Ο Αρχαιολόγος, του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Απόψε, αγαπητοί φίλοι, θα σας παρουσιάσω ένα έργο το οποίο με αλληγορικό τρόπο εκθέτει το ζήτημα της Προγονοπληξίας σε όλο της το μεγαλείο. Πρόκειται για τον Αρχαιολόγο του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Το αρκετά ενδιαφέρον και επίκαιρο αυτό έργο είχα την τύχη να διαβάσω το χειμώνα του 2021-2022.




 

 Η πρώτη έκδοση του Αρχαιολόγου είναι άγνωστη και αμφισβητήσιμη. Η δεύτερη έκδοση του έργου πραγματοποιήθηκε το 1904, από το τυπογραφείο της Εστίας των Μάινερ και Καργαδούρη.  

 

 Γεννημένος στα Λεχαινά Ηλείας ο Καρκαβίτσας, σπούδασε επί πέντε έτη Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε με τον τίτλο του Διδάκτορα. Εκτός από πεζογράφος υπηρέτησε και ως στρατιωτικός γιατρός. Φυλακίστηκε το 1916 συνεπεία του Εθνικού Διχασμού, ενώ πέθανε στο Μαρούσι το 1922 προσβεβλημένος από φυματίωση του λάρυγγα και πικραμένος από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας.

 

 Το ενδιαφέρον για το έργο του Καρκαβίτσα, όπως και του Παπαδιαμάντη, θα αυξάνεται μετά το 1960. Τα διασημότερα έργα του συγγραφέα ήταν Ο ζητιάνος και η συλλογή διηγημάτων Τα λόγια της Πλώρης. Ο συγγραφέας μαζί με τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό υπήρξαν οι κύριοι εκπρόσωποι της Ηθογραφίας (και ειδικότερα της Ηθογραφίας του Ρεαλισμού), όπως επίσης και του Νατουραλισμού. Ως εκπρόσωπος της ρεαλιστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα, ο Καρκαβίτσας, παρουσίασε μια σειρά έργων που διαπνέονται από γνήσιο πατριωτισμό, κοινωνικά ιδεώδη αλλά και χριστιανική καρτερία.



 


 Το έργο, αν και δεν πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του Καρκαβίτσα ή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για ένα περίεργο λόγο έχει μεταφραστεί από τον General Books το 2010. Έχει επίσης εκδοθεί ως ηλεκτρονικό βιβλίο από τον Smashwords Edition. 

Πρόσφατα η καθηγήτρια κλασικής φιλολογίας στο γνωστό Brown του Λονδίνου, Τζοάνα Χάνικ, ανέλαβε να μεταφράσει τον Αρχαιολόγο, με αφορμή τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821. Όπως δήλωσε η Τζοάνα Χάνικ στη δημοσιογράφο του Βήματος Λαμπρινή Κουζέλη «έχει ιστορική σημασία και η επέτειος της ελληνικής επανάστασης που πλησιάζει και οι εορτασμοί που περιμένουμε ότι θα γίνουν, θα είναι μια καλή ευκαιρία για να παρουσιαστεί αυτό το κείμενο και οι προβληματισμοί του Καρκαβίτσα για τα εθνικά θέματα».

 

Η υπόθεση του έργου:

 Πρόκειται για μια χειρουργικής ακρίβειας ανάλυση της ανθρώπινης φύσης και των ανείπωτων εντάσεων που δημιουργούν οι οικογενειακές σχέσεις. Ο Αριστοδήμος μεγαλοπιάνεται από μία ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι κατάγεται από το ξακουστό γένος των Ευμορφόπουλων και για να γλιτώσει από τα αδιέξοδα της πραγματικής ζωής, διαμορφώνει μία νέα ταυτότητα που κοντράρεται όπως τα ασπρόμαυρα κοντράστ με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του: τον καλοπροαίρετο, μικρότερο αδελφό, τη μητέρα και τη γυναίκα του για να οδηγηθεί στην τελική του συντριβή. Στον άτεγκτο κόσμο του Καρκαβίτσα, δεν καλλιεργείται ελπίδα για μία καλύτερη ζωή.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο 

 Ο Αρχαιολόγος αποτέλεσε ένα έργο-κραυγή κατά της ανιστόρητης προγονοπληξίας. Μια προγονοπληξία που συχνά καταντά στείρα παρελθοντολογία και όχι υπεύθυνος θαυμασμός σε έναν κόσμο που παρήγαγε βέβαιο πολιτισμό.

 Δεν είναι λίγες οι φορές που η επιφανειακή προγονική καύχηση  περιφρονεί τη σημερινή τύχη και την πρόοδο του έθνους. Ο Καρκαβίτσας καταδικάζει την άγονη προγονοπληξία ορισμένων διανοούμενων καθώς επίσης και την άκριτη αρχαιολατρία.

 


 Αρκετά αγράμματα ή ημιμαθή υποκείμενα στις μέρες μας ακολουθούν ακόμη τη γραμμή της προγονοπληξίας. Τη διατηρούν ολοζώντανη. Φορούν περικεφαλαίες στα άδεια κεφάλια τους και μανδύες επάνω από τα φτηνιάρικα τζιν τους, και καπηλεύονται τα ιερά και τα όσια της φυλής. Πρόκειται για αληθινές καρικατούρες που καίτοι νομίζουν ότι εξυψώνουν το παρελθόν, στην πραγματικότητα το γελοιοποιούν εξωτερικεύοντας ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό και τα άλυτα ψυχικά τους προβλήματα. Αυτό το νοσηρό φαινόμενο οφείλεται σίγουρα στην αδυναμία ένταξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο σύγχρονο κόσμο.

 Μεταξύ σύγχρονης και αρχαίας Ελλάδας υφίστατο ένα χάσμα το οποίο επιχειρήθηκε να γεφυρωθεί από δύο μεγάλους διανοητές: Το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Αμφότεροι πέτυχαν την μέσω επίπονης έρευνας την ένταξη του Βυζαντίου στον ελληνικό πολιτισμό και έτσι απέδειξαν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, μέσω της μελέτης της λαϊκής παράδοσης και της ιστορικής έρευνας.

 Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Καρκαβίτσας παίρνει σαφή θέση πάνω στο γλωσσικό ζήτημα. Υπερασπίζεται τη δημοτική και θυμίζει σε πολλά σημεία το Ταξίδι μου του Ψυχάρη. Πριν την έκδοση του Αρχαιολόγου (1901-3) έχουν προηγηθεί τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο συγγραφέας, μαζί με τον Εφταλιώτη, ήταν οι πρώτοι δημοτικιστές πεζογράφοι. Παρά το γεγονός ότι ο Καρκαβίτσας ήταν οπαδός της δημοτικής δεν αποδέχονταν τις ακρότητες των δημοτικιστών. Στόχος του ήταν η γλώσσα του έργου του να γίνει κατανοητή από όλους.

 Ο Αρχαιολόγος υπήρξε το τελευταίο μυθιστόρημα του Καρκαβίτσα και χαρακτηρίστηκε γενικά ως αποτυχημένο από τεχνικής άποψης. Που οφείλεται όμως η αποτυχία του; Ο Roderick Beaton δίνει την απάντηση:

 "Το μυθιστόρημα ακολουθεί τα λαογραφικά αξιώματα της εποχής, αλλά κατορθώνει με τόλμη να απαλλαγεί από τις συμβάσεις του Ρεαλισμού. Στην αλληγορία αυτή της σχέσης της Ελλάδας με το παρελθόν της και με τους ξένους γείτονες της, που διατυπώνεται με τη μορφή λαϊκού παραμυθιού, η ισορροπία μεταξύ των ρεαλιστικών συμβάσεων και της επιθυμίας υπέρβασης τους χάνεται τελικά. Ωστόσο το μυθιστόρημα παραμένει μια σημαντική μαρτυρία των καλλιτεχνικών στόχων της γενιάς των συγγραφέων που συχνά εντάσσονται στους ρεαλιστές.

