθηκε ο Εμίλ Ζολά, για το πύρινο άρθρο του Κατηγορώ, που δημοσιεύθηκε σε ημερήσια εφημερίδα, και αφορούσε τη γνωστή ¨Υπόθεση Ντρέυφους¨.

  Πρωταγωνιστής του έργου, ήταν ο Κωνσταντίν Στανισλόφσκι, στο θέατρο επικράτησε ατμόσφαιρα θλίψης, το έργο δεν κατανοήθηκε από τον πρωταγωνιστή και παρουσιάστηκε κάτι μισητό, αντί για τη δακρύβρεχτη, μελαγχολική, συναισθηματική και ελεγειακή ατμόσφαιρα που ασφαλώς επεδίωκε ο Τσέχωφ. Η πλήξη που αναπαριστούσε ο Τσέχωφ είχε επίγνωση του κενού, μια γνώση που οδηγεί στην οκνηρία, που μπορεί να είναι ορατή σε κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Στο ίδιο θέατρο γνώρισε και ερωτεύτηκε την ηθοποιό Όλγα Κίπνερ, μέλος της ¨Ακαδημίας Επιστημών¨ και μετέπειτα σύζυγος του. Η Όλγα στην πρεμιέρα του έργου θα υποδυθεί την Έλενα.

  Ο Θείος Βάνιας αποτλλεί μία αναθεωρημένη εκδοχή ενός έργου που είχε γράψει ο Τσέχωφ οχτώ χρόνια πριν, και είχε ανεβάσει στη Μόσχα. Σε εκείνη την εκδοχή ο πρωταγωνιστής αυτοκτονεί στο τέλος, και η Σόνια η ανεψιά του ετοιμάζεται να παντρευτεί το δημοκρατικό ήρωα του έργου. Στην αναθεωρημένη εκδοχή ο ήρωας καταλαμβάνει το κέντρο των δραματικών εξελίξεων. Ο Τσέχωφ το χαρακτήρισε ¨σκηνές από τη ζωή στο χωριό σε τέσσερις πράξεις¨, καθώς είναι δομημένο σε τέσσερις πράξεις.

  Ο Βάνιας είχε περιληφθεί δύο φορές στο ρεπερτόριο του ¨Εθνικού Θεάτρου¨, το 1958 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και το 2009 σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

 



 

Η υπόθεση: 

  Ο Ιβαν Βοϊνίτσκι, γνωστός και ως θείος Βάνια, αγωνίζεται απελπισμένα να διαχειριστεί σωστά το οικογενειακό του κτήμα, μαζί με την πολύτιμη βοηθό του, την ανύπαντρη ανιψιά του Σόνια. Και οι δυο ζουν φτωχικά, στερούνται τα πάντα, χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους, μόνο και μόνο, για να αυξήσουν τα έσοδα και να τα στείλουν στον πατέρα της Σόνιας, τον καθηγητή Σερεμπριάκοφ, που τον εκτιμούν και τον σέβονται για την πνευματική καλλιέργεια και το ελιτίστικο ανάστημά του…

  Όταν όμως, ο καθηγητής, που έχει ξαναπαντρευτεί, έρχεται με την πανέμορφη νεαρή γυναίκα του, την Ελένα, για να περάσουν λίγες καλοκαιρινές μέρες στο κτήμα, ξαφνικά οι εντυπώσεις αλλάζουν, οι απόψεις μεταβάλλονται και οι συνειδήσεις αφυπνίζονται. Ο Βάνια νιώθει απελπισμένος, διότι καταλαβαίνει, εντελώς ξαφνικά, τούτο το καλοκαίρι ότι θυσίασε όλη του τη ζωή, ότι στερήθηκε τα πάντα, ότι δούλεψε ασταμάτητα σαν σκλάβος, για να συντηρεί έναν μωροφιλόδοξο. Έναν κενό και ανόητο τύπο, που δεν αγαπά παρά μονάχα τον εαυτό του.

   Την ίδια στιγμή η Ελένα πλήττει θανάσιμα και χωρίς να το θέλει – αυτό δεν είναι και απόλυτα σίγουρο – ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της επαρχίας, αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Κινητοποιεί με την ομορφιά, τη φρεσκάδα και την αδιαφορία της όλο τον ανδρικό πληθυσμό του αγροκτήματος και ιδιαίτερα γοητεύει τον γιατρό Αστρόφ, με τον οποίο η Σόνια είναι κρυφά ερωτευμένη.

   Οι χαρακτήρες αρχίζουν να διαγράφονται καθαρά, σιγά σιγά όμως, έτσι καθώς βγαίνουν νωθρές, νωχελικές ,αργοκίνητες και κουρασμένες από το τέλμα της ρωσικής επαρχίας.

 


Επιπλέον στοιχεία για το έργο:

  Καταρχήν έχουμε να κάνουμε με το πιο «τσεχωφικό» δράμα του κορυφαίου ρώσου συγγραφέα. Το έργο συμπυκνώνει εκρηκτικά το υπαρξιακό αδιέξοδο του φαινομένου που λέγεται ¨άνθρωποι μέσα στο χώρο και στο χρόνο¨. Το έργο ισορροπεί ανάμεσα στην αστάθμητη μελαγχολία και την υπονομευτικά ειρωνική θεώρηση.

  Στην αδιασάλευτη επαρχιακή ζωή της Ρωσίας του 19ου αιώνα τίποτα δε συνέβαινε, όλα κυλούσαν αργά, όλα ήταν πνιγηρά. Μια καθημερινότητα μόχθου δεν άφηνε περιθώρια χώρου. Όλα υποταγμένα στην ανθρώπινη μοίρα. Αποδεκτή χωρίς αντίδραση. Οι φτωχοί δικαιούνταν μόνο να πνίγουν στη βότκα τη μιζέρια τους. Η εισβολή του διαφορετικού είναι εφήμερη, στρέφει όλα τα βλέμματα πάνω του, η ζωή αρχίζει να αποκτά νόημα. Το παρελθόν είναι ακόμη πιο αδιάφορο και ειδεχθές.

  Ο θίασος των ηθοποιών είναι ο μικρότερος αριθμητικά από οποιονδήποτε άλλο έργο του Τσέχωφ. Η δράση τους δε στηρίζεται σε συνταρακτικά γεγονότα, οι συγκινησιακές εξάρσεις απουσιάζουν, αλλά μέσα από τις χαμηλόφωνες κουβέντες των απλών αυτών προσώπων εκφράζονται εσωτερικές συγκρούσεις και αναδύονται απρόβλεπτες όψεις της ζωής που τους αποδεσμεύουν από παγιωμένα σχήματα και τους οδηγούν στη συνειδητοποίηση μιας κατάστασης.

  Οι ήρωες είναι εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα της επαρχιώτικης ζωής, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Η προοπτική και η πιθανότητα μιας καινούριας ζωής, σε αντίθεση με το Βυσσινόκηπο στο Θείο Βάνια διαφαίνεται ανέφικτη. Μικροί και γνήσιοι ήρωες φλερτάρουν με τα όρια τους και ο έρωτας γι’ αυτούς είναι ιδανικό παυσίπονο ευτυχίας. Αναζητούν την ελπίδα που θα νικήσει την καθημερινή φθορά τους. Είναι πρωταγωνιστές στο διαχρονικό τσίρκο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας.


Η Ρίτα Μουσούρη



  Ο Τσέχωφ περιγραφεί με λεπταίσθητη συμπόνια και διακριτική ειρωνεία τα δραματικά όσο και κωμικά αδιέξοδα που προκαλούν στην ανθρώπινη ζωή η προσκόλληση σε αναμνήσεις και χίμαιρες, η έλλειψη κατανόησης του άλλου, οι μικροανταγωνισμοί, η αυταρέσκεια ή ακόμα η μοιρολατρία και η αδράνεια. Οι ήρωες πιστεύουν ότι θα υπάρξει δικαιοσύνη για τους εξόριστους της ζωής (όσους δε χάρηκαν, δεν αγαπήθηκαν και όσους μόχθησαν). Ζουν υποταγμένοι στη μοίρα, χωρίς ελπίδα, πιστεύουν σε ένα καλύτερο αύριο πολύ απόμακρο και σε ένα θάνατο που θα τους απαλλάξει από τα προβλήματα.  Το μέλλον στο Θείο Βάνια δε φαντάζει καθόλου ελπιδοφόρο. Οι ήρωες του έργου μιλούν για το παρελθόν και τροφοδοτούν τα γεγονότα που τους ενδιαφέρουν σε παρελθόντα χρόνο.

  Στόχος της κριτικής και πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου έργου ήταν οι επαρχιώτες αριστοκράτες. Ο θεατής βλέπει ένα λεπτό ποιητικό ρεαλισμό για την καθημερινή ζωή της συμβιβασμένης ανώτερης τάξης, που ήταν ρηξικέλευθος για την εποχή του. Όλοι στο έργο ζουν την τελευταία τους ευκαιρία και τη χάνουν, υπάρχει η αίσθηση του ¨τώρα¨ ή ¨ποτέ¨, έργο με τρομαχτικές αναλογίες στην εποχή μας.

  Η δραματική σύγκρουση στον Τσέχωφ δεν αφορά, θα λέγαμε, εξωτερικές διεργασίες ούτε σχετίζεται με ευρύτερες πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές, αλλά εδράζεται στις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στις αδυναμίες τους και στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους. Η λειτουργία της σύγκρουσης στο δράμα τεμαχίζεται στον κάθε χαρακτήρα, και αποδεικνύεται υποδόρια και εκφυλιστική. Δεν εξαντλείται στην ένταση της στιγμής ούτε και καταφέρνει να φέρει την ανατροπή όταν οδηγείται σε μια τύπις κορύφωση (την απόπειρα του Βάνια να σκοτώσει τον καθηγητή). Αντιθέτως το ξέσπασμα του ήρωα είναι αυτό που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στη συνήθεια και μαζί στη φθορά,

 

Ο Σπύρος Καλογήρου



  Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τραγικοκωμικό στο τσεχωφικό σύμπαν. Το έργο δεν έχει να κάνει με ευρήματα, αλλοκοτιές για την αλλοκοτιά, αλλά με εγγεγραμμένα στο σώμα μικροκουσούρια, με μια αυτοσαρκαστική διάθεση, και την αντίστιξη που δημιουργείται από διάφορες εμμονές του κάθε προσώπου, εμμονές που φτιάχνουν όλες μαζί μια μουσική συμφωνία, για την απεγνωσμένη αναζήτηση της αγάπης που μπορεί να σκοντάφτει σε κάτι πολύ γήινο… όπως μια βροχερή μέρα. Ο Θείος Βάνιας παρουσιάζει στοιχεία φαιδρότατα, ο σκηνοθέτης όμως πρέπει να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις του αστεϊσμού.

  Ο ¨Θείος Βάνιας¨ παραμένει ένας μεγάλος ρόλος του κλασικού ρεπερτορίου. Παρόλαυτα παραμένει ένας άνθρωπος που δεν ανέπτυξε τις ικανότητες του, το ταλέντο του, ήθελε να κάνει πολλά πράγματα αλλά εγκλωβίστηκε, κάπου τον κρατάει η ζωή, φτάνει κοντά στα πενήντα και ζει τη ζωή του χωρίς να τη ζήσει.

 

Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται Έλλη Ξανθάκη, Νίκος Χατζίσκος, Νίκος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νέζος, Σπύρος Καλογήρου, Πόπη Παπαδάκη, Τιτίκα Νικηφοράκη, Ρίτα Μουσούρη, Κώστας Παπαγεωργίου

Σκηνοθεσία Νίκος Πράπας

 

Ο Νίκος Χατζίσκος



Πηγές:

https://www.n-t.gr/el/news/?nid=33617 3/5

www.periou.gr/ανθούλα-δανιήλ-άντον-τσέχωφ-ο-θείος-β/

www.enet.gr/?i=news.el.article&id=108852

https://vasilakou.theater/project/θείος-βάνιας/

https://www.elculture.gr/blog/article/ο-θείος-βάνιας-της-μαρίας-μαγκανάρη-η-δ%/

https://www.theatermag.gr/2019/10/19/kostas-koutsolelos-o-theios-vanias-den-einai-kamia-endiaferousa-periptosi-anthropou/

https://www.lifo.gr/culture/theatro/o-theios-banias-toy-giorgoy-kimoyli-boytaei-sta-riha

https://www.mytheatro.gr/o-thios-vania-tou-anton-tsechof-fotografies-tis-parastasis/

https://thanpan.org/2015/02/15/σκέψεις-για-την-παράσταση-ο-θείος-βάνι/

animusanimus.blogspot.com/2008/02/blog-post.html

Αντιγόνη Βλαβιανού κ.α., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Τ.’Β, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008

 




Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ραδιοφωνικό Θέατρο:


 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Κακοποίηση παιδιών των αστυνομικών. Τάκης Θεοδωρόπουλος

Διαβάζεις ότι κάποιος θίασος στη Θεσσαλονίκη δεν επέτρεψε να παρακολουθήσουν την παιδική παράσταση τα παιδιά των αστυνομικών. Δεν το πιστεύεις. Ομως το διασταυρώνεις. Τίτλος έργου, αίθουσα, ονόματα ηθοποιών. Απαξιώ να τα αναφέρω. Και αφού πλέον βεβαιωθείς ότι το γεγονός είναι γεγονός, προκύπτουν ορισμένα εύλογα ερωτήματα πρακτικής φύσεως. Πώς έγινε αυτό; Υπήρχε στην είσοδο ταμπέλα που έγραφε ότι απαγορεύεται η είσοδος στα παιδιά των αστυνομικών; Ή μήπως, πριν αρχίσει η παράσταση, κάποιος ηθοποιός κάλεσε τα παιδιά των αστυνομικών να αποχωρήσουν; Εκτός κι αν στο ταμείο ρωτούσαν επάγγελμα πατρός ή μητρός, γονέως Α΄ και γονέως Β΄. Υπογράψτε εδώ, παρακαλώ. Και πώς μπόρεσαν να ελέγξουν αν η δήλωση ήταν ειλικρινής; Εχουν τα παιδιά των αστυνομικών κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τα κάνει να ξεχωρίζουν από όλα τα υπόλοιπα παιδάκια του κόσμου τούτου; Φέρουν στίγμα χαραγμένο στο μέτωπό τους, σε κοιτούν περίεργα, σου κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις; Ή μήπως τους κάνουν περιτομή; Αναρωτιέμαι επίσης πώς αντέδρασαν οι υπόλοιποι γονείς που συνόδευαν τα παιδιά τους. Σηκώθηκε κάποιος να πει ότι αυτό που γίνεται είναι απαράδεκτο; Εγώ δηλώνω υπευθύνως πως αν βρισκόμουν εκεί με τους εγγονούς μου, θα τους έπαιρνα να φύγουμε αφού περνούσα από το ταμείο για να ζητήσω την επιστροφή των χρημάτων ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Ηρθα να δω παιδική παράσταση. Οχι να παρακολουθήσω συνεδρία ψυχασθενών που επιδεικνύουν αλαζονικά τη βλακεία τους. Bête et méchant, και χαζός και μοχθηρός, λένε οι Γάλλοι γι’ αυτές τις περιπτώσεις.




Σε πείσµα με το στερεότυπο της αριστερής άνοιας, που πιστεύει ότι ο ρατσισμός έχει πολιτικές ρίζες, για να απαλλάξει εαυτήν από το άγος, ο ρατσισμός είναι ψυχικό φαινόμενο. Και γίνεται ένα επικίνδυνο ψυχικό φαινόμενο όταν έχει ως θύματα ανήλικα παιδιά. Διότι αυτό που συνέβη είναι ψυχολογικός βιασμός ανήλικων παιδιών, τα οποία κάποιοι τα απέκλεισαν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Δεν θα επιχειρηματολογήσω υπέρ των αστυνομικών. Δεν το χρειάζονται. Μπορεί ορισμένες κοινωνικές ομάδες να προσπαθούν να τους απαξιώσουν, όμως η δημοκρατία μας, στον βαθμό που δεν έχει αποβλακωθεί, τους θεωρεί βασικούς λειτουργούς της. Το θέμα είναι ότι μια ομάδα ηθοποιών, που ελπίζω να μη σιτίζονται από το δημόσιο ταμείο, κακοποίησε ανενδοίαστα παιδιά. Για ποιον λόγο; Για να ξεχωρίσουν από τον χυλό στον οποίο βράζουν; Αυτοί οι άνθρωποι φέρουν βαριά ψυχολογικά τραύματα. Ένα χοντροκομμένο παράδειγμα της μετάλλαξης της Αριστεράς από πολιτική στάση σε ψυχολογικό σύνδρομο. Δεν ξέρω αν ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη η κοπέλα που ζητούσε πέρυσι από τα ΜΑΤ να τη δείρουν στο ΑΠΘ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτήν δεν εισακούστηκε. Προφανώς δεν τους το συγχώρησε ποτέ.

Πηγή: Καθημερινή

Χριστουγεννιάτικη νύχτα. Γρηγορίου Ξενόπουλου. Διήγημα

— ΔΕΝ έχει εφέτο κουλούρα, παιδιά μου ! Και νάν το ξέρετε…


— Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.

Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;

— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.

                                 

Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Έριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…

Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν.,. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός !… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…

Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφέκια από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι τής κουλούρας πού έτυχε να κράτη. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου !» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σού το κόψω.» Και τής έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι” άρχισε να το ψάχνει. “Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευ­ταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι πού έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν τού φτωχού»… Μα κανέ­νας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε ή γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομ­μάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και τού χρόνου !»

Ναι, ναι, είπε «και τού χρόνου». “Όλοι είπαν «και τού χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο τού πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !

Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περ­σινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, πού τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. ’Ήταν όλο πανικά : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μα­ρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νοματοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»

Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προι­κιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή, ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.

Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν ή αιτία πού λογόφερναν τώρα καθεμέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια τών γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χώνεψη τη νέα, πού σαν κλήρο νά­μα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και τής περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα τής πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.

« — Δός τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα τα πανιά. Τί τα φυλάς ; Να πάρουμε όβολα, νάν τα βάλουμε στην Τράπεζα με ταλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κανε τούς τόκους πού χάνουμε ;

«—”Ας τα κει ! της απαντούσε ή νύφη τη; πεισμα­τικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… “Εγνοια σου και ξέρω εγώ.

«— Δός τα !

«— Έ, μά σκάσε !»


Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα τής παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, άν ήταν άλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλουρά και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πόνεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά γιά τα πανικά!

ΗΤΑΝ αργά πιά.

Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα- γρήγορα. Κι’ ή γριά-’Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.

— Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακομοίρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλού­ρες στη γειτονιά… ‘Ας μην ακούσουνε κάνε τα σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…

— Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.

Κι’ ή γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως τής λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι τής Παρθένας, τούς είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.

Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γα­ρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τούς υποσχέθηκε η γριά πώς του χρόνου, — ώ, χωρίς άλ­λο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.

— Νά σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πώς ; Το κορέττο θαχη περάσει…Κοιμηθητε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθητε, γειά σας !…

Κι από μέσα της ψιθύρισε :

« – Θέ μου ! τί δυστυχισμένοι που είμαστε οι άνθρώποι !…»

Τά μικρά, τα δίδυμα άγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυ­μούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα τής μάννας της και τής νόνας.

Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγελικά τούς είπε πώς τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια τής γειτονιάς, κι’ όλης τής χώρας, θάρχινούσε η τελετή τής κουλούρας.

Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!

— Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε ή πεθερά.

— Όχι, στου Κατσή ! είπε ή νύφη.

— Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.

— Στου Κατσή σου λέω !

— Δεν ειξέρεις τί λες…

— Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !

Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.

— Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.

Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τομολογήση.

— Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορ­τάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θά στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !

— Ού ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Νά, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…

— Ακου, πού σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διά­φορο…

— Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα πού ξημερώνει!… Μα τί, τί; Τό μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πώς θά σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι ; Μ’ έφαγες για δαύτονε !

— Ναι, να σέ χαρώ!… Μερτικό θά μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τσή μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.

— Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…

— Βρίζε τώρα, βρίζε!… Άγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λές «μέραπού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι γιά τη γλώσσα σου και για την κα­κία σου!..

Η ΝΕΑ Σταμούλαινα ήταν έτοιμη νάπαντήση σ’αύτά κάτι φοβερό, μά δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβοΰϊξε τόσο δυνατά πού τίς τρόμαξε.

— Νά χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε ή γριά. Σπαβεντάρησα!

Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.

Σ’ αύτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κον­τινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, πού τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.

— Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.

— Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.

Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πι­κρό στόμα ή γριά. Μα είναι και ταλλα…

— Για τα πανιά πάλε θά μου πής ; θύμωσεηή νέα. Μάννα, θά με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !

’Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά τής άποκρίθηκε:

— Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !

Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.




Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, πού γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτη­ράκι βεντέα —εβίβα ! καλά Χριστούγεννα ! και του χρό­νου !… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.

Τό τραγούδι έκοψε τόν καυγά.

Μα σέ λίγο κόπηκε και το τραγούδι…

Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :

— Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;

— Είναι του Σταμούλη, αποκρίθηκε ένας άλλος.

— A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τόν καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !

Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι: “Σάφίνω την…”

— Μή! τόν έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…

— Θέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά πού τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι !…»

Τακόυσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε ή μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λι­γάκι !…»

Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύν­θηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρό­μο, στή χώρα, παντού.

Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.

Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.

— Θεέ μου ! ψιθύρισε και τρίτη φορά ή γριά- Αγγέλικα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι…!»

**************


Η μάχη του Μακρυγιάννη.

 Η Μάχη του Μακρυγιάννη Η Μάχη του Μακρυγιάννη ήταν σύγκρουση μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ που ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου 1944 τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών. 



Το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών βρίσκονταν στην συνοικία Μακρυγιάννη, κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης, η οποία έφερε το όνομα του αγωνιστή της Επαναστάσεως του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη, διότι εκεί βρίσκονταν κάποτε το σπίτι του. Το Σύνταγμα της Χωροφυλακής στεγαζόταν για πολλά χρόνια στον χώρο του παλιού Στρατιωτικού Νοσοκομείου του Μακρυγιάννη. Η Χωροφυλακή στρατώνιζε τις δυνάμεις της σε κτήρια των υπηρεσιών της ή σε κτήρια, τα οποία είχαν επιταχθεί για να καλύψουν τις κτηριακές ανάγκες του Σώματος. Η μάχη


Αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ


O αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ ήταν η κατάληψη της περιοχής του Μακρυγιάννη που οδηγούσε απ’ ευθείας στο κέντρο των Αθηνών και στο στρατηγείο των Βρετανών στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία απέναντι από την σημερινή Βουλή.


Αντικειμενικός σκοπός και άμυνα της Χωροφυλακής


Η αποστολή της Χωροφυλακής ήταν να επιβάλει την τάξη και να εμποδίσουν τον ΕΛΑΣ να εισχωρήσει στο Κέντρο των Αθηνών ευρισκόμενες όμως υπό περιορισμό σε στρατόπεδο, όπως το Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Για την οργάνωση της άμυνας ιδρύθηκαν 7 εξωτερικά φυλάκια ως πρώτη ζώνη άμυνας σε διάφορες οδούς έναντι του στρατοπέδου. Ως δεύτερη ζώνη άμυνας τέθηκε η περίφραξη (μανδρότοιχος) και τρίτη ζώνη άμυνας τα εσωτερικά κτήρια.


Οπλισμός Χωροφυλακής


Ο οπλισμός του Συντάγματος Μακρυγιάννη αποτελούνταν από 289 τυφέκια διαφόρων τύπων, εκ των οποίων τα 265 τυφέκια ήταν ιταλικής κατασκευής τύπου αραβίδας και τα 24 τυφέκια ήταν τύπου Mannlicher-Schönauer, 245 για τα οποία το συνολικό απόθεμα ήταν 11.200 φυσίγγια διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων. Τα 10.500 φυσίγγια ήταν για τα ιταλικά τυφέκια και τα 700 φυσίγγια ήταν για τα MannlicherSchönauer. Υπήρχαν επίσης τρεις ατομικοί όλμοι με απόθεμα τριάντα βλημάτων των 20΄΄ και πέντε προωθητικά βλήματα των 15΄΄, τρία οπλοπολυβόλα Breda με απόθεμα 600 φυσίγγια και 11 οπλοπολυβόλα Sten με απόθεμα 1.650 φυσίγγια. Επίσης είχε 2 πυροβόλα των 37΄΄ (37 χιλιοστών) ευθυτενούς τροχιάς με 400 βλήματα, εκ των οποίων τα 45 ήταν διατρητικά και τα 270 εκρηκτικά και 1 άρμα μάχης παλαιού τύπου με το προσωπικό του, τα οποία ανήκαν στη Σχολή Ευελπίδων. Ο Αρχηγός της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχης Αργύρης Παπαργύρης, προχώρησε στην έκδοση διαταγής με την οποία έθετε όλες τις δυνάμεις της Χωροφυλακής σε κατάσταση επιφυλακής και άμυνας, με καθεστώς πολεμικού συναγερμού. Η Χωροφυλακή και συνολικά οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν μια κρίσιμη, τακτικού χαρακτήρα κατάσταση. Η άμυνα της ελεύθερης περιοχής των Αθηνών στηριζόταν σε δύο οχυρές περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν στα δύο άκρα της επικράτειάς της:


– στο συγκρότημα της Σχολής Χωροφυλακής στο Γουδί,

– στο κτηριακό συγκρότημα του Συντάγματος Μακρυγιάννη.


Το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και ενώ το κέντρο της Αθήνας δεχόταν επίθεση από τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., η επικράτεια στην οποία ασκούνταν η κυβερνητική εξουσία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ήταν αυτή που περικλειόταν από τη νοητή γραμμή που ένωνε τις περιοχές, Λεωφόρο Αλεξάνδρας-Πλατεία Κυριακού-Αχαρνών-Πλατεία Βάθης-Άγιος Κωνσταντίνος-οδός Πειραιώς-Θησείο -περιοχή Μακρυγιάννη-Ζάππειο-Πλατεία Ρηγίλλης-Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας – Μεσογείων-Γουδί-Σχολή Χωροφυλακής-Ερυθρός Σταυρός-Λεωφόρο Κηφισίας- Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα περισσότερα από τα σημεία της νοητής γραμμής ήταν μικρές διάσπαρτες νησίδες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα ήταν απομονωμένες, όπως η Σχολή Χωροφυλακής στη Μακρυγιάννη, η Σχολή Ευελπίδων και οι στρατώνες της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί.


6 – 7 Δεκεμβρίου


Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου εκδηλώνεται μεγάλη επίθεση από το 1ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ. Η πρώτη επίθεση εκδηλώνεται στο 7ο φυλάκιο που ήταν τοποθετημένο σε πολυκατοικία της διασταύρωσης των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Το Αγγλικό πυροβολικό, που βρισκόταν στην Ακρόπολη υποστήριζε την Χωροφυλακή με πυρά πυροβολικού. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ορέστη Μακρή, στέλεχους του ΕΛΑΣ, οι Χωροφύλακες απ’ την πρώτη κιόλας επαφή, διαπιστώσαμε, ότι όχι μόνο δεν αιφνιδιάσαμε τον εχθρό, αλλά αντίθετα τον βρήκαμε να μας περιμένει, καλά οργανωμένος σ’ ολόκληρο σύστημα οχυρών γύρω απ’ τους στρατώνες. Μετά από μάχη που ακολούθησε μεταξύ του 7ου φυλακίου και του ΕΛΑΣ, οι συλληφθέντες αξιωματικοί και χωροφύλακες ανακρίθηκαν και εκτελέστηκαν.


Η 6η Δεκεμβρίου υπήρξε η χειρότερη μέρα για τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατέλαβαν το κτήριο της Ειδικής Ασφάλειας, το κτήριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, το κτήριο της Διοίκησης Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδας και το κτήριο της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, ενώ έθεσαν υπό σφιχτή πολιορκία το κτήριο του Αρχηγείου της Χωροφυλακής, εγκλωβίζοντας σε αυτό και τον Αρχηγό της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχη Παπαργύρη και μέχρι το βράδυ είχαν καταλάβει τα 19 από τα 24 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Το μεσημέρι τα επιτιθέμενα τμήματα του ΕΛΑΣ μετά από μεγάλες απώλειες επιστρέφουν στη γραμμή εξορμήσεως που οριζόταν από τις οδούς Καρυάτιδων – Μισαραλιώτου.


8 – 9 Δεκεμβρίου


Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε τροφοδοσία της φρουράς της Χωροφυλακής σε τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά και μείωση της δύναμής της κατά 100 άνδρες, έπειτα από εντολή των Βρετανών προκειμένου να ενισχυθεί η φρουρά που υπερασπιζόταν το κτήριο του Κοινοβουλίου. Ο ΕΛΑΣ προετοιμάζονταν για την επίθεση της επομένης ημέρας. Προετοίμασε, εκτός από τους 500 άνδρες που μάχονταν εκείνη τη στιγμή στου Μακρυγιάννη, άλλους 200 άνδρες του ΙΙου τάγματος με επικεφαλής το Σαλονικίδη Μήτια, 200 άνδρες από το 3ο τάγμα του Παν. Σαμπλίδη και περίπου 100 Πειραιώτες. Δηλαδή ένα σύνολο περίπου 1000 ανδρών και το ενισχυμένο τάγμα του 6ου συντάγματος της Κορίνθου (Βαζαίος) με άλλους 500 άνδρες, με αρκετά καλό οπλισμό από πολυβόλα, όλμους και 2-3 αντιαρματικά όπλα. Την 9η Δεκεμβρίου το απόγευμα το Σύνταγμα Μακρυγιάννη ενισχύθηκε από δεκαπέντε Βρετανούς αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι ήταν ειδικοί στις ναρκοθετήσεις. Υπό την κάλυψη του Συντάγματος ναρκοθέτησαν τον χώρο του περιβόλου του συγκροτήματος Μακρυγιάννη. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους, αποχώρησαν. Κατά την έφοδο του ΕΛΑΣ στο προαύλιο του στρατοπέδου, απωθήθηκαν απ’ τα πυρά των πολυβόλων κι απ’ τα ναρκοπέδια που είχαν τοποθετηθεί στο εσωτερικό του τοίχου, γύρω – γύρω απ’ το κεντρικό κτίριο. Το τάγμα των Κορινθίων δεν κατάφερε να εισβάλει στο εσωτερικό του στρατοπέδου των Χωροφυλάκων.


10 – 11 Δεκεμβρίου


Την 10η Δεκεμβρίου οι Ελασίτες εξαπέλυσαν ευρεία επίθεση, η οποία απέτυχε μετά την επέμβαση βρετανικών ενισχύσεων. Οι βρετανικές ενισχύσεις αποτελούνταν από τρία άρματα μάχης και δεκαπέντε στρατιώτες. Το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μετά την αποτυχία των επιθέσεών του, αποφάσισε να σταματήσει τις επιθέσεις κατά του Μακρυγιάννη και να υιοθετήσει τη στρατηγική της στενής πολιορκίας. Έτσι ανατίναξαν όλες τις πολυκατοικίες που βρίσκονταν περιμετρικά του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, ώστε να μη χρησιμεύουν για τη κάλυψη των δρομολογίων ενίσχυσης του Συντάγματος και προχώρησαν στη διακοπή τροφοδοσίας νερού.


11 – 18 Δεκεμβρίου


Το πρωί της 13 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ δίνει εντολή να διατηρηθούν οι θέσεις γύρω απ’ τους στρατώνες του Μακρυγιάννη, να ενισχύθεί ο λόφος Φιλοπάππου και να διατηρηθεί κλειστή η λεωφόρος Συγγρού για τους Άγγλους κάνοντας επίσης ανακατανομή των δυνάμεων του


– Το 1ο τάγμα (Νέα Σμύρνη), με δύναμη 300 ανδρών, Θα παραμείνει στη δυτική πλευρά των στρατώνων.

– Το 2ο τάγμα (Καλλιθέας), με δύναμη 400 ανδρών, θα παραμείνουν στη μεσημβρινή πλευρά των στρατώνων.

– Το 3ο τάγμα (Νέα Σφαγεία), με το τάγμα της Κορίνθου, συνολικής δύναμης 500 ανδρών, θα παραμείνουν στην ανατολική περιοχή των στρατώνων, από την οδό Μακρυγιάννη μέχρι και τη λεωφόρο Συγγρού.

– Ένας λόχος από το τάγμα της Κορίνθου, δύναμης 100 ανδρών μεταφέρεται στο λόφο Φιλοπάππου.


Στις 15 Δεκέμβρη, οι χωροφύλακες, που ήταν στο παλιό Α’ Σώμα Στρατού, μαζί με τους έγκλειστους στου Μακρυγιάννη, εκτελούν επίθεση εκτός του στρατοπέδου. Τους συνοδεύουν ελαφρές δυνάμεις Άγγλων με προκάλυψη 15 αρμάτων Σέρμαν, υποστήριξη αεροπλάνων, των όλμων και των πολυβόλων της Ακρόπολης. Επιχειρούν ισχυρή αντεπίθεση από την κεντρική πύλη και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενάντια στο 3ο τάγμα ΕΛΑΣ και τα τμήματα του τάγματος της Κορίνθου, στην ανατολική πλευρά των στρατώνων.


Παρά τις προσπάθειες των ΕΛΑΣιτών όμως, την 18η Δεκεμβρίου η πολιορκία του συγκροτήματος του Συντάγματος Μακρυγιάννη έληξε. Σημαντικό μέρος της δύναμης του Συντάγματος, σε συνεργασία με βρετανικές δυνάμεις, συμμετείχε στην απώθηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ πέρα από τον Αρδηττό και τη Λεωφόρο Συγγρού, έως και την περιοχή του Φαλήρου. Σε αντίστοιχες επιχειρήσεις συμμετείχε και την 19η Δεκεμβρίου, ανακαταλαμβάνοντας τις συνοικίες του Κουκακίου και του Γαμβέττα και απειλώντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην ανατολική πλευρά της Λεωφόρου Συγγρού. Το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη έλαβε μέρος αδιάκοπα σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έως τις αρχές Ιανουαρίου, οπότε και επετεύχθη η πλήρης εκκαθάριση της Αττικής από τον ΕΛΑΣ.


Ευρύτερο Πλαίσιο Αξίζει να σημειωθεί ότι μάχες μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ δόθηκαν και σε άλλες τοποθεσίες όπως:


– Φυλακές Βουλιαγμένης

– Φυλακές Συγγρού

– Φυλακές Αβέρωφ (Λεωφόρος Αλεξάνδρας)

– Αρχηγείο Χωροφυλακής (Οδός Ιουλιανού 36)

– 4ο Τάγμα Μετεκπαιδεύσεως Χωροφυλακής (Γ Σεπτεμβρίου 105, Πλατεία Βικτωρίας)

– Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής Αθηνών (Οδός Νικόδημου, Πλάκα)

– Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος (Άνδρου 16)

– Διοίκηση Χωροφυλακής Αθηνών (Κοδριγκτωνός 2)

– Σχολή Χωροφυλακής (Μεσογείων – Σημερινή Σχολή αξιωματικών Αστυνομίας)

– Εφορία υλικού και μοίρα αυτοκινήτων (Λεωφόρος Βασ. Σοφίας – Ριζάρειος Σχολή)

– Φρουρά Χωροφυλακής Υπουργείο Εσωτερικών (Φιλελλήνων 15)

– Εγκληματολογική υπηρεσία (Πλατεία Μητροπόλεως) Τιμές


Ο Σύνδεσμος Αποστράτων Αστυνομικών Αθηνών οργανώνει κάθε χρόνο εκδηλώσεις για να τιμήσει τους πεσόντες Χωροφύλακες κατά την διάρκεια των μαχών του Δεκεμβρίου. Πηγή Olimpia gr

Ντα, του Χιου Λέοναρντ, Θεατρική Βραδιά.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος. 

  Αγαπητοί φίλοι, απόψε, θα σας παρουσιάσω ένα έργο βαθιά ανθρώπινο και πολυβραβευμένο. Πρόκειται για το Ντα (Da) του Ιρλανδού συγγραφέα Χιου Λέοναρντ (Hugh Leonard). Το έργο γράφτηκε το 1975.



  Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1926 με το όνομα John Joseph Byrne και στη συνέχεια δόθηκε για υιοθεσία. Μεγάλωσε στο Ντάλκι, ένα προάστιο του Δουβλίνου. Για το υπόλοιπο της ζωής του με εξαίρεση το συγγραφικό ψευδώνυμο "Hugh Leonard" με το οποίο έγινε γνωστός. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν «Τζακ». Μορφώθηκε στο Εθνικό Σχολείο Αρρένων Χάρολντς στο Ντάλκι, και στη συνέχεια σε κολέγιο. Εργάστηκε ως υπάλληλος επί 14 χρόνια, γράφοντας παράλληλα και παίζοντας σε θεατρικά έργα για παροικιακές θεατρικές ομάδες.

 

 Η ανάλυση μας για το έργο θα βασιστεί στην αρθρογραφία που αναπτύχθηκε για τις δύο παραστάσεις που ανέβηκαν την περίοδο το 1979 και το 2018 στη χώρα μας, ενώ το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από την παράσταση του 2018.

  

  Ο Παύλος Λεμοντζής θα πει για το έργο: «Πρόκειται για μια ευφρόσυνη παράσταση, λιτή αλλά περιεκτική. Το «da» είναι η πρώτη συλλαβή του «daddy» κι ο Ιρλανδός πολυβραβευμένος συγγραφέας Χιου Λέοναρντ το έκανε τίτλο σ’ ένα έργο που, από το 1975 έως σήμερα, γνωρίζει δόξες, τιμές, επαίνους σ’ όλον τον κόσμο.» 




  Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 1979 σε μετάφραση Παύλου Μάτεση και σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Το ρόλο του Νικ Τάιαν (Ντα) ερμήνευσε ένας σπουδαίος ηθοποιός, ο Μάνος Κατράκης. Η συγκλονιστική ερμηνεία του Κατράκη έκανε γνωστό το έργο στη χώρα μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σημάδευσε το έργο με την ερμηνεία του, ενώ ακόμη αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του, καθώς πέθανε το 1984 χτυπημένος από τον καρκίνο. Ήταν δηλαδή το τελευταίο έργο που ανέβασε, για τρεις μάλιστα συνεχόμενες χρονιές δίνοντας ταυτόχρονα ρεσιτάλ σπάνιας υποκριτικής τέχνης.

  Ο Κατράκης δε δίστασε να αναφέρει και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ώστε να ερμηνεύσει το ρόλο: «Πρέπει να ομολογήσω πως βρήκα πολλές δυσκολίες στην αντιμετώπιση του ρόλου, Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου την πείρα, όλα μου τα βιώματα και, κυριότερα, του κοντινού μου περίγυρου. Πολλά στοιχεία που μεταχειρίζομαι στην ερμηνεία του ρόλου ανήκουν στη μάνα μου…»



Πρόσφατα (το 2018) ξανανέβηκε σε σκηνοθεσία, μετάφραση και δραματική επεξεργασία Δημοσθένη Παπαδόπουλου, με μεγάλη επιτυχία και sold out παραστάσεις στο θέατρο της ¨Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών¨. Το κοινό της Θεσσαλονίκης γέμισε με χαμόγελα και συγκίνηση. Πρωταγωνιστής στο ρόλο του Πατέρα ο Κώστας Σάντας.

Η Ελένη Σκάρτου θα γράψει σχετικά με το έργο και την παράσταση του 2018 στη Δημοκρατία: «Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μάς μεταφέρει στην Ιρλανδία και μάς προσκαλεί ως θεατές απέναντι από τη σκηνή του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για να αφεθούμε χωρίς όρια στη συγκίνηση. Το «Ντα» σκηνοθετεί ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ενώ στον ρόλο του Ντα δίνει τον εαυτό του ο Κώστας Σαντάς» 



  Θεωρείται αυτοβιογραφικό και περιγράφει την επιστροφή ενός συγγραφέα, του Τσάρλι, στο πατρικό του σπίτι στη γενέτειρά του στην Ιρλανδία, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, το 1968, προκειμένου να μεριμνήσει για την κηδεία του πατριού του, Ντα ( Da: υποκοριστικό του μπαμπά, πατερούλη, daddy, da).

  Αναμνήσεις από τη ζωή του με τους θετούς γονείς του, τον μέντορά του, αλλά και τον νεότερο εαυτό του, ξυπνούν για τον Τσάρλι τα φαντάσματα όλων αυτών των προσώπων με τα οποία συνομιλεί και ξαναζεί σημαντικές στιγμές της νιότης του στο πατρικό του. Η επικοινωνία αυτή αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους έφυγε από το σπίτι του και την περίπλοκη σχέση με τους θετούς γονείς του. Οι γονείς του τον λάτρευαν, αλλά ο Τσάρλι, ενώ τους αγαπούσε, ήθελε διακαώς να φύγει μακριά.

  Ο πατριός του ήταν ένας κηπουρός, καλόκαρδος και υπομονετικός, αλλά αμόρφωτος και χωρίς φιλοδοξίες. Ο μέντορας του, υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος, ήταν αδίστακτος και βαθιά απαισιόδοξος, χαρακτήρας διαμετρικά αντίθετος με τον πατριό του. Ο Τσάρλι ντρεπόταν για τον πατριό του και ένιωθε τύψεις για αυτή την ντροπή του.

  Παρά την παρότρυνση του μέντορά του να εγκαταλείψει την Ιρλανδία ο Τσάρλι εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ως υπάλληλός του με χαμηλό μισθό, σχεδόν όπως και ο πατριός του. Αργότερα καταφέρνει να αναγνωριστεί ως συγγραφέας και απομακρύνεται από τον μέντορά του. 




  Οι εργοδότες του πατριού του πουλούν το σπίτι και το κτήμα όπου εκείνος δούλευε, αφήνουν μια πενιχρή σύνταξη στον «Ντα» μαζί με ένα κακόγουστο αναμνηστικό δώρο. Ο Τσάρλι εξοργίζεται με την συμπεριφορά τους, αλλά ακόμα περισσότερο με τον «Ντα» , ο οποίος θεωρεί μεγάλη τιμή το δώρο που του έκαναν.

  Ο Τσάρλι παντρεύεται και ζει πλέον στην Αγγλία. Επιστρέφει συχνά στο πατρικό του, ειδικά μετά το θάνατο της μητέρας του για να βλέπει τον πατριό του και να του δίνει κάποια χρήματα, ελπίζοντας πώς έτσι θα ξεπλήρωνε όλα όσα εκείνος του είχε προσφέρει. Ο μέντορας του τον επισκέπτεται μετά το θάνατο του Ντα για να του δώσει, κατά την επιθυμία του πατριού του, το αναμνηστικό δώρο των εργοδοτών του καθώς και όλα τα χρήματα που του έδινε ο Τσάρλι κατά τις επισκέψεις του.

  Ο Τσάρλι αντιλαμβάνεται ότι δεν θα «ξεπληρώσει» ποτέ τον πατριό του, ο οποίος του έδωσε κυριολεκτικά ό,τι είχε και δεν είχε. Ο Τσάρλι απελπίζεται και θυμώνει με τον πατριό του, του οποίου το φάντασμα υπόσχεται ότι πλέον θα είναι πάντα κοντά του.


                                    
 

  Ο σκηνοθέτης Δημοσθένης Παπαδόπουλος θα σημειώσει για το έργο: « Ο μπαμπάς. Η φιγούρα που πάντα μας ακολουθεί. Κάποιες φορές υποστηρικτικά και άλλες σαν ένα φάντασμα που μας καταδιώκει. Τα λάθη του παρελθόντος. Τα συναισθηματικά κενά. Η έλλειψη αγάπης και τρυφερότητας. Η σκληρότητα που κρύβει μέσα της αγάπη. Θέματα που κυριαρχούν στο έργο του Χιου Λέοναρντ με την όψη ενός παιδικού, γεμάτου αφέλειας, τραγουδιού. Ένα παιδικό τραγούδι που τραυματίζει. Η παιδική ηλικία που καθορίζει όλη μας τη ζωή. Ένα έργο επιφανειακά απλοϊκό, αλλά, στην ουσία του, βαθύ και σπαρακτικό. Κι ένας θίασος που το πίστεψε και του έδωσε σάρκα και οστά με σεβασμό και αγάπη. Ευχαριστώ όλους όσοι δούλεψαν για αυτή την παράσταση. Ηθοποιούς και τεχνικούς. Και όλους όσοι βοήθησαν να φτιάξουμε αυτό το παιδικό τραγούδι. Και κυρίως ευχαριστώ τον Γιάννη Αναστασάκη που πρότεινε αυτό το υπέροχο έργο».

 

Τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά του έργου αιχμαλωτίζουν το θεατή…


  Ο Ντα (υποκοριστικό του Daddy) θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Τσάρλι (γιο). Ο Τσάρλι θα επιστρέψει στην πόλη που γεννήθηκε, μετά το θάνατο του πατέρα του και θα βιώσει όλη την προηγούμενη ζωή του. Ο θεατής θα γίνει μάρτυρας αλλεπάλληλων μεταφορών μέσα στο χρόνο.

 

  Η πατρική φιγούρα, οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς, τα λάθη του παρελθόντος, η απώλεια το τίμημα της ενηλικίωσης, η σκληρότητα που πολλές φορές κρύβει η αγάπη μέσα της, η παιδική ηλικία μέσα από την απόσταση του χρόνου θα αποτελέσουν τα θέματα που θα πραγματευτούν στο έργο. Ο Da θα μεταμορφώνεται μέσα από τα μάτια του γιου πότε σε μια τρυφερή και στοργική φιγούρα και πότε σε έναν αφελή αλλά και αυστηρό πατέρα.

 

  Η Χριστίνα Χαλκιά, θα γράψει στο TFCmagazine «ΝΤΑ, ωδή στη σχέση πατέρα και γιου… Ένα κείμενο φαινομενικά απλό, όμως ικανό να αγγίξει την αλήθεια του κάθε θεατή ή έστω αυτού που με ανοιχτή ψυχή θα ακολουθήσει το ταξίδι στη μνήμη του Τσάρλι.» ενώ η Βίκυ Χαρισοπούλου θα αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ  «Έργο βγαλμένο από τη βαθιά ανθρωπιστική παράδοση του πολύπαθου Ιρλανδικού λαού, το "ΝΤΑ", "μιλά" στα 90' λεπτά της παράστασης στο ΚΘΒΕ για το μικροαστικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του εικοστού αιώνα στην Ιρλανδία, για τη μισητή στον πατέρα του κατακτήτρια Αγγλία, για τη Ζωή στη γενέθλια πόλη ενός παιδιού που τώρα ως ενήλικας το ζει σχεδόν ψυχαναλυτικά και λυτρωτικά από την αρχή.»

 

  Υπήρξε όμως και αρνητική κριτική ειδικά για την παράσταση του 2018. Τα αρνητικά σχόλια θα επικεντρωθούν στην επιδερμική και περιγραφική προσέγγιση των σχέσεων χωρίς εμβάθυνση και με άνευρο χιούμορ. Το έργο θεωρήθηκε από ορισμένους πληκτικό με στατική και άνευρη σκηνοθεσία.

 



  Παρόλα αυτά το έργο θα γλυκαίνει την ψυχή του θεατή μέσα στη χυδαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Το μικροαστικό κοινωνικό περιβάλλον της Ιρλανδίας του εικοστού αιώνα θα παρουσιαστεί με επιτυχία. Εκεί θα μεγαλώσει το παιδί, ο Τσάρλι, που τώρα ως ενήλικας θα το ζει σχεδόν ψυχαναλυτικά και λυτρωτικά από την αρχή. Δικαιολογημένα θα πει η Γιώτα Κωνσταντινίδου σχετικά: «Ένας εξομολογητικός χείμαρρος μέσα από χιούμορ, πόνο της απώλειας και αλληλοκατηγορίες που επιβεβαιώνει μια διαρκή πατρική αγάπη. Η σκηνή χωρίζεται νοητά στον γαλάζιο ουρανό της γιγαντοοθόνης και στους θαλασσινούς ήχους που συνθέτουν ένα ναυτικό τοπίο, αυτό της Ιρλανδίας».

 

  Η ιστορία εν κατακλείδι του Τσάρλι θα μπορούσε να είναι η ιστορία του καθενός μας…


Ο Κώστας Σαντάς


Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε ολόκληρη την παράσταση στο διαδίκτυο, αντί αυτού σας παραθέτουμε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μάνος Κατράκης στην ΕΡΤ για το έργο, στην εκπομπή παρασκήνιο την 27 Φεβρουαρίου του 1980, όπου μας παραθέτει πολλές σημαντικές λεπτομέρειες καθώς και πολλά πλάνα από την παράσταση ...



                          Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: greekcinenostalgia


Πηγές:

www.katiousa.gr/politismos/theatro/theatro-ti-deftera-nta-tou-chiou-leonarnt/

www.kulturosupa.gr/theatromania/da-vasiliko-26799/

https://www.neakriti.gr/article/politismos/1534836/da-to-poluvraveumeno-ergo-sto-theatro-morfes/

https://www.ert.gr/ert-arxeio/manos-katrakis-2-septemvrioy-1984/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=45981

https://www.maxmag.gr/theatro/kthve/nta-se-skinothesia-dimostheni-papadopoulou-sto-kthve/

https://artplay.gr/theatro/to-nta-poy-antechei-ta-didaktika-orfana-kai-to-noikokyremeno-kthve

www.kulturosupa.gr/theatromania/eidame-nta-23050/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=64&item=46172

https://kavalawebnews.gr/

http://www.dimokratianews.gr/

http://www.amna.gr/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%AD%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

ΜΟΥΤΖΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ. Γράφει ο Δίας Κρονίδης

Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω

και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε,

αλλ' έως τώρα τίποτε μ' αυτά δεν κατορθώνω,

και σύ, Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Γεώργιος Σουρής




Ο Βυζαντινός Νόμος δεν προέβλεπε συνήθως ποινή μακρόχρονης φυλάκισης. Οι ποινές ήταν σωματικές. Οι ποινές εφαρμόζονταν δημόσια και αυτό γίνονταν για παραδειγματισμό.

Μελετώντας τη ρίζα της λέξης, φαίνεται πως η “μούντζα” αρχικά σήμαινε “μουντό χρώμα”, όμως στη συνέχεια σήμαινε “παλάμη λερωμένη με στάχτη”. Η κυριότερη θεωρία είναι πως η χρήση της μούντζας ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου. Εφαρμοζόταν ως ποινή σε παραπτωμάτα, όπως οι μικροκλοπές και η μοιχεία. Ο δικαστής έβαζε το χέρι του σε στάχτη και λέρωνε (μουντζούρωνε) το πρόσωπο του τιμωρούμενου,και με αυτόν τον τρόπο τον διαπόμπευαν και τον στιγμάτιζαν. Επισης δένονταν σε ένα γάϊδαρο αναποδα και περιφέρονταν στην πόλη, όπου οι πολίτες μουντζούρωναν με τις παλάμες τους το πρόσωπό του με ακαθαρσίες και στάχτη (μούντζος), συμπληρώνοντας έτσι την τιμωρία του.

Η μούντζα, γνωστή και ως φάσκελο, είναι ίσως η πιο παλιά προσβλητική χειρονομία που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Η χειρονομία αυτη έμεινε ως τις μέρες μας συμβολικά, σαν μίμηση του εξευτελιστικού μουντζουρώματος της παλάμης αυτού που την δέχεται. Δηλαδή, όταν μουντζώνουμε κάποιον, στην ουσία να του λέμε «σε εξευτελίζω, σε απαξιώνω, σου ρίχνω βρωμιές στα μούτρα»

Να μην ξεχναμε ομως, οτι ο κατηγορούμενος που αθωώνονταν “ΕΒΓΑΙΝΕ ΑΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ” από το δικαστήριο.

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...