Τα λαϊκά περιοδικά εξέδιδαν μια μεγάλη γκάμα από ιστορίες τρόμου, φαντασίας, κατασκοπείας και αστυνομικά και καουμπόικα έργα. Ονόματα όπως αυτά, ο Πίνκερτον, υπαρκτό πρόσωπο, ο Χόλμς, ο Πουαρώ, ο Λέμι Κόσιον, η Νυχτερίδα και το Γεράκι πρωταγωνιστούσαν σε περίπτερα και πάγκους πλανόδιων πωλητών. Όπως ειπώθηκε τα κατορθώματα των ηρώων αυτών καθώς και οι χαρακτήρες τους αναπλάθωνταν, συνεχίζονταν, συμπληρώνονταν από Έλληνες συνεργάτες των λαϊκών περιοδικών.
Τομή για το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί η δεκαετία του 50 με την εμφάνιση Ελλήνων συγγραφέων που παρά τα ικανοποιητικά τιράζ των περιοδικών και των βιβλίων τσέπης που μετέφραζαν ιστορίες ξένων, ξεκίνησαν δειλά αλλά σταθερά να πλάθουν Έλληνες ήρωες που ταίριαζαν καλύτερα στην ελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα.
Οι ήρωες με τα ξενικά ονόματα που αγωνίζονταν ενάντια στα εγκλήματα, ενάντια στο κακό, την αδικία έφεραν ελληνικά εμβλήματα, μιας και παρά τη μακρινή καταγωγή τους οι πένες που δημιουργούσαν τις περιπέτειές τους ήταν ελληνικές και λίγο πολύ οι ήρωες αυτοί έκρυβαν εντός τους ένα συγκαλυμένο ελληνικό ταπεραμέντο δημιουργώντας την αίσθηση του οικείου στους αναγνώστες.
Μιλώντας για τη δημιουργία αστυνομικών ιστοριών μπορούμε πλέον να αναφερθούμε σε μια βιομηχανία αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου εγχώρια προιόντα ρίχνονταν στην αγορά με αμερικανικές ετικέτες. Από ένα χρονικό σημείο και μετά οι ιστορίες των Ελλήνων συγγραφέων ξεπερνούσαν αυτές των ξένων συναδέλφων τους.
Ένας αστυνομικός ήρωας με ελληνοαμερικανική καταγωγή ήταν ο Νικ Βάλετ που εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού ΠΑΜΕΜ (από τα αρχικά των λέξεων Περιπέτεια, Αγωνία, Μίσος, Έρωτας, Μυστήριο) που εξέδιδε ο συγγραφέας και δημιουργός του Γιάννης Καμπούρης. Παραθέτωντας ένα απόσπασμα αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο του συντρόφου του Σέρλοκ Χολμς, γιατρού Ουότσον, γνωρίζουμε τον ντετέκτιβ Νικ Βάλετ από κοντά, στην πρώτη θέση του ιταλικού πλοίου “Σαντίλλιο” που έκανε το ταξίδι από το Κέιπ Τάουν με κατεύθυνση την Αίγυπτο και στη συνέχεια την Ιταλία. “...Απέναντί μου στην τραπεζαρία, είχε θέση κάποιος παράξενος τύπος. Ένας καλοδεμένος κύριος, ως 30 χρόνων, αναστήματος μετρίου, μελαχρινός, με κατάμαυρα μαλλιά και με πολύ παχειά φρύδια. Υπέθεσα στην αρχή ότι θα ταν Ιταλός, γιατί καταβρόχθιζε τα μακαρόνια που μας σερβίριζαν (...) Μου φάνηκε σαν γνώριμο το πρόσωπο αυτό. Προσπαθούσα να θυμηθώ πού είχα ξανασυναντήσει αυτόν τον άνθρωπο αλλά παρ΄όλη την προσπάθειά μου δε το κατόρθωσα (...). - Μάλιστα κύριε... μου είπε τώρα σε ελληνική γλώσσα. Είμαι Έλλην και ονομάζομαι Νικ Βάλετ! Δηλαδή Νικόλαος Βαλέτος, απ’ την Κεφαλλωνιά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. - Σεις; Σεις; Καλά είπα ότι κάπου σας έχω δη. Δηλαδή τη φωτογραφία σας! Στο “Σταρ” ή στο “Νταίηλυ Μαίηλ” του Γιοχάνεσμπουργκ! Ώστε σεις; Ο ντετέκτιβ Νικ Βάλετ! (...) Από τις εφημερίδες του Γιοχάνεσμπουργκ ήξερα ότι ο ιδιωτικός αστυνομικός Νικ Βάλετ είχε κληθεί επειγόντως από την Νέα Υόρκη, όπου εργάζετο ως ντετέκτιβ δια λογαριασμό των μεγάλων γραφείων πληροφοριών και ερευνών των Μπάρκερς Μπρόδερς, της Μπροντγουαίη, εις το Τρανσβααλ για την υπόθεση του δισεκατομυριούχου και ιδιοκτήτου αδαμαντωρυχείων εις το Κιμπερλέι της Νοτίου Αφρικής, σερ Γουίλιαμ”.
Ένας ακόμα από τους πρώτους χάρτινους ήρωες, εγχώριους πλέον ντετέκτιβς ήταν ο αστυνόμος Τζιμ Κάρβας του Νίκου Μαράκη ο οποίος πήρε σάρκα και οστά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η εμφάνιση ενός τέτοιου ήρωα τη συγκεκριμένη εποχή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις τόσο στο χώρο της αστυνομίας όσο και στο χώρο της Αριστεράς μιας και από τη μια η αστυνομία ένοιωθε ότι χαρακτηριζόταν από ανηθικότητα και η Αριστερά ότι της παρουσιαζόταν μια αστυνομία με ανθρώπινο χαρακτήρα. Αντίθετη άποψη διαμόρφωνε το αναγνωστικό κοινό το οποίο καλοδέχτηκε τους νέους ήρωες που ακροβατούσαν τις περισσότερες φορές μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, οπότε συνδύαζαν το
ξενικό μυστήριο στο οποίο οι αναγνώστες ήταν συνηθισμένοι με το οικείο εγχώριο στοιχείο.
Το λαϊκό ανάγνωσμα την περίοδο εκείνη λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει ανακούφιση σε καιρό προσπάθειας να παραμεριστεί και να αποτελέσει παρελθόν η πολιτική διαμάχη και ο εμφύλιος σπαραγμός. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής ελληνικών ιστοριών δεν αποτελούν άρτιες αισθητικά αφηγήσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λειτούργησαν δραστικά αν αναλογιστούμε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία εντάσσονται.
Δέκα χρόνια αργότερα ένας ακόμα ελληνοαμερικάνος κάνει την εμφάνισή του αυτή τη φορά με στέγη του τα στούντιο της ελληνικής ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, με πατέρα το δημοσιογράφο Ανδρόνικο Μαρκάκη. Είναι ο γνωστός Τζόννυ Φιλ που οι ραδιοφωνικές του περιπέτειες από το 1956 κέρδισαν ένα μέρος των ακροατών και των οπαδών του αστυνομικού είδους.
Στο παρακάτω απόσπασμα παρουσιάζεται ένα κομμάτι των περιπετειών του διάσημου ντετέκτιβ. “...Ο αστυνόμος Σπάρταλης και ο άλλος μπήκαν σ’ ένα μακρύ γυαλιστερό αμερικάνικο αυτοκίνητο. Αυτός ο άλλος δεν ήταν παρά ο Τζόνυ Φιλ.
Κάθισε στο τιμόνι – δικό του ήταν τ’ αμάξι – τέντωσε τις ποδάρες του, δίπλα του ο Σπάρταλης και ξεκίνησαν. Ο Τζόνυ Φιλ ήταν δέκα μέρες τώρα που τεμπέλιαζε στην Αθήνα. Ο Οκτώβριος ήταν στις αρχές του ακόμη και οι Αθηναίοι χόρταιναν τις παράξενα ζεστές μέρες του και τη σκόνη των δρόμων που ανασκάπτονταν από τα συνεργεία, όλοι μαζί λες και είχαν βάλει στοίχημα με τον ουρανό να δώσουν στις βροχές υλικό για λάσπη. Μα ωστόσο, όπως και να ’ταν ο Φιλ την χαιρόταν την Αθήνα. Με τις ομορφιές ή με τα χάλια της ήταν λίγο πολύ ο τόπος που έπειτα από το Θιάκι, τον θεωρούσε σαν πατρίδα του, κι ήταν δεμένος μαζί της με χίλιες δυο αναμνήσεις. Με τον Νέστορα Σπάρταλη γνωρίζονταν έξι σχεδόν χρόνια. Από τότε που ο Σπάρταλης πήγε στην Νέα Υόρκη με μια ειδική αποστολή για να μετεκπαιδευθεί μαζί με άλλους, στις σύγχρονες μεθόδους διώξεως του εγκλήματος και να παρακολουθήση από κοντά τον παλμό του γιγαντιαίου αυτού οργανισμού που λέγεται Ομοσπονδιακή Αστυνομία και έχει σαν αποστολή να χώνη αδιάκοπα τη μύτη της στα σπλάχνα του υποκόσμου. Γίνανε φίλοι. Πρώτο γιατί ήταν Έλληνες και οι δύο κι ο Τζόνυ Φιλ είχε να προσφέρη στον
καινουργιοφερμένο την πείρα και τις γνώσεις του από μια ολόκληρη ζωή στην αμερικανική
μεγαλούπολη και δεύτερο γιατί ανεκάλυψαν πως είχαν και οι δύο την ίδια τρέλα ή το πάθος για το επάγγελμα του αστυνομικού. Έτσι ο Τζόνυ Φιλ στις διακοπές του ετούτες στην Αθήνα το θεώρησε απαραίτητο να συναντήσει τον παλιό του φίλο κι έτσι και ο Σπάρταλης τον ξεσήκωσε εκείνο το απόγευμα για το πτώμα που πήγαιναν να συναντήσουν στην οδό Γκρέτση 10”.
Ο δημιουργός του Τζόνυ Φιλ τον παρουσιάζει ως παιδί της ομογένειας, λίγο πριν την ηλικία των 40 χρόνων, με καταγωγή από την Ιθάκη, που μεταναστεύει στην Αμερική, σπουδάζει, αποδεικνύει το ταλέντο και τις ικανότητές του και προκόβει. Στο πρόσωπό του δηλαδή ξετυλίγεται και πραγματοποιείται αμιγώς το αμερικανικό όνειρο αυτοπροσώπως. Ο Τζόνυ Φιλ γνώρισε μεγάλη επιτυχία, οι περιπέτειές του έγιναν βιβλία και το όνομά του βρίσκεται ανάμεσα στους Έλληνες άσσους διώκτες του εγκλήματος. Μερικοί από τους αντιπροσωπευτικότερους τίτλους των αστυνομικών του ιστοριών είναι : “Η πανσιόν Ρηγίλλης 38”, “Ένα πτώμα στο Ψυχικό”, “Η γυναίκα με τ ασημένια νύχια”, “Ο σκοτωμένος ζητάει άλλοθι” και άλλα.
Ένας ακόμα Ελληνοαμερικανός πράκτορας που εμφανίζεται στην αστυνομική κειμενογραφία είναι ο “πράκτωρ 5” ή Τζίμης Κρίστοφερ ή Δημήτριος Χριστοφορίδης, ιστορίες του οποίου εμπεριέχονται σε τεύχη του περιοδικού Μάσκα, οι ιστορίες του υπογράφονται από τον Κέρτις Στιλ, θεωρείται όμως ότι κάποιος Έλληνας συγγραφέας κρύβεται πίσω από το όνομα αυτό. Επισης ο πολυγραφότατος Νίκος Ρούτσος έγραψε τις περιπέτειες του Ελληνοαμερικανού ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζον Γκρικ, οι οποίες
κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία φυλλάδια. Στη πραγματικότητα τρεις γενιές δημοσιογράφων και συγγραφέων είναι γνωστό ότι ασχολήθηκαν με τη πλαστογράφηση ονομάτων ξένων συναδέλφων τους χωρίς να επηρεάσουν ή να θίξουν τη φήμη τους.
Ως απάντηση στο ερώτημα γιατί οι συγγραφείς επέλεγαν ως τόπο προέλευσης, εργασίας, μαθητείας των δημοφιλών ντετέκτιβ την Αμερική αποτελεί το ότι η Αμερική αποτελούσε τόσο μητρόπολη των συστημάτων δίωξης όσο και κοιτίδα του εγκλήματος.
Στην Αμερική επίσης γεννήθηκε το νουάρ μυθιστόρημα, η crime novel, η λογοτεχνία με κέντρο το βίαιο έγκλημα, τους σκοτεινούς δρόμους των μεγαλουπόλεων, τους επικίνδυνους εγκληματίες και τις αποτρόπαιες πράξεις. Η Αμερική αποτελεί και γενέτειρα των περιβόητων ιδιωτικών αστυνομικών του Σαμ Σπέιντ (Ντ. Χάμετ), του Φίλιπ Μάρλοου (Ρ. Τσάντλερ) και Νίρο Γουλφ (Ρεξ Στάουτ), γνωστών στο ελληνικό κοινό.
Εκτός από τους Ελληνοαμερικανούς ήρωες στην ιστορία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος σημειώνονται και “ελληνο – αμερικάνοι” συγγραφείς. Και αναφερόμαστε βέβαια όπως και προηγουμένως στην πλαστογράφιση ονομάτων συγγραφέων του εξωτερικού από Έλληνες είτε γιατί η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών από το εξωτερικό ήταν περιορισμένη και κάποτε εξαντλούνταν ή η υιοθέτηση ξένων ονομάτων γίνονταν για λόγους μάρκετινγκ και προώθησης των αστυνομικών διηγημάτων στην Ελλάδα, μιας και το ξένο διήγημα κέντριζε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό και γέμιζε τα ταμεία των εκδοτών. Έτσι ο Τάσος Αυλωνίτης έγραψε ιστορίες με το Λωποδύτη – Φάντασμα, η Ειρήνη Καλκάνη με τον Ντετέκτιβ Χ, ο Ηλίας Μπακόπουλος με τον Ντετέκτιβ Χ και τον Ζορρό, ο Γιώργος Τσουκαλάς με τον Ντετέκτιβ Χ, η Γεωργία Αναστασιάδη –Δεληγιάννη με τον Ζορρό, ο Στέλιος Ανεμοδούρας με τον Ζορρό και την Αράχνη, ο Γιώργος Μαρμαρίδης με τον Ντετέκτιβ Χ και τη Νυχτερίδα. Ακόμα και ο Απόστολος Μαγγανάρης έγραφε ιστορίες εκτός των άλλων με τον Σάιμον Τέμπλαρ, τον ονομαζόμενοΆγι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ήρωας του Πίτερ Τσένει, Λέμι Κόσιον, τον οποίο “υιοθέτησε” ο Γιώργος Μαρμαρίδης υποσκελίζοντας το “βιολογικό” του πατέρα, και προσφέροντας στο κοινό γλαφυρότατες και γεμάτες ζωντάνια ιστορίες. Ωστόσο ο πρώτος Ελληνοαμερικανός ήρωας εμφανίστηκε στη Σμύρνη και άκουγε στο όνομα Νικ Πίνσον. Οι ιστορίες του κυκλοφόρησαν το 1914 σε χειρόγραφα φυλλάδια και δημιουργός του ήταν ο γνωστός σε μας εμπνευστής του περιοδικού Μάσκα και αρωγός του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα Απόστολος Μαγγανάρης. Επίσης στη Μάσκα, κατά τη προπολεμική πρώτη περίοδο ο Γιώργος Τσουκαλάς πολλαπλασίαζε τις περιπέτειες του “Ντετέκτιβ Χ” καθώς αναφορά πρέπει να γίνει και στον Ορφέα Καραβία που φιλοτέχνησε
τα κατορθώματα του ήρωα Φέλιξ Καρ.
Πηγή:νΆννα Κοντοπίδου, μεταπτυχιακή μελέτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου