Το θέατρο της εποχής του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ

 Η πλούσια κληρονομιά της ρωσικής δραματουργίας και πεζογραφίας τον 19ο αιώνα σχετίζεται με την καθοριστική επίδραση που άσκησε ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός έμελλε να αποτελέσει την κατεξοχήν εθνική δραματουργική παράδοση στη Ρωσία, κατορθώνοντας να επηρεάσει ευρύτερα την τέχνη του θεάτρου, αφού εισήγαγε νέες προσεγγίσεις στην υποκριτική αλλά και τον σχεδιασμό των παραστάσεων, δηλαδή τη σημερινή σκηνοθεσία (Houghton,1973, σ. 6).





Η πρώτη απόπειρα προς μια ρεαλιστική κατεύθυνση στη δραματουργία αποδίδεται στον Γκόγκολ (1809-1852) ο οποίος αντικατέστησε τον έμμετρο λόγο της ρομαντικής δραματουργίας με την πρόζα, θέτοντας τις βάσεις για ένα ρεαλιστικό θέατρο ήδη από το 1830(Vacquier, 1931, σ. 41). Οι χαρακτήρες των έργων του ήταν καθημερινοί, λαϊκοί άνθρωποι που μιλούσαν απλά κι ανεπιτήδευτα κι όχι άνθρωποι με εξουσία και δύναμη ή ήρωες που άρθρωναν έναν πομπώδη λόγο (Vacquier, 1931, σ. 41).

Με τον Οστρόφσκι ο ρεαλισμός στο ρωσικό θέατρο εδραιώθηκε. Ο ίδιος έγραψε πάνω από πενήντα έργα που αφορούσαν τα κατώτερα και μεσαία στρώματα χωρίς όμως να λείπει και η άρχουσα τάξη από τα έργα του (Vacquier, 1931, σ. 42). Ο Οστρόφσκι σάρκασε, καυτηρίασε τόσο τους ανθρώπους των πόλεων όσο και των επαρχιών χωρίς να τους κατηγορεί, παρά εκδηλώνοντας συμπάθεια, πολλή περισσότερη απ’ ό,τι ο Γκόγκολ που εξέθετε τα ελαττώματά τους με τρόπο αυστηρό. Ο Οστρόφσκι επιλέγει κοινότοπους χαρακτήρες με ανιαρές ζωές που συγκρούονται με το κατεστημένο των κοινωνικών τάξεων και τους θεσμούς. Είναι δηλαδή οι απλοί, πεζοί χαρακτήρες που αναδεικνύονται σε μοχλό. Πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να μιμηθούν τον Οστρόφσκι, χωρίς όμως να σημειώσουν ιδιαίτερη επιτυχία με αποτέλεσμα στο τέλος του 19ου αιώνα να σημειώνεται μια ύφεση, κρίση στη δραματουργία.

Στο τελείωμα του 19ου αιώνα το ρεύμα του ρεαλισμού έφτασε στο αποκορύφωμά του με τη συμβολή του Θεάτρου της Μόσχας (Houghton 1973, σ. 6). Οι Στανισλάφσκι με τον Νταντσένκο ίδρυσαν το Θέατρο της Μόσχας το 1898, δημιουργώντας μια τομή στα θεατρικά πράγματα της εποχής εκείνης. Στα πλαίσια του θεάτρου αυτού αναπτύχθηκε μια υποκριτική μέθοδος που προέκρινε την ρεαλιστική προσέγγιση στην ενσάρκωση των ρόλων. Εύλογα, η συνδρομή της βιωμένης εμπειρίας του ηθοποιού αποτελούσε ρυθμιστικό κομμάτι του ρόλου, οδηγώντας το συνολικό αποτέλεσμα σε ένα είδος ψυχολογικού ρεαλισμού(Vacquier, 1931, σ. 45). Το θέατρο της Μόσχας εξειδικεύτηκε στο ανέβασμα όλων των γνωστών έργων του Τσέχωφ που γράφτηκαν από την ίδρυσή του και εφεξής. Η δεύτερη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ήταν ο Γλάρος και ακολούθησαν ο Θείος Βάνιας, οι Τρεις Αδερφές, ενώ το 1904 ο Βυσσινόκηπος, το τελευταίο έργο του Τσέχωφ.(Houghton 1973). Το αποτέλεσμα της συνεργασίας δεν τάραξε μονάχα τα νερά της Ρωσίας, μα ολόκληρου του μοντέρνου κόσμου με τον πρωτοποριακό τρόπο που ανέβαζαν τα έργα(Houghton, 1973, σ. 6). Αυτό δεν ήταν τυχαίο καθώς στο θέατρο αυτό παρουσιάστηκαν σκηνικά οι ανεπαίσθητες αποχρώσεις του τσεχωφικού έργου με τρόπο αριστοτεχνικό, αποδεικνύοντας ότι «υπάρχει κάτι πιο ισχυρό, πιο βαθύ από τον καθαυτό λόγο που προφέρεται: η Φωνή της Σιωπής». Δεν είναι τυχαίο πως στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας κοσμεί ένας γλάρος(παραπέμποντας στον Γλάρο του Τσέχωφ) την προμετωπίδα και την αυλαία του επισφραγίζοντας την καθοριστική επίδραση του Τσέχωφ στο θέατρο. (Vacquier, 1931, σ. 45).

Γενικότερα στην Ευρώπη, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σημαδεύτηκε από τη στροφή προς τον ρεαλισμό, τάση που παρατηρήθηκε συνολικά στις τέχνες. Όσον αφορά το θέατρο και τη δραματουργία, η κυριαρχία του ρεαλισμού συντελέστηκε σχεδόν νομοτελειακά, έπειτα από τη φθίνουσα επίδραση της φαντασμαγορίας και του ρομαντικού ιδεώδους που χαρακτήρισε τη δραματουργία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα(σελ. 189 ανθολόγιο). Το κοινό πλέον είχε μετατοπιστεί ταξικά, κοινωνικά και το ίδιο έπρεπε να κάνει και η δραματουργία. Το αίτημα για ένα θέατρο με πιστότητα και αληθοφάνεια αναδείχτηκε σημαντικό.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Καλλέργης σε σχέση με την περίοδο εκείνη(Καλλέργης,1986, σ. 13):

Ήταν η εποχή του ρεαλιστικού θεάτρου. Ο Τσέχωφ στη Ρωσία και ο Ίψεν στη Νορβηγία στάθηκαν οι δύο πρωτοπόροι που με τα έργα τους καθιέρωσαν από τα τέλη του περασμένου αιώνα μια καινούρια αντίληψη για τον ρόλο και την επίδραση του θεάτρου στον κοινωνικό βίο, αλλά και μια νέα αντίληψη για την ίδια τη μορφή του θεάτρου, τέτοια, που να εκφράζει υποβλητικά τα πολυσύνθετα προβλήματα –ψυχολογικά, ηθικά, ταξικά- που αντιμετώπιζε ο άνθρωπος μέσα στις αντιφατικές και μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής.

Με άλλα λόγια, ο Τσέχωφ και ο Ίψεν στη Νορβηγία αξιοποίησαν και ανέδειξαν αριστοτεχνικά τη ρεαλιστική δυναμική της δραματουργίας και μαζί με τον Στρίντμπεργκ, που συνδέθηκε περισσότερο με τον νατουραλισμό, αναμόρφωσαν θεματικά και δομικά το θέατρο, διαδραματίζοντας έκτοτε καθοριστικό ρόλο στη δυτική δραματουργία(Βλαβιανού, κ.ά., 2008, σ. 192). Συγκεκριμένα, οι τρεις αυτοί δραματουργοί έθεσαν τα θεμέλια της δραματουργίας του 20ου αιώνα, ενώ αν συνυπολογίσουμε την εξάπλωση των λεγόμενων «ελεύθερων θεάτρων» που στέγασαν το ρεαλιστικό έργο της εποχής εκείνης σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Μόσχα(βλ. Θέατρο της Μόσχας παραπάνω), κατανοούμε την καθοριστική επίδραση που σημείωσε αυτή η δραματουργική στροφή στη διαμόρφωση του νεότερου αστικού δράματος(Βλαβιανού, κ.ά., 2008, σ. 194)

Ειδικά ο Τσέχωφ παρέλαβε την παράδοση του ρεαλισμού που αναπτύχθηκε κατά τον 19ου αιώνα και την οδήγησε στην δραματουργική ολοκλήρωσή της(Corrigan, 1955, σ. 107). Όπως λέει και ο Αλέξανδρόπουλος(1978, σ. 327):

Στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας ο Τσέχωφ είναι οργανική συνέχεια και ολοκλήρωση. Τα πρόσωπά του, τα προβλήματά του, η αφηγηματική του μανιέρα βρίσκονται μ’ ένα μέρος τους μέσα στα προηγούμενα. Όπου δεν αποκρούει την παλιότερη λογοτεχνία, την παίρνει για αυτονόητη αφετηρία, την προϋποθέτει. Έτσι ανταποκρίνεται σε μια μεγάλη ανάγκη –όσο κανένας άλλος είναι τοποθετημένος στην ώρα του. Η παλιά λογοτεχνία χρειαζόταν έναν Τσέχωφ για να ολοκληρωθεί, να πάρουν ανθρώπινες, προσιτές διαστάσεις οι πολύ μεγάλες αρετές της.


Πηγή: «Η αναβίωση του δραματουργικού μύθου του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ στο Κίεβο του Σέρχιο Μπλάνκο: μια συγκριτική μελέτη των δύο έργων», Δημήτριος Παπαθανασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...