Ο διάσημος του 702, Αλεξέι Μιροντάν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας μεταφέρει σε μία αμερικάνικη φυλακή και θα σας παρουσιάσει τις προσπάθειες ενός ερασιτέχνη γκάγκστερ να γίνει συγγραφέας...
Πρόκειται για την ευχάριστη κωμωδία του Αλεξέι Μιροντάν "Ο διάσημος του 702".



Η υπόθεση:
Ένας  μελλοθάνατος, ο Χάρι Σάντμαν, κρατούμενος ξαφνικά και ενώ αναμένει την ημερομηνία της εκτέλεσης στην ηλεκτρική καρέκλα δέχεται πρόταση από έναν πλούσιο εκδότη τον κο Χάρινσον να γίνει συγγραφέας. Μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά. Ο Σάντμαν λαμβάνει το νέο της καταδίκης και διαπιστώνει τη σαπίλα της οικονομικής εκμετάλλευσης και του σκληρού εμπορικού ανταγωνισμού. 
Υπάρχει διαφυγή..;


Πρόκειται για μία έξυπνη, ευχάριστη αλλά και γλυκόπικρη κωμωδία, με πολλά μηνύματα και συμβολισμούς. Η αδυσώπητη εκμετάλλευση των λογοτεχνών από τα οικονομικά συμφέροντα που προσωποποιούνται στο χαρακτήρα του εκδότη Χάρινσον (Γιώργος Μιχαλακόπουλος), οι άνθρωποι των γραμμάτων γίνονται πολλές φορές πρώτα θύτες μεταδίδοντας άσχημα πρότυπα στο κοινό και κατόπιν θύματα επειδή υπόκεινται σε εκμετάλλευση. Ο συγγραφέας τελικά δε θα έχει γνώμη. Ο Χάρινσον θα πάρει έναν άνθρωπο και θα τον κάνει μηχανή...
Το έργο θίγει επίσης και τη θλιβερή κατάσταση που βίωναν οι συγγραφείς στην πρώην ΕΣΣΔ καθώς ο Μιροντάν ήταν ρωσικής καταγωγής.

Παίζουν οι ηθοποιοί: Στέφανος Ληναίος, Ελλη Φωτίου, Σταύρος Ξενίδης, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Αθηνά Μιχαλακοπούλου, Χρήστος Δακτυλίδης, Δημήτρης Πετράτος, Ντίνα Κώνστα, Κώστας Θέμος, Γιώργος Βασιλείου, Νίκος Κροντηράς, Ερση Μαλικένζου






Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος





         
  



Ο Ληναίος και η Φωτίου υπήρξαν ζευγάρι στην πραγματικότητα.











Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι "Ραδιοφωνικό Θέατρο¨









Ο Κοροναϊος στην Ελλάδα...


Οι ήρωες των αστυνομικών διηγημάτων μετά το 1950 – τα δάνεια από το εξωτερικό.

Τα λαϊκά περιοδικά εξέδιδαν μια μεγάλη γκάμα από ιστορίες τρόμου, φαντασίας, κατασκοπείας και αστυνομικά και καουμπόικα έργα. Ονόματα όπως αυτά, ο Πίνκερτον, υπαρκτό πρόσωπο, ο Χόλμς, ο Πουαρώ, ο Λέμι Κόσιον, η Νυχτερίδα και το Γεράκι πρωταγωνιστούσαν σε περίπτερα και πάγκους πλανόδιων πωλητών. Όπως ειπώθηκε τα κατορθώματα των ηρώων αυτών καθώς και οι χαρακτήρες τους αναπλάθωνταν, συνεχίζονταν, συμπληρώνονταν από Έλληνες συνεργάτες των λαϊκών περιοδικών. 



Τομή για το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί η δεκαετία του 50 με την εμφάνιση Ελλήνων συγγραφέων που παρά τα ικανοποιητικά τιράζ των περιοδικών και των βιβλίων τσέπης που μετέφραζαν ιστορίες ξένων, ξεκίνησαν δειλά αλλά σταθερά να πλάθουν Έλληνες ήρωες που ταίριαζαν καλύτερα στην ελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα.