 Ο Αρχαιολόγος οδηγεί στη λογική (και αστήριχτη) κατάληξη της την ενδιάθετη ροπή της κίνησης του ελληνικού μυθιστορήματος. Αντλεί λοιπόν από τις πηγές της εγχώριας λαογραφίας με σκοπό να ενισχύσει την αναδυόμενη εθνική ταυτότητα και να καθιερώσει μια λογοτεχνική παράδοση, που να βασίζεται αναμφισβήτητα πάνω στην παράδοση αυτή.

 Η αποτυχία του αρχαιολόγου ίσως να μην οφείλεται τόσο στις τεχνικές ατέλειες του (τη δυσκολία να γεφυρώσει κανείς το χάσμα ανάμεσα στις δυσκολίες που επενδύονται στο λαϊκό παραμύθι και στην πραγματική θεματολογία του) όσο και στο γεγονός ότι ξεσκέπασε τη λανθάνουσα αυτή αλήθεια για ολόκληρη σχεδόν την ελληνική Ηθογραφία."

 Ο Παλαμάς, εν κατακλείδι, θα γράψει χαρακτηριστικά για τον Καρκαβίτσα αναγνωρίζοντας την αξία του έργου του: "Εάν κάποιος... με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, θα έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θα του φυλούσα το χέρι, και θα ψήφιζα τον Καρκαβίτσα".

 

Το έργο μπορείτε να το αντλήσετε από αυτόν τον σύνδεσμο:

https://silgoneon5dimgeraka.gr/wp-content/uploads/2012/01/KARKABITSAS-A.-Arxaiologos.pdf

 



 

Πηγές:

https://www.pde.org.gr/ilia/index.php?option=com_content&view=article&id=58&Itemid=71

https://www.eleftheria.gr/πολιτισμός/item/262806.html

https://www.goodreads.com/book/show/7653785

https://www.mononews.gr/politismos/i-tzoana-chanik-ke-o-karkavitsas-apo-ton-penguin-classics

https://osdelnet.gr/book/1047300

 

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Μ Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996

 

Παύλος Παπαδόπουλος Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών, Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.

Η κατάντια ενός φτωχού χωρικού. Παραδοσιακό παραμύθι από την Σερβία – Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας.

 Σ’ ένα απομονωμένο χωριό μιας μικρής πολιτείας, ζούσε μονάχος του ένας φτωχός χωρικός. Έτρωγε από αυτά που φύτευε στον μικρό του κήπο κι από τα λίγα ζώα που είχε στο μαντρί του. Δεύτερα ρούχα δεν είχε να φορέσει όπως και παπούτσια, αν και αυτά ήταν τρύπια εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Ένα πρωί, την ώρα που άναβε το τζάκι για να ζεστάνει την καλύβα του και να βράσει λίγο νερό για να ετοιμάσει λίγο ρύζι για το μεσημέρι, άρχισε να μονολογεί.

Δεν πάει άλλο με αυτήν την κατάσταση. Η φτώχια μου δεν περιγράφεται. Ως πότε θα ζω έτσι; Πρέπει να κάνω κάτι για να αλλάξω την μοίρα μου.

ΧωρικόςΚι αφού το καλοσκέφτηκε και το επεξεργάστηκε στο μυαλό του, αποφάσισε να ξεκινήσει να βρει την τύχη του αλλού. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να βγει απ’ το χωριό του και με την άκρη του ματιού του, είδε κάτι να λάμπει στην άκρη του μονοπατιού. Πλησίασε κοντά και έκπληκτος παρατήρησε πως ήταν πεσμένα στο έδαφος πέντε χρυσά νομίσματα. Κοίταξε ολόγυρα του μη τυχόν και τον βλέπει κάνεις, έπειτα έσκυψε και τα μάζεψε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.

«Ωραία αρχή έκανα. Αν συνεχίσω έτσι, πολύ σύντομα θα χρειαστώ θησαυροφυλάκιο για να τα φυλάω» σκέφτηκε και συνέχισε τον δρόμο του. Περπάτησε αρκετή ώρα ώσπου έφτασε στην διπλανή πόλη. Μια πόλη, εμπορική, με αρκετό κόσμο και κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά. Ο χωρικός, κουρασμένος από το περπάτημα, μπήκε σε ένα καφενείο και ζήτησε ένα καφέ και ένα ποτήρι νερό. Ο καφετζής, αφού τον κοίταξε καλά-καλά, από πάνω μέχρι κάτω, του είπε με απότομο ύφος:

Εσύ μπορεί να θες να πιεις καφέ…έχεις όμως λεφτά να μου τον πληρώσεις; Τέτοιος κουρελιάρης που είσαι δεν σε βλέπω να σου περισσεύουν. Άδειαζέ μου την γωνιά καλύτερα.

Ο χωρικός δεν είπε τίποτα, παρά μόνο, έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό νόμισμα και το πέταξε επιδεκτικά πάνω στο τραπέζι του καφενείου. Ο καφετζής γούρλωσε τα μάτια του γιατί χρυσά νομίσματα, κυκλοφορούσαν σπάνια και τα είχαν οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι κι οι βασιλιάδες. Δεν μπορούσε να πει τίποτα. Θα έλεγε κανείς πως κατάπιε την γλώσσα του. Τελικά, αφού ξερόβηξε είπε του χωρικού:

Ναι, αλλά δεν έχω ρέστα…

Χαλάλι σου τα ρέστα. Κράτα τα γιατί η παρουσία μου ασχημαίνει το μαγαζί σου.

…του απάντησε ο χωρικός χαμογελώντας. Ο καφετζής έκπληκτος μα και γοητευμένος πλέον, αποχώρησε προς τα πίσω, πηγαίνοντας στην κουζίνα του για να ετοιμάσει τον καφέ. Όση ώρα έβραζε τον καφέ σκεφτότανε, τι μπορεί να είναι ο χωρικός στην πραγματικότητα. Απορούσε, πως είναι δυνατόν, ένας που φοράει τέτοια κουρέλια για ρούχα, να έχει στην κατοχή του ένα –ίσως και περισσότερα- χρυσά νομίσματα. Κι ενώ έκανε διάφορες σκέψεις, τελικά κατέληξε…

Να δεις που είναι γιος του βασιλιά και έχει μασκαρευτεί σε κουρελιάρη ζητιάνο για να δει εμάς τους υπηκόους του, τι σόι άνθρωποι είμαστε. Αυτό είναι…το βρήκα!

Αφού σέρβιρε τον καφέ, πήγε παραπέρα και κάθισε με τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου, λέγοντάς τους την όλη ιστορία καθώς και την άποψή του για το ποιος πιστεύει ότι είναι στην πραγματικότητα ο χωρικός. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί του, ότι σίγουρα πρέπει να είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Ο χωρικός, μόλις ήπιε τον καφέ του, φώναξε τον καφετζή και τον ρώτησε.

Πες μου καλέ μου άνθρωπε, ποιος είναι ο πλουσιότερος άντρας της πόλης σας;

Στην πόλη μας, πλουσιότερος άντρας είναι ο ιδιοκτήτης των θερμών λουτρών.

Πολύ ωραία. Τότε, θα πάω μια βόλτα μέχρι τα λουτρά. Κάνε μου μια χαρη όμως σε παρακαλώ. Μετά το μεσημέρι, στείλε μου ένα καφέ, πες του κουρέα να έρθει από εκεί για να με κουρέψει και να με ξυρίσει και στον ταβερνιάρη πες του να μου φέρει ένα περιποιημένο γεύμα μαζί με κρασί.

Ο καφετζής όχι απλά δεν αρνήθηκε στην παράξενη επιθυμία του χωρικού, αντίθετα, του απάντησε ότι ήταν μεγάλη του χαρά να τον εξυπηρετήσει. Ο χωρικός, χωρίς να καθυστερεί, ξεκίνησε για τα λουτρά κι όταν έφτασε εκεί και προσπάθησε να μπει, ένας ψηλός και εύσωμος άντρας τον εμπόδισε. Ήταν ο ιδιοκτήτης των λουτρών, ο οποίος μόλις είδε τον χωρικό με τα παλιά, φθαρμένα και βρόμικα ρούχα, του είπε με αυστηρή φωνή.

Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ. Φύγε.Λουτρά

Μα θέλω να κάνω μπάνιο…

…του απάντησε ψύχραιμα ο χωρικός και επιχείρησε για άλλη μια φορά να μπει μέσα. Μα και πάλι ο ιδιοκτήτης τον εμπόδισε μπαίνοντας μπροστά του και με ακόμα πιο αυστηρό ύφος του είπε…

Οι φτωχοί και κουρελιάρηδες κάνουν μπάνιο στο ποτάμι κι όχι στα λουτρά μου. Ξεκουμπίσου λοιπόν.

…και μπήκε στα λουτρά κλείνοντας την πόρτα με ορμή και χωρίς να δώσει άλλο σημασία στον χωρικό, ο οποίος όχι απλά δεν έφυγε, αλλά ξάπλωσε στα σκαλοπάτια και απολάμβανε τον ήλιο που τον χτυπούσε με τις ζεστές ακτίνες του. Πέρασαν κάποιες ώρες και ο χωρικός δεν είχε κουνηθεί ρούπι από εκεί. Ίσως και να κοιμήθηκε κιόλας κάποια στιγμή, όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο φύλακας των λουτρών. Μόλις αντίκρισε τον χωρικό να είναι ξαπλωμένος στα σκαλοπάτια τα έχασε προς στιγμή και αμέσως του έβαλε τις φωνές.

Απαγορεύεται οι ζητιάνοι να κάθονται εδώ. Τσακίσου και φύγε γρήγορα από εδώ…

…δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του και από το βάθος του δρόμου, εμφανίστηκαν να πλησιάζουν ο καφετζής κρατώντας έναν καφέ στο χέρι του, ο εστιάτορας με έναν μεγάλο δίσκο με λογής-λογής καλούδια και εκλεκτό κρασί και πίσω τους ακολουθούσε ο κουρέας με ένα βαλιτσάκι που είχε μέσα τα σύνεργα της δουλειάς του. Αφού φτάσανε μπροστά, υποκλίθηκαν στον φτωχό χωρικό και ο καθένας του πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Ο φύλακας τα έχασε, δεν πίστευε στα μάτια του.  Ο καφετζής, τον πήρε παραπέρα και κάτι του ψιθύρισε στο αφτί. Προφανώς θα του είπε ότι ο κουρελιάρης χωρικός που στέκονταν μπροστά τους, είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος. Ο φύλακας γύρισε προς τον χωρικό και του ζήτησε να μπει μέσα στα λουτρά ενώ ο ίδιος έτρεξε στον ιδιοκτήτη και του είπε τα πάντα με το νι και με το σίγμα.

Πω-πω…τι έπαθα ο άμοιρος; Αν όντως ο κουρελιάρης χωρικός είναι ο γιος του βασιλιά μεταμφιεσμένος κι εγώ του μίλησα τόσο απότομα και σκληρά, τότε με περιμένει βαριά τιμωρία. Μέχρι και το κεφάλι μου μπορεί να μου πάρει…

…μονολογούσε συνέχεια ο ιδιοκτήτης των λουτρών κλεισμένος στο δωμάτιο του. Ο φύλακας, βλέποντάς τον τόσο ανήσυχο, του πρότεινε τότε, να προσφέρει στον χωρικό χρήματα για να τον καλοκαρδίσει και να κερδίσει την συμπάθειά του. Έτσι κι έγινε. Ο ιδιοκτήτης, έτρεξε στο χρηματοκιβώτιό του και γέμισε ένα σακί με χρυσά φλουριά και το πήγε ο ίδιος στον χωρικό, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο του, είχε φάει κι έπινε τον καφέ του ενώ ο κουρέας τον κούρευε. Αφού του πρόσφερε το σακί με τα νομίσματα, ο χωρικός χαιρέτησε και ευχαρίστησε τους πάντες και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του. Φτάνοντας στο σημείο που είχε βρει αρχικά τα νομίσματα, ο χωρικός έβγαλε από το σακί του πέντε από αυτά και τα άφησε στο ίδιο σημείο ακριβώς.

Όλοι οι χωριανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους από την εξέλιξη του συγχωριανού τους. Απορούσαν κι αναρωτιόντουσαν για το που βρήκε τα χρήματα κι από την μια μέρα στην άλλη άλλαξε έτσι.

Δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Τα πάντα ξεκίνησαν από πέντε χρυσά νομίσματα που βρήκα βγαίνοντας από το χωριό.

Απαντούσε σε όλους ο χωρικός. Πολλοί συγχωριανοί του αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, μα απ’ ότι ξέρω, κάνεις από αυτούς δεν βρήκε χρυσά νομίσματα βγαίνοντας από το χωριό…εσείς βρήκατε;


Πηγή: https://paramythades.org/2013/10/13/%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1-%ce%b5%ce%bd%cf%8c%cf%82-%cf%86%cf%84%cf%89%cf%87%ce%bf%cf%8d-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%8d/

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

 Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει μερίδα των ειδικών ενώ άλλοι, πάλι, τα τελευταία, κυρίως, χρόνια, δείχνουν μία αφοριστική διάθεση απέναντι στα παραμύθια, θεωρώντας πως η θεματολογία τους, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο παιδί.



Αναρωτιούνται, δηλαδή, πόσο εκπαιδευτική και ωφέλιμη μπορεί να είναι για παράδειγμα, η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας, που την τρώει ο κακός λύκος ή εκείνη της κακιάς μάγισσας που ήθελε να μαγειρέψει και να φάει τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ.
Με αφορμή λοιπόν τα παραπάνω θέσαμε –ως koukoutza- τα ερωτήματα μας στην παιδοψυχολόγο Ηρώ Ντιούδη η οποία μας απάντησε ως εξής:

– Τα παραμύθια συμβάλλουν στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού; Αν συμβαίνει αυτό με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται;
Tα παραμύθια συμβάλλουν με έναν μοναδικό τρόπο στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς εκτός από τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα, αποτελούν ένα από τα κυριότερα μέσα για την δημιουργία μετέπειτα ολοκληρωμένων ενηλίκων. Έτσι έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές με κλασικά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, ο Κοντορεβυθούλης που είναι δημοφιλή μέχρι και σήμερα .Πιο συγκεκριμένα , μέσα από τα παραμύθια προβάλλονται ανθρωπιστικές αξίες και πρότυπα υγιούς συμπεριφοράς ενώ ταυτόχρονα ενισχύουν την κριτική σκέψη και η φαντασία του παιδιού. Το παιδί διδάσκεται κάθε φορά το σωστό και το λάθος και του δίνεται η δυνατότητα κάθε φορά μέσω της ταύτισης με τους ήρωες του παραμυθιού να εκφράσει ασυνείδητες σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Βοηθούν δηλαδή τα παιδιά να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους αποτελεσματικά και με τρόπο που συνάδει στην ηλικία τους. Για παράδειγμα έντονα συναισθήματα όπως η ζήλια για τον μικρότερο αδερφό, το άγχος αποχωρισμού από τους γονείς, μια μεγάλη απώλεια μέσα στην οικογένεια και άλλες εσωτερικές συγκρούσεις εκτονώνονται μέσα από το παραμύθι. Οδηγείται δηλαδή το παιδί στην αυτογνωσία, βλέποντας καταστάσεις ευτυχίας αλλά και δυστυχίας και επιλέγοντας εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών.

– Πολλές φορές κι εμείς οι γονείς αποφεύγουμε να διαβάσουμε στο παιδί μας ένα σκληρό παραμύθι. Θα έπρεπε τα παραμύθια να έχουν happy end;
Θεωρώ ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε παραμύθι να έχει happy end. Η συμβολή του παραμυθιού έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι διδάσκει στα παιδιά ότι στην ζωή δεν υπάρχει πάντα ευτυχής κατάληξη και ότι είναι γεμάτη με πολλές ευτυχισμένες στιγμές αλλά και με μερικές άσχημες. Επίσης αποφεύγοντας να διαβάσουμε σημεία που το παραμύθι διαπραγματεύεται δυσάρεστα συναισθήματα και έννοιες που θεωρούμε ότι θα πληγώσουν ή θα φοβίσουν το παιδί, του μαθαίνουμε ότι είναι κακό να έχουμε αρνητικά συναισθήματα. Δηλαδή το παιδί νιώθει ότι είναι κακό να νιώθεις θυμό ή ζήλια και ότι είναι κάτι που πρέπει να κρύβεις. Για παράδειγμα ένα παιδί που ζηλεύει το αδερφάκι του, μαθαίνει ότι πρέπει να νιώθει μόνο χαρά και να αποσιωπά τα αρνητικά συναισθήματα. Έτσι το παιδί αισθάνεται ενοχές. Ωστόσο αυτό που θα συμβούλευα στους γονείς είναι να προσέχουν την ώρα που επιλέγουν να διαβάσουν ένα παραμύθι και το αναπτυξιακό στάδιο. Για παράδειγμα ένα παραμύθι με μία κακιά μάγισσα το βράδυ ίσως να τρόμαζε ένα παιδί μικρής ηλικίας.

– Μπορούμε να κρίνουμε ποιο παραμύθι ταιριάζει στο παιδί μας;
Δεν είναι εφικτό να κρίνουμε κάθε φορά ποιο είναι το σωστό παραμύθι που πρέπει να διαβάσουμε στο παιδί, καθώς δεν είμαστε σε θέση πάντα να γνωρίζουμε την συναισθηματική κατάσταση που βρίσκεται το παιδί μας. Όπως προείπαμε, δεν πρέπει να μας φοβίζουν παραμύθια που διαπραγματεύονται βαθιές έννοιες και έντονα συναισθήματα. Ωστόσο είναι βασικό το παραμύθι να είναι προσαρμοσμένο στον γλωσσικό και γνωσιολογικό πλούτο του παιδιού, να καλλιεργεί ευγενικά συναισθήματα, να ανταποκρίνεται στο ψυχικό και αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Έτσι για παράδειγμα για παιδιά νηπιακής ηλικίας είναι καλό να επιλέγουμε παραμύθια εικονογραφημένα, μικρής διάρκειας και με έντονα χρώματα. Τα παιδιά μας ουκ ολίγες φορές ζητούν το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά. Γιατί το κάνουν αυτό;
Η επιθυμία του παιδιού να ακούσει το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά, όσο κουραστικό και αν φαίνεται σε εμάς, αποκαλύπτει τον ψυχισμό του παιδιού στην παρούσα φάση. Το συγκεκριμένο παραμύθι που ζητά δηλαδή, του προκαλεί αίσθημα ανακούφισης και το βοηθά να εκφράσει τα συναισθήματά του. Μετά από λίγες μέρες ή εβδομάδες, μπορεί να παρατηρήσουμε ότι το ενδιαφέρον του παιδιού έχει μετατοπιστεί σε κάποιο άλλο παραμύθι. Με λίγα λόγια, το παραμύθι εκείνο έπαψε στην παρούσα συναισθηματική κατάσταση του παιδιού να <<μιλά στην ψυχή του>> και να το βοηθά να εκφράζει τον θυμό, την λύπη, τον ενθουσιασμό. Τέλος είναι καλό να αφήνουμε το παιδί να επιλέξει ποιο παραμύθι θέλει, ωστόσο θα πρέπει να δίνουμε και μερικές εναλλακτικές προτάσεις.

Κλασικά ή μοντέρνα παραμύθια;
Με κλασικά παραμύθια, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα, η Ωραία Κοιμωμένη, μεγάλωσαν και μεγαλώνουν παιδιά σε όλον τον κόσμο. Ο λόγος είναι ότι τα κλασικά παραμύθια εισάγουν το παιδί στον μαγευτικό κόσμο του παραμυθιού διδάσκοντας ταυτόχρονα μέσω του συμβολικού του χαρακτήρα έννοιες δύσκολες να γίνουν κατανοητές στα παιδιά. Η έννοια για παράδειγμα του θανάτου, η γέννηση ενός αδερφού και τα συναισθήματα που προκαλεί, η αγάπη, η ευτυχία και η δυστυχία γίνονται κατανοητές στα παιδιά μέσω των ηρώων κάθε φορά του παραμυθιού. Βοηθούν δηλαδή τα παιδιά να εκφράσουν ασυνείδητες σκέψεις και καλά κρυμμένα συναισθήματα. Από τη άλλη πλευρά, τα μοντέρνα παραμύθια διαπραγματεύονται καταστάσεις σε ένα σύγχρονο περιβάλλον και με πρότυπα οικογένειας που συναντάμε καθημερινά. Έτσι θεωρώ ότι είναι σημαντικά στην ζωή των παιδιών εξίσου και τα μοντέρνα και τα κλασικά.

Ο γονιός «επιτρέπεται» να αλλάζει το παραμύθι την ώρα που το διαβάζει; Να κόβει δηλαδή τα δύσκολα κομμάτια όπως π.χ. μια πρόταση που αναφέρεται σ΄ένα θάνατο.
Η ανάγκη του γονέα να προστατέψει το παιδί από πιθανόν αρνητικά συναισθήματα, τον ωθεί στο να αλλάζει κομμάτια του παραμυθιού που ο ίδιος θεωρεί σκληρά ή δύσκολα να διαχειριστεί το παιδί. Έτσι όμως του διδάσκει μόνο την θετική πλευρά της ζωής και του μαθαίνει τη μισή αλήθεια. Κρατώντας τα παιδιά μακριά από αυτό, δεν τα βοηθάμε συναισθηματικά, αντιθέτως τα αποτρέπουμε από το να ανοίξουν έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί μας για τις ανησυχίες και τους φόβους τους ενώ ταυτόχρονα χάνουμε την μοναδική ευκαιρία που έχουμε να τους μάθουμε τη σημασία κάποιων άγνωστων μέχρι εκείνη τη στιγμή εννοιών. Επομένως είναι σημαντικό να διαβάζεται το παραμύθι όπως είναι γραμμένο από τον συγγραφέα και εμείς να παροτρύνουμε το παιδί να μας θέσει ερωτήσεις για ό,τι το απασχολεί.


Πηγή: https://psychology-playtherapy.gr/%CE%B7-%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CE%BF%CF%8D/

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, σε συνεργασία με τον Frédéric Gaullardet.


Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).

  Γάλλος μυθιστοριογράφος και δραματικός συγγραφέας, γεννήθηκε το 1802 και πέθανε το 1870. Είχε δυνατή φαντασία και μεγάλη ενεργητικότητα. Γραφέας σε συμβολαιογραφείο στην αρχή, μελέτησε με πάθος την ιστορία της πατρίδας του και άρχισε να γράφει σε συνεργασία με άλλους δύο κωμειδύλλια. Ακολούθως, έγραψε πολλά ρομαντικά δράματα και κωμωδίες και εν συνεχεία επιδόθηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. "Οι τρεις σωματοφύλακες" και "Ο Κόμπ" τον έκαναν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν προικισμένος με το χάρισμα να διηγείται και να συναρπάζει με τον τρόπο που έγραφε. 

  Ο Αλέξανδρος Δουμάς μετέφερε με επιτυχία το ρομαντισμό στο θέατρο και έδωσε στο μυθιστόρημα μια λαϊκή μορφή τέχνης. Η γονιμότητά του υπήρξε καταπληκτική. Έγραψε 257 τόμους μυθιστορήματα και 25 τόμους με θεατρικά έργα, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους "στρατηγούς", καθώς έλεγε, των οποίων αυτός ήταν ο "Ναπολέων". Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε για τον Δουμά: "Δεν είναι απλώς Ευρωπαίος, είναι παγκόσμιος".

  Ο Δουμάς γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1802 με το όνομα Αλεξάντρ Νταβύ ντε λα Παγετρί. Ο πατέρας του, το εξώγαμο παιδί Γάλλου μαρκησίου και μαύρης καλλονής από την Αϊτή, στα χρόνια της Επανάστασης κατάφερε να γίνει στρατηγός. Όταν όμως ο Ναπολέων έγινε πρώτος ύπατος έβαλε στο περιθώριο τον μιγάδα αξιωματικό, ο οποίος απεβίωσε έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Δουμάς ήταν τεσσάρων ετών. Ο μικρός Αλέξανδρος μεγάλωσε φτωχικά με τη μητέρα του στην επαρχία της Πικαρδίας. Το 1823 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και κατάφερε να γίνει γραφέας του δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος θα γινόταν αργότερα ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος.


Ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ).


  Ο Αλέξανδρος Δουμάς ανήκε στην κάστα εκείνη των ανθρώπων που έζησαν «μέσα στα πράγματα» την πιο ταραγμένη περίοδο της γαλλικής ιστορίας. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήθελε να τοποθετεί τα βιβλία του σε ένα περιβάλλον με απόλυτους χρονικούς προσδιορισμούς. Εν τούτοις τα βιβλία του δεν είναι καθαρόαιμα «ιστορικά μυθιστορήματα». Ο ίδιος έλεγε ότι «η Ιστορία είναι ένα καρφί πάνω στο οποίο κρεμάω τα μυθιστορήματά μου». Εκτός από τα μυθιστορήματα ο Δουμάς έγραψε και περί τα 90 θεατρικά έργα, γνωστότερα των οποίων θεωρούνται τα εξής: Ο Ερρίκος Γ και η αυλή του,  Χάος και μεγαλοφυΐα, Αντονύ, Ο πύργος του Νελ, Ναπολέων Βοναπάρτης. Έγραψε επίσης απομνημονεύματα εκτάσεως 22 τόμων και ταξιδιωτικά κείμενα. Θεωρείται ότι οι περιηγητικές εντυπώσεις του βρίθουν ανακριβειών, αλλά πώς να μην τον συγχωρήσει κανείς όταν γίνεται τόσο συμπαθής με τις προθέσεις του; Τα άπαντά του αριθμούν 301 τόμους.



Η υπόθεση:

  Το έργο μας ταξιδεύει στο Παρίσι του Μεσαίωνα (έτος 1314). Μία σειρά από φόνοι ευγενών νέων αριστοκρατικής καταγωγής και κατά κύριο λόγο ιπποτών ταράζει την παρισινή κοινωνία. Τα πτώματα ανασύρονται από τις όχθες του Σηκουάνα και το μυστήριο που περιβάλλει τα γεγονότα σπέρνει τον τρόμο προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κουβάρι εξελίσσεται σιγά σιγά και όλα τα στοιχεία οδηγούν στην Βασίλισσα της Γαλλίας Marguerite de Bourgogne η οποία σε προγενέστερο χρόνο έχει καταδικάσει τους δύο γιους της να εγκαταληφθούν έκθετοι στον θάνατο! Ύστερα από ένα σκληρό και αδυσώπητο παιχνίδι νεύρων και τακτικής μεταξύ της βασίλισσας και του Ιππότη-πρώην αγαπητικούς της στο τέλος αποκαθίσταται η τάξη και ο ακροατής επιστρέφει ήσυχος και με αίσθημα δικαίου στην εποχή του .


Κάποια λόγια για τον Πύργο του Νελ:

Ο πύργος του Νελ —απόδοση στα ελληνικά του La tour de Nesle— κατασκευάστηκε στις αρχές του 13
αιώνα από τον Φίλιππο Αύγουστο και καταστράφηκε το 1665. Σε σχέδια της εποχής εμφανίζεται στην Αριστερή Όχθη, απέναντι από το μουσείο του Λούβρου. Βλέπουμε κατοίκους του Παρισιού να πλένουν τα άλογά τους στα νερά του Σηκουάνα. Από σχετικές αφηγήσεις μαθαίνουμε ότι άγρια γουρούνια και άλλα ζωντανά κυκλοφορούσαν στους δρόμους (σκορπούσαν τον θάνατο). Ο πύργος του Νελ ήταν σε μίααπό τις γωνίες του αμυντικού τείχους που κύκλωνε όλο το Παρίσι.

  Ο πύργος του Νελ είναι ένα σκοτεινό και σε πολλά σημεία φοβιστικό έργο. Παρά την μεγάλη διάρκεια του κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον…


ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΕΛ. Του Αλέξάνδρου Δουμά

Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε το 1959 στους ράδιο θαλάμους του Ζαππείου. Ξεχωρίζουν οι φωνές του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, της Δέσπως Διαμαντίδου που υποδύεται την βασίλισσα και του Στέφανου Ληναίου που παίζει το ρόλο του Ιππότη Γκωτιέ. 

Η ραδιοσκηνοθεσία ήταν του Ίωνα Νταϊφά.

Ενώ ακόμη ο Πύργος του Νελ έχει προβληθεί σε πέντε διαφορετικές εκδοχές στη Μεγάλη Οθόνη, από το 1923 έως το 1968, στη Γαλλία, Ιταλία και Η.Π.Α.


Detail from a painting depicting Parisian daily life during the winter of 1607–1608, during which the Seine was frozen over for several weeks. This left section of the painting shows the now-defunct Tour de Nesle, erected during the reign of Philippe Auguste.





Μεταφόρτωση από το κανάλι loykiatulumari του youtube:













Όταν έπεσαν τα κάγκελα της Τούμπας...

ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός για τη φάση των "16" του Κυπέλλου Ελλάδας για τη σεζόν 1989/90, σε μία κατάμεστη Τούμπα. Ένα μεσημέρι Τετάρτης που αναμενόταν καυτό, όχι όμως με τον τρόπο που συνέβη...


 

Ο σοφός άνθρωπος, Νίκου Τσιφόρου. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω ένα επεισόδιο της σειράς διηγημάτων του Νίκου Τσιφόρου Τα παιδιά της πιάτσας με τίτλο Ο σοφός άνθρωπος.



 


Η υπόθεση: 

Ο σοφός άνθρωπος ήταν ένας εξηντάρης, ο Λάζαρος, καχεκτικός, γραμματιζούμενος και κουνιστός...

Ο Λάζαρος δοκιμάζει για πρώτη φορά την ινδική κάνναβη και ενθουσιάζεται. Οι μόρτες τον βάζουν να τους μάθει καλούς τρόπους έναντι αμοιβής. Ο Λάζαρος από αριστοκρατική οικογένεια ξεπέφτει και αρχίζει τις κλοπές τύπου "Τζούρνεματος". Ο Λάζαρος πέφτει σε ένα φίλο του πατέρα του που τον βάζει στην πρεσβεία και τα κατάφερνε μια χαρά, άρχισε να ανεβαίνει στους κοσμικούς κύκλους, καθώς ήταν χαριτωμένος. Το πάθος του, καθότι ήταν τοιούτος, δεν του επέτρεπε να μαζέψει λεφτά, τα έτρωγε όλα. Κάποια στιγμή έκλεψε τα χρήματα από την πρεσβεία και τον έδιωξαν, 57 χρονών τότε.

Ούτε σε μοναστήρι μεταννοούντων δεν τον έπαιρναν διότι πλέον δεν μπορούσε να κάνει και αμαρτίες...

Έγινε λοιπόν δάσκαλος σωματέμπορων, λαθρέμπορων ναρκωτικών, απατεώνων και λοιπόν ανθρώπων καριέρας στον υπόκοσμο...

Δέχεται να κάνει τον τσιλιαδόρο σε μια κλοπή, άλλα η ατζαμοσύνη του καίει τη δουλειά και μπαίνει φυλακή, να κάνει εκεί το δάσκαλο στους φυλακισμένους...


Η σειρά έχει ανεκτίμητη ηθογραφική αξία, ενώ η αφήγηση του Γιάννη Μποσταντζόγλου είναι εξαιρετική.


Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ναταλία Δεδουσοπούλου:


 

Η παράδοση της Θεσσαλονίκης.

 Ο πίνακας δείχνει τον Χασαν Ταχσιν Πασά  να υπογράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης, υπό το βλέμμα των Μεταξά και Δουσμανη, πληρεξουσίων του Διάδοχου και Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου. 


Ο Αντιστράτηγος και διοικητής της 8ης Οθωμανικής Στρατιάς  Χασαν Ταχσιν Πασάς ήταν αλβανικής καταγωγής με ελληνική παιδεία στη Ζωσιμαια Σχολή των Ιωαννίνων. 


Στη «πολιτική» διένεξη για το ποιος δικαιούται τα περισσότερα εύσημα για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ανάμεσα στο Διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έχει «χαθεί» η καθοριστική συμβολή του Τασχιν Πασά στο να αποδοθεί η Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα και όχι στη Βουλγαρία.  


Αν και συνεπής και αφοσιωμένος στην πατρίδα του αξιωματικός, αντελήφθην τις εγγενείς αδυναμίες της στρατιάς του μετά τις αλλεπάλληλες ήττες από τον ελληνικό στρατό και επέλεξε την «ατιμωτική» λύση της παράδοσης από μια μάχη μέχρις εσχάτων που θα οδηγούσε σε μια άσκοπη αιματοχυσία κι έσωσε τη ζωή των 30,000 περίπου στρατιωτών του. Έχοντας όμως ο ίδιος έντονη ελληνική παιδεία και γνωρίζοντας τους Έλληνες, προτίμησε να παραδοθεί στην Ελλάδα κι όχι στους Βούλγαρους, προστατεύοντας έτσι και τους Τούρκους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, που διαφορετικά θα βίωναν τις ακρότητες που βίωσε ο τουρκικός πληθυσμός περιοχών που «απελευθερώθηκαν» από τους Βούλγαρους. 


Το οθωμανικό κράτος καταδίκασε ερήμην τον Ταχσιν Πασά σε θάνατο, όποτε η επιστροφή του στην Τουρκία ήταν αδύνατη. Αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία με προστασία του ελληνικού κράτους όπου και πέθανε. 


Οι περιπέτειες του δεν τελείωσαν όμως με το θάνατο του. Αφού θάφτηκε στη Λωζάνη αρχικά, το 1937 τα οστά του μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο οικογενειακό τους τάφο στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης.  

Το 1983, η επέκταση της πόλης «έφαγε» το νεκροταφείο και τα οστά του Ταχσιν Πασά φυλαχτήκαν για 20 χρόνια στο νεκροταφείο της Μαλακωπης, για να καταλήξουν τελικά το 1983 σε τάφο στο αγρόκτημα Τοψιν, δίπλα στο κτίριο όπου υπεγράφη η παράδοση της Θεσσαλονίκης.


Στον πίνακα, με πολιτικά, απεικονίζεται ο ίδιος ο ζωγράφος του πίνακα, γιος του Ταχσιν Πασά, Κενάν Μεσαρε. 


Ο Κενάν Μεσαρέ, απόφοιτος κι αυτός της Ζωσιμαίας σχολής, υπήρξε υπασπιστής του πατέρα του. Γλωσσομαθής ο ίδιος, φέρεται ως ο συντάκτης της γαλλικής (επίσημης) έκδοσης της συμφωνίας παράδοσης. 


Μετά την απελευθέρωση, ο Κεναν παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, απέκτησε ελληνική υπηκοότητα και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. 


Τάφηκε δίπλα στον πατέρα του το 1965 στην Τριανδρία και τον «ακολούθησε» και στις μετά θάνατον περιπλανήσεις, μέχρι το σημερινό τάφο στη βίλα Μοδιανο. 


Η στιγμή που απεικονίζει ο πίνακας, έλαβε χώρα το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912. 


Χρόνια πολλά στη Θεσσαλονίκη !!

Ο Βέβαιας κι φογάται (φοβάται) τη Στοφορίνα, του Γιάννη Γεωργιάδη. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Τον περσυνό Ιούνιο έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: την παρακολούθηση μιας παράστασης ποντιακού θεάτρου. Αν και ποντιακής καταγωγής κατά το ήμισυ, μέχρι σήμερα δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να δω ζωντανά ένα ποντιακό έργο. (Αμυδρά μόνο θυμάμαι πριν είκοσι και πλέον χρόνια κάποιες εικόνες από τον Κλήδονα, τον οποίο είχε μεταδώσει μεταγλωττισμένο όμως, η ΕΡΤ-3)  Έτσι λοιπόν, με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση της προέδρου του της Ένωσης Ποντίων Ωραιοκάστρου και Φίλων, κας  Γεωργίας Πετρίδου να παραστώ στην πρεμιέρα της παράστασης «Ο Βέβαιας κι φογάται (δεν φοβάται) τη Στοφορίνα», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Γεωργιάδη.




  Η παράσταση ανέβηκε στην αίθουσα προβολών του 2ου Γυμνασίου Ωραιοκάστρου. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από θεατές, ποντιακής και μη καταγωγής. Στα χρόνια που ζούμε τα ταμπού έχουν σπάσει (εδώ και δεκαετίες) και όλοι έχουν κάποιον πρώην πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία ή παλιννοστούντα από τις πρώην δημοκρατίες της Ε.Σ.Σ.Δ. (Υπενθυμίζουμε ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ντόπιοι πληθυσμοί απέφευγαν επιμειξίες με Πόντιους.) Αυτά εξέλειπον και η ποντιακή κουλτούρα, ως στοιχείο, είναι οικεία σχεδόν σε όλους. Πάντως Πόντιοι και μη Πόντιοι ξεκαρδίστηκαν στο γέλιο.

  Μετά το επιτυχημένο ανέβασμα στο Ωραιόκαστρο η παράσταση ανέβηκε στην Παλαιοκώμη Σερρών, στο Ανοιχτό Θέατρο Κρύας Βρύσης «Τάσος Πεζιρκιανίδης» στην Πολίχνη, στην Ανοιξιά Ασκού, ενώ συμμετείχε και στο 6ο Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου στις Μουριές του Κιλκίς. Έτσι, έκλεισε τις παραστάσεις για φέτος το Καλοκαίρι, ανανεώνοντας το ραντεβού με το κοινό για το Σεπτέμβρη.

  Ας πούμε και λίγα λόγια για το Σύλλογό: Ιδρύθηκε το 1993 στο Ωραιόκαστρο του νομού Θεσσαλονίκης και φέρει την επωνυμία ¨Ένωση Ποντίων Ωραιοκάστρου & Φίλων¨. Είναι πολιτιστικός, επιμορφωτικός Σύλλογος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σκοπός του Συλλόγου είναι η μορφωτική και πνευματική μας καλλιέργεια μέσα από το λαϊκό πολιτισμό, τις λαϊκές τέχνες (χορό, τραγούδι, θέατρο, λογοτεχνία κ.τ.λ. ) η διατήρηση των ηθών- εθίμων και της Ιστορίας του πολιτισμού του Πόντου. Στον εν προκειμένω Σύλλογο λειτουργούν διάφορα τμήματα :Χορευτικό , Χορωδιακό , Θεατρικό , Ποντιακής διαλέκτου, Εκδοτικό, Βιβλιοθήκη, Εκμάθηση ποντιακής λύρας, Διαδίκτυο (www.oraman93@gmail.com)

  Η Θεατρική Ομάδα του Συλλόγου λειτουργεί εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Παρά τις ελλείψεις ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Γιάννης Γεωργιάδης, καταφέρνει και καθοδηγεί με επιτυχία τα μέλη της ομάδας. Η ομάδα έχει παρουσιάσει άλλα έξι έργα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Πρέπει τέλος να προσθέσουμε και ότι η ίδια θεατρική ομάδα έχει λάβει και το Πρώτο Βραβείο στο 2ο Περιφερειακό Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου.

  Η πρόεδρος του Συλλόγου κα. Γεωργία Πετρίδου, προλόγισε την παράσταση με τον εξής χαιρετισμό: «Ο Σύλλογος μας φέτος κλείνει τριάντα χρόνια λειτουργίας. Τριάντα χρόνια πολιτιστικής προσφοράς. Μέσα από τα τμήματα του Συλλόγου καταφέραμε και κρατήσαμε ψηλά την ποντιακή μας παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα και την ιδιαίτερη διάλεκτό μας. Το ποντιακό θέατρο είναι το πιο πρόσφορο μέσο για να μην περάσει στη λήθη η ποντιακή διάλεκτος η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το θέατρο μας μορφώνει, μας διδάσκει, θεραπεύει το αίσθημα νοσταλγίας και πρέπει να υπάρχει, για να δίνει την πραγματική διάσταση της ποντιακής ζωής

 


Η υπόθεση του έργου.

  Οι ήρωες του έργου , ο Βέβαιας και η Στοφορίνα (τον Βαίβεα τον λεν Χριστόφορο-Στόφορο στα ποντιακά, εξού και Στοφορίνα), είναι ένα ζεύγος αρκετά αγαπητό στην κοινωνία. Υπάρχουν όμως κάποιες αντιπαλότητες μεταξύ τους πολλές φορές σε έντονο βαθμό, διότι ο Βέβαιας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση έχοντας και αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Αυτά εξοργίζουν την Στοφορίνα, η οποία είναι φορτισμένη με τις υποχρεώσεις εντός και εκτός σπιτιού και επιπλέον υποφέρει και τα τσιλιμπουρδίσματα του Βέβαια.


  Από την άλλη ο Τοξαγιαλάντς είναι ένας τύπος που του αρέσουν τα πειράγματα και οι φάρσες και εκμεταλλεύεται τις διαμάχες του ζεύγους, δημιουργεί διάφορες ψεύτικες ιστορίες ώστε να εντείνει περισσότερο τις αντιπαλότητες και να προκαλέσει κωμικές καταστάσεις με απώτερο σκοπό το γέλιο.

 

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.

  Το έργο διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Γεωργιάδης. Το εγχείρημα του αναμφίβολα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το ποντιακό θέατρο, όπως διαπίστωσα με τα μάτια μου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά:

 Η διασκευή αποτέλεσε μια σύνθεση από μικρές ιστορίες του Φίλωνα Κτενίδη, οι οποίες δημοσιεύονταν στην «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ». Ο συγκερασμός τους και η μετατροπή τους σε θεατρικό έργο από τον Γεωργιάδη, απαίτησε οπωσδήποτε χρόνο και κόπο. Όταν μάλιστα οι διάλογοι πρέπει να μιλούνται στην ποντιακή διάλεκτο και σε όχι οποιαδήποτε έκδοση της, αλλά σ’ αυτήν την οποία θα είναι κατανοητή στο κοινό, τότε ο βαθμός δυσκολίας μεγαλώνει. Ύστερα αυτοί οι διάλογοι θα πρέπει να διδαχτούν στους ηθοποιούς και να ακουστούν από εκείνους επί σκηνής χωρίς σαρδάμ σαν να μιλιέται η απλή ελληνική. Αυτή η διαδικασία υπήρξε κατά τη γνώμη μου η δυσκολότερη φάση της προετοιμασίας της παράστασης. Ο σκηνοθέτης-συγγραφέας μπόρεσε και τα έφερε εις πέρας με τη συνδρομή και του φροντιστηρίου της Θεοδώρας Κιμισκίδου.

  Στη σκηνοθεσία της παράστασης, ο Γιάννης Γεωργιάδης είχε επίσης δύσκολο έργο. Ο σκηνοθέτης είναι Δάσκαλος, και καθήκον του Δασκάλου είναι να διδάξει στους ηθοποιούς την υποκριτική τέχνη. Στην προκειμένη περίπτωση ο κος Γεωργιάδης είχε να κάνει με ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να ανεβάσουν μια παράσταση. Εδώ δεν αρκεί μόνο το φιλότιμο. Απαιτείται σκληρή, μεθοδική και επίπονη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος επάξια επιβράβευση.


  Ας δούμε τι έγραψε στο σημείωμα του ο σκηνοθέτης: «Στο λαογραφικό περιοδικό «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ» ο Φίλων Κτενίδης έγραψε εκτός των άλλων και μικρές ιστορίες με το ζεύγος ΒΕΒΑΙΑ Στόφορος και Στοφορίνα, σχεδόν σε κάθε τεύχος. Με την πολύτιμη βοήθεια του φίλου μου Κωνσταντίνου Ζουρουφίδη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού που πήρε κάποια αποσπάσματα τα μετέφερε σε θεατρική μορφή και εγώ έκανα μια επιλογή και διασκευή δημιουργώντας αυτό το θεατρικό έργο «Ο Βέβαιας κι φογάται τη Στοφορίνα». Θεωρώ ότι το ποντιακό θέατρο είναι μια ένδειξη ζωτικότητας που στις μέρες μας σπανίζει. Έχει τη μορφή έκφρασης από τις ζωτικές πολιτισμικές μας καταβολές και χρήζει ιδιαίτερης προβολής και καταξίωσης.»

 Όσον αφορά τα σκηνικά που επέλεξε ο Γεωργιάδης ώστε να κοσμήσουν την παράσταση,  έδιναν μια ωραία αύρα Λαογραφικού Μουσείου. Το καφενείο αλλά και το σαλόνι του Βέβαια μας έδωσαν μια σαφή εικόνα της διαρρύθμισης των δύο βασικών χώρων στους οποίους περνούσαν σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους οι Πόντιοι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Νοητικά ο θεατής θέλοντας και μη μεταφέρθηκε στον Πόντο. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι εν λόγω χώροι και εκεί.

  Τα κοστούμια, αντρικά και γυναικεία, ήταν ακριβώς σαν αυτά που φορούσαν εκείνη την εποχή. Αν κάνει κανείς μια βόλτα σε ένα σχετικό μουσείο θα το διαπιστώσει. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν άνετα μέσα σε αυτές τις φορεσιές, οι οποίες έχουν πλέον μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Δε φάνηκε κανείς και σε καμία περίπτωση να πνίγεται από τα κοστούμια της παράστασης. Και πάλι θα πω ότι για να το επιτύχεις αυτό θέλει καλή δουλεία σε βάθος χρόνου στις πρόβες αλλά και εσωτερική πειθαρχία όπως και υπομονή.

  Ο ήχος και ο φωτισμός, έδεσαν απόλυτα με την παράσταση και αυτό οφείλεται στη δουλεία του Σάββα Ιωαννίδη. Ενώ τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε το Στούντιο Ράδιο Ακρίτες. Αυτοί οι αφανείς εργάτες της παράστασης ήταν αλάνθαστοι και τα κατάφεραν υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς δεν είχαμε να κάνουμε με ένα επαγγελματικό θέατρο αλλά με τη σκηνή μιας αίθουσας εκδηλώσεων ενός γυμνασίου.

 

Οι ερμηνείες:

 Η κωμωδία για να είναι επιτυχημένη πρέπει να διαβάζεται από ηθοποιούς οι οποίοι μπαίνουν στο πνεύμα του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Οι ρόλοι οι οποίοι απαρτίζουν το έργο πρέπει να έχουν οντότητα. Αυτά τα δύο στοιχεία συνυπήρξαν στη συγκεκριμένη παράσταση. Οι μορφές που ερμήνευσαν το έργο μπήκαν για τα καλά στο νόημα της εν θέματι εποχής, αλλά και στις επιδιώξεις του σκηνοθέτη κου Γεωργιάδη.

 Η Τασούλα Ορφανίδου στο ρόλο της Στοφορίνας ήταν χειμαρρώδης. Πέτυχε απόλυτα να μας αποτυπώσει την εικόνα της Πόντιας γυναίκας η οποία έχει μπλέξει σε ένα γάμο με ένα μπαγαπόντη και τεμπελάκο σύζυγο. Με συνεχείς χειρονομίες και ακατάληπτα λογύδρια εξέφραζε σε κάθε σκηνή την αγανάκτηση της. Θύμισε σε όλους πολλές Πόντιες «θείες» που κυνηγούσαν τους άντρες τους στα καφενεία όπου ρεμπέλιαζαν. Η ηθοποιός όμως δεν ήταν επίπεδη. Η Ορφανίδου έβγαλε συναίσθημα κατατρομαγμένη, όταν ο Τοξανγιαλάντς (Σάκης Παναγιωτίδης) της είπε ψευδώς πως ο Βέβαιας έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.

  Το ρόλο του Βέβαια ερμήνευσε ο ίδιος ο Γεωργιάδης. Εκτός από το σκηνοθετικό και συγγραφικό ταλέντο μας έδειξε ότι διαθέτει και αστείρευτο υποκριτικό. Μπήκε στο πετσί του ρόλου και προκάλεσε άφθονο και πηγαίο γέλιο. Έχοντας μονίμως ιδρωμένο το πρόσωπο από το φόβο για τη Στοφορίνα και κάνοντας συνεχώς τις απαραίτητες γκριμάτσες, με το βλέμμα του μικροαπατεώνα που λέει το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, έδωσε στο κοινό αυτό που απαιτούσε ο ρόλος. Αεικίνητος επί σκηνής, ο Γεωργιάδης μας χάρισε μια απολαυστική ερμηνεία.

 Ο Γιώργος Βαλετόπουλος (Γιωρίκας) στην πρώτη σκηνή του έργου μας ξεκλειδώνει το χαρακτήρα του Βέβαια. Το πετυχαίνει και με το βλέμμα του, είναι συνεχώς έτοιμος να γελάσει αλλά συγκρατείται. Κρατάει τα προσχήματα ώστε να αφήσει το Βέβαια να δείξει ποιος πραγματικά είναι ο μεγάλος του φόβος. Συμπαραστάτης του ο Γιάννης Σταλίδης (Κωστής), ο οποίος συνέχεια καμώνεται ότι ακούει με προσοχή το Βέβαια. Το σοβαρό ύφος που έχει σε όλη τη σκηνή αλλά και οι χειρονομίες του, βοήθησαν εξίσου στην εξέλιξη της παράστασης ώστε να βγει γέλιο από τα καμώματα του Βέβαια. Ο καφετζής Πανίκας (Λάμπης Παπαθανασιάδης) κάθεται αλλά και κινείται σε δεύτερο πλάνο στη σκηνή. Παίζοντας συνέχεια ποντιακή λύρα (κεμετζέ) γεμίζοντας έτσι με περισσότερο ποντιακό χρώμα την παράσταση, υποβοηθά ταυτόχρονα τους άλλους δύο στο ξεδίπλωμα του χαρακτήρα του Βέβαια.


  Η Βασιλεία Μαυρίδου, στο ρόλο της Ελπινίκης ήταν όπως την περιμέναμε: Όμορφη, σεμνή, μετρημένη, άριστα ενδεδυμένη αλλά και με κινήσεις προσεκτικές όπως απαιτούσε ο ρόλος της. Το ζεύγος Ηλία-Σωτηρίας (Νίκος Αβλαστημίδης-Δόξα Ορφανίδου) εισέρχεται στο σπίτι του ζεύγους Βέβαια και Στοφορίνας, και με αφορμή το κυριακάτικο τραπέζι δίνει την ευκαιρία να  αντιπαρατεθούν οι οικοδεσπότες. Η σκηνή χαρίζει άπειρο γέλιο στο θεατή. Έξυπνοι διάλογοι, καλά ζυγισμένοι και χωρίς υπερβολές οι οποίες θα μετέτρεπαν το έργο σε φαρσοκωμωδία. Παράλληλα όμως μας ταξιδεύουν και έναν και πλέον αιώνα πίσω, στον ελληνικό Πόντο. Οι φιγούρες του έργου είναι, όπως είπαμε, πρόσφυγες πρώτης γενιάς και μεταφέρουν αυτούσια εικόνες από τον Πόντο. Μια από αυτές ήταν και το κυριακάτικο τραπέζι, το οποίο έδινε την ευκαιρία στους Πόντιους να βάλουν τα καλά τους (ευρωπαϊκά) ρούχα και να επισκεφθούν συγγενείς και φίλους.


  Η Ρούλα Γεωργιάδου (η Μαμή) αναλαμβάνει το ρόλο του «Από μηχανής Θεού» στο τέλος της παράστασης. Τακτοποιεί τα πράγματα λύνοντας την παρεξήγηση που γέννησε η φάρσα του Τοξαγιαλάντη, αναγκάζοντας τη Στοφορίνα να πει στο Βέβαια: «Αν λέγοσε έναν κακό λόγο, αν κακοκαρδίζοσε να ξεραίνεται το στόμαμ!» Έτσι το ζευγάρι συμφιλιώνεται  και πέφτει η αυλαία…

  Άφησα για το τέλος την αναφορά μου στον ρόλο του Τοξογιαλάντη. Ο Τοξογιαλάντς αρέσκεται στο να βάζει φυτίλια σε μορφές όπως ο Βέβαιας και η Στοφορίνα. Αντικειμενικός στόχος το γέλιο, η πλάκα και η ανακατωσούρα. Άριστος «φυτιλίδης» ο Σάκης Παναγιωτίδης, ερμήνευσε το ρόλο Τοξογιαλάντη με γρήγορα περάσματα από τη σκηνή, σαν τη σπίθα που βάζει τη φωτιά. Στάθηκε αφορμή η Στοφορίνα να «πάρει με τα ξυλέας το Βέβαια», αλλά και «να κλαίει και να φτουλίεται (ξεμαλιάζεται) από τη στεναχώρια του!»

                        

  Συμπερασματικά θα σας έλεγα ότι αν σας δοθεί ευκαιρία να παρακολουθήσετε ποντιακό θέατρο θα σας έλεγα να πάτε και πάλι να πάτε! Η παρακολούθηση ενός τέτοιου θεάματος είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία ώστε να μπει κανείς στο νόημα του ποντιακού πολιτισμού. Δικαίως οι ηθοποιοί, η πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και οι συντελεστές της παράστασης χειροκροτήθηκαν παρατεταμένα από τους θεατές. Όρθιο το κοινό αναγνώρισε την επίπονη προσπάθεια τους αλλά και την ζωτικής σημασίας προσφορά τους στην παράδοση. Περιμένουμε με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους…

 

Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Νίκος Αλβανούδης:




-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

Ο Αρχαιολόγος, του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Απόψε, αγαπητοί φίλοι, θα σας παρουσιάσω ένα έργο το οποίο με αλληγορικό τρόπο εκθέτει το ζήτημα της Π ρογονοπληξίας σε όλο της το μεγαλ...