Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, σε συνεργασία με τον Frédéric Gaullardet.


\



Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).

  Γάλλος μυθιστοριογράφος και δραματικός συγγραφέας, γεννήθηκε το 1802 και πέθανε το 1870. Είχε δυνατή φαντασία και μεγάλη ενεργητικότητα. Γραφέας σε συμβολαιογραφείο στην αρχή, μελέτησε με πάθος την ιστορία της πατρίδας του και άρχισε να 0, σε συνεργασία με άλλους δύο, κωμειδύλλια. Ακοο90 σε ηλούθως, έ0πγ,000π0π0π0π00π0π00000000000ραψε πολλά ρομαντικά δράματα και κωμωδίες και εν συνεχεία επιδόθηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. "Οι τρεις σωματοφύλακες" και "Ο Κόμπ0ππ" τον έκαναν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν προικισμένος με το χάρισμα να διηγείται και να συναρπάζει με τον τρόπο που έγραφε. 

  Ο Αλέξανδρος Δουμάς μετέφερε με επιτυχία το ρομαντισμό στο θέατρο και έδωσε στο μυθιστόρημα μια λαϊκή μορφή τέχνης. Η γονιμότητά του υπήρξε καταπληκτική. Έγραψε 257 τόμους μυθιστορήματα και 25 τόμους με θεατρικά έργα, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους "στρατηγούς", καθώς έλεγε, των οποίων αυτός ήταν ο "Ναπολέων". Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε για τον Δουμά: "Δεν είναι απλώς Ευρωπαίος, είναι παγκόσμιος".

  Ο Δουμάς γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1802 με το όνομα Αλεξάντρ Νταβύ ντε λα Παγετρί. Ο πατέρας του, το εξώγαμο παιδί Γάλλου μαρκησίου και μαύρης καλλονής από την Αϊτή, στα χρόνια της Επανάστασης κατάφερε να γίνει στρατηγός. Όταν όμως ο Ναπολέων έγινε πρώτος ύπατος έβαλε στο περιθώριο τον μιγάδα αξιωματικό, ο οποίος απεβίωσε έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Δουμάς ήταν τεσσάρων ετών. Ο μικρός Αλέξανδρος μεγάλωσε φτωχικά με τη μητέρα του στην επαρχία της Πικαρδίας. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και κατάφερε να γίνει γραφέας του δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος θα γινόταν αργότερα ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος.


Ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).


  Ο Αλέξανδρος Δουμάς ανήκε στην κάστα εκείνη των ανθρώπων που έζησαν «μέσα στα πράγματα» την πιο ταραγμένη περίοδο της γαλλικής ιστορίας. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήθελε να τοποθετεί τα βιβλία του σε ένα περιβάλλον με απόλυτους χρονικούς προσδιορισμούς. Εν τούτοις τα βιβλία του δεν είναι καθαρόαιμα «ιστορικά μυθιστορήματα». Ο ίδιος έλεγε ότι «η Ιστορία είναι ένα καρφί πάνω στο οποίο κρεμάω τα μυθιστορήματά μου». Εκτός από τα μυθιστορήματα ο Δουμάς έγραψε και περί τα 90 θεατρικά έργα, γνωστότερα των οποίων θεωρούνται τα εξής: Ο Ερρίκος Γ και η αυλή του,  Χάος και μεγαλοφυΐα, Αντονύ, Ο πύργος του Νελ, Ναπολέων Βοναπάρτης. Έγραψε επίσης απομνημονεύματα εκτάσεως 22 τόμων και ταξιδιωτικά κείμενα. Θεωρείται ότι οι περιηγητικές εντυπώσεις του βρίθουν ανακριβειών, αλλά πώς να μην τον συγχωρήσει κανείς όταν γίνεται τόσο συμπαθής με τις προθέσεις του; Τα άπαντά του αριθμούν 301 τόμους.



Η υπόθεση:

  Το έργο μας ταξιδεύει στο Παρίσι του Μεσαίωνα (έτος 1314). Μία σειρά από φόνοι ευγενών νέων αριστοκρατικής καταγωγής και κατά κύριο λόγο ιπποτών ταράζει την παρισινή κοινωνία. Τα πτώματα ανασύρονται από τις όχθες του Σηκουάνα και το μυστήριο που περιβάλλει τα γεγονότα σπέρνει τον τρόμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κουβάρι εξελίσσεται σιγά σιγά και όλα τα στοιχεία οδηγούν στην Βασίλισσα της Γαλλίας Marguerite de Bourgogne η οποία σε προγενέστερο χρόνο έχει καταδικάσει τους δύο γιους της να εγκαταληφθούν έκθετοι στον θάνατο! Ύστερα από ένα σκληρό και αδυσώπητο παιχνίδι νεύρων και τακτικής μεταξύ της βασίλισσας και του Ιππότη-πρώην αγαπητικούς της στο τέλος αποκαθίσταται η τάξη και ο ακροατής επιστρέφει ήσυχος και με αίσθημα δικαίου στην εποχή του .


Κάποια λόγια για τον Πύργο του Νελ:

Ο πύργος του Νελ —απόδοση στα ελληνικά του La tour de Nesle— κατασκευάστηκε στις αρχές του 13
αιώνα από τον Φίλιππο Αύγουστο και καταστράφηκε το 1665. Σε σχέδια της εποχής εμφανίζεται στην Αριστερή Όχθη, απέναντι από το μουσείο του Λούβρου. Βλέπουμε κατοίκους του Παρισιού να πλένουν τα άλογά τους στα νερά του Σηκουάνα. Από σχετικές αφηγήσεις μαθαίνουμε ότι άγρια γουρούνια και άλλα ζωντανά κυκλοφορούσαν στους δρόμους (σκορπούσαν τον θάνατο). Ο πύργος του Νελ ήταν σε μίααπό τις γωνίες του αμυντικού τείχους που κύκλωνε όλο το Παρίσι.

  Ο πύργος του Νελ είναι ένα σκοτεινό και σε πολλά σημεία φοβιστικό έργο. Παρά την μεγάλη διάρκεια του κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον…


ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΛ. Του Αλέξάνδρου Δουμά

Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε το 1959 στους ράδιο θαλάμους του Ζαππείου. Ξεχωρίζουν οι φωνές του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, της Δέσπως Διαμαντίδου που υποδύεται την βασίλισσα και του Στέφανου Ληναίου που παίζει το ρόλο του Ιππότη Γκωτιέ. 

Η ραδιοσκηνοθεσία ήταν του Ίωνα Νταϊφά.

Ενώ ακόμη ο Πύργος του Νελ έχει προβληθεί σε πέντε διαφορετικές εκδοχές στη Μεγάλη Οθόνη, από το 1923 έως το 1968, στη Γαλλία, Ιταλία και Η.Π.Α.


Detail from a painting depicting Parisian daily life during the winter of 1607–1608, during which the Seine was frozen over for several weeks. This left section of the painting shows the now-defunct Tour de Nesle, erected during the reign of Philippe Auguste.





Θα μεταφορτωθεί από το κανάλι ΝΑΤΑΛΊΑ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΎΛΟΥ  του youtube:









Όταν έπεσαν τα κάγκελα της Τούμπας...

ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός για τη φάση των "16" του Κυπέλλου Ελλάδας για τη σεζόν 1989/90, σε μία κατάμεστη Τούμπα. Ένα μεσημέρι Τετάρτης που αναμενόταν καυτό, όχι όμως με τον τρόπο που συνέβη...


 

Ο σοφός άνθρωπος, Νίκου Τσιφόρου. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω ένα επεισόδιο της σειράς διηγημάτων του Νίκου Τσιφόρου Τα παιδιά της πιάτσας με τίτλο Ο σοφός άνθρωπος.



 


Η υπόθεση: 

Ο σοφός άνθρωπος ήταν ένας εξηντάρης, ο Λάζαρος, καχεκτικός, γραμματιζούμενος και κουνιστός...

Ο Λάζαρος δοκιμάζει για πρώτη φορά την ινδική κάνναβη και ενθουσιάζεται. Οι μόρτες τον βάζουν να τους μάθει καλούς τρόπους έναντι αμοιβής. Ο Λάζαρος από αριστοκρατική οικογένεια ξεπέφτει και αρχίζει τις κλοπές τύπου "Τζούρνεματος". Ο Λάζαρος πέφτει σε ένα φίλο του πατέρα του που τον βάζει στην πρεσβεία και τα κατάφερνε μια χαρά, άρχισε να ανεβαίνει στους κοσμικούς κύκλους, καθώς ήταν χαριτωμένος. Το πάθος του, καθότι ήταν τοιούτος, δεν του επέτρεπε να μαζέψει λεφτά, τα έτρωγε όλα. Κάποια στιγμή έκλεψε τα χρήματα από την πρεσβεία και τον έδιωξαν, 57 χρονών τότε.

Ούτε σε μοναστήρι μεταννοούντων δεν τον έπαιρναν διότι πλέον δεν μπορούσε να κάνει και αμαρτίες...

Έγινε λοιπόν δάσκαλος σωματέμπορων, λαθρέμπορων ναρκωτικών, απατεώνων και λοιπόν ανθρώπων καριέρας στον υπόκοσμο...

Δέχεται να κάνει τον τσιλιαδόρο σε μια κλοπή, άλλα η ατζαμοσύνη του καίει τη δουλειά και μπαίνει φυλακή, να κάνει εκεί το δάσκαλο στους φυλακισμένους...


Η σειρά έχει ανεκτίμητη ηθογραφική αξία, ενώ η αφήγηση του Γιάννη Μποσταντζόγλου είναι εξαιρετική.


Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ναταλία Δεδουσοπούλου:


 

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης.

 Ο πίνακας δείχνει τον Χασαν Ταχσιν Πασά  να υπογράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης, υπό το βλέμμα των Μεταξά και Δουσμανη, πληρεξουσίων του Διάδοχου και Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου. 


Ο Αντιστράτηγος και διοικητής της 8ης Οθωμανικής Στρατιάς  Χασαν Ταχσιν Πασάς ήταν αλβανικής καταγωγής με ελληνική παιδεία στη Ζωσιμαια Σχολή των Ιωαννίνων. 


Στη «πολιτική» διένεξη για το ποιος δικαιούται τα περισσότερα εύσημα για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ανάμεσα στο Διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έχει «χαθεί» η καθοριστική συμβολή του Τασχιν Πασά στο να αποδοθεί η Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα και όχι στη Βουλγαρία.  


Αν και συνεπής και αφοσιωμένος στην πατρίδα του αξιωματικός, αντελήφθην τις εγγενείς αδυναμίες της στρατιάς του μετά τις αλλεπάλληλες ήττες από τον ελληνικό στρατό και επέλεξε την «ατιμωτική» λύση της παράδοσης από μια μάχη μέχρις εσχάτων που θα οδηγούσε σε μια άσκοπη αιματοχυσία κι έσωσε τη ζωή των 30,000 περίπου στρατιωτών του. Έχοντας όμως ο ίδιος έντονη ελληνική παιδεία και γνωρίζοντας τους Έλληνες, προτίμησε να παραδοθεί στην Ελλάδα κι όχι στους Βούλγαρους, προστατεύοντας έτσι και τους Τούρκους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, που διαφορετικά θα βίωναν τις ακρότητες που βίωσε ο τουρκικός πληθυσμός περιοχών που «απελευθερώθηκαν» από τους Βούλγαρους. 


Το οθωμανικό κράτος καταδίκασε ερήμην τον Ταχσιν Πασά σε θάνατο, όποτε η επιστροφή του στην Τουρκία ήταν αδύνατη. Αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία με προστασία του ελληνικού κράτους όπου και πέθανε. 


Οι περιπέτειες του δεν τελείωσαν όμως με το θάνατο του. Αφού θάφτηκε στη Λωζάνη αρχικά, το 1937 τα οστά του μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο οικογενειακό τους τάφο στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης.  

Το 1983, η επέκταση της πόλης «έφαγε» το νεκροταφείο και τα οστά του Ταχσιν Πασά φυλαχτήκαν για 20 χρόνια στο νεκροταφείο της Μαλακωπης, για να καταλήξουν τελικά το 1983 σε τάφο στο αγρόκτημα Τοψιν, δίπλα στο κτίριο όπου υπεγράφη η παράδοση της Θεσσαλονίκης.


Στον πίνακα, με πολιτικά, απεικονίζεται ο ίδιος ο ζωγράφος του πίνακα, γιος του Ταχσιν Πασά, Κενάν Μεσαρε. 


Ο Κενάν Μεσαρέ, απόφοιτος κι αυτός της Ζωσιμαίας σχολής, υπήρξε υπασπιστής του πατέρα του. Γλωσσομαθής ο ίδιος, φέρεται ως ο συντάκτης της γαλλικής (επίσημης) έκδοσης της συμφωνίας παράδοσης. 


Μετά την απελευθέρωση, ο Κεναν παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, απέκτησε ελληνική υπηκοότητα και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. 


Τάφηκε δίπλα στον πατέρα του το 1965 στην Τριανδρία και τον «ακολούθησε» και στις μετά θάνατον περιπλανήσεις, μέχρι το σημερινό τάφο στη βίλα Μοδιανο. 


Η στιγμή που απεικονίζει ο πίνακας, έλαβε χώρα το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912. 


Χρόνια πολλά στη Θεσσαλονίκη !!

Ο Βέβαιας κι φογάται (φοβάται) τη Στοφορίνα, του Γιάννη Γεωργιάδη. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Τον περσυνό Ιούνιο έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: την παρακολούθηση μιας παράστασης ποντιακού θεάτρου. Αν και ποντιακής καταγωγής κατά το ήμισυ, μέχρι σήμερα δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να δω ζωντανά ένα ποντιακό έργο. (Αμυδρά μόνο θυμάμαι πριν είκοσι και πλέον χρόνια κάποιες εικόνες από τον Κλήδονα, τον οποίο είχε μεταδώσει μεταγλωττισμένο όμως, η ΕΡΤ-3)  Έτσι λοιπόν, με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση της προέδρου του της Ένωσης Ποντίων Ωραιοκάστρου και Φίλων, κας  Γεωργίας Πετρίδου να παραστώ στην πρεμιέρα της παράστασης «Ο Βέβαιας κι φογάται (δεν φοβάται) τη Στοφορίνα», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Γεωργιάδη.




  Η παράσταση ανέβηκε στην αίθουσα προβολών του 2ου Γυμνασίου Ωραιοκάστρου. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από θεατές, ποντιακής και μη καταγωγής. Στα χρόνια που ζούμε τα ταμπού έχουν σπάσει (εδώ και δεκαετίες) και όλοι έχουν κάποιον πρώην πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία ή παλιννοστούντα από τις πρώην δημοκρατίες της Ε.Σ.Σ.Δ. (Υπενθυμίζουμε ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ντόπιοι πληθυσμοί απέφευγαν επιμειξίες με Πόντιους.) Αυτά εξέλειπον και η ποντιακή κουλτούρα, ως στοιχείο, είναι οικεία σχεδόν σε όλους. Πάντως Πόντιοι και μη Πόντιοι ξεκαρδίστηκαν στο γέλιο.

  Μετά το επιτυχημένο ανέβασμα στο Ωραιόκαστρο η παράσταση ανέβηκε στην Παλαιοκώμη Σερρών, στο Ανοιχτό Θέατρο Κρύας Βρύσης «Τάσος Πεζιρκιανίδης» στην Πολίχνη, στην Ανοιξιά Ασκού, ενώ συμμετείχε και στο 6ο Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου στις Μουριές του Κιλκίς. Έτσι, έκλεισε τις παραστάσεις για φέτος το Καλοκαίρι, ανανεώνοντας το ραντεβού με το κοινό για το Σεπτέμβρη.

  Ας πούμε και λίγα λόγια για το Σύλλογό: Ιδρύθηκε το 1993 στο Ωραιόκαστρο του νομού Θεσσαλονίκης και φέρει την επωνυμία ¨Ένωση Ποντίων Ωραιοκάστρου & Φίλων¨. Είναι πολιτιστικός, επιμορφωτικός Σύλλογος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σκοπός του Συλλόγου είναι η μορφωτική και πνευματική μας καλλιέργεια μέσα από το λαϊκό πολιτισμό, τις λαϊκές τέχνες (χορό, τραγούδι, θέατρο, λογοτεχνία κ.τ.λ. ) η διατήρηση των ηθών- εθίμων και της Ιστορίας του πολιτισμού του Πόντου. Στον εν προκειμένω Σύλλογο λειτουργούν διάφορα τμήματα :Χορευτικό , Χορωδιακό , Θεατρικό , Ποντιακής διαλέκτου, Εκδοτικό, Βιβλιοθήκη, Εκμάθηση ποντιακής λύρας, Διαδίκτυο (www.oraman93@gmail.com)

  Η Θεατρική Ομάδα του Συλλόγου λειτουργεί εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Παρά τις ελλείψεις ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Γιάννης Γεωργιάδης, καταφέρνει και καθοδηγεί με επιτυχία τα μέλη της ομάδας. Η ομάδα έχει παρουσιάσει άλλα έξι έργα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Πρέπει τέλος να προσθέσουμε και ότι η ίδια θεατρική ομάδα έχει λάβει και το Πρώτο Βραβείο στο 2ο Περιφερειακό Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου.

  Η πρόεδρος του Συλλόγου κα. Γεωργία Πετρίδου, προλόγισε την παράσταση με τον εξής χαιρετισμό: «Ο Σύλλογος μας φέτος κλείνει τριάντα χρόνια λειτουργίας. Τριάντα χρόνια πολιτιστικής προσφοράς. Μέσα από τα τμήματα του Συλλόγου καταφέραμε και κρατήσαμε ψηλά την ποντιακή μας παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα και την ιδιαίτερη διάλεκτό μας. Το ποντιακό θέατρο είναι το πιο πρόσφορο μέσο για να μην περάσει στη λήθη η ποντιακή διάλεκτος η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το θέατρο μας μορφώνει, μας διδάσκει, θεραπεύει το αίσθημα νοσταλγίας και πρέπει να υπάρχει, για να δίνει την πραγματική διάσταση της ποντιακής ζωής

 


Η υπόθεση του έργου.

  Οι ήρωες του έργου , ο Βέβαιας και η Στοφορίνα (τον Βαίβεα τον λεν Χριστόφορο-Στόφορο στα ποντιακά, εξού και Στοφορίνα), είναι ένα ζεύγος αρκετά αγαπητό στην κοινωνία. Υπάρχουν όμως κάποιες αντιπαλότητες μεταξύ τους πολλές φορές σε έντονο βαθμό, διότι ο Βέβαιας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση έχοντας και αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Αυτά εξοργίζουν την Στοφορίνα, η οποία είναι φορτισμένη με τις υποχρεώσεις εντός και εκτός σπιτιού και επιπλέον υποφέρει και τα τσιλιμπουρδίσματα του Βέβαια.


  Από την άλλη ο Τοξαγιαλάντς είναι ένας τύπος που του αρέσουν τα πειράγματα και οι φάρσες και εκμεταλλεύεται τις διαμάχες του ζεύγους, δημιουργεί διάφορες ψεύτικες ιστορίες ώστε να εντείνει περισσότερο τις αντιπαλότητες και να προκαλέσει κωμικές καταστάσεις με απώτερο σκοπό το γέλιο.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

  Το έργο διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Γεωργιάδης. Το εγχείρημα του αναμφίβολα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το ποντιακό θέατρο, όπως διαπίστωσα με τα μάτια μου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά:

 Η διασκευή αποτέλεσε μια σύνθεση από μικρές ιστορίες του Φίλωνα Κτενίδη, οι οποίες δημοσιεύονταν στην «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ». Ο συγκερασμός τους και η μετατροπή τους σε θεατρικό έργο από τον Γεωργιάδη, απαίτησε οπωσδήποτε χρόνο και κόπο. Όταν μάλιστα οι διάλογοι πρέπει να μιλούνται στην ποντιακή διάλεκτο και σε όχι οποιαδήποτε έκδοση της, αλλά σ’ αυτήν την οποία θα είναι κατανοητή στο κοινό, τότε ο βαθμός δυσκολίας μεγαλώνει. Ύστερα αυτοί οι διάλογοι θα πρέπει να διδαχτούν στους ηθοποιούς και να ακουστούν από εκείνους επί σκηνής χωρίς σαρδάμ σαν να μιλιέται η απλή ελληνική. Αυτή η διαδικασία υπήρξε κατά τη γνώμη μου η δυσκολότερη φάση της προετοιμασίας της παράστασης. Ο σκηνοθέτης-συγγραφέας μπόρεσε και τα έφερε εις πέρας με τη συνδρομή και του φροντιστηρίου της Θεοδώρας Κιμισκίδου.

  Στη σκηνοθεσία της παράστασης, ο Γιάννης Γεωργιάδης είχε επίσης δύσκολο έργο. Ο σκηνοθέτης είναι Δάσκαλος, και καθήκον του Δασκάλου είναι να διδάξει στους ηθοποιούς την υποκριτική τέχνη. Στην προκειμένη περίπτωση ο κος Γεωργιάδης είχε να κάνει με ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να ανεβάσουν μια παράσταση. Εδώ δεν αρκεί μόνο το φιλότιμο. Απαιτείται σκληρή, μεθοδική και επίπονη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος επάξια επιβράβευση.


  Ας δούμε τι έγραψε στο σημείωμα του ο σκηνοθέτης: «Στο λαογραφικό περιοδικό «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ» ο Φίλων Κτενίδης έγραψε εκτός των άλλων και μικρές ιστορίες με το ζεύγος ΒΕΒΑΙΑ Στόφορος και Στοφορίνα, σχεδόν σε κάθε τεύχος. Με την πολύτιμη βοήθεια του φίλου μου Κωνσταντίνου Ζουρουφίδη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού που πήρε κάποια αποσπάσματα τα μετέφερε σε θεατρική μορφή και εγώ έκανα μια επιλογή και διασκευή δημιουργώντας αυτό το θεατρικό έργο «Ο Βέβαιας κι φογάται τη Στοφορίνα». Θεωρώ ότι το ποντιακό θέατρο είναι μια ένδειξη ζωτικότητας που στις μέρες μας σπανίζει. Έχει τη μορφή έκφρασης από τις ζωτικές πολιτισμικές μας καταβολές και χρήζει ιδιαίτερης προβολής και καταξίωσης.»

 Όσον αφορά τα σκηνικά που επέλεξε ο Γεωργιάδης ώστε να κοσμήσουν την παράσταση,  έδιναν μια ωραία αύρα Λαογραφικού Μουσείου. Το καφενείο αλλά και το σαλόνι του Βέβαια μας έδωσαν μια σαφή εικόνα της διαρρύθμισης των δύο βασικών χώρων στους οποίους περνούσαν σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους οι Πόντιοι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Νοητικά ο θεατής θέλοντας και μη μεταφέρθηκε στον Πόντο. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι εν λόγω χώροι και εκεί.

  Τα κοστούμια, αντρικά και γυναικεία, ήταν ακριβώς σαν αυτά που φορούσαν εκείνη την εποχή. Αν κάνει κανείς μια βόλτα σε ένα σχετικό μουσείο θα το διαπιστώσει. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν άνετα μέσα σε αυτές τις φορεσιές, οι οποίες έχουν πλέον μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Δε φάνηκε κανείς και σε καμία περίπτωση να πνίγεται από τα κοστούμια της παράστασης. Και πάλι θα πω ότι για να το επιτύχεις αυτό θέλει καλή δουλεία σε βάθος χρόνου στις πρόβες αλλά και εσωτερική πειθαρχία όπως και υπομονή.

  Ο ήχος και ο φωτισμός, έδεσαν απόλυτα με την παράσταση και αυτό οφείλεται στη δουλεία του Σάββα Ιωαννίδη. Ενώ τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε το Στούντιο Ράδιο Ακρίτες. Αυτοί οι αφανείς εργάτες της παράστασης ήταν αλάνθαστοι και τα κατάφεραν υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς δεν είχαμε να κάνουμε με ένα επαγγελματικό θέατρο αλλά με τη σκηνή μιας αίθουσας εκδηλώσεων ενός γυμνασίου.

 

Οι ερμηνείες:

 Η κωμωδία για να είναι επιτυχημένη πρέπει να διαβάζεται από ηθοποιούς οι οποίοι μπαίνουν στο πνεύμα του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Οι ρόλοι οι οποίοι απαρτίζουν το έργο πρέπει να έχουν οντότητα. Αυτά τα δύο στοιχεία συνυπήρξαν στη συγκεκριμένη παράσταση. Οι μορφές που ερμήνευσαν το έργο μπήκαν για τα καλά στο νόημα της εν θέματι εποχής, αλλά και στις επιδιώξεις του σκηνοθέτη κου Γεωργιάδη.

 Η Τασούλα Ορφανίδου στο ρόλο της Στοφορίνας ήταν χειμαρρώδης. Πέτυχε απόλυτα να μας αποτυπώσει την εικόνα της Πόντιας γυναίκας η οποία έχει μπλέξει σε ένα γάμο με ένα μπαγαπόντη και τεμπελάκο σύζυγο. Με συνεχείς χειρονομίες και ακατάληπτα λογύδρια εξέφραζε σε κάθε σκηνή την αγανάκτηση της. Θύμισε σε όλους πολλές Πόντιες «θείες» που κυνηγούσαν τους άντρες τους στα καφενεία όπου ρεμπέλιαζαν. Η ηθοποιός όμως δεν ήταν επίπεδη. Η Ορφανίδου έβγαλε συναίσθημα κατατρομαγμένη, όταν ο Τοξανγιαλάντς (Σάκης Παναγιωτίδης) της είπε ψευδώς πως ο Βέβαιας έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.

  Το ρόλο του Βέβαια ερμήνευσε ο ίδιος ο Γεωργιάδης. Εκτός από το σκηνοθετικό και συγγραφικό ταλέντο μας έδειξε ότι διαθέτει και αστείρευτο υποκριτικό. Μπήκε στο πετσί του ρόλου και προκάλεσε άφθονο και πηγαίο γέλιο. Έχοντας μονίμως ιδρωμένο το πρόσωπο από το φόβο για τη Στοφορίνα και κάνοντας συνεχώς τις απαραίτητες γκριμάτσες, με το βλέμμα του μικροαπατεώνα που λέει το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, έδωσε στο κοινό αυτό που απαιτούσε ο ρόλος. Αεικίνητος επί σκηνής, ο Γεωργιάδης μας χάρισε μια απολαυστική ερμηνεία.

 Ο Γιώργος Βαλετόπουλος (Γιωρίκας) στην πρώτη σκηνή του έργου μας ξεκλειδώνει το χαρακτήρα του Βέβαια. Το πετυχαίνει και με το βλέμμα του, είναι συνεχώς έτοιμος να γελάσει αλλά συγκρατείται. Κρατάει τα προσχήματα ώστε να αφήσει το Βέβαια να δείξει ποιος πραγματικά είναι ο μεγάλος του φόβος. Συμπαραστάτης του ο Γιάννης Σταλίδης (Κωστής), ο οποίος συνέχεια καμώνεται ότι ακούει με προσοχή το Βέβαια. Το σοβαρό ύφος που έχει σε όλη τη σκηνή αλλά και οι χειρονομίες του, βοήθησαν εξίσου στην εξέλιξη της παράστασης ώστε να βγει γέλιο από τα καμώματα του Βέβαια. Ο καφετζής Πανίκας (Λάμπης Παπαθανασιάδης) κάθεται αλλά και κινείται σε δεύτερο πλάνο στη σκηνή. Παίζοντας συνέχεια ποντιακή λύρα (κεμετζέ) γεμίζοντας έτσι με περισσότερο ποντιακό χρώμα την παράσταση, υποβοηθά ταυτόχρονα τους άλλους δύο στο ξεδίπλωμα του χαρακτήρα του Βέβαια.


  Η Βασιλεία Μαυρίδου, στο ρόλο της Ελπινίκης ήταν όπως την περιμέναμε: Όμορφη, σεμνή, μετρημένη, άριστα ενδεδυμένη αλλά και με κινήσεις προσεκτικές όπως απαιτούσε ο ρόλος της. Το ζεύγος Ηλία-Σωτηρίας (Νίκος Αβλαστημίδης-Δόξα Ορφανίδου) εισέρχεται στο σπίτι του ζεύγους Βέβαια και Στοφορίνας, και με αφορμή το κυριακάτικο τραπέζι δίνει την ευκαιρία να  αντιπαρατεθούν οι οικοδεσπότες. Η σκηνή χαρίζει άπειρο γέλιο στο θεατή. Έξυπνοι διάλογοι, καλά ζυγισμένοι και χωρίς υπερβολές οι οποίες θα μετέτρεπαν το έργο σε φαρσοκωμωδία. Παράλληλα όμως μας ταξιδεύουν και έναν και πλέον αιώνα πίσω, στον ελληνικό Πόντο. Οι φιγούρες του έργου είναι, όπως είπαμε, πρόσφυγες πρώτης γενιάς και μεταφέρουν αυτούσια εικόνες από τον Πόντο. Μια από αυτές ήταν και το κυριακάτικο τραπέζι, το οποίο έδινε την ευκαιρία στους Πόντιους να βάλουν τα καλά τους (ευρωπαϊκά) ρούχα και να επισκεφθούν συγγενείς και φίλους.


  Η Ρούλα Γεωργιάδου (η Μαμή) αναλαμβάνει το ρόλο του «Από μηχανής Θεού» στο τέλος της παράστασης. Τακτοποιεί τα πράγματα λύνοντας την παρεξήγηση που γέννησε η φάρσα του Τοξαγιαλάντη, αναγκάζοντας τη Στοφορίνα να πει στο Βέβαια: «Αν λέγοσε έναν κακό λόγο, αν κακοκαρδίζοσε να ξεραίνεται το στόμαμ!» Έτσι το ζευγάρι συμφιλιώνεται  και πέφτει η αυλαία…

  Άφησα για το τέλος την αναφορά μου στον ρόλο του Τοξογιαλάντη. Ο Τοξογιαλάντς αρέσκεται στο να βάζει φυτίλια σε μορφές όπως ο Βέβαιας και η Στοφορίνα. Αντικειμενικός στόχος το γέλιο, η πλάκα και η ανακατωσούρα. Άριστος «φυτιλίδης» ο Σάκης Παναγιωτίδης, ερμήνευσε το ρόλο Τοξογιαλάντη με γρήγορα περάσματα από τη σκηνή, σαν τη σπίθα που βάζει τη φωτιά. Στάθηκε αφορμή η Στοφορίνα να «πάρει με τα ξυλέας το Βέβαια», αλλά και «να κλαίει και να φτουλίεται (ξεμαλιάζεται) από τη στεναχώρια του!»

                        

  Συμπερασματικά θα σας έλεγα ότι αν σας δοθεί ευκαιρία να παρακολουθήσετε ποντιακό θέατρο θα σας έλεγα να πάτε και πάλι να πάτε! Η παρακολούθηση ενός τέτοιου θεάματος είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία ώστε να μπει κανείς στο νόημα του ποντιακού πολιτισμού. Δικαίως οι ηθοποιοί, η πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και οι συντελεστές της παράστασης χειροκροτήθηκαν παρατεταμένα από τους θεατές. Όρθιο το κοινό αναγνώρισε την επίπονη προσπάθεια τους αλλά και την ζωτικής σημασίας προσφορά τους στην παράδοση. Περιμένουμε με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους…

 

Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Νίκος Αλβανούδης:




-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Οι χοές στα έργα του Αισχύλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στις χοές, όπως παρουσιάζονται μέσα στο έργο του Αθηναίου τραγικού ποιητή. Θα επικεντρωθούμε σε δύο έργα, στους Πέρσες και στις Χοηφόρους. Η σύνδεση των χοών με τον Κάτω Κόσμο, αναδεικνύεται μέσα στο έργο του Αισχύλου. 



  Οι χοές, όπως και οι σπονδές, ήταν απεριόριστες στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων. Οι χοές πραγματοποιούνταν με ρίψη υγρού σε βωμό ή στο έδαφος. Το υγρό που ρίπτονταν ήταν κρασί (με νερό) ή γάλα ή νερό ή μέλι. Η ρίψη του υγρού γινόταν από κανάτα (οινοχόη) σε κύπελλο με επίπεδο πυθμένα και από το κύπελλο κατόπιν στο πάτωμα.

  Οι χοές προσφέρονταν συνήθως στους νεκρούς. Σύμφωνα με τον Αισχύλο τα συγκεκριμένα υγρά είχαν εξιλεωτικές ιδιότητες ή σύμφωνα με τον Ευριπίδη μαγικές ή έχουν τη δύναμη να καλούν νεκρούς. Οι χοές, λοιπόν, περιλαμβάνουν μέλι γάλα νερό  και αίμα (στον Όμηρο) ώστε να μπορέσουν οι ψυχές να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς), κρασί και λάδι (στον Αισχύλο). Στον Ευριπίδη, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, οι προσφορές στους νεκρούς περιλαμβάνουν γάλα κρασί και μέλι. Οι χοές είχαν σκοπό, επίσης, και τον εξαγνισμό, ήταν υποχρεωτικές στην ταφική τελετουργία, πάνω από τον τάφο.

  Στο έργο του Αισχύλου Πέρσες η άφιξη της Ατόσας λαμβάνει χώρα με νεκρικές χοές. Έτσι λοιπόν με την εμφάνιση της η βασίλισσα θα πει: «Γι' αυτό το δρόμο αυτό χωρίς τ' αμάξια και την προτερινή πολυτέλεια από το παλάτι μου ξαναπήρα φέρνοντας εξιλαστήριες χοές στον πατέρα του παιδιού μου,». Αμέσως μετά η βασίλισσα θα αναφέρει το περιεχόμενο των χοών: «άσπρο γάλα καλόπιστο από γελάδα αγνή, κι απόσταγμα της ανθοεργάτριας, το μέλι το ολόλαμπρο. και σταλαγματιές νερού από πηγή παρθενική κι απ' άγρια μάνα ολόαγνο ποτό, αυτή την ευφροσύνη του παλιού του αμπελιού  κι ακόμη μέσα βρίσκεται ο ευωδιαστός καρπός της ξανθής ελιάς, που πάντα είναι θαλερή με τα φύλλα της και άνθη πλεκτά, παιδιά της παντοδότρας γης». Οι χοές πραγματοποιούνται από την Ατόσα και τις υπηρέτριες της στον τάφο του Δαρείου.

Παράσταση από οινοχόη (χουν) του 4ου αι. π.Χ. που σχετίζεται με τα Ανθεστήρια.

  Στις Χοηφόρους μαυροντυμένες γυναίκες, στο ξεκίνημα του έργου όπως αναγγέλλει ο Ορέστης στον πρόλογο, φτάνουν στον τάφο του Αγαμέμνονα με σκοπό να ρίξουν χοές. Καθώς προχωρούν σε σχήμα πομπής ψάλλουν έναν τελετουργικό θρήνο. Έτσι ο Ορέστης, στην προοπτική της τέλεσης χοών θα διερωτηθεί: «Ή να το πετύχω πως αυτές στον πατέρα μου φέρνουν χοές που μαλακώνουν όσους στον Άδη βρίσκονται;». Ο Ορέστης θα πει επίσης: «Τι πράγμα βλέπω; Ποια είναι αυτή εδώ η συντροφιά των γυναικών που βαδίζει ντυμένη μες τα μαύρα;» Και πιο κάτω ο ίδιος, ο Ορέστης, πάλι: «Τι συμβαίνει μ’ αυτή των γυναικών τη λιτανεία;». Οι Χοηφόροι θα είναι γενικά αυτοί οι οποίοι θα φέρνουν προσφορές.

  Οι χοές θα χυθούν για να κατευνάσουν την οργή των θεών. Ο Ορέστης φτάνει στον τάφο του πατέρα του με σκοπό να επισυνάψει επικοινωνία με τον υπερφυσικό κόσμο, για να τον βοηθήσει να εκτελέσει τη διαταγή του Δία (οι χθόνιες δυνάμεις έχουν ιδιαίτερο ρόλο σ’ αυτό το έργο). Στο σημείο αυτό ο Ορέστης θα ευχηθεί: «Ω Δία δώσε μου δύναμη να εκδικηθώ το θάνατο του πατέρα μου και γίνε πρόθυμος σύμμαχος μου».

Orestes, Electra and Hermes at the tomb of Agamemnon. Side A of a lucanian red-figure pelike, ca. 380–370 BC.

  Η βασίλισσα είδε κακά όνειρα, που σ’ αυτά οι νεκροί φανέρωσαν την έχθρα τους, κι έστειλε τούτες τις σκλάβες με εξιλαστήριες προσφορές (χοές) στου άντρα της τον τάφο. Η πρωτοβουλία της Κλυταιμνήστρας να στείλει τις σκλάβες για τέλεση χοών προέκυψε από ένα όνειρο που είχε δει. «Με στέλνει εδώ η αθεόφοβη γυναίκα». Η «ανόσια γυναίκα» δεν είναι άλλη από την Κλυταιμνήστρα, ταραγμένη από ένα όνειρο και την εξήγηση που δώσανε οι μάντεις ότι ο νεκρός βασιλιάς είναι οργισμένος, τις έστειλε στον τάφο για να τον εξιλεώσουν με νεκρικές προσφορές. Ο Χορός θα απαγγείλει: «Διότι τρανός φόβος ορθότριχος του παλατιού ονειρομάντης απ' τον ύπνο πνέοντας οργή, μεσονύχτια κραυγή απ' τα βάθη βγήκε με φόβο πέφτοντας βαριά στους γυναικωνίτες και οι εξηγητές των ονείρων αυτών με θεϊκή εγγύηση είπαν πως όσοι στον κάτω κόσμο βρίσκονται  παραπονούνται πολύ κι είναι με τους φονιάδες θυμωμένοι». Έτσι γίνεται αντιληπτή και η οργή που προκάλεσε στους θεούς η δολοφονία του Αγαμέμνονα.

  Ο Χορός εισέρχεται, στις Χοηφόρους, με νεκρικές χοές και λατρευτικές χειρονομίες στον τάφο. Οι οποίες πρέπει να είναι συνδεδεμένες με το νεκρό και τον εκδικητή. Λαμβάνει χώρα επίσης, επίκληση των χθόνιων θεοτήτων από το Χορό. Η Κλυταιμνήστρα επίσης, σε κατάσταση ταραχής, θυμίζει στις Ερινύες τις προσφορές που έκανε στον τάφο του Αγαμέμνονα. Πρόκειται για χοές, θυσίες, ολοκαυτώματα κλπ.

  Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης πηγαίνουν στον τάφο του Αγαμέμνονα και χτυπάνε τη γη. Ο Αγαμέμνονας δε βγαίνει αλλά στέλνει τη δικαιοσύνη να βοηθήσει τα παιδιά της. Η μεγαλύτερη δύναμη αποδόθηκε στον Αγαμέμνονα πεθαμένο παρά ζωντανό, σ’ εκείνη την εντυπωσιακή σκηνή των Χοηφόρων του Αισχύλου, όπου τα παιδιά του, Ορέστης και Ηλέκτρα, τον ικετεύουν να τους βοηθήσει πριν σκοτώσουν την Κλυταιμνήστρα. Η τέλεση των χοών πραγματοποιήθηκε και η Ηλέκτρα δηλώνει ικανοποιημένη: «Ο πατέρας μου έχει πια τις χωματορουφήχτρες χοές».



  Η Ηλέκτρα, από την άλλη, έρχεται μαζί με το Χορό να προσφέρει χοές στον τάφο του πατέρα της, με εντολή, όπως προαναφέρθηκε της Κλυταιμνήστρας, η οποία θέλει να τον εξευμενίσει ώστε να μην την εκδικηθεί. Ο Ορέστης αφήνει μια τούφα από ξανθά μαλλιά στον τάφο και επικαλείται το χθόνιο Ερμή να τον βοηθήσει. Η Ηλέκτρα κατά την τέλεση των χοών θα πει: «Ερμή χθόνιε, βοήθησε με διαλαλώντας για χάρη μου ν' ακούσουν του κάτω κόσμου οι θεοί τις ευχές μου, όσοι το πατρικό παλάτι μας επιτηρούν, και η ίδια η γη, που όλα τα γεννά κι αφού τα θρέψει όλα, πάλι απ' αυτά παίρνει το σπόρο τους κι εγώ τώρα χύνοντας στους νεκρούς αυτές εδώ τις «χοές» λέω κράζοντας τον πατέρα μου: «Ελέησε κι εμένα  και τον αγαπημένο σου Ορέστη, άναψε φως στο παλάτι». Οι χθόνιες δυνάμεις και οι θεότητες που βρίσκονται στο κέντρο του θέματος αυτού του έργου, και αναμφισβήτητα η κεντρική θέση του τάφου του Αγαμέμνονα στη σκηνή είναι έντονο εκφραστικό σύμβολο όντας της περιοχής, στον Αγαμέμνων ο Χορός επισημαίνει τις χοές και τις θυσίες που διατάζει η Κλυταιμνήστρα επ’ αφορμή της επιστροφής του Αγαμέμνονα.

  Οι χοές, επομένως, προσφέρονταν στους νεκρούς και στους θεούς του Κάτω Κόσμου και αποτελούσαν συνδετικό στοιχείο των ζωντανών με αυτούς. Στους Πέρσες και στις Χοηφόρους, γίνονται νεκρικές χοές. Στους Πέρσες τις προκαλεί ένα κακό όνειρο της βασίλισσας και στις Χοηφόρους, προκειμένου να κατευναστούν οι θεοί και ο νεκρός Αγαμέμνονας.


ΠΗΓΕΣ:

Αισχύλος, Πέρσες, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Αισχύλος, Χοηφόροι, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007. Κόγια Λ., Φόνοι συγγενικών προσώπων στην αρχαία ελληνική τραγωδία, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ρόδος 2019.

Μαρκαντωνάτος Γ., Πλατυπόδης Λ.,  Θέατρο και πόλη, εκδ. Guttenberg , Αθήνα 2012

GARVIE A. F.  , Aeschylus' Supplices: Play and Trilogy, University

Press of Cambridge 1969.

Anderews A., Αρχαία ελληνική κοινωνία, μετάφρ, Α. Παναγόπουλου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1983.

Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ., Α. Τσοπανάκη, εκδ. Κυριακίδη, Αθήνα 2014

Thomson G., Αισχύλος και Αθήνα, μετ. Γ. Βιστάλη και Φ. Αποστολόπουλου, εκδ. Ορίζοντες, Αθήνα 1954.

 

 

Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Ο ρόλος του Μιγιαγκι στο Καράτε Κιντ

 Ο ρόλος του Μιγιάγκι στο Καράτε Κίντ είχε προταθεί αρχικά στον με 9 νταν δάσκαλο του καράτε Fumio Demura. O Demura αρνήθηκε τον ρόλο επειδή πίστευε πως το να είσαι καλός καρατέκα δεν σε κάνει αυτόματα καλό ηθοποιό και δεν ήθελε να χαλάσει την ταινία. 



Στην συνέχεια ο ρόλος προτάθηκε στον Pat Morita, έναν ηθοποιό που όμως δεν γνώριζε τίποτα από καράτε. Ο Pat Morita δέχτηκε τον ρόλο με την προϋπόθεση πως στις σκηνές που θα φαίνονταν πως κάνει καράτε θα τον ντούμπλαρε ο Demura μιας και δεν ήταν διατεθειμένος να επιδείξει στην μεγάλη οθόνη μια τέχνη που χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να τελειοποιηθεί. 


Σήμερα έχουν και οι δυο φύγει από την ζωή.

ΒΛΑΝΤ ΤΣΕΠΕΣ Ο ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΡΠΑΘΙΩΝ

 Τούρκοι αγγελιοφόροι ήρθαν στον [Βλαντ] για να αποτίσουν φόρο τιμής, αλλά αρνήθηκαν να βγάλουν τα τουρμπάνι τους, σύμφωνα με το αρχαίο τους έθιμο, οπότε "ενίσχυσε" το έθιμο τους καρφώνοντας τα τουρμπάνια τους στο κεφάλι με τρία καρφιά, ώστε να μην μπορούν να τα βγάλουν . 



Σάτυροι και οι Σειληνοί – Η συνοδεία του Διονύσου

 Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.



Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Από μιαν ορισμένη εποχή και ύστερα, η διάκριση ανάμεσα στους Σάτυρους και τους Σειληνούς εξαφανίστηκε και γενικά τους συγχέουν δίνοντάς τους αδιάφορα το ένα ή το άλλο όνομα. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις επικράτησε περισσότερο ο τύπος του Σάτυρου με αυτιά και ουρά αλόγου.

Ο αριθμός των Σειληνών είναι απροσδιόριστος. Ένας τους ωστόσο έχει ειδική θέση ο οποίος θεωρείται ότι διαπαιδαγώγησε τον Διόνυσο. Έλεγαν πως ήταν γιος του Πανός και μιας Νύμφης. Άλλοι όμως συγγραφείς θεωρούσαν πατέρα του τον Απόλλωνα.

Κατά έναν άλλο μύθο ότι είχε γεννηθεί όπως οι Γίγαντες, από τις σταλαγματιές του αίματος του ακρωτηριασμένου Ουρανού. Διέμενε στο βουνό Νύσα που, κατά το μύθο, ανατράφηκε από τις Νύμφες ο Διόνυσος. Αυτές εμπιστεύθηκαν τη μόρφωση του νέου θεού στο Σειληνό, που έγινε κατά κάποιο τρόπο αχώριστος σύντροφός του. Τον θεωρούσαν σοφό και πως είχε το χάρισμα της προφητείας, που όμως δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει παρά μονάχα μεθυσμένος.

Γι’ αυτό φρόντιζαν να τον πιάσουν και να τον μεθύσουν για να του αποσπάσουν αποκαλύψεις για το μέλλον. Έτσι έπεσε στα χέρια του βασιλιά Μίδα, κοντά σε μια πηγή κατά τους μεν, επάνω στο βουνό Βέρμιο της Μακεδονίας κατά τους δε, Όταν τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αρνήθηκε στην αρχή να μιλήσει. Ωστόσο σε λίγο μίλησε για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. “Θα ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο να μη γεννιόταν ή να πεθαίνει μόλις γεννιέται”, είπε.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σειληνός είχε πιαστεί πολλές φορές από θνητούς που ήθελαν να φωτιστούν από τη σοφία του. Στην έκτη “Εκλογή” του, ο Βιργίλιος διηγείται, πως δύο τσοπανόπουλα, που τους είχε στ’ αστεία συχνά υποσχεθεί ο Σειληνός να τους πει ένα από τα τραγούδια του, βρήκαν το γερο-Σειληνό σε μια σπηλιά μέσα να κοιμάται. Τον έδεσαν με τη βοήθεια της Νύμφης Αίγλης με το στεφάνι που είχε γλιστρήσει μέσα στον ύπνο του από το κεφάλι του.

Σαν ξύπνησε, γέλασε με την πονηριά τους κι άρχισε ένα τραγούδι για το πως γεννήθηκε ο κόσμος και το κάθε τι που ζει, λέγοντάς τους πανάρχαιους μύθους του Κρόνου, της Πύρρας και του Προμηθέα. Έτρεξαν όλα τα γύρω ζωντανά κοντά του να τον ακούσουν.

Να ακούσουν το τραγούδι του γερο-Σειληνού, ακόμα κι οι βαλανιδιές σαλεύανε τις κορυφές τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας έδειχναν μια πέτρα όπου είχε καθίσει Σειληνός να ξαποστάσει, τότε που είχε έρθει μαζί με τον Διόνυσο στην πρωτεύουσα της Αττικής.

Στην αγορά της Ήλιδας, στην Πελοπόννησο, υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στον Σειληνό, με άγαλμα του θεού που η Μέθη του πρόσφερε ένα κύπελλο γεμάτο κρασί. Και στον Μαλέα της Λακωνίας τιμούσαν επίσης τον Σειληνό, όπου είχε εγκατασταθεί ο σύντροφος τούτος του Διονύσου, καθώς πίστευαν. Και στη Φολόη, ως έλεγαν είχε αποκτήσει ο Σειληνός από τη Νύμφη Μελία τον Κένταυρο τον Φόλο.

Σύμφωνα με κάποιο μύθο που αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, πίστευαν οι Αρκάδες πως ο Σειληνός ήταν πατέρας του “Νομίου Απόλλωνος”, του προστάτη των κοπαδιών δηλαδή. Σε μεταγενέστερη εποχή θεωρούσαν γιο του Σειληνού ένα μυθικό πρόσωπο, τον Στάφυλο, που πρώτος ανακάτεψε το κρασί με το νερό. Ένας Αιγύπτιος συγγραφέας, ο Νόννος, αναφέρει τρεις γιους του Σειληνού: τον Αστραίο, τον Μάρωνα και τον Ληνέο.

Οι Σειληνοί απεικονίζονται συχνά χορεύοντας με τις Μαινάδες, και ήταν και μουσικοί. Η λύρα δεν ήταν άγνωστη στους Σειληνούς, που συνόδευαν τα τραγούδια τους μ’ αυτή. Παράδειγμα, ο μύθος του Σάτυρου Μαρσύα που προκάλεσε τον Απόλλωνα με τη λύρα του.

Πριν να συσχετιστούν με τον Διόνυσο οι Σειληνοί και οι Σάτυροι υπήρχαν ως χωριστές οντότητες στη φαντασία των Ελλήνων. Εξηγούσαν το συνδυασμό τους αυτό με το θεό, στην αρχαιότητα, με τη μεγάλη έλξη που ασκούσε η νέα, η διονυσιακή λατρεία που υιοθετεί σιγά σιγά τα δευτερεύοντα πνεύματα των νερών, των δασών και των πηγών. Οι Σάτυροι ξανάρχισαν για τον Διόνυσο τους τελετουργικούς χορούς, που είχαν άλλοτε εκτελέσει για την Κυβέλη. Οι εξωτικές τελετές αυτής της λατρείας προκαλούσαν στους πιστούς κρίσεις ενθουσιασμού: πίστευαν πως είχαν καταληφθεί απ’ το θεό και πως μεταμορφώνονταν σε ιερά ζώα, τράγους και άλογα (Σάτυρους και Σειληνούς)

Ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί έχασαν το ζωωδικό τους χαρακτήρα και δεν ήταν πια παρά άνθρωποι μεταμφιεσμένοι, που έπαιρναν μέρος σε εκδηλώσεις θορυβώδικες κατά τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Κι από τούτη τη συμμετοχή γεννήθηκε στην Αθήνα ο διθύραμβος, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα.

Οι ηθοποιοί που έπαιζαν ρόλο Σατύρων φορούσαν μάσκα που θύμιζε τα χαρακτηριστικά των μυθικών προσώπων που υποτίθεται πως παράσταιναν. Ήταν ως τη μέση γυμνοί ή φορούσαν τουλάχιστον εάν λεπτό “φανελάκι” σε απόχρωση δέρματος. Όχι σπάνια, όμως, σκεπάζονταν με δέρμα ζώου ή φορούσαν συνηθισμένα ρούχα. Στα πρώτα χρόνια οι Χορευτές ήταν δώδεκα. Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις που διασώθηκαν βλέπουμε ανάμεσά τους και Σάτυρους, που εύκολα αναγνωρίζονται απ’ τη μορφή και το ντύσιμό τους.

Οι Σειληνοί βοήθησαν τον Διόνυσο κατά τη Γιγαντομαχία, καβάλα σε γαϊδάρους, που τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους αντίπαλους των Ολύμπιων. Ένα αγγείο αρχαϊκής εποχής δείχνει τον Διόνυσο να μπήγει το θύρσο του στο σώμα ενός Γίγαντα που είχε πέσει κάτω, ενώ ένας πάνθηρας χώνει τα δόντια του στο στήθος του.

Οι δυο Σειληνοί τρέχουν προς το μέρος του Γίγαντα, που ο ένας τους κρατάει στο δεξί του μπράτσο ένα δέρμα πάνθηρα και με το αριστερό του χέρι παίρνει από κάτω μια πέτρα για να τη ρίξει κατά του πεσμένου Γίγαντα, ενώ ο σύντροφός του κρατάει ασπίδα και δόρυ με την αιχμή του προς τα κάτω. Στην άλλη πλευρά του αγγείου απεικονίζεται ένας οπλισμένος Σειληνός πάνω σε πολεμικό άρμα, που δυο άλλοι το σέρνουν άοπλοι και πίσω από το άρμα ένας τέταρτος Σειληνός σαλπίζει.

Και δεν είναι η μόνη περίπτωση, όπου παρουσιάζονται οι Σειληνοί να ‘χουν δοσοληψίες με τους θεούς. Στο περίφημο “αγγείο του Βρύγγου” απεικονίζονται να τσακώνονται με την αγγελειαφόρο των θεών, την Ίριδα, καθώς και η Ίριδα παίρνει από το βωμό την ουρά μιας αγελάδας που θυσιάστηκε, προστρέχουν τρεις Σειληνοί. Ο ένας πιάνει τη θεά με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο προσπαθεί να της πάρει την ουρά.

Ο άλλος ορμάει πάνω από το βωμό, ενώ ο τρίτος τρέχει κι αυτός να βοηθήσει. Ο Διόνυσος παρακολουθεί τούτη τη σκηνή μ’ ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι και μ’ έναν κάνθαρο στο δεξί. Και μένει κατάπληκτος απ’ την τολμηρή ασέβεια των Σειληνών. Στο ίδιο αγγείο, έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης Σειληνούς που θέλουν να βιάσουν την ίδια τη σύζυγο του Διός, την Ήρα. Την υπερασπίζει ο Ερμής, που μπήκε ανάμεσά τους, όμως η θεά σώζεται μόνο μετά την επέμβαση του Ηρακλή, που μόλις φάνηκε το έβαλαν στα πόδια.

Φαίνεται πως ο ένδοξος ήρωας ενέπνεε πάντα απερίγραπτο φόβο στους ακόλουθους του Διονύσου. Το μαρτυρούν πολλές αγειογραφίες που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Σε μιαν απ’ αυτές έξι Σειληνοί είναι μαζεμένοι γύρω από τον Διόνυσο και δίπλα στον καθένα βρίσκεται ένα δοχείο γεμάτο κρασί. Ξαφνικά, φτάνει ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και οπλισμένο με το ρόπαλό του και με το τόξο. Ο Διόνυσος χαιρετά το γιο της Αλκμήνης, ενώ οι Σειληνοί φαίνονται, περίτρομοι, να παίρνουν τις πιο κωμικές στάσεις.

Σ’ άλλην αγγειογραφία απεικονίζεται ο Ηρακλής ξαπλωμένος δίπλα στον Διόνυσο. Ένας Σειληνός, που σέρνεται στα γόνατα, πάει να κλέψει ένα γλύκισμα, ενώ ένας σύντροφός του κοιτάει αλλού, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σε άλλο αγγείο απεικονίζεται ο Ηρακλής να βαδίζει πίσω από δύο Σειληνούς δεμένους, ο ένας με τον άλλον απ’ τα χέρια, ενώ οι δυο άλλοι το βάζουν στα πόδια.

Ακόμα, βλέπουμε σε αγγειογραφίες Σειληνούς να έχουν κλέψει τα όπλα του Ηρακλή την ώρα που κοιμόταν και μόλις ο γιος του Διός και της Αλκμήνης κάνει κάποια κίνηση στον ύπνο του ή ανοίγει τα μάτια, το βάζουν στα πόδια εγκαταλείποντας τα κλοπιμαία.

Οι Σάτυροι τα βάζουν και με έναν άλλο διάσημο ήρωα, τον Περσέα, που για να απαλλαγεί από αυτούς αναγκάστηκε να δείξει το κεφάλι της Γοργόνας. Και είναι πραγματικά πολύ κωμικός ο τρόπος που οι Σάτυροι καταφοβισμένοι κλείνουν τα μάτια τους και γονατίζουν.

ΟΙ ΣΕΙΛΗΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΤΥΡΟΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Παρουσιάζονται στις αρχαιότερες καλλιτεχνικές απεικονίσεις που μας έχουν διασωθεί, πρώτοι οι Σειληνοί, που κατά τη διάπλασή τους μοιάζουν μάλλον με τα άλογα, ενώ οι Σάτυροι με τράγους.

Σε νομίσματα της Θάσου απεικονίζονται, καθώς και σε κοσμήματα, με ουρά, αυτιά και οπλές αλόγου. Σε μια σαρκοφάγο στις Κλαζομενές, σ’ ένα από τα αρχαιότερα μνημεία που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας βλέπουμε έναν Σειληνό με ολότελα κτηνωδική μορφή. Η μύτη του είναι χονδρή και ανασηκωμένη, στρογγυλά τα μάτια του, όμοια με χαίτη τα γένεια του και τα μαλλιά του, τ’ αυτιά του μυτερά. Κι έχει οπλές στα πόδια του και μια ουρά κάτω απ’ τη μέση.

Πάνω σ’ έναν αμφορέα στο Λέυντεν παρουσιάζονται έξι Σειληνοί και μαζί έξι Νύμφες. Οι Σειληνοί έχουν ανάλογα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά: χονδρό κεφάλι, μύτη πλακουτσωτή, γαϊδουρινά αυτιά, πυκνή χαίτη, μακρύ γένι που σκεπάζει την κοιλιά και ουρά αλόγου. Στην Αττική οι Σειληνοί, ενω διατηρούσαν στ’ αρχαϊκά αγγεία τον κτηνώδικο χαρακτήρα τους, έχουν και κάποια χάρη, με κεφάλι που δεν τους διαφοροποιεί πολύ απ’ τους ανθρώπους. Κι έχουν καμιά φορά αλόγου πόδια κι άλλες πάλι φορές ανθρώπου. Και είναι ολότελα ντυμένοι.

Στα αρχαιότερα αττικά αγγεία, απεικονίζονται οι Σειληνοί συνοδεύοντας προπάντων τον Διόνυσο, όμως και χορεύοντας με τις Μαινάδες ή απαγάγοντάς τες. Αλλά κυρίως ως υπηρέτες του θεού, όπως στη σκηνή της επιστροφής του Ηφαίστου, που τον ξαναφέρνει ο Διόνυσος στον Όλυμπο. Ωστόσο, η συνοδεία του θεού δεν έχει ακόμα τον οργιαστικό χαρακτήρα, που θα πάρει αργότερα. Αυτό δεν εμποδίζει τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς στις πιο άσεμνες στάσεις και να κουβαλάνε στη ράχη τους ασκιά γεμάτα κρασί ή να κρατάνε στο χέρι τους μια οινοχόη, χωρίς να πίνουν οι ίδιοι.

Κατά τον τρύγο οι Σειληνοί βοηθούν στο να συλλέγουν τον καρπό, να μαζεύουν δηλαδή τα σταφύλια, να τα φέρνουν στο πατητήρι (το ληνό) και να τα πατούν. Παίζουν κιθάρα και αυλό. Όσο για τα ζώα που τους συνοδεύουν, είναι το μουλάρι, ο γάιδαρος, ο τράγος και κάποιες φορές κι ο ταύρος.

Ο τύπος ωστόσο του Σειληνού, κάτω από την επιρροή των Αθηναίων καλλιτεχνών, κατά την περίοδο που ακολουθεί την εποχή της Αρχαϊκής τέχνης, μεταβάλλεται. Τα μακριά του τα μαλλιά εξαφανίζονται για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια φαλάκρα σχεδόν ολοκληρωτική.

Η έκφραση του προσώπου γίνεται λιγότερο κτηνωδική, πιο ζωντανή, και συχνά βρίσκουμε τους Σειληνούς μαζί με τις Μαινάδες παρέα, αλλά προπάντων να συνοδεύουν τον Διόνυσο, χορεύοντας τριγύρω του και παίζοντας αυλό. Ετούτη μάλιστα την εποχή οι καλλιτέχνες απεικονίζουν τους Σειληνούς στις μυθικές σκηνές τους βιασμού της Ίσιδας και της Ήρας, πάλη με τον Ηρακλή, κ.α.

Στην κλασική εποχή η τάση να απεικονίζουν τους Σειληνούς λιγότερο άγριους, να τους δίνουν κάποια γλυκύτητα κι ευγένεια γίενται εντονότερη ολοένα: έχουν τώρα σώμα λυγερό κι είναι γενικά φαλακροί, πράμα που τους κάνει (η φαλάκρα) αστείους και συμπαθητικούς. Και τα γένια τους είναι αρκετά πυκνά, μα η ουρά τους πιο κοντή, που φτάνει μόλις ως τα γόνατά τους. Και είναι η έκφρασή τους στο πρόσωπο σοβαρή και κάποτε μάλιστα και μελαγχολική. Και είναι σχεδόν πάντοτε γυμνοί, με κύριο έμβλημά τους το θύρσο. Και παίζουν το διπλόν αυλό και παίζουν και τη λύρα.

Για ένα μάλιστα μεγάλο χρονικό διάστημα οι καλλιτέχνες αναπαρίσταναν τους Σειληνούς ως άνδρες προχωρημένης ηλικίας. Έπειτα πήραν τη συνήθεια να παρουσιάζουν πλάι σ΄αυτούς τους ηλικιωμένους και άτομα πιο νέα, με κινήσεις λιγότερο βαριές. Συναντούμε και τον τύπο του παιδαγωγού του Διονύσου, να φροντίζει ως πατέρας τον κύριό του – τύπος που θα γίνει κλασικός από τον 4ο π.Χ. αιώνα και ύστερα. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με σωκρατικό πρόσωπο, φαλακρός κι αγένειος, άσχημος και πρόσχαρος μαζί, με μέλη παχιά και κοιλαράς.

Είναι μάλιστα εξακριβωμένο πως το δεύτερο μισό της Κλασικής εποχής εξαφανίστηκε η τάση να δίνεται στους Σειληνούς μια έκφραση λιγότερο αχαλίνωτη. Απεναντίας τώρα κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο η οργιαστική πλευρά της διονυσιακής λατρείας, που οδηγεί τους καλλιτέχνες να απεικονίζουν τους Σειληνούς όχι με την έκταση των Μαινάδων, αλλά με μια ελευθερία συμπεριφοράς που θυμίζει την Αχαϊκή τέχνη.

Η αναπαράσταση των Σειληνών με την πλαστική τέχνη παρουσιάζεται σε μια σχετικά νεότερη εποχή της ελληνικής τέχνης. Μονάχα από λογοτεχνικές πηγές μας είναι γνωστό το περίφημο σύμπλεγμα του Μύρωνα, με την Αθηνά να πετάει κάτω τον αυλό που είχε επινοήσει, μα που της παραμόρφωνε το στόμα, και τον Μαρσύα ν΄ανυπομονεί να τον περιμαζέψει.

Αντίθετα, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα μεγάλοι γλύπτες βάλθηκαν ν’ απεικονίσουν πρόσωπα που ως τότε είχαν τραβήξει την προσοχή μονάχα των αγγειογράφων. Κι ήταν το περιφημότερο από τ’ αγάλματα αυτά ο “Σάτυρος του Πραξιτέλη”, που διασώθηκαν πολλά αντίγραφά του. ‘Εχουμε μπροστά μας ένα νέο με κανονικά χαρακτηριστικά, που μονάχα τα μυτερά του αυτιά θυμίζουν τους πρωτόγονους σύντροφους του Διονύσου. Στηρίζεται σε έναν κορμό δέντρου και με το κεφάλι του, ελαφριά σκυμμένο, κοιτάει μακριά στο άπειρο.

Στο “μνημείο του Λυσικράτη” επίσης είναι μαζεμένοι γύρω στον Διόνυσο νεαροί Σάτυροι. Ένας άλλος μεγάλος γλύπτης, ο Λύσιππος, είχε αναπαραστήσει τον Σειληνό με τον Διόνυσο παιδί. Το καλύτερο αντίγραφο του θαυμάσιου αυτού έργου, που είχε αποδοθεί στην αρχή στον Πραξιτέλη, βρίσκεται στον Λούβρο.



Όσο για το Σειληνό από τούτη την εποχή κυριάρχησε στη γλυπτική ο τύπος του καλοκαμωμένου ανθρώπου, που οι μυώνές του είχαν ήδη υποστεί την εισβολή του λίπους, ως αποτέλεσμα της καλοφαγίας. Κι είναι το κρανίο του μυτερό και φαλακρό, το μέτωπό του ρυτιδωμένο κι έχει και πυκνή γενειάδα. Τα χοντρά, μυτερά αυτιά του μοιάζουν με αυτιά χοίρου.

Η Ελληνιστική εποχή είναι πολύ πλούσια σε αναπαραστάσεις κάθε είδους Σειληνών και Σατύρων. Το ίδιο ισχύει και για τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Από τότε οι καλλιτέχνες επιδίδονταν ολοένα και περισσότερο στην αναπαράσταση νεαρών Σατύρων και γερόντων Σειληνών.

Πηγή: Pronews

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...