Οι ήρωες με τα ξενικά ονόματα που αγωνίζονταν ενάντια στα εγκλήματα, ενάντια στο κακό, την αδικία έφεραν ελληνικά εμβλήματα, μιας και παρά τη μακρινή καταγωγή τους οι πένες που δημιουργούσαν τις περιπέτειές τους ήταν ελληνικές και λίγο πολύ οι ήρωες αυτοί έκρυβαν εντός τους ένα συγκαλυμένο ελληνικό ταπεραμέντο δημιουργώντας την αίσθηση του οικείου στους αναγνώστες. 
 
Μιλώντας για τη δημιουργία αστυνομικών ιστοριών μπορούμε πλέον να αναφερθούμε σε μια βιομηχανία αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου εγχώρια προιόντα ρίχνονταν στην αγορά με αμερικανικές ετικέτες. Από ένα χρονικό σημείο και μετά οι ιστορίες των Ελλήνων συγγραφέων ξεπερνούσαν αυτές των ξένων συναδέλφων τους.

Ένας αστυνομικός ήρωας με ελληνοαμερικανική καταγωγή ήταν ο Νικ Βάλετ που εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού ΠΑΜΕΜ (από τα αρχικά των λέξεων Περιπέτεια, Αγωνία, Μίσος, Έρωτας, Μυστήριο) που εξέδιδε ο συγγραφέας και δημιουργός του Γιάννης Καμπούρης. Παραθέτωντας ένα απόσπασμα αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο του συντρόφου του Σέρλοκ Χολμς, γιατρού Ουότσον, γνωρίζουμε τον ντετέκτιβ Νικ Βάλετ από κοντά, στην πρώτη θέση του ιταλικού πλοίου “Σαντίλλιο” που έκανε το ταξίδι από το Κέιπ Τάουν με κατεύθυνση την Αίγυπτο και στη συνέχεια την Ιταλία. “...Απέναντί μου στην τραπεζαρία, είχε θέση κάποιος παράξενος τύπος. Ένας καλοδεμένος κύριος, ως 30 χρόνων, αναστήματος μετρίου, μελαχρινός, με κατάμαυρα μαλλιά και με πολύ παχειά φρύδια. Υπέθεσα στην αρχή ότι θα ταν Ιταλός, γιατί καταβρόχθιζε τα μακαρόνια που μας σερβίριζαν (...) Μου φάνηκε σαν γνώριμο το πρόσωπο αυτό. Προσπαθούσα να θυμηθώ πού είχα ξανασυναντήσει αυτόν τον άνθρωπο αλλά παρ΄όλη την προσπάθειά μου δε το κατόρθωσα (...). - Μάλιστα κύριε... μου είπε τώρα σε ελληνική γλώσσα. Είμαι Έλλην και ονομάζομαι Νικ Βάλετ! Δηλαδή Νικόλαος Βαλέτος, απ’ την Κεφαλλωνιά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. - Σεις; Σεις; Καλά είπα ότι κάπου σας έχω δη. Δηλαδή τη φωτογραφία σας! Στο “Σταρ” ή στο “Νταίηλυ Μαίηλ” του Γιοχάνεσμπουργκ! Ώστε σεις; Ο ντετέκτιβ Νικ Βάλετ! (...) Από τις εφημερίδες του Γιοχάνεσμπουργκ ήξερα ότι ο ιδιωτικός αστυνομικός Νικ Βάλετ είχε κληθεί επειγόντως από την Νέα Υόρκη, όπου εργάζετο ως ντετέκτιβ δια λογαριασμό των μεγάλων γραφείων πληροφοριών και ερευνών των Μπάρκερς Μπρόδερς, της Μπροντγουαίη, εις το Τρανσβααλ για την υπόθεση του δισεκατομυριούχου και ιδιοκτήτου αδαμαντωρυχείων εις το Κιμπερλέι της Νοτίου Αφρικής, σερ Γουίλιαμ”.

Ένας ακόμα από τους πρώτους χάρτινους ήρωες, εγχώριους πλέον ντετέκτιβς ήταν ο αστυνόμος Τζιμ Κάρβας του Νίκου Μαράκη ο οποίος πήρε σάρκα και οστά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η εμφάνιση ενός τέτοιου ήρωα τη συγκεκριμένη εποχή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις τόσο στο χώρο της αστυνομίας όσο και στο χώρο της Αριστεράς μιας και από τη μια η αστυνομία ένοιωθε ότι χαρακτηριζόταν από ανηθικότητα και η Αριστερά ότι της παρουσιαζόταν μια αστυνομία με ανθρώπινο χαρακτήρα. Αντίθετη άποψη διαμόρφωνε το αναγνωστικό κοινό το οποίο καλοδέχτηκε τους νέους ήρωες που ακροβατούσαν τις περισσότερες φορές μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, οπότε συνδύαζαν το
ξενικό μυστήριο στο οποίο οι αναγνώστες ήταν συνηθισμένοι με το οικείο εγχώριο στοιχείο.

Το λαϊκό ανάγνωσμα την περίοδο εκείνη λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει ανακούφιση σε καιρό προσπάθειας να παραμεριστεί και να αποτελέσει παρελθόν η πολιτική διαμάχη και ο εμφύλιος σπαραγμός. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής ελληνικών ιστοριών δεν αποτελούν άρτιες αισθητικά αφηγήσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λειτούργησαν δραστικά αν αναλογιστούμε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία εντάσσονται.

Δέκα χρόνια αργότερα ένας ακόμα ελληνοαμερικάνος κάνει την εμφάνισή του αυτή τη φορά με στέγη του τα στούντιο της ελληνικής ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, με πατέρα το δημοσιογράφο Ανδρόνικο Μαρκάκη. Είναι ο γνωστός Τζόννυ Φιλ που οι ραδιοφωνικές του περιπέτειες από το 1956 κέρδισαν ένα μέρος των ακροατών και των οπαδών του αστυνομικού είδους. 

Στο παρακάτω απόσπασμα παρουσιάζεται ένα κομμάτι των περιπετειών του διάσημου ντετέκτιβ. “...Ο αστυνόμος Σπάρταλης και ο άλλος μπήκαν σ’ ένα μακρύ γυαλιστερό αμερικάνικο αυτοκίνητο. Αυτός ο άλλος δεν ήταν παρά ο Τζόνυ Φιλ.

Κάθισε στο τιμόνι – δικό του ήταν τ’ αμάξι – τέντωσε τις ποδάρες του, δίπλα του ο Σπάρταλης και ξεκίνησαν. Ο Τζόνυ Φιλ ήταν δέκα μέρες τώρα που τεμπέλιαζε στην Αθήνα. Ο Οκτώβριος ήταν στις αρχές του ακόμη και οι Αθηναίοι χόρταιναν τις παράξενα ζεστές μέρες του και τη σκόνη των δρόμων που ανασκάπτονταν από τα συνεργεία, όλοι μαζί λες και είχαν βάλει στοίχημα με τον ουρανό να δώσουν στις βροχές υλικό για λάσπη. Μα ωστόσο, όπως και να ’ταν ο Φιλ την χαιρόταν την Αθήνα. Με τις ομορφιές ή με τα χάλια της ήταν λίγο πολύ ο τόπος που έπειτα από το Θιάκι, τον θεωρούσε σαν πατρίδα του, κι ήταν δεμένος μαζί της με χίλιες δυο αναμνήσεις. Με τον Νέστορα Σπάρταλη γνωρίζονταν έξι σχεδόν χρόνια. Από τότε που ο Σπάρταλης πήγε στην Νέα Υόρκη με μια ειδική αποστολή για να μετεκπαιδευθεί μαζί με άλλους, στις σύγχρονες μεθόδους διώξεως του εγκλήματος και να παρακολουθήση από κοντά τον παλμό του γιγαντιαίου αυτού οργανισμού που λέγεται Ομοσπονδιακή Αστυνομία και έχει σαν αποστολή να χώνη αδιάκοπα τη μύτη της στα σπλάχνα του υποκόσμου. Γίνανε φίλοι. Πρώτο γιατί ήταν Έλληνες και οι δύο κι ο Τζόνυ Φιλ είχε να προσφέρη στον
καινουργιοφερμένο την πείρα και τις γνώσεις του από μια ολόκληρη ζωή στην αμερικανική
μεγαλούπολη και δεύτερο γιατί ανεκάλυψαν πως είχαν και οι δύο την ίδια τρέλα ή το πάθος για το επάγγελμα του αστυνομικού. Έτσι ο Τζόνυ Φιλ στις διακοπές του ετούτες στην Αθήνα το θεώρησε απαραίτητο να συναντήσει τον παλιό του φίλο κι έτσι και ο Σπάρταλης τον ξεσήκωσε εκείνο το απόγευμα για το πτώμα που πήγαιναν να συναντήσουν στην οδό Γκρέτση 10”.

Ο δημιουργός του Τζόνυ Φιλ τον παρουσιάζει ως παιδί της ομογένειας, λίγο πριν την ηλικία των 40 χρόνων, με καταγωγή από την Ιθάκη, που μεταναστεύει στην Αμερική, σπουδάζει, αποδεικνύει το ταλέντο και τις ικανότητές του και προκόβει. Στο πρόσωπό του δηλαδή ξετυλίγεται και πραγματοποιείται αμιγώς το αμερικανικό όνειρο αυτοπροσώπως. Ο Τζόνυ Φιλ γνώρισε μεγάλη επιτυχία, οι περιπέτειές του έγιναν βιβλία και το όνομά του βρίσκεται ανάμεσα στους Έλληνες άσσους διώκτες του εγκλήματος. Μερικοί από τους αντιπροσωπευτικότερους τίτλους των αστυνομικών του ιστοριών είναι : “Η πανσιόν Ρηγίλλης 38”, “Ένα πτώμα στο Ψυχικό”, “Η γυναίκα με τ ασημένια νύχια”, “Ο σκοτωμένος ζητάει άλλοθι” και άλλα.

Ένας ακόμα Ελληνοαμερικανός πράκτορας που εμφανίζεται στην αστυνομική κειμενογραφία είναι ο “πράκτωρ 5” ή Τζίμης Κρίστοφερ ή Δημήτριος Χριστοφορίδης, ιστορίες του οποίου εμπεριέχονται σε τεύχη του περιοδικού Μάσκα, οι ιστορίες του υπογράφονται από τον Κέρτις Στιλ, θεωρείται όμως ότι κάποιος Έλληνας συγγραφέας κρύβεται πίσω από το όνομα αυτό. Επισης ο πολυγραφότατος Νίκος Ρούτσος έγραψε τις περιπέτειες του Ελληνοαμερικανού ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζον Γκρικ, οι οποίες
κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία φυλλάδια. Στη πραγματικότητα τρεις γενιές δημοσιογράφων και συγγραφέων είναι γνωστό ότι ασχολήθηκαν με τη πλαστογράφηση ονομάτων ξένων συναδέλφων τους χωρίς να επηρεάσουν ή να θίξουν τη φήμη τους.

Ως απάντηση στο ερώτημα γιατί οι συγγραφείς επέλεγαν ως τόπο προέλευσης, εργασίας, μαθητείας των δημοφιλών ντετέκτιβ την Αμερική αποτελεί το ότι η Αμερική αποτελούσε τόσο μητρόπολη των συστημάτων δίωξης όσο και κοιτίδα του εγκλήματος.

Στην Αμερική επίσης γεννήθηκε το νουάρ μυθιστόρημα, η crime novel, η λογοτεχνία με κέντρο το βίαιο έγκλημα, τους σκοτεινούς δρόμους των μεγαλουπόλεων, τους επικίνδυνους εγκληματίες και τις αποτρόπαιες πράξεις. Η Αμερική αποτελεί και γενέτειρα των περιβόητων ιδιωτικών αστυνομικών του Σαμ Σπέιντ (Ντ. Χάμετ), του Φίλιπ Μάρλοου (Ρ. Τσάντλερ) και Νίρο Γουλφ (Ρεξ Στάουτ), γνωστών στο ελληνικό κοινό.

Εκτός από τους Ελληνοαμερικανούς ήρωες στην ιστορία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος σημειώνονται και “ελληνο – αμερικάνοι” συγγραφείς. Και αναφερόμαστε βέβαια όπως και προηγουμένως στην πλαστογράφιση ονομάτων συγγραφέων του εξωτερικού από Έλληνες είτε γιατί η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών από το εξωτερικό ήταν περιορισμένη και κάποτε εξαντλούνταν ή η υιοθέτηση ξένων ονομάτων γίνονταν για λόγους μάρκετινγκ και προώθησης των αστυνομικών διηγημάτων στην Ελλάδα, μιας και το ξένο διήγημα κέντριζε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό και γέμιζε τα ταμεία των εκδοτών. Έτσι ο Τάσος Αυλωνίτης έγραψε ιστορίες με το Λωποδύτη – Φάντασμα, η Ειρήνη Καλκάνη με τον Ντετέκτιβ Χ, ο Ηλίας Μπακόπουλος με τον Ντετέκτιβ Χ και τον Ζορρό, ο Γιώργος Τσουκαλάς με τον Ντετέκτιβ Χ, η Γεωργία Αναστασιάδη –Δεληγιάννη με τον Ζορρό, ο Στέλιος Ανεμοδούρας με τον Ζορρό και την Αράχνη, ο Γιώργος Μαρμαρίδης με τον Ντετέκτιβ Χ και τη Νυχτερίδα. Ακόμα και ο Απόστολος Μαγγανάρης έγραφε ιστορίες εκτός των άλλων με τον Σάιμον Τέμπλαρ, τον ονομαζόμενοΆγι.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ήρωας του Πίτερ Τσένει, Λέμι Κόσιον, τον οποίο “υιοθέτησε” ο Γιώργος Μαρμαρίδης υποσκελίζοντας το “βιολογικό” του πατέρα, και προσφέροντας στο κοινό γλαφυρότατες και γεμάτες ζωντάνια ιστορίες. Ωστόσο ο πρώτος Ελληνοαμερικανός ήρωας εμφανίστηκε στη Σμύρνη και άκουγε στο όνομα Νικ Πίνσον. Οι ιστορίες του κυκλοφόρησαν το 1914 σε χειρόγραφα φυλλάδια και δημιουργός του ήταν ο γνωστός σε μας εμπνευστής του περιοδικού Μάσκα και αρωγός του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα Απόστολος Μαγγανάρης. Επίσης στη Μάσκα, κατά τη προπολεμική πρώτη περίοδο ο Γιώργος Τσουκαλάς πολλαπλασίαζε τις περιπέτειες του “Ντετέκτιβ Χ” καθώς αναφορά πρέπει να γίνει και στον Ορφέα Καραβία που φιλοτέχνησε
τα κατορθώματα του ήρωα Φέλιξ Καρ.

Πηγή:νΆννα Κοντοπίδου, μεταπτυχιακή μελέτη

Η ελεύθερη θέληση...

Δεν είναι αξιέπαινο το αγαθό το οποίο προέρχεται από την φύση δεν είναι αξιέπαινο, ενώ είναι επαινετό εκείνο που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση. Ποιά χάρις οφείλεται στην φωτιά επειδή καίει; Καμία, διότι το να καίει, το έχει από την φύση της. Ποιά χάρις στο νερό επειδή κυλά προς τα κάτω; Καμία, διότι την ιδιότητα αυτή την έχει από εκείνον που το δημιούργησε.
  
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος




Το τέλος του παιδομαζώματος

Το τέλος του παιδομαζώματος

Για λόγους πολιτικών εξελίξεων ο θεσμός της βίαιης στρατολογίας
χριστιανών άρχισε να παρακμάζει ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. 
Με την προοδευτική διεκδίκηση θέσεων του στρατού και της διοικήσεως από τους
ελεύθερους μωαμεθανούς και με τον εκφυλισμό του σώματος των γενιτσάρων, ο
αριθμός των δούλων της Πύλης μειώθηκε και το παιδομάζωμα έτεινε να περιορισθεί
σε μεμονωμένες και σποραδικές περιπτώσεις, όπως φαίνεται ότι ήταν αυτή που προκάλεσε την ανταρσία των Ναουσαίων.

 Στον ιδιότυπο αυτό θεσμό εναντιώθηκαν, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, δύο αντίθετοι κόσμοι: οι υπόδουλοι χριστιανοί λαοί της Αυτοκρατορίας και οι εκ γενετής
Τούρκοι/μουσουλμάνοι• οι δεύτεροι, γιατί ήθελαν να παίρνουν αυτοί (στο στρατό
και, προπάντων, στη διοίκηση) τις θέσεις που προορίζονταν για τα αρπαγμένα
χριστιανόπουλα, και οι πρώτοι, για ν’ απαλλαχτούν από τον απάνθρωπο δεκατισμό, που αποτελούσε μια από τις κύριες πηγές της δυστυχίας τους. 
Η διττή αυτή αντίδραση καθώς και άλλοι μικρότερης σημασίας παράγοντες οδήγησαν στη βαθμιαία αποδυνάμωση και, τελικά, στην εγκατάλειψη του παιδομαζώματος.
Παρακάτω θα παραθέσουμε πηγές που αναφέρονται στην παρακμή του θεσμού του
παιδομαζώματος.





Ο Ενετός βάιλος C. Garzoni γράφει στην πρώτη αναφορά του από την Πόλη
το 1573: «Αυτός ο στρατός των Γενιτσάρων είναι ο πιο πιστός που είχε ο Τούρκος,
αλλά τώρα δεν είναι τόσο καλός, όπως ήταν συνήθως άλλοτε, γιατί σκοτώθηκαν πολλοί
στον πόλεμο της Μάλτας, πολλοί χάθηκαν στην Ουγγαρία, πολλοί στην Κύπρο και στη
ναυμαχία [της Ναυπάκτου] και οι Τούρκοι άρχοντες, που είναι εντεταλμένοι να τηρούν
πάντα το συνηθισμένο αριθμό των γενιτσάρων, είναι υποχρεωμένοι να δέχονται
πολλούς γιούς Τούρκων και όλους τους γιούς των σκοτωμένων γενιτσάρων, για να
συμπληρώσουν τον αριθμό των δεκατριών-δεκατεσσάρων χιλιάδων∙ αυτοί, επειδή δεν
είναι εκπαιδευμένοι με εκείνη την αυστηρότητα […] που εκπαιδεύονταν οι ατζεμί
ογλάν, δεν γίνονται τόσο δυνατοί ούτε τόσο αφοσιωμένοι στο Μεγάλο Αφέντη, όπως οι
άλλοι, αλλά έχουν διαφθείρει σ’ ένα κάποιο βαθμό τη στρατιωτική πειθαρχία των
γενιτσάρων».

