Στην Αίγυπτο, αρχές Ιουλίου 1942, η 8η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Ώκινλεκ αναχαίτισε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στο Ελ Αλαμέιν, 60 μίλια δυτικά της Αλεξάνδρειας - οι δυνάμεις του Άξονα δεν κατόρθωσαν ποτέ να προχωρήσουν ανατολικότερα. Ήταν η προτελευταία φάση ενός αγώνα που είχε αρχίσει τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν ο ιταλικός στρατός προέλασε 105 χιλιόμετρα μέσα στην Αίγυπτο.
Τέλη του 1940 και αρχές του 1941 οι Βρετανοί απώθησαν τους Ιταλούς περίπου
Αλλά την προηγούμενη μέρα
Ως τις 15 Ιουνίου, οι Βρετανοί είχαν ηττηθεί σε μια σειρά μαχών και οι δυνάμεις τους μειώθηκαν σε 50 άρματα κρούσης και σε 20 άρματα υποστήριξης πεζικού. Στις 20 Ιουνίου το Τομπρούκ παραδόθηκε στους Γερμανούς, και 30.000 Βρετανοί και Νοτιοαφρικανοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι.αποκαλύπτονταν και οι επιχειρησιακοί στόχοι. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η ίδια η επίθεση του Ρόμμελ την 1η Ιουλίου: η αποκρυπτογράφηση ενός σήματος της συσκευής "Αίνιγμα" το πρωί της 30ής Ιουνίου, έδειξε ότι ο Ρόμμελ πρότεινε να γίνει μια παραπλανητική επίθεση στα βόρεια το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 3 μ.μ., προτού εξαπολύσει την κύρια επίθεσή του Το απόγευμα μάθαιναν ότι η επίθεση είχε αναβληθεί για την επομένη (1η Ιουλίου) καιό ότιη 15η Μεραρχία Πάντσερ θα χτυπούσε στο κέντρο της γραμμής.
Αυτή η πληροφορία, αν και ελλιπής, βοήθησε τον Ώκινλεκ να αναχαιτίσει τον Ρόμμελ. Δύο μέρες αργότερα, ο Ρόμμελ εγκατέλειψε την προσπάθεια να απωθήσει τους Βρετανούς.
Η αντικατάσταση των παλιών με νέους Βρετανούς διοικητές (με τον Αλεξάντερ Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής και τον Μοντγκόμερυ Διοικητή της 8ης Στρατιάς) υπήρξε ευεργετική για το ηθικό, κυρίως λόγω της ικανότητας του Μοντγκόμερυ να αυτοπροβάλλεται. Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών συγκέντρωνε ακόμη περισσότερου υλικό. Από τις αρχές Αυγούστου του 1942, οι αναφορές για τις δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική αποστέλλονταν κανονικά μέσω ασυρμάτου και εξίσου κανονικα αποκωδικοποιούνταν. Μάλιστα στις 17 Αυγούστου οι Βρετανοί αποκρυπτογράφοι στοΜ της Αγγλίας παρέδωσαν μιαν εκτίμηση που έκανε η διοίκηση του Ρόμμελ στις 15 Αυγούστου: Οι ενισχύσεις του είχαν δώσει μια προσωρινή υπεροχή - όχι όμως στον αέρα.
Για τη μάχη του Ελ Αλαμέιν οι Βρετανοί διέθεταν ετοιμοπόλεμα 1.029 άρματα μάχης, από τα οποία 252 ήσαν Σέρμαν. Οι Γερμανοί είχαν μόνο 211 άρματα μάχης ετοιμοπόλεμα, από τα οποία τα 88 ήταν αναβαθμισμένα Πάντσερ III, τα 30 αναβαθμισμένα Πάντσερ IV, μαζί με 278 ιταλικά.
Και στις 20 Νοεμβρίου ξεκινούσε η ρωσική επίθεση στον τομέα του Στάλινγκραντ...
550 χιλιόμετρα δυτικά. Στη συνέχεια, από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο οι Ιταλοί, με την αποφασιστική υποστήριξη γερμανικών στρατευμάτων υπό την ηγεσία του Ρόμμελ, απώθησαν τους Βρετανούς περίπου 600 χιλιόμετρα ανατολικά.
Τέλη του 1941 μια βρετανική επίθεση ανάγκασε τις δυνάμεις του Άξονα να υποχωρήσουν γι' άλλη μια φορά 550 χιλιόμετρα. Αλλά ο Ρόμμελ, μετά από μια προέλαση περίπου 900 χιλιομέτρων (σε δύο φάσεις: Ιανουάριο με Φεβρουάριο του 1942, και Ιούνιο) έφτασε μέχρι το Ελ Αλαμέιν. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1942, ο Στρατηγός Μοντγκόμερυ ξεκίνησε μια προέλαση 2.400 χιλιομέτρων, διώχνοντας οριστικά τους Γερμανοϊταλούς από την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Υπήρχαν κάποιοι σταθεροί παράγοντες σε αυτές τις εκστρατείες.
Ο Στρατηγός φον Ράβενσταϊν περιέγραψε την έρημο ως «παράδεισο για τον αξιωματικό επιχειρήσεων και κόλαση για τον αξιωματικό επιμελητείας». Οι νικηφόρες προελάσεις επιμήκυναν τις γραμμές επικοινωνίας ενώ με τις οπισθοχωρήσεις τα στρατεύματα επανέρχονταν στις πηγές ανεφοδιασμού: έτσι διευκολύνονταν οι αντεπιθέσεις.
Οι Γερμανοί στην έρημο, όπως και αλλού, είχαν ανώτερη τακτική από τους αντιπάλους τους. Πάνω απ' όλα, το πυροβολικό, τα άρματα μάχης και το πεζικό τους συνεργάζονταν μ' ένα τρόπο που οι Βρετανοί δυσκολεύονταν να εφαρμόσουν· μάλιστα, δεν έλειπαν οι αμοιβαίες δυσαρέσκειες μεταξύ βρετανικού πεζικού και τεθωρακισμένων.
Σχολιάζοντας τις χειμερινές συγκρούσεις του 1941-42 στην Αφρική, το γερμανικό επιτελείο σημείωνε: «Ποτέ και πουθενά δεν επικεντρώθηκε η Βρετανική Ανωτέρα Διοίκηση με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της στο κρίσιμο και αποφασιστικό σημείο».
Ο ίδιος ο Ρόμμελ αποτελούσε από μόνος του ένα σταθερό πλεονέκτημα του Άξονα, όχι
μόνο χάρη στη δραστήρια ηγεσία του και τις ταχύτατες αντιδράσεις του, αλλά τις σχεδόν
μαγικές ιδιότητες που του απέδιδαν, ιδιαίτερα οι Βρετανοί. Ο Τσώρτσιλ αναφέρθηκε σ' αυτόν με κολακευτικά λόγια, στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Έχουμε απέναντί μας έναν πολύ τολμηρό και ικανότατο αντίπαλο και, ας μου επιτραπεί να πω, παραβλέποντας την απανθρωπιά του πολέμου, ένα μεγάλο στρατηγό»· ενώ ο Ώκινλεκ έκρινε απαραίτητο να διαμηνύσει στους διοικητές του στρατού του ότι το να μιλούν για τον Ρόμμελ σαν να ήταν υπεράνθρωπος ήταν κακό για το ηθικό και έπρεπε να απαγορευτεί.
Άλλο πλεονέκτημα του Άξονα ήταν η ποιότητα του εξοπλισμού. Τα γερμανικά άρματα ήταν ανώτερα - μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1942, οπότε μπήκαν στη μάχη τα αμερικανικής κατασκευής "Σέρμαν". (Τον Ιούνιο οι Βρετανοί υπέκλεψαν ένα μήνυμα στο οποίο αναφερόταν ότι ο Χίτλερ χαρακτήριζε τα βρετανικά άρματα «τενεκέδες».) Ο οπλισμός των βρετανικών αρμάτων μάχης ήταν ανεπαρκής και το βασικό άρμα κρούσεως, το
"Κρουσέιντερ", είχε ελλιπή δύναμη πυρός, λεπτή θωράκιση και δεν ήταν αξιόπιστο. Στις
αρχές του 1942, το αμερικανικής κατασκευής "Γκραντ" βελτίωσε κάπως τα πράγματα, αλλά
το πυροβόλο του είχε περιορισμένη στρεψιμότητα. Το 1942 ο Ώκινλεκ επέμενε ότι χρειαζόταν μια υπεροχή 3 προς 2 σε άρματα μάχης για να εξισορροπήσει την τεχνική και τακτική ανωτερότητα των Γερμανών ενώ για να αντιμετωπίσει τους Ιταλούς θεωρούσε αρκετό το να διαθέτει ισάριθμα άρματα.
Μόλις το 1942 άρχισε η 8η Στρατιά να παραλαμβάνει αντιαρματικά πυροβόλα 6 λιβρών προς αντικατάσταση των αναποτελεσματικών αντιαρματικών των 2 λιβρών και τίποτα απ' ό,τι παρήγαν οι Σύμμαχοι δεν μπορούσε να συγκριθεί με τα τρομερά γερμανικά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 88 χιλιοστών, που χρησιμοποιούνταν και ως αντιαρματικά, με συντριπτικά αποτελέσματα.
Στους αιθέρες, τα γερμανικά Me-109F άνετα υπερτερούσαν όλων των βρετανικών
καταδιωκτικών μέχρι που εμφανίστηκαν τα Σπίτφαϊαρ V, την άνοιξη και το καλοκαίρι του
1942.
Υπήρχε όμως ένας μεταβλητός παράγων ο οποίος ήταν αποφασιστικός: ο ανεφοδιασμός. Οι Βρετανοί διέθεταν μια σχετικά ασφαλή γραμμή ανεφοδιασμού από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Ινδία. Όσο διέθεταν οι Σύμμαχοι αρκετά φορτηγά πλοία προς τη Μέση Ανατολή, καλύπτονταν οι καθυστερήσεις των δρομολογίων από το Ακρωτήριο της Ν. Αφρικής προς Αίγυπτο.
Η ανάγκη να κρατηθεί η Μέση Ανατολή για να προστατευθούν τα δρομολόγια
ανεφοδιασμού της Ρωσίας μέσω του Ιράν, όπως και η ανάγκη να προστατευθούν οι
πετρελαιοφόρες περιοχές για να κρατηθεί η Ινδία ως βάση για την ανάσχεση της Ιαπωνίας και την υποστήριξη της Κίνας, αποτέλεσαν επιπλέον κίνητρα για την αμερικανική υποστήριξη της βρετανικής άμυνας.
Το 1942 φαινόταν πολύ πιθανό, γερμανικές δυνάμεις από την Αφρική κ αι τη Ρωσία ν α σ υναντηθούν στο Ιράκ ή το Ιράν και να βοηθήσουν μια ιαπωνική εισβολή στην Ινδία. Εξαιτίας αυτών των φόβων, δόθηκε υψηλή προτεραιότητα στις θαλάσσιες μεταφορές για τον ανεφοδιασμό του βρετανικού στρατού στη Μέση Ανατολή.
Ο ανεφοδιασμός των Γερμανοϊταλών μπορούσε να γίνεται μόνο από λιμάνια της Μεσογείου, και μπορούσε να παρεμποδίζεται από υποβρύχια, πλοία επιφανείας και
αεροπλάνα.
Η αποτελεσματική παρεμπόδιση χρειαζόταν σωστή πληροφόρηση· και μετά τον Ιούλιο του 1941 οι συστηματικές υποκλοπές των ιταλικών ραδιοσημάτων προειδοποιούσαν έγκαιρα τους Βρετανούς για κάθε πλοίο που διέσχιζε τη Μεσόγειο μεταφέροντας στρατεύματα ή εφόδια στις δυνάμεις του Άξονα στη Βόρεια Αφρική· αλλά ο χρόνος απόπλου και η πορεία των νηοπομπών τους ή των μεμονωμένων πλοίων μερικές φορές άλλαζαν εκ των υστέρων.
Οι Βρετανοί έπρεπε επίσης να σκηνοθετούν αεροπορικές αναγνωρίσεις των πλοίων που
σκόπευαν να χτυπήσουν, ώστε να αποκρύπτουν την επιτυχία τους στο σπάσιμο των κωδίκων. Όπως και να 'χει, διενεργούσαν αποτελεσματικές επιχειρήσεις με την αεροπορία, τα υποβρύχια και πλοία επιφανείας ("Δύναμη Κ") από τη Μάλτα και από βάσεις στη Βόρεια Αφρική.
Η μετακίνηση μεγάλου μέρους της Λούφτβαφε στη Ρωσία το καλοκαίρι του '41, έκανε τα πράγματα ευκολότερα. Τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο '41, οι Γερμανοϊταλοί έχασαν το 1/5 των φορτίων που προορίζονταν για τη βόρεια Αφρική· κάθε μήνα περνούσαν περίπου 72.000 τόνοι. Νοέμβριο του '41, χάθηκε το 62% των φορτίων· μόνο 30.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους. Οι μονάδες του Άξονα στο μέτωπο χρειάζονταν 30.000 τόνους το μήνα για κανονική κατανάλωση καυσίμων, πυρομαχικών, τροφίμων, και άλλατ τόσαγια ανεφοδιασμό της γραμμής επικοινωνιών, και για δημιουργία αποθεμάτων για τιςι ιταλικέςκαι γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις στην Αφρική. Τον Δεκέμβριο στάλθηκαν λιγότεροι τόνοι και με ισχυρή συνοδεία, και παρ' όλο που οι απώλειες μειώθηκαν στο 18%, μόνο 39.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους.
Ήταν η περίοδος που κλιμακωνόταν η βρετανική επιχείρηση CRU-SADER-Νοέμβριος 1941-,
η οποία εξελίχθηκε επιτυχώς, με ουσιαστική αριθμητική υπεροχή σε άρματα μάχης,
εναντίον ενός στριμωγμένου Ρόμμελ. Οι Γερμανοί απάντησαν με την ενίσχυση των
γραμμών ανεφοδιασμού τους. Τον Νοέμβριο του 1941 το 2ο Αεροπορικό Σώμα (Fliegerkorps II) της Λούφτβαφε άρχισε να φτάνει στη Σικελία από την ανατολική Ευρώπη και τα γερμανικά υποβρύχια πήραν εντολή να κατευθυνθούν στη Μεσόγειο. Στη Σικελία, η γερμανική αεροπορική δύναμη αυξήθηκε στα 425 αεροσκάφη (εξαιτίας της ρωσικής χειμερινής επίθεσης, ωστόσο, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να φτάσουν τα 650 όπως είχαν προγραμματίσει).
Η πρωταρχική σημασία του ρωσικού μετώπου φάνηκε όταν τα ίδια αυτά αεροπλάνα αποσύρθηκαν ξανά (τον Ιούνιο του 1942) στα Βαλκάνια, προκειμένου νααντικαταστήσουν αεροπορικές δυνάμεις που είχαν μετακινηθεί στη Ρωσία για να υποστηρίξουν την θερινή επίθεση του 1942. Νωρίτερα οι Γερμανοί, με τη βοήθεια τωνυ υποβρυχίων-υπήρχαν 21 γερμανικά υποβρύχια στη Μεσόγειο μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1941- του ιταλικού ναυτικού και της ιταλικής αεροπορίας, είχαν ανατρέψει τις βρετανικές επιτυχίες κι είχαν αποκαταστήσει την υπεροχή του Ρόμμελ στη Βόρεια Αφρική.
Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1941, το αεροπλανοφόρο Ark Royal, το θωρηκτό
Barham και 3 καταδρομικά βυθίστηκαν, ενώ 2 θωρηκτά, το Valiant και το Queen Elizabeth, βγήκαν εκτός μάχης από ιταλικά υποβρύχια-«μινιατούρες» στο λιμάνι της Αλεξανδρείας.
Ύστερα απ' αυτό, λίγες ήταν οι δυνατότητες των βρετανικών πλοίων επιφανείας ενάντια
στις ισχυρές ιταλικές νηοπομπές· τον ίδιο καιρό μειώνονταν σταθερά οι βρετανικές αεροπορικές και υποβρυχιακές επιθέσεις με ορμητήριο τη Μάλτα κατά των γραμμών ανεφοδιασμού του Ρόμμελ, λόγω των εντεινόμενων βομβαρδισμών του νησιού και των επιτυχών επιθέσεων κατά των βρετανικών νηοπομπών ανεφοδιασμού της Μάλτας.
Τέλη του1941, μόνο ένα πετρελαιοφόρο έφτασε στη Μάλτα, κι άλλο ένα στις αρχές Ιανουαρίου του 1942. Αργότερα, τον ίδιο μήνα, έφτασαν τα 3 από τα 4 πλοία μιας νηοπομπής και ένα ακόμη πετρελαιοφόρο.
Τον Φεβρουάριο, ωστόσο, δεν έφτασε στη Μάλτα κανένα πλοίο· και τον Μάρτιο κατάφερε να φτάσει μόνο το 1/5 των εφοδίων μια νηοπομπής· Απρίλιο και Μάιο καμία νηοπομπή. Όλο τον Φεβρουάριο γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά έριξαν 750 τόνους βομβών στο νησί· τον Μάρτιο 2.000 τόνους, και τον Απρίλιο 5.500 τόνους.(Χάριν συγκρίσεως, οι Γερμανοί έριξαν 520 τόνους στο Κόβεντρυ τον Νοέμβριο του 1940).
Τον Φεβρουάριο, ωστόσο, δεν έφτασε στη Μάλτα κανένα πλοίο· και τον Μάρτιο κατάφερε να φτάσει μόνο το 1/5 των εφοδίων μια νηοπομπής· Απρίλιο και Μάιο καμία νηοπομπή. Όλο τον Φεβρουάριο γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά έριξαν 750 τόνους βομβών στο νησί· τον Μάρτιο 2.000 τόνους, και τον Απρίλιο 5.500 τόνους.(Χάριν συγκρίσεως, οι Γερμανοί έριξαν 520 τόνους στο Κόβεντρυ τον Νοέμβριο του 1940).
Ενάντια σε συγκεντρωμένους και εύκολα προσδιορισμένους στόχους, όπως ο ναύσταθμος και οι συνοικίες γύρω από τον Μεγάλο Λιμένα, αυτοί οι βομβαρδισμοί υπήρξαν πολύα αποτελεσματικοί Η Μάλτα συνέχισε να είναι σταθμός αεροσκαφών για τις πτήσεις προς τη Μέση Ανατολή, αλλά έπαψε να είναι βάση για επιθέσεις κατά του ναυτικού του Άξονα. Ακόμη και ο στολίσκος υποβρυχίων αποσύρθηκε από εκεί τον Απρίλιο του 1942. Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1942 οι Γερμανοϊταλοί έχασαν μόνο το 9% των φορτίων για τη Βόρεια Αφρική, και 107.000 τόνοι έφτασαν σώοι. Τον Απρίλιο έχασαν λιγότερο από 1% και πέρασαν 150.000 τόνοι, ενώ τον Μάιο χάθηκε λιγότερο από το 7% και 86.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1941, οι δύο μεραρχίες πάντσερ του Ρόμμελ διέθεταν λιγότερα από 23 άρματα μάχης σε ικανοποιητική κατάσταση, ενώ οι Ιταλοί 15.
Αλλά την προηγούμενη μέρα
είχαν φτάσει νηοπομπές στη Βεγγάζη και στην Τρίπολη, και ξεφόρτωσαν 44 νέα άρματα·τώραο Ρόμμελ μπορούσε ν α περάσει σ την αντεπίθεση. Στις 5 Ιανουαρίου μεταφέρθηκαν στην Τρίπολη 54 άρματα μάχης και άλλα 71 στις 24 Ιανουαρίου. Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών γνώριζε για τις νηοπομπές αυτές αλλά δεν μπορούσε να μάθει τι μετέφεραν. Ως εκ τούτου, η δύναμη των Γερμανών αιφνιδίασε την 8η στρατιά, και ο Ρόμμελ μπόρεσε να εξαπολύσει μια επίθεση που ανάγκασε τους Βρετανούς να αποσυρθούν στη γραμμή Γκαζάλα.
Η ενίσχυση των Γερμανών συνεχιζόταν καθώς περισσότερα πλοία του Άξονα διέσχιζαν με ασφάλεια τη Μεσόγειο. Την 1η Μαΐου 1942, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συμφώνησαν ότι η επίθεση στην έρημο έπρεπε να επαναληφθεί τέλη Μαΐου - όμως πριν από την κατάληψη τ ης Αιγύπτου έ πρεπε ν α προηγηθεί εισβολή σ τη Μάλτα. Ο Ρόμμελ ξεκίνησε την επίθεση του με 510 άρματα, από τα οποία τα 282 ήσαν ιταλικά. Μεταξύ των γερμανικών αρμάτων υπήρχαν και 19 Πάντσερ III με βελτιωμένο μακρύκανο πυροβόλο. Οι Βρετανοίείχαν 499 άρματα κρούσης από τα οποία τα 242 ήταν τύπου Γκραντ και τα 257 ήταν τα αναξιόπιστα Κρουσέιντερ, συν 287 άρματα μάχης υποστήριξης πεζικού· τα τελευταία ήταν ακατάλληλα για αναμέτρηση με άλλα άρματα μάχης και ως επί το πλείστον παρωχημένα
Ως τις 15 Ιουνίου, οι Βρετανοί είχαν ηττηθεί σε μια σειρά μαχών και οι δυνάμεις τους μειώθηκαν σε 50 άρματα κρούσης και σε 20 άρματα υποστήριξης πεζικού. Στις 20 Ιουνίου το Τομπρούκ παραδόθηκε στους Γερμανούς, και 30.000 Βρετανοί και Νοτιοαφρικανοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι.αποκαλύπτονταν και οι επιχειρησιακοί στόχοι. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η ίδια η επίθεση του Ρόμμελ την 1η Ιουλίου: η αποκρυπτογράφηση ενός σήματος της συσκευής "Αίνιγμα" το πρωί της 30ής Ιουνίου, έδειξε ότι ο Ρόμμελ πρότεινε να γίνει μια παραπλανητική επίθεση στα βόρεια το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 3 μ.μ., προτού εξαπολύσει την κύρια επίθεσή του Το απόγευμα μάθαιναν ότι η επίθεση είχε αναβληθεί για την επομένη (1η Ιουλίου) καιό ότιη 15η Μεραρχία Πάντσερ θα χτυπούσε στο κέντρο της γραμμής.
Αυτή η πληροφορία, αν και ελλιπής, βοήθησε τον Ώκινλεκ να αναχαιτίσει τον Ρόμμελ. Δύο μέρες αργότερα, ο Ρόμμελ εγκατέλειψε την προσπάθεια να απωθήσει τους Βρετανούς.
Τέλη Αυγούστου, όταν ο Ρόμμελ προσπάθησε ξανά, η θέση των Βρετανών είχε βελτιωθεί ακόμη περισσότερο.
Ο Έρβινγκ Ρόμμελ |
Η αντικατάσταση των παλιών με νέους Βρετανούς διοικητές (με τον Αλεξάντερ Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής και τον Μοντγκόμερυ Διοικητή της 8ης Στρατιάς) υπήρξε ευεργετική για το ηθικό, κυρίως λόγω της ικανότητας του Μοντγκόμερυ να αυτοπροβάλλεται. Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών συγκέντρωνε ακόμη περισσότερου υλικό. Από τις αρχές Αυγούστου του 1942, οι αναφορές για τις δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική αποστέλλονταν κανονικά μέσω ασυρμάτου και εξίσου κανονικα αποκωδικοποιούνταν. Μάλιστα στις 17 Αυγούστου οι Βρετανοί αποκρυπτογράφοι στοΜ της Αγγλίας παρέδωσαν μιαν εκτίμηση που έκανε η διοίκηση του Ρόμμελ στις 15 Αυγούστου: Οι ενισχύσεις του είχαν δώσει μια προσωρινή υπεροχή - όχι όμως στον αέρα.
Αν τα εφόδια έφταναν εγκαίρως, θα επιχειρούσε επίθεση στις 26 Αυγούστου, αφού προηγουμένως ανασύντασσε τις δυνάμεις του στη διάρκεια της νύχτας, στο φως του φεγγαριού. Ο Ρόμμελ έλπιζε ν α διασπάσει τ η γραμμή των Β ρετανών σ το νότιο άκρο του μετώπου.
Ακριβώς στη φάση εκείνη ο επανεξοπλισμός της Μάλτας και οι υπηρεσίες πληροφοριών
έδωσαν στους Βρετανούς τη δυνατότητα να περιορίσουν αποφασιστικά τον ανεφοδιασμότ Ρόμμελ. Σ τις 1 5 κ αι 17 Α υγούστου ο ι Βρετανοί βύθισαν δύο φορτηγά π λοία που
κατευθύνονταν προς βόρεια Αφρική, και στις 21 Αυγούστου ένα πετρελαιοφόρο.
Στις 24 Αυγούστου-και ξανά, τρεις μέρες αργότερα- ο Ρόμμελ ανέβαλε την επίθεση. Στις 29
Στις 24 Αυγούστου-και ξανά, τρεις μέρες αργότερα- ο Ρόμμελ ανέβαλε την επίθεση. Στις 29
Αυγούστου, μετά τη βύθιση άλλων δύο δεξαμενόπλοιων, ο Ρόμμελ αποφάσισε ότι δεν μπορούσε παρά να περιοριστεί σε μια τοπική επιχείρηση στο Ελ Αλαμέιν για να εξουδετερώσει την 8η Στρατιά. Στις 4 μ.μ. της 30ής Αυγούστου ο Ρόμμελ αποφάσισε να επιτεθεί την ίδια νύχτα, μολονότι είχε καύσιμα μόνο για τέσσερις-πέντε μέρες μάχης και πολεμοφόδια για έξι μέρες μάχης το πολύ. Τ ην ί δια ε κείνη τ η μέρα βυθίστηκε άλλο ένα τάνκερ, και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να μεταφέρουν καύσιμα από την Ιταλία αεροπορικώς. Καύσιμα δια θαλάσσης έφτασαν μόνο στις 4 Σεπτεμβρίου.
Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Ρόμμελ ματαίωσε την αναμέτρηση σ την Άλαμ Χάλφα και σ τις 2
Σεπτεμβρίου διέταξε οπισθοχώρηση στις αρχικές του θέσεις. Ο Ρόμμελ είχε καθηλωθεί από την διάταξη των στρατευμάτων ενός καλά πληροφορημένου Στρατηγού Μοντγκόμερυ και από τον περιορισμό του ανεφοδιασμού του από τις καλά πληροφορημένες βρετανικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, που χρησιμοποιούσαν την πρόσφατα ενισχυμένη βάση της Μάλτας: Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1942, οι δυνάμεις του Άξονα έχασαν το 1/3 των εφοδίων τους· και δεδομένου ότι οι Βρετανοί είχαν τη δυνατότητα να εντοπίζουν τα σημαντικότερα πλοία, οι επιπτώσεις ήταν πολύ χειρότερες από ό,τι υποδηλώνει το παραπάνω ποσοστό.
Αν και δέχονταν ενισχύσεις από αέρος, η δύναμη των Γερμανοϊταλών στην Αφρική,
συγκριτικά με τη βρετανική, συνέχισε να φθίνει. Ο Μοντγκόμερυ είχε στη διάθεσή του
συντριπτικά ανώτερο αριθμό ανδρών όταν η 8η Στρατιά επιτέθηκε στο Ελ Αλαμέιν το βράδυ
της 23ης Οκτωβρίου 1942. Την 1η Αυγούστου υπήρχαν 34.000 μάχιμοι Γερμανοί στη δυτική
έρημο. Στις 20 Οκτωβρίου υπήρχαν 49.000 Γερμανοί και 54.000 Ιταλοί. Η βρετανική 8η
Στρατιά διέθετε μια δύναμη 195.000 μάχιμων: Πάνω από τους μισούς ήταν από τη
Βρετανία· οι υπόλοιποι ήταν από την Ινδία, τη Ν. Ζηλανδία και τη Ν. Αφρική· συμμετείχαν
επίσης ελληνικά στρατεύματα τα οποία είχαν διαφύγει από την Ελλάδα, μαζί με μικρότερες
ομάδες των Μαχομένων Γάλλων (οι οποίοι είχαν διακριθεί σε μια κρίσιμη φάση προηγούμενης εκστρατείας στην έρημο). Πολλές από αυτές τις δυνάμεις είχαν εξοπλιστεί από τις ΗΠΑ: στους 9 πρώτους μήνες του 1942 έφτασαν στη Μέση Ανατολή 235 άρματα μάχης από τη Βρετανία και 1.218 από την Αμερική -συμπεριλαμβανομένων και των 300Σ Σέρμαν-και γύρω στα 24.000 βρετανικής κατασκευής μηχανοκίνητα οχήματα μαζί με4 4.000 από την Αμερική.
Για τη μάχη του Ελ Αλαμέιν οι Βρετανοί διέθεταν ετοιμοπόλεμα 1.029 άρματα μάχης, από τα οποία 252 ήσαν Σέρμαν. Οι Γερμανοί είχαν μόνο 211 άρματα μάχης ετοιμοπόλεμα, από τα οποία τα 88 ήταν αναβαθμισμένα Πάντσερ III, τα 30 αναβαθμισμένα Πάντσερ IV, μαζί με 278 ιταλικά.
Οι Βρετανοί υπερείχαν σε πυροβολικό: πάνω από 900 μεσαία και ελαφρά πεδινά πυροβόλα εναντίον περίπου 500 γερμανικών 1.451 αντιαρματικά πυροβόλα, από τα οποία τα 849 ήσαν τα καινούργια των 6 λιβρών εναντίον 800 περίπου (από τα οποία μόνο τα 86 ήταν τα τρομερά πυροβόλα των 88 χιλιοστών). Από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο, 2.141 αεροπλάνα είχαν φτάσει στη Μέση Ανατολή: 1.381 από τη Βρετανία και 760 από τις ΗΠΑ. Οι Σύμμαχοι είχαν πάνω από 900 πλήρως λειτουργικά αεροσκάφη, από τα οποία περίπου 200 ήσαν νοτιοαφρικανικά και τα
130 αποτελούσαν μέρος της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. Οι Γερμανοϊταλοί, καθώς
αντιμετώπιζαν προβλήματα συντήρησης και καυσίμων, διέθεταν πιθανώς γύρω στα 300
ετοιμοπόλεμα αεροσκάφη.
Έχοντας υπ' όψη την βρετανική υπεροχή στον αέρα και τις γερμανικές ελλείψεις σε
καύσιμα, ο Ρόμμελ παρέταξε τις δυνάμεις του πολύ διαφορετικά απ' ό,τι θα τις παρέτασσε
υπό κανονικές συνθήκες. Προτού αναχωρήσει με αναρρωτική άδεια, διαμοίρασε τις
τεθωρακισμένες μονάδες του με τρόπο ώστε να μπορούν να αντεπιτίθενται αμέσως ύστερα
από κάθε διείσδυση στις αμυντικές γραμμές των δυνάμεων του Άξονα, αντί να τις κρατήσει
ενωμένες για να τις χρησιμοποιήσει σε μια μάχη ελιγμών. Κάθε κινητοποίησή τους όμως
προκαλούσε αεροπορικές επιθέσεις - και ούτως ή άλλως η έλλειψη καυσίμων ήταν
απαγορευτική.
Ο Ρόμμελ, επιστρέφοντας στην έρημο μετά την επίθεση του Μοντγκόμερυ στις 23 Οκτωβρίου 1942, αναγκάστηκε, ως εκ τούτου, να δώσει μια στατική αμυντική μάχη κατά την οποία ο αντίπαλος μπόρεσε να εκμεταλλευτεί πλήρως τις ανώτερες δυνάμεις του σε μια τακτική φθοράς, όπου το πείσμα του Μοντγκόμερυ αποδείχτηκε ευεργετικό για τους Συμμάχους. Μετά από 11 ημέρες σκληρού αγώνα, ο Ρόμμελ (αφού πρώτα καθυστέρησε μερικές ώρες εξαιτίας ενός μηνύματος -«κρατήστε τις θέσεις σας»- από τον Χίτλερ) διέταξε υποχώρηση, η οποία συνεχίστηκε για 2.400 χιλιόμετρα.
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1942, βρετανικά και αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στο άλλο άκρο της Βόρειας Αφρικής, στο Γαλλικό Μαρόκο και την Αλγερία.
Και στις 20 Νοεμβρίου ξεκινούσε η ρωσική επίθεση στον τομέα του Στάλινγκραντ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου