Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας. Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας το έργο του Ευριπίδη Τρωάδες. Καθώς πλησιάζουμε στην καρδιά του θέρους το αφιέρωμα μας στην αρχαία ελληνική δραματουργία συνεχίζεται...
Γράφει ο ιστορικός-αρχαιολόγος Ελευθέριος Κεχρινόπουλος.
Η αττική τραγωδία διανθίζεται παράλληλα με την φιλοσοφία και την δημοκρατία. Ο ανταγωνισμός των ποιητών στο θέατρο του Διονύσου, στην σκιά του βράχου της ακροπόλεως των Αθηνών, προσέδιδε παιδευτικό χαρακτήρα στο συμμετοχικό Αθηναϊκό κοινό.
Στην συγγραφή τραγωδιών επιδόθηκαν τουλάχιστον τρεις μεγάλοι ποιητές, όλοι τους Αθηναίοι πολίτες, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.
«ΤΡΩΑΔΕΣ», ΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Στις «Τρωάδες» ο Ευριπίδης εκδηλώνει την συγγραφική και ποιητική του έχθρα προς
τον πόλεμο τον οποίο βιώνει, τον συγκινεί η θλίψη των γυναικών, των αιχμαλώτων,
των αδύναμων και ανυπεράσπιστων. Η θλίψη του πολέμου είναι ο πρωταγωνιστής της τραγωδίας, ένας διαδοχικός σπαραγμός, μια συνεχής και αυξανόμενη συμφορά.
Μια βραχύβια αναδρομή στο «κτήμα εις αεί» του Θουκυδίδη, βοηθά στην καλύτερη πρόσληψη του νοήματος και περιεχομένου του έργου του Ευριπίδη. Ο Αθηναίος στρατηγός Θουκυδίδης εξιστορεί τον μεγάλο πόλεμο που βίωσε και καθόρισε και τον Ευριπίδη, τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μνημείο πολιτικού στοχασμού αποτελείδιαχρονικά ο «διάλογος των Μηλίων» που παραθέτει ο Θουκυδίδης, όπου έλαβεχώρα στο νησί της Μήλου το 416 π.Χ..
Ο πολεμικές επιχειρήσεις με τους Λακεδαιμόνιους ξεκίνησαν το 431 π.Χ., οι
Αθηναίοι έχουν την ανάγκη να διαθέτουν τον θαλάσσιο έλεγχο και από αυτά τα δεσμά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το νησί των Μηλίων. Παρατάσσοντας οι Αθηναίοι πανίσχυρο στόλο περιμετρικά του νησιού προσπαθούν, αρχικά
συνδιαλεγόμενοι, να επιτύχουν την άρση της έως τότε ουδετερότητας της Μήλου και της ένταξης του νησιού στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία.
Μπροστά στην επίκληση για συμφωνία διαποτισμένη με δικαιοσύνη και δημοκρατία που προτάσσουν οι κάτοικοι της Μήλου, προκειμένου να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους, οι Αθηναίοι σε μια αιώνια επίδειξη ισχύος, ανταπαντούν πως οι συμφωνίες γίνονται μόνο μεταξύ ίσων. Αμείλικτοι, στον βωμό του Αθηναϊκού συμφέροντος, σκοτώνουν όλους τους άρρενες πολίτες και πουλούν ως σκλάβους τα γυναικόπαιδα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο συνεπώς, πως η τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη, εκτυλίχθηκε στην διδακτική σκηνή του θεάτρου του Διονύσου, μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 415 π.Χ. .
Χαρακτηριστικά ο θεός Ποσειδώνας αναφέρει με σαφή υπαινιγμό: «Άμυαλος είναιόποιος κουρσεύει πόλεις, ναούς και τάφους και τα ιερά των πεθαμένων ρημάζει. Θαχαθεί κι αυτός κατόπι».
Η πλοκή εκτυλίσσεται όπως πάντα, εκτός της πόλης των Αθηναίων, συγκεκριμένα
στην Τροία, χρονικά, μετά την άλωση της πόλης από τους Έλληνες. Οι θεοί Ποσειδώνας και Αθηνά αποφασίζουν να καταστρέψουν τον στρατό των Αχαιών, τιμωρώντας τους για την άλωση της πόλης της Τροίας, η οποία ιδρύθηκε από τον θεό
της θάλασσας και η δε Αθηνά, ως αντίποινα λόγω της ασέβειας του Αία προς την Κασσάνδρα.
Οι επιφανείς Τρωαδίτισσες έλαβαν την επιβαρυντική «τιμή» να διαμοιραστούν δίχως κλήρο στους αρχηγούς των Ελλήνων, ενώ οι λοιπές αιχμάλωτες μοιράστηκαν με κλήρο.
Τα πρόσωπα του δράματος που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο είναι η Εκάβη, βασίλισσα της Τροίας, χήρα του βασιλιά Πρίαμου, η οποία στην πορεία του δράματος πληροφορείται τον θάνατο της κόρης της και του εγγονού της, η κόρη της η Κασσάνδρα, μια ανύπαντρη πριγκίπισσα, μάντισσα του θεού Απόλλωνα, η
Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορα, η «ωραία» Ελένη, κόρη του Δία και της Λήδας, σύζυγος του Μενέλαου, ο Μενέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, αδελφός του Αγαμέμνονα, ο Ταλθύβιος, κήρυκας του ελληνικού στρατού, οι θεοί Ποσειδώνας και
Αθηνά και φυσικά ο χορός, αποτελούμενος από Τρωαδίτισσες που είχαν αιχμαλωτίσει οι Έλληνες, ο οποίος γεμάτος μελαγχολία εκπροσωπεί το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού που πουλήθηκαν ως σκλάβες, έπειτα απ’ τον αφανισμό των ανδρών τους.
Ο Αγαμέμνονας έλαβε ως γυναίκα του την αιχμάλωτη Κασσάνδρα, ο Νεοπτόλεμος
πήρε την Ανδρομάχη, ο Μενέλαος την Ελένη, η κατήγορος της τελευταίας η Εκάβη δόθηκε στον Οδυσσέα, η Πολυξένη σφαγιάστηκε επάνω στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ ο Αστυάνακτας, υιός της Ανδρομάχης, βρήκε τον θάνατο γκρεμίζοντάς τον οι Έλληνες απ’ τα τείχη της πόλης.
Συλλογικά η πλοκή του έργου, αποτελούμενη από διαδοχικά επεισόδια, είναι άμεσα εξαρτημένη και σχετιζόμενη με τη μοίρα που επιφυλάσσουν οι νικητές στις σκλάβες, έπειτα από την τραγωδία της πτώσης της πόλης του Ιλίου.
Αναπόδραστα οι τραγωδίες περιέχουν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ευριπίδης
στοχάζεται φιλοσοφικά επάνω στις συνήθεις θρησκευτικές απόψεις, διατυπώνοντας
μέσω των πρωταγωνιστών του ανθρώπινες σκέψεις και προβληματισμούς, όπως της
Εκάβης, η οποία αναφερόμενη στον Δία λέει: «Ω εσύ που είσαι το στήριγμα της γηςκι έχεις πάνω στην γη το θρόνο σου, όποιος κι αν είσαι, τόσο δύσκολο να σενοήσουμε, Δία, είτε είσαι φυσική αναγκαιότητα είτε πλάσμα του ανθρώπινου νου, σε σένα απευθύνω την προσευχή μου». Οι θεοί στην Ευριπίδεια τραγωδία είναι ακριβώς σαν τους ομηρικούς θεούς και κατ’ επέκταση, σαν όλους εμάς, κυριευμένοι από πάθη, φθόνο, μνησικακία, περηφάνια, εκδικητικότητα.
Η θεά Αθηνά στις «Τρωάδες» οργανώνει την καταστροφή του ελληνικού στόλου, διότι την πρόσβαλλε ένας Έλληνας ήρωας και διαπραγματεύεται τη μοίρα των ανθρώπινων πλασμάτων.
Οι «Τρωάδες» λογίζονται ως η πιο καταθλιπτική τραγωδία του Ευριπίδη, μα ακόμη και σ’ αυτή, υπάρχει η αίσθηση του κωμικού στοιχείου, όταν επρόκειτο ο Μενέλαος να πάρει στο καράβι μαζί του την Ελένη, τον οποίον προτρέπει η Εκάβη να μην τοκάνει και αυτός της απαντά: «Γιατί, έχει στο μεταξύ βαρύνει;».
Ο Ευριπίδης δραματοποιεί την ανθρώπινη δυστυχία, προκαλώντας ακραία αισθήματα
στο κοινό. Ο Αριστοτέλης κατονόμαζε τον Ευριπίδη ως «τον πιο τραγικό από τους ποιητές». Ο νεκρικός θρήνος της βασιλομήτωρ Εκάβης επάνω απ’ το κορμί του εγγονού της Αστυάνακτα, ωθεί αβάστακτα την αντοχή του κοινού στα έσχατα όριά της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Ευριπίδης πραγματεύτηκε όχι καθ’ αυτό τον πόλεμο, αλλά τα δεινά επακόλουθα αυτού, και πώς αυτά τα δεινά εξωτερικεύουν τις διάφορες όψεις του ανθρώπινου ψυχισμού.
Κάθε Τρωαδίτισσα, ως θύμα, αντιδρά διαφορετικά, αποκαλύπτοντας το βαθύτερο χαρακτήρα της. Διαμέσου των χαρακτήρων του, ο Ευριπίδης καθρεφτίζει τις αμφιβολίες και τα ερωτηματικά μιας περιόδου πολιτικής δυσφορίας.
Στα έργα των τριών μεγάλων τραγικών, ιδιαίτερα δε, σε αυτά του Ευριπίδη, είναι δυνατό να εντοπιστούν μια σειρά από υπαινιγμούς, μεταφορές, πολεμικές προθέσεις, δυσερμήνευτες δίχως την αποκρυπτογράφηση του νοήματος που τους προσδίδει ο ποιητής σε άμεσο συσχετισμό με τα πραγματιστικά και σύγχρονα με την παράσταση δρώμενα.
Τα τραγικά θέματα αναπτύσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η πλοκή του έργου σε ορισμένα χωρία ή ακόμη και στο σύνολό της, να προτρέπει τον θεατή ώστε να προβεί σε συσχέτιση με το παρόν.
Η απήχηση των «Τρωάδων» του Ευριπίδη στη σύγχρονη εποχή, είναι ακριβώς αυτή η κραυγή διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας των νικητών του πολέμου έναντι των ηττημένων.
Εύστοχα όμως δεν περιγράφει μονάχα την δυστυχία των νικημένων, αλλά κηρύττει με βαθιά συνοχή και σοφία, πως ο δαίμονας του πολέμου χτυπά με φοβερόμαστίγιο και τον νικητή.
Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι του you tube Ορέστης Πυλαρινός , και αποτελεί μαγνητοσκοπημένη παράσταση του Εθνικού θεάτρου στην Επίδαυρο του 1991, με πρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Τα πρώτα λαϊκά φυλλάδια φυλλοξενούσαν περιλήψεις ή διασκευές μεγάλων μυθιστορημάτων με ήρωες όπως ο Ροκαμβόλ, ο Σέρλοκ Χομς, ο Νατ Πίκερτον.
Ο πρώτος Έλληνας ήρωας που εμφανίζεται στις αστυνομικές σειρές των λαϊκών φυλλαδίων φαίνεται να είναι ο Φον Κολοκοτρώνης, ένα πρόσωπο υπαρκτό, εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τις περιπέτειες του ήρωα αυτού έγραφε ο Αριστείδης Κυριακός επηρεασμένος από τις ιστορίες του Χολμς.
Ο σπουδαιότερος ίσως και γνωστότερος όλων των Ελλήνων αστυνομικών που έχει στο ενεργητικό του πολυάριθμες λύσεις μυστηρίων και εξιχνιάσεις φόνων ακούει στο όνομα αστυνόμος Μπέκας και αποτελεί ένα δημιούργημα του πολυγραφότατου Γιάννη Μαρή, δημοσιογράφου και συγγραφέα, το όνομα του οποίου εμφανίζεται σε πολλά λαϊκά περιοδικά και αστυνομικά μυθιστορήματα τις δεκαετίες του 50 και του 60 στην Ελλάδα.Ο Μαρής σκιαγραφεί τον κεντρικό του ήρωα επηρεασμένος από τον Γάλλο συνάδελφό του αστυνόμο Μεγκρέ, ήρωα του Ζ. Σιμενόν, προσαρμοσμένο στην ελληνική νοοτροπία και κοινωνία.
Οι πρώτες προσπάθειες του αστυνόμου Μπέκα πάταξης του εγκλήματος χρονολογούνται το καλοκαίρι του 1953 στις σελίδες του μυθιστορήματος Έγκλημα στο Κολωνάκι∙ το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει την αρχή μιας σειράς ιστοριών με κεντρικό ήρωα τον αστυνόμο Μπέκα ή το δημοσιογράφο Μακρή τους οποίους δέχτηκαν θερμά οι οπαδοί του αστυνομικού είδους μέχρι και σήμερα.
Ο δρόμος ανοίγει πλέον και για άλλους Έλληνες συγγραφείς να πλάσουν τους δικούς τους ήρωες πια απαλλαγμένους από το ευρωπαικό ή αμερικανικό περιβάλλον και ενταγμένων πια πιο κοντά στο ελληνικό κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι.
Λίγο πριν την είσοδο του αστυνόμου Μπέκα εμφανίζονται στη μετεμφυλιακή Μάσκα με την υπογραφή του Π. Πετρίτη, ψευδώνυμο του γνωστότατου συγγραφέα Νίκου Μαράκη, ιστορίες με κεντρική ηρωίδα την Μις Γκοστ ή Φροιλάιν Γκοστ, κατά κόσμον Αγγέλα Μαρκάτου, μια πατριώτισσα που πολεμούσε τους Γερμανούς, εργαζόμενη για λογαριασμό του Ελληνικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής που έδρευε στο Κάιρο. Από τις ιστορίες αυτές εμπνεύστηκε αργότερα ο Στέλιος Ανεμοδούρας και έγραψε τις ανάλογες περιπέτειες του Γιώργου Θαλάσση, ή Παιδί – Φάντασμα, γνωστός ως Μικρός Ήρωας.
Το 1966 ο Ανδρόνικος Μαρκάκης δημιουργεί έναν ακόμα Έλληνα ήρωα, τον δικηγόρο Ορέστη Λαμπίρη, που πρωταγωνιστεί στη ραδιοφωνική σειρά Το σπίτι των ανέμων. Αστυνομικά μυθιστορήματα με φόντο την Κατοχή έγραφε και ο Γιάννης Β. Ιωαννίδης με τίτλους Θάνατος στο Σούνιο και Ο χορός του θανάτου. Τη περίοδο εκείνη η μοναδική γυναίκα που γράφει αστυνομικές ιστορίες είναι η Αθηνά Κακούρη που δημοσιεύει τις ιστορίες της στο περιοδικό Ταχυδρόμος, με κεντρικούς ήρωες αστυνομικούς ή απλές νοικοκυρές. Δικαίως θεωρούμε ότι η Κακούρη δικαιωματικά κερδίζει το τίτλο της Ελληνίδας Αγκάθα Κρίστι
Ο θάνατος του Γιάννη Μαρή τη χρυσή αυτή εποχή για το αστυνομικό μυθιστόρημα που ξεκίνησε δειλά από τη δεκαετία του 30 και κορυφώθηκε το 50 και το 60. Από κει και πέρα και κυρίως τα χρόνια της δικτατορίας το ελληνικό αναγνωστικό κοινό στρέφεται σε πιο εύπεπτες αισθηματικές ιστορίες τύπου Άρλεκιν.
Με την επανέκδοση του περιοδικού Μάσκα από το Δημήτρη Χανό αρκετοί εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν καλοδουλεμένες αστυνομικές σειρές και Έλληνες συγγραφείς, λίγοι βέβαια αρχικά, κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην αστυνομική λογοτεχνία ακολουθώντας τα χνάρια του Μαρή.
Δημιουργοί και τίτλοι που εμφανίζονται τα πρώτα χρόνια του 80 είναι το μυθιστόρημα του Στυλιανού Μωυσίδη Ο θάνατος στην Ολυμπία το 1981, το έργο του Δημήτρη Χανού Ανατομία ενός εγκλήματος το 1982 και το Ένα κι ένα κάνουν όσο θες των Τιτίνα Δανέλλη και Μάνου Κοντολέοντα. Τα βιβλία αυτά ανοίγουν την αυλαία για μια νέα φάση του αστυνομικού μυθιστορήματος με εντελώς διαφορετικούς όρους από τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα από τα πρώτα κείμενα με τα οποία εισερχόμαστε στη νέα αυτή περίοδο για το αστυνομικό, που από δω και πέρα μέχρι τις μέρες μας ολοένα και θα κορυφώνεται, είναι το μυθιστόρημα του Φώντα Λάδη Άνθρωποι και κούκλες το 1982, με πρωταγωνιστή μιας σειράς ιστοριών τον ιδιωτικό αστυνομικό Φοίβο Μαύρο. Στην συνέχεια ακολουθεί ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου με δύο μυθιστορήματα με αστυνομική πλοκή χωρίς την παρουσία όμως αστυνομικών και ντετέκτιβ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πρόκειται για το Κύκλος θανάτου το 1987 και Το χαμόγελο της Τζοκόντας το 1988.
Από κει και πέρα εμφανίζεται συχνά σε αστυνομικά μυθιστορήματα ο πρωταγωνιστής της ιστορίας να είναι ένας ερασιτέχνης ντετέκτιβ είτε γιατί βρισκόταν σε μεγάλη συναισθηματική σχέση με το θύμα και θεωρούσε χρέος του να αποκαταστήσει τη μνήμη του τιμωρώντας τον ένοχο, είτε γιατί βρισκόταν ο ίδιος σε θέση βασικού υπόπτου και ήθελε να αποδείξει την αθωότητά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις δε παρακάμπτεται μια βασική αρχή του αστυνομικού μυθιστορήματος που είναι η δεδομένη αθωότητα του ντετέκτιβ εξαρχής γιατί παρόλο που αυτός που ερευνά δεν έχει ορισμένες δικαιοδοσίες έχει με το μέρος του τον αναγνώστη.
Σε αυτήν την περίπτωση ανήκουν τα πρώτα μυθιστορήματα του Φιλίππου, για παράδειγμα στο Κύκλο θανάτου, όπου ο πρώην ναυτικός Νικηφόρος Νικηφορίδης επιχειρώντας να αποδείξει την αθωότητά του ερευνά το οικείο περιβάλλον του θύματος. Την ίδια εποχή εμφανίζεται ο Πάρις Αριστείδης με το μυθιστόρημα Η αγάπη της γάτας το 1988 με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Χ. Ζάρα και στη συνέχεια ο Στυλιανός Χαράτσης με το Οι κώδικες της Σίνδου το 1989, ο Στάθης Βαλούκος με το Να σκοτώνεις το διάβολο το 1989 και ο Στέλιος Κούλογλου με το έργο Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο το 1988.
Εκτός από τα νέα αυτά ονόματα εκδίδεται εκείνη την περίοδο και το βιβλίο του παλιότερου συγγραφέα και γνώριμου ονόματος από την εποχή των περιοδικών Μάσκας και του Μυστηρίου Τζίμη Κορίνη Οι δολοφόνοι κάνουν λάθη το 199098. Όπως και σε όλα τα λογοτεχνικά είδη, άλλοτε λίγο και άλλοτε περισσότερο, οι αλλαγές συντελούνται ανάλογα με τις κοινωνικές ή πολιτικές μεταβολές, έτσι και στο αστυνομικό, ίσως περισσότερο από άλλα είδη, συχνά τα δεδομένα αλλάζουν. Αυτό γίνεται γιατί το αστυνομικό μυθιστόρημα περιγράφει, αναλύει, ανήκει στην πραγματικότητα, επόμενο λοιπόν είναι να επηρεάζεται από τις αλλαγές της.
Στη δεκαετία του 90 πολλά είναι τα νέα στοιχεία που αλλάζουν τα δεδομένα, ένα απ’ τα μεγαλύτερα είναι η αλλαγή στη σύσταση των πόλεων εξαιτίας της εισόδου των μεταναστών και των οικονομικών προσφύγων, η αστυφιλία που ήδη είχε κάνει την εμφάνισή της και καθιερωθεί στα ελληνικά πράγματα, έκαναν πιο έντονη την ανάγκη για μια καθαρά αστική λογοτεχνία. Ο συνωστισμός, η τσιμεντοποίηση, η ανεργία, η εισροή του ξένου στοιχείου και το οργανωμένο έγκλημα που αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς ακολουθώντας τα ξένα πρότυπα των μεγαλουπόλεων, γεμίζουν τις δημοσιογραφικές σελίδες και δίνουν τροφή στη μυθοπλασία.
Οι κοινωνικές μεταβολές οπλίζουν το χέρι των συγγραφέων να καταγράψουν ουσιαστικά καταστάσεις της σύγχρονης πραγματικότητας των οποίων οι αναγνώστες αποτελούσαν πλέον κοινωνοί και θεατές. Ένας από τους πρώτους συγγραφείς της νέας αυτής περιόδου υπήρξε ο Ανδρέας Αποστολίδης, πολύ γνωστός και για τις μεταφράσεις έργων ξένων λογοτεχνών για τις εκδόσεις Άγρα. Τα βιβλία του Χαμένο παιχνίδι και Φάντασμα του μετρό, 1995 και 1996, έχουν φόντο το κέντρο της Αθήνας και πρωταγωνιστές αστυνομικούς και δικηγόρους. Στη συνέχεια ο Πέτρος Μάρκαρης παρουσίασε το βιβλίο του Νυχτερινό δελτίο το 1995, πρώτο από μια σειρά μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Χαρίτο, απόγονο του αστυνόμου Μπέκα και κατ’ επέκταση του Σιμενικού Μεγκρέ.
Το 1996 δημοσιεύεται το τρίτο μυθιστόρημα του Φίλιππου Φιλίππου με τίτλο Το μαύρο γεράκι, πάλι με κέντρο τον υπόκοσμο του κέντρου της πρωτεύουσας και την ίδια χρονιά η Μπαλάντα του λύκου του Πάρη Αριστείδη και το 1997 το Έγκλημα στο Παρατηρητή του Αργύρη Παυλιώτη99. Εκτός από το περιβάλλον της πρωτεύουσας, αστυνομικά μυστήρια και επίδοξοι ερευνητές εμφανίζονται και στον ελληνικό βορρά.
Ο Πέτρος Μαρτινίδης τοποθετεί το δικό του αίνιγμα στο πανεπιστημιακό χώρο της Θεσσαλονίκης με πρωταγωνιστές απ’ τον ακαδημαικό κύκλο. Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει τίτλο Κατά συρροήν και εμφανίζεται στα βιβλιοπωλεία το 1998. Ο ίδιος ο Μαρτινίδης, αρχιτέκτων και ακαδημαϊκός φαίνεται να αισθάνεται πιο οικεία στο χώρο του campus novel χωρίς να αφαιρεί από το έργο του αστυνομικές αξιώσεις. Το αστυνομικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση το λαϊκό ανάγνωσμα φαίνεται να τον απασχολεί εκδίδοντας μια σημαντική μελέτη με τίτλο Συνηγορία της παραλογοτεχνίας.
σίδηρος, ει γαρ αυτοαδάμας, έπαθεν αν ενταύθα των ανθρωπίνων».
Η δεύτερη πηγή που καλύπτει εκείνο το χρονικό διάστημα σύμφωνα με τον
Γούναρη βρίσκεται στο έργο «Βίος και πολιτεία του Οσίου Φιλοθέου».47 Η πηγή
αυτή αναφέρεται στην αρπαγή από τους Οθωμανούς του Οσίου Φιλοθέου μαζί με την
αδερφό του, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ποια χρονιά ακριβώς πραγματοποιήθηκε τογεγονός αυτό. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς που ερεύνησαν το θέμα, αυτό θα
πρέπει να έγινε στο τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Σύμφωνα με αυτές τις δύο πηγές οι αρχές του παιδομαζώματος βρίσκονται
αναμφισβήτητα πριν από τα χρόνια της σουλτανείας του Βαγιαζήτ (1389-1402).
Εντούτοις σε αυτή την περίοδο έχουμε καταγεγραμμένες τις δύο πρώτες πηγές που
Ο πίνακας βρίσκεται στην εθνική πινακοθήκη του Λονδίνου και απεικονίζει τη φροντίδα που επέδειξε ο Αλέξανδρος στην οικογένεια του Δαρείου μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ.
Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά‐πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλη.
Από τις αρχές Μαρτίου ο σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιοφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του σουλτάνου.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος.
Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά‐πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.
Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των τούρκων.
Στις πέντε Απριλίου το κύριο σώμα του τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν , φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις είκοσι τρεις Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, δώδεκα χιλιάδες περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο.
Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.