Ο επίσης βάιλος L. Bernardo στην επίσημη αναφορά του (1592) περιγράφει
ως εξής την κατάσταση: «Αλλά τώρα όλη αυτή η τάξη κινδυνεύει να αλλοιωθεί και να
χαλάσει, γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ατζέμ ογλάν είναι γιοί Τούρκων, οι
οποίοι [Τούρκοι γονείς], για να ωφεληθούν οι ίδιοι, δηλαδή για να ξαλαφρώσουν από
τις δαπάνες [της ανατροφής] και να κερδίσουν χρήματα, δίνουν τα αγόρια τους σε
Χριστιανούς για να πληρώσουν το χαράτσι τους [το φόρο των παιδιών τους]. Από
αυτούς λίγοι γίνονται τώρα γενίτσαροι […] πολλοί φαίνονται άπειρα και ακατάλληλα
παιδιά, που με δυσκολία κρατούν το αρκεβούζιο. Γι ’αυτό οι γενίτσαροι έχουν ξεπέσει
πολύ από την παλιά φήμη για την αξία τους και είναι άνθρωποι άθλιοι και άνανδροι.»

Ο Γάλλος διπλωμάτης στην Πόλη (1584-1606) Francois de Savary Seigneur
de Breves χαρακτηρίζει τους γενιτσάρους (κάπως υπερβολικά) «ως ταραχοποιούς ανθρώπους χωρίς πίστη, χωρίς θρησκεία, σαν μαζεμένους από έναν υπόνομο από όλες
τις κοινωνικές τάξεις της Τουρκίας και της Χριστιανοσύνης, και εξόριστους ή φυγάδες
από τις χώρες τους, εξαιτίας των πολύ μεγάλων εγκλημάτων τους

Μπορούμε να πούμε συνοπτικά πως η σταδιακή εγκατάλειψη του θεσμού του
παιδομαζώματος είναι αποτέλεσμα κυρίως δυο παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας
είναι σχετικός με την αντίθεση των Ελλήνων-Χριστιανών στην ύπαρξη του θεσμού
αυτού και ο δεύτερος παράγοντας αναφέρεται στην επιθυμία του Τούρκων-
Μουσουλμάνων να υποκαταστήσουν με τα παιδιά τους τα αρπαζόμενα αγόρια στις
θέσεις τους.

.Οι δύο αυτοί παράγοντες σε συνδυασμό και με τη διαρκώς μεγαλύτερη
πίεσή τους πάνω στη σουλτανική εξουσία, την οδήγησαν στην σταδιακή εγκατάλειψη
της λειτουργίας του θεσμού. Το γεγονός αυτό είχε σίγουρα διαφορετικές επιπτώσεις
για την κάθε πλευρά. Οι υπόδουλοι λαοί δυνάμωσαν, ανακουφίστηκαν από το
τεράστιο αυτό βάρος και είχαν την δυνατότητα να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο  τρόπο τις δυνάμεις τους. 

Αναμφίβολα η εγκατάλειψη του παιδομαζώματος έδωσε την
ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι υπόδουλοι λαοί θα απαλλαχτούν μια και καλή από τα
δεινά της δουλείας. Αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα για απελευθέρωση και την πρόοδο
των υπόδουλων. Αντίθετα οι Οθωμανοί εξασθένησαν. Οι άλλοτε πιστοί στους
Σουλτάνους και φοβεροί στους εχθρούς τους Γενίτσαροι κατάντησαν ένα
κληρονομικό στρατιωτικό σωματείο.

Με λίγα λόγια...

«Η αγάπη είναι μία προσωρινή τρέλα. Εκρήγνυται όπως το ηφαίστειο και μετά καταλαγιάζει. Και όταν καταλαγιάσει πρέπει να πάρεις μία απόφαση. Πρέπει να σκεφτείς αν οι ρίζες σας έχουν γίνει τόσο δεμένες που είναι ασύλληπτο πως κάποτε ζούσατε χώρια. Γιατί αυτό είναι αγάπη. Η αγάπη δεν είναι παγερή, δεν είναι ο ενθουσιασμός, δεν είναι οι υποσχέσεις για αιώνιο πάθος. Είναι απλά η «αγάπη» που κάθε ένας από εμάς μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι την έχουμε.

Η αγάπη από μόνης της είναι αυτό που μένει όταν ο έρωτας έχει περάσει, και αυτό είναι μία τέχνη και ένα τυχαίο γεγονός. Η μητέρα σου και εγώ το είχαμε, είχαμε ρίζες που μεγάλωναν από κάτω μας, και όταν όλα τα φύλλα έπεσαν από τα κλαδιά μας, ανακαλύψαμε ότι ήμασταν ένα δέντρο και όχι δύο.»


Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι



Το τελευταίο γκολ του Τόνι Σαβέβσκι!

Το τελευταίο γκολ του μεγάλου Τόνι Σαβέβσκι  στην πρώτη εθνική...



Σεζόν 2000-2001
ΑΕΚ-Τρικαλα 2-1

Με λίγα λόγια...

 «Η νύχτα μου έχει γίνει ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα εξαιτίας σου»

Ibn Abbad



Στάση Λεωφορείου, Ουίλιαμ Ινγκ, Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα, η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας παρουσιάσει το έργο του Ουίλιαμ Ίνγκ ¨Στάση Λεωφορείου¨. 

 Ένα έργο στο οποίο δε θα λείψουν και οι σκηνές Φαρ Ουέστ...





 Στην Ελλάδα τη "Στάση Λεωφορείου" πρωτοπαρουσίασε ο Κάρολος Κουν, στο Θέατρο Τέχνης την περίοδο 1956/57, σε μετάφραση δική του και του Μηνά Χρηστίδη ενώ στη πρώτη εκείνη διανομή συμμετείχαν η Βέρα Ζαβιτσιάνου (Σερί) και ο Κώστας Μπάκας (Βίρτζιλ).


Υπόθεση: 
 Μια ομάδα ταξιδιωτών, αποκλείεται το βράδυ μιας χιονοθύελλας, σ' ένα μπαρ του Κάνσας. Αποκλεισμένοι εκεί, επιβάτες και προσωπικό, θα αποκαλύψουν τον εαυτό τους στους άλλους, αναζητώντας το σοβαρότερο και "μέγα μυστήριο της ζωής", τον έρωτα. Θα βρουν τον έρωτα; ή θα συνεχίσουν την καθημερινότητά τους. Το λεωφορείο πάντως θα συνεχίσει τον δρόμο του και η ζωή τον δικό της...

 Πρόκειται αναμφίβολα για ένα έργο από εκείνα που ανήκουν στην κατηγορία αυτών που απεικονίζουν την πραγματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.

 Με αφετηρία το ομότιτλο θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Ίνγκε, η «Στάση Λεωφορείου» φέρνει αντιμέτωπα δύο άτομα με διαφορετικές εμπειρίες και εκ διαμέτρου αντίθετη στάση ζωής. Εκείνος, άβγαλτος και με την ορμή του 20χρονου, νομίζει ότι έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του. Εκείνη, με «αμαρτωλό» και γεμάτο απογοητεύσεις παρελθόν, ταξιδεύει από πόλη σε πόλη με τελικό προορισμό το Χόλιγουντ. Σε κάποια στάση υπεραστικού λεωφορείου, καθηλωμένοι από χιονοθύελλα, αμφότεροι θα αντιληφθούν ότι τα όνειρα έχουν όριο και κάποια στιγμή παραμένουν…

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Άννα Βενέτη .... Έλμα
Καίτη Λαμπροπούλου .... Γκρέϊς 
Γιάννης Αργύρης .... Γουΐλ 
Γιώργος Μάζης .... Τσάρλυ
Βέρα Ζαβιτσιάνου .... Σερί 
Κώστας Ρηγόπουλος .... Δόκτωρ Λάϊμαν
Χρήστος Τσάγκας .... Καρλ Κώστας
 Κακαβάς .... Μπο
 Γρηγόρης Βαφιάς .... Βίρτζιλ

Μετάφραση: Κάρολος Κουν - Μηνάς Χρηστίδης
Μουσική επιμέλεια: Σοφία Μιχαλίτση
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας
Ηχογράφηση 1967

Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:




Πηγές: GreekRadioTheater,in.gr

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...