Με αφορμή τη σημερινή επέτειο Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού η Διαδρομή σας παραθέτει ένα απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του Δημητρίου Ψαθά " Γη του Πόντου". Με κομένη κυριολεκτικά την ανάσα παρακολουθεί ο αναγνώστης τα στοιχεία που παραθέτει ο Μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός...
Και μερικές γραμμές από την τραγωδία της Αμισού έτσι όπως τις χάραξε ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός:
«Την 27 Δεκεμβρίου 1916 συνελήφθησαν περί τους 80 ομογενείς, οι εγκριτώτεροι και πλουσιώτεροι πολίται της Αμισού, άνευ ουδενός λόγου και ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, χωρίς να επιτραπή εις αυτούς η επικοινωνία μετά των οικογενειών των, ούτε η παραλαβή εσωρρούχων ή κλινοσκεπασμάτων. Την επαύριον δε όρθρου βαθέος επιβιβασθέντες επί αμαξών απεστάλησαν δια μέσου χιονοσκεπών ορέων προς τα μέρη της Κάβζας... Την αυτήν ημέραν επολιορκήθη υπό στρατού η πόλις, εις μίαν δε πλατείαν της Άνω Αμισού —Καδή Μαχαλεσί— προσεκλήθη ο πληθυσμός της ενορίας, όπως ακροασθή δήθεν του Διοικητού, ο οποίος θα ωμίλει ολίγα τινά προς το πλήθος. Ως ήτο ο πληθυσμός ολόκληρος, συνελήφθη και ενεκλείσθη εις τους στρατώνας.
Το ίδιον έπραξαν και εις το προάστιον Ελιάζκιοϊ. Οι άνδρες ευρέθησαν ούτω άνευ χρημάτων, οι γυναίκες και τα κορίτσια με μπλούζες και με παντούφλες, χωρίς ούτε μανδήλιον εις τα θηλάκια. Οι ασθενείς υπεχρεώθησαν δια της βίας να μεταφερθούν δια των συγγενών των, δεν εφείσθησαν ουδέ των λεχώ, ουδέ των νηπίων των. Μετ' ολίγην ώραν απεστάλησαν ως ήσαν δια μέσου βαρέος χειμώνος, περί τας 4 χιλιάδας ψυχάς γυναικοπαίδων, άνευ αμαξών και υποζυγίων, πάντες πεζοί, εν αξιοθρηνήτω και απελπιστική καταστάσει. Καθ' όλην την νύκτα μέχρι πρωίας ευρίσκοντο εν οδοιπορία, οδηγούμενοι δια μέσου χιονοσκεπών ορέων νήπια, γέροντες, οικογένειαι στρατιωτών θανόντων ή εργαζομένων ακόμη εις τα αμελέ ταμπουρού.
Η τραγική αυτή σκηνή είχε την όψιν αγέλης κτηνών μεταφερομένων εις το σφαγείον. Οι ασθενείς, οι γέροντες και λεχοί εσύροντο υπό των συγγενών των, τα νήπια εθρήνουν ζητούντα μάτην άρτον και ύδωρ. «Εν τω μεταξύ διεδραματίσθησαν γεγονότα φρικώδη. Μόλις συνελήφθη ο εν Αμισώ έμπορος Βασ. Ανταβαλόγλου, η 19έτις θυγάτηρ του Ουρανία έπεσε νεκρά. Εις το έξωθεν διαμέρισμα Αμισού —Καδή Μαχαλεσί—η 17έτις κόρη Ευφροσύνη Γαροφαλίδου, της οποίας ο αδελφός εργάζεται εις τα αμελέ ταμπουρού, μεταβάσα εις την οικίαν και μη ευρούσα την χήραν μητέρα της, εξωσθείσα προ ολίγου μετά των άλλων, απώλεσε τας φρένας. Επειδή δε η επικοινωνία μετά του εκκενωθέντος τμήματος της Αμισού ήτο αδύνατος, όσοι ασθενείς δεν μετεφέρθησαν, έμειναν άσιτοι επί ημέρας και απέθανον εκ πείνης. Εθάψαμεν τρεις γυναίκας ευρεθείσας νεκράς... Ακολούθως ήρχισεν η λεηλασία. Ηρπάγησαν πάντα τα κτήνη και υποζύγια, τα φορέματα, τα κοσμήματα των γυναικών και ό,τι ευρέθησαν εις τας οικίας, αι οποίαι απεγυμνώθησαν τελείως. »
Την 1ην Ιανουαρίου του νέου έτους αστυνόμοι μεταβάντες εις την εκκλησίαν ανεζήτουν και τους εναπομείναντας πλουσίους και προκρίτους της Αμισού, μέχρι δε το εσπέρας της πρωτοχρονιάς, συνελήφθησαν έτεροι 40. Αφηρπάγησαν εν τοιαύτη ημέρα εκ των αγκαλών των οικογενειών των, εν μέσω θρήνων και ολολυγμών νηπίων και συζύγων και ερρίφθησαν εις τας φυλακάς. Την επαύριον απήχθησαν και ούτοι εις τας φυλακάς, μετά δύο δε ημέρας συνελήφθησαν και άλλοι και απεστάλησαν...
Εν τω μεταξύ και οι εις Αμισόν καταφυγόντες χωρικοί, εκ των πυρποληθέντων χωρίων, συν γυναιξί και τέκνοις κατά ομάδας εξαποστέλλονται εις το εσωτερικόν, άνευ ενδυμάτων και σκεπασμάτων εν οικτροί καταστάσει... Μεταξύ Καβάκ και Κάβζας, απέθανον πολλοί εκ ψύχους, της πείνης και της οδοιπορίας, εν Κάβζη δε κείνται εν τη εκκλησία πολλοί νεκροί, καθ' ας έλαβον την ώραν ταύτην πληροφορίας παρά του αγίου Αριστείας. Ενώ ελέγετο ότι θα διέμενον εις τα μέρη της Κάβζας, εις τα εκεί ευρισκόμενα χριστιανικά χωρία, απεστάλησαν οι πάντες μετά των εμπόρων εις Τσορούμ, του βιλαετίου Αγκύρας.
Καθ' οδόν τα κοράσια του Καδήκιοϊ, αφού επείσθησαν περί της τύχης η οποία τα ανέμενε, έψαλλον ενώ εβάδιζον προς τον τόπον της καταδίκης των το «έχε γεια καημένε κόσμε». Την 10ην Ιανουαρίου διετάχθησαν συλλήψεις και άλλων 11 εμπόρων, καταστηματαρχών και εκ των λαϊκών τάξεων και την 13ην απεστάλησαν και ούτοι εις το εσωτερικόν».
Ρημάχτηκε κυριολεκτικά η Αμισός κι όλη η περιφέρεια του Τσαρσαμπά και Πάφρας. Τους καταλόγους των εκτοπισμών και απελάσεων κατάρτιζε ο έκτακτος στρατιωτικός διοικητής Ραφέτ πασάς με τον ειδικό απεσταλμένο της κυβέρνησης Βαχαεδίν, που είχε έλθει από την Πόλη για να επιβλέψη και να βοηθήση το έργο. Μέσα στην πόλη της Αμισού δεν ήταν σπάνιο το θέαμα των κρεμασμένων —πριν και μετά τους εκτοπισμούς— που οι πιο φανατισμένοι απολάμβαναν με ιδιαίτερη ευχαρίστησή τους.
Όλοι όσοι έχουν ασχοληθή με τους διωγμούς και τα μαρτύρια της πόλης τούτης, αναφέρουν και το χαρακτηριστικό τούτο περιστατικό της άγριας ψυχής ακόμα και των γυναικών: Μια μέρα επρόκειτο να κρεμαστούν 48 Αμισηνοί στην πλατεία Ωρολογίου της πόλης. Η αξιότιμη κυρία Στρατιωτικού Διοικητού δεν ήθελε να χάση την ωραία ψυχαγωγία και ειδοποίησε τις φίλες της να έλθουν το πρωί για ν' απολαύσουνε το θέαμα. Έσπευσαν χαρούμενες οι ευγενικές χανούμισες, αλλά η κυρία Στρατιωτικού Διοικητού άργησε να ξυπνήση κι όταν όλες μαζί φτάσαν στον τόπο τη διασκέδασής τους, είχαν κιόλας κατεβαστή απ' τις κρεμάλες τα περισσότερα πτώματα. Στενοχωρήθηκαν οι ευγενικές κυρίες, αλλά η κυρία Στρατιωτικού Διοικητού δεν ήταν γυναίκα χωρίς εμπνεύσεις. Έδωσε διαταγή να ξανακρεμάσουνε τα πτώματα και σε λίγο οι ευαίσθητες χανούμισσες είχαν μπροστά τους ολόκληρο το πανόραμα των 48 κρεμασμένων, το απήλαυσαν και γύρισαν στα σπίτια τους κατευχαριστημένες.
Γιατί, όμως, αυτή η ιδιαίτερη μανία των Τούρκων στην Αμισό; Έγραφε ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, στις 27 Φεβρουαρίου 1917:
«Αφορμή του διωγμού τούτου είναι οι ολίγοι ένοπλοι φυγόστρατοι, οίτινες προς φύλαξιν αυτών από της καταδιώξεως των χωροφυλάκων, μεταβάντες εις την Τραπεζούντα, εζήτησαν και έλαβον όπλα, τα οποία μετέφερον δια ρωσικών τορπιλλικών». Οι ένοπλοι, όμως, ήσαν απλό πρόσχημα για την εξόντωση του ελληνισμού. Αυτό ήταν γνωστό και ολοφάνερο ακόμα και στους τότε σύμμαχους της Τουρκιάς.
Μας το βεβαιώνει ένα έγγραφο από τα Αρχεία της Βιέννης, που παρουσίασε ο κ. Ενεπεκίδης. Σ' αυτό ο υπουργός των Εξωτερικών της Αυστρίας διαβιβάζοντας τις εκθέσεις για τους διωγμούς στο Βερολίνο, σημειώνει: «Αι εκ της Τουρκίας καταφθάνουσαι ειδήσεις καθιστούν ολοέν και πιθανωτέραν την υπόθεσιν, ότι αι συνέπειαι αι προκληθείσαι εκ της αγκιστρώσεως των Ρώσων εις τας τουρκικας ακτάς της Μαύρης Θαλάσσης μεταξύ των εκεί χριστιανικών (ελληνικών) πληθυσμών, δηλαδή οι σχηματισμοί ανταρτικών σωμάτων, χρησιμεύουν ως προσχήματα δια τους Τούρκους δια μίαν εκτεταμένην γενικήν καταδίωξιν του ελληνικού στοιχείου με την έκδηλον τάσιν να εξοντώσουν ολοσχερώς τους Έλληνας ως εχθρούς του κράτους όπως προγενεστέρως και τους Αρμενίους. Την τακτικήν αυτήν εφαρμόζουν οι Τούρκοι καταπολεμούντες όχι μόνον τους αντάρτας, αλλά και εκτοπίζοντες τους πληθυσμούς άνευ διακρίσεως της δυνατότητος αν θα επιζήσουν από τας ακτάς εις το εσωτερικόν της χώρας, χωρίς την λήψιν καταλλήλων μέτρων εκ μέρους της τουρκικής διοικήσεως, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι εις την αθλιότητα και τον εκ πείνης θάνατον.
Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται εις το πλείστον υπό των τουρκικών ταγμάτων τιμωρίας, ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα, τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις την ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων. Τα γεγονότα αυτά, ενδέχεται φυσικά να προκαλέσουν εις ολόκληρον τον πολιτισμένον κόσμον κύμα αγανακτήσεως εναντίον του τουρκικού καθεστώτος. Εκτός αυτού υφίσταται και ο κίνδυνος η Ελληνική Κυβέρνησις της οποίας η στάσις απέναντι της Τουρκίας ουδαμώς εμπνέεται υπό της φροντίδος δια το ελληνικόν στοιχείον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα ήτο δυνατόν να εγκαταλείψη την εν λόγω στάσιν της εάν καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι δεν είναι εις θέσιν να αποτρέψη την μοίραν των συμπατριωτών της εις την Τουρκίαν».
Να τι έγραφε προς τον υπουργό του και ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατκόβσκι: «Όσον κι αν μου φαίνεται αναγκαία η καταπολέμησις των συμμοριών και η εκτέλεσις των προληπτικών τουρκικών μέτρων, εν τούτοις πρέπει να εκφράσω εντόνως τας αντιρρήσεις μου ως προς την τιμωρίαν των Ελλήνων αδιακρίτως καθώς και τον γενικόν εκτοπισμόν των —αντιρρήσεις υπαγορευομένας εκ πολιτικών, οικονομικών και καθαρώς ανθρωπιστικών λόγων. Όπως επανειλημμένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντικής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένισιν του Χριστιανικού στοιχείου — ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχει εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας ενατίον των Αρμενίων». Κι όμως ο Γερμανός στρατάρχης Λίμαν φον Σάνδερς πασάς —όπως άλλο έγγραφο μας μαρτυρά— ισχυριζόταν ότι εμπνεύστηκε και σύστησε το μέτρο των εκτοπισμών μόνο για «στρατιωτικούς λόγους».
Πολλά μας αποκάλυψαν τα μυστικά Αρχεία της Βιέννης, που δόθηκαν ελεύθερα στην ιστορική έρευνα το 1958 κι απ' όπου ο Πόντιος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης κ. Πολ. Ενεπεκίδης μας έδωσε πολύτιμα ντοκουμέντα. Από αυτά αποκαλύφθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι ο αφανισμός των Ρωμιών δεν άρχισε εξ αιτίας του αντάρτικου. Η σφαγή των Αρμένηδων είχε ανοίξει για καλά την όρεξη των Τούρκων και τους γοήτευε η ιδέα να επαναλάβουν τα ίδια και για τους Έλληνες, που ήσαν, μάλιστα, λεία πολύ πιο πλούσια — περισσότεροι απ' τους Αρμένηδες και με βίος και πλούτη απείρως μεγαλύτερα.
Το τι είχαν στο μυαλό τους φαίνεται πιο καθαρά ακόμα απ' τις πληροφορίες του τότε Αυστριακού προξένου της Αμισού Κβιατόβσκι, που τον Νοέμβριο του 1916 ενημέρωσε την κυβέρνησή του, γράφοντας σε μυστική έκθεση: «Η διάθεσις των Τούρκων απέναντι των Ελλήνων εκφράζεται εντονώτατα με τας δύο κάτωθι γνώμας του εδώ μουτεσαρίφη Ραφέτ μπέη, ο οποίος είναι κατά τα άλλα ένας ήσυχος άνθρωπος. Εις τας 26 Νοεμβρίου τρέχοντος έτους (1916) μου είπε ο Ραφέτ μπέης:
«Τελικά με τους Έλληνας πρέπει να ξεκαθαρίσωμε όπως και με τους Αρμενίους. Η Ελλάς θα εισέλθη εις τον πόλεμον το αργότερον κατά τας διαπραγματεύσεις της ειρήνης, οπότε θα είμεθα ελεύθεροι για δράσι». Μετά δύο ημέρας μου είπεν ο Ραφέτ μπέης: «Πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνας. Έστειλα σήμερα εις τα περίχωρα τάγματα δια να σκοτώσουν επάνω στο δρόμο κάθε Έλληνα». Και ο κ. Ενεπεκίδης συμπληρώνει τα επίσημα ντοκουμέντα του με τα παρακάτω: «Στις 20 Ιανουαρίου 1917 γράφει ο πρέσβυς Παλλαβιτσίνι προς τον υπουργόν του στην Βιέννην: Εκ Σαμψούντος αγγέλλονται νέοι εκτοπισμοί και φυλακίσεις Ελλήνων. Η κατάστασις των εξορισθέντων προκαλεί την απόγνωσιν. Όλους τους αναμένει ο θάνατος. Προσπάθησα να επιστήσω την προσοχήν του Μεγάλου Βεζύρη επί των γεγονότων και να τονίσω πόσον λυπηρόν θα ήτο εάν οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου θα ελάμβανον την μορφήν και τας διαστάσεις των αρμενικών διωγμών. Ο Μέγας Βεζύρης μοι υπεσχέθη ότι θα προσπαθήση να ασκήση την επιρροήν του επί του Ταλαάτ μπέη και του Εμβέρ πασά».
Την ίδια υπόσχεσι έδωσε ο διαβόητος αυτός Ταλαάτ μπέης και στον Αμερικανό πρέσβυ. Είπε ότι θα εξαιρέση από τους εκτοπισμούς τουλάχιστο τις γυναίκες και τα παιδιά. Αλλά την επομένη ημέρα κιόλας, 31 Ιανουαρίου 1917, εκμυστηρεύεται ο αιμοσταγής αυτός πασάς και Μέγας Βεζύρης Ταλαάτ μπέης τα εξής σ' ένα Αυστριακό πράκτορα: «Βλέπω να πλησιάζη η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τώρα με τους Έλληνας όπως το 1915 με τους Αρμενίους».
Πηγή: Δημήτριος Ψαθάς
Και μερικές γραμμές από την τραγωδία της Αμισού έτσι όπως τις χάραξε ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός:
«Την 27 Δεκεμβρίου 1916 συνελήφθησαν περί τους 80 ομογενείς, οι εγκριτώτεροι και πλουσιώτεροι πολίται της Αμισού, άνευ ουδενός λόγου και ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, χωρίς να επιτραπή εις αυτούς η επικοινωνία μετά των οικογενειών των, ούτε η παραλαβή εσωρρούχων ή κλινοσκεπασμάτων. Την επαύριον δε όρθρου βαθέος επιβιβασθέντες επί αμαξών απεστάλησαν δια μέσου χιονοσκεπών ορέων προς τα μέρη της Κάβζας... Την αυτήν ημέραν επολιορκήθη υπό στρατού η πόλις, εις μίαν δε πλατείαν της Άνω Αμισού —Καδή Μαχαλεσί— προσεκλήθη ο πληθυσμός της ενορίας, όπως ακροασθή δήθεν του Διοικητού, ο οποίος θα ωμίλει ολίγα τινά προς το πλήθος. Ως ήτο ο πληθυσμός ολόκληρος, συνελήφθη και ενεκλείσθη εις τους στρατώνας.
Το ίδιον έπραξαν και εις το προάστιον Ελιάζκιοϊ. Οι άνδρες ευρέθησαν ούτω άνευ χρημάτων, οι γυναίκες και τα κορίτσια με μπλούζες και με παντούφλες, χωρίς ούτε μανδήλιον εις τα θηλάκια. Οι ασθενείς υπεχρεώθησαν δια της βίας να μεταφερθούν δια των συγγενών των, δεν εφείσθησαν ουδέ των λεχώ, ουδέ των νηπίων των. Μετ' ολίγην ώραν απεστάλησαν ως ήσαν δια μέσου βαρέος χειμώνος, περί τας 4 χιλιάδας ψυχάς γυναικοπαίδων, άνευ αμαξών και υποζυγίων, πάντες πεζοί, εν αξιοθρηνήτω και απελπιστική καταστάσει. Καθ' όλην την νύκτα μέχρι πρωίας ευρίσκοντο εν οδοιπορία, οδηγούμενοι δια μέσου χιονοσκεπών ορέων νήπια, γέροντες, οικογένειαι στρατιωτών θανόντων ή εργαζομένων ακόμη εις τα αμελέ ταμπουρού.
Η τραγική αυτή σκηνή είχε την όψιν αγέλης κτηνών μεταφερομένων εις το σφαγείον. Οι ασθενείς, οι γέροντες και λεχοί εσύροντο υπό των συγγενών των, τα νήπια εθρήνουν ζητούντα μάτην άρτον και ύδωρ. «Εν τω μεταξύ διεδραματίσθησαν γεγονότα φρικώδη. Μόλις συνελήφθη ο εν Αμισώ έμπορος Βασ. Ανταβαλόγλου, η 19έτις θυγάτηρ του Ουρανία έπεσε νεκρά. Εις το έξωθεν διαμέρισμα Αμισού —Καδή Μαχαλεσί—η 17έτις κόρη Ευφροσύνη Γαροφαλίδου, της οποίας ο αδελφός εργάζεται εις τα αμελέ ταμπουρού, μεταβάσα εις την οικίαν και μη ευρούσα την χήραν μητέρα της, εξωσθείσα προ ολίγου μετά των άλλων, απώλεσε τας φρένας. Επειδή δε η επικοινωνία μετά του εκκενωθέντος τμήματος της Αμισού ήτο αδύνατος, όσοι ασθενείς δεν μετεφέρθησαν, έμειναν άσιτοι επί ημέρας και απέθανον εκ πείνης. Εθάψαμεν τρεις γυναίκας ευρεθείσας νεκράς... Ακολούθως ήρχισεν η λεηλασία. Ηρπάγησαν πάντα τα κτήνη και υποζύγια, τα φορέματα, τα κοσμήματα των γυναικών και ό,τι ευρέθησαν εις τας οικίας, αι οποίαι απεγυμνώθησαν τελείως. »
Την 1ην Ιανουαρίου του νέου έτους αστυνόμοι μεταβάντες εις την εκκλησίαν ανεζήτουν και τους εναπομείναντας πλουσίους και προκρίτους της Αμισού, μέχρι δε το εσπέρας της πρωτοχρονιάς, συνελήφθησαν έτεροι 40. Αφηρπάγησαν εν τοιαύτη ημέρα εκ των αγκαλών των οικογενειών των, εν μέσω θρήνων και ολολυγμών νηπίων και συζύγων και ερρίφθησαν εις τας φυλακάς. Την επαύριον απήχθησαν και ούτοι εις τας φυλακάς, μετά δύο δε ημέρας συνελήφθησαν και άλλοι και απεστάλησαν...
Εν τω μεταξύ και οι εις Αμισόν καταφυγόντες χωρικοί, εκ των πυρποληθέντων χωρίων, συν γυναιξί και τέκνοις κατά ομάδας εξαποστέλλονται εις το εσωτερικόν, άνευ ενδυμάτων και σκεπασμάτων εν οικτροί καταστάσει... Μεταξύ Καβάκ και Κάβζας, απέθανον πολλοί εκ ψύχους, της πείνης και της οδοιπορίας, εν Κάβζη δε κείνται εν τη εκκλησία πολλοί νεκροί, καθ' ας έλαβον την ώραν ταύτην πληροφορίας παρά του αγίου Αριστείας. Ενώ ελέγετο ότι θα διέμενον εις τα μέρη της Κάβζας, εις τα εκεί ευρισκόμενα χριστιανικά χωρία, απεστάλησαν οι πάντες μετά των εμπόρων εις Τσορούμ, του βιλαετίου Αγκύρας.
Καθ' οδόν τα κοράσια του Καδήκιοϊ, αφού επείσθησαν περί της τύχης η οποία τα ανέμενε, έψαλλον ενώ εβάδιζον προς τον τόπον της καταδίκης των το «έχε γεια καημένε κόσμε». Την 10ην Ιανουαρίου διετάχθησαν συλλήψεις και άλλων 11 εμπόρων, καταστηματαρχών και εκ των λαϊκών τάξεων και την 13ην απεστάλησαν και ούτοι εις το εσωτερικόν».
Ρημάχτηκε κυριολεκτικά η Αμισός κι όλη η περιφέρεια του Τσαρσαμπά και Πάφρας. Τους καταλόγους των εκτοπισμών και απελάσεων κατάρτιζε ο έκτακτος στρατιωτικός διοικητής Ραφέτ πασάς με τον ειδικό απεσταλμένο της κυβέρνησης Βαχαεδίν, που είχε έλθει από την Πόλη για να επιβλέψη και να βοηθήση το έργο. Μέσα στην πόλη της Αμισού δεν ήταν σπάνιο το θέαμα των κρεμασμένων —πριν και μετά τους εκτοπισμούς— που οι πιο φανατισμένοι απολάμβαναν με ιδιαίτερη ευχαρίστησή τους.
Όλοι όσοι έχουν ασχοληθή με τους διωγμούς και τα μαρτύρια της πόλης τούτης, αναφέρουν και το χαρακτηριστικό τούτο περιστατικό της άγριας ψυχής ακόμα και των γυναικών: Μια μέρα επρόκειτο να κρεμαστούν 48 Αμισηνοί στην πλατεία Ωρολογίου της πόλης. Η αξιότιμη κυρία Στρατιωτικού Διοικητού δεν ήθελε να χάση την ωραία ψυχαγωγία και ειδοποίησε τις φίλες της να έλθουν το πρωί για ν' απολαύσουνε το θέαμα. Έσπευσαν χαρούμενες οι ευγενικές χανούμισες, αλλά η κυρία Στρατιωτικού Διοικητού άργησε να ξυπνήση κι όταν όλες μαζί φτάσαν στον τόπο τη διασκέδασής τους, είχαν κιόλας κατεβαστή απ' τις κρεμάλες τα περισσότερα πτώματα. Στενοχωρήθηκαν οι ευγενικές κυρίες, αλλά η κυρία Στρατιωτικού Διοικητού δεν ήταν γυναίκα χωρίς εμπνεύσεις. Έδωσε διαταγή να ξανακρεμάσουνε τα πτώματα και σε λίγο οι ευαίσθητες χανούμισσες είχαν μπροστά τους ολόκληρο το πανόραμα των 48 κρεμασμένων, το απήλαυσαν και γύρισαν στα σπίτια τους κατευχαριστημένες.
Γιατί, όμως, αυτή η ιδιαίτερη μανία των Τούρκων στην Αμισό; Έγραφε ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, στις 27 Φεβρουαρίου 1917:
«Αφορμή του διωγμού τούτου είναι οι ολίγοι ένοπλοι φυγόστρατοι, οίτινες προς φύλαξιν αυτών από της καταδιώξεως των χωροφυλάκων, μεταβάντες εις την Τραπεζούντα, εζήτησαν και έλαβον όπλα, τα οποία μετέφερον δια ρωσικών τορπιλλικών». Οι ένοπλοι, όμως, ήσαν απλό πρόσχημα για την εξόντωση του ελληνισμού. Αυτό ήταν γνωστό και ολοφάνερο ακόμα και στους τότε σύμμαχους της Τουρκιάς.
Μας το βεβαιώνει ένα έγγραφο από τα Αρχεία της Βιέννης, που παρουσίασε ο κ. Ενεπεκίδης. Σ' αυτό ο υπουργός των Εξωτερικών της Αυστρίας διαβιβάζοντας τις εκθέσεις για τους διωγμούς στο Βερολίνο, σημειώνει: «Αι εκ της Τουρκίας καταφθάνουσαι ειδήσεις καθιστούν ολοέν και πιθανωτέραν την υπόθεσιν, ότι αι συνέπειαι αι προκληθείσαι εκ της αγκιστρώσεως των Ρώσων εις τας τουρκικας ακτάς της Μαύρης Θαλάσσης μεταξύ των εκεί χριστιανικών (ελληνικών) πληθυσμών, δηλαδή οι σχηματισμοί ανταρτικών σωμάτων, χρησιμεύουν ως προσχήματα δια τους Τούρκους δια μίαν εκτεταμένην γενικήν καταδίωξιν του ελληνικού στοιχείου με την έκδηλον τάσιν να εξοντώσουν ολοσχερώς τους Έλληνας ως εχθρούς του κράτους όπως προγενεστέρως και τους Αρμενίους. Την τακτικήν αυτήν εφαρμόζουν οι Τούρκοι καταπολεμούντες όχι μόνον τους αντάρτας, αλλά και εκτοπίζοντες τους πληθυσμούς άνευ διακρίσεως της δυνατότητος αν θα επιζήσουν από τας ακτάς εις το εσωτερικόν της χώρας, χωρίς την λήψιν καταλλήλων μέτρων εκ μέρους της τουρκικής διοικήσεως, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι εις την αθλιότητα και τον εκ πείνης θάνατον.
Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται εις το πλείστον υπό των τουρκικών ταγμάτων τιμωρίας, ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα, τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις την ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων. Τα γεγονότα αυτά, ενδέχεται φυσικά να προκαλέσουν εις ολόκληρον τον πολιτισμένον κόσμον κύμα αγανακτήσεως εναντίον του τουρκικού καθεστώτος. Εκτός αυτού υφίσταται και ο κίνδυνος η Ελληνική Κυβέρνησις της οποίας η στάσις απέναντι της Τουρκίας ουδαμώς εμπνέεται υπό της φροντίδος δια το ελληνικόν στοιχείον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα ήτο δυνατόν να εγκαταλείψη την εν λόγω στάσιν της εάν καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι δεν είναι εις θέσιν να αποτρέψη την μοίραν των συμπατριωτών της εις την Τουρκίαν».
Να τι έγραφε προς τον υπουργό του και ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατκόβσκι: «Όσον κι αν μου φαίνεται αναγκαία η καταπολέμησις των συμμοριών και η εκτέλεσις των προληπτικών τουρκικών μέτρων, εν τούτοις πρέπει να εκφράσω εντόνως τας αντιρρήσεις μου ως προς την τιμωρίαν των Ελλήνων αδιακρίτως καθώς και τον γενικόν εκτοπισμόν των —αντιρρήσεις υπαγορευομένας εκ πολιτικών, οικονομικών και καθαρώς ανθρωπιστικών λόγων. Όπως επανειλημμένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντικής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένισιν του Χριστιανικού στοιχείου — ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχει εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας ενατίον των Αρμενίων». Κι όμως ο Γερμανός στρατάρχης Λίμαν φον Σάνδερς πασάς —όπως άλλο έγγραφο μας μαρτυρά— ισχυριζόταν ότι εμπνεύστηκε και σύστησε το μέτρο των εκτοπισμών μόνο για «στρατιωτικούς λόγους».
Πολλά μας αποκάλυψαν τα μυστικά Αρχεία της Βιέννης, που δόθηκαν ελεύθερα στην ιστορική έρευνα το 1958 κι απ' όπου ο Πόντιος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης κ. Πολ. Ενεπεκίδης μας έδωσε πολύτιμα ντοκουμέντα. Από αυτά αποκαλύφθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι ο αφανισμός των Ρωμιών δεν άρχισε εξ αιτίας του αντάρτικου. Η σφαγή των Αρμένηδων είχε ανοίξει για καλά την όρεξη των Τούρκων και τους γοήτευε η ιδέα να επαναλάβουν τα ίδια και για τους Έλληνες, που ήσαν, μάλιστα, λεία πολύ πιο πλούσια — περισσότεροι απ' τους Αρμένηδες και με βίος και πλούτη απείρως μεγαλύτερα.
Το τι είχαν στο μυαλό τους φαίνεται πιο καθαρά ακόμα απ' τις πληροφορίες του τότε Αυστριακού προξένου της Αμισού Κβιατόβσκι, που τον Νοέμβριο του 1916 ενημέρωσε την κυβέρνησή του, γράφοντας σε μυστική έκθεση: «Η διάθεσις των Τούρκων απέναντι των Ελλήνων εκφράζεται εντονώτατα με τας δύο κάτωθι γνώμας του εδώ μουτεσαρίφη Ραφέτ μπέη, ο οποίος είναι κατά τα άλλα ένας ήσυχος άνθρωπος. Εις τας 26 Νοεμβρίου τρέχοντος έτους (1916) μου είπε ο Ραφέτ μπέης:
«Τελικά με τους Έλληνας πρέπει να ξεκαθαρίσωμε όπως και με τους Αρμενίους. Η Ελλάς θα εισέλθη εις τον πόλεμον το αργότερον κατά τας διαπραγματεύσεις της ειρήνης, οπότε θα είμεθα ελεύθεροι για δράσι». Μετά δύο ημέρας μου είπεν ο Ραφέτ μπέης: «Πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνας. Έστειλα σήμερα εις τα περίχωρα τάγματα δια να σκοτώσουν επάνω στο δρόμο κάθε Έλληνα». Και ο κ. Ενεπεκίδης συμπληρώνει τα επίσημα ντοκουμέντα του με τα παρακάτω: «Στις 20 Ιανουαρίου 1917 γράφει ο πρέσβυς Παλλαβιτσίνι προς τον υπουργόν του στην Βιέννην: Εκ Σαμψούντος αγγέλλονται νέοι εκτοπισμοί και φυλακίσεις Ελλήνων. Η κατάστασις των εξορισθέντων προκαλεί την απόγνωσιν. Όλους τους αναμένει ο θάνατος. Προσπάθησα να επιστήσω την προσοχήν του Μεγάλου Βεζύρη επί των γεγονότων και να τονίσω πόσον λυπηρόν θα ήτο εάν οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου θα ελάμβανον την μορφήν και τας διαστάσεις των αρμενικών διωγμών. Ο Μέγας Βεζύρης μοι υπεσχέθη ότι θα προσπαθήση να ασκήση την επιρροήν του επί του Ταλαάτ μπέη και του Εμβέρ πασά».
Την ίδια υπόσχεσι έδωσε ο διαβόητος αυτός Ταλαάτ μπέης και στον Αμερικανό πρέσβυ. Είπε ότι θα εξαιρέση από τους εκτοπισμούς τουλάχιστο τις γυναίκες και τα παιδιά. Αλλά την επομένη ημέρα κιόλας, 31 Ιανουαρίου 1917, εκμυστηρεύεται ο αιμοσταγής αυτός πασάς και Μέγας Βεζύρης Ταλαάτ μπέης τα εξής σ' ένα Αυστριακό πράκτορα: «Βλέπω να πλησιάζη η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τώρα με τους Έλληνας όπως το 1915 με τους Αρμενίους».
Πηγή: Δημήτριος Ψαθάς
Αχ....... ρε μεμετια
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγο έλειψε να σας στείλουμε στην κόκκινη μηλιά.
Ότι δεν έγινε τότε θα γίνει στο μέλλον. Μια μέρα όταν θα έχουμε άξια ηγεσία θα σας διαλύσουμε μια για πάντα
Πολύ σωστά. Έως τότε τα όπλα παραποδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή