Σονέτο 18. Σαίξπηρου

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ.18
Να πω πως μοιάζεις με καλοκαιριά;
Μα ʼσύ ʼσαι πιο γλυκιά και μετρημένη.
Τʼ άνθια του Μάη οι ανέμοι σα θεριά
δέρνουν. Το θέρος γρήγορα πεθαίνει.
Βάνει φωτιές ο ήλιος το πρωινό
και άλλοτε η χρυσή του ειδή χλωμιάζει
-κάποτʼ η τύχη αστόλιστο, φτηνό
κάνει να δείχνει αυτό που όμορφο μοιάζει.
Μα εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει
κι ούτʼ ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει,
κι ο θάνατος δε θα ʼχει να το λέει
στα σκότη του πως ζεις και πως σʼ ορίζει.
Όσον ο κόσμος βλέπει κι ανασαίνει
θα ζει το ποίημα αυτό, να σʼ ανασταίνει.


Γάμος και οικογένεια στο Βυζάντιο.

Η κυρία Αμαλία Ηλιάδη μας πληροφορεί για το γάμο και την οικογένεια στο βυζαντινό κόσμο:

Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για
τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του
γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και
απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος
δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα
της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας,
πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε
το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να
ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή
διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες
μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση
ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.
Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι
σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν
αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη
ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ’ αυτόν ήταν
παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας
οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.


Ο βυζαντινός γάμος


Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα
κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική
υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με
χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν
μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού
συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας
έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά
στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί
μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη
από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και
πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.

Ξυπόλητοι στο πάρκο, του Νηλ Σάιμον. Ραδιοφωνικό θέατρο.



Η Πολιτισμική Διαδρομή εναρμονισμένη με το πνεύμα των ημερών θα σας παρουσιάσει την κωμωδία του Νηλ Σάιμον "Ξυπόλητοι στο πάρκο" μεταφέροντας σας στο Γκρίνγουιτσ Βίλαντζ της Νέας Υόρκης των μέσων της δεκαετίας του 60'...

Σε μια πραγματικά ωραία εποχή...


Ο συγγραφέας του έργου υπήρξε ένας γίγαντας της κωμωδίας, ταλαντούχος και πολύγραφος καθιερώθηκε στο ΄β μισό του 20ου αιώνα ως ένας από τους κορυφαίους κωμωδιογράφους.

Το έργο γράφτηκε το 1963 και μεταφέρθηκε επιτυχημένα στη μεγάλη οθόνη το 1967.


Η υπόθεση:
Το έργο μας παρουσιάζει την αρχή της ζωής ενός νεόνυμφου ζευγαριού τη δεκαετία του '60 στη Νέα Υόρκη. Ο Πολ (ένας συντηρητικός δικηγόρος) και η Μάγκι (η ανάλαφρη σύζυγος) μετακομίζουν μαζί στο πρώτο τους διαμέρισμα. Καθώς η
νιρβάνα του μήνα του μέλιτος δίνει τη θέση της στην σκληρή πραγματικότητα της δημιουργίας ενός νοικοκυριού, ξεκινάνε και τα δύσκολα για το ζευγάρι αλλά και τα παράδοξα μεταξύ τους. Η
πεθερά γκρινιάζει επίμονα. Ο μεσόκοπος Λοθάριο, του από πάνω διαμερίσματος, φλερτάρει ασύστολα. 

Η χαρά δίνει τη θέση της στο άγχος και σε μια σειρά τρελών κωμικών καταστάσεων.

Ο Σάιμον γράφει με γλυκόπικρο τρόπο, ψάχνει να βρει τη μέση λύση προκειμένου να αναπτύξει ορισμένες βαθυστόχαστες έννοιες και ταυτόχρονα να γεμίσει τα εισπρακτικά ταμεία...

Tο είπε άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας: “δεν μπορώ να σκεφτώ μια αστεία κατάσταση που να μην εμπεριέχει και λίγο πόνο"

 Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Προσαρμογή για το ραδιόφωνο: Μπίκα Μαρκατά
Ραδιοσκηνοθεσία: Δημήτρης Νικολαϊδης
Μουσική επιμέλεια: Ιφιγένεια Ευθυμιάτου-Σπύρου
Επιμέλεια ήχων: Χρήστος Κάσδαγλης
Ρύθμιση ήχου: Στέφανος Ευαγγελίου
Βάσω Μεταξά - Κόρι
Στέφανος Ληναίος - Πωλ
Σμάρω Στεφανίδου -Μητέρα της Κόρι
Αντώνης Αντωνίου - Τεχνίτης
Τώνης Γιακωβάκης - Υπάλληλος
Δήμος Σταρένιος - Βίκτωρ Βελάσκο
Επιμέλεια εκπομπής: Μάρα Καλούδη

Μια σύνθεση εξαιρετικών ηθοποιών θα υποδυθούν τους ρόλους...

Ο Δήμος Σταρένιος θα υποδυθεί τον Βίκτωρ Βελάσκο σε έναν πιο ανάλαφρο ρόλο από αυτούς που τον έχουμε συνηθίσει...

Η Βάσω Μεταξά θα υποδυθεί την Κόρι


Ο Στέφανος Ληναίος θα υποδυθεί το νεαρό δικηγόρο...

Η Σμαρώ Στεφανίδου θα υποδυθεί τη μητέρα της Κόρι



Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι globtv:

Καλή σας ακρόαση και χρόνια πολλά!



πηγές:greekradiotheater, elculture, Τρίτο πρόγραμμα,Θέατρο, Κοινωνία, Έθνος: από την Αμερική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2010.


Σονέτο 18. Σαίξπιρου

Πώς  να  σε  πω  —  καλοκαιριάτικο  πρωί;   Έχεις  πιο  εύκρατη  μορφή,  πιο  ερασμία·   γνωρίζω  ανέμους  που  κι  ο  Μάης  φυλλορροεί,   τα  καλοκαίρια  έχουν  πάντα  προθεσμία.

 Κάποτε  καίει  ο  επουράνιος  οφθαλμός   και  της  χροιάς  του  ο  χρυσός  συχνά  θαμπώνει,   κάποιος  μοιραίος  του  καιρού  αναπαλμός   την  ομορφιά  της  ομορφιάς  απογυμνώνει. 

Μα  εσύ  αιώνιο  θα  έχεις  καλοκαίρι   κι  η ομορφιά  σου  δεν  θ'  απαλλοτριωθεί,   δεν  θα  επαίρεται  ο  Άδης  πως  σε  ξέρει   καθώς  θα  γράφεσαι  στου  χρόνου  την  ροή.

Όσο  ζουν  άνθρωποι  και  βλέπουν,   σ’  αυτούς  του  στίχους  θα  γυρίζουν  και  ζωή  θα  σου  χαρίζουν. 

μτφ  Διονύσης  Καψάλης 


Ο "κουρνιαχτός" της αστυνομοκρατείας.

Μια ενδιαφέρουσα ανάπτυξη περί της φημολογούμενης αστυνομοκρατείας που έχει δήθεν ενταθεί τις τελευταίες ημέρες κυρίως μετά από τα τελευταία επιτυχή μέτρα του φετινού Πολυτεχνείου και της επετείου του Γρηγορόπουλου από τον κο Τάκη Θεοδωρόπουλο στην εφημερίδα Καθημερινή.




Από την πυρπόληση του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Εξαρχείων ώς την «παρέμβαση» στη ραδιοφωνική συχνότητα της ΕΤ3, οι λαϊκοί αγώνες πυκνώνουν σε ένταση και πάθος. Δεν ξέρω ποια είναι η αποτελεσματικότητά τους και με ποιον τρόπο ωφελούν τους λαϊκούς αγωνιστές. Ομως, ο αγώνας είναι που μετράει, κυρίως δε οι επιθέσεις στους «μπάτσους», οι οποίοι, τελευταία, έχουν αποκτήσει την κακή συνήθεια να αντιδρούν. Αντί να δέχονται χρονιάρες μέρες τις πέτρες με τις ευχές των αγωνιστών, ρίχνουν δακρυγόνα, συλλαμβάνουν και, το χειρότερο, ξεσπιτώνουν τους καταληψίες. Ηταν αναμενόμενο. Τα παιδιά και τα λιγότερο παιδιά οφείλουν να δείξουν πως δεν πτοήθηκαν απ’ την απογοήτευση του Πολυτεχνείου και της 6ης Δεκεμβρίου. Τότε αθέτησαν τις υποσχέσεις τους και η Αθήνα δεν κάηκε. Αναμενόμενος επίσης και ο ζήλος που επιδεικνύει η ηγεσία της Αριστεράς να αγκαλιάσει με τα μεγάλα της φτερά τούς λαϊκούς αγώνες για να προσθέσει στην αντιπολιτευτική της παλέτα την απόχρωση της αστυνομοκρατίας. Οπου «αστυνομοκρατία» εμφανίζεται όποτε η αστυνομία απλώς προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της, να αποκαταστήσει την τάξη με όσα μέσα διαθέτει, ενίοτε και διά της βίας.

Στόχος είναι να ξεσηκωθεί ένας κουρνιαχτός που καλύπτει την πραγματικότητα και θολώνει την αλήθεια. Η τακτική λειτούργησε τόσες δεκαετίες, αυτήν ξέρουν και, όπως το μυαλουδάκι τους δεν τους επιτρέπει να οργανώσουν μια σοβαρή αντιπολίτευση –υπάρχουν πάντα λόγοι–, αυτήν εφαρμόζουν. Ο κ. Σκουρλέτης πρόσθεσε ένα ακόμη πολύτιμο εύρημα στη συλλογή του δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση το κάνει αυτό για να κολακεύσει την «ακροδεξιά» πτέρυγά της. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να δει πέρα από τη μύτη του πολιτικού λαγωνικού που διαθέτει. Κοινώς, δεν μπορεί να δει ότι αυτή τη φορά οι προσπάθειες αποκατάστασης της τάξης και της κανονικότητας της ζωής απευθύνονται σε ένα κοινωνικό αίτημα το οποίο βοήθησε τη σημερινή κυβέρνηση να κερδίσει τις εκλογές. Το επιβεβαιώνουν και οι μετρήσεις. Με την Αριστερά που δεν δείχνει διάθεση να αποφύγει την περιθωριοποίησή της συντάσσονται και ορισμένοι φιλελεύθεροι. Χωρίς περίσκεψη κι αυτοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα με τις επιταγές του δόγματος που έχουν κατασκευάσει για να έχουν την ησυχία τους.

Θα πρέπει, βέβαια, να έχουμε υπόψη ότι και η Αστυνομία είναι ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Κοινώς, πάσχει από τις ασθένειες του Δημοσίου, την ευθυνοφοβία, την τυπολατρία, την αναξιοκρατία. Εχει την ατυχία να είναι περισσότερο εκτεθειμένη από το υπόλοιπο Δημόσιο. Ομως, παρά τη φωλιασμένη στο ασυνείδητο ανυποληψία της, έχει δημιουργήσει πολλές προσδοκίες. Το στοίχημα της πολιτικής ηγεσίας της είναι να αποδείξει ότι οι προσδοκίες που δημιούργησε δεν την ξεπερνούν.
Έντυπη

Το βλογημένο μαντρί του Φώτη Κόντογλου

Η Πολιτισμική Διαδρομή σας παρουσιάζει το παραμύθι του Φώτη Κόντογλου "Το βλογημένο μαντρί"





Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της  Πρωτοχρονιάς  γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες, για να δει ποιος θα τον δεχθεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. 
Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι’ αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν κι ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε. Αφού βωλόδειρε από ‘δώ κι από ‘κεί κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, που ‘ναι φτωχός κόσμος. 
Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά και τράβηξε κατά ‘κεί, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά [1]. Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογγούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε. Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ‘να μικρό βουνό κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια [2]  και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να  τον σκίσουνε, μα σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε [3]  φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους. Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
– Ελεήστε με, Χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε, σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο! Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλληκάρι ως είκοσι πέντε χρονώ, με μαύρα γένεια και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στον γέροντα:
– Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά! Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα. Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και το ανασπάστηκε και το ‘βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Και κείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα κι είπε:
– Κόπιασε, παππού, να  ξεκουραστείς. Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
– Βλογημένοι να ‘σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να  πληθαίνουνε ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας! Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε [4]  η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό [5]  του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ‘βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει. Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:– Βλογημένο να ‘ναι τούτο το καλύβι! Ο Γιάννης μπαινόβγαινε για να  φέρει το ‘να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και φάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν να ‘τανε μαλαμοκαπνισμένα κι οι πυτιές, που ήτανε κρεμασμένες, σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζουνε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε τους αγγέλους που ‘ναι στον Παράδεισο!
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά. «Τη πτωχεία τα πλούσια!» Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, εύρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι άνθρωποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου. Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον γέροντα:
– Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησιά κοντά μας, μήτε καν ρημοκκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να  περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και την διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τα ‘λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από ‘δώ, κι από τις πολλές φορές που τα ‘λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε: «Σ’κώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’: Τέκνου μου! Τέκνου μου!» Αυτά τα γράμματα ξέρω… Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνω και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε τον σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
–  Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων! Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της. Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοίωτον ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να  πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε τον σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον Όρθρο και τον Κανόνα της εορτής «Δεύτε, λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει τον δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση. Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα- Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε. Και σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα την βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε την βασιλόπιτα κι είπε: Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε «του νοικοκύρη, του Γιάννη του Βλογημένου». Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
– Γέροντα, ξέχασες τον Άη-Βασίλη! Του λέγει ο Άγιος:– Αλήθεια, τον ξέχασα! Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:– Του δούλου του Θεού Βασιλείου!
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο: Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου; Του λέγει ο Άγιος: Έκοψα, ευλογημένε! Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος! Έστρωσε η γυναίκα για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να  κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
–  Κύριος, ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος ουδέ ικανός ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου… Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης: Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Άη-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μάς κάνει να κολαζόμαστε. Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα:
–  Κύριε, ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών… Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Από το βιβλίο του Φ. Κ. «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», σελ. 135-139, Εκδ. Οίκος  Αστήρ, Αλ. – Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1995 (ζ’ έκδ.)
 [1]  Λεμπεσουριά: φτωχολογιά, άξεστοι άνθρωποι.
 [2]  Ρουπάκι: άγρια δρυς, είδος βαλανιδιάς. [3]  Γρούζω: γρυλίζω.
 [4]  Ξελόχισε: κόρωσε, φούντωσε.
 [5]  Ζωστικό: αντερί, το εσωτερικό φόρεμα των ιερέων, με ζώνη στη μέση.

Χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα!!!

Η Πολιτισμική Διαδρομή σας εύχεται ολόψυχα Χρόνια Πολλά, Καλά Χριστούγεννα και Καλές Γιορτές! 




                                      ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΕΣ!!!

Χριστουγεννιάτικη φωτογραφία από την Αθήνα της δεκαετίας του 60


Φωτογραφία από το κέντρο των Αθηνών.
Η φωτογραφία πρέπει να τραβήχτηκε τη δεκαετία του '60 παραμονές Χριστουγέννων. 
Η Αθήνα μιας άλλης εποχής...


Η φωτογραφία έχει υποστεί επεξεργασία και προκαλεί νοσταλγικά συναισθήματα...

Σήμερα βγαίνουν οι Καλικάντζαροι! Προσοχή!

Αύριο 25 Δεκεμβρίου (ημέρα έναρξης του Δωδεκαημέρου) όπως κάθε χρόνο σύμφωνα με την παράδοση βγαίνουν στη Γη από τον κάτω κόσμο οι καλικάντζαροι.




Οι καλικάντζαροι ζουν στον κάτω κόσμο και με ένα τεράστιο πριόνι  όλο το χρόνο ροκανίζουν το μεγάλο δέντρο που κρατάει τη Γη.
 Κάθε φορά λίγο πριν καταρρεύσει το δέντρο οι καλικάντζαροι σταματούν καθώς τους δίνεται η ευκαιρία να ανέβουν στη Γη.



Η έξοδος στον πάνω κόσμο γίνεται από πηγάδια.
Μόλις οι καλικάντζαροι βγουν στη Γη ξεκινάν κάθε είδους τρέλα και δεν αφήνουν τους ανθρώπους σε χλωρό κλαρί!
 Τους τρώνε τα γλυκά, καταστρέφουν τα παιχνίδια κλπ.




Η καλύτερη λύση προκειμένου να μη μπουν στο σπίτι είναι η τοποθέτηση ενός τεράστιου ξύλου στο τζάκι το οποίο θα πρέπει να καίει όλο το βράδυ. Το ξύλο αυτό λέγεται χριστόξυλο. Σημειωτέον ότι οι καλικάντζαροι μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι...



Οι καλικάντζαροι παραμένουν στη γη όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, δηλαδή μεταξύ  Χριστουγέννων και εορτής των Φώτων.



Κάθε χρόνο στις 6 Γενάρη με τον αγιασμό των υδάτων ξαναμπαίνουν στα πηγάδια και ξαναβρίσκονται στον κάτω κόσμο! Όπου προς δυσάρεστη έκπληξη τους ξανά βλέπουν το δέντρο που κρατάει τη Γη στην αρχική του κατάσταση και έτσι πιάνουν πάλι το πριόνι και ξεκινάν να το πριονίζουν από την αρχή...

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...